ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

Ενότητα 22 - Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων. Ιστορία Γ Γυμνασίου. Μακεδονομάχοι Το αντάρτικο σώμα του Μελά

Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων

Η ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣΗΜΟ

18 ος 19 ος αι. ΣΟ ΑΝΑΣΟΛΙΚΟ ΖΗΣΗΜΑ. «Σώστε με από τους φίλους μου!»

Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Κοινωνίας

Ανατολικο ζητημα κριμαϊκοσ πολεμοσ. Μάθημα 4ο

Ένοπλη αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια ( ) Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η: Ελληνική επανάσταση και Ευρώπη. Ελληνική επανάσταση και ευρωπαϊκή διπλωματία ( )

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

Ομιλία στο συνέδριο "Νοτιοανατολική Ευρώπη :Κρίση και Προοπτικές" (13/11/2009) Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΤΗΝ Ε.Ε.

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

Κεφάλαιο 1. Από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897 στον Μακεδονικό Αγώνα (σελ )

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

α. Η περίοδος της οθωμανικής κατοχής

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Η κρίση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων Η ιταλική και γερμανική ενοποίηση. Φύλλο Εργασίας

125 Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου

PROJECT Β 1 ΓΕΛ. Θέμα: Μετανάστευση Καθηγήτρια: Στέλλα Τσιακμάκη

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΟΜΑ Α Α

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ Α. Αγγελική Παπαγεωργίου Δρ. Βυζαντινής Ιστορίας

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Το τέλος της Επανάστασης και η ελληνική ανεξαρτησία (σελ )

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Προτεινόμενα Θέματα Ιστορία Γενικής Παιδείας

ο ΡΗΓΑΧ Φ^ΑΙ Χ ο ΡΗΓΑΧ Φ^ΑΙ Σ Η Χάρτα Διασυνδέσεις ΒιΒλιογραφία

ΒΟΓΛΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού Πολιτισμού

Οι 13 βρετανικές αποικίες Η Αγγλία ήταν η θαλασσοκράτειρα δύναμη από τον 17 ο αιώνα ίδρυσε 13 αποικίες στη βόρεια Αμερική. Ήταν ο προορ

Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα Οκτώβριος 2012

THE ROUTE OF THE WESTERN BALKANS TOWARDS EUROPEAN UNION

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

ΕΝΟΤΗΤΑ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

ΘΕΜΑ Α2 ΛΑΘΟΣ 4 ΛΑΘΟΣ 5 ΣΩΣΤΟ 6 ΛΑΘΟΣ 7

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

Ποιός πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά Περιφέρεια και ανά αγορά, 2017.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ÖÑÏÍÔÉÓÔÇÑÉÏ ÈÅÙÑÇÔÉÊÏ ÊÅÍÔÑÏ ÁÈÇÍÁÓ - ÐÁÔÇÓÉÁ

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Εξωτερική Πολιτική της Ρωσίας ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΞΕΚΙΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. Γέννηση του Ρωσικού κράτους 4 Αυτοκρατορίες 4 κρίσεις

Ενότητα 19 - Από την 3η Σεπτεμβρίου 1843 έως την έξωση του Όθωνα (1862) Ιστορία Γ Γυμνασίου

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας (Οικονομία 19 ος -20 ος αιώνας)

1. Ποιο πολίτευμα συναντάμε σε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη το 17ο και 18ο αιώνα ;

ΕΛΠ 40. Εθνοπολιτισμικές ταυτότητες και χορευτικά ρεπερτόρια του Βορειοελλαδικού χώρου.

Η βασιλεία του Όθωνα - Ο Ιωάννης Κωλέττης. & βασιλείας του Όθωνα

Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη «Η Ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ Εμπειρίες από την εισδοχή άλλων Βαλκανικών κρατών»

1ο Σχέδιο. δεδοµένων της Β και Γ στήλης, που αντιστοιχούν στα δεδοµένα της Α στήλης. A. Βασικοί όροι των συνθηκών Β. Συνθήκες Γ.

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει;

2.12. ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΓΝΩΣΗ

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Μετανάστευση. Ορισμός Είδη Ιστορική αναδρομή

α. Βασίλειο πόλεις-κράτη ομοσπονδιακά κράτη συμπολιτείες Η διάσπαση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου (σελ ) απελευθερωτικοί αγώνες εξεγέρσεις

2. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας

Ειδικότερα: Ο Εδαφικός Διακανονισμός της Συνθήκης της Λωζάννης και η Νομολογία Διεθνών Δικαιοδοτικών Οργάνων. Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού ανά Περιφέρεια και ανά Αγορά

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΑΤΗ Η ΥΣΤΕΡΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

_ _scope7 1 Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή)

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α: Η ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ 19 Ο ΑΙΩΝΑ

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα: Gutenberg. Γλώσσες και Διγλωσσία στον Κόσμο. Κεφάλαιο Πρώτο

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 1)

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

19 ος αιώνας Διάρκεια επανάστασης του 1821 : μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών προς την επαναστατημένη Ελλάδα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑ Α Α

Διεθνής Οργανισμός είναι ένα σύνολο κρατών, που δημιουργείται με διεθνή συνθήκη, διαθέτει μόνιμα όργανα νομική προσωπικότητα διαφορετική από τα κράτη

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΘΕΜΑ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Γεωγραφικές και ιστορικές διαστάσεις των συνόρων στα Βαλκάνια: 20 ος 21 ος αιώνας ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Κλωνής Παναγιώτης ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Πετράκου Η. ΜΕΛΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ: Κίζος Α. Χωριανόπουλος Ι. Μυτιλήνη 2010

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 4 ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Οι αντιλήψεις για τα σύνορα και το ρόλο τους στο σύγχρονο κόσμο 6 1.1 Διαμόρφωση του χώρου και εδαφικότητα 6 1.2 Σχέση συνόρων με κράτος και εθνικισμό έθνος κράτος 8 1.3 Επιστημονικές προσεγγίσεις για τα σύνορα 12 1.4 Η επίδραση του εθνικισμού στη διαμόρφωση του βαλκανικού χώρου 15 ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Βαλκάνια και σύνορα: γεωγραφικές και ιστορικές διαστάσεις 17 2.1 Εθνικισμός και δημιουργία των εθνικών-κρατών στα Βαλκάνια τον 19 ος αιώνα 18 2.2 Το μωσαϊκό των Βαλκανίων μέχρι το 1914 24 2.2.1 Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 29 2.3 Τα βαλκανικά κράτη στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο 38 2.4 Η περίοδος του Μεσοπολέμου 46 2.5 Τα βαλκανικά κράτη στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο 51 2.6 Τα βαλκανικά κράτη στον «Ψυχρό Πόλεμο» 56 2.7 Τα βαλκανικά κράτη μετά το 1990: από την καταστροφή στη νέα πορεία προς την ΕΕ 64 ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Εξερευνώντας τα Βαλκάνια. Αντιλήψεις για την γεωγραφία των Βαλκανίων στις αρχές του 21 ου αιώνα 70 3.1 Περιγραφή της έρευνα 71 3.1.1 Οι αντιλήψεις για το ρόλο των συνόρων και των πρόσφατων πολιτικών αλλαγών στα Βαλκάνια 74 3.1.2 Τα κυριότερα προβλήματα στην Ελλάδα σήμερα 76 3.1.3 Η σημασία των μειονοτήτων στα Βαλκάνια και της ομοιογένειας των πληθυσμών 77 3.1.4 Αντιλήψεις για την πολιτική κατάσταση των βαλκανικών κρατών και τις σχέσεις μεταξύ των εθνοτήτων 81 2

3.1.5 Αντιλήψεις και εμπειρίες από συνοριακές περιοχές των Βαλκανίων η δυνατότητα διάβασης και διέλευσης 84 3.2 Ταξιδεύοντας στα Βαλκάνια 85 3.2.1 Τουρκία: Ιστανμπούλ /Κωνσταντινούπολη 86 3.2.2 Βουλγαρία 91 3.2.3 Ρουμανία: Βουκουρέστι 93 3.2.4 Σερβία: Βελιγράδι 100 3.2.5 Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας 102 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 103 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 105 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 107 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η σύγχρονη γεωγραφία και ιστορία των Βαλκανίων (19 ος -21 ος αιώνας) αποτελεί ένα «πρότυπο» εθνικού κατακερματισμού του χώρου το οποίο αποτέλεσε και χαρακτηριστικό παράδειγμα στην πολιτική που καθιερώθηκε με τον όρο «βαλκανοποίηση». Τα Βαλκάνια αποτελούν μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού της σύγχρονης Ευρώπης, όπου όμως διακρίνονται ως ξεχωριστή εδαφική ενότητα λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που επέδρασαν ιστορικά στην διαμόρφωση του χώρου. Η σύνδεση αυτών των στοιχείων που συνθέτουν τον βαλκανικό χώρο με το γεωγραφικό φαινόμενο των συνόρων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού εμφανίζονται ιδιαίτερες και πολύπλοκες μορφές του φαινομένου. Στη παρούσα μελέτη παρουσιάζεται η διαδικασία δημιουργίας και διαμόρφωσης του βαλκανικού χώρου με έμφαση στην αλληλεπίδραση μεταξύ της ανάδυσης του χώρου ως εθνικής επικράτειας και του φαινομένου των συνόρων. Επιπλέον μελετώνται πτυχές της επίδρασης των συνόρων στις κοινωνίες και τους ανθρώπους καθώς επίσης και οι αντιλήψεις της κοινωνίας για το ίδιο το φαινόμενο. Η εργασία αυτή έχει τους παρακάτω στόχους : Ι) τη διερεύνηση των στοιχείων και των συνθηκών που οδήγησαν στην ανάπτυξη του εθνικισμού στα Βαλκάνια, μιας ιδεολογίας που επέδρασε και διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το χώρο και καθόρισε τη μορφή των κρατών και των συνόρων μέχρι και σήμερα, ΙΙ) την καταγραφή και εξέταση των αντιλήψεων των κατοίκων του βαλκανικού χώρου σχετικά με το φαινόμενο των συνόρων και την επίδρασή του στην οργάνωση της κοινωνίας από τη πλευρά των μετακινήσεων, εγκαταστάσεων, των δυνατοτήτων διάβασης και διέλευσης, τη βαλκανική και την εθνική ταυτότητα σε συνάρτηση με το φαινόμενο των μειονοτήτων και της ομοιογένειας των πληθυσμών, την κρατική πολιτική, τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις και τις σχέσεις μεταξύ των εθνοτήτων. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας διερευνώνται οι επιστημονικές αντιλήψεις για τη φύση και τον ρόλο των συνόρων στον σύγχρονο κόσμο. Στα πλαίσια της κατανόησης της επιστημονικής συζήτησης εξετάζεται η έννοια των συνόρων καθώς και των φαινομένων που την καθορίζουν και αλληλεπιδρούν κατά τη διαμόρφωση της στο χώρο και το χρόνο. Εξετάζεται δηλαδή η σχέση των συνόρων με το ιστορικό φαινόμενο του κράτους, της ιδεολογίας του εθνικισμού και της οικοδόμησης και λειτουργίας του έθνους-κράτους. Τέλος, ασχολείται με την επίδραση του εθνικισμού 4

στη διαμόρφωση του βαλκανικού χώρου και πραγματεύεται την έννοια της «βαλκανοποίησης». Το δεύτερο κεφάλαιο αποτελεί την καταγραφή και την μελέτη των ιστορικών διεργασιών που διαμόρφωσαν τα σύγχρονα εθνικά κράτη των Βαλκανίων από την εμφάνιση της ιδεολογίας εθνικισμού και τη διάχυσή της στα Βαλκάνια μέχρι και σήμερα. Παρουσιάζονται οι πτυχές του διεθνούς περιβάλλοντος που επηρέασαν τη διαμόρφωση του βαλκανικού χώρου και πως αυτές εκφράστηκαν, κατά τη περίοδο ανάπτυξης του εθνικισμού, στον ίδιο το χώρο. Επιπλέον παραθέτονται ο ιδιαίτερος τρόπος ή οι τρόποι που εκφράστηκε ο εθνικισμός, και καθόρισε τη πορεία των πολιτικών και ιστορικών εξελίξεων στις βαλκανικές κοινωνίες. Το τελευταίο κεφάλαιο αποτελεί μια προσπάθεια περιδιάβασης και μελέτης σύγχρονων στιγμιότυπων της ανθρωπογεωγραφίας των Βαλκανίων. Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκαν δύο μέθοδοι συλλογής ποιοτικών στοιχείων, η συνέντευξη και η συμμετοχική παρατήρηση. Στο πρώτο μέρος, στην έρευνα με συνεντεύξεις, αποτυπώνονται οι αντιλήψεις των συμμετεχόντων στην έρευνα σχετικά με το φαινόμενο των συνόρων, των διασυνοριακών σχέσεων, τις αντιλήψεις και τη στάση τους για τη μετανάστευση και τις μειονότητες και το σύγχρονο πολιτικό περιβάλλον στη περιοχή. Στο δεύτερο μέρος το οποίο αφορά στη συμμετοχική παρατήρηση περιγράφεται η περιήγηση σε διάφορες χώρες των Βαλκανίων και αναφέρεται σε γενικές εντυπώσεις για της ανθρωπογεωγραφίας, αλλά και ορισμένα φυσικογεωγραφικά στοιχεία της ευρύτερης περιοχής, με έμφαση στις περιοχές των συνόρων, τον τρόπο που αποτυπώνονται οι πρόσφατες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, τα αποτυπώματα της σύγχρονης ιστορίας και την επιρροή του διεθνούς περιβάλλοντος. 5

ΕΝΟΤΗΤΑ 1 ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ Τα σύνορα αποτελούν ένα χαρακτηριστικό πολιτικό και ιστορικό φαινόμενο, που αναδύθηκε μέσα από την ανθρώπινη δράση καθορίζοντας σημαντικά την διαμόρφωση του χώρου. Για το λόγο αυτό αποτελεί από τα κυριότερα θεματικά πεδία που εξετάζει η πολιτική γεωγραφία. Κατά την ανάπτυξη θεωριών για το φαινόμενο των συνόρων διαμορφώθηκε πλήθος προσεγγίσεων από διάφορους επιστημονικούς κλάδους και σχολές. Το φαινόμενο των συνόρων διαμόρφωσε και διαμορφώθηκε ιστορικά σε αλληλεπίδραση με διάφορα άλλα φαινόμενα και θεσμούς των ανθρώπινων κοινωνιών, όπως είναι το κράτος και ιδεολογίες όπως π.χ. ο εθνικισμός. Η διαλεκτική σχέση αυτών των φαινομένων διαμόρφωσε τον χώρο μέσα από μια σειρά εννοιών όπως αυτή της εδαφικότητας και της επικράτειας, οι οποίες αποτελούν οικεία χαρακτηριστικά του λόγου της πολιτικής και της καθημερινότητας. Στα πλαίσια της κατανόησης είναι επομένως απαραίτητο να παρουσιάσουμε την επιστημονική διερεύνηση της έννοιας των συνόρων. 1.1 Διαμόρφωση του χώρου και εδαφικότητα Οι αντιλήψεις για την έννοια των συνόρων μπορούν να αλλάζουν σημασία υπό την επιρροή χρονικών, χωρικών και κοινωνικών παραγόντων. Διαφορετική αντίληψη μπορεί να έχει μια κοινωνία για την έννοια των συνόρων σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, η οποία αναδιαμορφώνεται συνεχώς μέσα από τις αλλαγές των κοινωνικών συνθηκών. Αντιστοίχως, εντός των ορίων μιας και μόνο χρονικής περιόδου παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στις αντιλήψεις της κοινωνίας ανάλογα με τις χωρικές αλλά και τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Δηλαδή διαφορετική αντίληψη μπορεί να υπάρχει ανάλογα με την εγγύτητα στα σύνορα, την ηλικία των ανθρώπων, την κοινωνική και πολιτική θέση και στάση του καθενός. Η πιο απλή περιγραφή, για την έννοια των συνόρων μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι είναι η «γραμμή» στο χάρτη που ορίζει την επικράτεια και την 6

κυριαρχία του εθνικού κράτους. Βέβαια με τη μετάβαση από το χάρτη στον πραγματικό κόσμο παρατηρούμε πλήθος αντιλήψεων, που διαμορφώνονται συνήθως με την επίδραση διαφόρων γεωγραφικών και ιστορικών παραγόντων. Η έννοια των συνόρων συνήθως ταυτίζεται με την έννοια των πολιτικών ή διεθνών συνόρων. Σύνορα μπορεί να υπάρχουν και εντός της επικράτειας μιας και μόνο κρατικής οντότητας. Μπορεί να είναι διακριτά και καθορισμένα, όπως σύνορα περιφερειών, κρατών-μελών σε μια συνομοσπονδία κρατών, πολιτειών (όπως στις ΗΠΑ). Μπορεί όμως σε κάποιες άλλες περιπτώσεις να είναι περισσότερο ασαφή χωρίς θεσμική υπόσταση, όπως τα σύνορα που μπορεί να χωρίζουν μια μειονότητα, ένα γκέτο ακόμα και μέσα σε μια πόλη ή να χωρίζουν κοινωνικές ομάδες. Στο κείμενο με τη λέξη - σύνορα- εννοείται η αναφορά σε πολιτικά διεθνή σύνορα. Στο σύγχρονο κόσμο, από την εμφάνιση του έθνους-κράτους, τα σύνορα αποτελούν την οριογραμμή που ορίζει την κυριαρχία ενός κράτους έναντι του άλλου. Τα σύνορα «οριοθετούν επίσης μια γεωγραφική ενότητα εντός της οποίας ισχύει ένα σύνολο νομικών και θεσμικών κανόνων με οριζόντια εφαρμογή» (Τοπάλογλου κ.ά, 2008: 30). Υπάρχει ή τείνει να διαμορφωθεί μια σχετικά ομοιογενής γεωγραφική ενότητα με κοινές αξίες, πολιτισμό και ιστορία. Έτσι, για να υφίσταται ένα έθνοςκράτος είναι απαραίτητο να υπάρχουν τα σύνορα που οριοθετούν την κυριαρχία του έναντι τρίτων, δηλαδή ορίζουν την επικράτεια από όπου μπορεί να αντλεί την ενέργειά του. Στη σύγχρονη πολιτική γεωγραφία συχνά γίνεται διάκριση μεταξύ των όρων σύνορο φραγμός όριο ή παραμεθόριος. Ένα σύνορο είναι η διαχωριστική γραμμή που διακρίνει, δίνει όνομα και ταυτότητα, στα «πράγματα» που βρίσκονται εντός της επικράτειας του κράτους διαχωρίζοντας «τον κόσμο μας» από τους άλλους, είναι «το άκρο μιας περιοχής» 1. Ένας φραγμός αποτελεί ένα σύνορο αδιάβατο το οποίο διακόπτει με σαφή τρόπο την επικοινωνία. Τέλος, η διαφορά του ορίου από το σύνορο είναι η αναφορά του πρώτου «ως προς τα μέσα» δηλαδή μέχρι που φτάνει η κυριαρχία του κράτους, ενώ το σύνορο αναφέρεται «ως προς τα έξω», δηλαδή σε αυτό που περιβάλλει το κράτος, τον «έξω κόσμο» (Τοπάλογλου κ.ά, 2008: 33). Σήμερα όλα σχεδόν τα διεθνή σύνορα των κρατών ορίζονται με συνθήκες και είναι καταγραμμένα σε επίσημους χάρτες. Τα εδαφικά σύνορα των κρατών επεκτείνονται στον εναέριο χώρο έως και το ύψος των μηχανοκίνητων πτήσεων. 1 Warf 2006: 20-22 7

Επίσης τα σύνορα καθορίζουν τη δικαιοδοσία ενός κράτους στο υπέδαφος και σε όλες τις υπόγειες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Σε αυτή τη περίπτωση όμως παραμένει ασαφές το πλαίσιο για το ζήτημα των υγρών πόρων, όπως πετρέλαιο και νερό, που μπορούν να ρέουν στο υπέδαφος από μια επικράτεια σε άλλη. Τα θαλάσσια σύνορα ορίζονται επίσης από διεθνείς συνθήκες και ορίζονται στα 12 ναυτικά μίλια από την ακτή ενώ επεκτείνονται στα 200 μίλια (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) για οικονομική εκμετάλλευση, για ψάρεμα και πετρέλαιο (Warf, 2006: 20-22). Στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης οι διακρατικές σχέσεις και η σημασία των συνόρων παρουσιάζουν νέα δεδομένα κατά τη διερεύνησή του συγκεκριμένου θεματικού πεδίου. Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται όλο και περισσότερο να αδρανοποιείται ο ρόλος των εθνικών συνόρων. Στο διεθνές περιβάλλον διακρίνονται δύο κύριες κατευθύνσεις. Η μια της σύγκλισης που αποσκοπεί στη συνεργασία των κρατών σε έναν ή περισσότερους τομείς. Σε αυτή τη περίπτωση η κατεδάφιση των τειχών-συνόρων οδηγεί σε μια προσέγγιση των κρατών που στόχο έχει να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες για την επίτευξη των κοινών τους στόχων. Η σύγκλιση αυτή μπορεί να λαμβάνει διάφορα χαρακτηριστικά, από το να παραμένει ως συνεργασία σε επιμέρους τομείς, ως και να οδηγείται στη σύντηξη, δηλαδή σε ολοκληρωτική ενοποίηση (Θεοδωρόπουλος, 2000). Στην αντίθετη κατεύθυνση κινείται η απόκλιση που μπορεί να έχει ως στόχο την αποκέντρωση με σκοπό την ευκαμψία και την προσαρμοστικότητα. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως οδηγείται ως τη σχάση όπου η νέα χωρική οντότητα αποφασίζει να υψώσει τα δικά της τείχη-σύνορα αναπτύσσοντας ανεξάρτητη πολιτική. Ωστόσο οι δύο αυτές κατευθύνσεις δεν είναι πάντα αντικρουόμενες και είναι δυνατό σε κάποιες περιπτώσεις να αναπτύσσονται παράλληλα. Για παράδειγμα, στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για σύγκλιση, συχνά προωθούνται πολιτικές αποκέντρωσης σε επιμέρους τομείς. Στο ίδιο πλαίσιο δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που στηρίζεται και η απόσχιση περιοχών από μεγαλύτερες χωρικές ενότητες με σκοπό την προώθηση της συνεργασίας που πριν φαινόταν αδύνατο (Θεοδωρόπουλος, 2000). 1.2 Σχέση συνόρων με κράτος και εθνικισμό έθνος κράτος Το κράτος μπορεί γενικά να οριστεί «ως μια κυρίαρχη και οργανωμένη πολιτική δομή, η κυβέρνηση της οποίας αποτελεί τη νόμιμη εξουσία πάνω σε μια 8

συγκεκριμένη περιοχή» (Parker 2002: 153-154). Σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ (Max Weber) αποτελεί έναν οργανισμό με απόλυτη δικαιοδοσία στη χρήση της νόμιμης βίας σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή 2. Για τους Μαρξιστές το κράτος είναι όργανο εξουσίας της εκάστοτε άρχουσας τάξης, που χρησιμοποιείται για να επιβάλει τα ταξικά της συμφέροντα (Λένιν 1979: 67-68). Είναι το αποτέλεσμα του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις. Η εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας και η διάρθρωση της κοινωνίας σε κοινωνικές ομάδες με διακριτό ρόλο, δημιούργησε και παγίωσε διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα. Έτσι στην κοινωνία γεννιέται η ανάγκη ρύθμισης των διαφορετικών συμφερόντων τόσο ανάμεσα στους ιδιοκτήτες όσο και για την διατήρηση της τάξης των ιδιοκτητών ως άρχουσας τάξης έναντι των εκμεταλλευόμενων (Σιντόροφ, 1982: 80-81) Σύμφωνα με τον Ένγκελς το κράτος εμφανίζεται ιστορικά όταν «η παλιά κοινωνία, που βασίζεται σε συγγενικές ενώσεις, τινάζεται στον αέρα με την σύγκρουση των νέων κοινωνικών τάξεων. Τη θέση της παίρνει μια καινούρια κοινωνία, οργανωμένη σε κράτος [ ]» (Ένγκελς, 2005: 8). Από την εμφάνιση του κράτους ως θεσμού πολιτικής οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών, εξ αρχής συνδέθηκε με την οριοθέτηση μιας περιοχής ως χώρου αναφοράς. Οι διάφορες μορφές του κράτους στην ιστορία της ανθρωπότητας καθόριζαν και καθορίζονταν από την εξέλιξη της σημασίας των συνόρων. Άλλοτε τα σύνορα αυτά ήταν σαφή, διακριτά και σταθερά και άλλοτε ακαθόριστα και ρευστά. Στις πρώτες μορφές του, όπως αυτό μπορεί να γίνει ιστορικά αντιληπτό στις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας και αργότερα στις αυτοκρατορίες, τα σύνορα ήταν ιδιαιτέρως ρευστά. Μπορούσαν απλά να είναι ένα φυσικό εμπόδιο που λειτουργούσε ως φραγμός στην εξάπλωση της κυριαρχίας του. Επίσης, συχνά πέρα από τα όρια του κράτους ακολουθούσαν περιοχές που ήταν ακόμα άγνωστες και ανεξερεύνητες για την κοινωνία της εποχής. Σε περιοχές που υπήρχαν επαφές με άλλες κρατικές οντότητες ήταν απαραίτητη η διευθέτηση των ορίων της κάθε επικράτειας όπου βασικό ρόλο σε αυτή τη περίπτωση διαδραμάτιζε ο πόλεμος (Warf, 2006: 459-461).. Στην σύγχρονη ιστορία πάντως καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των συνόρων διαδραμάτισε ο εθνικισμός, μια ιδεολογία που ουσιαστικά γέννησε και διαμόρφωσε τα έθνη και κατακερμάτισε το χώρο σε επικράτειες και εδάφη. 2 http://en.wikipedia.org/wiki/state_(polity) 9

Η περισσότερο διαδεδομένη μορφή του κράτους στον σύγχρονο κόσμο είναι το έθνος-κράτος. Δεν είναι λίγες οι φορές που στις μέρες μας πολλοί ταυτίζουν την έννοια του «έθνους» με αυτή του «κράτους». Ωστόσο η ταύτιση αυτή συνήθως γίνεται με την επιρροή της ιδεολογίας του εθνικισμού, αποσκοπώντας δηλαδή στην επίτευξη κάποιων εθνικών στόχων. Ωστόσο ακόμη και σήμερα, που κυριαρχεί η μορφή του έθνους-κράτους, το έθνος και το κράτος δεν αναφέρονται πάντα στην ίδια εδαφική περιοχή και αποτελούν δύο διαφορετικές έννοιες. Το κράτος αναφέρεται σε μια κυρίαρχη πολιτική δομή με νόμιμη εξουσία σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Το έθνος προσδιορίζει μια πληθυσμιακή ομάδα που θεωρείται ότι έχει κοινή καταγωγή και χαρακτηριστικά. Στον σύγχρονο κόσμο το έθνος προσδιορίζεται συνήθως με βάση κάποια πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τα κυριότερα εκ των οποίων είναι η γλώσσα, η ιστορία, η θρησκεία και η καλλιτεχνική κληρονομιά (Parker, 2002: 153-154). Ένα εξιδανικευμένο μοντέλο του έθνους-κράτους μπορεί να οριστεί ως «η πληθυσμιακή ομάδα με κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, η οποία ζει σε μια συγκεκριμένη περιοχή και έχει κοινή κυβέρνηση». Τα σύνορα ενός κράτους και ενός έθνους είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά σπάνιο να ταυτίζονται. Σε όλα σχεδόν τα σύγχρονα έθνη-κράτη απαντώνται πληθυσμιακές ομάδες με σημαντικά διαφορετικά χαρακτηριστικά από το κυρίαρχο έθνος, δημιουργώντας έτσι συχνά διαφορετικές εθνικές ταυτότητες. Αντίστοιχα, πολύ συχνά είναι δυνατό να βρίσκονται χαρακτηριστικά του κυρίαρχου έθνους και εκτός των συνόρων του κράτους (Parker 2002: 154-156). Ο εθνικισμός, ωστόσο, ως πηγή δημιουργίας του έθνους-κράτους, συνδέει τις ιστορικές διεργασίες για την οικοδόμηση ενός έθνους με μια συγκεκριμένη περιοχή (Warf, 2006: 320). Ο εθνικισμός θεωρείται η ιδεολογία που γέννησε και εξέλιξε το έθνος-κράτος. Η ιδέα του εθνικισμού θεωρείται ότι εμφανίζεται κατά τον 18 ο αιώνα όπου αναπτύχθηκε από το «κύμα του Διαφωτισμού» της εποχής και αποτέλεσε ανατρεπτική και επαναστατική ιδεολογία, πρεσβεύοντας την αυτονομία, την αυτοδιάθεση και την ελευθερία του ατόμου. Ο μαρξισμός θεωρεί ότι κατά τον υλικό μετασχηματισμό της κοινωνίας ο εθνικισμός συνδέεται με την ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού. Θεωρεί τον εθνικισμό ως την απάντηση των ανθρώπων στην άνιση ανάπτυξη του καπιταλισμού. Μια από της πιο διαδεδομένες θεωρίες για τον εθνικισμό που βρίσκει αποδοχή στη γεωγραφία, αλλά και αλλού, αποτελεί αυτή του Άντερσον (Anderson) όπου θεωρεί ως κυρίαρχα στοιχεία για την 10

δημιουργία μιας ιδανικής εθνικής συνείδησης τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Ως κυρίαρχα συστατικά θέτει τη γλώσσα, τις ηρωικές στιγμές του παρελθόντος, τα μνημεία που αποτελούν σύμβολα ιστορικής μνήμης, την κοινή καταγωγή και μια συγκεκριμένη ιστορικά περιοχή (Warf, 2006: 317-320). Οι ιδέες για αυτοδιάθεση και ελευθερία των λαών μπορούμε να πούμε ότι γεννιούνται στην περίοδο του Διαφωτισμού. Σημαντική ώθηση στην οργάνωση των εθνικών κινημάτων σε όλη την Ευρώπη προσέφεραν οι εξελίξεις των αστικών επαναστάσεων κατά των 18 ο και 19 ο αιώνα στις ΗΠΑ και την Γαλλία και η διακήρυξη της Γαλλικής Επανάστασης περί «Δικαιωμάτων των Ανθρώπων και των Πολιτών». Το έθνος-κράτος, ως «πολιτική στέγη και όχημα του εθνικού πολίτη», αντικατέστησε το σύστημα των φεουδαρχικών αυτοκρατοριών. Τα κινήματα για εθνική αυτοδιάθεση και δικαιώματα συντάραζαν την Ευρώπη κατά τον 18 ο αιώνα με τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες να αγωνίζονται για την επιβίωσή τους (Warf, 2006: 31-317). Κατά τον 19 ο αιώνα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, εν μέσω των αστικών επαναστάσεων που υπήρξαν κινητήρια δύναμη για τη γέννηση των εθνών, οι διεργασίες οδηγούσαν τα υπό διαμόρφωση έθνη προς την κατεύθυνση της σύστασης των αυτοτελών δικών τους κρατών. Σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γερμανία ουσιαστικά λειτούργησαν δυνάμεις σύγκλισης-σύντηξης και η ενοποίηση των διαφόρων ηγεμονιών δημιούργησαν το ιταλικό και γερμανικό έθνος αντίστοιχα. Σε αντίθετη κατεύθυνση, όπως στα Βαλκάνια, μικρότερες πληθυσμιακές ομάδες πετύχαιναν την ανεξαρτησία του από τις μεγάλες αυτοκρατορίες της εποχής και δημιουργούσαν το δικό τους έθνος-κράτος (Hobsbawm, 2006:129-152). Την ίδια περίοδο τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη είχαν εξαπλώσει τις αποικίες τους σε όλο σχεδόν τον υποανάπτυκτο κόσμο της Ασίας και της Αφρικής. Τα συγκρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων έδωσαν ρόλους στο πεδίο των ανταγωνισμών και στους αποικιοκρατούμενους λαούς που έλεγχε η καθεμιά από αυτές. Η χρησιμοποίηση από την εκάστοτε αποικιοκρατική δύναμη των υπόδουλων αποικιών της ενάντια στους ανταγωνιστές της, έδωσε ουσιαστικά τη δυνατότητα στους λαούς αυτούς να αντιληφθούν ότι είναι δυνατόν να νικήσουν της 11

ευρωπαϊκές δυνάμεις και να αποδεσμευτούν από την κυριαρχία τους 3 (Μοράζε, 1970: 4495-4500). Στις επόμενες δεκαετίες ο εθνικισμός εξαπλωνόταν σε όλο τον κόσμο ασκώντας επιρροή και στους αποικιοκρατούμενους λαούς όπου εθνικά κινήματα οργανώνονταν σταδιακά με σκοπό την απελευθέρωσή τους (Μοράζε 1970: 4526). Κορύφωση στη διαδικασία εδραίωσης του έθνους-κράτους υπήρξε ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος όπου, με αναφορά στα έθνη, τα κινήματα και οι ηγέτες τους αγωνίζονταν για την αποδέσμευση τους από τις αυτοκρατορίες και την εγκαθίδρυση του εθνικού κράτους (Warf, 2006: 31-317). Μετά τη λήξη του πολέμου ήδη στην Ευρώπη είχε εδραιωθεί το έθνος-κράτος. Η διακήρυξη του προέδρου Ουίλσον των ΗΠΑ περί αυτοδιάθεσης των λαών αντιλαμβάνονταν τον εθνικισμό ως μια απελευθερωτική δύναμη. Αποδείχθηκε όμως πιο ουσιαστική για τους αποικιοκρατούμενους λαούς της Ασίας και της Αφρικής από ότι για τις περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης που κυρίως στόχευε ο ίδιος. Παράλληλα τον ίδιο καιρό ο Λένιν απηύθυνε την έκκληση του για την απελευθέρωση των υπόδουλων λαών. Είχε ήδη ξεκινήσει η αρχή του τέλους της αποικιοκρατίας και της εξάπλωσης των εθνικών κρατών σε όλο τον κόσμο (Μοράζε, 1970: 4526). 1.3 Επιστημονικές προσεγγίσεις για τα σύνορα Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της επιστημονικής διερεύνησης της έννοιας και του ρόλου των συνόρων, από διάφορους επιστημονικούς κλάδους που ασχολήθηκαν με αυτό, αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις (Παράρτημα I: Πίνακας 1). Αυτές μπορούν να διακριθούν σε κλασικές-παραδοσιακές και μεταμοντέρνες. Οι πρώτες αναπτύχθηκαν στα τέλη του 19 ου αιώνα μέχρι και μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο με έμφαση στις εμπειρικές καταγραφές στις παραμεθόριες περιοχές και στις τυπολογίες των συνόρων. Οι μεταμοντέρνες αναπτύχθηκαν από το 1950 και ασχολήθηκαν με τις διασυνοριακές διαδικασίες, την αλληλεπίδραση των 3 Σημαντικό γεγονός για την συνειδητοποίηση των ασιατικών λαών ότι μπορούν να αποδεσμευτούν από τους ευρωπαίους αποικιοκράτες αποτέλεσε το γεγονός της πρωτοφανούς, για την εποχή, συμμαχία υπό ίσους όρους της Αγγλίας με μία ασιατική χώρα, την Ιαπωνία. Η Αγγλία προσέφυγε σε αυτή τη συμφωνία με σκοπό να πλήξει τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή. Η νίκη της Ιαπωνίας κατά της Ρωσίας το 1905 μπορεί να θεωρηθεί ως έναυσμα του ξεσπάσματος του ασιατικού εθνικισμού. Αλλά αντίστοιχα και η είδηση της ήττας του ιταλικού στρατού από τους Αιθίοπες ενθάρρυνε τέτοιες εκδηλώσεις. 12

συνόρων και τα διαφορετικά στοιχεία στο φυσικό και κοινωνικό τοπίο. Μετά το 1980 οι μελέτες ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τα παγκόσμια συστήματα, την εξέλιξη των εδαφικών ταυτοτήτων και τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης (Kolossov, 2005: 607). Στον επιστημονικό χώρο της πολιτικής γεωγραφίας και της γεωπολιτικής η έννοια των συνόρων κατείχε πάντα κεντρικό ρόλο. Οι κλασικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν στην πολιτική γεωγραφία και την γεωπολιτική, με κύριους εκφραστές τους Ratzel F., Mackinder και Haushofer K., κατά τον 19 ο μέχρι και στις αρχές του 20 ου αιώνα αντιμετώπιζαν τα σύνορα ως «φυσικές γεωγραφικές γραμμές που διαχωρίζουν το ένα κράτος από το άλλο και συνεπώς προσδιορίζουν την επικράτεια της κυριαρχίας του». Κατά τη περίοδο αυτή η ανάπτυξη του εθνικισμού προκάλεσε την διάλυση των αυτοκρατοριών της Ευρώπης και την εδραίωση της ιδεολογίας του εθνικού κράτους. Στο κλίμα του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, η επιστημονική αναζήτηση νόμων για τα σύνορα πραγματοποιείται στο πλαίσιο του διαχωρισμού των συνόρων σε φυσικά και τεχνητά, καθώς επίσης και σε δυνατά και αδύναμα σύνορα. Σύμφωνα με αυτές τις θεωρήσεις ο πόλεμος σε πολλές περιπτώσεις ήταν κάτι το αναπόφευκτο, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε σαφής καθορισμός των συνόρων. Οι κλασικές θεωρίες της γεωπολιτικής προσέγγιζαν τα σύνορα ως αιτία αλλά και αποτέλεσμα ταυτόχρονα πολεμικών συγκρούσεων (Χουλιάρας κ.α., 2007: 206-213). Οι κλασσικές προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο βασίστηκαν στην ιστορική καταγραφή της εξέλιξης των συνόρων και στα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Επιπλέον, βασίστηκαν στις αναλύσεις της ανθρωπογεωγραφίας για τις παραμεθόριες περιοχές που προέκυψαν από πολυάριθμες περιπτώσεις μελετών σχετικά με την κατανομή και την οριοθέτηση των συνόρων (Kolossov 2005: 607-611). Οι μεταγενέστερες προσεγγίσεις στο χώρο της πολιτικής γεωγραφίας, που ασχολήθηκαν με την έννοια των συνόρων, βασίστηκαν στις κλασικές θεωρίες για να αναπτύξουν νέες πτυχές, και να αναθεωρήσουν άλλες, στο πλαίσιο των σύγχρονων ιστορικών και κοινωνικών εξελίξεων (Kolossov 2005: 607). Για τον Minghi, που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα των συνόρων, τα «σύνορα ίσως είναι το πιο χειροπιαστό πολιτικό-γεωγραφικό φαινόμενο» (Minghi, 1963: 407). Αναθεωρώντας τις κλασικές θεωρίες για τα όρια και τα σύνορα, προσδιόρισε οκτώ τύπους μελετών για τα όρια: αμφισβητούμενες περιοχές, αλλαγή 13

συνόρων, εξέλιξη συνόρων, οριοθέτηση, περίκλειστα εδάφη και μικρά κράτη, θαλάσσια σύνορα, αμφισβητήσεις ορίων για τη διεκδίκηση πλουτοπαραγωγικών πηγών και μελέτες των εσωτερικών συνόρων. Ο Minghi ξεπερνώντας της κλασικές θεωρίες για το σύνορα και τα όρια, εισήγαγε και έδωσε έμφαση στις μελέτες για τις παραμεθόριες περιοχές (Grundy-Warr κ.α., 2005). Οι εργασίες του J.R.V. Prescott, ΑΝΑΦΟΡΑ αποτελούν σημείο αναφοράς μέχρι σήμερα για όλες τις μελέτες για τα σύνορα και τα όρια. Η προσέγγισή του στηρίχτηκε σε μεγάλο μέρος στη μελέτη και αναθεώρηση του έργου του Minghi. Στο έργο του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εξέλιξη των συνόρων ως «γραμμές» που οριοθετούν την κρατική κυριαρχία και το κρατικό έδαφος. Ιδιαίτερη σημασία προσδίδει στις διαδικασίες δημιουργίας των συνόρων, παραθέτοντας πολυάριθμες διεθνείς συνθήκες, συμφωνίες και υπηρεσιακά έγγραφα, καθώς επίσης πραγματεύεται και τις διαδικασίες «κατανομής», «οριοθέτησης» και «διακυβέρνησης» (Grundy- Warr κ.α., 2005). Στη σύγχρονη βιβλιογραφία το φαινόμενο των συνόρων αντιμετωπίζεται ως ένα «κοινωνικό φαινόμενο που απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση». Εξετάζει ζητήματα όπως «τη συσχέτιση των συνόρων με συλλογικές ταυτότητες καθώς και τη διαλεκτική σχέση μεταξύ χώρου και κοινωνικής πραγματικότητας» (Τοπάλογλου, κ.α.,, 2008: σ. 27-28). Είναι γενικά αποδεκτό στη σύγχρονη βιβλιογραφία ότι τα σύνορα δεν αποτελούν προϊόν φυσικών διεργασιών αλλά είναι κοινωνικά κατασκευάσματα που κατασκευάστηκαν από τον άνθρωπο υπό την επιρροή κοινωνικών παραγόντων και συνεχίζουν να υφίστανται διαφοροποιημένα με το πέρας των χρόνου. Η χρήση του όρου φυσικό σύνορο συνδέεται συχνά με επεκτατικές πολιτικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρήση του όρου στη Γαλλία του Λουδοβίκου του ΙΔ για τα φυσικά σύνορα της χώρας του από τον Ρήνο, στις Άλπεις, στα Πυρηναία και στη θάλασσα (Θεοδωρόπουλος 2000, Τοπάλογλου κ.α., 2008). Παρομοίως και η διακήρυξη του Ντε Γκωλ όταν μιλούσε για την Ευρώπη 4 «από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια» στοχοποιώντας τη Σοβιετικής Ένωσης (Θεοδωρόπουλος 2000). Γενικά, στην επιστημονική συζήτηση, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή όταν διατυπώνεται προσδιορισμοί που χαρακτηρίζουν κάποιο είδος συνόρων, όπως «φυσικά», 4 Με τον όρο Ευρώπη προφανώς θεωρεί την ΕΕ (την τότε ΕΟΚ) 14

«ιστορικά» και άλλα. Ακόμα και οι πιο «αθώοι» χαρακτηρισμοί μπορεί να υποκινούν ή να υποκινούνται από διάφορα ιδεολογήματα. 1.4 Η επίδραση του εθνικισμού στη διαμόρφωση του βαλκανικού χώρου Η σύγχρονη φυσιογνωμία του βαλκανικού χώρου αποτελεί το αποτέλεσμα των δυνάμεων και των ιδεολογιών που λειτούργησαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, οι οποίες δημιούργησαν και εδραίωσαν τα σύγχρονα έθνη-κράτη στην περίοδο των δύο τελευταίων αιώνων. Η ιδεολογία του εθνικισμού εισήχθη στα Βαλκάνια, κυρίως μέσω του χώρου της διανόησης, από την Δυτική Ευρώπη, όπου ήδη είχε αποτελέσει παράγοντα της εξέλιξης προς την αυτοδιάθεση και ελευθερία των λαών κατά τη περίοδο της Αναγέννηση. Στη περίοδο της εδραιώσεις των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια, ο εθνικισμός λειτούργησε ως «παράγοντας διαίρεσης και «βαλκανοποίησης»» (Πρεβελάκης 2001). Ο όρος «βαλκανοποίηση», σύμφωνα με τη Τοντόροβα, εμφανίζεται μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου πολέμου για να «περιγράψει την πολιτική πραγματικότητα στην Ευρώπη λόγω της διάλυσης της Αυστροουγγαρίας». Στη συνέχεια ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει «τον κατακερματισμό μιας γεωγραφικής και πολιτικής ενότητας σε νέα, μικρά και προβληματικής βιωσιμότητας κράτη». Ο όρος εξαρχής απέκτησε αρνητική χροιά και συνδέθηκε με την πολιτική κατάσταση που επικράτησε στα Βαλκάνια αντικατοπτρίζοντας την πολιτική ατμόσφαιρα που προκαλείται από τις συγκρούσεις πολλών μικρών φυλετικών ομάδων που κατοικούν σε μια περιοχή. Χαρακτηριστικός είναι ο ορισμός του Αμερικανού δημοσιογράφου Paul Scott Mowrer το 1921 κατά τον οποίο «Βαλκανοποίηση είναι η δημιουργία σε μια περιοχή με φυλετικά ανάμεικτο πληθυσμό ενός αριθμού μικρών κρατών με λίγοπολύ υπανάπτυκτους πληθυσμούς, οικονομικά ανίσχυρων, φοβισμένων, με έντονες επεκτατικές τάσεις σε βάρος των γειτόνων τους, μόνιμων θυμάτων των μηχανορραφιών των μεγάλων δυνάμεων και των βίαιων εκρήξεων των εσωτερικών τους παθών» (Κουλούρη 2008). Με την επίδραση του εθνικισμού στα Βαλκάνια, κατά τον 19 ο αιώνα, γεννήθηκε ουσιαστικά ένας νέος όρος διαίρεσης των πληθυσμών. Η βασική διάκριση μέχρι την εμφάνιση του εθνικισμό, η θρησκεία, ουσιαστικά συμπληρώνεται από αυτή του έθνους, το οποίο τελικά επικρατεί και διαμορφώνει τις μετέπειτα πολιτικές 15

εξελίξεις. Κατά τον 20 ο αιώνα σταθμός, για την εδραίωση των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια, αποτέλεσαν οι εξελίξεις στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο όπου πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά η ολοκλήρωση του εθνικού κράτους και το τέλος της περιόδου των αυτοκρατοριών. 16

ΕΝΟΤΗΤΑ 2 ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΟΡΑ: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΈΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ Η γεωπολιτική σημασία της περιοχής των Βαλκανίων αναβαθμίζεται μετά τους πρώτους τριγμούς στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περί των αρχών του 19 ου αιώνα. Ο χώρος της Ελλάδας, της Μακεδονίας, των χωρών των νότιων Σλάβων έπειτα από αιώνες στην κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμφανίζεται ως διακριτή γεωγραφική ενότητα μέσα από τις αντιθέσεις που αναπτύσσονται τη δεδομένη εποχή κατά την ανάπτυξη των εθνικισμών των διάφορων φυλετικών και θρησκευτικών ομάδων της περιοχής που θα διαδραματίσουν καθοριστικά την πορεία των εξελίξεων στη περιοχή μέχρι και σήμερα. Ο όρος «Βαλκάνια» καθιερώθηκε για την περιοχή της βαλκανικής χερσονήσου (ή της χερσονήσου του Αίμου) σχετικά πρόσφατα, αρκετά αργότερα μετά τη δημιουργία των εθνικών κρατών στη περιοχή, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί ονόμαζαν τη περιοχή «Ρούμελη» δηλαδή τα εδάφη που κατέκτησαν από τους «Ρωμαίους» του Βυζαντίου. Οι ίδιοι, κυρίως οι μορφωμένοι, οι ορθόδοξοι χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου αυτοαποκαλούνταν «Ρωμαίοι», «Ρωμιοί» ή απλά «χριστιανοί». Οι λόγιοι της εποχής, ανάμεσά τους και Έλληνες, συχνά χρησιμοποιούσαν τον όρο «ευρωπαϊκή Τουρκία» για να χαρακτηρίσουν την περιοχή. Χαρακτηριστική, η λεπτομερής περιγραφή στο σπουδαίο έργο του σοφού Άμι Μπουέ για την «ευρωπαϊκή Τουρκία», που για γενιές υπήρξε η πιο ολοκληρωμένη έρευνα για το συγκεκριμένο πεδίο, δεν αναφέρεται πουθενά σε «Βαλκάνια» (Μαζάουερ, 2008:23-50). Οι κάτοικοι της περιοχής της «ευρωπαϊκής Τουρκίας» ήταν απλά οι Ορθόδοξοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όπου περιλαμβάνονταν Έλληνες και Σλάβοι, χωρίς να είναι πάντα σαφή τα όρια μεταξύ των δύο κύριων φυλετικών ομάδων ή συχνά να μην έχουν και ιδιαίτερη σημασία για τους ίδιους τους κατοίκους αφού πάνω από όλα ήταν Ορθόδοξοι. Συχνά η περιοχή αναφερόταν και ως «ελληνική» χερσόνησος ή «ελληνοσλαβική». Ο Ρήγας Βελεστινλής (Φεραίος) εμπνευσμένος από τη γαλλική επανάσταση υποστήριζε τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους που θα περιλάμβανε Έλληνες και Σλάβους. Αργότερα ο Γερμανός Καρλ 17

Ρίττερ πρότεινε την ονομασία «ελληνική χερσόνησος» για όλη την περιοχή νοτίως του Δούναβη (Μαζάουερ, 2008:23-50). Ο όρος «Βαλκάνια» προέρχεται από τη τούρκικη λέξη «Balkan» που σημαίνει «βουνό» και χαρακτήριζε την οροσειρά του Αίμου που βρίσκεται στη σημερινή Βουλγαρία. Ωστόσο, μάλλον από λάθος επικράτησε αυτή η ονομασία αφού λόγω έλλειψης επαρκών γνώσεων για τη γεωγραφία της περιοχής στις αρχές του 19 ου αιώνα από τη Δύση θεωρούσαν τη θέση της οροσειράς του Αίμου αρκετά βορειότερα, εκεί που βρίσκονται δηλαδή τα γεωφυσικά όριο της χερσονήσου (Μαζάουερ, 2008: 25-27). 2.1 Εθνικισμός και δημιουργία των εθνικών-κρατών στα Βαλκάνια τον 19 ος αιώνας Από την εποχή των Σταυροφοριών η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε καταστεί πεδίο ανταγωνισμού Ανατολής και Δύσης με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του χώρου. Η περιοχή των Βαλκανίων αποτελούνταν από διάσπαρτες ελληνικές, λατινικές και σλαβικές ηγεμονίες. Η «άλωση της Πόλης» σήμανε την κυρίευση όλου σχεδόν του πρώην βυζαντινού χώρου από τους Οθωμανούς ως τα τέλη του 15 ου αιώνα. Η δυναμική της οθωμανικής εξάπλωσης κατάφερε στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ενοποιήσει το κατατεμαχισμένο χώρο των Βαλκανίων προσφέροντας ξανά δυνατότητες ανάπτυξης στους πληθυσμούς της περιοχής αφού εξασφάλισε την ασφάλεια στο εμπόριο έναντι του ιταλικού ανταγωνισμού και την ελεύθερη κυκλοφορία στον βαλκανικό χώρο (Πρεβελάκης, 2001: 67-71). Οι πληθυσμιακές διακρίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν ως βάση κοινωνικά και θρησκευτικά κριτήρια. Η θρησκευτική διάρθρωση γίνονταν με βάση τον θεσμό τον μιλέτ. Οι κυριότερες μιλέτ, δηλαδή θρησκευτικές κοινότητες, ήταν αυτές των Ορθόδοξων Χριστιανών, η «ρουμ μιλετί» (μιλέτ των Ρωμαίων), και των Σουνιτών Μουσουλμάνων, η μουσουλμανική μιλέτ (μιλέτ των Τούρκων). Η απαλλαγή της μουσουλμανικής μιλέτ από τον έναν ειδικό φόρο, το χαράτσι, εξηγεί και τη απροθυμία της κεντρικής εξουσίας της Αυτοκρατορίας να εφαρμόσει μια καθολική πολιτική εξισλαμισμού αφού θα είχε επιπτώσεις στα έσοδά του. Η κοινωνική διάρθρωση ήταν ανάμεσα στους Οθωμανούς (στρατιωτικοί, δημόσιοι 18

υπάλληλοι και διοικητικά μέλη των μιλέτ), που όμως δεν αποτελούνταν αποκλειστικά από Τούρκους, και στο λαό. Η αποκεντρωτική αυτή διάρθρωση του οθωμανικού κράτους, με σημαντικές διοικητικές αρμοδιότητες πέραν των θρησκευτικών στις μιλέτ, έδωσε τη δυνατότητα στους Έλληνες να κυριαρχήσουν στους άλλους Ορθόδοξους λαούς των Βαλκανίων (Πρεβελάκης, 2001: 67-71). Όσο η Αυτοκρατορία ήταν στην ακμή της δεν εμφανίζονταν έντονες αποσχιστικές τάσεις αφού δεν υπήρχε έντονη θρησκευτική πίεση από την κεντρική ισλαμική εξουσία και η έννοια του έθνους ήταν ακόμη άγνωστη. Ωστόσο οι θρησκευτικές και οι πρώιμες εθνοτικές ελίτ της Αυτοκρατορίας δεν απέφευγαν με κάθε ευκαιρία να αποκομίσουν προνόμια προς όφελός τους. Οι χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που είχαν πρόσβαση και συμμετοχή σε διοικητικές αρχές, οραματίζονταν από καιρό μια εξέλιξη προς την αποδέσμευση τους από την οθωμανική κυριαρχία, αν δεν ήταν δυνατή η ολοκληρωτική κυρίευσή της. Επί χρόνια τα οράματα αυτά βασίζονταν στο πεδίο των θρησκευτικών αντιπαραθέσεων, δηλαδή είχαν στο επίκεντρο αποκλειστικά το κοινό χριστιανικό στοιχείο της περιοχής. Η Φαναριώτικη ελίτ, που είτε βρισκόταν στη Κωνσταντινούπολη είτε είχε εξαπλωθεί σε άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας, διατηρούσε στενούς δεσμούς με την Πύλη και συχνά κατέχοντας υψηλές θέσεις στην διοίκηση, οραματιζόταν την αναβίωση του Βυζαντίου αξιοποιώντας τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα της Αυτοκρατορίας στην οικονομία και τη διοίκηση (Πρεβελάκης 2001: 67-71). Στις αρχές του 19 ου αιώνα αρχίζει να επιδρά και στη περιοχή της Αυτοκρατορίας το νέο κύμα ιδεών από τη δυτική Ευρώπη, οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Έτσι εμφανίζεται και η έννοια του έθνους πλάι στην ενοποιό δύναμη του χριστιανισμού, αρκετά πιο αδύναμη όμως αρχικά. Οι πρώτες πάντως προσπάθειες ξεσηκωμού στη περιοχή των Βαλκανίων είχαν ως στόχο τη αποδέσμευση από την εξουσία της Πύλης με τη προοπτική τη πιθανή δημιουργία ενός χριστιανικού βαλκανικού κράτους. Έτσι οι δύο πρώτοι ξεσηκωμοί που μπορούν να χαρακτηριστούν ως επαναστάσεις, λόγο της ώθησης που προσέφεραν στο απελευθερωτικό κίνημα των χριστιανών, έλαβαν χώρα σε περιφερειακές περιοχές της Αυτοκρατορίας, η πρώτη στην επαρχία του Βελιγραδίου από τους Σέρβους το 1804 και η δεύτερη στη Πελοπόννησο και στα νησιά από τους Έλληνες το 1821 (Pavlowitch, 2005). 19

Στις πρώτες δεκαετίες του 19 ου αιώνα ήταν εμφανής η επιρροή που ασκούσε μια εξέγερση σε όλο το μήκος και το πλάτος των περιοχών που κατοικούσαν οι χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν γεγονός ότι είχε δημιουργηθεί ένα δίκτυο σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο όπου επικοινωνούσαν όλοι οι «παράνομοι» της εποχής. Απλοί εξεγερμένοι χωρικοί που γίνονταν σταδιακά στρατάρχες, διανοούμενοι που στήριζαν την ιδέα της επανάστασης κατά των Οθωμανών, Φαναριώτες που μετέδιδαν την φλόγα της εξέγερσης από περιοχή σε περιοχή και από επαρχία σε επαρχία 5. Συχνή ήταν και η επικοινωνία και ο συντονισμός του αγώνα με ανθρώπους οι οποίοι διέμεναν εκτός της περιοχής των Βαλκανίων, κυρίως στη Ρωσία, ως ομόδοξη χώρα, αλλά και τη δυτική Ευρώπη αφού πλήθος βαλκάνιων διανοούμενων είχε δυνατότητα επιρροής στην κοινωνία αλλά και τις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης. Οι νεότεροι βαλκάνιοι ιστορικοί διεκδίκησαν ως «δικούς τους» τους συμμετέχοντες στις εξεγέρσεις των χριστιανών, στη σέρβικη και ελληνική εξέγερση, ο οποίοι γενικότερα ήταν Σέρβοι, Μακεδόνες, Βούλγαροι, Έλληνες και Αλβανοί (Pavlowitch, 2005). Οι αγώνες των χριστιανών για ανεξαρτησία ευοδώθηκαν αρχικά στην περιοχή της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας όπου ιδρύθηκε το πρώτο χριστιανικό κράτος με διεθνή αναγνώριση, αυτό της Ελλάδας 6 το 1830 με πρώτο κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια προερχόμενο από τη Ρωσία. Αρκετά αργότερα με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το Μάρτιο του 1878 και μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-78) ανακηρύσσονται ανεξάρτητα κράτη η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία, ενώ αυτονομία αναγνωρίζεται στη Βουλγαρία 7 και επιπλέον η Αυστροουγγαρία καταλαμβάνει τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Το ενδεχόμενο μιας μεγάλης υπό ρωσικό έλεγχο Βουλγαρίας ενόχλησε την Αυστροουγγαρία και τη Μεγάλη Βρετανία και τον Ιούνη του ίδιου έτους οι Δυνάμεις ξανασυγκεντρώθηκαν στο Βερολίνο για να 5 Η κυριότερη ίσως οργάνωση που κατάφερε να συντονίσει με αποτελεσματικό τρόπο τον αγώνα σε διαφορετικές περιοχές των Βαλκανίων ήταν η «Φιλική Εταιρία», που αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες και δρούσε μυστικά σε όλη σχεδόν την περιοχή των Βαλκανίων αλλά και της Κωνσταντινούπολης. Παρά τις αδυναμίες που εμφάνισε στη πορεία της δράσης της διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον ξεσηκωμό στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια (http://el.wikipedia.org/wiki/φιλική_εταιρία). 6 Το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους (γνωστό και ως Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830) υπογράφτηκε από τις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία στις 3 Φεβρουαρίου του 1830. Ήταν η πρώτη επίσημη, διεθνής διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, το οποίο θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. 7 Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου προέβλεπε τη δημιουργία μιας μεγάλης αυτόνομης Βουλγαρίας που θα κάλυπτε, εκτός από τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας, ολόκληρη τη Μακεδονία εκτός από τη Θεσσαλονίκη, την Πιερία και τη Χαλκιδική. 20

διευθετήσουν ξανά τα περί Ανατολικού Ζητήματος. Έτσι στο Συνέδριο του Βερολίνου επικυρώθηκε η ανεξαρτησία της Σερβίας και της Ρουμανίας ενώ η Βουλγαρία περιορίστηκε βόρεια της οροσειράς του Αίμου ως αυτόνομη βουλγαρική Ηγεμονία, που περιλάμβανε την περιοχή της Σόφιας και της Βάρνας, και στα νότια αυτονομία αναγνωρίστηκε στην Ανατολική Ρωμυλία με Βούλγαρο Γενικό Διοικητή (Μαζάουερ, 2008). Αξιοσημείωτο γεγονός που προηγήθηκε και καθόρισε την εθνική ανάπτυξη των κρατών στη περιοχή είναι η απόσχιση της Βουλγαρικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο το 1870 και η ίδρυση της Εξαρχίας της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί περισσότερο δείγμα της ανάπτυξης του εθνικισμού της Βουλγαρίας απέναντι στους υπόλοιπους χριστιανικούς πληθυσμούς, και σηματοδοτεί ότι στο εξής η Βουλγαρία θα διαπραγματεύεται αυτόνομα τα εθνικά της ζητήματα (Μαζάουερ, 2008). Στις υπόλοιπες περιοχές των Βαλκανίων όπου παρέμεναν υπό οθωμανικό έλεγχο διευρύνονταν οι αντιδράσεις των χριστιανικών πληθυσμών που αναζητούσαν κι αυτοί με τη σειρά τους την αποδέσμευση από την Αυτοκρατορία. Οι αφορμές συνήθως ήταν η βαριά φορολογία που επέβαλε η Πύλη, ιδιαίτερα τις χρονιές 1873-74 που είχε πληγεί συνολικά η οικονομία της Αυτοκρατορίας ύστερα από εκτεταμένες καταστροφές στις καλλιέργειες και σημαντική μείωση της σοδειάς. Στις περιοχές της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης η ένταση της πίεσης στους αγρότες επέφερε την ένταση των εξεγέρσεων και σε αυτές της περιοχές. Οι εξεγέρσεις στη βορειοδυτική πλευρά των Βαλκανίων, που έφταναν ακόμα και μέχρι τη Σλοβενία στηρίχθηκαν σημαντικά από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο αλλά συμμετείχαν και Έλληνες, Βούλγαροι και άλλοι. Ωστόσο η παρέμβαση κυρίως της Σερβίας αλλά και του Μαυροβουνίου και οι εξελίξεις στα πεδία των μαχών και στη πολιτική είναι που γεννούν την ιδέα που θα εξακολουθήσει να διαμορφώνεται τα επόμενα χρόνια στη περιοχή για τη ένωση των χωρών των νοτίων Σλάβων, την Γιουγκοσλαβική ιδέα (Pavlowitch, 2005: 159-168). 21

Χάρτης 1: Η βαλκανική χερσόνησος στα 1870 (Πηγή: Μαζάουερ 2008) 22

Χάρτης 2: Η βαλκανική χερσόνησος κατά τις Συνθήκες του Αγίου Στεφάνου (Μάιος 1878: επάνω) και του Βερολίνου (Ιούλιος 1878) (Πηγή: Μαζάουερ 2008) 23

Χάρτης 3: Η εξάπλωση και η συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Πηγή: Μαζάουερ 2008) 2.2 Το μωσαϊκό των Βαλκανίων μέχρι το 1914 Τα πρώτα χρόνια του 20 ου αιώνα μέχρι και το 1914, κατά τους ιστορικούς αποτελούν αναπόσπαστο ιστορικά κομμάτι του προηγούμενου. Τα πέντε ανεξάρτητα κράτη που ιδρύθηκαν στα Βαλκάνια (με τελευταία την ανεξαρτησία της Αλβανίας το 1912) αναζητούσαν την εθνική τους ολοκλήρωση ανάμεσα στη βυζαντινή κληρονομιά και στις νέες ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης. Τα νέα κράτη της βαλκανικής σε αυτά τα πρώτα χρόνια του 20 ου αιώνα κατάφεραν να «διαχωρίσουν», να «επινοήσουν» και εν τέλει να «οικοδομήσουν» τις εθνικές τους ταυτότητές με την ολοκλήρωση του εθνικού τους κράτους, κλείνοντας έτσι το κεφάλαιο των αγώνων τους για την ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση των νεοσύστατων εθνών τους (Pavlowitch, 2005: 226, 237). Οι εξελίξεις που προηγήθηκαν στα Βαλκάνια κατά τον 19 ο αιώνα δεν ήταν αρκετές σε βαθμό να προσφέρουν ειρήνη και σταθερότητα στη περιοχή. Ενώ η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πλέον σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένη και η κυριαρχία και επιρροή της Πύλης στις ευρωπαϊκές περιοχές της Αυτοκρατορίας συνεχώς περιοριζόταν, δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που θα 24

διαδραματίσουν έντονα ρόλο. Από τη μία η όξυνση του εθνικισμού στα νεοσύστατα βαλκανικά κράτη με κορύφωση τους Βαλκανικούς Πολέμους και από την άλλη η εξαιρετικά πολύπλοκη εθνολογική σύσταση του πληθυσμού σε όλες σχεδόν τις περιοχές των Βαλκανίων. Ακόμα πιο έντονα παρουσιαζόταν το φαινόμενο της ανάμειξης των πληθυσμών στις περιοχές που παρέμεναν ακόμα υπό Οθωμανικό έλεγχο και αποτελούσαν διαφιλονικούμενα εδάφη για τα νεοσύστατα εθνικά κράτη. Οι ανταγωνισμοί αυτοί αναπτύσσονταν είτε για λόγους «εθνικής ολοκλήρωσης» σε περιοχές που τις θεωρούσαν «ιστορικά» δικές τους είτε, συχνότερα ίσως, αποτελούσαν εδάφη ιδιαίτερης γεωπολιτικής και οικονομικής σημασίας (Pavlowitch, 2005). Η επί δύο χιλιετιών περίπου συνύπαρξή όλων των βαλκανικών λαών, καθώς και νέων φυλετικών ομάδων που εισήλθαν στη περιοχή κατά αυτή τη περίοδο, είτε επί Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είτε επί Οθωμανικής, εξάλειψε σε πολύ μεγάλο βαθμό την φυλετική καταγωγή των λαών. Ωστόσο σε όλο το μήκος της Βαλκανικής παρέμεναν πολιτισμικά ή γλωσσικά στοιχεία που προέρχονταν από παλαιότερους χρόνους, είτε αυτά ξεχώριζαν τους Έλληνες από τους Σλάβους είτε, πιο αμυδρά, στοιχεία που μπορεί να είχαν τις ρίζες τους στη προ ρωμαϊκή εποχή και διαφοροποιούσαν πότε σε μεγαλύτερο και πότε σε μικρότερο βαθμό διάφορες πληθυσμιακές ομάδες. Νότια Βαλκάνια: Μακεδονική εξέγερση Το πιο τρανταχτό παράδειγμα της παραπάνω κατάστασης χωρίς αμφιβολία αποτελούσε η περιοχή της Μακεδονίας. Η Μακεδονία στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρότι υπήρχε ως γεωγραφικός όρος δεν ήταν κάποια επίσημη διοικητική μονάδα και τα όρια της ήταν ασαφή. Η Μακεδονία αποτελούσε ίσως το πιο πολύπλοκο μίγμα των πληθυσμών. Οι αγρότες της περιοχής ήταν κυρίως ορθόδοξοι και οι περισσότεροι Σλάβοι ενώ οι ελληνόφωνοι απλώνονταν κυρίως στις παράκτιες περιοχές και κατοικούσαν στις πόλεις. Στη Θεσσαλονίκη της εποχής ομιλιούνταν ακόμα και πέντε μητρικές γλώσσες από τους κατοίκους και επιπλέον η πολυπληθέστερη ομάδα δεν ήταν οι Έλληνες, οι Σλάβοι, οι Τούρκοι ή οι Αλβανοί αλλά οι Σεφαραδίτες Εβραίοι. Στη πόλη της Θεσσαλονίκης αλλά και σε όλη την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας δεν υπήρχε καμία κυρίαρχη εθνοτική ομάδα και για αυτό θα ασκηθεί ιδιαίτερη βία για τον προσεταιρισμό της περιοχής από όλα τα 25

βαλκανικά κράτη και ιδιαίτερα από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία (Μαζάουερ, 2008: 180-181). Παράλληλα με τη συνέχιση των αγώνων των ορθόδοξων βαλκάνιων για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επέκταση των συνόρων τους, δεν ήταν λίγες οι μετακινήσεις πληθυσμών αφού οι χριστιανοί της Αυτοκρατορίας είχαν πλέον δικές τους χώρες έξω από την Αυτοκρατορία και θα ένιωθαν περισσότερη ασφάλεια. Το ίδιο σε πολλές περιπτώσεις έπρατταν και οι μουσουλμάνοι που κατοικούσαν σε περιοχές που πλέον ήταν ανεξάρτητες και η διοίκηση ανήκε στους χριστιανούς. Οι μετακινήσεις αυτές εντείνονταν ιδιαίτερα όταν λάμβαναν χώρα εχθροπραξίες, διωγμοί και λόγο αντίποινων από τη μία πλευρά στην άλλη. Υπήρξαν και πληθυσμοί που έφυγαν προς άλλες κατευθύνσεις όπως Έλληνες της Μικράς Ασίας που κατέφυγαν ανατολικά έως και τη μέση ανατολή ή και σε περιοχές γύρο από τον Εύξεινο Πόντο, Σέρβοι, Κροάτες και άλλοι Σλάβοι προς τη βόρεια και δυτική Ευρώπη, ακόμα και στις ΗΠΑ. Ωστόσο σημαντικοί πληθυσμοί παρέμεναν στις εστίες τους οι οποίοι αποτελούσαν και αφορμές αλυτρωτισμού από τα βαλκανικά κράτη και την Πύλη. Επιπλέον σημαντικές ομάδες μουσουλμάνων αντιτάχθηκαν στην εξουσία της Πύλης και διεκδίκησαν την αποδέσμευσή τους από την Αυτοκρατορία όπως οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας που συνεργάστηκαν με τους Σέρβους εναντίον της Πύλης αλλά και με την Αυστροουγγαρία που είχε επεκτατικές βλέψεις στα Βαλκάνια. Το ίδιο και Αλβανοί μουσουλμάνοι με τον Αλί Πασά των Ιωαννίνων που είχε συγκεντρώσει σημαντική εξουσία και αποδοχή εκβιάζοντας την Πύλη (Pavlowitch, 2005, Ραφαηλίδης, 1994). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρότι παρέμενε σημαντική δύναμη στη περιοχή αντιμετώπιζε σημαντικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που δυσκόλευαν την επιβολή της εξουσίας της ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό της τμήμα που μόνο τυπικά της ανήκε πλέον. Εξαίρεση αποτελούσε η ανατολική περιοχή της Θράκης που βρισκόταν κοντά στη Κωνσταντινούπολη. Στη διαλυτική αυτή κατάσταση της Αυτοκρατορίας βρήκε πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί η εξόριστη και παράνομη αντιπολίτευση εναντίον του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίντ. Κεντρικό ρόλο στην αντιπολιτευτική γραμμή εναντίον του Σουλτάνου διαδραμάτισε η ομάδα που βρίσκονταν στο Παρίσι από την εποχή της αναστολής του Συντάγματος. Η ομάδα αυτή που ήταν γνωστοί και ως «Νεότουρκοι», διεξήγαγε το πρώτο της συνέδριο το 1902 ως Επιτροπή Ένωση και Πρόοδος (ΕΕΠ), με τη συμμετοχή Τούρκων, Αλβανών, Κούρδων, Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων. Ως στόχο είχαν την απομάκρυνση του Χαμίντ από την 26

εξουσία, την αποκατάσταση του συντάγματος και τη διάσωση της Αυτοκρατορίας από την απειλή των ξένων δυνάμεων. Είχαν επιρροή σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία αλλά ιδιαίτερα στις πόλεις των ευρωπαϊκών επαρχιών και συνδέονταν με δυσαρεστημένους αξιωματικούς του στρατού (Pavlowitch, 2005). Η δράση αντάρτικων ομάδων, κυρίως Βουλγάρων εθνικιστών, στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας εναντίον της Πύλης προκάλεσε συγκρούσεις με αποκορύφωμα την μαζική αλλά πρόχειρα οργανωμένη εξέγερση του 1903. Μετά τις πρώτες επιτυχίες της εξέγερσης και τον έλεγχο της περιοχής του Μοναστηρίου παρουσιάστηκαν έντονες διαμάχες και διασπάσεις μεταξύ των εξεγερμένων ενώ η Κυβέρνηση της Βουλγαρίας δεν έδειχνε διάθεση να ενισχύσει τους εξεγερμένους κάτω και από τη πίεση των Δυνάμεων. Έτσι η εξέγερση πνίγηκε από των Οθωμανικό στρατό και ακολούθησαν βιαιότητες όπως αντίποινα και εκτοπίσεις πληθυσμών (Pavlowitch, 2005). Η ένταση των αντιποίνων από την πλευρά της Πύλης οδήγησε στην αντίδραση των Δυνάμεων και την συνάντηση του αυστριακού αυτοκράτορα με το Ρώσο ομόλογό του με σκοπό την δράση τους για την επίλυση της Μακεδονικής κρίσης. Ενώ συνεχιζόταν η δράση «συμμοριών» 8 στη Περιοχή της Μακεδονίας και κατά του Αυτοκρατορικού στρατού αλλά και μεταξύ τους, η κατάσταση είχε γίνει ανεξέλεγκτη για την Πύλη σε βαθμό που ήταν αδύνατον να εκπληρώσει τις κυβερνητικές της υποχρεώσεις στη περιοχή. Η απώλεια του ελέγχου είχε ως αποτέλεσμα την έντονη δυσαρέσκεια και απογοήτευση στις τάξεις του στρατού. Σημειώθηκε μεγάλο κύμα λιποταξιών ενώ μεγάλο τμήμα των στρατιωτικών ζητούσε την επαναφορά του συντάγματος προς αποκατάσταση της τάξεως στηρίζοντας τις θέσεις της ΕΕΠ. Επιπλέον οι κακές σοδειές στην Ανατολία πίεσαν την αγροτική οικονομία για άλλη μια φορά στις ευρωπαϊκές επαρχίες. Τέλος, τον Ιούλιο του 1908 ο διοικητής της Γ Στρατιάς Μαχμούτ Σεβκετ πασάς προειδοποίησε ότι η συνέχιση αυτής της κατάστασης θα οδηγούσε στην επέμβαση ξένης δύναμης. Οι εξελίξεις και η πίεση της κυβέρνησης ανάγκασε τον Σουλτάνος να υποχωρήσει και να επαναφέρει το σύνταγμα του 1876, θριαμβεύοντας έτσι η «επανάσταση των Νεότουρκων» του 1908 (Pavlowitch, 2005). 8 Ήταν συμμορίες ή αντάρτικες ομάδες που δραστηριοποιούνταν στη περιοχή της Μακεδονίας με σκοπό να προσεταιριστούν τους αγροτικούς πληθυσμούς της υπαίθρου η κάθε ομάδα για δικό της εθνικό όφελος. Εξαναγκάζονταν ολόκληρα χωριά στο να αποκτήσουν, συνήθως με τη βία, πότε τη μία και πότε την άλλη εθνική ταυτότητα. Σύμφωνα με τις Οθωμανικές αρχές υπολογιζόταν ότι υπήρχαν 228 τέτοιες συμμορίες από τις οποίες 110 βουλγάρικες, 80 ελληνικές, 30 σέρβικες και 8 βλάχικες (Pavlowitch 2005: 246). 27

Έπειτα από της θετικές για τους Νεότουρκους εξελίξεις, στις ευρωπαϊκές επαρχίες επικράτησε προσωρινά έστω μια σχετική ηρεμία καθώς τερματίστηκε η δράση των συμμοριών. Στις εκλογές τις Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον Δεκέμβρη του 1908, η ΕΕΠ κέρδισε της περισσότερες έδρες που όμως ούτε αυτή στη συνέχεια κατάφερε να λύσει τα κρίσιμα ζητήματα της Αυτοκρατορίας όπως της Βοσνίας, της Μακεδονίας και της Αλβανίας. Η ΕΕΠ ακολούθησε μια πολιτική συγκέντρωσης της εξουσίας στη κυβέρνηση, μειώνοντας έτσι την εξουσία του Σουλτάνου. Στη συνέχεια, με αφορμή το αντιπραξικόπημα του 1909 από υποστηρικτές του Σουλτάνου, κατάφερε να εκθρονίσει τον Αμπντούλ Χαμίντ φυλακίζοντάς τον στη Θεσσαλονίκη, αναλαμβάνοντας έτσι το θρόνο ο αδερφός του Μεχμέτ Ε (Pavlowitch, 2005). Βόρεια Βαλκάνια: Σλάβοι της Αυστροουγγαρίας, Ρουμανία Στα βορειοδυτικά των Βαλκανίων η Αυστροουγγαρία είχε υπό τον έλεγχό της τις περιοχές των Σλοβένων, την Κροατία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Το 1907 οι Σλοβένοι ήταν 1,2 εκατομμύρια και αποτελούσαν το 4% των χωρών του αυστριακού στέμματος ενώ ασκούσαν σημαντική επιρροή στο αυστριακό κοινοβούλιο 9. Σημαντική πλειοψηφία των Σλοβένων και των Κροατών, οι οποίοι συνεργάζονταν στο πλαίσιο των συμφερόντων, ήταν ακόμα αρνητική στην ένωση τους με τους ορθόδοξους Σέρβους. Οι πρώτες επαφές Σέρβων και Κροατών εμφανίζονται το 1905 στην επαρχία της Δαλματίας, όπου από τους 635.000 κατοίκους το 81% ήταν Κροάτες και το 16% Σέρβοι. Αξιοποιώντας μια πολιτική κρίση στη Βουδαπέστη προσέφεραν υποστήριξη στο Ουγγρικό Κόμμα Ανεξαρτησίας με αντάλλαγμα την ενσωμάτωση της Δαλματίας σε μια περισσότερο αυτόνομη Κροατία (Pavlowitch, 2005). Παράλληλα ενισχύονταν οι επαφές μεταξύ των νοτιοσλαβικών λαών. Διανοούμενοι κυρίως, από Σλοβενία, Κροατία, Σερβία και Βουλγαρία, οραματίζονταν και διέδιδαν την νοτιοσλαβική ή γιουγκοσλαβική ιδέα με συχνές επισκέψεις, συνέδρια και εκθέσεις. Μετά το 1903 και την ένταση ανάμεσα στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, οι Κροάτες και οι Σέρβοι της ευρύτερης περιοχής της Κροατίας προσπάθησαν να έρθουν σε συνεννόηση και με τις δύο πλευρές με σκοπό να αποκομίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των εθνικών τους ζητημάτων για 9 Το 1907 το Σλοβένικο Λαϊκό Κόμμα «οι κληρικοί»- κέρδισαν δεκαεπτά έδρες στο κοινοβούλιο της Βιέννης επιτυγχάνοντας ουσιαστικά τον πλήρη έλεγχο των 1,2 εκατομμυρίων Σλοβένων (Pavlowitch 2005: 238). 28