ΟΙ ΥΣΤΑΤΟΙ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΙ: ΙΩΑΝΝΗΣ Η ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΑ. ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΠΕΛΠΙΔΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΛΩΣΗ



Σχετικά έγγραφα
Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

Ένας Οθωµανός εθελοντής υπερασπίζεται την πολιορκούµενη Κωνσταντινούπολη (1453)

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΓΙΑΝΝΙΔΗ ΣΤΑΘΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

Κωνσταντινούπολη. Βυζάντιο Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη Άλωση 1204 Άλωση Συγκέντρωση Υλικού-Επιμέλεια: Αμαλία Κ. Ηλιάδη

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Κεφάλαιο 9. Η εκστρατεία του ράµαλη ερβενάκια (σελ )

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

Κωνσταντίνος ΙΑ Παλαιολόγος ( )

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ. Εργασία της μαθήτριας Έλλης Βελέντζα για το πρόγραμμα ΣινΕφηβοι

Ανατολικο ζητημα κριμαϊκοσ πολεμοσ. Μάθημα 4ο

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

Μικρασιατική καταστροφή

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

Να δώσετε το περιεχόµενο των παρακάτω όρων: α. Οργανικός νόµος 1900 β. Συνθήκη φιλίας και συνεργασίας γ. «Ηνωµένη αντιπολίτευσις»

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

1.3 1.Ποια κατάσταση επικρατούσε στην προϊσλαµική Αραβία; 2.Ποια η δράση του Μωάµεθ µεταξύ ;

2. Αναγέννηση και ανθρωπισμός

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑÏΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

ΛΥΚΕΙΟ ΣΟΛΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2009 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Β ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 26 Μαΐου 2009 ΩΡΑ: 07:45-10:15

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ - Ο ΑΡΧΙΔΑΜΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Κεφάλαιο 12. Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου - ο ιονύσιος Σολωµός (σελ )

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

Γενικά. ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, φιλόλογος

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ( )

H ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

2. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Το εξεταστικό δοκίμιο αποτελείται από τέσσερις (4) σελίδες.

ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, φιλόλογος

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΠΕΜΠΤΗ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2004 ΟΜΑ Α Α

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η: Ελληνική επανάσταση και Ευρώπη. Ελληνική επανάσταση και ευρωπαϊκή διπλωματία ( )

18 ος 19 ος αι. ΣΟ ΑΝΑΣΟΛΙΚΟ ΖΗΣΗΜΑ. «Σώστε με από τους φίλους μου!»

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Ενότητα 9 Πρώτες προσπάθειες των επαναστατημένων Ελλήνων για συγκρότηση κράτους

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Κεφάλαιο 5 (σελ ) Η επανάσταση στα νησιά του Αιγαίου

2 ο Γυμνάσιο Μελισσίων Σχολικό έτος: Τμήμα: Γ 2 Μάθημα: Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία. Επιμέλεια παρουσίασης: Μαμίτσα Μαρία, Μάστορα Βεατρίκη

Ψηφιοποίηση, επεξεργασία, προσθήκες, χαρτογραφικό υλικό: Αρχείο Πανοράματος ( Απρίλιος 2014

Εργασία Λογοτεχνίας. Χρήστος Ντούρος Γ 1

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

MBA «Φιλοσοφία και Διοίκηση-Μάνατζμεντ»

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ ( )

Το τζαμί Αραπζάρ (προηγουμένως Σταυρός του Μισιρίκου) φραγκοβυζαντινή εκκλησία παρά την Εκκλησία Φανερωμένης σε φωτογραφία όπως

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΠΑΡΑΚΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΥΠΟΚΥΠΤΕΙ ΣΕ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ. η ψ η. ΔÔ ÏˆÛÛ ÚÈ ÙÔ Ì ı Ì ÙÔ. ª ı Óˆ ÙÔ Ì ıëì ÌÔ Ì ÛÎ ÛÂÈ

ΕΛΠ 11 - ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ onlearn.gr - ελπ - εαπ. Το κράτος που ανέλαβε ο Αλέξανδρος ( 336 πΧ) ήταν στρατιωτικά έτοιμο να εισβάλει στην Περσία Ο Αλέξανδρος συνέχισε

Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες. Έρευνα-επιλογή:Μ. Λόος Μετάφραση: Μ. Σκόµπα Επιµέλεια: Β. Καντζάρα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, ΒΙΒΛΙΟ 3 ο,70 (1,2)

ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( )

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)


H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5

ΘΗΡΑΜΕΝΗΣ. Ο Θηραμένης ήταν ένας Αθηναίος πολιτικός, εξέχων στην τελευταία δεκαετία του

4. Η διάδοση του Χριστιανισμού στους Μοραβούς και τους Βουλγάρους

ΡΟΥΠΕΛ, ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ. Ονοματεπώνυμο: Χρήστος Αριστείδου Τάξη: Γ 6

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ. Από τις πέντε (5) ερωτήσεις να απαντήσεις στις τρεις (3). Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με τέσσερις (4) μονάδες.

Το 1766, το Ναυαρχείο προσέλαβε τον Cook για να διοικήσει ένα επιστημονικό ταξίδι στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο σκοπός του ταξιδιού ήταν να παρατηρήσει και

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

ΕΙΡΗΝΗ ΒΥΖΙΡΙΑΝΝΑΚΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΥΛΟΣ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΟΥΡΗΣ

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14

1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του

Τοµπάζης /Τουµπάζης - Γιακουµάκης

ΟΜΑΔΑ Α. 1. Να συμπληρώσετε τα κενά στις ακόλουθες προτάσεις: α. Η Αγιά Σοφιά είναι κτισμένη σε ρυθμό... από τους αρχιτέκτονες... και...

Transcript:

ΟΙ ΥΣΤΑΤΟΙ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΙ: ΙΩΑΝΝΗΣ Η ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΑ. ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΠΕΛΠΙΔΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΛΩΣΗ Περί τα µέσα της δεύτερης δεκαετίας του 15ου αιώνα οι σχέσεις µεταξύ της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του οθωµανικού σουλτανάτου, οι οποίες είχαν διέλθει από φάσεις παρατεταµένης έντασης ή και ανοικτών εχθροπραξιών επί αρκετές δεκαετίες, διήνυαν µια ήρεµη περίοδο. Το γεγονός αυτό, όµως, δεν ήταν αποτέλεσµα τόσο εκούσιας επιλογής των ηγεµόνων των δύο κρατών όσο ανάγκης που επέβαλλαν οι γενικότερες πολιτικές συγκυρίες στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία. Ο σουλτάνος Μωάµεθ (ή Μεχµέτ) Α Τσελεµπί (1413-1421) χρειαζόταν πίστωση χρόνου προκειµένου να ανασυγκροτήσει το κράτος του, το οποίο είχε κατακερµατιστεί µετά την καταστροφική ήττα των Οθωµανών από τον Ταµερλάνο (1402) και τις εµφύλιες συγκρούσεις µεταξύ των επίδοξων διεκδικητών του οθωµανικού θρόνου, που είχαν διαρκέσει σχεδόν µία δεκαετία. Παρόµοιες επιδιώξεις είχε και ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β Παλαιολόγος, ο οποίος αξιοποίησε το ίδιο διάστηµα για να επιβάλει τάξη στο αποµακρυσµένο δεσποτάτο του Μιστρά. Η καλή προσωπική σχέση των δύο ηγεµόνων αποτελούσε µια πρόσθετη εγγύηση για τη διατήρηση της ειρήνης, ο εύθραυστος χαρακτήρας της οποίας, όµως, καταδείχθηκε σαφέστατα µετά τον ξαφνικό θάνατο του Μωάµεθ, στις 21 Μαΐου 1421. Λίγο νωρίτερα, στις 19 Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου, ο Μανουήλ (που διήνυε το 71ο έτος της ηλικίας του) είχε στέψει συναυτοκράτορα τον πρωτότοκο γιο του, Ιωάννη, δηλώνοντας έτσι έµπρακτα την πρόθεσή του να του µεταβιβάσει την εξουσία. Οι πρώτες ενέργειες του Ιωάννη Η Η χρόνια κακοδαιµονία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν ήταν αρκετή για να κάµψει τις πολιτικές φιλοδοξίες του Ιωάννη, που υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητες του

βυζαντινού κράτους. Ο Ιωάννης οραµατιζόταν την αναβίωση του βυζαντινού µεγαλείου, και γι αυτό τον σκοπό επιδίωξε να αναζωπυρώσει τις εµφύλιες έριδες που είχαν συνταράξει το οθωµανικό σουλτανάτο µετά τη µάχη της Άγκυρας. Η απόπειρά του, όµως, να υποστηρίξει έναν ανταπαιτητή του οθωµανικού θρόνου, τον οποίο κατείχε νόµιµα ο διάδοχος του Μωάµεθ Α, Μουράτ Β (1421-1451), διέλυσε οριστικά την εύθραυστη ειρήνη µε τους Οθωµανούς. Το καλοκαίρι του 1422 οργισµένος ο Μουράτ απέκλεισε από την ξηρά τη Θεσσαλονίκη, ενώ ταυτόχρονα πολιόρκησε και την Κωνσταντινούπολη, χρησιµοποιώντας, µάλιστα, για πρώτη φορά στην οθωµανική ιστορία, κανόνια. Οι προσπάθειές του κορυφώθηκαν την 24η Αυγούστου, αλλά η πόλη δεν έπεσε, ενώ η εµφάνιση ενός νέου ανταπαιτητή του οθωµανικού θρόνου στη Μικρά Ασία τον ανάγκασε να λύσει την πολιορκία στις αρχές Σεπτεµβρίου. Αυτός ο αντιπερισπασµός οφειλόταν σε έµπνευση του Μανουήλ Β, ο οποίος µε αυτόν τον τρόπο προσέφερε µία τελευταία υπηρεσία στους υπηκόους του λίγο πριν πεθάνει (Ιούλιος 1425). Παρά την αποτυχία του να καταλάβει τη Βασιλεύουσα, ο Μουράτ δεν διέκοψε τις εχθροπραξίες. Τον επόµενο χρόνο (1423) οθωµανικά στρατεύµατα υπό τον Τουραχάν µπέη λεηλάτησαν το δεσποτάτο του Μιστρά, ενώ η αδυναµία του Βυζαντινού δεσπότη της Θεσσαλονίκης, Ανδρόνικου Παλαιολόγου (δευτερότοκου αδελφού του αυτοκράτορα Ιωάννη) να εξασφαλίσει τον οµαλό ανεφοδιασµό της πόλης τον ώθησε να την παρα- Μετά την ήττα των Οθωµανών από τον Ταµερλάνο το 1402 το Μία κρίση του Μανουήλ Β Παλαιολόγου για τις υπέρµετρες φιλοδοξίες του διαδόχου του, Ιωάννη Η Ο χρονικογράφος Γεώργιος Σφραντζής, ο οποίος έζησε το µεγαλύτερο µέρος της ζωής του στο περιβάλλον των τελευταίων Βυζαντινών αυτοκρατόρων, διασώζει στα «Απο- µνηµονεύµατά» του µία συζήτησή του µε τον Μανουήλ Β στη διάρκεια της οποίας ο γηραιός αυτοκράτορας του εκµυστηρεύθηκε για τον Ιωάννη Η : «Ο γιος µου νοµίζει πως είναι µεγάλος αυτοκράτορας. Ίσως να έχει τέτοια στόφα. Στην πραγµατικότητα, όµως, δεν είναι ενήλικος, γιατί περιµένει πράγµατα που δεν ταιριάζουν µε την ηλικία του. Αυτό που χρειάζεται σήµερα η αυτοκρατορία δεν είναι ένας καλός αυτοκράτορας αλλά ένας καλός διαχειριστής». Ο διάδοχος του Μωάµεθ Α, Μουράτ Β, πολιόρκησε τη Θεσ-

χωρήσει στη Βενετία. Η Θεσσαλονίκη παρέµεινε υπό βενετική διακυβέρνηση µέχρι τον Μάρτιο του 1430, οπότε καταλήφθηκε εξ εφόδου και πολλοί κάτοικοί της σκοτώθηκαν ή εξανδραποδίστηκαν. Στις 9 Οκτωβρίου του ιδίου έτους συνθηκολόγησε µε τους Οθωµανούς και µία άλλη σηµαντική ελληνική πόλη, τα Ιωάννινα, πρωτεύουσα τότε ενός αυτόνοµου σερβικού δεσποτάτου. Η ειρηνική κατάληψη των Ιωαννίνων είχε ως συνέπεια οι κάτοικοί τους να εξασφαλίσουν µε αυτό τον τρόπο αρκετά προνόµια αυτοδιοίκησης από τον κατακτητή τους, τον µπεηλέρµπεη της Ρούµελης Σινάν πασά. Ο Μουράτ Β, αν και είχε δείξει εχθρικές διαθέσεις προς τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, στην πραγµατικότητα δεν ήταν φιλοπόλεµος. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1424 δέχθηκε να υπογράψει µία νέα συνθήκη ειρήνης µε το Βυζάντιο, το οποίο, εκτός από τα εδάφη που έχασε, κατέστη για µία ακόµη φορά φόρου υποτελές στο οθωµανικό κράτος. Από την άλλη πλευρά, η συνθήκη αυτή επέτρεψε στον Ιωάννη Η να στρέψει την ενεργητικότητά του στην Πελοπόννησο, όπου η προγενέστερη εµπειρία του και οι προσπάθειες του ιδίου και των νεότερων αδελφών του, Κωνσταντίνου και Θωµά, είχαν ως αποτέλεσµα την κατάλυση του λατινικού πριγκιπάτου της Αχαΐας την περίοδο 1426-1429 που επισφραγίστηκε µε την κατάληψη από τον Κωνσταντίνο της Πάτρας, πρωτεύουσας του πριγκιπάτου, το 1429. Επαφές µε τη Δύση Την ίδια περίοδο η προέλαση των Οθωµανών στα Βαλκάνια είχε αρχίσει να θορυβεί αρκετά δυτικοευρωπαϊκά κράτη, τα οποία έδειχναν πλέον προθυµία να συνδράµουν τη χειµαζόµενη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στο παρελθόν οι προκάτοχοι του Ιωάννη Η, Ιωάννης Ε και Μανουήλ Β, είχαν ταξιδέψει στη δυτική Ευρώπη σε αναζήτηση στρατιωτικής και οικονοµικής βοήθειας, χωρίς όµως ουσιαστικά αποτελέσµατα. Ο Ιωάννης Η αποφάσισε ότι είχε έρθει πλέον και η δική του σειρά να διαπραγµατευτεί τους όρους µιας παρόµοιας βοήθειας. Για τον σκοπό αυτό, όµως, προτίµησε να απευθυνθεί απευθείας στον πάπα Ευγένιο Δ (1431-1447), πνευµατικό ηγέτη της Δύσης, για τον οποίο πίστευε ότι θα µπορούσε να οργανώσει µια σταυροφορία διάσωσης της αποκοµµένης Κωνσταντινούπολης. Η τακτική αυτή επρόκειτο να έχει µοιραίες συνέπειες για την κοινωνική συνοχή της βυζαντινής κοινωνίας κατά τα τελευταία έτη της ύπαρξής της. Αρκετοί προκάτοχοι του Ιωάννη είχαν διαπιστώσει ότι θα ήταν ευκολότερη η διαπραγ- Η Θεσσαλονίκη κατελήφθη από τους Οθωµανούς την άνοιξη του Τον Οκτώβριο του 1430 τα Ιωάννινα παραδόθηκαν ειρη-

µάτευση της ένωσης των Εκκλησιών (που αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση εκ µέρους της παποσύνης για την αποστολή οποιασδήποτε βοήθειας υπό την αιγίδα της) από την τυχόν υλοποίησή της. Ο Ιωάννης, όµως, προτίµησε να αγνοεί τις σχετικές προειδοποιήσεις των συµβούλων του. Παράλληλα παρέβλεψε το γεγονός ότι οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες στη δυτική Ευρώπη είχαν αλλάξει αισθητά από τα τέλη του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, την περίοδο δηλαδή των πρώτων σταυροφοριών. Συγκεκριµένα, η δύναµη των βασιλέων της Δύσης είχε αυξηθεί, η οικονοµία των κρατών τους είχε βελτιωθεί και το ανθρώπινο δυναµικό της δυτικής Ευρώπης, το οποίο παλαιότερα πλεόναζε σε µεγάλους αριθµούς, έβρισκε πλέον ευκολότερα παραγωγική απασχόληση στους τόπους καταγωγής του. Την ίδια περίοδο το κύρος της παποσύνης είχε καταπέσει αισθητά. Το σχίσµα της Αβινιόν (1309-77) αλλά και µεταγενέστερες κρίσεις στο εσωτερικό της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας τον 14ο αιώνα είχαν διχάσει τη δυτική χριστιανοσύνη, ενώ η αύξηση της δύναµης των βασιλέων της Δύσης είχε οδηγήσει σε αντίστοιχη µείωση της δυνατότητας επηρεασµού τους από τους πάπες. Οι προκαταρκτικές διαπραγµατεύσεις για τον χώρο και τον χρόνο της διοργάνωσης εκκλησιαστικής συνόδου που θα συζητούσε το ζήτηµα της ένωσης των Εκκλησιών διήρκεσαν από το 1431 έως το 1437 και κατέληξαν µε τη συναίνεση του Ιωάννη Η να µεταβεί µία βυζαντινή αντιπροσωπεία στην Ιταλία γι αυτόν τον σκοπό. Επικεφαλής της τέθηκε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ενώ στα µέλη της συγκαταλέγονταν διαπρεπείς λόγιοι και εκκλησιαστικοί άνδρες του βυζαντινού κόσµου, όπως οι µητροπολίτες Νικαίας (και µετέπειτα καρδινάλιος της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας) Βησσαρίων και Κιέβου Ισίδωρος, ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, οι λόγιοι Γεώργιος Γεµιστός-Πλήθων, Γεώργιος Αµιρούτζης και Γεώργιος Γεννάδιος (ο µετέπειτα πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως µετά την Άλωση Γεννάδιος Β ) κ.ά. Η σύνοδος συγκλήθηκε αρχικά στη Φερράρα, το 1437, για να µεταφερθεί ένα έτος αργότερα στη Φλωρεντία. Οι µακρές και συχνά ανούσιες συνεδριάσεις γρήγορα κατέδειξαν ότι η αναγνώριση του παπικού πρωτείου και ορισµένων δογµατικών απόψεων της Καθολικής Εκκλησίας αποτελούσε αδιαπραγµάτευτη προϋπόθεση για οποιαδήποτε συναίνεση του πάπα. Η στάση των Βυζαντινών απέναντι σε αυτό το πρόβληµα δεν ήταν ενιαία. Ορισµένοι αντιπρόσωποι, όπως ο Βησσαρίων και ο Ισίδωρος, που χαρακτηρίστηκαν ως ενωτικοί, υποστήριζαν την ένωση των Εκκλησιών, έχοντας στο πλευρό τους τον αυτοκράτορα που είχε ως Ο πάπας Ευγένιος Δ, πνευµατικός ηγέτης της Δύσης, αναγνω- Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η Παλαιολόγος τέθηκε επικεφαλής

µόνο στόχο την εξασφάλιση βοήθειας, αδιαφορώντας για τις τεχνικές παραµέτρους του προβλήµατος. Η πλειοψηφία, όµως, των µελών (ανθενωτικοί), µε προεξάρχοντα τον Μάρκο Ευγενικό, διατύπωνε σοβαρές επιφυλάξεις για την αξιοπιστία µιας συναίνεσης υπό όρους εκβιασµού. Τελικά, µε εξαίρεση τον Μάρκο Ευγενικό και τον Πλήθωνα (που είχε αποχωρήσει από τις εργασίες της συνόδου) οι υπόλοιποι Βυζαντινοί προσυπέγραψαν την ένωση. Η λήξη της συνόδου της Φεράρας-Φλωρεντίας στις 5 Ιουλίου 1439 αποτέλεσε ένα καθοριστικό σηµείο στις σχέσεις του υστεροβυζαντινού κόσµου µε τη δυτική Ευρώπη. Πέρα από τη διευθέτηση επιµέρους δογµατικών ζητηµάτων, η σύνοδος φάνηκε να θέτει οριστικό τέρµα στο Σχίσµα µεταξύ της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, αναγνωρίζοντας παράλληλα ως ανώτατο ηγέτη της χριστιανοσύνης τον πάπα Ευγένιο Δ. Εξάλλου, η συνυπογραφή των αποφάσεών της από τις δύο αντιπροσωπείες φαινόταν Στη σύνοδο της Φερράρας- Φλωρεντίας το 1439 επικρά- Μία αποτίµηση της άποψης του αυτοκράτορα Ιωάννη Η Παλαιολόγου για το ζήτηµα της ένωσης των Εκκλησιών µετά την επιστροφή της βυζαντινής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη «Ίσως, καθώς επερνούσε ο καιρός, [ο Ιωάννης] να απορούσε αν η ένωσις ήταν καλή, θρησκευτικά ορθόδοξη, κυρίως επειδή πρέπει να είχε υποστεί πολύ µεγάλες πιέσεις και προπαγάνδα... Πολιτικώς σώφρων... ευρισκόµενος σε κατάσταση αναποφασιστικότητος, ίσως να µην ήξευρε τί ήταν καλύτερα να κάνει, και έτσι δεν έκανε τίποτε. Στην Φλωρεντία έκαµε µία διαφωτιστική παρατήρηση στον πάπα, όταν ο Ευγένιος τον επίεζε να υποχρεώσει τους Έλληνας, διηρηµένους στις γνώµες τους, ν αποφασίσουν: Ἐγώ γάρ οὐκ εἰµί αὐθέντης τῆς συνόδου, ἀλλ οὐδέ τυραννικώς βούλοµαι ποιῆσαι τήν σύνοδόν µου εἰπεῖν τί. Αυτή η παρατήρηση ίσως είναι η ένδειξις που εξηγεί τη διαγωγή του αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες περισσότερο παρά ποτέ ήταν διηρηµένοι ως προς τις γνώµες τους: ο Ιωάννης ήταν ο υπερασπιστής της πίστεως, όχι ο διαιτητής της, και εκρατούσε την θέση του σοβαρά και ευσυνείδητα. Δεν θα τους εξηνάγκαζε εποµένως εἰπεῖν τί, αν και αυτός ο ίδιος έµενε πιστός σε ότι είχε ο ίδιος ελεύθερα παραδεχθεί» (Joseph Gill, «Η Σύνοδος της Φλωρεντίας», εκδ. Καλός Τύπος, Αθήνα 1962, σ. 468-9). Σφραγίδα του αυτοκράτορα Ιωάννη Η Παλαιολόγου (Φλωρε-

να ανοίγει τον δρόµο για την αµέριστη πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη της Δύσης στον αγώνα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας να αποσείσει τον θανάσιµο εναγκαλισµό των Οθωµανών. Αυτή η πεποίθηση, όµως, του αυτοκράτορα Ιωάννη και των στενότερων συµβούλων του διαψεύστηκε οικτρά, όταν έπειτα από πολύµηνο ταξίδι η βυζαντινή αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, τον Φεβρουάριο του 1440, για να διαπιστώσει ότι η στάση του µεγαλύτερου µέρους του πληθυσµού της πόλης ήταν σχεδόν απροκάλυπτα εχθρική. Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους περίπου δύο αιώνες νωρίτερα (1204) και η υπεροπτική συµπεριφορά των περισσότερων Δυτικών εµπόρων, µισθοφόρων και κληρικών κατά τις επαφές τους µε τους Έλληνες είχαν διευρύνει το ρήγµα που είχε προκαλέσει το Σχίσµα των Εκκλησιών (1054) στις σχέσεις της Δύσης µε το Βυζάντιο, µε αποτέλεσµα η γεφύρωσή του να µην είναι δυνατή, και µάλιστα για λόγους βραχυπρόθεσµων πολιτικών σκοπιµοτήτων. Η µεγάλη έκταση που έλαβε ο αρνητικός αντίκτυπος της ένωσης των Εκκλησιών στη βυζαντινή πρωτεύουσα και σε ένα µεγάλο µέρος του ορθόδοξου κόσµου οδήγησε ορισµένους από τους ενωτικούς πρωταγωνιστές της βυζαντινής αντιπροσωπείας, όπως τους µητροπολίτες Βησσαρίωνα και Ισίδωρο, στην απόφαση να εγκατασταθούν οριστικά στη Δύση. Στα πλαίσια των ίδιων εξελίξεων σταµάτησε κάθε απόπειρα υλοποίησης της ένωσης στις ελάχιστες εναποµένουσες επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η σταυροφορία της Βάρνας Παρά την απροθυµία των Βυζαντινών να υλοποιήσουν την ένωση των Εκκλησιών, ο πάπας Ευγένιος δεν απεµπόλησε τη δέσµευσή του να οργανώσει µία σταυροφορία µεταξύ των δυτικών κρατών για τη λύτρωση του Βυζαντίου. Όπως προαναφέρθηκε, η οργάνωση µιας σταυροφορίας αποτελούσε χρονοβόρα και επίπονη υπόθεση µε αβέβαιη έκβαση. Παρ όλα αυτά, στις αρχές της πέµπτης δεκαετίας του 15ου αιώνα οι συγκυρίες για τη διοργάνωση µιας σταυροφορίας δεν ήταν εντελώς αρνητικές. Η Ουγγαρία, η οποία µετά την επέκταση των Τούρκων προς τα βόρεια Βαλκάνια βρισκόταν στην πρώτη γραµµή της οθωµανικής επεκτατικότητας, είχε ενωθεί πρόσφατα µε το βασίλειο της Πολωνίας. Στενός σύµβουλος του βασιλιά Λαδίσλαου Γ ήταν ο εµπειροπόλεµος στρατηγός Ιωάννης Ουνυάδης. Με τους Ούγγρους ενώθηκαν οι Σέρβοι και το πριγκιπάτο της Βλαχίας. Την ίδια περίοδο άρχισε και η προετοιµασία των ναυτικών δυνάµεων. Στα µέσα του15ου αιώνα η Ουγγαρία ενώθηκε µε το βασίλειο

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1443 η σταυροφορία ξεκίνησε από την Ουγγαρία. Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή. Ο Μουράτ Β είχε διακόψει τις πολεµικές του επιχειρήσεις στην Ευρώπη και είχε σπεύσει να αντιµετωπίσει µία από τις πολλές απόπειρες του εµιράτου της Καραµανίας να αµφισβητήσει την οθωµανική πρωτοκαθεδρία στην Ανατολία. Οι Σταυροφόροι µπορούσαν να υπολογίζουν στην υποστήριξη του ανυπότακτου Γεωργίου Καστριώτη-Σκεντέρµπεη, ηγεµόνα της βόρειας Αλβανίας που είχε κατορθώσει να συνενώσει τους Αλβανούς σε γενική εξέγερση εναντίον των Τούρκων. Ο σταυροφορικός στρατός, που αποτελείτο από περίπου 25.000 άνδρες υπό την ηγεσία του βασιλιά Λαδίσλαου και του Ουνυάδη, διέσχισε τον Δούναβη και προέλασε νότια, καταλαµβάνοντας τη Νίσσα (στη σηµερινή νότια Σερβία) και τη Σόφια. Η έλευση του φθινοπώρου προκάλεσε τη διακοπή των επιχειρήσεων. Στη συνέχεια, µία πρεσβεία των Σταυροφόρων ταξίδεψε στην Αδριανούπολη, την οθωµανική πρωτεύουσα, και συναντήθηκε µε τον Μουράτ, ο οποίος δέχθηκε να υπογράψει ανακωχή δέκα ετών (ειρήνη του Σεγκεντίν, Ιούνιος 1444). Έπειτα, εφησυχασµένος, επέστρεψε και πάλι στη Μικρά Ασία. Μετά την υπογραφή της ανακωχής οι Σέρβοι θεώρησαν ότι η συµµετοχή τους στον συνασπισµό δεν είχε πλέον νόηµα. Μεταξύ των υπόλοιπων Σταυροφόρων, όµως, επικρατούσαν ανάµεικτα συναισθήµατα. Ορισµένοι θεωρούσαν ότι στην πραγµατικότητα η Σταυροφορία δεν είχε πετύχει τους στόχους της. Ο παπικός λεγάτος (αντιπρόσωπος στη Σταυροφορία), καρδινάλιος Τσεζαρίνι, έπεισε τους Σταυροφόρους ότι ο όρκος προς τους άπιστους ήταν άκυρος. Έτσι ο βασιλιάς Λαδίσλαος δέχθηκε να διακόψει την ανακωχή και να ξαναρχίσει τις εχθροπραξίες. Τον Σεπτέµβριο του 1444 ο αποδυναµωµένος σταυροφορικός στρατός κατευθύνθηκε µέσω της Νικόπολης του Δούναβη (στη σηµερινή Βουλγαρία) προς τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Αναστατωµένος ο Μουράτ έσπευσε να αναχαιτίσει τους Σταυροφόρους. Ο σταυροφορικός στόλος δεν κατόρθωσε να τον εµποδίσει να διασχίσει τον Βόσπορο. Στις 10 Νοεµβρίου ο Μουράτ, επικεφαλής 10.000 Τούρκων, τέθηκε αντιµέτωπος µε τους Σταυροφόρους στη Βάρνα της Βουλγαρίας. Οι δυνάµεις του ήταν τριπλάσιες από αυτές των αντιπάλων του και ο άνισος αγώνας κατέληξε στη συντριβή των Σταυροφόρων και στον θάνατο του Λαδίσλαου και του Τσεζαρίνι. Ο Ουνυάδης σώθηκε µε µεγάλη δυσκολία, ακολουθούµενος από λίγους Ούγγρους. Ο ηγεµόνας της βόρειας Αλβανίας Γεώργιος Καστριώτης- Ο Λαδίσλαος Γ, επικεφαλής της Σταυροφορίας του 1444, σκοτώ-

Εξουδετέρωση του δεσποτάτου του Μιστρά και των Ούγγρων Η ήττα της Βάρνας άφησε την Ουγγαρία πολιτικά ακέφαλη και στρατιωτικά αποδυνα- µωµένη. Παράλληλα, ανανέωσε τη µαχητικότητα των Οθωµανών και τόνωσε το ηθικό τους. Ο Μουράτ, ο οποίος µέχρι τότε έδειχνε διατεθειµένος να παραιτηθεί από τον θρόνο του υπέρ του έφηβου γιου του Μωάµεθ (Μεχµέτ), ανέλαβε και πάλι τον αγώνα εναντίον των απίστων. Η πρώτη οθωµανική εκστρατεία µετά τη µάχη της Βάρνας είχε ως στόχο την Πελοπόννησο. Το βυζαντινό δεσποτάτο του Μιστρά αποτελούσε ουσιαστικά ένα ηµιανεξάρτητο κράτος, παρότι οι δεσπότες του διορίζονταν πάντα από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και συνήθως ήταν στενοί συγγενείς τους. Αντίθετα από τους Κωνσταντινουπολίτες, οι κάτοικοι του δεσποτάτου διακρίνονταν από δυναµισµό ο οποίος υπό ευνοϊκές συνθήκες µπορούσε να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσµατα, όπως είχε αποδειχθεί στην περίπτωση της κατάλυσης του λατινικού πριγκιπάτου της Αχαΐας. Περί τα µέσα της δεκαετίας 1440-50 επικεφαλής του δεσποτάτου ήταν δύο νεότεροι αδελφοί του αυτοκράτορα Ιωάννη Η, οι Θωµάς και Κωνσταντίνος, συγκυβερνήτες της Πελοποννήσου από το 1427 και εξής. Η ανάκτηση των λατινοκρατούµενων περιοχών του Μορέα αποτελούσε επίτευγµα κυρίως του Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε αξιόλογες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες. Μετά τη λήξη της συνόδου της Φλωρεντίας και µε την προοπτική της οργάνωσης Η αντίδραση των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης στην είδηση της καταστροφής των Σταυροφόρων στη µάχη της Βάρνας «Πολλοί κάτοικοι της πόλης δεν λυπήθηκαν που απέτυχε [ενν. η Σταυροφορία]. Γιατί η αποτυχία της φαινόταν να δίνει το ηθικό δίδαγµα πως δεν θα µπορούσε κανένα καλό να περιµένουν από εκείνους που τους είχαν εξαναγκάσει να αρνηθούν την πίστη των πατέρων τους. Ήλπιζαν µάλλον σε ένα θαύµα θείας µεσολαβήσεως παρά σε µια υλική ανταµοιβή για τη διαιώνιση µιας ενώσεως η οποία ήταν τόσο δυσάρεστη ενώπιον του Θεού» (Ντόναλντ Νίκολ, «Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453», εκδ. Παπαδήµα, Αθήνα 2001, σ. 567).

σταυροφορίας εναντίον των Οθωµανών, ο Κωνσταντίνος ανοικοδόµησε το 1443 το τείχος του Εξαµιλίου στον Ισθµό της Κορίνθου το οποίο είχε καταστρέψει ο Τουραχάν κατά την επιδροµή του στην Πελοπόννησο είκοσι χρόνια νωρίτερα. Ενόσω ο Μουράτ ήταν απασχοληµένος µε τη σταυροφορία της Βάρνας, ο Κωνσταντίνος επέκτεινε την εξουσία του σε όλη τη νότια Ελλάδα. Η ήττα, όµως, των Σταυροφόρων τον άφησε εκτεθειµένο, επιτρέποντας στον Μουράτ να σπεύσει σε ενίσχυση του λατινικού δουκάτου της Αθήνας (που κυβερνούσαν οι εξελληνισµένοι Φλωρεντινοί Ατζαγιόλι), το οποίο είχε προσδεθεί στο άρµα του δεσποτάτου του Μιστρά µετά την εκστρατεία του Κωνσταντίνου. Η προέλαση του κύριου όγκου του οθωµανικού στρατού προς τα νότια ανάγκασε τα στρατεύµατα του Κωνσταντίνου να αναζητήσουν κάλυψη πίσω από τα τείχη του Εξαµιλίου. Τον Δεκέµβριο του 1446 οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στον Ισθµό της Κορίνθου. Εκεί οι Οθωµανοί χρησιµοποίησαν για δεύτερη φορά στην ιστορία τους κανόνια, µε πολύ καλύτερα αποτελέσµατα απ ό,τι κατά την προηγηθείσα επίθεσή τους εναντίον της Κωνσταντινούπολης, το καλοκαίρι του 1422. Μετά τον ολιγοήµερο κανονιοβολισµό, στις 10 Δεκεµβρίου οι υπερασπιστές του Εξαµιλίου πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ο Κωνσταντίνος δεν διέθετε άλλα µέσα για να σταµατήσει την οθωµανική επίθεση. Έτσι τα οθωµανικά στρατεύµατα µπόρεσαν να προελάσουν ανενόχλητα µέχρι τον Μιστρά και τη Γλαρέντζα (τη σηµερινή Κυλλήνη), σφάζοντας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Πριν αποχωρήσει από την Πελοπόννησο σύροντας µαζί του περίπου 60.000 αιχµαλώτους, ο Μουράτ ισοπέδωσε το Εξαµίλιο και επέβαλε βαρύ φόρο υποτελείας στους δύο δεσπότες, τον Κωνσταντίνο και τον Θωµά. Οι απώλειες του δεσποτάτου σε ανθρώπινο δυναµικό ήταν δυσαναπλήρωτες και αρκετές για να του στερήσουν το σφρίγος που είχε επιδείξει µέχρι τότε. Εάν όµως απώτερος σκοπός του Μουράτ ήταν να δώσει ένα µάθηµα στους δεσπότες του Μορέα, αυτός δεν επιτεύχθηκε. Στο διάστηµα των επόµενων δεκαπέντε ετών οι Οθωµανοί επρόκειτο να βρεθούν και πάλι αντιµέτωποι τόσο µε την ανδρεία του Κωνσταντίνου όσο και µε την αφέλεια και το θράσος του Θωµά, έσχατου δεσπότη του Μορέα. Επόµενος αντίπαλος του Μουράτ ήταν ο Ουνυάδης. Παρά την ήττα του στη Βάρνα ο γενναίος στρατηγός δεν είχε καταθέσει τα όπλα, αλλά ως αντιβασιλέας της Ουγγαρίας προετοίµασε µία νέα αντιοθωµανική εκστρατεία. Ο Σκεντέρµπεης φάνηκε πρόθυµος να τον συνδράµει, η Αλβανία όµως δεν είχε κοινά σύνορα µε την Ουγγαρία. Τον Σεπτέµβριο

του 1448 ο Ουνυάδης εισέβαλε για µία ακόµη φορά στα Βαλκάνια. Η προέλασή του τον έφερε στο οροπέδιο του Κοσσυφοπεδίου, όπου ήλπιζε να συνενωθεί µε τα στρατεύµατα του Σκεντέρµπεη. Αντί γι αυτό βρέθηκε αναγκασµένος να αντιµετωπίσει τον Μουράτ. Η σύγκρουση των δύο στρατών (β µάχη του Κοσσυφοπεδίου) διήρκεσε τρεις ηµέρες (17-20 Οκτωβρίου) και έληξε µε την ολοσχερή ήττα του ουγγρικού στρατού. Η δεύτερη ήττα του Ουνυάδη από τους Οθωµανούς σε διάστηµα µόλις τεσσάρων ετών είχε καθοριστικές συνέπειες, καθώς εξάντλησε κάθε δυνατότητα του ουγγρικού βασιλείου να αναλάβει νέες επιθετικές πρωτοβουλίες. Στο εξής κύρια µέριµνα του Ουνυάδη ήταν η καλύτερη οργάνωση της άµυνας του βασιλείου του. Με τους Σέρβους να τηρούν στάση αυστηρής ουδετερότητας, τον Σκεντέρµπεη να αδυνατεί να αναλάβει επιθετικές ενέργειες πέρα από τα βουνά της Αλβανίας, το δεσποτάτο του Μιστρά να έχει χάσει τη ζωτικότητά του και τη Βενετία να έχει συνθηκολογήσει µε τους Οθωµανούς, κάθε απόπειρα για την ανάσχεση των Οθωµανών ήταν καταδικασµένη σε αποτυχία. Ο πρώτος που το αντιλήφθηκε ήταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η. Τα διαδοχικά πλήγµατα που είχε υποστεί από την εποχή που είχε αναλάβει την εξουσία τον είχαν οδηγήσει στην πνευµατική κατάρρευση. Η πολιτική του είχε ως αποτέλεσµα τη συρρίκνωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σε µια στενή λωρίδα γης στην ανατολική Θράκη, ανατολικά της οροσειράς της Στράντζας, και τη γεωγραφική και πολιτική αποµάκρυνσή της από τη Δύση. Το χειρότερο, όµως, ήταν ότι οι αποφάσεις του είχαν προκαλέσει βαθύ διχασµό στους υπηκόους του εξαιτίας της πολιτικής του στο θέµα της ένωσης των Εκκλησιών. Εξουθενωµένος από τη συντριβή του πολιτικού του οράµατος, ο Ιωάννης πέθανε λίγες ηµέρες µετά τη β µάχη του Κοσσυφοπεδίου, στις 31 Οκτωβρίου 1448. Δύο νέοι ηγέτες Υπό αυτές τις συνθήκες κλήθηκε να αναλάβει την εξουσία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο οποίος είχε επιλεγεί ως επόµενος αυτοκράτορας από τον ίδιο τον Ιωάννη Η. Ο Κωνσταντίνος αποτελούσε σαφέστατα την πιο κατάλληλη επιλογή για το αυτοκρατορικό αξίωµα. Ήταν ο ικανότερος από τους επιζώντες αδελφούς του χήρου και άτεκνου Ιωάννη, διέθετε αξιόλογες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες, κυρίως όµως ήταν µετριοπαθής και γνώριζε πώς να κερδίζει τον σεβασµό των υφισταµένων του. Παρ όλα αυτά, οι πρώτοι που έσπευσαν να αµφισβητήσουν την εκλογή του ήταν οι δύο επιζώ- Ο Ούγγρος στρατηγός Ουνυάδης κινήθηκε ξανά εναντίον Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η Παλαιολόγος είδε το πολιτικό

ντες νεότεροι αδελφοί του, ο Δηµήτριος και ο Θωµάς. Ο Μουράτ, όµως, δεν αναζητούσε προσχήµατα για να έλθει σε ρήξη µε το Βυζάντιο και τελικά δέχθηκε να αναγνωρίσει ως αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο. Η ανακήρυξη του τελευταίου (είναι ο 12ος στη σειρά από τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνους στο Βυζάντιο ως 11ος λογίζεται ο Κωνσταντίνος ΙΑ Λάσκαρης, συνιδρυτής του κράτους της Νίκαιας, το 1204-1205) έγινε στις 6 Ιανουαρίου 1449 στη µητρόπολη της έδρας του, του Μιστρά, γεγονός ασυνήθιστο αλλά όχι µοναδικό στα χρονικά της ανάρρησης των Βυζαντινών αυτοκρατόρων στην εξουσία. Αυτό που υπήρξε πράγµατι ασυνήθιστο στην περίπτωση του Κωνσταντίνου ΙΑ Παλαιολόγου ήταν το γεγονός ότι µετά την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη, στις 12 Μαρτίου 1449, δεν επιδίωξε να στεφθεί επίσηµα αυτοκράτορας από τον φιλενωτικό πατριάρχη Γρηγόριο Γ Μάµµα (1443-1450). Η στέψη είχε την έννοια της τυπικής επικύρωσης της ανόδου ενός νέου ηγεµόνα στον θρόνο και η παράλειψή της δεν αναιρούσε τη νοµιµότητα της εξουσίας του Κωνσταντίνου. Από την άλλη πλευρά, χάρη σε αυτή την παράλειψη ο Κωνσταντίνος απέφυγε να ταυτιστεί ευθέως µε τους φιλενωτικούς κύκλους της βυζαντινής πρωτεύουσας και, κατ επέκταση, να έλθει σε ρήξη µε την Ο αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη Η Παλαιολόγου, Κων- Μία περιγραφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου «Την εποχή που κατέλαβε τον θρόνο ο αυτοκράτορας ήταν... σχεδόν 45 ετών. Δεν διαθέτουµε πλήρη περιγραφή της εµφάνισής του. Φαίνεται ότι ήταν µάλλον ψηλός και λεπτός, µε τα ισχυρά κανονικά χαρακτηριστικά της οικογένειάς του και τη µελαµψή απόχρωσή της. Δεν είχε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για πνευµατικά ζητήµατα, τη φιλοσοφία ή τη θεολογία, αν και διατηρούσε φιλικές σχέσεις µε τον Πλήθωνα στο Μυστρά... Είχε αποδειχθεί καλός στρατιωτικός και ικανός κυβερνήτης. Πάνω απ όλα διέθετε ακεραιότητα. Ποτέ δεν συµπεριφέρθηκε ανέντιµα. Στις σχέσεις του µε τους δύσκολους αδελφούς του είχε επιδείξει γενναιοδωρία και υποµονή. Οι φίλοι και οι αξιωµατούχοι του ήταν αφοσιωµένοι στο πρόσωπό του, ακόµη κι αν µερικές φορές διαφωνούσαν µαζί του. Επιπλέον διέθετε το χάρισµα να εµπνέει θαυµασµό και αγάπη σε όλους τους υπηκόους του» (Στήβεν Ράνσιµαν, «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης», εκδ. Παπαδήµα, Αθήνα 2002, σσ. 99-100). Στη µητρόπολη του Μιστρά, τον Άγιο Δηµήτριο, ναό του

ανθενωτική µερίδα που αποτελούσε την πλειοψηφία µεταξύ των κατοίκων της. Η πρώτη ενέργεια του νέου αυτοκράτορα ήταν να αναθέσει τη διακυβέρνηση του Μορέα στους δύο αδελφούς του. Επρόκειτο για λύση ανάγκης, η οποία έδινε διέξοδο στις φιλοδοξίες των δύο νεότερων µελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, αποµακρύνοντας τις βλέψεις τους από τον θρόνο. Το µειονέκτηµα, όµως, αυτής της διευθέτησης ήταν ότι ο Δηµήτριος και ο Θωµάς δεν έκρυβαν την αµοιβαία αντιπάθειά τους, γεγονός που επρόκειτο να έχει διπλό αντίκτυπο: τόσο στην ίδια την Πελοπόννησο, η οποία σύντοµα περιέπεσε σε χάος λόγω των συγκρούσεων των δύο αδελφών, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, που στερήθηκε το κυριότερο έρεισµά της κατά την τελευταία οθωµανική επίθεση εναντίον της, τέσσερα χρόνια αργότερα. Η κυριότερη µέριµνα του Κωνσταντίνου την περίοδο που µεσολάβησε µέχρι την έναρξη της τελευταίας πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης ήταν η ανεύρεση συζύγου. Δεν επρόκειτο για κάποια ιδιοτροπία του, αλλά για αναζήτηση λύσης σε δύο σοβαρά προβλήµατα της αυτοκρατορίας: την κατοχύρωση της αυτοκρατορικής διαδοχής και την εξασφάλιση πολύτιµων συµµάχων µέσω της οικογένειας της νύφης. Ο αυτοκράτορας είχε ήδη παντρευτεί δύο φορές, αλλά και οι δύο σύζυγοί του είχαν πεθάνει πρόωρα (το 1429 και το 1442, αντίστοιχα), αφήνοντάς τον χήρο και άτεκνο. Η αναζήτηση µιας τρίτης συζύγου αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω των ανταλλαγµάτων που ζητούσαν για ένα παρόµοιο συνοικέσιο οι ηγεµόνες στους οποίους απευθύνθηκε ο εκπρόσωπος του Κωνσταντίνου (ο πιστός του γραµµατέας και ένας από τους τέσσερις «ιστορικούς της Άλωσης», Γεώργιος Σφραντζής), αλλά και εξαιτίας της γενικότερης ανυποληψίας στην οποία είχε περιέλθει η Βυζαντινή αυτοκρατορία λόγω της καταφανούς πολιτικής της αδυναµίας. Τελικά, η αναζήτηση διακόπηκε χωρίς να έχει βρεθεί λύση, όταν έγινε γνωστός ο αναπάντεχος θάνατος του Μουράτ από αποπληξία, στην πρωτεύουσά του, την Αδριανούπολη, στις 13 Φεβρουαρίου 1451. Τα νέα της αλλαγής ηγεσίας στο οθωµανικό κράτος προκάλεσαν ανάµεικτα συναισθήµατα στις ηγεµονικές Αυλές του ευρωπαϊκού και του µεσογειακού χώρου. Πολλοί έσπευσαν να πανηγυρίσουν, πιστεύοντας ότι ο διάδοχος του Μουράτ θα ήταν λιγότερο ικανός από εκείνον. Πράγµατι, το παρελθόν του νέου σουλτάνου, του δεκαεννιάχρονου Μωάµεθ Β (1451-1481), δεν προδίκαζε τις ικανότητες που επρόκειτο να επιδείξει κατά τη βασιλεία του. Τα πρώτα ένδεκα χρόνια της ζωής του ο Μωάµεθ τα είχε περάσει σε αφάνεια Στις 13 Φεβρουαρίου 1451 ο σουλτάνος Μουράτ Β εξέ-

στο σουλτανικό χαρέµι. Όταν το 1437 ο αιφνίδιος θάνατος των δύο µεγαλύτερων αδελφών του τον κατέστησε µοναδικό διάδοχο του θρόνου, η ταχύρυθµη εκπαίδευση σε ξένες γλώσσες, στα επιτεύγµατα της επιστήµης και στην τέχνη της διακυβέρνησης στην οποία τον υπέβαλε ο πατέρας του δεν φάνηκε αρχικά να αποδίδει. Ο Μωάµεθ είχε την ευκαιρία να δοκιµάσει τις ικανότητές του στη διακυβέρνηση για ένα σύντοµο διάστηµα µεταξύ του Ιουνίου του 1444 και του φθινοπώρου του 1446, χάρη στην απόφαση που είχε λάβει ο Μουράτ να παραιτηθεί υπέρ του γιου του. Η απειρία του, όµως, κατά την αντιµετώπιση της τελευταίας φάσης της σταυροφορίας της Βάρνας και η αντιπαράθεσή του µε τους κυριότερους συµβούλους του Μουράτ οδήγησαν το οθωµανικό κράτος στα πρόθυρα του χάους και ανάγκασαν τον Μουράτ να εγκαταλείψει την εθελούσια αποστρατεία του και να αναλάβει και πάλι τα ηνία της εξουσίας. Παρά τα µέχρι τότε δείγµατα διακυβέρνησης του Μωάµεθ, υπήρχαν ορισµένοι διορατικοί διπλωµάτες, όπως ο Σφραντζής, που διέβλεπαν σοβαρούς κινδύνους από την ανάρρησή του στον θρόνο. Ειδικότερα, ο Σφραντζής είχε αντιληφθεί ότι κατά βάθος ο Μουράτ δεν ήταν φιλοπόλεµος και ότι οι εκστρατείες του είχαν προκληθεί από ενέργειες των αντιπάλων του. Αντίθετα, οι φιλοδοξίες του νεαρού Μωάµεθ δεν προοιώνιζαν τίποτε ευχάριστο για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Πραγµατικά, το βλέµµα του νεαρού Μωάµεθ ήταν εξαρχής στραµµένο προς την Κωνσταντινούπολη, η κατάκτηση της οποίας αποτελούσε όνειρο κάθε µουσουλµάνου ηγεµόνα. Παρά την αδυναµία του βυζαντινού κράτους, η κατοχή της Κωνσταντινούπολης από µία χριστιανική δύναµη αποτελούσε ένα αγκάθι στα πλευρά των Οθωµανών, ένα επίφοβο ορµητήριο σε περίπτωση πολέµου µεταξύ των Οθωµανών και της Δύσης. Παράλληλα, η κατάκτησή της από τους Οθω- µανούς θα ολοκλήρωνε τη σύνδεση µεταξύ των ευρωπαϊκών και των ασιατικών τους κτήσεων, που µέχρι τότε αποτελούσαν δύο σαφώς διακριτά τµήµατα του οθωµανικού κράτους διευκολύνοντας την εκδήλωση διασπαστικών κινηµάτων. Το Eski_Cami, το «παλιό τέµενος» που χτίστηκε στις αρχές Προετοιµασίες για την πολιορκία Στις 18 Φεβρουαρίου 1451 ο Μωάµεθ ανέλαβε επίσηµα την εξουσία στην Αδριανούπολη. Ο νέος σουλτάνος διατήρησε στη θέση του τον µεγάλο βεζίρη Χαλήλ, αλλά διόρισε νέους βοηθούς βεζίρηδες, τους Σαρουτζά πασά και Ζαγανός πασά, έµπιστούς του και εξίσου φιλόδοξους µε εκείνον.

Η πρώτη δοκιµή των πολιτικών ικανοτήτων του έγινε το φθινόπωρο του 1451. Την περίοδο αυτή έφθασαν στην Αυλή του πρεσβείες από διάφορες δυτικοευρωπαϊκές χώρες για να τον συγχαρούν για την ανάληψη της εξουσίας. Ο Μωάµεθ έσπευσε να καθησυχάσει όλους τους απεσταλµένους ως προς τις προθέσεις του, δείχνοντας µάλιστα ιδιαίτερα συµβιβαστική διάθεση απέναντι στους Σέρβους και στους Ούγγρους. Αλλά και οι Βυζαντινοί πρεσβευτές δεν χρειάστηκε να ανησυχήσουν. Στην Κωνσταντινούπολη επικρατούσε η εντύπωση ότι το Βυζάντιο ήταν σε θέση να προκαλέσει δυναστική κρίση στο οθωµανικό κράτος αφήνοντας ελεύθερο έναν µακρινό συγγενή του Μωάµεθ και διεκδικητή του οθωµανικού θρόνου, τον πρίγκιπα Ορχάν, ο οποίος βρισκόταν υπό περιορισµό στην Κωνσταντινούπολη µε έξοδα του οθωµανικού κράτους. Ο Μωάµεθ διαβεβαίωσε τους Βυζαντινούς πρεσβευτές ότι πρόθεσή του ήταν να συνεχίσει να καταβάλει τα έξοδα διατροφής του πρίγκιπα Ορχάν. Οι πρώτοι που δοκίµασαν την αποφασιστικότητα του Μωάµεθ ήταν οι Τουρκοµάνοι Ο Μωάµεθ έθεσε ως πρωταρχικό στόχο του την κατάληψη Το πάθος του Μωάµεθ του Πορθητή να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη «Ο ίδιος ο Μωάµεθ περνούσε πολλές νύχτες αγρύπνιας εκείνο τον χειµώνα [του 1452-53] καθώς σκεφτόταν την εκστρατεία του. Λέγεται ότι µπορούσε κανείς να τον δει τα µεσάνυχτα να βηµατίζει στους δρόµους της Αδριανούπολης ντυµένος σαν απλός στρατιώτης, και ότι όποιος τον αναγνώριζε και τον χαιρετούσε θανατωνόταν αµέσως. Μία νύκτα, περίπου στη δεύτερη αλλαγή της φρουράς, διέταξε ξαφνικά να φέρουν ενώπιόν του το [βεζίρη] Χαλήλ. Ο γέρο-βεζίρης ήλθε τρέµοντας, φοβούµενος ότι θα άκουγε την αποποµπή του. Προκειµένου να εξευµενίσει τον κύριό του πήρε µαζί του ένα πιάτο που είχε γεµίσει βιαστικά µε χρυσά νοµίσµατα. Τί είναι αυτό δάσκαλέ µου;, ρώτησε ο σουλτάνος. Ο Χαλήλ µουρµούρισε ότι συνηθιζόταν οι υπουργοί που καλούνταν ξαφνικά σε ακρόαση να φέρνουν δώρα. Ο Μωάµεθ παραµέρισε το πιάτο. Δεν χρειαζόταν τέτοια δώρα. Θέλω µόνο ένα πράγµα, φώναξε. Δώσε µου την Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια αποκάλυψε ότι τελικά είχε πάρει την απόφασή του. Θα έκανε επίθεση στην πόλη το συντοµότερο δυνατό» (Στήβεν Ράνσιµαν, «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης», εκδ. Παπαδήµα, Αθήνα 2002, σ. 124-5).

Καραµανίδες, που προσπάθησαν να επωφεληθούν από την απουσία του στην Ευρώπη για να προκαλέσουν ταραχές στη Μικρά Ασία. Η κίνησή τους, όµως, κατέρρευσε µόλις ο Μωάµεθ κατέφθασε στη Μικρά Ασία. Εκλαµβάνοντας τα γεγονότα της Μικρά Ασίας ως ένδειξη κλυδωνισµού της εξουσίας του Μωάµεθ, οι Βυζαντινοί απαίτησαν την ίδια περίοδο την καταβολή της επιχορήγησης για τον πρίγκιπα Ορχάν η οποία είχε ήδη καθυστερήσει. Η αντιπροσωπεία έγινε αρχικά δεκτή στην Προύσα από τον διαλλακτικό βεζίρη Χαλήλ. Ο Χαλήλ αντιλήφθηκε αµέσως το ατόπηµα των Βυζαντινών και, σύµφωνα µε τον Δούκα, τους δήλωσε εξοργισµένος ότι το µόνο που θα κατόρθωναν θα ήταν να χάσουν και αυτά τα ελάχιστα που ακόµη κατείχαν. Ο ίδιος ο Μωάµεθ τους απάντησε ψύχραιµα ότι θα εξέταζε το αίτηµά τους µόλις επέστρεφε στην Αδριανούπολη. Στην πραγµατικότητα είχε βρει την αφορµή που χρειαζόταν. Θεωρώντας ότι οι Βυζαντινοί είχαν καταπατήσει τη συνθήκη που είχαν υπογράψει µερικούς µήνες νωρίτερα, αποφάσισε να θέσει σε εφαρµογή τα σχέδιά του για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Ο σουλτάνος είχε αντιληφθεί σωστά ότι για να καταλάβει τη βυζαντινή πρωτεύουσα δεν αρκούσε να την αποκλείσει από ξηράς. Ήταν, παράλληλα, απαραίτητο να παρεµποδίσει τον ανεφοδιασµό της διά θαλάσσης από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Αυτό είχε προσπαθήσει να κάνει, µε περιορισµένη όµως επιτυχία, ο παππούς του, Βαγιαζήτ Α (1389-1402), κατασκευάζοντας στην ασιατική πλευρά του στενότερου σηµείου του περάσµατος του Βοσπόρου το φρούριο Αναντολού Χισάρ. Ο Μωάµεθ ολοκλήρωσε τον θαλάσσιο αποκλεισµό της Κωνσταντινούπολης οικοδοµώντας την περίοδο 15 Απριλίου- 31 Αυγούστου 1452 στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, απέναντι από το Αναντολού Χισάρ, ένα νέο ισχυρότερο φρούριο, το Ρούµελι Χισάρ ή Μπογάζ Κεσέν (Λαιµοκόφτης). Στη συνέχεια, το εξόπλισε µε τρία ισχυρά κανόνια και εξέδωσε µία προκήρυξη στην οποία ανέφερε ότι κάθε πλοίο που διέπλεε τον Βόσπορο ήταν υποχρεωµένο να σταµατά κάτω από το φρούριο και να επιθεωρείται, διαφορετικά θα βυθιζόταν. Η κατασκευή του Ρούµελι Χισάρ διέλυσε κάθε αµφιβολία που µπορούσε να υπάρχει για τις απώτερες προθέσεις του σουλτάνου. Το φρούριο είχε χτιστεί σε βυζαντινό έδαφος, παρά τις διαµαρτυρίες τριών βυζαντινών πρεσβειών, στις οποίες ο Μωάµεθ απαξίωσε να απαντήσει. Τα µέλη, µάλιστα, της τελευταίας που ζήτησε εγγυήσεις τον Ιούνιο του 1452 ότι η κατασκευή του φρουρίου δεν δήλωνε πρόθεση του Μωάµεθ να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, ρίχτηκαν στη φυλακή και αργότερα αποκεφαλίστηκαν. Οι Βυζαντινοί Το φρούριο Αναντολού Χισάρ χτίστηκε από τον Βαγιαζήτ Α

ήταν ανήµποροι να αντιδράσουν. Αρχικά φυλάκισαν όσους Τούρκους εµπόρους βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, σύντοµα όµως κατάλαβαν ότι µαταιοπονούσαν και τους άφησαν ελεύθερους. Η κατασκευή του Ρούµελι Χισάρ είχε άµεση επίδραση στη διεξαγωγή του εµπορίου της Γένοβας και της Βενετίας µε τις αποικίες τους στον Εύξεινο Πόντο. Οι δύο ισχυρότερες ναυτικές δυνάµεις της Μεσογείου θα µπορούσαν, εάν ήθελαν, να παρεµποδίσουν την κατασκευή του. Γι αυτόν τον σκοπό έγινε επίσηµη πρόταση από τη Βενετία προς τη Γένοβα τέσσερις ηµέρες πριν από την ολοκλήρωση του Ρούµελι Χισάρ για µία κοινή επιχείρηση καταστροφής του. Η µακροχρόνια, όµως, εµπορική αντιπαλότητα µεταξύ των δύο πόλεων και η µόνιµη καχυποψία µεταξύ τους δεν επέτρεψε την υλοποίηση του σχεδίου. Έτσι, σύµφωνα µε την πάγια τακτική τους, οι αρχές της Γένοβας άφησαν την πρωτοβουλία της αντίδρασης στις αποικίες τους που επηρεάζονταν άµεσα από τις εξελίξεις, δηλαδή το Πέραν (δίπλα από την Κωνσταντινούπολη) και τη Χίο. Αντίθετα, οι αρχές της Βενετίας υποχρεώθηκαν από τις εξελίξεις να τηρήσουν πιο αποφασιστική στάση. Καταρχήν, οι Βενετοί έµποροι δεν διέµεναν σε ιδιαίτερο προάστιο έξω από την Κωνσταντινούπολη, όπως οι Γενοβέζοι, αλλά στην ίδια την πόλη, µε αποτέλεσµα το µέλλον της παροικίας τους να συνδέεται άµεσα µε την τύχη της Βασιλεύουσας. Παράλληλα, ένα περιστατικό που συνέβη στα µέσα Μαΐου του 1452 και αφορούσε ένα βενετικό πλοίο ανάγκασε τους Βενετούς να αντιληφθούν ότι δεν είχε νόηµα να τηρούν κατά γράµµα τη συνθήκη που είχαν υπογράψει µε τον Μωάµεθ κατά την ανάρρησή του στον θρόνο. Συγκεκριµένα, κατά το ταξίδι του από τον Εύξεινο Πόντο προς τη Μεσόγειο ένα εµπορικό πλοίο µε κυβερνήτη τον Αντόνιο Ρίτζο αποπειράθηκε να αγνοήσει τη διαταγή που είχε εκδώσει ο Μωάµεθ για επιθεώρηση των πλοίων που περνούσαν δίπλα από το Ρούµελι Χισάρ. Δύο άλλα πλοία είχαν κάνει το ίδιο τις προηγούµενες ηµέρες κατορθώνοντας να αποφύγουν τα οθωµανικά πυρά. Το πλοίο του Ρίτζο, όµως, ήταν άτυχο και βυθίστηκε. Όσοι από το πλήρωµα επέζησαν αιχµαλωτίστηκαν και εκτελέστηκαν, περιλαµβανοµένου του κυβερνήτη, ο οποίος ανασκολοπίστηκε. Παρ όλα αυτά, η κινητοποίηση στη Βενετία ήταν αργή και ο βενετικός στόλος, ο οποίος στάλθηκε τελικά να ενισχύσει την Κωνσταντινούπολη, έφθασε πολύ αργά. Έτσι, το κύριο βάρος της συµµετοχής στην υπεράσπιση της Κωνσταντινούπολης αναλήφθηκε από την πλούσια βενετική παροικία µε επικεφαλής τον βάιλο Τζιρόλαµο Μινόττο, τα µέλη της οποίας Άποψη του Ρούµελι Χισάρ στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, Ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας Φρει-

έθεσαν τις υπηρεσίες τους στη διάθεση του αυτοκράτορα. Ο τελευταίος είχε απευθύνει εκκλήσεις για βοήθεια σε όλα τα κράτη της Δύσης, χωρίς όµως να βρει ιδιαίτερη ανταπόκριση. Η Αγγλία και η Γαλλία επούλωναν τις πληγές τους από τον Εκατονταετή πόλεµο που µόλις είχε λήξει. Ο αυτοκράτορας της Γερµανίας επιβουλευόταν το στέµµα της Ουγγαρίας και ήταν σε ρήξη µε τον Ουνυάδη. Στον τελευταίο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε υποσχεθεί την παραχώρηση της Μεσηµβρίας, χωρίς όµως να κατορθώσει να τον εξωθήσει σε πολεµική κινητοποίηση. Από τον βασιλιά της Νάπολης, που ονειρευόταν την ανασύσταση της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, οι Βυζαντινοί πέτυχαν µόνο να λάβουν την άδεια συγκέντρωσης προµηθειών για τον πληθυσµό της Κωνσταντινούπολης. Μικρές ποσότητες πολεµικού υλικού έλαβαν και από τη Βενετία. Οι µεγαλύτερες, όµως, ανάγκες τους ήταν σε στρατιώτες. Οι δυνάµεις που µπορούσαν να παρατάξουν στην Κωνσταντινούπολη δεν υπερέβαιναν τις 7.000-9.000 άνδρες, κατά τους πιθανότερους υπολογισµούς. Μερικές ολιγάριθµες φρουρές στάθµευαν στις µικρότερες βυζαντινές πόλεις της ανατολικής Θράκης. Ο πάπας Νικόλαος Ε (1447-55), διάδοχος του Ευγενίου Δ, ήταν ο µόνος άλλος ηγεµόνας στον οποίο οι Βυζαντινοί θα µπορούσαν να απευθυνθούν για βοήθεια. Ο Νικόλαος ήταν δυσαρεστηµένος µε τις αµφιταλαντεύσεις και τις υπαναχωρήσεις των Βυζαντινών στο ζήτηµα της ένωσης των Εκκλησιών, ιδιαίτερα µάλιστα από το καλοκαίρι του 1451, οπότε είχε δεχθεί στην Αυλή του τον οικουµενικό πατριάρχη Γρηγόριο Γ Μάµµα που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη θέση του λόγω της αντίδρασης της ανθενωτικής πλειοψηφίας των Κωνσταντινουπολιτών. Παρ όλα αυτά, υπό την επίδραση του Έλληνα καρδιναλίου Βησσαρίωνα (ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη σύνοδο της Φλωρεντίας συµµετείχε στη βυζαντινή αντιπροσωπεία ως µητροπολίτης Νικαίας), ήταν διατεθειµένος να προσφέρει χείρα βοηθείας. Ο ίδιος, όµως, δεν διέθετε στρατιωτικές δυνάµεις και οι Βενετοί στους οποίους απευθύνθηκε αρνήθηκαν αρχικά να τον βοηθήσουν. Έτσι, η µόνη βοήθεια που κατόρθωσε να συγκεντρώσει αµέσως ήταν 200 Ιταλοί τοξότες, τους οποίους έστειλε στην Κωνσταντινούπολη υπό την ηγεσία του Έλληνα καρδινάλιου Ισίδωρου (πρώην Ορθόδοξου µητροπολίτη Κιέβου). Η άφιξή τους, στις 26 Οκτωβρίου 1452, έγινε δεκτή µε χαρά, αν και ο µικρός τους αριθµός προκάλεσε νέες αµφιβολίες για την ειλικρίνεια της διάθεσης του πάπα. Μικρότερα σώµατα εθελοντών κατέφθασαν από άλλα σηµεία. Οι Γενοβέζοι του Πέραν Νωπογραφία (1447-49) από τον βόρειο τοίχο του παρεκ-

αποφάσισαν να κρατήσουν ουδέτερη στάση κατά τις εχθροπραξίες, ο ποντεστά τους, όµως, Άντζελο Τζιοβάνι Λοµελλίνο, διευκόλυνε µυστικά αρκετούς Γενοβέζους να περάσουν στην Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ των κυριότερων Ιταλών εθελοντών (οι περισσότεροι από τους οποίους συνδύαζαν τον τυχοδιωκτισµό, το εµπόριο και το κούρσος) ήταν οι Γενοβέζοι Μαουρίτσιο Καττανέο (από τη Χίο), Τζερόνιµο Λανγκάσκο, Μπαρτολοµέο Σολίνγκο, οι Βενετοί αδελφοί Πάολο, Αντόνιο και Τρωίλος Μποκκιάρντι, οι συµπατριώτες τους εµποροπλοίαρχοι Τζιάκοµο Κόκο, Αλβίζε Ντιέντο και Γκαµπριέλε Τρεβιζάν, ο Φλωρεντινός έµπορος Γιάκοπο Τετάλντι και ο Γενοβέζος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, που συνόδευε τον καρδινάλιο Ισίδωρο. Από τη Γερµανία (ή ίσως τη Σκοτία) είχε φθάσει ο ικανός µηχανικός Ιωάννης Γκραντ, ενώ στο πλευρό των υπερασπιστών τάχθηκαν η καταλανική παροικία της Κωνσταντινούπολης υπό τον πρόξενο Περέ Χούλια και ο Οθωµανός πρίγκιπας Ορχάν µε την ακολουθία του. Η κυριότερη, όµως, υποστήριξη προήλθε από τον έµπειρο Γενοβέζο κοντοτιέρο (αρχηγό µισθοφορικού σώµατος) Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόνγκο, πρώην κυβερνήτη της γενοβέζικης αποικίας του Καφά, στη χερσόνησο της Κριµαίας, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1453 έσπευσε εθελοντικά στην Κωνσταντινούπολη επικεφαλής σώµατος 700 κατάφρακτων στρατιωτών. Ο Τζιουστινιάνι είχε τη φήµη ικανού στρατιωτικού και έµπειρου στις πολιορκίες. Η συµµετοχή του στην άµυνα εκτιµήθηκε από την πρώτη στιγµή. Ο αυτοκράτορας του απένειµε το αξίωµα του πρωτοστράτορα (αρχιστρατήγου) και του προσέφερε ως ανταµοιβή τη Λήµνο, σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης των επιχειρήσεων. Το πυροβόλο «mons meg» κατασκευάστηκε στη βελγική Η οργάνωση των αντίπαλων στρατών Ο Μωάµεθ Β οργάνωνε µεθοδικά τα σχέδιά του για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήδη από τους τελευταίους µήνες του 1452, τα αποκάλυψε όµως στους συνεργάτες µόνο στα τέλη Ιανουαρίου του 1453. Ο βεζίρης Χαλήλ εξέφρασε αµφιβολίες για τις πιθανότητες επιτυχίας του εγχειρήµατος, τελικά όµως αναγκάστηκε να συµβιβαστεί µε την πλειοψηφία των φιλοπόλεµων στρατηγών του σουλτάνου. Οι προετοιµασίες του οθωµανικού στρατού ήταν εντυπωσιακές. Μέχρι τον Μάρτιο, οπότε άρχισε η πορεία προς την Κωνσταντινούπολη, είχαν συγκεντρωθεί στη Θράκη, κατά τις πιο αξιόπιστες µαρτυρίες, περί τις 80.000-100.000 στρατιώτες από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες. Σε αυτούς περιλαµβάνονταν αρκετοί χριστιανοί υποτελείς του σουλτάνου (π.χ.

ένα σερβικό απόσπασµα) και το επίλεκτο σώµα των 12.000 αρνησίθρησκων γενίτσαρων που αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του σουλτάνου. Παράλληλα, για πρώτη φορά συγκροτήθηκε ένας αξιόλογος οθωµανικός στόλος από περίπου 150 πλοία, πολεµικά και βοηθητικά, ποικίλων µεγεθών. Τα πληρώµατά του αποτελούνταν από σκλάβους και εθελοντές, ενώ επικεφαλής του τοποθετήθηκε ο κυβερνήτης της Καλλίπολης, ο Βούλγαρος αρνησίθρησκος Σουλεϊµάν Μπαλτόγλου. Το κυριότερο, όµως, πλεονέκτηµα που διέθετε ο στρατός του Μωάµεθ ήταν ένας αριθµός από κανόνια. Ο διορατικός σουλτάνος είχε αντιληφθεί ότι, προκειµένου να διασπάσει τη διπλή σειρά των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινούπολης, της καλύτερα οχυρωµένης πόλης του µεσαιωνικού κόσµου, χρειαζόταν ένα ισχυρό όπλο που θα κατέστρεφε τις οχυρώσεις ταχύτερα απ ό,τι θα µπορούσαν να τις επισκευάσουν οι αµυνόµενοι. Τα συνηθισµένα κανόνια της εποχής Η καταστροφική δράση της «βοµβάρδας» του Ουρβανού κατά την τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης «Περίοπτη θέση [εννοεί στην παράταξη των πολιορκητών] κατέλαβε το τεράστιο κανόνι που είχε κατασκευαστεί από τον Ούγγρο µηχανικό Ουρβανό. Είχε µεταφερθεί από την Αδριανούπολη πάνω σε ένα όχηµα που το τραβούσαν εξήντα βόδια και το επάνδρωναν 200 στρατιώτες. Όταν ο εκκωφαντικός του θόρυβος πρωτακούστηκε µέσα στην πόλη, ο λαός όρµησε στους δρόµους τροµοκρατηµένος επικαλούµενος το όνοµα του Κυρίου. Οι µπάλες που έριχνε το κανόνι ζύγιζαν 12 εκατόβαρα [δηλαδή περίπου 50 κιλά] και µολονότι ήταν ένα δυσκίνητο και πολύπλοκο µηχάνηµα που µπορούσε να πυροβολήσει µόνο επτά φορές την ηµέρα, είχε καταλυτική επίδραση στο να καταπονήσει την αρχαία διάρθρωση και λιθοδοµή των τειχών... Οι υπερασπιστές είχαν κάτι πρωτόγονα τουφέκια και επίσης έναν λίγο βαρύτερο οπλισµό. Όµως είχαν έλλειψη εκρηκτικών υλών και τα κανόνια τους κλόνιζαν τη δοµή της τειχοποιίας. Ανταπέδιδαν τα πυρά από τις επάλξεις του εξωτερικού τείχους µε βέλη, ακόντια και καταπέλτες, και τη νύχτα, όταν τα τουρκικά όπλα σιωπούσαν, γλιστρούσαν έξω για να καθαρίσουν την τάφρο από τα χαλάσµατα και για να επιδιορθώσουν πρόχειρα τις ζηµιές όσο καλύτερα µπορούσαν» (Ντ. Νίκολ, «Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου», εκδ. Παπαδήµα, Αθήνα 2001, σ. 597-8).

δεν ήταν σε θέση να το επιτύχουν. Ο Μωάµεθ, όµως, διέθετε τα µέσα για να προσλάβει τους καλύτερους διαθέσιµους τεχνίτες. Ένας από αυτούς ήταν ο Ούγγρος (ή Ρουµάνος) Ουρβανός, κατά τον Στέφαν Τσβάιχ, «ο πιο εφευρετικός και πιο έµπειρος κατασκευαστής κανονιών σε όλο τον κόσµο». Αρχικά είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του στους Βυζαντινούς. Εκείνοι, όµως, δεν µπορούσαν να του δώσουν την αµοιβή που ζητούσε, µε αποτέλεσµα να στραφεί προς τον Μωάµεθ που του προσέφερε όλα τα απαιτούµενα µέσα για την κατασκευή πυροβόλων διαφόρων µεγεθών. Ένα από τα πιο µεγάλα τοποθετήθηκε στο Ρούµελι Χισάρ και σε αυτό αποδίδεται η βύθιση του πλοίου του Ρίτζο. Τον Ιανουάριο του 1453 ο Ουρβανός κατασκεύασε µία τεράστια βοµβάρδα που έριχνε πέτρινα βλήµατα βάρους περίπου 600 κιλών. Το µήκος του σωλήνα της ήταν περίπου 9 µ. και για τη µεταφορά της χρειαζόταν να τη σέρνουν 60 βόδια. Στις 5 Απριλίου οι οθωµανικές δυνάµεις έφθασαν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και απέκλεισαν την πόλη από την ξηρά και από τη θάλασσα. Σύµφωνα µε τα έθιµα του Ισλάµ, ο σουλτάνος ζήτησε καταρχήν την ειρηνική παράδοση της πόλης, υποσχόµενος ότι σε µια τέτοια περίπτωση θα σεβόταν τη ζωή και την περιουσία των κατοίκων. Οι προτάσεις του, όµως, απορρίφθηκαν χωρίς συζήτηση. Στο µεταξύ είχαν ολοκληρωθεί και οι αµυντικές προετοιµασίες των Βυζαντινών. Η κυριότερη µέριµνα του αυτοκράτορα ήταν η ενίσχυση των παλαιών τειχών, που επισκευάστηκαν όσο ήταν δυνατόν, ενώ παράλληλα εκβαθύνθηκε η τάφρος (πλάτους 20 µ.), η οποία σε πολλά σηµεία είχε προσχωθεί µε την πάροδο του χρόνου. Υπό κανονικές συνθήκες η πόλη ήταν ουσιαστικά απόρθητη. Από την πλευρά της Προποντίδας τα θαλάσσια ρεύµατα και οι ύφαλοι δεν επέτρεπαν την προσέγγιση εχθρικών πλοίων. Τα τείχη προς τον Κεράτιο δεν θεωρήθηκε αναγκαίο να επανδρωθούν µε µόνιµες φρουρές, καθώς στο εσωτερικό του κόλπου στάθµευαν 26 πλοία (κυρίως γενοβέζικα και βενετικά, αλλά και από την Κρήτη, την Καταλονία, την Προβηγκία, καθώς και δέκα βυζαντινά, όλα υπό τον Αλβίζε Ντιέντο). Η είσοδος του κόλπου είχε κλειστεί µε ένα πλωτό φράγµα που αποτελείτο από µία βαριά αλυσίδα µε πλωτήρες. Η µία άκρη του είχε στερεωθεί στον πύργο του Ευγενίου, κάτω από τα τείχη της ακρόπολης του Βυζαντίου, και η άλλη στα θαλάσσια τείχη του Πέραν, µε τη συγκατάθεση των κατοίκων του. Πίσω από το φράγµα τοποθετήθηκαν για τη φύλαξή του δέκα πλοία, ενώ η ευθύνη για την ασφάλειά του ανατέθηκε στον Γενοβέζο Σολίνγκο. Τµήµα των θαλάσσιων τειχών της Κωνσταντινούπολης στην

Τα δύο κυριότερα προβλήµατα που αντιµετώπιζαν οι αµυνόµενοι ήταν η δυσαναλογία των δυνάµεών τους απέναντι στους Οθωµανούς και οι διχόνοιες που υπέβοσκαν µεταξύ τους. Για να αντιµετωπίσουν το πρώτο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Τζιουστινιάνι αποφάσισαν να παρατάξουν τις διαθέσιµες δυνάµεις τους κατά µήκος του εξωτερικού χαµηλότερου τείχους που ήταν και πιο ευπρόσβλητο. Από το εσωτερικό τείχος αξιοποίησαν µόνο τους ψηλούς πύργους του, όπου τοποθέτησαν τα λίγα µικρά κανόνια τους, τα οποία, όµως, απέδωσαν λιγότερα από τα αναµενόµενα, καθώς οι κραδασµοί από τις εκπυρσοκροτήσεις τους προκαλούσαν προβλήµατα στη στατικότητα των τειχών. Οι πύλες που ανοίγονταν από το εσωτερικό τείχος στην αυλή µεταξύ των δύο τειχών κλειδώθηκαν, ώστε οι αµυνόµενοι να µην µπουν στον πειρασµό να υποχωρήσουν στο εσωτερικό της πόλης. Όσον αφορά τη διάταξη των δυνάµεων των αµυνοµένων, ο αυτοκράτορας και τα πιο επίλεκτα ελληνικά στρατεύµατα ανέλαβαν την άµυνα του µεσαίου τµήµατος των τειχών (Μεσοτειχίου), που ήταν και το πιο ευπρόσβλητο, καθώς σε εκείνο το σηµείο το διέσχιζε κάθετα η κοίτη του χειµάρρου Λύκου. Κοντά σε αυτόν βρισκόταν η πύλη του Αγίου Ρωµανού και η µικρότερη πύλη της Αγίας Κυριακής, που χρησιµοποιείτο αποκλειστικά για στρατιωτικούς σκοπούς και η οποία στις ιστορικές πηγές των γεγονότων της Άλωσης συγχέεται µε αυτή του Αγίου Ρωµανού. Το σηµείο στο οποίο στρατοπέδευσε ο αυτοκράτορας ήταν η πύλη της Αγίας Κυριακής. Αριστερά του, προς την πλευρά της Προποντίδας, είχαν παραταχθεί διαδοχικά ένα γενοβέζικο τµήµα υπό τον Καττανέο, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος µε µερικούς Βυζαντινούς, ο Βενετός Φιλίππο Κονταρίνι, ο Γενοβέζος Μανουέλ, και δίπλα στα θαλάσσια τείχη ένα τµήµα υπό τον Δηµήτριο Καντακουζηνό. Απέναντι σε αυτή την πλευρά του τείχους (δηλαδή µεταξύ της κοιλάδας του Λύκου και της Προποντίδας) είχαν παραταχθεί τα µικρασιατικά στρατεύµατα του Μωάµεθ, υπό τον Ισάκ πασά. Δεξιά του αυτοκράτορα, προς τον Κεράτιο, στο τµήµα των τειχών που ονοµαζόταν Μυριάνδριον, είχαν στρατοπεδεύσει κατά σειρά αρχικά ο Τζιουστινιάνι µε το σώµα του (το οποίο, όµως, σύντοµα µετακινήθηκε προς το Μεσοτείχιον) και αργότερα οι αδελφοί Μποκκιάρντι. Δεξιότερα, κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών, είχε στρατοπεδεύσει ο Βενετός βάιλος Μινόττο µε τους άνδρες του. Πιο πέρα ήταν ο Βενετός Τεοντόρο Καρίστο µε ένα άλλο απόσπασµα. Απέναντι σε αυτή τη διάταξη των αµυνοµένων οι Οθωµανοί παρέτασσαν τα ευρωπαϊκά τους στρατεύµατα, υπό τον Καρατζά πασά. Ο Μωάµεθ είχε στρατοπεδεύσει απέναντι από τον Κωνσταντίνο. Εξωτερικός και εσωτερικός πύργος των χερσαίων τειχών της

Στο ίδιο σηµείο είχε τοποθετήσει και τη µεγάλη βοµβάρδα του Ουρβανού. Απέναντι από το σηµείο όπου τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης ενώνονταν µε τα τείχη του Κερατίου είχε στρατοπεδεύσει ένα απόσπασµα υπό τον Ζαγανός πασά. Ο οθωµανικός στόλος ναυλοχούσε στο Διπλοκιόνιο (το σηµερινό Μπεσικτάς), στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου, στο σηµείο όπου σήµερα βρίσκονται τα θερινά ανάκτορα του Ντολµά Μπαχτσέ. Τα θαλάσσια τείχη της πόλης υπερασπίζονταν από την πλευρά της Προποντίδας ο Τζιάκοµο Κονταρίνι, ένα σώµα καλογήρων, ο πρίγκιπας Ορχάν µε τους άνδρες του και οι άνδρες της καταλανικής παροικίας υπό τον Περέ Χούλια, ενώ από την πλευρά του Κερατίου ο καρδινάλιος Ισίδωρος µε 200 άνδρες (στο ακρωτήριο της ακρόπολης) και, πιο πέρα, 700 ναύτες υπό τον Γκαµπριέλε Τρεβιζάν. Μέσα στην πόλη υπήρχαν δύο εφεδρικά αποσπάσµατα, υπό τη διοίκηση του µεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά και του Νικηφόρου Παλαιολόγου. Εκτός από το ζήτηµα της ανεπαρκούς επάνδρωσης των τειχών, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν αναγκασµένος να αντιµετωπίσει και το πρόβληµα της διχόνοιας ανάµεσα στους υπερασπιστές. Οι Έλληνες έβλεπαν µε καχυποψία τους Λατίνους, όπως και οι ενωτικοί τους ανθενωτικούς, ενώ οι Βενετοί θεωρούσαν διπρόσωπους τους Γενοβέζους κλπ. Παράλληλα, υπήρχαν και προσωπικές αντιπάθειες, ακόµη και σε επίπεδο ανώτατης ηγεσίας, καθώς ο πρωτοστράτορας Τζιουστινιάνι και ο µέγας δουξ (πρωθυπουργός) Λουκάς Νοταράς έτρεφαν αµοιβαία έχθρα. Για τον τελευταίο, ο οποίος αποτελούσε και τον πολιτικό ηγέτη της ανθενωτικής µερίδας, ο χρονικογράφος Δούκας αναφέρει ότι είχε πει τη διάσηµη φράση πως προτιµούσε να δει µέσα στην πόλη το τουρκικό σαρίκι παρά τη λατινική τιάρα. Φαίνεται, πάντως, ότι πρόκειται για υπερβολή του δούκα, αφού τόσο ο Νοταράς όσο και οι περισσότεροι ανθενωτικοί στην πόλη είτε συνεργάστηκαν µε τον αυτοκράτορα είτε αρκέστηκαν να αποσιωπήσουν τις αντιρρήσεις τους µπροστά στην κρισιµότητα των περιστάσεων. Στην περιοχή που αργότερα χτίστηκε το παλάτι Ντολµά Μπαχ- Το «επεισόδιο Φλαντανελλά» Κατά τις δύο πρώτες εβδοµάδες της πολιορκίας δεν συνέβη κάποιο αξιόλογο συµβάν. Η τακτική του Μωάµεθ απέβλεπε στο να καταπονήσει τους αµυνοµένους υλικά και ψυχολογικά µε συνεχή βοµβαρδισµό των τειχών. Παρά τις αδυναµίες των πρωτόγονων κανονιών της εποχής (αστάθεια, αραιή συχνότητα βολών, οι οποίες στην περίπτωση