Δρ Μιχαλινός Ζεμπύλας: Ιστορία και Αυτογνωσία στην Εκπαίδευση Καλησπέρα και από εμένα! Ευχαριστώ ιδιαίτερα τη Μαρίνα και τον Γιάννη για την πρόσκληση! Είναι τιμή μου να βρίσκομαι εδώ! Θα ξεκινήσω με ένα περιστατικό που συνέβη σε ένα σχολείο. Πριν από μερικά χρόνια σχεδιάσαμε με μία δασκάλα ΣΤ τάξης Δημοτικού Σχολείου της Λευκωσίας ένα μικρό project στα πλαίσια του «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ», ώστε οι μαθητές να ερευνήσουν την έννοια της «ενσυναίσθησης», αν μπορούν δηλαδή να μπουν στη θέση των άλλων που υπέφεραν, τόσο Ελληνοκυπρίων όσο και Τουρκοκυπρίων και να συναισθανθούν, όσο αυτό είναι εφικτό, τον πόνο τους χωρίς φανατισμό, αλλά με νηφαλιότητα και κριτικό στοχασμό. Σε μία από τις πολλές συζητήσεις στην τάξη κατά τη διάρκεια των δύο αυτών μηνών, ειπώθηκε ο εξής διάλογος μεταξύ δύο μαθητών. Αυτό έγινε περίπου στα μέσα του χρόνου. Λοιπόν, ο Γιάννης λέει: «Νιώθω θλίψη και πικρία, επειδή εμείς (οι Ελληνοκύπριοι εννοεί) χάσαμε τα σπίτια μας και δεν μπορούμε να πάμε πίσω. Οι Τούρκοι κατέχουν την μισή μας πατρίδα. Έχουμε αγνοούμενους και νεκρούς. Νιώθω μίσος για τους Τούρκους.». Και απαντά η Νίκη: «Νιώθω θλίψη γιατί υπάρχουν αγνοούμενοι και νεκροί και από τις δύο κοινότητες στην Κύπρο. Δεν αισθάνομαι μίσος γι αυτούς, επειδή μερικοί Τούρκοι είναι καλοί. Δεν είναι όλοι κακοί. Δεν ξέρω πώς να νιώσω για αυτούς. Και γιατί θα πρέπει να με νοιάζει αν υπέφεραν αυτοί; Μήπως αυτούς τους νοιάζει αν υποφέραμε εμείς;». Στον απόηχο της τουρκικής εισβολής και κατοχής από το 74, το Ελληνοκυπριακό Εκπαιδευτικό Συστήμα έχει θέσει ως έναν από τους σημαντικότερους στόχους, να μεγαλώσει τις νέες γενιές ώστε να θυμούνται τα κατεχόμενα εδάφη και να αγωνιστούν για την απελευθέρωση και την επανένωση της Κύπρου. Ο στόχος αυτός, ο οποίος έγινε γνωστός ως «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ», είχε ενσωματωθεί στο Αναλυτικό Πρόγραμμα και έγινε μέρος των σχολικών δραστηριοτήτων και τελετών μερικά χρόνια μετά το 74. Έρευνες μας δείχνουν ότι η διδασκαλία του «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» μεταφέρει μονολιθικά και μονοπρισματικά τις μεγάλες αφηγήσεις της ελληνοκυπριακής κοινότητας για την τουρκική εισβολή του 74, ενώ παραβλέπει την οπτική γωνία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, και συχνά δεν κάνει καν διάκριση μεταξύ Τούρκων και Τουρκοκύπριων. Ορισμένα στοιχεία αυτής της μεγάλης αφήγησης
υπάρχουν στον πιο πάνω διάλογο που μόλις σας διάβασα, και συγκεκριμένα στην αναφορά του Γιάννη ότι εμείς οι Ελληνοκύπριοι είμαστε τα μόνα θύματα, ενώ οι Τούρκοι είναι οι θύτες. Το ερώτημα είναι προφανές. «Μπορεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα που για χρόνια διδάσκει το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» σε ένα μονολιθικό πλαίσιο, να συμβάλλει στην καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης και συμφιλίωσης;». Στη δημόσια σφαίρα των συζητήσεων μπορεί να διακρίνει κανείς τουλάχιστον δύο απαντήσεις στο πιο πάνω ερώτημα. Η πρώτη είναι πως το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» είναι ασύμβατο με την καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης και συμφιλίωσης. Γιατί; Υπάρχουν δύο επιχειρήματα που προβάλλονται συχνά. Πρώτον υπάρχουν οι ανοικτές πληγές, τα τραύματα του παρελθόντος και η συνεχιζόμενη κατοχή. Συνεπώς είναι αδιανόητο εμείς να μιλούμε για συμφιλίωση στην εκπαίδευση, όταν το πολιτικό πρόβλημα παραμένει άλυτο και η αδικία σε βάρος μας συνεχίζεται. Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι απειλείται η μνήμη και η ταυτότητά μας μέσα από τέτοιες ιδέες και κατ επέκταση η εθνική μας επιβίωση ως Ελληνοκυπρίων. Συνεπώς, δεν έχουμε πολυτέλειες για να διδάσκουμε για ειρήνη και συμφιλίωση. Όπως διερωτήθηκε πρόσφατα μια συνάδελφος εκπαιδευτικός, και παραθέτω τα λόγια της: «Έχουμε δικαίωμα ως θύματα της τουρκικής εισβολής και κατοχής, να αγνοούμε τα πραγματικά δεδομένα, που ισοδυναμούν με την καθημερινή παραβίαση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας; Πώς να υποδομηθεί πολιτισμός ειρήνης; Πώς να πείσουμε τα παιδιά μας γι αυτό, όταν η σημαία της ντροπής στον Πενταδάχτυλο φωνάζει είμαι περήφανος που γεννήθηκα Τούρκος.». Υπάρχει όμως και μια διαφορετική προσέγγιση στα πιο πάνω, η οποία ομολογουμένως θέτει αρκετά δύσκολα ερωτήματα, παρά να δίνει απόλυτες απαντήσεις. Για παράδειγμα, τί ακριβώς σημαίνει ή υπονοείται από το σύνθημα: «Γνωρίζω, δεν ξεχνώ, διεκδικώ.», όπως είναι σήμερα διατυπωμένος ο στόχος του «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ». Μήπως γνωρίζω τα κατεχόμενα από απόσταση, μέσα από εικόνες της εποχής πριν από το 74, ενώ έχουν ήδη αλλάξει δραματικά τα δεδομένα; Γνωρίζω ότι υπέφεραν και οι Τουρκοκύπριοι; Τί γνωρίζω ακριβώς; Τι δεν γνωρίζω και ενδεχομένως να μην θέλω να μάθω; Δεν ξεχνώ μόνο όσα υπέφερα εγώ και η εθνοτική μου ομάδα; Με ενδιαφέρει εάν υπέφεραν και οι Τουρκοκύπριοι; Μήπως αναγνωρίζοντας τον πόνο του άλλου, σημαίνει αυτόματα ότι υποβαθμίζω τον δικό μου πόνο; Δηλαδή χάνεται η ασυμμετρία, η οποία υπάρχει διότι οι Ελληνοκύπριοι υπέφεραν περισσότερο επειδή έχασαν περισσότερα; Είχαν πιο πολλούς αριθμητικά νεκρούς και αγνοούμενους; Τι ακριβώς διεκδικώ; Διεκδικώ μόνο την παραβίαση των δικών μου ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Με ενδιαφέρει η αλληλεγγύη και η κοινή διεκδίκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων, μεταναστών, άλλων προσφύγων, κλπ, ανεξάρτητα από εθνικές, φυλετικές και άλλες κατηγοριοποιήσεις; Στο πλαίσιο της προετοιμασίας μου για την σημερινή ομιλία, επειδή η Νότιος Αφρική έγινε κάπως σαν τη δεύτερη μου πατρίδα τα τελευταία δέκα χρόνια, ανέτρεξα στις ηχογραφήσεις των πιο 2
διάσημων ομιλιών του Nelson Mandela, από την εποχή της Δίκης του το 1964 ως την τελευταία του ομιλία ως Πρόεδρος το 1999. Και μου έκαναν εντύπωση τα εξής λόγια. Λέει ο Mandela: «Όταν έχεις μνησικακία ενάντια σε κάποιον, είναι σαν να πίνεις δηλητήριο και να νομίζεις ότι θα σκοτώσει τον εχθρό σου. Αν θέλεις να κάνεις ειρήνη με τον εχθρό σου, θα πρέπει να συνεργαστείς με τον εχθρό σου. Τότε μόνο θα γίνει σύντροφος σου.». Το συναίσθημα της μνησικακίας και άλλων συναφών συναισθημάτων, όπως του φόβου, του μίσους, της αυτοδικαίωσης, αποτελούν κυρίαρχα πολιτισμικά και πολιτικά φαινόμενα της εποχής μας, ιδιαίτερα σε διαιρεμένες κοινωνίες, όπως την δική μας. Μια ιστορική ανάλυση της πολιτικής χρήσης των συναισθημάτων δείχνει πως τα Μ.Μ.Ε., η πολιτική, αλλά και η εκπαίδευση διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των ιδιαίτερων τρόπων που μία κοινωνία καλλιεργεί τα συναισθήματα αυτά. Ιδιαίτερα όταν το αντικείμενο συζήτησης είναι «ο άλλος», ο εχθρός, ο μετανάστης, ο αιτητής πολιτικού ασύλου, τότε εύκολα δημιουργείται μια κουλτούρα που είναι περισσότερο επιδεκτική στον φόβο, τη μνησικακία, το μίσος και πολύ πιο έτοιμη να δεχθεί την χειραγώγηση της από Λαϊκίστικες προσεγγίσεις που προωθούνται στον χώρο της πολιτικής, των Μ.Μ.Ε., αλλά δυστυχώς και της εκπαίδευσης. Γνωρίζουμε πια από έρευνες ότι τα συναισθήματα αυτά έχουν καλλιεργηθεί συστηματικά στην κοινωνία μας, τολμώ να πω και στις δύο κοινότητες, «ένθεν κι ένθεν» της διαχωριστικής γραμμής τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό διαπιστώνεται εύκολα, γιατί όποτε ξεκινά μια δημόσια συζήτηση για την παιδεία σε σχέση με τα γεγονότα αυτά ή το παρελθόν γενικότερα, όπως φαίνεται κι από την πρόσφατη διαμάχη για το ερωτικό δημοψήφισμα, αρχίζουν οι τυμπανοκρουσίες του φόβου για τους κινδύνους που υπάρχουν να αλλοιωθεί η ιστορία και η ταυτότητα μας. Έτσι, η καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης και συμφιλίωσης μεταξύ των παιδιών και νέων προκαλεί έντονους φόβους, φόβους για παραχάραξη της Ιστορίας, φόβους ότι θα ξεχάσουμε το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ», φόβους για ανθελληνισμό και τουρκοποίηση. Το ζήτημα δεν είναι απλά αν οι φόβοι αυτοί είναι υπερβολικοί ή δικαιολογημένοι, αλλά τί συνέπειες έχουν. Οι έρευνες που διεξάγουμε σε σχολεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης τα τελευταία 15 χρόνια, καταδεικνύουν ότι διαπαιδαγωγούμε άτομα ανέτοιμα να διαχειριστούν θεωρητικά τους φόβους και γενικότερα τα συναισθήματα τους, και άρα συντηρούμε την κουλτούρα της μνησικακίας και την αδυναμία να έρθουμε σε επαφή με τον άλλον. Οι απόψεις παιδιών και νέων που καταγράφονται συστηματικά, ότι: «Οι Τούρκοι είναι βάρβαροι.»(αυτά είναι από έρευνες) ή «Δεν θέλω να ζήσω μαζί τους, γιατί θα μου αλλάξουν την ελληνική μου ταυτότητα», δημιουργούν προβληματισμούς όσον αφορά στην υποδόμηση και συντήρηση τέτοιων αντιλήψεων και συναισθημάτων. Είναι ανάγκη επομένως να μελετήσουμε πώς ερμηνεύουμε κριτικά τέτοιες αντιλήψεις και συναισθήματα, για να τις κατανοήσουμε βαθύτερα και να βρούμε τρόπους αντιμετώπισης της διαιώνισης τους και των επιπτώσεων τους. Σπεύδω να διευκρινίσω εδώ, για να προλάβω κάποιους, ότι ναι το θέμα δεν είναι ψυχολογικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό. Αλλά θα ήταν το λιγότερο αφέλεια 3
να νομίζουμε ότι η πολιτικοποίηση των συναισθημάτων είναι αμέτοχη στο Κυπριακό και την επίλυση του. Υπάρχει λοιπόν διέξοδος; Η Αμερικανή πολιτική φιλόσοφος Judith Butler γράφει πως ο καθένας από εμάς κατασκευάζεται πολιτικά εν μέρη λόγω της κοινωνικής ταυτότητας των σωμάτων μας. Η απώλεια και η τρωτότητα μας ακολουθούν και κατασκευάζουν ποιοι είμαστε. Αυτό είναι προφανές, για παράδειγμα, μέσα από την εμπειρία της απώλειας αγαπημένων μας προσώπων. Ο καθένας από εμάς ως ανθρώπινη οντότητα υπόκειται σε αυτήν την τρωτότητα. Δεν υπάρχει διαφυγή από αυτό! Η επαναγνώριση της τρωτότητας αυτής για τους άλλους εξαπολύει βία εναντίον τους, αφού αρνείται ότι και οι άλλοι είναι τρωτοί, πονούν και έχουν τραύματα. Αντίθετα, η αναγνώριση της τρωτότητας δημιουργεί ανοίγματα για ηθική επαφή μαζί τους. Κατά συνέπεια θα πρέπει να αξιολογήσουμε κριτικά, τονίζει η Butler, τις Προϋποθέσεις υπό τις οποίες θεωρούμε ότι ορισμένες ανθρώπινες ζωές είναι πιο «άξιες» να τις πενθούμε από άλλες. Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Τί λέει αυτό για εμάς ως ανθρώπους; Τότε μόνο θα αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε πως η άρνηση της αναγνώρισης του πόνου του άλλου, επεκτείνει τους στόχους της βίας και των συγκρούσεων και εμποδίζει την συμφιλίωση. Τις τελευταίες δεκαετίες, διάφορες κοινωνίες που έζησαν την φρίκη μαζικών εγκλημάτων, πολέμων και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αναζήτησαν έναν καινούριο ηθικό και παιδαγωγικό λόγο, για να αντιμετωπίσουν το βίαιο παρελθόν τους. Στο νέο πολιτικό σκηνικό που δημιουργήθηκε, πρόβαλε η ηθική και η παιδαγωγική της συμφιλίωσης, δηλαδή του επαναπροσδιορισμού της κοινωνικοποίησης ανάμεσα σε αντιμαχόμενες πλευρές, μέσα από την δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης, συνεννόησης, σεβασμού και ενσυναίσθησης. Έτσι είδαμε τολμηρές προσπάθειες συμφιλίωσης στη Νότιο Αφρική, τη Χιλή, την Αργεντινή, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα, και άλλες χώρες. Το ζήτημα επομένως είναι κατά πόσο μία κοινωνία όπως την δική μας, με τα δεινά που έχουν βιώσει Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι και τα τραύματα που κουβαλάνε, έχει την επιθυμία και την τόλμη να ζει με την διαφορετικότητα του άλλου. Το ερώτημα που επανέρχεται πεισματικά είναι κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να εισέλθουμε σε αυτήν τη διαδικασία. Τί θα κερδίσουμε; Τί θα χάσουμε αν δεν δοκιμάσουμε; Τί ρόλο έχει η εκπαίδευση; Ξεχωρίζω τρεις σημαντικές διαστάσεις του ρόλου αυτού. Πρώτα απ όλα πρέπει να δίνεται στα παιδιά η δυνατότητα να προβληματικοποιούν την έννοια της «Αλήθειας» και της «Ιστορίας» και να συζητήσουν μέσα από έναν κριτικό διάλογο τους μηχανισμούς εκείνους που μας εμποδίζουν να 4
δούμε τον άλλον ως συνάνθρωπο, ως συνεργάτη. Θα πρέπει να δοθούν ευκαιρίες στα παιδιά να αντιμετωπίσουν με τόλμη και νηφαλιότητα «το ένοχο παρελθόν» μας, για το οποίο σιωπούμε, και με κριτικό στοχασμό να αποδημήσουν τους διάφορους μύθους που έχουν υποδομηθεί. Είναι πολύ σημαντικό το Σχολείο να τολμά να δημιουργεί χώρους κριτικής για τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς, ώστε να αγγίζουν ευαίσθητα θέματα μέσα από μία πολυπρισματική και κριτική προσέγγιση. Τέλος, θα πρέπει να μάθουμε όλοι μας να επικοινωνούμε με κριτικά τεκμηριωμένο τρόπο και όχι με αφορισμούς, με ανεκτικότητα και ειλικρίνεια και όχι με μνησικακία, με ενσυναίσθηση για τα τραύματα των άλλων και όχι με προσκόλληση μόνο στα δικά μας τραύματα. Πολύ φοβάμαι, και ελπίζω, ότι μια Παιδεία σε μία χώρα μοιρασμένη που κουβαλά ακόμη τόσα πράγματα από το παρελθόν, δεν έχει άλλη επιλογή από την συμφιλίωση πρώτα με τον εαυτό της και μετά με τους άλλους, εάν θέλει να επιβιώσει σε έναν χώρο απαλλαγμένο από κάθε μορφής φασισμό. Κλείνοντας θέλω να επανέλθω σε αυτό το περιστατικό που ανέφερα στην αρχή για το project με τους μαθητές της ΣΤ τάξης. Στην τελευταία δραστηριότητα του project η δασκάλα έφερε μία φωτογραφία που έδειχνε ένα νεαρό αγόρι στην ηλικία τους, 11 χρονών δηλαδή, ο οποίος κρατούσε την εικόνα ενός αγνοούμενου και δίπλα του μια ομάδα ανδρών να σκάβει το χώμα. Ακολούθησε συζήτηση σχετικά νε το ποιος θα μπορούσε να είναι αυτό το αγόρι, τί έκανε εκεί και πώς θα μπορούσε να αισθάνεται. Αρχικά όλα τα παιδιά υπέθεσαν ότι αυτό το αγόρι είναι Ελληνοκύπριος και κρατούσε την εικόνα του αγνοούμενου πατέρα του. Τα παιδιά μοιράστηκαν τα συναισθήματα τους, την θλίψη, αγωνία και θυμό για τον πόνο αυτού του αγοριού και της ελληνοκυπριακής κοινότητας στο σύνολο της, για τις δυσκολίες στον πόλεμο του 74, μίλησαν για τους αγνοούμενους και τα συναισθήματα των αγαπημένων τους που έμειναν πίσω να τους περιμένουν. Κάποια στιγμή μια μαθήτρια πρότεινε πως το αγόρι αυτό θα μπορούσε να είναι και Τουρκοκύπριος, γιατί από την έρευνα που έκαναν στην τάξη, τα παιδιά είχαν ανακαλύψει ότι υπήρχαν και Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι. Η δασκάλα τότε, που ως εκείνη την στιγμή δεν έλεγε και πολλά πράγματα, αλλά είχε αφήσει τα παιδιά να συζητούν ελεύθερα, τους είπε: «Αν σας έλεγα ότι το όνομα αυτού του αγοριού είναι Ahmed, και πράγματι είναι Τουρκοκύπριος, θα άλλαζε κάτι σε αυτά που είπατε προηγουμένως; Πώς θα νιώθατε εάν ήσασταν στη θέση του Ahmed;». Πολλά παιδιά έδειξαν να εκπλήσσονται από την εξέλιξη και άρχισαν να συζητούν ότι αφού και οι Τουρκοκύπριοι έχασαν τους αγαπημένους τους, έτσι και τα δικά τους συναισθήματα, κυρίως της θλίψης, δεν θα άλλαζαν. Σας αφήνω με τρεις μονάχα αναστοχασμούς που έγραψαν κάποια παιδιά στα ημερολόγια τους. 5
Λέει η Λουίζα: «Εάν ήμουν ο Ahmed, θα ένιωθα έναν απέραντο πόνο και θλίψη για την απώλεια του πατέρα μου. Δεν θα μπορούσα καν να διανοηθώ την θλίψη μου.». Ο Γιάννης, ο οποίος θυμάστε στην αρχή ότι είχε πει ότι νιώθει μίσος, λέει: «Θα είχα χάσει κάθε ελπίδα και θα ένιωθα φόβο, αν οι γονείς μου σκοτώνονταν ή χάνονταν στον πόλεμο του 74. Ένα μέρος της ψυχής μου θα χανόταν για πάντα!». Και ο Παναγιώτης λέει: «Σκέφτομαι αυτό το παιδί, τον Ahmed Ποιος άνθρωπος πραγματικά μπορεί να αντέξει τόσο πολύ πόνο; Στο τέλος η καρδιά του θα σπάσει. Αυτό συνέβη με όλους τους Κύπριους που έχασαν τα σπίτια τους και τους αγαπημένους τους. Πώς ξεπερνά κάποιος αυτόν τον πόνο; Πραγματικά δεν ξέρω.». Σας ευχαριστώ! 6