ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΆΣΚΗΣΗΣ... 5 2. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ.. 9 3. ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΝΟΜΟΥ.... 14 4. ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ..... 16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ 1. ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 22 2. ΤΑ ΆΡΘΡΑ ΤΩΝ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ.. 25 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ 1. ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ... 29 2. ΓΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ... 31 3. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ. 33 4. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ... 36 5. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ 40 6. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ 42 7. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ... 45 8. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΟΜΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ 47 9. ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ 48 1
10. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ... 50 11. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΗΣ. 51 12. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.. 54 13. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ.. 57 14. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ, ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. 59 15. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ..61 16. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ 63 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.. 65 ΠΕΡΙΛΗΨΗ.. 66 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ. 68 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. 75 2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Συνταγματικά δικαιώματα είναι τα παρερχόμενα στα άτομα και ως μέλη του κοινωνικού συνόλου θεμελιώδη, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα τα οποία αποτελούν τις κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη βασικές εξειδικεύσεις της ανθρώπινης αξίας και των οποίων το αμυντικό περιεχόμενο στρέφεται κατά της κρατικής και άλλης εξουσίας, το προστατευτικό περιεχόμενο στρέφεται μόνο προς το κράτος αξιώνοντας την παροχή βοήθειας για την απόκρουση κάθε απειλής, το εξασφαλιστικό δικαίωμα στρέφεται επίσης προς το κράτος, αξιώνοντας την παροχή των απαραίτητων μέσων για την άσκηση του δικαιώματος. Αποστολή των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι ο καθορισμός του συνταγματικού πρότυπου του πολίτη και γενικότερα του ανθρώπου. Φορέας του δικαιώματος είναι το πρόσωπο, το οποίο αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως ικανό να φέρει την από το δικαίωμα απορρέουσα εξουσία. Επομένως ο δικαιούχος, φορέας του δικαιώματος είναι ελεύθερος να ασκεί το δικαίωμα του όπως θέλει, όποτε θέλει και όπου θέλει. Τα δικαιώματα όμως αυτά λειτουργούν μόνο στα πλαίσια μιας κρατικά οργανωμένης κοινωνίας ώστε, τόσο η ύπαρξη, όσο και η άσκηση τους να προσδιορίζεται από την κρατούσα κρατική θέληση. Η άσκηση του κάθε δικαιώματος υλοποιείται μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, η άσκηση του δικαιώματος δεν είναι απόλυτη. Δεν είναι όλη η άσκηση του δικαιώματος εξαρτώμενη από την ελεύθερη βούληση του δικαιούχου. Αντίθετα στο πλαίσιο του κοινωνικού περιβάλλοντος σχετικοποιείται. Επομένως καθίσταται φανερό ότι η ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος οριοθετείται. 3
Οριοθετείται από το τρίπτυχο της νομιμότητας της χρηστότητας και της κοινωνικότητας. Εκτός όμως από τις οριοθετήσεις υπάρχουν και περιορισμοί. Στους περιορισμούς αυτούς ανήκει και η επιφύλαξη νόμου. Επιφύλαξη νόμου υπάρχει όταν ο συντακτικός νομοθέτης αναθέτει στο κοινό νομοθέτη τη διαμόρφωση περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων. Παράλληλα όμως υπάρχουν και τα ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα τα οποία είναι ανεπίδεκτα επιφυλάξεως νόμου. Σε αυτή την εργασία θα ασχοληθούμε με τα ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα. Όμως θα πρέπει να τα εξετάσουμε σε σχέση με τις οριοθετήσεις, την επιφύλαξη νόμου και γενικότερα με τους περιορισμούς των συνταγματικών δικαιωμάτων. Στη συνέχεια θα αναλυθούν τα βασικότερα ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα, ένα προς ένα. 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ Η άσκηση του δικαιώματος εκδηλώνεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και με διάφορους τρόπους. Μάλιστα είναι κατοχυρωμένη από το Σ η ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος. Όμως η ελευθερία άσκησης του δικαιώματος δεν είναι απόλυτη, δεν είναι όλη η άσκηση εξαρτώμενη από την ελεύθερη βούληση του κάθε δικαιούχου. Αντίθετα, για τον λόγο ότι πραγματώνεται μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, σχετικοποιείται. Επομένως η άσκηση του δικαιώματος αφενός μεν οριοθετείται, αφετέρου δε περιορίζεται. Περιορισμός και οριοθέτηση δεν ταυτίζονται. Αντίθετα διαφέρουν και κατά πολύ μάλιστα. Περιορισμό αποτελεί η κάθε απόκλιση από τον κανόνα του από τον δικαιούχο ελεύθερου καθορισμού των συνθηκών άσκησης. 1 Είναι η εξαίρεση στο γενικό κανόνα. Έχει ειδικό χαρακτήρα, αφού αναφέρεται σε συγκεκριμένο δικαίωμα και φορέα υποκειμένου. Η οριοθέτηση, αντίθετα, είναι η εντός των επιτρεπτών ορίων πραγματοποιούμενη άσκηση του δικαιώματος. Απλά θέτει τα όρια του κύκλου του δικαιώματος. Υποδεικνύει μέχρι ποιου σημείου επιτρέπεται η άσκηση του δικαιώματος. Καθορίζει το γενικό περιεχόμενο του δικαιώματος. Χαράζει τα εξωτερικά όρια του δικαιώματος. Δεν περιορίζει. Είναι απλή και όχι περιοριστική. Προσδιορίζει το μέγιστο περιεχόμενο. Μάλιστα αναφέρεται σε όλους τους φορείς των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έχει γενικό χαρακτήρα. Είναι πάγια και ισχύουσα αρχή. 1 Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, τόμος Γ- Τεύχ. Ι-ΙΙΙ, Αθήνα- Θεσαλλονίκη, 2008 σελ. 184 5
Αποτελεί μόνιμη και όχι εξαιρετική ρύθμιση. Επομένως, οι οριοθετήσεις εφαρμόζονται σε όλα τα συνταγματικά δικαιώματα. Και από αυτό καταλήγουμε στο ότι δεν είναι αναγκαίο η γενική αυτή πρόβλεψη να επαναλαμβάνεται σε κάθε δικαίωμα. Εφόσον όμως ο φορέας του δικαιώματος ξεπεράσει τα όρια της άσκησης συνεπάγεται κυρώσεις, περιορισμούς, απώλεια του δικαιώματος. Με την οριοθέτηση αφενός μεν εξασφαλίζεται ένας χώρος ελεύθερης δράση στο δικαιούχο του δικαιώματος αφετέρου εμποδίζει την εισβολή άλλων στην περιοχή του δικαιούχου καθώς και τον ίδιο να υπερβεί τα επιτρεπόμενα όρια άσκησης. Τρεις είναι οι γενικές οροθετικές ρήτρες. Η ρήτρα της συνταγματικής νομιμότητας, η ρήτρα της κοινωνικότητας και η ρήτρα της χρηστότητας. Οι γενικές αυτές οριοθετήσεις προβλέπονται από τα άρθρα 5παρ.1 και 25 Σ. Η ρήτρα της συνταγματικής νομιμότητας Κατά τη ρήτρα της συνταγματικής νομιμότητας η δράση όλων των κοινωνών του δικαίου πρέπει να είναι σύμφωνη με το Σ και τους νόμους του. Η αρχή της συνταγματικής νομιμότητας αποτελεί γενική συνταγματική αρχή και εφαρμόζεται στη συνολική έννομη τάξη. Ισχύει πάντοτε χωρίς την ανάγκη επανάληψης της σε κάθε ειδική περίπτωση. Μάλιστα, η αναγωγή του συντάγματος σε γενική οριοθέτηση της άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν προκύπτει μόνο από την 5παρ.1 Σ αλλά γενικότερα από όλο το Σ αφού οι διατάξεις του αποτελούν γενική οριοθέτηση στην άσκηση οποιουδήποτε θεμελιώδους δικαιώματος. 6
Η ρήτρα της κοινωνικότητας Η κοινωνική οριοθέτηση των συνταγματικών δικαιωμάτων αποτελεί αναγκαιότητα που απορρέει από την κοινωνική συνύπαρξη. Ο άνθρωπος ζει σε κοινωνία η οποία του αναγνωρίζει τα δικαιώματα του και επομένως η άσκησή τους μέσα σε αυτή αναγκαστικά οριοθετείται από το κοινωνικό περιβάλλον. Η κοινωνική οριοθέτηση είναι παράγοντας διαμόρφωσης του γενικού περιεχομένου των συνταγματικών δικαιωμάτων και του τρόπου άσκησής τους και όχι αιτία ελάττωσης του γενικού αμυντικού τους περιεχομένου. Με την ρήτρα αυτή ο νομοθέτης θέτει ως βασική αρχή της συνολική έννομης τάξης το σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων. Η ελεύθερη δράση στη κοινωνία οριοθετείται από τα δικαιώματα των άλλων. Όσον αφορά το γενικό συμφέρον καθίσταται φανερό ότι δεν αποτελεί οριοθέτηση. Στο Σ δεν προβλέπεται κάποια γενική ρήτρα υπέρ του δημοσίου συμφέροντος πέρα και ανεξάρτητα από τα ατομικά και προσωπικά συμφέροντα, κατά την οποία θα έπρεπε να υποχωρήσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη. Επομένως από τη ρήτρα της κοινωνικότητας δεν συνάγεται κάποια γενική αρχή ενός αόριστου δημοσίου συμφέροντος. Η ρήτρα της χρηστότητας Στη ρήτρα αυτή περιλαμβάνονται ο σεβασμός των χρηστών ηθών, η τήρηση της καλής πίστης και η απαγόρευση κατάχρησης. Όσον αφορά τα χρηστά ήθη ως γενική ρήτρα εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση και συντρέχουν με τις ειδικές ρυθμίσεις καθώς δεν αποκλείονται από αυτές. Με τα χρηστά ήθη εννοείται η συμπεριφορά του έντιμου, ορθού ατόμου που ενισχύει την εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνών του δικαίου. Η 7
ρήτρα αυτή αποσκοπεί στην αποτροπή κάθε ανήθικης άσκησης θεμελιώδους δικαιώματος. Η κατάχρηση δικαιώματος είναι μεν νομότυπη άσκηση δικαιώματος, πλην όμως υπερβολική και για αυτό μη ανεκτή από τη Δημόσια τάξη. Συνιστά υπερβολική και επομένως κακή χρήση του δικαιώματος. Ο χαρακτήρας της κατάχρησης ως υπερβολικής είναι εκείνος που την διαφοροποιεί και την μετατρέπει από καταρχήν νόμιμη τελικά σε παράνομη. Το 25παρ.3 δεν επιτρέπει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και θέτει αντικειμενικό κανόνα δικαίου που ισχύει στη συνολική έννομη τάξη. Μάλιστα θέτει γενική οριοθέτηση που αφορά όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα. Συγκεκριμένα καταχρηστική πρέπει να θεωρείται η άσκηση ενός δικαιώματος όταν αυτή αποβλέπει κυρίως στην ανατροπή του φιλελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος ή στην υπονόμευση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Χώρας ή στην προσβολή της αξιοπρέπειας και κυρίως των ατομικών δικαιωμάτων άλλου ή άλλων προσώπων. 2 Κατάχρηση συντρέχει όταν δεν παραβιάζεται καμία ρητή διάταξη, αλλά η χρήση του δικαιώματος αντιστρατεύεται τη συνταγματική τάξη και ειδικά τον σκοπό του συγκεκριμένου δικαιώματος. Η κατάχρηση δεν πρέπει να συγχέεται με την παράβαση του Σ ή των χρηστών ηθών ή την προσβολή των δικαιωμάτων των άλλων ή την παράβαση των νόμων. Στην έννοια της κατάχρησης δεν ανήκει ο animus nocendi. Είναι δηλαδή αδιάφορη η ύπαρξη πταίσματος. Το 281 ΑΚ αποτελεί εξειδίκευση του 25Σ. Η απαγόρευση της καταχρηστικής ασκήσεως των ατομικών δικαιωμάτων περιέχεται και στη διάταξη του άρθρου 30 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου του 1984 που υιοθετήθηκε 2 Ραϊκος Α, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος ΙΙ Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2002, σελ. 192-193 8
από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. 3 Επίσης περιλήφθηκε και στις διεθνείς Διακηρύξεις των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 4 Είναι φανερό ότι η έννοια της καταχρήσεως είναι αόριστη και η έκταση των σκοπών των ατομικών δικαιωμάτων ευρύτατη. Επομένως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και περίσκεψη πριν γίνει δεκτή η συνδρομή καταχρήσεως. Και αυτό γιατί η απαγόρευση της καταχρήσεως μπορεί και αυτή να γίνει αντικείμενο κατάχρησης. 5 2. ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ Περιορισμός όπως αναφέρθηκε και παραπάνω είναι η συρρίκνωση του νόμιμου περιεχομένου του δικαιώματος που προκαλείται από ανθρώπινη ενέργεια. Επομένως δεν συνιστούν περιορισμό, δεσμεύσεις που προκαλούνται από τη φύση. Μάλιστα ο περιορισμός μπορεί να προκαλείται είτε από ενέργειες ιδιωτών ή κρατικών οργάνων. Ο περιορισμός αποτελεί συρρίκνωση του δικαιώματος. Η οριοθέτηση πρέπει να προηγείται του περιορισμού. Δεν υπάρχει περιορισμός αν δεν υπάρχει οριοθέτηση. Είναι έννοιες δίδυμες αλλά όχι ταυτόσημες. Η συρρίκνωση του περιεχομένου του δικαιώματος κάποιες φορές επιτρέπεται και κάποιες φορές απαγορεύεται. Έτσι έχουμε την διάκριση των περιορισμών σε απλούς περιορισμούς και σε προσβολές. Οι απλοί περιορισμοί είναι η επιτρεπόμενη από το δίκαιο συρρίκνωση του γενικού περιεχομένου του δικαιώματος κατά την εφαρμογή του στο πλαίσιο ειδικής σχέσεως. Στους απλούς περιορισμούς η συρρίκνωση 3 Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, τόμος Α, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σελ. 160 4 Ραϊκος Α., Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος ΙΙ Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2002, σελ. 194 5 Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, τόμος Α, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σελ. 166 9
επιτρέπεται και είτε προβλέπεται ρητά είτε συνάγεται. Έτσι, το επιτρεπτό αυτό της συρρίκνωσης διαφοροποιεί τον περιορισμό μα άλλες συρρικνώσεις που δεν είναι νόμιμες. Ο περιορισμός έχει έκτακτο και προσωρινό χαρακτήρα. Εφαρμόζεται δηλαδή, σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις, σε συγκεκριμένα δικαιώματα και αφορούν τους εμπλεκόμενους στις σχέσεις. Αποτελεί επομένως της εξαίρεση από τον κανόνα. Αντίθετα από τους απλούς περιορισμούς προσβολές συνταγματικών δικαιωμάτων αποτελούν οι απαγορευμένοι περιορισμοί. Αυτοί δηλαδή που δεν επιτρέπονται, που δεν είναι αναγνωριζόμενοι από το δίκαιο. Δεν επιβάλλονται από αιτιώδη συνάφεια. Πέρα από αυτή τη διάκριση υπάρχουν και άλλες διακρίσεις των περιορισμών. Αληθείς και οιονεί περιορισμοί. Η μη γνήσιοι ή οιονεί περιορισμοί είναι απλές δεσμεύσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς και απλά δημιουργούν την εντύπωση ότι είναι περιορισμοί. Οι μη γνήσιοι περιορισμοί αφορούν αποδοκιμαζόμενη. Απαγορευμένη συμπεριφορά που έχει ξεπεράσει τα επιτρεπόμενα όρια δράση και συνεπώς δεν προστατεύεται. Ουσιαστικοί και διαδικαστικοί περιορισμοί Ουσιαστικοί περιορισμοί είναι αυτοί που εισάγουν αποκλίσεις από το περιεχόμενο του δικαιώματος ενώ διαδικαστικοί αυτοί που αναφέρονται στη διαδικασία. Ενεργητικοί και παθητικοί περιορισμοί 10
Ενεργητικός είναι ο περιορισμός όταν η συρρίκνωση συνίσταται στην αφαίρεση της δυνατότητας δράσης, ενέργειας του φορέα του δικαιώματος. Ο παθητικός εξαναγκάζει το φορέα να δέχεται τις πράξεις των άλλων που ενεργούν στη περιοχή του δικαιώματος. Συνολικοί και μερικοί Συνολικός είναι ο περιορισμός όταν περιορίζει όλο το περιεχόμενο του δικαιώματος και μερικός περιορίζει μόνο μέρος του. Χρονικοί περιορισμοί είναι εκείνη που εισάγονται με βάση το χρονικό κριτήριο. Περιορισμοί προσώπων και πραγμάτων Υποκειμενικοί είναι οι περιορισμοί οι οποίοι βασίζονται στην ιδιότητα του υποκειμένου. Αντικειμενικοί είναι οι περιορισμοί που αναφέρονται ανεξάρτητα από τους φορείς τους. Κυρωτικοί και λειτουργικοί περιορισμοί Κυρωτικοί είναι οι περιορισμοί που επιβάλλονται ως κύρωση κυρίως σε περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων άσκησης. Λειτουργικοί είναι εκείνοι που επιβάλλονται για την εξασφάλιση της λειτουργίας των θεσμών. Ρητοί και μη ρητοί περιορισμοί 11
Οι ρητοί περιορισμοί προβλέπονται expressis verbis στο συνταγματικό κείμενο και εξειδικεύονται παραπέρα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου. Αντίθετα οι μη ρητοί περιορισμοί δεν προβλέπονται απευθείας από το συνταγματικό κείμενο, αλλά προκύπτουν από τη συνεφαρμογή των διατάξεων του Σ ως αναγκαίο αποτέλεσμα αιτιώδους συνάφειας. Πραγματικοί και νομικοί περιορισμοί Πραγματικοί είναι περιορισμοί που προκαλούνται από ενέργειες είτε φορέων δικαιωμάτων είτε κρατικών οργάνων. Αιτιώδεις και αναιτιώδεις περιορισμοί Οι αιτιώδεις περιορισμοί επιτρέπονται οι αναιτιώδεις απαγορεύονται. Οι συνταγματικοί περιορισμοί επιτρέπονται γιατί είναι αιτιώδεις, δηλαδή είναι περιορισμοί που επιβάλλονται από τη φυσική σχέση του δικαιώματος και θεσμού. Το αν επομένως εάν ένας περιορισμό είναι αιτιώδης εξαρτάται από τη φυσική σχέση δικαιώματος και θεσμού. Μάλιστα θα ήταν καλό σε αυτό το σημείο να αναφέρω ότι η επιβολή περιορισμών σε ειδική σχέση απαγορεύεται. Περιορισμοί είναι δυνατοί μόνο στο πλαίσιο των ειδικών σχέσεων. Συνταγματικοί και νομοθετικοί περιορισμοί «nulla restrictio sine lege constitutionale certa» Κανένας περιορισμός δεν επιτρέπεται χωρίς συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη. Όμως εδώ εννοεί και ότι οι διατάξεις του Σ εξειδικεύονται με διατάξεις του κοινού νομοθεσίας. Οι κάθε είδους περιορισμοί που που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται 12
απευθείας από το Σ είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού. Με το 25παρ.1 εδ. δ καθιερώνεται η αρχή τη συνταγματικής πρόβλεψης των περιορισμών. Μόνο ο συντακτικός νομοθέτης μπορεί να περιορίζει τα συνταγματικά δικαιώματα και με συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις και ο κοινός νομοθέτης οφείλει να εξειδικεύει τις συνταγματικές επιταγές. Επομένως δεν είναι επιτρεπτός οποιοσδήποτε περιορισμός, αν δεν προβλέπεται με συνταγματική διάταξη. Σε κάθε πρίπτωση πρέπει να υπάρχει ρητή ή μη ρητή συνταγματική πρόβλεψη του περιορισμού. Διασταλτική ερμηνεία των περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν επιτρέπεται. Αντιθέτως οι περιορισμοί πρέπει να ερμηνεύονται στενά, να εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται ρητώς και σαφώς. Μάλιστα η αναλογία επιτρέπεται ακόμα λιγότερο. Οι περιορισμοί δηλαδή που προβλέπονται από το Σ κατά τη κατοχύρωση των επιμέρους ατομικών δικαιωμάτων ισχύουν μόνο για τα ατομικά αυτά δικαιώματα και δεν μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλα με τη μέθοδο της αναλογίας. Επομένως συνταγματικοί περιορισμοί είναι αυτοί που προβλέπονται απευθείας από το Σ. Αντίθετα νομοθετικοί είναι οι περιορισμοί που προβλέπονται με διατάξεις κοινού δικαίου, δηλαδή από το νόμο εφόσον βέβαια υπάρχει βέβαια επιφύλαξη υπέρ αυτού. Μάλιστα στη Γερμανία η διάκριση αυτή έχει ως εξής : τα ατομικά δικαιώματα από την άποψη εκτάσεως της προστασίας τους διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες στα κατοχυρωμένα υπό την επιφύλαξη του Σ (Verfasssungsvorbehalt), υπό την επιφύλαξη του νόμου (Gesetzesvorbehalt) και στα ανεπιφύλακτα δηλαδή χωρίς καμία επιφύλαξη (vorbehaltlose Grundrechte ή Freiheitsrechte). 6 6 Ραϊκος Α, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος ΙΙ Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2002, σελ. 174 13
Μάλιστα οι συνταγματικοί περιορισμοί λέγονται κι αλλιώς άμεσοι ενώ οι νομοθετικοί, η επιφύλαξη υπέρ του νόμου. 7 3. ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΝΟΜΟΥ Κατά το άρθρο 25παρ.1 οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα συνταγματικά δικαιώματα, μπορεί να προβλέπονται από το νόμο εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού. Επιφύλαξη νόμου υπάρχει όταν ο συντακτικός νομοθέτης αναθέτει στο κοινό νομοθέτη τη διαμόρφωση περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων. Αλλά ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις ο κοινός νομοθέτης οφείλει να ενεργήσει σύμφωνα με το περιεχόμενο όλων των συνταγματικών διατάξεων και να μην περιορίσει τα συνταγματικά δικαιώματα πέρα από το επιτρεπόμενο όριο. Ο νομοθετικός περιορισμός του δικαιώματος πρέπει όχι μόνο να στηρίζεται σε μία τέτοια επιφύλαξη νόμου, αλλά και να καλύπτεται πλήρως από αυτή. Δηλαδή ο νόμος περιορίζει το δικαίωμα μόνο όταν υπάρχει σχετική συνταγματική εξουσιοδότηση. 8 Δηλαδή κάθε περιορισμός οποιασδήποτε ελευθερίας πρέπει να είναι επιτρεπτός από το Σύνταγμα. Άρα, και η επιφύλαξη νόμου είναι ουσιαστικά επιφύλαξη υπέρ του συνταγματικού νόμου. Οι περιορισμοί που δύναται να επιβάλλει ο κοινός νομοθέτης στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα πρέπει να προκύπτουν από τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τα αντίστοιχα δικαιώματα. 9 Συνεπώς, περιορισμοί επιβάλλονται από τον κοινό νομοθέτη στα δικαιώματα μόνο εφόσον το Σύνταγμα ορίζει ότι τα δικαιώματα αυτά είναι επιδεκτικά τέτοιων περιορισμών. 7 Χρυσογόνος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ.74 8 Ραϊκος Α, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος ΙΙ Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2002, σελ. 197 9 Μάνεσης Α., Συνταγματικά Δικαιώματα Ατομικές Ελευθερίες, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 76 14
Μάλιστα η δυνατότητα εισαγωγής και η έκταση περιορισμού των συνταγματικών δικαιωμάτων εξαρτάται πάντοτε και από την αιτιώδη συνάφεια δικαιώματος και θεσμού. Όσον αφορά το θέμα του νόμου, ιστορικά η επιφύλαξη του νόμου είχε τη διπλή σημασία, ότι μόνο ο νομοθέτης και μόνο στο επιτρεπόμενο από το σύνταγμα μέτρο είχε την εξουσία περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων. Δηλαδή είχε τη σημασία ότι περιορισμούς μπορούσε να θεσπίσει μόνο ο νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή και όχι η διοίκηση ή τα δικαστήρια. Ο κανόνας όμως αυτός ανατράπηκε στη χώρα μας και επικράτησε η άποψη ότι ο νομοθέτης μπορεί να μεταβιβάσει στη διοίκηση την περιοριστική ορισμένου συνταγματικού δικαιώματος εξουσία, χωρίς ανάγκη ειδικής συνταγματικής εξουσιοδότησης. 10 Όμως κατά Δημητρόπουλο δεν έχει στερεό έρεισμα και σχετικοποιεί επικίνδυνα την συνταγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η επιφύλαξη είναι υπέρ της Βουλής, υπέρ του τυπικού νόμου. Οι περιορισμοί των δικαιωμάτων είναι θέματα με πολύ μεγάλη κοινωνική σημασία αλλά και ένταση. Η μεσολάβηση του κοινοβουλίου αποτελεί εγγύηση για την όσο το δυνατό καλύτερη ρύθμισή τους. Δεν αρκεί κανονιστική αλλά απαιτείται και νομοθετική ρύθμιση. 11 Την επιφύλαξη νόμου διακρίνουμε σε γενική και ειδική. Ειδική είναι η επιφύλαξη όταν η επιφύλαξη νόμου συνοδεύεται από συνταγματικά καθορισμένες προϋποθέσεις μέσω των οποίων οριοθετείται εκ των προτέρων το περιεχόμενου του νόμου αυτού. Ενώ, αντίθετα, γενική επιφύλαξη νόμου είναι όταν δεν συνοδεύουν την επιφύλαξη αυτές οι καθορισμένες προϋποθέσεις. 10 Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, τόμος Α, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σελ. 187 επ. 11 Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, τόμος Γ- Τεύχ. Ι-ΙΙΙ, Αθήνα- Θεσαλλονίκη, 2008 σελ. 206 15
Μια ακόμη διάκριση της επιφύλαξης νόμου με την οποία διακρίνονται στη θεωρία 3 ομάδες θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι τα δικαιώματα με απλή επιφύλαξη(grundrechte mit einfachem Gesetwesvorbehalt), τα δικαιώματα με ενισχυμένη επιφύλαξη(grundrechte mit qualifiziertemem) και τα ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα(.grundrechte ohne Gesetwesvorbehalt). 12 Και μία τελευταία διάκριση όσον αφορά την επιφύλαξη νόμου είναι και αυτή των ενδοτικών και άκαμπτων δικαιωμάτων. Ενδοτικά καλούνται όλα τα ατομικά δικαιώματα για τα οποία το ίδιο το Σύνταγμα παρέχει στο κοινό νομοθέτη τη δυνατότητα να τα περιορίζει μέσω της επιφύλαξης νόμου. Αντιθέτως, άκαμπτα καλούνται τα ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα τα οποία διατυπώνονται κατά απόλυτο τρόπο και δεν επιτρέπουν στο νομοθέτη να τους επιβάλλει περιορισμούς μέσω των επιφυλάξεων νόμου. 13 Για αυτά θα γίνει λόγος λίγο παρακάτω. 4. ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ Περιορισμοί των περιορισμών ή αλλιώς όρια των περιορισμών είναι οι περιορισμοί που δεσμεύουν το κοινό νομοθέτη κατά την εισαγωγή των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η επιφύλαξη νόμου δεν είναι εν λευκώ. Δεν μπορεί δηλαδή, ο ίδιος ο νομοθέτης να προβεί σε οποιονδήποτε περιορισμό. Ο συντακτικός νομοθέτης ορίζει ρητά περιορισμούς της ρυθμιστικής σύμπραξης του κοινού νομοθέτη. Πέρα όμως από αυτούς τους ρητούς περιορισμούς, γίνονται επίσης δεκτά γενικά όρια της περιοριστικής δράσης του νομοθέτη. Τέτοια όρια είναι η αρχή της αναλογικότητας, ο πυρήνας του δικαιώματος, η απαγόρευση νομοθετικού περιορισμού συγκεκριμένης περίπτωσης, η απαγόρευσης 12 Pieroth, schlinh, Grundrechte, σελ. 60 13 Καραγιαννόπουλου-Λελούδα Ι., Σύγχρονη μορφή των ορίων των ατομικών ελευθεριών, ΤοΣ τ. Στ, 1980, σελ. 575 16
καταχρηστικής επιβολής περιορισμών, η συμφωνία προς την ελεύθερη δημοκρατική τάξη. 14 Η αρχή της αναλογικότητας Η αρχή της αναλογικότητας αναπτύχθηκε πρώτα στο γερμανικό δίκαιο. Από το 1970 την υιοθέτησε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως αρχή του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου. Επίσης την αρχή αυτή διακηρύσσει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Παράλληλα, ρητώς την προβλέπει το σχέδιο του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, καθώς επίσης την εφαρμόζει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Μέσω αυτή στης διεθνούς νομολογίας η αρχή της αναλογικότητας εισχώρησε και στο δίκαιο των άλλων κρατών μελών. 15 Στη Ελλάδα η αρχή της αναλογικότητας καθιερώνεται στο άρθρο 25παρ.1 εδ. 4 Σ. Κατά το άρθρο αυτό οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σ να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Κατά την αρχή αυτή επομένως εννοείται ότι μεταξύ του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει ένας περιορισμός του δικαιώματος και της εντάσεως, εκτάσεως και διαρκείας του συγκεκριμένου περιορισμού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση. 16 Δεν είναι τυχαίο που η αρχή αυτή ονομάζεται και αρχή της απαγόρευσης της υπερβολής. Η αρχή της αναλογικότητας περιλαμβάνει τρία εννοιολογικά στοιχεία. Την προσφορότητα, την αναγκαιότητα και την αναλογία μεταξύ του 14 Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, τόμος Γ- Τεύχ. Ι-ΙΙΙ, Αθήνα- Θεσαλλονίκη, 2008 σελ. 207 15 Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, τόμος Α, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σελ. 213 16 Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, τόμος Α, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σελ. 211επ. 17
περιορισμού και του επιδιωκόμενου σκοπού. Τα ατομικά δικαιώματα πρέπει να περιορίζονται από το νόμο μόνο εφόσον και καθόσον είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού. 17 Η ποσφορότητα σχετίζεται με το αν επιβάλλεται από το νομοθέτη ένας περιορισμός συγκεκριμένου δικαιώματος για ορισμένο σκοπό. Μετά τον έλεγχο της προσφορόρτητα ακολουθεί ο έλεγχος της αναγκαιότητας του περιορισμου, ο οποίος είναιαναγκαίος εάν δεν υπάρχει άλλο εξίσου αποτελεσματικό μέσο το οποίο δεν θα περιόριζε ή θα περιόριζε λιγότερα αισθητά το σχετικό δικαίωμα. Όσον αφορά την αναλογία μεταξύ του περιορισμού και του επιδιωκόμενου σκοπού, θα πρέπει οι περιορισμοί να τελούν σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης εξ αυτών βλάβης. Πυρήνας του δικαιώματος Ο θεμελιώδης νόμος της Βόννης καθιερώνει ουσιαστικά ένα ουσιαστικό περιορισμό του νομοθέτη Οι περιορισμοί του δικαιώματος οφείλουν να μην θίγουν το πυρήνα του δικαιώματος. Όταν λέμε πυρήνα εννοούμε την ουσία του δικαιώματος. Ο περιορισμός δεν μπορεί να καταλήγει σε πλήρη απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος, αλλά ούτε να είναι επίσης απεριόριστος σε έκταση ή χρονική διάρκεια. 18 Ο νόμος δεν μπορεί να θίγει την ουσία του δικαιώματος.τα ο ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος είναι απόλυτο κατά την κρατούσα στη Γερμανία θεωρία, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θίγεται. Δεν επιτρέπονται εξαιρέσεις 17 Ραϊκος Α., Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος ΙΙ Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2002, σελ. 205 18 Χρυσογόνος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ. 96 18
από την αρχή της απαγόρευσης της προσβολής της ουσία του δικαιώματος οι οποίες δεν καθιερώνονται ρητά από το Σ. 19 Το ελληνικό Σ δεν περιέλαβε διάταξη δεν περιέλαβε διάταξη ανάλογη με του Σ της Βόννης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν προστατεύεται η απαγόρευση της προσβολής του πυρήνα του δικαιώματος, αφού η απαγόρευση αυτή είναι αυτονόητη συνέπεια της συνταγματικής κατοχύρωσης αυτού απέναντι στη νομοθετική λειτουργία. Επομένως η ρητή συνταγματική κατοχύρωση της απαγόρευσης θα είχε απλώς αναγνωριστική και όχι δημιουργική σημασία. Απαγόρευση καταχρηστικής επιβολής περιορισμών Όπως δεν επιτρέπεται η καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων έτσι επίσης δεν επιτρέπεται καταχρηστική επιβολή περιορισμών. Το κριτήριο της αναγκαιότητας του εκάστοτε περιορισμού είναι σπουδαίο και για την επισήμανση της καταχρηστικής επιβολής περιορισμών στα συνταγματικά δικαιώματα. Η απαγόρευση αυτή διακυρήσσεται στο άρθρο 18 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κατά το άρθρο αυτό οι επιτρεπόμενοι κατά τις διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως περιορισμοί των δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθούν για σκοπό διαφορετικό από εκείνο για τον οπίων καθιερώθηκαν. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τόσο τη διοίκηση, όσο και τα δικαστήρια καθώς και το νομοθέτη. 20 19 Ράικος Α., Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος ΙΙ Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2002, σελ. 213 20 Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, τόμος Α, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σελ 218 19
Η συμφωνία προς την ελεύθερη δημοκρατική τάξη Η Ευρωπαϊκή σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου επιτρέπει μόνο περιορισμούς των θεμελιωδών δικαιωμάτων που είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία. Περιορισμοί είναι επιτρεπτοί μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατία που είναι στηριγμένη στην ελευθερία. Σε μια τέτοια δημοκρατική κοινωνία δεν επιτρέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση περιορισμών που είναι υπερβολικά γενικοί και αόριστοι. Και αυτά γιατί η αναγκαιότητα του περιορισμού κρίνεται διαφορετικά σε μία μη δημοκρατική κοινωνία και σε μία δημοκρατική λόγω των διαφορετικών αξιολογικών κριτηρίων που επικρατούν για την εξουσία του κράτους και την ελευθερία του ανθρώπου. Μάλιστα θα έπρεπε να προσθέσω ότι τα όρια των περιορισμών τόσο ως προς την εισαγωγή, όσο και ως προς την έκταση, θέτει η αρχή του αιτιώδους των περιορισμών. Στους θεσμούς και τις ειδικότερες έννομες σχέσεις το επιτρεπτό του περιορισμού εξαρτάται από την αιτιώδη συνάφεια δικαιώματος και θεσμού. Όταν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια η έκταση του περιορισμού καθορίζεται και πάλι από την αιτιώδη σχέση. 21 Αντικειμενικός και απρόσωπος χαρακτήρας του νόμου. Οι νόμοι που κατά συνταγματική εξουσιοδότηση περιορίζουν θεμελιώδες δικαίωμα, πρέπεί να μην προσκρούουν στην αρχή της ισότητας των νόμου απέναντι στους πολίτες και της ισότητας των 21 Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, τόμος Γ- Τεύχ. Ι-ΙΙΙ, Αθήνα- Θεσαλλονίκη, 2008 σελ. 208 20
πολιτών έναντι του νόμου. 22 Αυτός ο γενικός χαρακτήρας του περιοριστικού νόμου γίνεται δεκτός και από τη νομολογία. 22 Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο Θεμελιώδη, Δικαιώματα, Αθήνα Κομοτηνή, 1987. σελ. 252 21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ 1. ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα είναι τα δικαιώματα που δεν τα συνοδεύει καμία επιφύλαξη νόμου. Είναι τα δικαιώματα που είναι ανεπίδεκτα επιφυλάξεως. Αυτά τα δικαιώματα ο νομοθέτης δεν μπορεί να τα περιορίσει μέσω της επιφύλαξης νόμος και επομένως προβάλλονται ως απόλυτα δικαιώματα. Από τη φύση τους αξιώνουν απόλυτη προστασία. Έτσι από τη μη αναγραφή της επιφυλάξεως του νόμου στη διάταξη που προστατεύει το θεμελιώδες δικαίωμα πρέπει να συναχθεί, ότι αυτό κατοχυρώνεται απόλυτα στο κάθε νομοθέτη. Το ότι όμως τέτοια δικαιώματα είναι από τη φύση τους απόλυτα δεν σημαίνει πως δεν κινδυνεύουν. Κινδυνεύουν από ιδεολογικούς ή ψυχολογικούς καταναγκασμούς, από παρεμβάσεις στης εξουσίας στη διαδικασία διαμόρφωσης της συνείδησης, του φρονήματος, του στοχασμού. Γι αυτό η καταγραφή και η κατοχύρωση τους στο Σ είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και αναγκαία. Η κατοχύρωση αυτή προλαμβάνει τυχόν επεμβάσεις της κρατούσας εξουσίας κατά τη «διαδικασία διαμόρφωσης της συνείδησης, του φρονήματος και του στοχασμού». 23 Τα ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα, όπως είδαμε, κατοχυρώνεται στο κείμενο του Συντάγματος χωρίς νομοθετική επιφύλαξη. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι τα δικαιώματα αυτά είναι ανεξέλεγκτα και χωρίς καθόλου όρια. Άλλωστε, η επιβολή ορίων είναι απολύτως αναγκαία στα πλαίσια μιας ομαλής κοινωνικής συμβίωσης, ενώ παράλληλα ακόμα και τα εν λόγω δικαιώματα έχουν συγκεκριμένο 23 Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο Θεμελιώδη, Δικαιώματα, Αθήνα Κομοτηνή, 1987. σελ. 262 22
«πεδίο εφαρμογής» που αφορά σε ανθρώπινες δραστηριότητες περιορισμένες. 24 Για το θέμα αυτό είναι δύσκολο να αναζητήσουμε την εξήγηση κατά τρόπο ενιαίο για όλα τα ανεπιφύλακτα δικαιώματα. Καθένα από αυτά επιδέχεται αφενός μεν ερμηνευτικό καθορισμό του κανονιστικού του περιεχομένου, αφετέρου δε ειδικούς περιορισμούς σε περιπτώσεις σύγκρουσης του με άλλα συνταγματικά δικαιώματα ή αρχές μα βάση την αρχή της πρακτική αρμονίας. Τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση πρόκειται για περιορισμούς οι οποίοι προβλέπονται απευθείας από το Σ κατά το άρθρο 25παρ.1 εδ. δ με την αναθεώρηση του 2001. 25 Κατά το άρθρο αυτό «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι, η διάταξη αυτή αποκλείει τη ρήτρα του γενικού συμφέροντος ως έρεισμα του νομοθετικού περιορισμού του δικαιώματος, εφόσον αυτή δεν περιλαμβάνεται στη συνταγματική διάταξη. 26 Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο αυτό είναι επιτρεπτοί οι νομοθετικοί περιορισμοί όταν η συνταγματική διάταξη κάνει ρητή αναφορά στην επιφύλαξη υπέρ του νόμου και δεν υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την έκταση που η επιφύλαξη καταλαμβάνει. Σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει τεκμήριο που απαγορεύει την εφαρμογή νομοθετικών περιορισμών. Εξαιτίας αυτού του λόγου άλλωστε, το γενικό συμφέρον δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομοθετικός περιορισμός των ανεπιφύλακτων συνταγματικών δικαιωμάτων όταν δεν προβλέπεται από τις συγκεκριμένες διατάξεις κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να περιορίζει με 24 Βλαχοπούλος Σ, Η ελευθερία της τέχνης, τα όρια ενός ανεπιφύλακτικου συνταγματικού διακαιώματα, ΔτΑ Ν 1/1999, σελ 76 25 Χρυσογόνος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ. 82 26 Ράικος Α., Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος ΙΙ Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2002, σελ. 224 επ. 23
οποιονδήποτε τρόπο τα ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα. Όριο των ανεπιφύλακτων συνταγματικών δικαιωμάτων είναι μόνο το Σ. Ο νομοθέτης μπορεί να διαπιστώνει τους περιορισμούς εκείνους οι οποίοι προβλέπονται ρητά ή σιωπηρά από τις επιμέρους συνταγματικές διατάξεις. Μπορεί να καθορίζει μόνο τους ενυπάρχοντες η συμφυείς περιορισμούς των συνταγματικών δικαιωμάτων. Για το νομοθετικό αυτό καθορισμό δεν απαιτείται η επιφύλαξη νόμου. Εκτός από το Σ αυτονόητο όριο όλων των ατομικών δικαιωμάτων ενός προσώπου είναι τα ατομικά δικαιώματα των άλλων. Κάθε συνταγματικό δικαίωμα τελειώνει στο αντίστοιχο συνταγματικό δικαίωμα και στα λοιπά συνταγματικά δικαιώματα των άλλων. Πριν την αναθεώρηση τους Σ του 2001 είχε τεθεί το πρόβλημα των περιορισμών των ανεπιφύλακτων συνταγματικών δικαιωμάτων. Σε πρώτο στάδιο επιχειρήθηκε να δοθεί λύση στο ζήτημα αυτό μέσω της οριοθετικής τριάδας του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Βασιζόμενο σε αυτά τα στοιχεία, το Συμβούλιο της Επικρατείας επιχείρησε αξιοποιώντας το άρθρο 5 παρ. 1 και τα όρια που αυτό θέτει να περιορίσει τα ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα. Η άποψή του αυτή θεωρεί ως δεδομένο ότι το συγκεκριμένο άρθρο συνιστά «ένα γενικό δικαίωμα ελευθερίας» 27 που έχει ως επιμέρους εφαρμογές τα υπόλοιπα ατομικά δικαιώματα, ώστε να επιβάλλονται και σε αυτά οι περιορισμοί που αυτό θεσπίζει. Όταν το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και οι τρεις περιορισμοί του συνδυασθούν με ανεπιφύλακτα δικαιώματα, φαινομενικός δηλαδή απεριόριστα δικαιώματα, οδηγούμαστε σε καθορισμό ορίων και των δικαιωμάτων αυτών. Έτσι μετά την αναθεώρηση του 2001, δεν τίθεται πια το θέμα περιορισμού των ανεπιφύλακτων δικαιωμάτων. Το θέμα αυτό λύθηκε με 27 Χρυσογόνος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ 84 24
την διάταξη 25 παρ.1 εδ. δ. Επομένως εφόσον δεν υπάρχει ρητή και σαφής εξουσιοδότηση για νομοθετικό περιορισμό ενός δικαιώματος, αυτός είναι ανίσχυρος και η αρμοδιότητα του νομοθέτη περιορίζεται στον προσδιορισμό των συμφυών περιορισμών των ατομικών δικαιωμάτων και στη ρύθμιση του τρόπου άσκηση τους. 28 Μάλιστα με βάση τη γερμανική θεωρία, γίνονται αποδεκτοί οι μη ρητοί περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων που πηγάζουν από τη συστηματική του Σ. Όταν λέμε μη ρητοί περιορισμοί εννοούμε ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα. Στόχος της μεθόδου της θεσμικής εφαρμογής είναι η εξασφάλιση της εφαρμογής όλων των διατάξεων, ώστε να προκύψει δίκαιη εξισορρόπηση, στο πλαίσιο πάντοτε της συγκεκριμένης περίπτωσης. 29 Είναι μία μέθοδος εφαρμογής των συνταγματικών δικαιωμάτων για την άρση των διαφόρων αντιθέσεων. Βασίζεται στην αιτιώδη συνάφεια που αντικειμενικά υπάρχει ανάμεσα στα πράγματα. Αν επομένως το Σ περιέχει μη ρητούς περιορισμούς, το περιοριζόμενο δικαίωμα και η συνταγματική διάταξη που το προβλέπει συνεφαρμόζονται με το θεσμό και τη συνταγματική διάταξη που τον αναγνωρίζει. Το αν υπάρχει περιορισμός θα διαπιστωθεί από το αν υπάρχει αιτιώδεις συνάφεια μεταξύ θεσμού και δικαιώματος. 2. ΤΑ ΆΡΘΡΑ ΤΩΝ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Τα σημαντικότερα ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα είναι τα έξης: 28 Ράικος Α., Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος ΙΙ Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2002, σελ. 224-227 29 Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, τόμος Γ- Τεύχ. Ι-ΙΙΙ, Αθήνα- Θεσαλλονίκη, 2008 σελ. 234 25
α) άρθρο 2 παρ. 1 : Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». (β) άρθρο 4 παρ. 1 : «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». παρ. 2 : «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». παρ. 5 : «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». (γ) άρθρο 5 παρ. 1 : «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». παρ. 2 υποπαρ. 1 : «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων». παρ. 2 υποπαρ. 2 : «Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας». (δ) άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α : «Κανένας δεν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση». (ε) άρθρο 7 παρ. 2 : «Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει». παρ. 3 εδ. α : «Η γενική δήμευση απαγορεύεται». 26
παρ. 3 εδ. β : «Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν». (στ) άρθρο 8 : «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν». (ζ) άρθρο 9 παρ. 1 (και ιδιαιτέρως το β εδ.) : «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας». (η) άρθρο 10 παρ. 1 : «Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο». (θ) άρθρο 11 παρ. 1 : «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα». παρ. 2 : «Μόνο στις δημόσιες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν». (ι) άρθρο 13 παρ. 1 : «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός». (ια) άρθρο 16 παρ. 1 : «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της 27
διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα». παρ. 4 : «Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια. Το Κράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τους». (ιβ) άρθρο 20 παρ. 2 : «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». (ιγ) άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β : «Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας». 28
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ 1. ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ Κατά το άρθρο 2παρ.1 Σ ο σεβασμός και η προστασία της αξία του ανθρώπου αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η αξία του ανθρώπου αποτελεί το ανώτατο μητρικό δικαίωμα. Είναι το κέντρο αναφοράς πολλών θεωριών. Αποτελεί το σύνολο των γενικών υλικών, πνευματικών και κοινωνικών γνωρισμάτων του ανθρώπινου γένους. Η αξία του ανθρώπου και ανθρώπινη αξιοπρέπεια αποτελούν την ανώτατη αξία στην ελεύθερη δημοκρατική τάξη. Η ανθρώπινη αξία είναι το θεμέλιο και η κατευθυντήρια αρχή του κοινωνικού ανθρωπισμού. Στο σύστημα του κοινωνικού ανθρωπισμού αυτοσκοπός είναι μόνο ο άνθρωπος. Η ανθρώπινη αξία είναι ο σκοπός και η καταστατική αρχή του δικαίου. Αποτελεί τη βάση της έννομης τάξης. Από της αρχή αυτή αναπτύσσονται όλοι οι κανόνες. Απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας και απαραβίαστο των θεμελιωδών δικαιωμάτων βαίνουν παράλληλα. Παράλληλα η αρχή της αξίας του ανθρώπου αποτελεί γενική αρχή του δικαίου, εφαρμόζεται δηλαδή σε όλη τη έννομη τάξη. Μάλιστα ως αντικειμενική αρχή της έννομης τάξης, το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας αποτελεί ερμηνευτική αρχή. Δεν αρκείται μόνο στην εφαρμογή του κανονιστικού της περιεχομένου, αλλά εκτείνεται και στον προσδιορισμό του περιεχομένου των άλλων διατάξεων τις οποίες ερμηνευτικά χρωματίζει η ανθρώπινη αξία. Η αρχή της ανθρώπινης αξίας είναι κατεξοχήν ανθρώπινο δικαίωμα. Επομένως φορείς του δικαιώματος είναι μόνο φυσικά πρόσωπα και όχι νομικά, διότι μόνο άνθρωποι μπορούν να έχουν ανθρώπινη αξία. Μάλιστα δικαίωμα στην ανθρώπινη αξία αναγνωρίζεται σε κάθε 29
άνθρωπο και όχι μόνο στους Έλληνες πολίτες αλλά και στου αλλοδαπούς και στους ανιθαγενείς. Το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξία με το αμυντικό περιεχόμενο που έχει, προστατεύει τον άνθρωπο από τον άνθρωπο, από επιθετικές ενέργειες των συνανθρώπων του. Προστατεύεται επίσης την διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης και εμποδίζει την από επιθετική ενέργεια χειροτέρευσης της θέσης του ατόμου. Το αμυντικό δικαίωμα είναι απόλυτο δικαίωμα δηλαδή στρέφεται κατά της επιθετικής εξουσίας δημόσιας ή ιδιωτικής. Δηλαδή αναπτύσσει ισχύει και στις διαπροσωπικές σχέσεις, τριτενεργεί. Παράλληλα το δικαίωμα της ανθρώπινης αξίας περιέχει και προστατευτικό περιεχόμενο. Οφείλει όχι μόνο να σέβεται την ανθρώπινη αξία αλλά και να την προστατεύει. Υπάρχει δηλαδή αξίωση του κάθε φορέα προς παροχή βοήθειας για την απόκρουση στης επίθεσης και την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη από το κράτος. Μάλιστα το δικαίωμα αυτό περιέχει και διασφαλιστικό περιεχόμενο, δηλαδή αξίωση για τη βελτίωση της θέσης του φορέα του δικαιώματος. Ως ανεπιφύλακτο συνταγματικό δικαίωμα, η αξία του ανθρώπου δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό. Όμως η εξουσία αυτή δεν είναι εξουσία άνευ όρων, υπεράνω του Σ. ούτε εξουσία παραβίασης των δικαιωμάτων των άλλων ή των χρηστών ηθών. Η εξουσία που προέρχεται από το δικαίωμα αυτό οριοθετείται από το τρίπτυχο της νομιμότητας, της κοινωνικότητας και της χρηστότητας. Μάλιστα το ανεπιφύλακτο αφορά τους περιορισμούς και όχι τις οριοθετήσεις. Η απορρέουσα από το δικαίωμα της ανθρώπινης αξίας εξουσία πρέπει να ασκείται μέσα στο πλαίσιο που θέτει το σύνολο της έννομης τάξης. Πρέπει να σέβεται τις διατάξεις του Σ και όχι να τις παραβιάζει. Επίσης η άσκηση του δικαιώματος αυτού πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα των άλλων, όπως κατοχυρώνονται από το Σ και εξειδικεύονται μέσω της 30
κοινής νομοθεσίας. Παράλληλα απαγορεύεται η κατάχρηση του δικαιώματος αυτού όπως επιβάλλουν και τα χρηστά ήθη. Επίσης η αρχή της ανθρώπινης αξίας θα μπορούσε να περιοριστεί στο πλαίσιο κάποιων ειδικών σχέσεων. Μέσα στο πλαίσιο της ποινική σχέσης η ανθρώπινη αξία μπορεί να περιοριστεί. Τέλος θα ήθελα ν αναφέρω ότι η διάταξη αυτή ανήκει στις διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο 110 παρ.1 Σ. Επομένως το άρθρο 2παρ. 1 Σ δεν υπόκειται σε αναθεώρηση, αποτελεί αιώνιο Σ. 2. Η ΓΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Σ : «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Με τη διάταξη αυτή διαμορφώνεται ένας γενικότερος κανόνας δικαίου καθώς και συγκεκριμένο θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Αυτή η γενική αρχή της ισότητας διέπει ολόκληρο το οικοδόμημα του δικαίου Η αρχή της ισότητας αποτελεί θεμελιώδης αρχή για την έννομη τάξη. Συνδέεται άμεσα με τη συνταγματικώς προστατευόμενη ανθρώπινη αξία. Όλοι οι άνθρωποι «αξίζουν το ίδιο» 30 και γι αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να προστατεύονται εξίσου. Η διάταξη αυτή δεν σκοπεύει ούτε μπορεί να επιφέρει τη ουσιαστική εξίσωση τους αλλά μόνο τη ίση μεταχείριση τους από το κράτος. Το κράτος οφείλει να μεταχειρίζεται τους πολίτες σα να είναι ίσοι. Η αρχή της ισότητας σημαίνει πια την επιταγή της απρόσωπης και αντικειμενικής κρίσεως και την απαγόρευση κάθε αυθαίρετης διακρίσεως, κάθε διακρίσεως δηλαδή που στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια και αγνοεί την ουσιώδη ομοιότητα των υπό ρυθμίσεων ή κρίση περιπτώσεων. 30 Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, τόμος Α, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σελ.1212-1213 31
Από την άλλη πλευρά απαγορεύεται η ίση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων, γιατί και αυτή αποτελεί στην πραγματικότητα αυθαίρετη μεταχείριση, αφού αγνοεί υφιστάμενα ή στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια. Είναι λοιπόν έκφραση της αρχής της ισότητας η διάκριση των ατόμων ανάλογα με τις ικανότητας και τα προσόντα τους. Φορείς του δικαιώματος αυτού είναι όλοι οι Έλληνες πολίτες ανεξάρτητα από το πώς απέκτησαν την ιθαγένεια αυτή. Μάλιστα φορείς του δικαιώματος μπορεί να είναι και αλλοδαποί και ανιθαγενείς καθώς και τα νομικά πρόσωπα τόσο ιδιωτικού όσο και δημοσίου δικαίου. Όπως όλα τα δικαιώματα έτσι και το γενικό δικαίωμα της ισότητας έχει τόσο αμυντικό και προστατευτικό όσο και διασφαλιστικό περιεχόμενο. Καταρχήν ως αμυντικό δικαίωμα. Το κράτος οφείλει να τηρεί το ίδιο την αρχή της ισότητας και να απέχει από κάθε ενέργεια που θα διαφοροποιούσε όμοιες περιπτώσεις, σχέσεις ή καταστάσεις. Η αρχή της ισότητας δεσμεύει το νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού του έργου, δεσμεύει τον δικαστή κατά την απονομή της δικαιοσύνης και δεσμεύει τη διοίκηση και κατευθύνει τη διοικητική δράση. Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται επίσης και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Παράλληλα κατά το προστατευτικό περιεχόμενο του δικαιώματος, κάθε φορέας αυτού έχει δικαίωμα αξίωσης προς το κράτος για την παροχή βοήθειας και την απόκρουση επιθετικής εις βάρος της αμυντικής ισότητας ενέργειας. Μάλιστα το διασφαλιστικό περιεχόμενου του δικαιώματος εμπεριέχει αξιώσεις διαφύλαξης από κινδύνους άλλους, εκτός των επιθετικών ανθρώπινων ενεργειών. Όσον αφορά τους περιορισμούς, αρχικά ως ανεπιφύλακτων δεν δέχεται περιορισμούς. Απλά οριοθετειται από τη ρήτρα συνταγματικής νομιμότητας, τη ρήτρα της κοινωνικότητας και τη ρήτρα της χρηστότητας. 32
Καταληκτικά, αξίζει να επισημάνουμε ότι βάσει του άρθρου 110 παρ. 1 η εν λόγω διάταξη δεν υπόκειται σε αναθεώρηση, ενώ είναι θεμιτό να εξετάζουμε σε κάθε περίπτωση παραβίασης της αρχής της ισότητας αν πρόκειται για ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις. Αν δεν πρόκειται για ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις οποιαδήποτε διάκριση ευμενής ή δυσμενής και απόκλιση από τη γενική αρχή γίνεται αποδεκτή. 3. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ Στο άρθρο 4 παρ.2 Σ κατοχυρώνεται μια ειδικότερη μορφή της αρχής της ισότητας, η ισότητα των φύλων βάσει της οποίας άνδρες και γυναίκες έχουν ίσα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις. Κατά το άρθρο αυτό: «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» Η ισότητα των φύλων δεν επιτρέπει κανενός είδους διακρίσεις που αφορούν μόνο στο ένα φύλο, ενώ παράλληλα κατ εφαρμογή της επεκτατικής ισότητας καθιστά αναγκαία την επιβολή μιας ευμενούς νομοθετικής ρύθμισης υπέρ του ενός φύλου και στο άλλο. Επιπλέον, δεν παρέχει στον πολίτη αξίωση για παροχή έναντι του κράτους, το οποίο οφείλει να μεταχειρίζεται τα φύλα με τον ίδιο τρόπο, αλλά μόνο σχετικό κοινωνικό δικαίωμα. Από το κανόνα της ισότητας των φύλλων το άρθρο 116 παρ.2 Σ προβλέπει μία γενική εξαίρεση η οποία τροποποιήθηκε φραστικά το 2001 χωρίς να γίνει δοκιμότερη. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Σύμφωνα με τη 33
νέα αναθεωρημένη διάταξη, κρίνεται σύμφωνη με το Σύνταγμα η διαμόρφωση ποσοστώσεων υπέρ του γυναικείου φύλου, η παροχή ειδικής φροντίδας στις χήρες ατόμων που έπεσαν στον πόλεμο (άρθρο 21 παρ. 2) και η προστασία της μητρότητας από το Κράτος (άρθρο 21 παρ. 1). ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ Κατά το άρθρο 4 παρ. 5 Σ «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Με αυτό το άρθρο καθιερώνεται φορολογική υποχρέωση που αφορά όλους τους Έλληνες πολίτες. Καθιερώνεται επίσης φορολογική ισότητα και δικαιοσύνη. Οι Έλληνες πολίτες υποχρεώνονται να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη μέσω της καταβολής φορών και τελών στα πλαίσια της εκπλήρωσης του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης που τους βαρύνει (άρθρο 25 παρ. 4). Εκτός βέβαια από τη συγκεκριμένη υποχρέωση, οι πολίτες δεν έχουν αντίστοιχη αξίωση παροχής αποζημίωσης σε περίπτωση που υπέστησαν ζημία προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Όσον αφορά στη φορολογική ισότητα, η συνεισφορά των Ελλήνων πολιτών συντελείται «χωρίς διακρίσεις», οι οποίες είναι αυθαίρετες και δεν επιβάλλονται από συγκεκριμένη φορολογική πολιτική ούτε εξυπηρετούν τις αρχές της φορολογικής δικαιοσύνης. Εξαιρέσεις επιτρέπονται μόνο όταν το επιβάλλει η φορολογική πολιτική που έχει υιοθετηθεί με σκοπό την επίτευξη φορολογικής δικαιοσύνης. Από την αρχή αυτή της φορολογικής ισότητας, προκύπτει αντικειμενική αρχή δικαίου αλλά και ατομικό δικαίωμα υπέρ των φορολογούμενων. 34
Τέλος, η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται και στη φορολογική δικαιοσύνη δεδομένου ότι οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη «ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Συνεπώς, η φορολογική ισότητα που καθιερώνεται έχει αναλογικό χαρακτήρα αφού προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την οικονομική επιφάνεια των πολιτών και δεν ορίζει το ίδιο χρηματικό ποσό για όλους. Παράλληλα, δε θεσπίζει μόνο αντικειμενική αρχή αλλά και ατομικό δικαίωμα για τους φορολογούμενους. ΙΣΟΤΗΤΑ ΑΜΟΙΒΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ η ισότητα αμοιβής εργασίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 1 εδ.β Σ «Όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας». Η συγκεκριμένη μορφή ισότητας συνδέεται άμεσα με την αρχή ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων που διέπει τον εργασιακό χώρο και κατά τη νομολογία δεν αφορά μόνο στην ίση οικονομική μεταχείριση αλλά στη γενικότερη μεταχείρισή τους. Αποτελεί μερικότερη μορφή της αρχής της ισότητας. Μέσω της διάταξης αυτής, θεσπίζεται ατομικό δικαίωμα υπέρ των εργαζομένων που διαθέτουν και τη δυνατότητα άσκησης αγωγής για να εκπληρωθούν οι αξιώσεις τους. Το δικαίωμα αυτό, το οποίο έχει αμυντικό και απόλυτο χαρακτήρα, στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε εργοδότη και όχι μόνο του κράτους. Άρα, μπορεί να στραφεί και εναντίον ιδιωτών αναπτύσσοντας έτσι την τριτενέργειά του. Εξετάζοντας τη διάταξη κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στους όρους εργασία και αμοιβή. Όσον αφορά στην εργασία, πρόκειται κυρίως για την εξαρτημένη εργασία, ενώ η αμοιβή προσδιορίζεται από το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 1414/1984 «ως αμοιβή νοείται ο μισθός και κάθε άλλη 35
πρόσθετη παροχή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, άμεσα ή έμμεσα, σε χρήμα ή σε είδος, ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας». Η αξία της εργασίας έχει αποκλειστικά οικονομικό χαρακτήρα ώστε να είναι ευκολότερη η σύγκρισή της με την εργατική απόδοση των άλλων εργαζομένων. Γι αυτό το λόγο άλλωστε, η σύγκριση της παρεχόμενης εργασίας από δύο ή και περισσότερους εργαζόμενους πρέπει να γίνεται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, στον ίδιο χρόνο και όταν εργάζονται για το ίδιο άτομο. Ισότητα αμοιβής δε σημαίνει ότι όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να αμείβονται εξίσου, αλλά ότι οι επιβαλλόμενοι στο δικαίωμα περιορισμοί πρέπει να σχετίζονται με την αξία της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως ο εργοδότης υποχρεούται να μην προβαίνει σε μισθολογικές διακρίσεις λόγω του φύλου, των θρησκευτικών και πολιτικών πεποιθήσεων ή της καταγωγής των εργαζομένων καθώς τέτοιου είδους κριτήρια προσβάλλουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανθρώπινη αξία. Αντιθέτως, μοναδικό του κριτήριο πρέπει να είναι η αξία της εργασίας που παρέχεται. Συνεπώς, ούτε η έλλειψη τυπικών προσόντων δεν πρέπει να εμποδίζει τον εργοδότη να καταβάλλει ίδια αμοιβή σε εργαζόμενους που παρέχουν μεν εργασία ίσης αξίας, αλλά δεν έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα. 31 4. Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 Σ «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα 31 Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, τόμος Γ- Τεύχ. Ι-ΙΙΙ, Αθήνα- Θεσαλλονίκη, 2008 σελ. 373-374 36