ΤΟΜΟΣ 2 - ΤΕΥΧΟΣ 4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 20 Αίμα 2 (4) Περιλήψεις 22ου Πανελληνίου ΑΙματολογικού Συνεδρίου ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 20 ISSN: 08-2682 Διευθυντής Σύνταξης: Καθηγητής Φώτης Ν. Μπερής Συνεκδότες: Καθηγήτρια Ελένη A. Παπαδάκη, Καθηγητής Κωνσταντίνος Τσαταλάς Περιλήψεις 22ου Πανελληνίου Αιματολογικού Συνεδρίου HELLENIC SOCIETY OF HAEMATOLOGY ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Αίμα 20; 2(4) 22 Ο αριθμός των Tregs (cells/μl) είτε προσδιορίστηκε μέσω της αρνητικότητας του CD27 (CD4+ CD25+ CD27-) είτε μέσω της έκφρασης του FoxP3 (CD4+ CD25+ FoxP3+) ήταν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερος στους ασθενείς σε σχέση με τα controls (CD27- p=0.047, FoxP3+ p= 0.036). Η έκφραση της Annexin στα Tregs ήταν στατιστικώς σημαντικά χαμηλότερη στους ασθενείς σε σχέση με τα controls (p=0.027) Σε 4 από τους 28 ασθενείς έγιναν κυτταροκαλλιέργειες των Τregs, των T effector και συγκαλλιέργεια Τregs με T effector. Ακολούθησε ποσοτικός προσδιορισμός κυτταρικού πολλαπλασιασμού με BrdU και προέκυψε ότι η συγκαλλιέργεια Τregs -T effector είχε ως αποτέλεσμα την στατιστικώς σημαντική μείωση BrdU και συνεπώς του κυτταρικού πολλαπλασιασμού σε σχέση με την καλλιέργεια T effector. (p=0.002) Συμπεράσματα: Tα Tregs ανοσορυθμιστικά κύτταρα στην Β-ΧΛΛ είναι σημαντικώς αυξημένα σε σχέση με τους μάρτυρες και παρουσιάζουν μειωμένη απόπτωση. Διατηρούν τη λειτουργικότητά τους δηλαδή καταστέλλουν την λειτουργία των effector κυττάρων. Απαιτείται έλεγχος μεγαλυτέρου αριθμού ασθενών για την διαλεύκανση της συσχέτισής τους με τα κλινικά χαρακτηριστικά και την πρόγνωση των ασθενών καθώς και για το λειτουργικό ρόλο τους στην παθογένεια και την συσχέτισή τους με τα αυτοάνοσα φαινόμενα της νόσου. 5 ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΛΕΜΦΩΜΑ HODGKIN (HL) ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΤΑΝΤΑΙ PET/CT-ΑΡΝΗΤΙΚΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ABVD: ΔΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ Θ.Π. Βασιλακόπουλος, Γ.Α. Πάγκαλης, Φ. Ροντογιάννη, Σ. Μασουρίδη, Β. Πρασόπουλος, Ζ. Γαλάνη, Γ. Μπούτσικας, Μ. Δήμου, Μ. Μοσχογιάννη, Π. Τσιρκινίδης, Σ. Χατζηϊωάννου, Σ.Ι. Κοκόρη, Β. Παππή, Ο. Τσοπρά, Γ. Γεωργίου, Χ. Καλπαδάκη, Σ. Σαχανάς, Ξ. Γιακουμή, Α. Μπιλάλης, Β. Καραλή, Α. Κανελλόπουλος, Λ. Παπαγεωργίου, Η. Πέσσαχ, Ν.Α. Βύνιου, Ε. Βαριάμη, Μ.Χ. Κυρτσώνη, Μ.Π. Σιακαντάρη, Φ. Μπερής, Ι. Δατσέρης, Π. Παναγιωτίδης, Μ.Κ. Αγγελοπούλου, Ι. Μελέτης Αιματολογική Κλινική ΕΚΠ Αθηνών και Ιατρικού Κέντρου Ψυχικού και Τμήματα PET-Scan Νοσοκομείου «O Ευαγγελισμός», Θεραπευτηρίου ΥΓΕΙΑ και Ιατροβιολογικού Κέντρου Ακαδημίας Αθηνών Σκοπός της μελέτης: Οι ασθενείς με HL που καθίστανται PET/CT(-) μετά τη χημειοθεραπεία (ΧΜΘ) πρώτης γραμμής με τον συνδυασμό ABVD αναμένεται να έχουν πολύ καλή πρόγνωση. Παρ όλα αυτά είναι γνωστό ότι στο HL ο κίνδυνος υποτροπής εξακολουθεί να υφίσταται επί μακρόν. Οι προγνωστικοί παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση των PET/CT(-) ασθενών δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς, έχουν όμως μεγάλη σημασία για την ενημέρωση και τον τρόπο παρακολούθησής τους. Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν ο καθορισμός των ανωτέρω προγνωστικών παραγόντων. Υλικό και Μέθοδος: Μεταξύ ΔΕΚ 2004 και ΦΕΒ 20, 3 ασθενείς με HL έλαβαν ΧΜΘ με 4-8 κύκλους ABVD: 243 ανταποκρινόμενοι (CR, CRu, PR) ασθενείς υποβλήθηκαν σε PET/CT μετά τη ΧΜΘ, 40 ανταποκρινόμενοι ασθενείς δεν υποβλήθηκαν στην εξέταση για τεχνικούς λόγους, για 6 δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία, 3 απεβίωσαν πρόωρα και 9 εμφάνισαν ταχύτατη πρόοδο νόσου πριν το PET/CT. Από τους 243 ανταποκριθέντες ασθενείς 9 αξιολογήθηκαν ως PET/CT(-) μετά το ABVD και αναλύονται αναδρομικά ως προς την πιθανότητα υποτροπής της νόσου. Αποτελέσματα: Η διάμεση ηλικία των 9 PET/CT(-) ασθενών ήταν 30 έτη (5-78), 53% ήταν άρρενες, 98% είχαν κλασικό HL, 27% είχαν στάδιο III/IV, 3% Β-συμπτώματα, 22% προσβολή 5 περιοχών, 38% αναιμία, 5% σημαντική λευκοκυττάρωση, 9% σοβαρή λεμφοκυτταροπενία, 50% ΤΚΕ 50 mm/h και 53% λευκωματίνη <4g/dL. Η διάμεση παρακολούθηση των ασθενών ήταν 26 μήνες (-72). Ακτινοθεραπεία έλαβε το 96% των ασθενών σταδίων Ι/ΙΙ (διάμεση δόση 3000 cgy). Αντίθετα, το 92% των ασθενών προχωρημένων σταδίων δεν ακτινοβολήθηκαν. Από τους 9 ασθενείς, εμφάνισαν υποτροπή. H επιβίωση ελεύθερη υποτροπής (ΕΕΥ) ήταν 98%,95%,93% και 89% στα,2,3 και 4-5 έτη μετά το αρνητικό PET/CT. Μεταξύ των προαναφερθέντων δυνητικών προγνωστικών παραγόντων μόνο το κλινικό στάδιο είχε στατιστικώς σημαντική επίδραση στην ΕΕΥ: Η 3-ετής ΕΕΥ ήταν 97% έναντι 79% για τους PET/CT(-) ασθενείς κλινικού σταδίου Ι/ΙΙ και ΙΙΙ/IV αντίστοιχα (p=0.0002). Ειδικά για τους 9 PET/CT(-) ασθενείς σταδίου IV, η 3-ετής ΕΕΥ ήταν μόλις 64%. Η προσβολή 5 περιοχών είχε οριακή επίδραση στην ΕΕΥ (p=0.06), ενώ όλοι οι άλλοι παράγοντες δεν συσχετίζονταν με την ΕΕΥ στον συγκεκριμένο πληθυσμό ασθενών, συμπεριλαμβανομένου μάλιστα και του IPS (p=0.79). Από τις αυτές υποτροπές, τουλάχιστον 3 ήταν αντιληπτές μόνο με την κλινική εξέταση και συγκεκριμένα τουλάχιστον 2/3 που αφορούσαν ασθενείς σταδίων Ι/ΙΙ αλλά μόνο /8 που αφορούσαν ασθενείς σταδίων III/IV. Από τους 8 ασθενείς προχωρημένου σταδίου, μόνον υποτροπίασε σε περιοχή ογκώδους νόσου με τον κλασικό ορισμό, που θα μπορούσε να έχει ακτινοβοληθεί. Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με HL που καθίστανται PET/CT(-) μετά το ABVD, διατρέχουν κίνδυνο υποτροπής περίπου 0% κατά την επόμενη 5ετία. Το αρνητικό PET/CT μετά από 4-6 κύκλους ABVD προοιωνίζει άριστο βραχυχρόνιο αποτέλεσμα σε ασθενείς σταδίων Ι/ΙΙ, οι οποίοι τυπικά ακτινοβολούνται. Αντίθετα, στους ασθενείς σταδίων III/IV που καθίστανται PET/CT(-) μετά ABVDx6-8, εκ των οποίων λίγοι ακτινοβολούνται, η πιθανότητα υποτροπής δεν είναι αμελητέα, προσεγγίζοντας το 20% εντός των 3 πρώτων ετών. Κατά συνέπεια, οι PET/CT(-) ασθενείς σταδίων III/IV χρήζουν συχνής παρακολούθησης, ενώ οι συχνές ακτινολογικές εξετάσεις πιθανώς μπορούν να αποφευχθούν σε PET/CT(-) ασθενείς σταδίων Ι/ΙΙ που έχουν λάβει ΑΚΘ, με σκοπό την ελαχιστοποίηση της περαιτέρω έκθεσής τους σε ακτινοβολία και την εξοικονόμηση πόρων. 6 ΕΚΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΛΕΜΦΩΜΑ HODGKIN (HL) ΠΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ PET/CT-ΘΕΤΙΚΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ABVD: ΔΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ Θ.Π. Βασιλακόπουλος, Φ. Ροντογιάννη, Γ.Α. Πάγκαλης, Β. Πρασόπουλος, Σ. Μασουρίδη, Γ. Μπούτσικας, Σ.Ι. Κοκκόρη, Μ. Δήμου, Σ. Χατζηϊωάννου, Μ. Μοσχογιάννη, Σ. Σαχανάς, Ξ. Γιακουμή, Β. Παππή, Ο. Τσοπρά, Γ. Γεωργίου, Ε.Μ. Δημητριάδου, Κ. Πέτεβη, Θ. Νταλαγεώργος, Ι. Βαρδουνιώτη, Γ. Γκαϊνάρου, Κ. Κούτση, Ν.Α. Βύνιου, Μ.Χ. Κυρτσώνη, Μ.Π. Σιακαντάρη, Ι. Δατσέρης, Π. Παναγιωτίδης, Ι. Μελέτης, Μ.Κ. Αγγελοπούλου Αιματολογική Κλινική ΕΚΠ Αθηνών και Ιατρικού Κέντρου Ψυχικού και Τμήματα PET-Scan Νοσοκομείου Ευαγγελισμός, Θεραπευτηρίου ΥΓΕΙΑ και Ιατροβιολογικού Κέντρου Ακαδημίας Αθηνών Εισαγωγή/Σκοπός: Οι ασθενείς με HL που παραμένουν PET/CT(+) μετά τη χημειοθεραπεία (ΧΜΘ) πρώτης γραμμής με τον συνδυασμό ABVD έχουν μέτρια έως μάλλον πτωχή πρόγνωση. Ορισμένοι εξ αυτών διασώζονται με ακτινοθεραπεία (ΑΚΘ). Οι προγνωστικοί παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση των PET/CT(+) ασθενών δεν έχουν μελετηθεί, ενώ μπορεί να έχουν ρόλο στην επιλογή μεταξύ ΑΚΘ διάσωσης ή ΧΜΘ διάσωσης και αυτόλογης μεταμόσχευσης. Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν η αναζήτηση προγνωστικών παραγόντων για την έκβαση των PET/CT(+) ασθενών με HL μετά τη ΧΜΘ με ABVD. Ασθενείς και Μέθοδοι: Μεταξύ ΔΕΚ 2004 και 20, 3 ασθενείς με HL έλαβαν ΧΜΘ με 4-8 κύκλους ABVD: 243 ανταποκρινόμενοι (CR,CRu,PR) ασθενείς υποβλήθηκαν σε PET/CT μετά τη ΧΜΘ, 40 ανταποκρινόμενοι ασθενείς δεν υποβλήθηκαν στην εξέταση για τεχνικούς λόγους, για 6 δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία, 3 απεβίωσαν πρόωρα και 9 εμφάνισαν ταχύτατη πρόοδο νόσου πριν το PET. 52/243 ασθενείς αξιολογήθηκαν ως PET/CT(+) μετά το ABVD και αναλύονται αναδρομικά ως προς την πιθανότητα εξέλιξης της νόσου. Αποτελέσματα: Η διάμεση ηλικία των 52 PET/CT(+) ασθενών ήταν 3.5 έτη (5-73), 58% ήταν άρρενες, 98% είχαν κλασικό HL, 27% είχαν στάδιο III/IV, 9% Β-συμπτώματα, 0% προσβολή 5 περιοχών, 3% αναιμία, 8% σημαντική λευκοκυττάρωση, 0% σοβαρή λεμφοκυτταροπενία, 56% ΤΚΕ 50 mm/h και 39% λευκωματίνη <4g/dL. Η διάμεση παρακολούθηση των 3 ασθενών που παραμένουν σε ύφεση είναι 24 μήνες (-67), ενώ 2 έχουν εμφανίσει εξέλιξη της νόσου. Ακτινοθεραπεία έλαβε το 8% των ασθενών (διάμεση δόση 3620 cgy): 4 ασθενείς προωθήθηκαν σε αυτόλογη μεταμόσχευση και 6 δεν ακτινοβολήθηκαν οικεία βουλήσει. Η διάμεση SUVmax ήταν 6.7 έναντι 4. στους ασθενείς με και χωρίς εξέλιξη της νόσου (p=0.02). H επιβίωση ελεύθερη εξέλιξης της νόσου (ΕΕΕΝ) ήταν 73%, 64%, 48% και 4% στα, 2, 3 και 4-5 έτη μετά το PET/CT. H 3-ετής ΕΕΕΝ ήταν 56% έναντι 24% για τους ασθενείς με SUVmax < και 9 αντίστοιχα (p=0.002). Μεταξύ των προαναφερθέντων δυνητικών προγνωστικών παραγόντων μόνο παρουσία αναιμίας είχε στατιστικώς σημαντική επίδραση στην ΕΕΕΝ (p=0.0), ενώ η σημασία της ΤΚΕ ήταν οριακή (p=0.0). Στην πολυπαραγοντική ανάλυση, η SUVmax ήταν ανεξάρτητος προγνωστικός παράγων για την ΕΕΕΝ. Σε 4 ακτινοβοληθέντες ασθενείς, το PET/CT επαναλήφθηκε μετά την ΑΚΘ: μόνο 2/4 έχουν υποτροπιάσει και η ΕΕΕΝ στους 30 μήνες είναι 82%. 23
Αίμα 20; 2(4) Συμπεράσματα: Παρά τη συμπληρωματική ακτινοβόληση, οι ασθενείς με HL που παραμένουν PET/CT(+) μετά το ABVD διατρέχουν κίνδυνο υποτροπής της τάξεως του 60% κατά την επόμενη 4ετία. Ασθενείς με χαμηλότερη πρόσληψη 8-FDG (SUVmax<9) πιθανώς ωφελούνται περισσότερο από τη συμπληρωματική ΑΚΘ, ενώ η υψηλότερη πρόσληψη φαίνεται να προδικάζει ακόμη πιο αυξημένο κίνδυνο εξέλιξης της νόσου. Η επιπλέον συμβολή συμβατικών προγνωστικών παραμέτρων χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Ασθενείς που μετά την ΑΚΘ μετατρέπονται σε PET/CT(-) φαίνεται να διατρέχουν πολύ μικρότερο κίνδυνο υποτροπής. Τα συμπεράσματα αυτά μπορεί να διευκολύνουν την επιλογή της βέλτιστης θεραπείας στη συγκεκριμένη ομάδα ασθενών. Μη Hodgkin Λεμφώματα - Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία 7 ΛΕΜΦΑΔΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΑ Τ-ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΕΚΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙ 20 ΑΣΘΕΝΩΝ Μ.Κ. Αγγελοπούλου, Π. Τσιριγώτης, Μ. Μοσχογιάννη, Μ. Δήμου, Π. Τσιρκινίδης, Σ. Μασουρίδη, Γ. Γεωργίου, Ε. Δημητριάδου, Β. Παππά, Χ. Γαλάνη, Γ. Μπούτσικας, Β. Καραλή, Σ. Κοκόρη, Κ. Αναργύρου, Σ. Σαχανάς, Κ. Πέτεβη, Π. Φλεβάρη, Θ. Νταλαγιώργος, Μ.Ν. Δημοπούλου, Μ.Π. Σιακαντάρη, Μ.-Χ. Κυρτσώνη, Π. Παναγιωτίδης, Ι. Μελέτης, Ι. Δερβενούλας, Γ.Α. Πάγκαλης, Θ.Π. Βασιλακόπουλος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σκοπός της μελέτης: Τα περιφερικά Τ-λεμφώματα είναι σπάνια στο Δυτικό κόσμο. Ανάμεσά τους τα λεμφαδενικά περιφερικά Τ-λεμφώματα είναι οι πιο συχνές οντότητες. Η δυσκολία στην ταξινόμησή τους έχει ως αποτέλεσμα την απουσία μεγάλων σειρών ασθενών. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η αποτύπωση των χαρακτηριστικών, της έκβασης και των προγνωστικών παραγόντων σε ασθενείς με λεμφαδενικά περιφερικά Τ-λεμφώματα από 4 Αιματολογικά Κέντρα των Αθηνών. Υλικό και Μέθοδος: Μελετήθηκαν αναδρομικά 20 ασθενείς μεταξύ 99 και 20. Αποτελέσματα: Η διάμεση ηλικία στη διάγνωση ήταν 57 έτη (3-9), 63% ήταν άνδρες, 65% είχαν κλινικό στάδιο III-IV, 53% Β-συμπτώματα, 9% κατάσταση ικανότητος (ΚΣ) 2, 54% αυξημένη LDH και 54% εξωλεμφαδενική εντόπιση (27% 2 εντοπίσεις), 26% διήθηση μυελού και 25% προσβολή σπληνός. Η κατανομή των ιστολογικών υποτύπων ήταν ως εξής: 34% αναπλαστικό λέμφωμα από μεγάλα κύτταρα (ALCL) (% ALK+, 3% ΑLK- και 0% με μη διαθέσιμη ALK), 3% Τ-αγγειοανοσοβλαστικό λέμφωμα (AITL) και 32% περιφερικό Τ-λέμφωμα μη άλλως τυποποιούμενο (PTCL-NOS). Τα χαρακτηριστικά των ασθενών ανάλογα με τον ιστολογικό υπότυπο φαίνονται στον πίνακα. Η πλειονότητα των ασθενών (8%) έλαβε αρχική χημειοθεραπεία τύπου CHOP ή CHOEP. Η 5-ετής επιβίωση ελεύθερη εξέλιξης νόσου (ΕΕΕΝ) ήταν 39% και η 5-ετής συνολική επιβίωση (ΣΕ) ήταν 54%. Μόνο 5/65 από τους ασθενείς με υποτροπιάζουσα ή εξελισσόμενη νόσο υποτροπίασαν μετά τα 2 έτη από τη διάγνωση. Από τη μονοπαραγοντική ανάλυση, το προχωρημένο στάδιο (p=0.02), η αυξημένη LDH (p=0.02) και η προσβολή 2 Ε-θέσεων (p=0.004) είχαν δυσμενή προγνωστική σημασία για την ΕΕΕΝ. Οι ίδιοι παράγοντες επηρέαζαν δυσμενώς και τη ΣΕ (p=0.04, 0.02 και 0.045 αντίστοιχα), κυρίως όμως η ηλικία >60 (p=0.0004). Οι μη αναπλαστικοί ιστολογικοί τύποι συσχετίζονταν με δυσμενέστερη ΕΕΕΝ και ΣΕ (αμφότερα p=0.02). Τόσο ο Διεθνής Προγνωστικός Δείκτης (IPI) όσο και ο PIT ήταν δυσμενείς παράγοντες για την ΕΕΕΝ (p=0.02 και 0.03) και τη ΣΕ (αμφότερα p=0.02), διαχωρίζοντας κυρίως το 25-30% του συνόλου των ασθενών που είχαν καλύτερη πρόγνωση. Από την πολυπαραγοντική ανάλυση, η προσβολή 2 Ε-θέσεων ήταν ο μοναδικός σημαντικός προγνωστικός παράγοντας για την ΕΕΕΝ, ενώ για τη ΣΕ ανεξάρτητοι δυσμενείς προγνωστικοί παράγοντες ήταν η ηλικία >60 και οριακής σημαντικότητος η αυξημένη LDH και η προσβολή 2 Ε-θέσεων. Σε διάμεσο χρόνο παρακολούθησης των ζώντων ασθενών 5 μήνες παρατηρήθηκαν 65 συμβάματα εξέλιξης της νόσου: 0/65 υποβλήθηκαν σε μεγαθεραπεία και αυτόλογη μεταμόσχευση και 8/0 ετέθησαν σε μακροχρόνια ύφεση. Επιπλέον 6/65 βρίσκονται σε μακροχρόνια πλήρη ύφεση μετά από μετέπειτα συμβατική θεραπεία. Συμπεράσματα: Τα λεμφαδενικά περιφερικά Τ-λεμφώματα χαρακτηρίζονται από δυσμενές προγνωστικό προφίλ. Οι παράμετροι του ΔΠΔ και του PIT βρίσκουν περιορισμένη εφαρμογή στην πρόγνωση αυτής της ομάδας νοσημάτων, κυρίως όσον αφορά την ανάδειξη των ασθενών καλύτερης πρόγνωσης. Η νόσος μπορεί να ελεγχθεί μακροχρόνια στο 40% περίπου των ασθενών με πολύ μικρές πιθανότητες υποτροπής μετά τα 2 πρώτα έτη. Χαρακτηριστικό ALCL (%) AITL (%) PTCL-NOS (%) p Ηλικία >60 22 50 47 0.02 Άρρενες 7 49 7 0.07 Σπληνομεγαλία 7 49 9 <0.00 Διήθηση μυελού 5 47 27 <0.00 Β συμπτώματα 39 65 53 0.07 Στάδιο III-IV 38 84 75 <0.00 Κατάσταση Ικανότητας 2 0 35 2 0.0 Εξωλεμφαδενικές Θέσεις 2 3 42 3 0.02 Αυξημένη LDH 44 63 59 0.2 ΔΠΔ Χαμηλός 53 4 22 Χαμηλός-Ενδιάμεσος 26 2 26 Υψηλός-Ενδιάμεσος 6 36 37 0.006 Υψηλός 5 29 5 PIT Ομάδα (0 παραγοντες) 39 7 26 Ομάδα 2 ( παράγων) 44 25 26 0.00 Ομάδα 3(2 παράγοντες) 5 32 33 Ομάδα 4 (3-4 παράγοντες) 3 36 5 8 Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ PET/CT ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΟΣΟΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ RITUXIMAB-CHOP (R-CHOP) ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΠΑΘΕΣ ΛΕΜΦΩΜΑ ΜΕΣΟΘΩΡΑΚΙΟΥ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΑ Β-ΚΥΤΤΑΡΑ (ΠΛΜ): ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΠΙ 5 ΑΣΘΕΝΩΝ Θ.Π. Βασιλακόπουλος, Φ. Ροντογιάννη, Μ.Κ. Αγγελοπούλου, Α. Κατσιγιάννης, Ε. Τέρπος, Φ. Μιχελής, Θ. Καρμίρης, Β. Πρασόπουλος, Σ. Χατζηϊωάννου, Σ. Παπαγεωργίου, Χ. Καλπαδάκη, Ε. Μιχάλη, Σ. Μασουρίδη, Μ.Ν. Δημοπούλου, Σ. Σαχανάς, Σ.Ι. Κοκόρη, Μ. Δήμου, Ξ. Γιακουμή, Μ. Μοσχογιάννη, Δ. Χριστούλας, Μ.Χ. Κυρτσώνη, Ε. Παπαδάκη, Ι Δερβενούλας, Ν. Χαρχαλάκης, Μ.Α. Δημόπουλος, Φ. Μπερής, Ι. Δατσέρης, Π. Ρούσσου, Ι. Μελέτης, Π. Παναγιωτίδης, Γ.Α. Πάγκαλης Για το Τμήμα Λεμφοϋπερπλαστικών Νόσων της ΕΑΕ Σκοπός της μελέτης: Δεδομένης της σπανιότητος του ΠΛΜ και του ότι ο κίνδυνος αστοχίας του R-CHOP είναι περιορισμένος, ο καθορισμός προγνωστικών παραγόντων καθίσταται δυσχερής. Το PET/CT είναι αποτελεσματικό στην ανίχνευση ενεργού νόσου μετά τη χημειοθεραπεία στο λέμφωμα Hodgkin και τα επιθετικά Β-λεμφώματα. Στο ΠΛΜ χρησιμοποιείται κατ αναλογίαν, χωρίς όμως να έχει αξιολογηθεί ξεχωριστά. Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν η αξιολόγηση των ευρημάτων του PET/ CT σε ασθενείς με ΠΛΜ που ανταποκρίνονται στο R-CHOP, της προγνωστικής τους σημασίας και της επίδρασης της ενδεχόμενης επακόλουθης ακτινοθεραπείας (ΑΚΘ). Υλικό και Μέθοδος: Μεταξύ 64 διαδοχικών ασθενών που αντιμετωπίσθηκαν σε Ελληνικά Κέντρα, 5 μελετήθηκαν με PET/CT μετά από ανταπόκριση στο R-CHOP (CR,CRu,PR). Οι υπόλοιποι 3 ασθενείς δεν περιλαμβάνονται στη μελέτη λόγω: αδυναμίας τέλεσης PET για λόγους μη διαθεσιμότητος (n=3), τέλεσης PET μετά την ΑΚΘ (n=3) ή απουσίας ανταπόκρισης (σταθερή ή επιδεινούμενη νόσος, n=7). Μελετήθηκε η Επιβίωση Ελεύθερη Εξέλιξης Νόσου (ΕΕΕΝ) με έναρξη της παρακολούθησης κατά την ημερομηνία τέλεσης του PET/CT. 24 25
Αίμα 20; 2(4) 26 Αποτελέσματα: Η διάμεση παρακολούθηση των ασθενών μετά το PET/CT ήταν 6.5 μήνες (-73). Από τους 5 αξιολογήσιμους ασθενείς (45 έλαβαν R-CHOP-2 και 6 R-CHOP-4), 30 είχαν αρνητικό (59%) και 2 (4%) θετικό PET/CT. Με 2 και 4 υποτροπές αντίστοιχα, η 2-ετής ΕΕΕΝ ήταν 93% και 76% για τους PET/CT(-) και PET/CT(+) ασθενείς (p=0.22). PET/CT(-) ασθενείς: 3/30 (43%) ακτινοβολήθηκαν (διάμεση δόση 350 cgy). Δύο (2) από τους 30 αυτούς ασθενείς (που δεν είχαν ακτινοβοληθεί) υποτροπίασαν στη συνέχεια (ένας στο μεσοθωράκιο και ένας αμιγώς στο ΚΝΣ, στον οποίο προφανώς η ακτινοβόληση δε θα απέτρεπε την υποτροπή). Η 2-ετής ΕΕΕΝ ήταν 86% και 00% για τους μη ακτινοβοληθέντες και ακτινοβοληθέντες ασθενείς αντίστοιχα (p=0.6), εξαιρουμένης δε της υποτροπής στο ΚΝΣ θα ήταν 92% έναντι 00% (p=0.30). PET/CT(+) ασθενείς: 9/2 ακτινοβολήθηκαν (διάμεση δόση 4000 cgy), ένας ετέθη σε παρακολούθηση και μία προωθήθηκε σε αυτόλογη μεταμόσχευση. Η διάμεση τιμή του SUVmax στους PET/CT(+) ασθενείς ήταν 4.6 (διατεταρτημοριακό εύρος 2.6-5.7, συνολικό εύρος 2.4-25.0). Η 2-ετής ΕΕΕΝ ήταν 9% έναντι 54% για τους ασθενείς με θετικό PET/CT και SUVmax<5 ή 5 αντίστοιχα (p=0.). Σε 9 PET/CT(+) ασθενείς το PET/CT έχει επαναληφθεί μετά την ΑΚΘ και παραμένει θετικό σε 6 (4 εξ αυτών παραμένουν σε ύφεση), ενώ αρνητικοποιήθηκε σε 3 (ένας υποτροπίασε στη συνέχεια). Συμπεράσματα: Το PET/CT παραμένει θετικό σε μεγάλη αναλογία ασθενών με ΠΛΜ που ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στο R-CHOP, συνήθως όμως με σχετικώς χαμηλά SUVmax. Όταν ακολουθεί ΑΚΘ, η παραμονή θετικού PET/CT μετά το R-CHOP δε φαίνεται να προδικάζει πολύ δυσμενέστερη έκβαση, ιδιαίτερα εάν η πρόσληψη είναι χαμηλής έντασης. Το κατά πόσον το θετικό PET/CT στο χημειοευαίσθητο ΠΛΜ αντιπροσωπεύει όντως ενεργό νόσο που ελέγχεται με την ΑΚΘ ή απλώς ψευδώς θετικό εύρημα δεν είναι σαφές, πιθανώς όμως σε αρκετές περιπτώσεις ισχύει το δεύτερο. Ασθενείς με ΠΛΜ δεν θα πρέπει να προωθούνται σε αυτόλογη μεταμόσχευση μόνον επί τη βάσει ενός θετικού PET/CT, εάν δεν υπάρχει ανθεκτική/επιδεινούμενη νόσος με τις συμβατικές μεθόδους ή τουλάχιστον ιστολογικά αποδεδειγμένη εμμένουσα νόσος, ενώ στους PET/CT(-) ασθενείς ενδεχομένως μπορεί να παραληφθεί η ΑΚΘ. 9 ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ, ΑΝΟΣΟΪΣΤΟΧΗΜΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΡΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ 04 ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΛΕΜΦΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ ΤΟΥ ΜΑΝΔΥΑ: ΝΕΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΝΤΟΓΕΝΕΤΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΩΝ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ Κ. Δημοσθένους, Β. Μπίκος 2, Ε. Σταλίκα 3, Ε. Πούλιου, Σ. Αφεντάκη, Α. Μιχαηλίδου 4, Α. Ζώμας 5, Γ. Κοκκίνη 4, Α. Αναγνωστόπουλος 3, Κ. Σταματόπουλος 3, Θ. Παπαδάκη Αιμοπαθολογοανατομικό Εργαστήριο, Ευαγγελισμός, 2 Αιματολογική Κλινική Δ.Π.Θ., 3,5 Αιματολογική Κλινική και ΜΜΜΟ, ΓΝ Γ. Παπανικολάου, 4 Δ Πανεπιστημιακή Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, 5 Αιματολογική Κλινική, ΓΝ Σισμανόγλειο Το λέμφωμα από το κύτταρο του μανδύα (ΛΚΜ) συσχετίζεται παθογενετικά με την αμοιβαία χρωμοσωμική μετάθεση t(;4) και γενικά θεωρείται ότι προέρχεται από νεοπλασματική εκτροπή του παρθένου λεμφοκυττάρου της ζώνης του μανδύα (ΖΜ). Εντούτοις, οι διαφορές μεταξύ του φαινοτυπικού/μοριακού προφίλ του ΛΚΜ και του προτεινόμενου ως φυσιολογικού αντιστοίχου του εγείρουν σημαντικά οντογενετικά ερωτήματα. Παρουσιάζουμε αποτελέσματα από τη συνδυασμένη μορφολογική, ανοσοϊστοχημική και γονοτυπική ανάλυση 04 περιπτώσεων ΛΚΜ. Η ομάδα μελέτης περιλάμβανε 59 λεμφαδενικά, 2 εξωλεμφαδενικά ΛΚΜ και 24 οστεομυελικές βιοψίες (ΟΜΒ) με διήθηση από το ΛΚΜ. Σε μορφολογικό επίπεδο, αναγνωρίσθηκαν 56 περιπτώσεις κοινής ποικιλίας από τις οποίες 5 με μονοκυτταροειδή και με πλασματοκυτταρική διαφοροποίηση και 3 περιπτώσεις βλαστικής ποικιλίας. Πρότυπο ανάπτυξης: α) για τα Λεμφαδενικά και Εξωλεμφαδενικά ΛΚΜ: (i) διάχυτο: 46/85, (ii) ζώνης μανδύα (ΖΜ, mantle zone): 7/85, (iii) ασαφώς οζώδες: 2/85, (iv) οζώδες+διάχυτο: 9/85, (v) οζώδες+zm+διάχυτο: /85 και β) για τις ΟΜΒ: i) διάμεσο 3/23, ii) διάμεσο/οζώδες 3/23, iii) διάμεσο/παραδοκιδώδες 4/23, iv) διάμεσο/διάχυτο /23, v) οζώδες 6/23, vi) διάχυτο 6/23. Η ανοσοϊστοχημική μελέτη (τομές παραφίνης) ταυτοποίησε τα λεμφωματώδη κύτταρα ως εξής: () CD20+, CD79α+, BCL2+, cyclin-d+, CD0-, BCL6-, CD3-: 04/04, (2) CD5+: 83/94, (3) CD43+: 36/49, (4) CD23+: 7/85. Ρυθμός κυτταρικού πολλαπλασιασμού: 5-96% (διάμεση τιμή: 40%). Έκφραση κ ελαφριάς αλυσίδας διαπιστώθηκε σε 30/78 περιπτώσεις, ενώ λ ελαφριάς αλυσίδας σε 37/78 περιπτώσεις. Η κατανομή των περιπτώσεων της παρούσας μελέτης από πλευράς ισοτύπου βαριάς αλυσίδας είχε ως εξής: () IgM: 68/77, (2) IgM, D: 27/74, (3) IgG: 3/76. Θετική χρώση για το CD27 εμφάνιζαν 48/88 περιπτώσεις. Η μοριακή ανάλυση των κλωνικών αναδιατάξεων της βαριάς αλυσίδας των ανοσοσφαιρινών (IGH) ανέδειξε 6 περιπτώσεις με νουκλεοτιδική ταυτότητα <98% («μεταλλαγμένες»), 30 με ταυτότητα 98-99.7% («οριακά μεταλλαγμένες») και 22 με ταυτότητα 00% (αμετάλλακτες). Δεκαέξι από τις 29 CD27+ περιπτώσεις με διαθέσιμα μοριακά δεδομένα, έφεραν οριακά μεταλλαγμένα ή αμεταλλακτα γονίδια IGHV. Επίσης, 6/28 IgD+ περιπτώσεις παρουσίαζαν θετικότητα για CD27. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης τεκμηριώνουν τη σημαντική φαινοτυπική και γενετική ετερογένεια του ΛΚΜ και αναδεικνύουν την παρουσία υποτύπων που μπορεί να διακριθούν με βάση: () το status μεταλλάξεων των γονιδίων IGHV (αμετάλλακτα έναντι οριακά ή, σπανιότερα, περισσότερο μεταλλαγμένων) και (2) το λειτουργικό προφίλ των κυττάρων (παρθένα έναντι ενεργοποιημένων/έμπειρων). Τέλος, υπό το πρίσμα των παραπάνω δεδομένων, δεν κατοχυρώνεται ως κύτταρο προέλευσης του ΛΚΜ το φυσιολογικό παρθένο λεμφοκύτταρο της ΖΜ, τουλάχιστον σε σημαντική αναλογία περιπτώσεων. 0 ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΝΟΥΚΛΕΟΤΙΔΙΚΩΝ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΣΜΩΝ ΣΤΟ ΙΝΤΡΟΝΙΟ a ΤΟΥ ΓΟΝΙΔΙΟΥ ABL ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Α. Παπαγιαννάκης, Α. Καλογερίδης, Φ. Κλωνιζάκης, Α. Κουβάτση 2, Ε. Ιωαννίδου Αιματολογικό Τμήμα Β Παθολογικής Κλινικής Α.Π.Θ., Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, 2 Τμήμα Βιολογίας Α.Π.Θ. Σκοπός της εργασίας είναι ο έλεγχος της συσχέτισης των απλών νουκλεοτιδικών πολυμορφισμών (SNPs) που εντοπίζονται στο ιντρόνιο a του γονιδίου ABL, με την εμφάνιση του χιμαιρικού γονιδίου BCR/ABL στην b2a2 + και b3a2 + ΧΜΛ. Το ιντρόνιο a αποτελεί θέση ρήγματος προς το σχηματισμό του χιμαιρικού γονιδίου BCR/ABL με αμοιβαία μετατόπιση, στο 95% περίπου των περιστατικών BCR/ABL + ΧΜΛ. H συσχέτιση των SNPs με την δημιουργία της b2a2 + ή b3a2 + ΧΜΛ είναι πιθανό να αποκαλύψει ένα νέο ρόλο των SNPs (ως προδιαθεσικό δείκτη) στη δημιουργία του ρήγματος, δίνοντας το έναυσμα για ένα πλήθος περαιτέρω λειτουργικών μελετών. Μελετήθηκαν 7 γνωστά SNPs σε μια περιοχή του ιντρονίου a μήκους 553 bp (περιοχή Ε), στο DNA 59 υγιών μαρτύρων και 5 ασθενών που πάσχουν από b2a2 + ή b3a2 + ΧΜΛ, με την αυτοματοποιημένη εύρεση της πρωτοδιάταξης του DNA. Ακολούθησε η δημιουργία απλοτύπων, των οποίων οι συχνότητες συσχετίστηκαν μεταξύ ασθενών και υγιών μαρτύρων. ΠΙΝΑΚΑΣ: SNPs στην περιοχή Ε ΚΩΔΙΚΟΣ ΓΟΝΙΔΙΑΚΗ SNP ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΘΕΣΗ C/G rs3294646 49246 G/T rs3020755 49266 A/G rs2987904 49268 C/T rs328763 49223 C/G rs24457 492399 C/T rs384789 49252 C/T rs384790 492530 T/C ΝΕΟΣ 492594 Από την ανάλυση προέκυψε μία νέα μονονουκλεοτιδική αντικατάσταση (T/C) στη θέση 492594 του γονιδίου ABL σε 7 δείγματα υγειών μαρτύρων και 2 ασθενών με b3a2 + ΧΜΛ. Ο νέος αυτός πολυμορφισμός εντοπίστηκε σε ετεροζυγωτία, ενώ ταυτοποιήθηκε με τις μεθόδους RG-PCR και RFLPs και στα 9 δείγματα. Στις πολυμορφικές θέσεις rs3020755, rs24457, rs384789 και rs2987904, όλα τα άτομα που μελετήθηκαν είναι ομόζυγα για το ένα αλληλόμορφο. Οι πολυμορφισμοί rs3294646, rs328763, rs384790 και ο νέος, συμπεριλήφθηκαν στην κατασκευή απλοτύπων. Δεν βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά στις συχνότητες των απλοτύπων μεταξύ των δύο ομάδων ατόμων, ωστόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμφάνιση του απλότυπου GCTC κατά 3,42343 φορές περισσότερο στους ασθενείς σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες. Συνεπώς, η ανάλυση περισσότερων δειγμάτων ασθενών αλλά και μαρτύρων ίσως αναδείξει πιθανή συσχέτιση του συγκεκριμένου απλότυπου 27
Αίμα 20; 2(4) Περιγραφή περίπτωσης: Ασθενής 45 ετών προσήλθε με αναφερόμενο άλγος στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης από τριμήνου και ήπια νορμόχρωμη νορμοκυτταρική αναιμία (Hb.6 g/dl). H αξονική τομογραφία αποκάλυψε οστεολυτικές εστίες στη λαβή του στέρνου, τον πέμπτο οσφυϊκό σπόνδυλο και το ιερό οστούν, καθώς και υπόπυκνη εστία στην κεφαλή του παγκρέατος διαμέτρου 20mm. Απουσίαζαν λεμφαδενοπάθεια και ηπατοσπληνομεγαλία. Κατά τη διερεύνηση πιθανής εστίας πρωτοπαθούς νεοπλάσματος, ελήφθησαν βιοψίες από το στέρνο και δυο πολυποειδείς βλάβες του δωδεκαδακτύλου. Το μυελόγραμμα και η οστεομυελική βιοψία ήταν αρνητικά για κακοήθεια. Η παθολογοανατομική εκτίμηση των στερνικών και δωδεκαδακτυλικών βλαβών κατέδειξε ΜΣ. Ανοσοϊστοχημικά, τα νεοπλασματικά κύτταρα ήταν θετικά στη μυελουπεροξειδάση, τη λυσοζύμη, την Tdt και τα CD34, CD99, CD56, CD45, CD45RA, CD43, CD79A, CD0, CD38 και το HLA-DR και αρνητικά για τα CD2, CD4, CD5, CD7, CD30, CD45, CD45RO, CAE, CD68 και την ελαστάση. Επισημάνθηκε ένας νεοπλασματικός πληθυσμός, ο οποίος ήταν «υβρίδιο πρόδρομου κυττάρου της μυελικής σειράς και ωριμότερου Β-κυττάρου. Η ασθενής αντιμετωπίστηκε με 3 κύκλους θεραπείας τύπου ΟΜΛ. Μετά την παροδική ύφεση για 90 μέρες μετά τη χημειοθεραπεία (υποχώρηση του μεγέθους της υπόπυκνης παγκρεατικής εστίας και αρνητική βιοψία εντέρου), η ασθενής εμφάνισε υποτροπή από το ΚΝΣ με διπλωπία (εντόπιση σκώληκας και ημισφαίρια παρεγκεφαλίδος, λεπτομηνιγγικές διηθήσεις) χωρίς προσβολή του μυελού, η οποία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς με ενδορραχιαίες εγχύσεις χημειοθεραπείας. Ακολούθησε ακτινοβόληση των βλαβών και μετά τη νέα ταχύτατη υποτροπή από τη λαβή του στέρνου και τα οστά με συνοδό θρόμβωση κοινής μηριαίας και λαγονίων φλεβών, που αποτελεί την πιο πρόσφατη εξέλιξη, χορηγήθηκε σχήμα διάσωσης με ιδαρουβικίνη, φλουνταραμπίνη, αρασυτίνη και G-CSF. Συμπεράσματα: Η σπανιότητα στο περιστατικό είναι οι πολλαπλές εντοπίσεις (οστά, δωδεκαδάκτυλο, ΚΝΣ και πάγκρεας) του ΜΣ και η έκτοπη συνέκφραση μυελοειδών και Β κυτταρικών δεικτών, ευρήματα που το καθιστούν επιθετικότερο. Ειδικότερα η προσβολή του παγκρέατος δεν είναι συχνή, καθώς λίγα περιστατικά αναφέρονται στη βιβλιογραφία. 66 ΑΥΞΗΣΗ ΒΙΟΧΗΜΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΣΕ ΜΥΕΛΟΫΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ ΜΕ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ Α. Παρθένη 2, Α. Κωστούρου, Λ. Παπακώστας 3, Μ. Οικονόμου, Π. Καραμπογιά 2, Κ. Μάτσης Αιματολογικό, 2 Μικροβιολογικό, 3 Καρδιολογικό Τμήμα, Ν.Θ.Π. «Η Παμμακάριστος», Αθήνα ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ: Η επίπτωση της πνευμονικής υπέρτασης (Π.Υ.) στα χρόνια μυελοϋπερπλαστικά νοσήματα φαίνεται να είναι αυξημένη. Καταγράψαμε αναδρομικά τα μυελοϋπερπλαστικά νοσήματα που συσχετίστηκαν με Π.Υ. και προσδιορίσαμε αιματολογικές και βιοχημικές παραμέτρους που μπορεί να βοηθούν στην έγκαιρη ανίχνευσή της. ΥΛΙΚΟ και ΜΕΘΟΔΟΣ: Πρόκειται για 3 ασθενείς ηλικίας 79, 83 και 84 ετών, γυναίκα και 2 άντρες, με ιστορικό μυελοσκλήρυνσης, ιδιοπαθούς θρομβοκυττάρωσης και αληθούς πολυκυτταραιμίας σε εξέλιξη προς μυελοσκλήρυνση. Η διάγνωση της Π.Υ. βασίστηκε σε διαθωρακική υπερηχοκαρδιογραφική μελέτη Doppler με αύξηση της δεξιάς κοιλιακής συστολικής πίεσης >35 mmhg. Μετρήσαμε το ουρικό οξύ στον ορό των ασθενών σε βιοχημικό αναλυτή Cobas Integra 800 ROCHE. Ο προσδιορισμός της καρδιακής τροπονίνης Τ (ctnt) και του αμινοτελικού άκρου του προπεπτιδίου του εγκεφαλικού νατριουρητικού πεπτιδίου (pro-bnp) εκτιμήθηκε με υψηλά ευαίσθητη τρίτης-γενεάς ποσοτική δοκιμασία ηλεκτροχημειοφωταύγειας σε ανοσολογικό αναλυτή Elecsys 200 ROCHE. Η μέτρηση των D-διμερών στο πλάσμα πραγματοποιήθηκε με ανοσοθολοσιμετρική μέθοδο σε αναλυτή πήξης CA-500 SYSMEX. Τιμές >7mg/dL (για το ουρικό οξύ), >4pg/mL (για το ctnt), >738pg/mL (για το pro-bnp), >0,5mg/L (για τα D-διμερή) θεωρήθηκαν παθολογικές. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Όλοι οι ασθενείς παρουσίαζαν πνευμονική υπέρταση με μέση πίεση πνευμονικής 56,6mmHg και φυσιολογικό κλάσμα εξώθησης. Kαι οι 3 ασθενείς παρουσίαζαν παθολογικά αυξημένες και τις 4 παραμέτρους που ελέγχθηκαν. Tο ουρικό οξύ βρέθηκε έως,8 φορές μεγαλύτερο του φυσιολογικού (μέση τιμή=0,9 mg/dl), η ctnt κυμάνθηκε σε επίπεδα 3-9πλάσια του φυσιολογικού (μέση τιμή=79,9pg/ml), το pro-bnp σε επίπεδα 3-47πλάσια του φυσιολογικού (μέση τιμή=8548,7pg/ml) και τα D-διμερή έως 6,7 φορές μεγαλύτερα από το φυσιολογικό (μέση τιμή=,59mg/l). Τη μεγαλύτερη αύξηση όλων παρουσίασε το pro-bnp. Όλοι αντιμετωπίστηκαν με χορήγηση μόνο διουρητικών και κατέληξαν οι δύο πρώτοι άμεσα και ο τρίτος 5 μήνες αργότερα από την ημέρα μέτρησης. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Ασθενείς με μυελοϋπερπλαστικά νοσήματα είναι σκόπιμο να ελέγχονται ως προς την αύξηση του ουρικού οξέος, των καρδιακών βιοδεικτών ctnt και pro-bnp και των D-διμερών. Αύξηση των παραπάνω παραμέτρων επιβάλει την υπερηχοκαρδιογραφική μελέτη Doppler για εκτίμηση της πνευμονικής υπέρτασης και την έναρξη χορήγησης κατάλληλης θεραπείας. Ενδεχόμενη δε παρακολούθηση των μεταβολών τους μπορεί να προδικάσει την ποιότητα ζωής και το προσδόκιμο επιβίωσης αυτών των ασθενών. 67 ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ 8 ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΙΔΙΟΠΑΘΗ ΘΡΟΜΒΟΚΥΤΤΑΡΑΙΜΙΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ: ΥΠΟΟΜΑΔΕΣ ΝΟΣΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ Ο. Τσοπρά, Μ.Κ. Αγγελοπούλου, Σ. Κοκόρη, Μ. Δήμου, Ε. Πλατά, Π. Τσαφταρίδης, Χ. Γαλάνη, Γ. Γεωργίου, Γ. Μπούτσικας, Ε. Δημητριάδου, Σ. Σαχανάς, Ξ. Γιακουμή, Μ. Μοσχογιάννη, Α. Μπιλάλης, Β. Μπάρτζη, Α. Μπιτσάνη, Α. Ευθυμίου, Β. Καραλή, Κ. Πετεβή, Α. Κανελλόπουλος, Μ.Π. Σιακαντάρη, Μ.-Χ. Κυρτσώνη, Π. Παναγιωτίδης, Γ.Α. Πάγκαλης, Θ.Π. Βασιλακόπουλος, Ι. Μελέτης Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σκοπός: Η ιδιοπαθής θρομβοκυτταραιμία (ΙΘ) αποτελεί το συχνότερο μυελοϋπερπλαστικό νόσημα και χαρακτηρίζεται από μακρά φυσική ιστορία. Η ανεύρεση της μετάλλαξης του γονιδίου JAK-2 (V67F) διευκολύνει τη διάγνωση ενώ πιθανώς διαχωρίζει δύο διαφορετικές υποομάδες της νόσου. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η καταγραφή των κλινικοεργαστηριακών δεδομένων και της έκβασης των ασθενών με ΙΘ, η ανεύρεση πιθανών προγνωστικών παραγόντων καθώς και η αναγνώριση της κλινικής σημασίας της μετάλλαξης JAK-2. Υλικό και μέθοδος: Μελετήθηκαν αναδρομικά 8 ασθενείς με ΙΘ από το 998-20. Αποτελέσματα: Η διάμεση ηλικία τους ήταν 64 έτη (6-9), 72 ήταν άνδρες και 09 γυναίκες. Κατά τη διάγνωση 77% ήταν ασυμτωματικοί ενώ 7% είχαν παρουσιάσει θρομβωτικό ή αιμορραγικό επισόδιο και % είχαν σπληνομεγαλία. Η μετάλλαξη JAK-2 ανευρέθη σε 6/93 ασθενείς (65%) και οι διάμεσες τιμές Ht, Hb, WBC, PLT ήταν 42.6%, 3.9 g/dl, 8.48X0 9 /L και 78X0 9 /L, αντίστοιχα. Η LDH ήταν αυξημένη στο 25% ενώ η διάμεση τιμή των επιπέδων ερυθροποιητίνης ήταν 0.2 U/ml. Από την μελέτη του μυελού τα χαρακτηριστικά πολύλοβωτά μεγάλα μεγακαρυοκύτταρα ανευρέθησαν στο 55%, που συγκεντρώνονταν σε αθροίσεις στο 75%. Ίνωση ανευρέθη στο 29%, που μόνο σε 8 περιπτώσεις ήταν βαθμού 2. Παθολογικός καρυότυπος διαπιστώθηκε στο 9%. Από την σύγκριση των JAK-2 θετικών και JAK-2 αρνητικών ασθενών προέκυψε ότι οι JAK-2 θετικοί ήταν γηραιότεροι και είχαν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερες τιμές Ht (διάμεση τιμή: 44.9% έναντι 39.9%, p<0.00), Hb, (διάμεση τιμή: 4.5 g/dl έναντι 3. g/dl, p<0.00), χαμηλότερες τιμές PLT (διάμεση τιμή: 698Χ0 9 /L έναντι 892Χ0 9 /L) και χαμηλότερη τιμή MCV (διάμεση τιμή: 84.5 fl έναντι 88.2 fl). Αντιαιμοπεταλιακή αγωγή χορηγήθηκε στο 78%. Κυτταρόσταση χορηγήθηκε στο 80% ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούνταν. Ο διάμεσος χρόνος για την έναρξη της κυτταροστατικής αγωγής ήταν 0.9 μήνες (0-5). Ως αρχική θεραπεία έλαβαν υδροξυουρία το 67%, αναγρελίδη 2%, ιντερφερόνη-α %. Αλλαγή αγωγής χρειάσθηκαν 8 ασθενείς. Σε διάμεσο χρόνο παρακολούθησης 40 μηνών (.-206) το 94% των ασθενών είναι ζώντες, το 5% σε πλήρη και το 25% σε μερική ύφεση. H 5-ετής και η 0-ετής συνολική επιβίωση των ασθενών ήταν 94% και 80% αντίστοιχα. Συμβάματα παρατηρήθηκαν σε ασθενείς: σε 5 μυελοσκλήρυνση, σε 5 θρόμβωση και σε κακοήθεια. Από την ανάλυση των προγνωστικών παραγόντων βρέθηκε ότι η χαμηλή Hb σχετιζόταν με την εμφάνιση συμβάματος (p=0.03) ενώ το άρρεν φύλο και η λευκοκυττάρωση (WBC>0Χ0 9 /L) ήταν δυσμενείς προγνωστικοί παράγοντες για την συνολική επιβίωση. Συμπέρασματα: Η ΙΘ χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ευνοϊκή πρόγνωση. Ασθενείς με χαμηλή αιμοσφαιρίνη εμφανίζουν συμβάματα συχνότερα κατά τη διάρκεια της φυσικής ιστορίας της νόσου ενώ οι άρρενες και οι ασθενείς με λευκοκυττάρωση έχουν δυσμενέστερη συνολική επιβίωση. Τέλος, οι ασθενείς που φέρουν την μετάλλαξη JAK-2 διαφέρουν από τους JAK-2 αρνητικούς ασθενείς στα αιματολογικά χαρακτηριστικά τους και προσομοιάζουν σε εκείνους με αληθή πολυκυτταραιμία. 68 69
Αίμα 20; 2(4) 68 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΟΥΣ ΠΟΛΥΚΥΤΤΑΡΑΙΜΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗΣ JAK-2 (V67F) Π. Τσιρκινίδης, Μ.Κ. Αγγελοπούλου, Ο. Τσοπρά, Γ. Γεωργίου, Π. Τσαφταρίδης, Σ. Κοκόρη, Ε. Πλατά, Μ. Δήμου, Γ. Μπούτσικας, Ξ. Γιακουμή, Ε. Δημητριάδου, Χ. Γαλάνη, Α. Κανελλόπουλος, Κ. Πετεβή, Λ. Παπαγεωργίου, Ι. Βαρδουνιώτη, Α. Κούτση, Θ. Νταλαγιώργος, Β. Μπάρτζη, Α. Μπιλάλης, Α. Πετροπούλου, Μ.-Χ. Κυρτσώνη, Π. Παναγιωτίδης, Γ.Α. Πάγκαλης, Θ.Π. Βασιλακόπουλος, Ι. Μελέτης Αιματολογική Κλινική, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γ.Ν. «Λαϊκό», Αθήνα Σκοπός: Η αναθεώρηση των κριτηρίων διάγνωσης της αληθούς πολυκυτταραιμίας (ΑΠ) με την εισαγωγή της μετάλλαξης του γονιδίου JAK-2 (V67F) έχει οδηγήσει σε σαφέστερη οριοθέτηση της οντότητας αυτής. Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η καταγραφή των κλινικοεργαστηριακών δεδομένων και της έκβασης των ασθενών με ΑΠ από ένα κέντρο καθώς και η αξιολόγηση των νεωτέρων κριτηρίων διάγνωσης. Ασθενείς και μέθοδοι: Μελετήθηκαν αναδρομικά 6 ασθενείς με ΑΠ από το 998-20 από ένα κέντρο. Αποτελέσματα: Η διάμεση ηλικία των ασθενών ήταν 64 έτη (29-9), 3 ήταν άνδρες και 30 γυναίκες. Κατά τη διάγνωση 52% ήταν συμτωματικοί, 30% είχαν παρουσιάσει θρομβωτικό ή αιμορραγικό επεισόδιο και 2% είχαν σπληνομεγαλία. Η μετάλλαξη JAK-2 ενευρέθη σε 36/38 ασθενείς (95%), οι διάμεσες τιμές Ht, Hb, MCV, WBC και PLT ήταν 53,8%, 7,3g/dL, 8,8fl, 9,050X0 9 /L και 575 X0 9 /L, αντίστοιχα. Η διάμεση τιμή των επιπέδων ερυθροποιητίνης (EPO) ήταν 6,65 IU/mL (0-28,4), ενώ η LDH ήταν αυξημένη στο 38% των ασθενών. Από τη μελέτη του μυελού ίνωση ήταν παρούσα στο 30%, πανμυέλωση στο 55% ενώ παθολογικός καρυότυπος διαπιστώθηκε στο 2%. Ως αρχική θεραπεία χορηγήθηκε υδροξυουρία στο 73% των ασθενών, ενώ 24% αντιμετωπίσθηκαν μόνο με αφαιμάξεις. Επιπλέον 77% ελάμβαναν αντιαιμοπεταλιακή αγωγή. Σε διάμεσο χρόνο παρακολούθησης των ζώντων ασθενών 38 μηνών (0,9-62) καταγράφηκαν 5 θάνατοι. Από τους υπολοίπους 57% ζουν σε πλήρη και 25% σε μερική ύφεση. Ο διάμεσος χρόνος για την έναρξη κυτταρόστασης ήταν 0,9 μήνες, ενώ η 5-ετής συνολική επιβίωση ήταν 85%. Με την εφαρμογή των νεώτερων κριτηρίων διάγνωσης οι ασθενείς διαστρωματώθηκαν σε 3 κατηγορίες: ομάδα Ι: ασθενείς που πληρούν και τα δύο μείζονα κριτήρια (α. Hb 6,5 και Hb 8,5g/dL για τις γυναίκες ή τους άνδρες αντίστοιχα, ή αυξημένη μάζα ερυθρών και β. JAK-2+), ομάδα ΙΙ: ασθενείς που πληρούν το μείζον κριτήριο Α και δύο ελάσσονα κριτήρια (α. χαμηλή EPO και β. συμβατή οστεομυελική βιοψία), ομάδα ΙΙΙ: ασθενείς που δεν πληρούν τα κριτήρια της ΑΠ αλλά είναι JAK-2 θετικοί. Η κατηγορία ΙΙΙ που αποτελεί το 30% του συνόλου παριστά είτε περιπτώσεις μεταξύ ΑΠ και ΙΘ, είτε προερυθραιμικής φάσης ΑΠ. Οι τρεις αυτές ομάδες διέφεραν στατιστικώς σημαντικά στις παραμέτρους που αποτυπώνονται στον πίνακα. Συμπεράσματα: Τα νέα διαγνωστικά κριτήρια της ΑΠ προκαλούν δυσκολία στην κατάταξη ενός σημαντικού ποσοστού ασθενών μεταξύ της ΑΠ, της προερυθραιμικής φάσης της ΑΠ και της ΙΘ. Η βιολογία της υποομάδος αυτής των ασθενών δεν είναι γνωστή, ενώ η αξιολόγηση της κλινικής σημασίας της χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Ομάδα Ι N=23 Ομάδα ΙΙ N=20 Ομάδα ΙΙΙ N=8 Διάμεση τιμη Ht (%) 55,4 55, 50,8 0,007 Διάμεση τιμη Hb (g/dl) 7,7 8,05 6,3 0,000 Διάμεση τιμη WBC (X0 9 /L) 0,43 7,95,22 0,05 Διάμεση τιμη PLT (X0 9 /L) 653 423 56 0,0 Διάμεση τιμη EPO (IU/mL) 4,6 2, 3, 0,05 p 69 ΤΟ 8p ΜΥΕΛΙΚΟ ΚΑΙ ΛΕΜΦΙΚΟ ΝΕΟΠΛΑΣMΑ Δ. Κουσιαφές, Π. Παγκράτης, Κ. Λιάπης, Α. Παπανικολάου 2, Θ. Παπαδάκη 2, Γ. Κοκκίνη Αιματολογική Κλινική, Γ.Ν. «Σισμανόγλειο», Αθήνα, 2 Αιμοπαθολογοανατομικό Εργαστήριο, Γ.Ν. «Ο Ευαγγελισμός», Αθήνα Σκοπός: Παρουσιάζεται περίπτωση 8p μυελοϋπερπλαστικού συνδρόμου (WHO 2008: Myeloid and Lymphoid Neoplasm with FGFR abnormalities) λόγω της σπανιότητας του και για περιγράψουμε τα ιδιαίτερα κλινικά χαρακτηριστικά του και τον ορθό τρόπο αντιμετώπισης του. Πρόκειται για ασύνηθες, επίκτητο σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από αντιμεταθέσεις του γονιδίου FGFR στo χρωμόσωμα 8p, με πιο συχνή την αντιμετάθεση t(8;3)(p;q2) και δημιουργία του χιμαιρικού γονιδίου ZNF98-FGFR. Υλικό-Μέθοδος: Άνδρας 3 ετών προσήλθε με τραχηλική λεμφαδενοπάθεια και εμπύρετο από μηνός. Κλινικά υπήρχε μπλοκ αριστερών τραχηλικών λεμφαδένων 9εκ. καθώς και δεξιός τραχηλικός αδένας διαμέτρου 2εκ. Ο εργαστηριακός έλεγχος έδειξε: WBC8500/μL (ουδετερόφιλα 56%, λεμφοκύτταρα 7%, μονοκύτταρα 0%, ηωσινόφιλα %, μυελοκύτταρα 6%), Hct 53%, Hb 7,7g/dL, PTL 200000/ μl, LDH 240U/L, ουρικό οξύ 7,3mg/dL. Ο λοιπός έλεγχος ήταν φυσιολογικός. Οι αξονικές τομογραφίες θώρακος και κοιλίας ήταν αρνητικές. Η βιοψία τραχηλικού λεμφαδένα έδειξε διήθηση από βλαστικά κύτταρα μικρού/μεσαίου μεγέθους με παραφλοιώδες πρότυπο ανάπτυξης. Μεταξύ των νεοπλασματικών κυττάρων υπήρχε μικρός αριθμός ηωσινοφίλων. Η ανοσοϊστοχημεία των νεοπλασματικών κυττάρων ήταν Tdt(+), CD2(+), CDa(+), CD7(+), CD4(+), CD8(+), CD99(+), CD20(-), CD45RO(-), CD34(-), MPO(-), CD68(-), επιβεβαιώνοντας τη διάγνωση του Τ-λεμφοβλαστικού λεμφώματος. Η ΟΜΒ απεκάλυψε έναν ιδιαίτερα υπερκυτταρικό μυελό λόγω υπερπλασίας της κοκκιώδους σειράς με άφθονα ηωσινόφιλα. Η LAP περιφερικού αίματος ήταν στα κατώτερα φυσιολογικά όρια. Ο καρυότυπος του μυελού έδειξε την αντιμετάθεση t(8;3)(p;q2) σε 24/26 μεταφάσεις και η μελέτη FISH απεκάλυψε αναδιάταξη του γονιδίου FGFR, συμβατή με το 8p μυελοϋπερπλαστικό σύνδρομο. Η PCR για BCR-ABL, JAK2 V67F και FIPL-PDGFRA ήταν αρνητική. Ο ασθενής αντιμετωπίσθηκε το πρωτόκολλο hyper-cvad με εξαφάνιση των λεμφαδένων, και ακολούθως υποβλήθηκε σε αλλογενή μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων. Αποτελέσματα-Συμπεράσματα: Ο ασθενής μας παρουσίαζε όλα τα κλινικοεργαστηριακά ευρήματα που χαρακτηρίζουν το 8p σύνδρομο: Τ-λεμφοβλαστικό λέμφωμα, ηωσινοφιλία, εικόνα περιφερικού αίματος και μυελού συμβατή με μυελοϋπερπλαστικό σύνδρομο, καρυοτυπική μελέτη με την αντιμετάθεση t(8;3) και ανάδειξη με FISH της αναδιάταξης του FGFR γονιδίου. Πρόκειται για επιθετικό νόσημα που γρήγορα εξελίσσεται σε οξεία λευχαιμία, συνήθως ΟΜΛ. Ο ασθενής μας μετά την πρώτη ύφεση του λεμφώματος παραπέμφθηκε για αλλογενή μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων. 70 Τ-ΛΒΛ/ΟΛΛ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΤΥΠΟΥ GMALL/03 ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ Α. Βούρτση, Α. Κομιτοπούλου, Ι. Τζάννου, Σ. Δελήμπαση, Σ. Γιγάντες, Ι. Μπαλταδάκης, Μ. Παγώνη, Ι. Αποστολίδης, Θ. Καρμίρης, Μ. Μπακίρη, Δ. Καρακάσης, Ν. Χαρχαλάκης Αιματολογική- Λεμφωμάτων Κλινική Γ.Ν. «O Ευαγγελισμός», Αθήνα Σκοπός της μελέτης: Η Τ-ΟΛΛ/ΛΒΛ αποτελεί το 20-25% των ΟΛΛ και αντιμετωπίζεται ευρέως με κοινά πρωτόκολλα εντατικοποιημένα ανάλογα με την ομάδα κινδύνου των ασθενών. Στην παρούσα μελέτη παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα εφαρμογής του τύπου GMALL/03 θεραπευτικού πρωτοκόλλου σε 4 ασθενείς που διεγνώσθησαν με Τ-ΟΛΛ/ΛΒΛ τα τελευταία 8 χρόνια. Υλικό και μέθοδοι: Μελετήθηκαν 4 ασθενείς (9 άνδρες και 5 γυναίκες) με διάμεση ηλικία 34 έτη (22-65) με Τ-ΟΛΛ (n=6), Τ-ΛΒΛ (n=8) που αντιμετωπίστηκαν με το παραπάνω πρωτόκολλο. Αποτελέσματα: Σύμφωνα με τα ευρήματα του φαινοτύπου οι /4 ασθενείς (79%) χαρακτηρίστηκαν σταθερού κινδύνου (ΣΚ) (CD a + ) και οι 3/4 (2%) υψηλού κινδύνου (ΥΚ) (CDa-). Διόγκωση μεσοθωρακίου απεικονίστηκε μόνο στις περιπτώσεις Τ-ΛΒΛ (7/8) και εξωλεμφαδενική εντόπιση (όρχεις) σε /8. Προσβολή του ΚΝΣ στη διάγνωση δεν τεκμηριώθηκε σε κανέναν ασθενή. Τα αιματολογικά ευρήματα στη διάγνωση ήταν ως ακολούθως: διάμεσες τιμές Hb=3gr/dL (7,9-5), WBC=9770/uL (2730-267000), PLTs=90000/uL (2000-389000). Η θεραπεία με Προσχήμα (DXM,CΡ,MTX IT), 70 7
Αίμα 20; 2(4) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν σαφή συσχέτιση μεταξύ ορισμένων κυτταρογενετικών ατυπιών και μορφολογικών τύπων του MCL, με ισχυρότερη την παρουσία 9p-, διαταραχών των γονιδίων BCL6 και c-myc, υπερδιπλοειδίας και μονοσωμίας (αλλά ΟΧΙ τρισωμίας) του χρωμοσώματος 2 σχεδόν αποκλειστικά στις μορφολογικές παραλλαγές που απομιμούνται λεμφοϋπερπλασίες υψηλού βαθμού κακοήθειας. Τα δεδομένα υποστηρίζουν την προγνωστική αξία συγκεκριμένων μορφολογικών τύπων του MCL και μπορούν να αξιοποιηθούν στην στοχευμένη κυτταρογενετική διερεύνηση της νόσου. 50 Αποπτωτική δράση της ογκογόνου πρωτεΐνης LMP του ιού Epstein-Barr και μελέτη του οξειδωτικού stress σε ασθενείς με λευχαιμικά λεμφώματα χαμηλής κακοήθειας από Β κύτταρα Π. Διαμαντόπουλος, Κ. Πολονύφη, Ν. Σπανάκης 2, Α. Γαλανόπουλος 3, Γ. Διαμαντοπούλου 2, Ε. Μπαζάνη, Μ. Αγγελοπούλου, Χ. Ποζιόπουλος, Ε. Βαριάμη, Μ. Μαντζουράνη, Θ. Βασιλακόπουλος, Μ. Σιακαντάρη, Ν. Αναγνωστόπουλος 3, Δ. Περρέα 4, Π. Κόλλια 5, Ι. Μελέτης, ΝΑ Βύνιου Α Παθολογική Κλινική, Γ.Ν. «Λαϊκό», Αθήνα, 2 Τμήμα Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Αθηνών, 3 Τμήμα Κλινικής Αιματολογίας, Γ.Ν. «Γ. Γεννηματάς», Αθήνα, 4 Εργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής «ΝΑ Χρηστέας», Ιατρική Σχολή Αθηνών, 5 Τμήμα Βιολογίας, Σχολή Φυσικών Επιστημών Αθηνών Στα EBV-σχετιζόμενα λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα, ο ιός εκφράζει κάποιο πρόγραμμα λανθάνουσας λοίμωξης, με κύρια ογκογόνο πρωτεΐνη την LMP που εκφράζεται σε μεγάλη ποικιλία επιπέδων διεγείροντας διαφορετικές οδούς, όπως της ογκογένεσης και της απόπτωσης. Σκοπός: Μελετήσαμε ασθενείς με λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα, για να ανιχνεύσουμε () το ιικό φορτίο των EBV-θετικών ασθενών, (2) την έκφραση της LMP, (3) τις πιθανές αποπτωτικές ιδιότητες της LMP συσχετίζοντας την έκφρασή της με τα επίπεδα της αντιαποπτωτικής πρωτεΐνης survivin και (4) τα επίπεδα του οξειδωτικού stress. Ασθενείς και μέθοδοι: Συμπεριλάβαμε 48 ασθενείς με μη σχετιζόμενα με τον EBV χαμηλής κακοήθειας λευχαιμικά λεμφώματα από Β κύτταρα (ΧΛΛ:27, ΛΟΖ:2, ΛΜ:4, ΟΛ:2, ΛΠΛ:). DNA από περιφερικό αίμα εξετάστηκε με qrt PCR για το γονίδιο EBV-R και RNA με RT-PCR και qrt PCR για LMP, ενώ με real time PCR μετρήσαμε την έκφραση της surviving. Ακολούθησε ημιποσοτικοποίηση και έκφραση των αποτελεσμάτων σε σχέση με την έκφραση του γονιδίου ABL. Η ομάδα ελέγχου περιλάμβανε 30 EBV αρνητικούς υγιείς ενήλικες. Το ΟΣ μετρήθηκε στον ορό με τη χρήση του PerOx (TOS/TOC) kit (Immunodiagnostik). Για τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το Mann-Whitney test. Αποτελέσματα: Μεταξύ 25 ανδρών και 23 γυναικών, μέσης ηλικίας 74 ετών (5-87 έτη), 9/48 (39,6%) ήταν EBV-θετικοί, ενώ έκφραση της LMP ανιχνεύθηκε σε 3/9 (68,4%). Τα επίπεδα της survivin ήταν χαμηλότερα στους LMP-θετικούς ασθενείς σε σύγκριση με τους LMP-αρνητικούς (p=0,009). To ΟΣ ήταν χαμηλότερο (26,4 μmol/l) στους LMP-θετικούς ασθενείς έναντι των LMP- αρνητικών (372,3 μmol/l) (p=0.04). Συμπεράσματα: Η έκφραση της LMP στο αίμα ασθενών με μη EBV-σχετιζόμενα λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα δεν είναι μελετημένη. Προηγούμενες μελέτες σε LMP-θετικές σειρές λεμφωματικών κυττάρων έχουν δείξει αντίθετες δράσεις της LMP (ογκογόνος και αποπτωτική). Στη μελέτη αυτή, οι LMP- θετικοί ασθενείς εκφράζουν χαμηλότερα επίπεδα survivin, εύρημα που συμφωνεί με την υπόθεση ότι η LMP μπορεί να επάγει απόπτωση, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται η LMP να ελαττώνει τα επίπεδα του ΟΣ. Στο εργαστήριό μας, συνεχίζεται η περαιτέρω μελέτη αυτών των συσχετισμών. 5 Συσχέτιση των πολυμορφισμών του Fcγ RIIA με τη θετικότητα για τον ιό EBV και την πρωτεϊνη LMP σε ασθενείς με λευχαιμικά λεμφώματα χαμηλής κακοήθειας από Β κύτταρα Π. Διαμαντόπουλος*, Β. Καλότυχου*, Α. Γαλανόπουλος 2, Ν. Σπανάκης 3, Κ. Πολονύφη, Γ. Διαμαντοπούλου 3, Μ. Σιακαντάρη, Θ. Βασιλακόπουλος, Μ. Αγγελοπούλου, Ε. Βαριάμη, Ε. Μπαζάνη, Ν. Αναγνωστόπουλος 2, Π. Κόλλια 4, Κ. Κωνσταντόπουλος, Ι. Ρόμπος, Γ.Α. Πάγκαλης, Ι. Μελέτης, Ν.Α. Βύνιου Α Παθολογική Κλινική ΕΚΠΑ, Γ.Ν. Λαϊκό, 2 Τμήμα Κλινικής Αιματολογίας, Γ.Ν. «Γ. Γεννηματάς», 3 Τμήμα Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, 4 Τμήμα Βιολογίας, Σχολή Φυσικών Επιστημών Αθηνών, Αθήνα, *Ισότιμη συμμετοχή Εισαγωγή: Οι υποδοχείς Fcγ των μονοκυττάρων και μακροφάγων ενισχύουν την αντιγονοπαρουσίαση. Ο FcγRIIA (CD32) είναι διαμεμβρανική πρωτεΐνη των ουδετεροφίλων, η αποτελεσματικότητα της φαγοκυτταρικής δραστηριότητας των οποίων ποικίλει για τους διάφορους απλοτύπους του. Αναφέρονται συσχετίσεις των πολυμορφισμών του FcγRIIA με ευαισθησία σε λοιμώξεις από ελυτροφόρα βακτήρια και με την HIV-λοίμωξη, που είναι και οι μόνες στη βιβλιογραφία για ιογενείς λοιμώξεις. Το γονίδιο του FCγRIIA έχει δύο αλληλόμορφα, το 3-Arg (R3) και το 3-His (Η3). To R3 εμφανίζει πολύ μικρότερη συγγένεια για την IgG. Σκοπός: η ανάδειξη των πολυμορφισμών του FcγRIIA ως γενετικού παράγοντα κινδύνου για λανθάνουσα λοίμωξη από τον EBV σε ασθενείς με λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα. Ασθενείς και μέθοδοι: 40 ασθενείς με μη EBV-σχετιζόμενα λευχαιμικά λεμφώματα χαμηλής κακοήθειας από Β κύτταρα (χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία:23, λέμφωμα οριακής ζώνης:, λέμφωμα από κύτταρα του μανδύα:3, λευχαιμία από τριχωτά κύτταρα:2, οζώδες λέμφωμα:) ελέγχθηκαν με ELISA για EBV-VCA-IgG αντισώματα στον ορό. DNA από περιφερικό αίμα μελετήθηκε με ποσοτική real time PCR για το γονίδιο EBV-R, ενώ καταγράφηκε ο γονότυπος για την πολυμορφική θέση FcγRIIA3R με PCR-RFLP με τη χρήση κατάλληλου ενζύμου (BstUI, Fermentas, Vilnius, Lithuania). Για στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήσαμε το Pearson Χ 2. Αποτελέσματα: Όλοι πλην 4 ασθενών ήταν οροθετικοί για EBV-VCA IgG αντισώματα. Δεκαεννιά (47,5%) εμφάνιζαν EBV φορτίο. H LMP εκφραζόταν σε 3/9 (68,4%) EBV-θετικούς ασθενείς. Το R3 έφεραν 6/9 (82,4%) EBV-θετικοί και 6/2 (28,5%) EBV αρνητικοί ασθενείς (p=0.00). Το R3 ήταν παρόν σε /3 (84,6) LMP θετικούς ασθενείς αλλά μόνο σε 6/2 (28,0%) LMP αρνητικούς (p=0.002). Συμπεράσματα: Η υψηλή συχνότητα πολυμορφισμών του FcγRIIA στους EBV θετικούς ασθενείς αποτελεί ένδειξη συμμετοχής του FcγRIIA στη χρονιότητα της EBV λοίμωξης. Επιπλέον, καθώς η LMP είναι η κύρια ογκογόνος πρωτεΐνη του ιού, η συσχέτιση του πολυμορφισμού με την έκφρασή της υποδεικνύει ρόλο στην έκφραση πρωτεϊνών λανθάνουσας φάσης του ιού, που μπορεί να εμπλέκεται στην παθογένεια λεμφοϋπερπλαστικών νοσημάτων σε αυτούς τους ασθενείς. Η μελέτη συνεχίζεται στο κέντρο μας, με προσθήκη μεγαλύτερου αριθμού ασθενών. 52 ΜΟΡΙΑΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΟΓΚΟΓΕΝΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΠΗΤΟΙΟΥ EPSTEIN-BARR ΠΟΥ ΕΞΑΡΤΩΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΕΪΝΗ TRAF3 Ε.Γ. Χατζηβασιλείου,2, Π. Χάντουε Τμήμα Βιολογίας, Τομέας Γενετικής Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας, 2 Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη Σκοπός: Πρωτεΐνη LMP του ερπητοϊού EBV είναι μια ογκοπρωτεΐνη απαραίτητη για το μετασχηματισμό των Β λεμφοκυττάρων και συνδέεται με την ανάπτυξη λεμφωμάτων στα οποία εμπλέκεται ο EBV. Η LMP μιμείται ενεργοποιημένα μέλη της οικογένειας TNFR και επάγει τον μεταγραφικό παράγοντα NF-κB καθώς και άλλα ογκογονικά σηματοδοτικά μονοπάτια. Ο NF-κB είναι ένα σύμπλεγμα πρωτεϊνών που εμπλέκεται στους μηχανισμούς αντίδρασης του κυττάρου σε ερεθίσματα όπως στρες, κυτταροκίνες, ελεύθερες ρίζες, υπεριώδης ακτινοβολία και βακτηριακά και 32 33
Αίμα 20; 2(4) 36 Αποτελέσματα: Από τους 53 ασθενείς που μελετήθηκαν, οι 23 έπασχαν από οζώδες λέμφωμα, οι 20 από λέμφωμα οριακής ζώνης (7 από σπληνικό, 7 από πρωτοπαθές μυελού οστών, 3 από εξωλεμφαδενικό, 2 από λεμφαδενικό, από MALT στομάχου), 6 από χρονία λεμφογενή λευχαιμία και 4 από λέμφωμα από κύτταρα του μανδύα, νόσο Castleman, ΝΚ και LGL λευχαιμία έκαστος. Το στάδιο της νόσου ήταν αρχικό (Ι και ΙΙ) σε 22 ασθενείς, και προχωρημένο (ΙΙΙ και ΙV) σε 3 ασθενείς. Oι κλασσικές απεικονιστικές μέθοδοι (CT) ανέδειξαν ευρήματα σε 7 και σε 25 ασθενείς αντιστοίχως, ενώ το PET ανέδειξε εστίες αυξημένης μεταβολικής δραστηριότητας σε 4 και σε 23 αντιστοίχως. Σε ασθενείς αρχικών σταδίων το PET ανέδειξε λιγότερες εστίες νόσου σε σύγκριση με την αξονική τομογραφία σε 6 ασθενείς και περισσότερες σε 4, ενώ σε ασθενείς προχωρημένων σταδίων ανέδειξε λιγότερες εστίες σε 3 και περισσότερες σε 9. Η πρόσληψη FDG (SUV max) σε ασθενείς αρχικών σταδίων είχε διάμεση τιμή 6. (2.5-0.8) ενώ σε προχωρημένα στάδια 7.0 (3.5-0.0). Από 26 ασθενείς στους οποίους τεκμηριώθηκε διήθηση μυελού των οστών, μόνο σε 5 (9%) το PET ανίχνευσε αυξημένη πρόσληψη FDG στο μυελό. Επιπλέον, από 8 ασθενείς που παρουσίαζαν σπληνομεγαλία απεικονιστικά, σε 9 (50%) υπήρχε αυξημένη πρόσληψη της FDG στο σπλήνα. Σε 2 ασθενείς με οζώδες λέμφωμα υπήρχε αντίστοιχο εύρημα στο PET, χωρίς παρουσία σπληνομεγαλίας. Συμπεράσματα: Το PET συμβάλλει στην ανίχνευση επιπλέον θέσεων νόσου σε λεμφώματα χαμηλής κακοηθείας και κυρίως σε νοσήματα σταδίου ΙΙΙ-ΙV. Μπορεί συνεπώς να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις που η επιβεβαίωση του σταδίου της νόσου για λόγους επιλογής θεραπείας ή η ανάδειξη επιπλέον εστιών νόσου είναι απαραίτητη. Περαιτέρω μελέτη είναι αναγκαία ώστε να διερευνηθεί ο ρόλος του στην ανίχνευση διήθησης συγκεκριμένων οργάνων, όπως του σπληνός και του μυελού οστών καθώς και στην παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία. 55 Συνδυασμός rituximab -χλωραμβουκίλης για την αντιμετώπιση του MALT λεμφώματος στομάχου Μ. Σιακαντάρη, Ξ. Γιακουμή 2, Σ. Σαχανάς 2, Μ. Μοσχογιάννη 2, Π. Τσιρκινίδης 2, Π. Κορκολοπούλου 4, Χ. Σπηλιάδη 5, Π. Μπομπότση, Μ. Αγγελοπούλου 3, Χ. Καλπαδάκη 3, Θ. Βασιλακόπουλος 3, Γ.Α. Πάγκαλης 2, 3 Α Παθολογική Κλινική ΕΚΠΑ, Αιματολογικές Κλινικές: 2 Ιατρικού Αθηνών, Ψυχικό, 3 Πανεπιστημίου Αθηνών, 4 Παθολογικό Ανατομείο Πανεπιστημίου Αθηνών, 5 Παθολογικό Ανατομείο Ιατρικού Αθηνών Σκοπός: Η μελέτη των κλινικοεργαστηριακών χαρακτηριστικών, της έκβασης και της πορείας ασθενών με MALT στομάχου που έλαβαν θεραπεία με τον συνδυασμό rituximab-χλωραμβουκίλη λόγω επιμονής της νόσου μετά από αντιελικοβακτηριδιακή αγωγή, ή λόγω μη ανεύρεσης ελικοβακτηριδίου. ασθενεισ - μεθοδοι: Μελετήθηκαν ασθενείς με MALT στομάχου από το 2002 έως το 200 που έλαβαν rituximab-χλωραμβουκίλη για την αντιμετώπιση του νοσήματός τους. Χορηγήθηκε rituximab στην συμβατική δόση (375mg/m 2 ) την η ημέρα κάθε κύκλου και χλωραμβουκίλη από την επόμενη ημέρα σε δόση 0 mg επί 0 ημέρες/μήνα, για 8 κύκλους- ακολούθως οι ασθενείς έλαβαν άλλους 4 μηνιαίους κύκλους μόνο με χλωραμβουκίλη. Μελετήθηκαν τα κλινικοεργαστηριακά χαρακτηριστικά των ασθενών, η παρουσία ελικοβακτηριδίου και η λήψη αντιελικοβακτηριδιακής αγωγής καθώς και η απάντηση στην θεραπεία και η έκβαση της νόσου. Αποτελέσματα: 25 ασθενείς έλαβαν θεραπεία με το συνδυασμό rituximab-χλωραμβουκίλη. Η διάμεση ηλικία τους ήταν 55 έτη (44-75) και η αναλογία ανδρών-γυναικών :. Κατά τη διάγνωσή 7 είχαν νόσο σταδίου ΙΕΑ, 5 σταδίου ΙΙ και 3 σταδίου IV με διήθηση του μυελού των οστών. Σε 5 ασθενείς δεν ανευρέθη ελικοβακτηρίδιο. Από τους 20 ασθενείς που έλαβαν αντιελικοβακτηριδιακή αγωγή, σε 4 παρατηρήθηκε αποτυχία εκρίζωσης του ελικοβακτηριδίου και χορηγήθηκε αγωγή 2 ης γραμμής επιτυχώς. Πλήρης ύφεση της νόσου επιτεύχθηκε σε 7 ασθενείς (68%) (8 σταδίου Ι και όλοι οι ασθενείς λοιπών σταδίων), μερική ύφεση σε 4 (6%), ελάχιστη υπολειμματική νόσος σε 3 (2%) και σταθερή νόσος σε (4%). Το διάμεσο διάστημα παρακολούθησης των ασθενών είναι 35 μήνες (9-03). Στους 5/6 ασθενείς η νόσος παραμένει σε πλήρη ύφεση ενώ σε παρατηρήθηκε υποτροπή με μετατροπή του νοσήματος σε διάχυτο λέμφωμα στομάχου από μεγάλα Β- κύτταρα. Οι 4 ασθενείς που εμφάνισαν μερική ύφεση έλαβαν επαναληπτική θεραπεία με rituximab ως μονοθεραπεία και σε όλους επετεύχθη πλήρης ύφεση, ενώ οι 3 παραμένουν με υπολλειμματική νόσο χωρίς θεραπεία. Ο ασθενής με σταθερή νόσο έλαβε θεραπεία 2 ης γραμμής με φλουνταραμπίνη και η νόσος τέθηκε σε πλήρη ύφεση. Ουδείς ασθενής παρουσίασε επιπλοκές και όλοι ήταν ικανοί να συνεχίσουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες καθ όλη την διάρκεια της θεραπείας. Συμπέρασμα: Ο συνδυασμός rituximab-χλωραμβουκίλη αποτελεί ασφαλή και αποτελεσματική επιλογή σε ασθενείς με MALT στομάχου που χρήζουν θεραπείας, ενώ με την επαναχορήγηση του rituximab σε περιπτώσεις μερικής ύφεσης επιτυγχάνεται η πλήρης ύφεση της νόσου. Ο σχεδιασμός της θεραπείας και η έλλειψη τοξικότητας εξασφαλίζουν καλή ποιότητα ζωής για τους ασθενείς. 56 Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΞΟΝΙΚΗΣ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΠΟΖΙΤΡΟΝΙΩΝ (PET-SCAN) ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΜΦΩΜΑΤΟΣ HODGKIN (ΛΗ): ΒΟΗΘΕΙΑ Ή ΣΥΓΧYΣΗ; Μ.Κ. Αγγελοπούλου, Ε. Μόσα, Ο. Τσοπρά, Μ. Μοσχογιάννη, Π. Τσιρκινίδης, Χ. Γαλάνη, Σ. Σαχανάς, Μ. Δήμου, Γ. Γεωργίου, Β. Παππή, Γ. Μπούτσικας, Ι. Βαρδουνιώτη, Β. Καραλή, Γ. Γκαϊνάρου, Α. Κανελλόπουλος, Μ.-Π. Αγγελόπουλος, Μ.Π. Σιακαντάρη, Ι. Μελέτης, Π. Παναγιωτίδης, Φ. Ροντογιάννη, Δ. Έξαρχος, Ι. Δατσέρης, Β. Πρασσόπουλος, Α. Γουλιάμος, Γ.Α. Πάγκαλης, Θ.Π. Βασιλακόπουλος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σκοπός της μελέτης: Η σημασία του PET-scan στη θεραπευτική στρατηγική του ΛΗ έχει τεκμηριωθεί κυρίως στα προχωρημένα στάδια της νόσου με την εισαγωγή του ενδιαμέσου PET. Επιπλέον, στα αρχικά στάδια τα αποτελέσματα του PET μετά το τέλος της χημειοθεραπείας καθορίζουν συχνά τη δόση και το πεδίο της ακτινοθεραπείας (ΑΚΘ). Ωστόσο, δεν είναι γνωστή η σημασία του στην αρχική σταδιοποίηση της νόσου και η επίδρασή του στη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων. Στην παρούσα μελέτη καταγράφονται οι διαφορές μεταξύ της κλινικής σταδιοποίησης (ΚΛ-Σ) και αυτής με το PETscan (ΡΕΤ-Σ) και η σημασία τους. Υλικό και Μέθοδος: Μελετήθηκαν αναδρομικά 67 ασθενείς με ΛΗ οι οποίοι διέθεταν αρχικό PET-scan. Αποτελέσματα: Μελετήθηκαν 40 άνδρες και 27 γυναίκες, με διάμεση ηλικία 33 έτη (9-82). Ανευρέθησαν 8, 25, 7 και 7 ασθενείς σταδίου I, II, III και IV, αντίστοιχα, σύμφωνα με την ΚΛ-Σ. Ο διάμεσος αριθμός περιοχών νόσου από την ΚΛ-Σ ήταν, 2 (2-5), 5 (2-4) και 7 (4-) στα στάδια I, II, III και IV, ενώ ο διάμεσος αριθμός περιοχών νόσου σύμφωνα με την ΡΕΤ-Σ ήταν 2 (-5), 3 (2-9), 7 (2-4) και (5-4), αντίστοιχα. Διαπιστώθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση του αριθμού των περιοχών νόσου μεταξύ ΚΛ-Σ και ΡΕΤ-Σ (r=0,80). Συνολικά, από την ΡΕΤ-Σ προσετέθησαν περιοχές νόσου σε 50/67 ασθενείς. Διαπιστώθηκε αλλαγή σταδίου σε 20/67 ασθενείς (σε 7 επιδείνωση και σε 3 βελτίωση, όπως φαίνεται στον πίνακα). Το PET-scan κατέδειξε διάχυτη πρόσληψη στο σκελετό σε ασθενείς, εκ των οποίων μόνο 2 είχαν θετική οστεομυελική βιοψία (ΟΜΒ). Επιπλέον, παρατηρήθηκε εστιακή πρόσληψη σε πολλαπλά οστά σε 3 ασθενείς, εκ των οποίων 5 είχαν θετική ΟΜΒ. Όλοι οι ασθενείς που δεν παρουσίαζαν πρόσληψη σε οστά είχαν αρνητική ΟΜΒ. Η αλλαγή σταδίου με την ΡΕΤ-Σ θεωρητικά οδηγούσε σε αλλαγή θεραπείας σε 6 ασθενείς (24%). Στην πραγματικότητα, αυτό έγινε σε 7 ασθενείς (0%). Αναφορικά με την ΑΚΘ για τους 33 ασθενείς κλινικού σταδίου I και II, σε 2 διευρύνθηκε το πεδίο ΑΚΘ βάση των προστιθέμενων περιοχών από την ΡΕΤ-Σ. Συμπεράσματα: Η σταδιοποίηση του λεμφώματος Hodgkin με τη χρήση του PET-scan οδηγεί σε προσθήκη περιοχών νόσου στην πλειονότητα των ασθενών, οδηγώντας σε αλλαγή κλινικού σταδίου σε αρκετούς. Η προγνωστική σημασία των ευρημάτων αυτών δεν έχει διευκρινιστεί. Ως εκ τούτου, δε συνιστάται η λήψη θεραπευτικών αποφάσεων με βάση τα αποτελέσματα του PET-scan στη διάγνωση, ιδιαίτερα σε ασθενείς αρχικών κλινικών σταδίων. Πίνακας: Κατανομή σταδίου σύμφωνα με την ΚΛ-Σ και ΡΕΤ-Σ Στάδιο με βάση με το ΡΕΤ I II III IV Σύνολο I 3 2 2 8 Κλινικό II 0 6 8 25 Στάδιο III 0 3 0 4 7 IV 0 0 0 7 7 Σύνολο 3 2 3 30 67 37