ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ: Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ: ΝΟΜΙΚΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Μάθηµα:Εφαρµογές Δηµοσίου Δικαίου Διδάσκοντες:Καθηγητής Δηµητρόπουλος Ανδρέας Επίκ. καθηγήτρια Παπαϊωάννου Ζωή Επίκ. καθηγητής Βλαχόπουλος Σπύρος Φοιτήτρια:Ρίζου Κωνσταντίνα Α.Μ.1340200300421 Τηλέφωνο:6976882291 ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2008
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κεφάλαιο 1:Εισαγωγή Κεφάλαιο 2:Οριοθετήσεις Α)φύση των οριοθετήσεων Β)χαρακτηριστικά των οριοθετήσεων Κεφάλαιο 3:Οι γενικές ρήτρες: νοµιµότητα,κοινωνικότητα,χρηστότητα Κεφάλαιο 4:Η ρήτρα της συνταγµατικής νοµιµότητας σελ.4 σελ.6 σελ.9 σελ.12 Κεφάλαιο 5:Η ρήτρα της κοινωνικότητας σελ.14 Α)η κοινωνικότητα ως οριοθέτηση των συνταγµατικών δικαιωµάτων Β)γενικό συµφέρον Γ)τα δικαιώµατα των άλλων Κεφάλαιο 6:Η ρήτρα της χρηστότητας σελ.20 Α)έννοια Β)τα χρηστά ήθη ειδικότερα Γ)απαγόρευση κατάχρησης 1)ορισµός 2)κατάχρηση στο Σ25παρ.3 και στο κοινό ίκαιο Κεφάλαιο 7:Συµπεράσµατα σελ.28 2
Κεφάλαιο 8:Περιλήψεις Κεφάλαιο 9:Νοµολογία Κεφάλαιο 10:Βιβλιογραφία σελ.29 σελ.31 σελ.33 3
Κεφάλαιο 1 :Εισαγωγή Μία από τις κατακτήσεις του σύγχρονου κράτους είναι η κατοχύρωση των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα διαδραµατίζουν πλέον σηµαντικό ρόλο κι έχουν µεταβάλει κι εξελίξει το πεδίο της νοµικής επιστήµης. Είναι σηµαντική εποµένως η µελέτη η σχετική µε τη φύση και τη δοµή τους, ώστε να προσδιοριστεί τι εξουσίες παρέχουν και ποια προστασία εξασφαλίζουν στους κοινωνούς του ικαίου. Η παρούσα εργασία πραγµατεύεται ένα συγκεκριµένο κοµµάτι της δοµής των συνταγµατικών δικαιωµάτων, την οριοθέτηση, η οποία αποτελεί το εξωτερικό όριο του δικαιώµατος και διαχωρίζει τη νόµιµη από την παράνοµη συµπεριφορά. Η οριοθέτηση αυτή συνίσταται από τρεις γενικές ρήτρες, τη συνταγµατική νοµιµότητα, την κοινωνικότητα και τη χρηστότητα, οι οποίες έχουν συνταγµατικό έρεισµα και διέπουν ολόκληρη την έννοµη τάξη. Αυτές µε τη σειρά τους απαρτίζονται από µερικότερες αρχές (γενικό συµφέρον,δικαιώµατα άλλων,χρηστά ήθη και απαγόρευση κατάχρησης)που µελετώνται κι αναλύονται µε σκοπό την όσο το δυνατόν 4
ακριβέστερη- διασαφήνιση των ορίων της άσκησης των συνταγµατικών δικαιωµάτων. 5
Κεφάλαιο 2:Οριοθετήσεις Α)Φύση των οριοθετήσεων Ορισµός :Οριοθέτηση είναι ο µε διατάξεις ικαίου στο πλαίσιο της γενικής σχέσης πραγµατοποιούµενος καθορισµός του γενικού περιεχοµένου, ο προσδιορισµός των ανωτάτων ορίων άσκησης του δικαιώµατος. 1 Από οντολογική άποψη η οριοθέτηση αποτελεί τµήµα της δοµής του δικαιώµατος και συγκεκριµένα είναι το εξωτερικό σύνορο του δικαιώµατος. Είναι δηλαδή το κοµµάτι εκείνο που περικλείει το χώρο του δικαιώµατος και θέτει όρια στην άσκηση των εξουσιών που παρέχει. Πρέπει να τονιστεί ότι η οριοθέτηση ως δοµικό στοιχείο του δικαιώµατος προσδιορίζει το µέγιστο γενικό περιεχόµενό του (µαξιµαλιστικός προσδιορισµός) και δεν το περιορίζει. Χωρίς την οριοθέτηση δεν µπορεί να νοηθεί δικαίωµα, καθώς τότε θα επρόκειτο για µια απεριόριστη εξουσία κατοχυρωµένη από το δίκαιο, η οποία θα έδινε στο φορέα της ανεξέλεγκτη δυνατότητα ενεργειών µε αποτέλεσµα τη σύγκρουση µε την εξουσία άλλων φορέων και άρα τη µη οµαλή λειτουργία της έννοµης τάξης. 1 Α. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα, β έκδοση, Σάκκουλας 2008,σελ.155 6
Εποµένως η οριοθέτηση είναι απαραίτητη κι αποτελεί «νοµικό οδηγό» της άσκησης του δικαιώµατος που έχει κτηθεί. 2 Β)Χαρακτηριστικά των οριοθετήσεων Για την πληρέστερη κατανόηση των οριοθετήσεων είναι απαραίτητη η παράθεση των βασικών χαρακτηριστικών. -Η οριοθέτηση είναι νοµική ρύθµιση. Αυτό απορρέει από τη φύση του δικαιώµατος που είναι µέγεθος νοµικό. Ο καθορισµός της συνεπώς δεν µπορεί παρά να γίνεται µε διατάξεις ικαίου. Συγκεκριµένα ο συντακτικός νοµοθέτης είναι αυτός που αποτυπώνει τα όρια των συνταγµατικά κατοχυρωµένων δικαιωµάτων. -Η οριοθέτηση είναι πάγια ρύθµιση µε καθολικό χαρακτήρα.( Αυτή είναι και µια από τις βασικές διαφορές της από τον περιορισµό,ο οποίος είναι ειδικός. ) Εφαρµόζεται δηλαδή σε όλα τα συνταγµατικά δικαιώµατα κι αρκεί η γενική πρόβλεψη. εν είναι απαραίτητο λοιπόν να επαναλαµβάνεται σε κάθε δικαίωµα. 2 Α. ηµητρόπουλος,συνταγµατικά ικαιώµατα, Β έκδοση, Σάκκουλας 2008, σελ.157 7
-Η οριοθέτηση διαχωρίζει την επιτρεπόµενη από την απαγορευµένη περιοχή άσκησης, την επιδοκιµαζόµενη από την αποδοκιµαζόµενη. Ο χώρος τον οποίο περικλείει η οριοθετική γραµµή είναι ο χώρος της νόµιµης άσκησης του δικαιώµατος, όπου ο φορέας ενεργεί ελεύθερα κι απολαµβάνει την εξουσία που του απονέµει το ίκαιο. Η λειτουργία της οριοθετικής γραµµής είναι διπλή : προστατεύει τον δικαιούχο από εισβολή άλλων (ιδιωτών ή κράτους) στο πεδίο του δικαιώµατός του αλλά και δεν του επιτρέπει να την υπερβεί, καθώς τότε θα εξέλθει από το χώρο του δικαιώµατος και θα εισέλθει στο χώρο της παράνοµης συµπεριφοράς. 8
Κεφάλαιο 3:Οι γενικές ρήτρες: νοµιµότητα,κοινωνικότητα,χρηστότητα Η οριοθέτηση απαρτίζεται από τρεις γενικές ρήτρες, τη συνταγµατική νοµιµότητα, την κοινωνικότητα και τη χρηστότητα. Αυτές προβλέπονται στα Σ5 παρ.1 και Σ25 και προκύπτουν µαζί µε τις ειδικότερες αρχές από τη συστηµατική ερµηνεία των άρθρων αυτών. Σ5 παρ.1 Καθένας έχει δικαίωµα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συµµετέχει στην κοινωνική,οικονοµική και πολιτική ζωή της Χώρας,εφόσον δεν προσβάλει τα δικαιώµατα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγµα ή τα χρηστά ήθη. Σ25 παρ.1 Τα δικαιώµατα του ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεµπόδιστη και αποτελεσµατική άσκησή τους. Τα δικαιώµατα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισµοί που µπορούν κατά το Σύνταγµα να επιβληθούν στα δικαιώµατα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγµα είτε από το νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ 9
αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Σ5 παρ.2 Η αναγνώριση και η προστασία των θεµελιωδών κι απαράγραπτων δικαιωµάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγµάτωση της κοινωνικής προόδου µέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. Οι γενικές ρήτρες αλληλοεπικαλύπτονται κι αλληλοσυµπληρώνονται και τυχόν σύγκρουσή τους δεν είναι δυνατή. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στην επιστήµη είχε δηµιουργηθεί ο εξής προβληµατισµός: Η πρόβλεψη του τρίπτυχου συνταγµατική νοµιµότητα, δικαιώµατα των άλλων και ιδιαίτερα- χρηστά ήθη στο Σ5 παρ.1 τους δίνει ισχύ για όλα τα άλλα θεµελιώδη δικαιώµατα; Υποστηρίχτηκαν για την απάντηση και οι δύο απόψεις. Α)Η θεωρία της ειδικής εφαρµογής υποστηρίζει ότι τα συγκεκριµένα συνταγµατικά δικαιώµατα υπερισχύουν των γενικών ρητρών κι άρα αποκλείεται η εφαρµογή τους. Β)Η θεωρία της γενικής εφαρµογής η οποία κι εδώ υποστηρίζεται- δέχεται ότι οι γενικές ρήτρες εφαρµόζονται σε όλα τα συνταγµατικά δικαιώµατα. 10
Προς αντίκρουση της ειδικής εφαρµογής µπορεί να ακολουθηθεί η συστηµατική ερµηνεία του Συντάγµατος. Η πρόβλεψη των ρητρών στο Σ5 παρ.1 επιβάλλει την εφαρµογή τους στο σύνολο των συνταγµατικών δικαιωµάτων, αφού κάθε συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµα αποτελεί ειδικότερη έκφανση του Σ5 παρ.1. Πρόκειται λοιπόν για γενικές αντικειµενικές αρχές που αφορούν τη συνολική έννοµη τάξη. Καθοδηγούν τη δράση των υποκειµένων των δικαιωµάτων αλλά και τη δράση του κράτους γενικότερα. Οι τρεις γενικές αρχές διαιρούνται σε µερικότερες. Η κοινωνικότητα στο γενικό συµφέρον και τα δικαιώµατα των άλλων (Σ5 παρ.1) και η χρηστότητα στα χρηστά ήθη (Σ5 παρ.1) και την κατάχρηση (Σ25 παρ.3). 11
Κεφάλαιο 4:Η ρήτρα της συνταγµατικής νοµιµότητας Η ρήτρα της συνταγµατικής νοµιµότητας κατοχυρώνεται στο Σ5 παρ.1 κι εφαρµόζεται σε ολόκληρη την έννοµη τάξη. Σύµφωνα µε αυτήν, η δράση όλων των κοινωνών του ικαίου πρέπει να είναι σύµφωνη µε το Σύνταγµα και τους σύµφωνους προς αυτό νόµους. Ο νοµοθέτης δεσµεύεται επίσης από τη ρήτρα, καθώς δεν µπορεί επικαλούµενος το Σύνταγµα να περιορίζει θεµελιώδη δικαιώµατα. Ο φορέας από την πλευρά του δεν µπορεί να ασκήσει την εξουσία που απολαµβάνει µε τρόπο τέτοιο, ώστε η συµπεριφορά του να αντίκειται σε αγαθό προστατευόµενο από διάταξη του Συντάγµατος ή κοινού (συνταγµατικού) νόµου. Η γενική αρχή της συνταγµατικής νοµιµότητας έχει καθολική ισχύ και δε χρειάζεται να επαναλαµβάνεται σε κάθε διάταξη. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ακόµα κι αν δεν υπήρχε ρητή αναφορά στο Σ5 παρ.1,η ρήτρα θα προέκυπτε από το Σ120 παρ.2. Οι φορείς των δικαιωµάτων έχουν την υποχρέωση να σέβονται το Σύνταγµα και να µην καταλύουν τα 12
προστατευόµενα σε αυτό αγαθά κατά την άσκηση των δικαιωµάτων. 13
Κεφάλαιο 5: Η ρήτρα της κοινωνικότητας Α) Η κοινωνικότητα ως οριοθέτηση των συνταγµατικών δικαιωµάτων Ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον δε ζει αποµονωµένος αλλά σε οργανωµένα σύνολα, µε τα οποία βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση. Κάθε µορφή εξουσίας που το κράτος απονέµει στους πολίτες του, απονέµεται µε σηµείο αναφοράς το ίδιο. Τα δικαιώµατα κατοχυρώνονται για να εξασφαλίσουν την εύρυθµη λειτουργία της και άρα τη συνέχισητης πολιτείας. Ο νοµοθέτης θεσπίζει κανόνες ικαίου µε στόχο την εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου κι όχι την κατάλυσή του! Αφού λοιπόν το γενεσιουργό αίτιο των δικαιωµάτων (συνταγµατικών ή κοινών) είναι η προστασία και η πρόοδος της κοινωνικής ζωής, δεν µπορεί παρά η κοινωνικότητα να ανήκει (ως γενική ρήτρα) στη δοµή των συνταγµατικών δικαιωµάτων. Η κοινωνικότητα είναι το στοιχείο που κρατά σταθερό τον προσανατολισµό του δικαιώµατος. Το θεµελιώδες δικαίωµα πρέπει να είναι µόνιµα στραµµένο στην προστασία του ατόµου ως µέλους του κοινωνικού συνόλου. Είναι προφανές,εποµένως, ότι η κοινωνικότητα προσδιορίζει τα όρια του δικαιώµατος, ΕΝ τα περιορίζει. εν αφαιρεί εξουσίες από το άτοµο προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, αλλά 14
υποδεικνύει πώς να ασκηθεί το δικαίωµα από τον καθένα ως µέλος µιας κοινωνίας. Η σχέση κοινωνικότητα-κοινωνίας είναι αµφίδροµη. Η κοινωνία προστατεύεται από τη λειτουργία της ρήτρας αλλά και η ρήτρα αφουγκράζεται τον παλµό της κοινωνίας και προσαρµόζεται, ώστε να την εξυπηρετήσει. Αυτό αποδίδει την αιτία για την οποία η κοινωνική οριοθέτηση δεν είναι σταθερή, αλλά παραλλάσσει από κοινωνία σε κοινωνία κι από εποχή σε εποχή. Η ρήτρα προβλέπεται στο Σ25 παρ.2 ως γενική κι αφηρηµένη και ειδικότερη έκφανσή της στο Σ5 παρ.1 (δικαιώµατα των άλλων). Σύµφωνα µε τις διατάξεις του Σ25,αντικοινωνική είναι η άσκηση του συνταγµατικού δικαιώµατος που δε συµβάλλει στην κοινωνική πρόοδο µέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. Η κοινωνικότητα απευθύνεται και σε κάθε κοινωνό ατοµικά (δικαιώµατα των άλλων) και σε όλους ως σύνολο (γενικό συµφέρον). Β)Γενικό συµφέρον Σύµφωνα µε την παραδοσιακή νοµική θεωρία το γενικό συµφέρον βρίσκεται σε αντιθετική σχέση µε το ατοµικό. Αυτό οφείλεται στις ιστορικές 15
συνθήκες, κοινωνικές και οικονοµικές, που επικρατούσαν την εποχή ανόδου της αστικής τάξης. Η συγκεκριµένη αντίθεση οδήγησε στη δηµιουργία των αντιµαχόµενων θεωριών,της ατιµικιστικής και της ετατιστικής. Στη σύγχρονη όµως εποχή η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Η έννοµη τάξη θεωρείται ενιαία και οι σφαίρες του ηµοσίου και του Ιδιωτικού ικαίου είναι επάλληλες. Έχει παύσει να ταυτίζεται το ηµόσιο ίκαιο µε το γενικό συµφέρον και το Ιδιωτικό ίκαιο µε το ατοµικό. Η αναθεώρηση αυτή οφείλεται στο ότι το ατοµικό και το γενικό συµφέρον δεν µπορεί να είναι έννοιες συγκρουόµενες. Το κοινό συµφέρον νοείται ως άθροισµα ατοµικών συµφερόντων και το ατοµικό συµφέρον πραγµατώνεται µόνο µέσα στο κοινωνικό σύνολο. Η άσκηση κάθε δικαιώµατος συνιστά δηµόσιο συµφέρον. 3 Σε αυτό το σηµείο εντοπίζεται και το θεµέλιο της σύγχρονης δηµοκρατικής αρχής. Στόχος της δηµοκρατικής πολιτείας είναι η σύνθεση των ατοµικών συµφερόντων σε ενιαίο σύνολο κι όχι η επιβολή ενός γενικού συµφέροντος από κάποιον µονάρχη. Αν τα συνταγµατικά δικαιώµατα ίσχυαν µόνον εφόσον δεν προσέβαλαν το γενικό συµφέρον, θα 3 Α. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα, β έκδοση, Σάκκουλας, 2008,σελ.169 16
γινόταν λόγος για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Σήµερα όµως η πολιτεία έχει ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και υπέρτατο γενικό συµφέρον είναι ο σεβασµός και η προστασία των συνταγµατικών δικαιωµάτων, διότι µόνο πάνω σε αυτή τη βάση καθίσταται δυνατή µια κοινωνική συµβίωση της µορφής και του είδους που θέλει κι επιβάλλει τι Σύνταγµα. 4 Το γενικό συµφέρον δεν προβλέπεται ως γενική ρήτρα στο Σύνταγµα. Αυτή η επιλογή του νοµοθέτη δεν είναι τυχαία. Τυχόν πρόβλεψη θα εγκυµονούσε κίνδυνο,καθώς µε µια γενική κι αόριστη επίκληση,θα απειλούνταν τα θεµελιώδη δικαιώµατα µε περιορισµούς. Η µόνη περίπτωση που το γενικό συµφέρον τίθεται ρητά ως όριο είναι σε οικονοµικής φύσεως δικαιώµατα. Στο Σ17 παρ.1 ως άµεσος συνταγµατικός περιορισµός της προστασίας της ιδιοκτησίας 5 και στο Σ106 παρ.1 εδ. α ως συνταγµατικά προβλεπόµενη ratio της παρέµβασης του κράτους στην εθνική οικονοµία. Οι διατάξεις αυτές όµως σε καµία περίπτωση δεν καθιερώνουν το γενικό συµφέρον ως γενική αρχή που εφαρµόζεται σε όλα τα συνταγµατικά δικαιώµατα. 4 Κ. Χ. Χρυσόγονος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, γ έκδοση, Νοµική Βιβλιοθήκη 2006,σελ.87 5 βλ. και ΕΣ Α, 1 ο Πρωτόκολλο άρ.1 17
Η αόριστη νοµική έννοια του γενικού συµφέροντος 6, που δεν έχει εκ των προτέρων σαφές περιεχόµενο, δεν πρέπει να χρησιµοποιείται από τη νοµολογία ως παντοδύναµο όπλο που υποκαθιστά την απαιτούµενη αιτιολογία ή συγκαλύπτει την επιβολή περιορισµών των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Γ) Τα δικαιώµατα των άλλων Στο Σ5 παρ.1 αναφέρεται η γενική ρήτρα των δικαιωµάτων των άλλων, η οποία αποτελεί ένα ακόµη όριο στην άσκηση των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Στους άλλους περιλαµβάνεται κάθε φορέας και µε την έννοια δικαίωµα εννοείται κάθε δικαίωµα, συνταγµατικό ή ιδιωτικό που προκύπτει από νόµο ή από σύµβαση. 7 Η οριοθέτηση αναγνωρίζει την απόλυτη αµυντική ενέργεια των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Ο νοµοθέτης δεν έχει εξουσία να εισαγάγει αόριστους περιορισµούς. 6 Αξιολογικό στοιχείο της έννοιας του συµφέροντος είναι η εκτίµηση της χρησιµότητας ή της ωφέλειας. Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο ιοικητικού ικαίου 1, ια έκδοση, Σάκκουλας 2002, σελ.95 7 Π. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Β, Σάκκουλας 2005, σελ1011 18
Βέβαια οριοθέτηση θα υπήρχε και χωρίς το Σ5 παρ.1 στα πλαίσια της συνταγµατικής νοµιµότητας εφόσον το Σύνταγµα αναγνωρίζει τα δικαιώµατα αυτά των άλλων. Η απόλαυση της εξουσίας του φορέα του δικαιώµατος σταµατά εκεί όπου βρίσκεται το δικαίωµα ενός άλλου φορέα και µε αυτό επιβεβαιώνεται ότι τα θεµελιώδη δικαιώµατα στοχεύουν στην παροχή αγαθών στα άτοµα ως µέλη του κοινωνικού συνόλου κι άρα κάθε απονεµοµένη εξουσία πρέπει να λειτουργεί µέσα σε αυτό το πλαίσιο. 19
Κεφάλαιο 6:Η ρήτρα της χρηστότητας Α) Έννοια Η χρηστότητα αποτελεί κι αυτή µια γενική αρχή, η οποία οριοθετεί την άσκηση των συνταγµατικών δικαιωµάτων, µε βασικούς πυλώνες τα χρηστά ήθη και την κατάχρηση. Αν και κατά ένα µέρος εµπεριέχεται στη συνταγµατική νοµιµότητα και στα δικαιώµατα των άλλων, ο συντακτικός νοµοθέτης αναφέρει τα χρηστά ήθη ρητά στο Σ5 παρ.1.η ρήτρα διέπει τόσο τη δράση των ιδιωτών όσο και τη δράση των κρατικών οργάνων. Β) Χρηστά ήθη Αποτελεί συµπέρασµα ιστορικής µελέτης ότι σε κάθε κοινωνία καλλιεργούνται αντιλήψεις ηθικής υφής, οι οποίες δηµιουργούν στις συνειδήσεις των ανθρώπων την έννοια των κοινωνικών καθηκόντων. Στην αρχαία Ελλάδα η παραβίαση των χρηστών ηθών συνεπάγετο ηθική αποδοκιµασία και στέρηση πολιτικών δικαιωµάτων. Στην αρχαία Ρώµη τα χρηστά ήθη (boni mores ή mores majorum) ήταν κανόνες υποχρεωτικοί και τον έλεγχο της τήρησής τους είχαν αναλάβει 20
πολιτειακοί φορείς, οι τιµητές ή κήνσορες (censores).στο Βυζάντιο τα χρηστά ήθη ήταν βαθιά ριζωµένα στην κοινωνία κι αποτελούσαν αντικείµενο δικαστικής κρίσης. Στα νεότερα ευρωπαϊκά κράτη κυριαρχεί επίσης η έννοια των χρηστών ηθών. Στο γαλλικό ΑΚ τα χρηστά ήθη αναφέρονται σε θετική διάταξη εξοπλισµένη µε όλες τις κυρώσεις. Στο γερµανικό ΑΚ άρ.138 θεσπίζεται η ακυρότητα της δικαιοπραξίας που αντιτίθεται στα χρηστά ήθη. Η έννοια των χρηστών ηθών εντοπίζεται στην ελληνική έννοµη τάξη τόσο στο Σύνταγµα(Σ5 παρ.1) όσο και σε κοινά νοµοθετήµατα (βλ. ΑΚ 178,179). Η συνταγµατική κατοχύρωση πρακτικά σηµαίνει ότι ο νοµοθέτης µε τη θέσπιση διατάξεων πρέπει να στοχεύει στην αποτροπή κάθε ανήθικης άσκησης θεµελιώδους δικαιώµατος και οι ρυθµίσεις που θέτει να ελέγχονται ως προς τη συνταγµατικότητά τους. Τα χρηστά ήθη είναι έννοια που αφορά τη δράση τόσο των ιδιωτών όσο και της ιοίκησης. Οι πολίτες δεν πρέπει να ασκούν τα δικαιώµατά τους µε τρόπο που να αντίκειται στα χρηστά ήθη, αλλά και η ιοίκηση πρέπει να ασκεί τις αρµοδιότητές της σύµφωνα µε το αίσθηµα ικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρµογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς και 21
απλώς δογµατικές εκδοχές και να επιδιώκεται η προσαρµογή των κανόνων ικαίου προς τις επικρατούσες κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες κι απαιτήσεις. 8 Για την κατανόηση της έννοιας σήµερα συνδράµει η απόδοση του όρου χρηστός. Είναι ο έντιµος, αυτός ο οποίος ζει κι ενεργεί µέσα στα πλαίσια των κοινωνικών αντιλήψεων περί ηθικού βίου. Ο όρος συχνά παρεξηγείται και δίδεται σε αυτόν µια διάσταση συντηρητισµού ή πουριτανισµού. Κάτι τέτοιο όµως αποτελεί βιαστική εκτίµηση. Είναι πραγµατικό γεγονός ότι και σήµερα υπάρχει στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου ένα πρότυπο έντιµου βίου. Είναι αυτό που ο µέσος άνθρωπος θεωρεί ότι αποτελεί γνώµονα για την καθηµερινή του συµπεριφορά. Πώς πρέπει κανείς να ενεργεί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του(κι όχι µόνο στη γενετήσια) ώστε να µη διεγείρει το κοινό αίσθηµα και να µη διαταράσσει την κοινωνική ζωή. 9 10 8 Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο ιοικητικού ικαίου 1, ια έκδοση, Σάκκουλας 2002, σελ 100 9 Τα χρηστά ήθη συγκεκριµενοποιούνται και µε την επίκληση της δηµόσιας τάξης. Μ. Χ. Σταθόπουλος, Επιτοµή Γεν. Ενοχικού ικαίου, Σάκκουλας 2004, σελ206,311 επ. 10 Α. Σ. Γεωργιάδης, Γεν. Αρχές Αστικού ικαίου, γ έκδοση, Σάκκουλας 2002,σελ24: Είναι οι κρατούσες αντιλήψεις του µέσου χρηστού και δίκαιου ανθρώπου για το ποια συµπεριφορά ανταποκρίνεται στις επιταγές της κοινωνικής ηθικής. 22
Αυτή την κοινωνική ηθική επέλεξε ο νοµοθέτης να την προστατεύσει (σε συνταγµατικό και κοινό επίπεδο) χωρίς να την ορίσει. Τα χρηστά ήθη αναγνωρίζονται από την έννοµη τάξη και η αντίθετη σε αυτά συµπεριφορά τιµωρείται, χωρίς να δίνεται ορισµός τους. Πρόκειται λοιπόν για µια αόριστη νοµική έννοια,η οποία διαχέεται σε ολόκληρη την έννοµη τάξη κι αλλάζει από εποχή σε εποχή κι από κοινωνία σε κοινωνία. Η ερµηνεία της είναι έργο του εφαρµοστή του ικαίου, ο οποίος θα πρέπει πάντα να είναι συνεπής µε τη σύγχρονή του κοινωνική πραγµατικότητα και να µη δίνει προτεραιότητα σε προσωπικές αξιολογήσεις. Ο κοινός νοµοθέτης από τη δική του πλευρά δεν µπορεί µε πρόσχηµα την εξειδίκευση των χρηστών ηθών να εισάγει περιορισµούς των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Η αναφορά των χρηστών ηθών στο Σ5 παρ.1 γέννησε το ζήτηµα αν τα χρηστά ήθη αποτελούν οριοθέτηση µόνον της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ή κάθε θεµελιώδους δικαιώµατος. Το επιχείρηµα ότι το Σ5 παρ.1 υποχωρεί ως γενικό έναντι των ειδικών διατάξεων έχει αντικρουσθεί (βλ. σελ.11). Επίσης η ειδική αναφορά των χρηστών ηθών στο Σ13 παρ.2 εδ. γ και Σ 93 παρ.2 δεν αναιρεί το χαρακτήρα τους ως γενικής 23
οριοθέτησης. Η γενική ρήτρα συντρέχει µε τις ειδικές ρυθµίσεις και τις ρυθµίσεις του κοινού νοµοθέτη. 11 Γ) Απαγόρευση κατάχρησης 1)Ορισµός Κατάχρηση δικαιώµατος είναι η νοµότυπη πλην όµως υπερβολική και για τούτο µη ανεκτή από την έννοµη τάξη άσκηση δικαιώµατος. 12 Η απαγόρευση κατάχρησης εντοπίζεται στο Σ25 παρ.3. 13 Σ5 παρ.3 Η καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος δεν επιτρέπεται. Η έννοιά της ωστόσο δεν προσδιορίζεται ρητά στο συνταγµατικό κείµενο. Πρόκειται για µια αόριστη νοµική έννοια που κι αυτή οριοθετεί-προσδιορίζει το χώρο του δικαιώµατος. Η κατάχρηση αποτελεί κατ αρχήν νοµότυπη συµπεριφορά, η οποία ενέχει όµως το στοιχείο της υπερβολής και της εκµετάλλευσης. Ο φορέας του δικαιώµατος δηλαδή εκµεταλλεύεται την εξουσία του και η χρήση που κάνει είναι τέτοια, ώστε να 11 Πρβλ, Π. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α, Σάκκουλας 2005,σελ181 12 Α. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα, β έκδοση, Σάκκουλας 2008,σελ.173 13 βλ. και ΕΣ Α άρ.17 24
αντιστρατεύεται τη συνταγµατική τάξη και ειδικά το σκοπό του συγκεκριµένου δικαιώµατος. Αυτό σηµαίνει ότι παρουσιάζεται διάσταση ανάµεσα στο σκοπό για τον οποίο παρέχεται το δικαίωµα και στο σκοπό για τον οποίο ασκείται από το φορέα του. Θετικός σκοπός της αποθετικής έννοιας της κατάχρησης γίνεται µε τη βοήθεια των Σ25 παρ.1,2, από τα οποία προκύπτει ότι δικαίωµα που χρησιµοποιείται κατά τρόπο ασυµβίβαστο µε την πραγµατοποίηση της κοινωνικής προόδου σε ελευθερία και δικαιοσύνη αποτελεί κατάχρηση και απαγορεύεται. Η κατάχρηση δικαιώµατος δεν αντίκειται στο γράµµα αλλά στο πνεύµα του Συντάγµατος. 2)Κατάχρηση στο Σ 25 παρ.3 και στο κοινό ίκαιο Η έννοια της κατάχρησης εκτός από το Σ 25 παρ.3 συναντάται και στο 281 ΑΚ όπου µάλιστα προσδιορίζεται ως αντίθεση στον κοινωνικό και 25
οικονοµικό σκοπό του δικαιώµατος, στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (διαζευκτικά κριτήρια). 14 Τίθεται λοιπόν το ερώτηµα εάν και κατά πόσον το Σ 25 παρ.3 και ΑΚ 281 εφαρµόζονται αθροιστικά. Έχουν υποστηριχτεί και οι δύο απόψεις τόσο στη θεωρία όσο και στη νοµολογία. Σύµφωνα µε τη µία άποψη 15 το ΑΚ 281 αποτελεί εξειδίκευση της ιεραρχικά ανώτερης συνταγµατικής διάταξης Σ 25 παρ.3, η οποία λόγω της τριτενέργειας των συνταγµατικών δικαιωµάτων (Σ 25 παρ.1 εδ. γ) εφαρµόζεται και στον δηµόσιο και στον ιδιωτικό βίο. Η οριοθέτηση αφορά τόσο τους ιδιώτες όσο και τους φορείς δηµόσιας εξουσίας. Ως προς τους τελευταίους µάλιστα εφαρµόζεται συµπληρωµατικά προς τις γενικές αρχές του ιοικητικού ικαίου το ΑΚ 281. Η αντίθετη άποψη 16 υποστηρίζει ότι είναι αδιανόητη η εφαρµογή του Σ 25 παρ.3 για πολιτικά δικαιώµατα και µάλιστα δεν αφορά ούτε τον τρόπο 14 Η κατάχρηση δικαιώµατος θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, διότι αποτελεί κανόνα δηµόσιας τάξης. Α. Σ. Γεωργιάδης, Γεν. Αρχές Αστικού ικαίου, γ έκδοση, Σάκκουλας 2002,σελ.273 15 Α. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα, β έκδοση, Σάκκουλας 2008,σελ.176, Ε. Ι. Βουζίκας «Η περί καταχρήσεως δικαιώµατος διάταξις του ΑΚ 281 και το ηµόσιο ίκαιο, ΝοΒ 16, Α. Π. 651/1957,ολ. Α.Π. 17/1978 16 Κ.Χ. Χρυσόγονος,Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, γ έκδοση, Νοµική Βιβλιοθήκη σελ.70επ., Π.. αγτόγολου, Ατοµικά ικαιώµατα Α, β έκδοση, Σάκκουλας 2005 σελ.165 επ., ΣτΕ 4592/1977 (τοσ 1978,171), ΣτΕ 863/1979 (τοσ 1979,317) 26
άσκησης των αρµοδιοτήτων από όργανα της ιοίκησης. Επιπλέον το ΑΚ 281 δεν µπορεί να εφαρµοστεί στο πλαίσιο άσκησης διακριτικής ευχέρειας της ιοίκησης κι άρα να αποτελέσει λόγο ακύρωσης της διοικητικής πράξης. 17 Βασική θέση αυτής της άποψης είναι ότι το ΑΚ 281 εφαρµόζεται στα ιδιωτικά συµφέροντα κι όχι στα ατοµικά δικαιώµατα (παρά το ότι η νοµολογία συχνά ενεργεί αντίθετα, ιδίως σε υποθέσεις απεργίας). Αναφορικά µε την κατάχρηση υπάρχει µία ακόµα διχογνωµία. Μπορεί ο κοινός νοµοθέτης να προβλέψει κυρώσεις για καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος; Σύµφωνα µε την άποψη που θεωρεί τη διάταξη ατελή-lex imperfecta- ο κοινός νοµοθέτης δεν µπορεί να θεσπίσει κυρώσεις. 18 Αντίθετα υποστηρίζεται ότι κυρώσεις για κατάχρηση δικαιώµατος µπορούν να προβλεφθούν 19 και µάλιστα και από τον ποινικό νοµοθέτη. 20 17 Α. Σ. Γεωργιάδης, Γεν. Αρχές Αστικού ικαίου, γ έκδοση, Σάκκουλας 2002,σελ. 273 18 Βεγλερής, Οι περιορισµοί των δικαιωµάτων του ανθρώπου, Σάκκουλας 1982, σελ.27, Ε. Βενιζέλος, Το άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγµατος(καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος στη νοµολογία), Α,Μάνεσης Ατοµικές Ελευθερίες, δ έκδοση, Σάκκουλας 1984,σελ.89 19 Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα, β έκδοση, Σάκκουλας 2005, σελ.167 20 Α. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα, β έκδοση, Σάκκουλας 2008,σελ177 27
Κεφάλαιο 7: Συµπεράσµατα Μετά την ανάπτυξη των θεµάτων η κατάληξη είναι όµοια µε την αρχική θέση (βλ. κεφάλαιο 2): Οι οριοθετήσεις αποτελούν δοµικό στοιχείο του δικαιώµατος και θέτουν τα ανώτατα όρια της τρισδιάστατης (τοπικής, χρονικής, τροπικής) άσκησης της εξουσίας του. Προσδιορίζουν το γενικό περιεχόµενο κάθε δικαιώµατος και έχουν έρεισµα στο Σύνταγµα. ιαφέρουν σηµαντικά από τους περιορισµούς (οι οποίοι είναι ειδικοί και όντως περιορίζουν το δικαίωµα), διάκριση που δε γίνεται συστηµατικά στη θεωρία. 28
Κεφάλαιο 8: Περίληψη Περίληψη Η παρούσα εργασία αναπτύσσει το θέµα των γενικών οριοθετήσεων άσκησης των συνταγµατικών δικαιωµάτων. Παρουσιάζει κι αναλύει τις ρήτρες που συνιστούν τα απώτατα όρια επιτρεπτής άσκησης των θεµελιωδών δικαιωµάτων, οι οποίες εντοπίζονται στα άρθρα 5 παρ.1 και 25 του ελληνικού Συντάγµατος. Οι γενικές αυτές ρήτρες περιλαµβάνουν την απαγόρευση άσκησης θεµελιωδών δικαιωµάτων αντίθετα στο Σύνταγµα και στα δικαιώµατα των άλλων αλλά και την απαγόρευση άσκησης της εξουσίας των συνταγµατικών δικαιωµάτων µε τρόπο (συχνά καταχρηστικό) που διαταράσσει το κοινωνικό σύνολο (γενικό συµφέρον,χρηστά ήθη, κατάχρηση). Summary This project develops the subject of the general deliminations for the exercise of the constitutional rights. It presents and analyses the clauses that establish the ultimate limits of the permissible exercise of the fundamental rights. These clauses are found in the articles 5 par.1 and 25 of the Greek Constitution and include the prohibition of the 29
exercise of the fundamental rights against the Constitution, the other people s rights and finally the prohibited exercise of the authority that the constitutional rights give in an(often abusive) way that disturbs the society (general interest, bona mores). 30
Κεφάλαιο 9: Νοµολογία ΣτΕ 400/1986 υπόθεση γιατρών του Ε.Σ.Υ. Τα θεσπιζόµενα µέτρα περί στελέχωσης των νοσοκοµείων µε ιατρικό προσωπικό ιατρών ΕΣΥ είναι γενικά νοµοθετικά µέτρα κι εφαρµόζονται επί νοσοκοµείων ιδρυθέντων δια δωρεάς ή διαθήκης υπέρ κοινωφελών σκοπών προστατευοµένων από το Σύνταγµα (Σ 109). Η µειοψηφία υποστήριξε ότι τα µέτρα αυτά δεν είναι γενικά κι εφαρµοστέα σε νοσοκοµεία προστατευόµενα από το Σ 109. Το δηµόσιο συµφέρον κατά το Σύνταγµα δεν επιτρέπει στον κοινό νοµοθέτη να επεκτείνει την καριτικά δραστηριότητα σε βάρος των περιουσιών για τις οποίες φρονεί το Σ109. Α.Π. 17/1978 ολ. Υπόθεση άµισθων υποθηκοφυλάκων Το δικαίωµα ηµοσίου κατά άµισθων υποθηκοφυλάκων για την απόδοση σε αυτό δικαιωµάτων που εισπράττουν σύµφωνα µε ειδικές διατάξεις έχει χαρακτήρα δηµοσίου δικαιώµατος και η άσκησή του δεν µπορεί να είναι κατ αρχήν καταχρηστική µε αναλογική εφαρµογή του ΑΚ281 και σε δηµόσια δικαιώµατα. 31
Α.Π. 651/1957 υπόθεση ταµείου µεταλλευτών και συγχώνευση αυτού µε το Ι.Κ.Α. Η ανάκληση από το ταµείο µεταλλευτών διοικητικής πράξης που έδινε σύνταξη γήρατος στον αναιρεσείοντα υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης και του κοινωνικού και οικονοµικού σκοπού της εξουσίας του διοικητικού συµβουλίου του ταµείου. Εφ. Αθ. 2626/1981 υπόθεση ελεύθερης ιδρύσεως σωµατείων. Το δικαίωµα ίδρυσης και λειτουργίας επαγγελµατικών σωµατείων κατοχυρώνεται συνταγµατικά και µπορεί να ασκηθεί καταχρηστικά. Τούτο συµβαίνει όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Σ 25 παρ.3 και ΑΚ 281(τελολογική ενότητα των δύο διατάξεων). 32
Κεφάλαιο 10: Βιβλιογραφία Βεγλερής Φ.,Οι περιορισµοί των δικαιωµάτων του ανθρώπου, Σάκκουλας 1982 Βενιζέλος Ε., Το άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγµατος(καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος) στη νοµολογία, Οι συνταγµατικές ελευθερίες στην πράξη Α συνέδριο, Αθήνα 13-15/10/1983, Σάκκουλας 1986 Βλάχος Γ., Κοινωνιολογία των δικαιωµάτων του ανθρώπου,1979 Ο ίδιος, Η «επιφύλαξη νόµου» και τα θεµελιώδη δικαιώµατα στο ελληνικό Σύνταγµα της 11 ης Ιουνίου 1975, Επιθεώρηση ηµοσίου και ιοικητικού ικαίου 1982 Βουζίκας Ε., Η περί καταχρήσεως δικαιώµατος διάταξις του ΑΚ 281 και το ηµόσιο ίκαιο, ΝοΒ 16 Γεωργιάδης Α.Σ., Γεν. Αρχές Αστικού ικαίου, γ έκδοση, Σάκκουλας 2002 αγτόγλου Π.., Ατοµικά ικαιώµατα, β έκδοση, Σάκκουλας 2005 ηµητρόπουλος Α, Συνταγµατικά ικαιώµατα, β έκδοση.σάκκουλας 2008, Ο ίδιος,γενική Συνταγµατική θεωρία, Σάκκουλας 2004 33
Ο ίδιος,κοινωνικός Ανθρωπισµός κι Ανθρώπινα ικαιώµατα, ΝοΒ 28 Ηλιοπούλου-Στράγγα Τζ., Η «τριτενέργεια» των ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων του Συντάγµατος 1975,1990 Καραγιαννοπούλου-Λελούδα Ιωάννα, Σύγχρονη µορφή των ορίων των ατοµικών ελευθεριών, τοσ 1980,σελ.567 Μανιτάκης Α., Η συνταγµατική αρχή της ισότητας και η έννοια του γενικού συµφέροντος, τοσ 1978,σελ.29 Παρασκευάς Ι., Τα χρηστά ήθη και η νοµική αυτών θεµελίωσις Ράικος Α., Συνταγµατικό ίκαιο τόµος 2 Θεµελιώδη ικαιώµατα, β έκδοση 2002 Σπηλιωτόπουλος Ε.Π., Εγχειρίδιο ιοικητικού ικαίου 1, ια έκδοση, Σάκκουλας 2002 Σταθόπουλος Μ.Π., Επιτοµή Γενικού Ενοχικού ικαίου,σάκκουλας 2004 Χρυσόγονος Κ.Χ.,Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, γ έκδοση, Νοµική Βιβλιοθήκη 2006 Ηλεκτρονική www.law.uoa.gr/~adimitrop (οι εργασίες µε την ίδια θεµατολογία) 34
ΠΕΡΙΟ ΙΚΑ -Αρχείο Νοµολογίας,τεύχη 1986,1958 -Νοµικό Βήµα,τεύχος 1978β -Το Σύνταγµα,τεύχη 1978,1979 35