Mονογραφίες υπό έκδοση 2007-10 1. Ευθυμίου, Η., Βιτσιλάκη, Χ. (2007). Φύλο και Νέες Τεχνολογίες: Εμπειρικές Προσεγγίσεις. Επιστημονική Σειρά Σπουδών Φύλου, Διευθύντρια Σειράς: Χρυσή Βιτσιλάκη. Αθήνα: Ατραπός. 2. Βιτσιλάκη, Χ. (2008). Η Αξιολόγηση του Ολοήμερου Σχολείου: Εναλλακτικές Μορφές Προγραμμάτων στο Νομό Δωδεκανήσου. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 3. Βιτσιλάκη, Χ., Βρυνωνίδης, Μ. (2008). Οικογενειακή Κοινωνικοποίηση και Εκπαίδευση. Αθήνα: Ατραπός. 4. Βιτσιλάκη, X., και Ευθυμίου, Η. (In Press). Νέες Τεχνολογίες στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης: Μια Έμφυλη Προσέγγιση.. 1. Ευθυμίου, Η., Βιτσιλάκη, Χ. (2007). Φύλο και Νέες Τεχνολογίες: Εμπειρικές Προσεγγίσεις. Επιστημονική Σειρά Σπουδών Φύλου, Διευθύντρια Σειράς: Χρυσή Βιτσιλάκη. Αθήνα: Ατραπός. Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει μια σειρά επιμέρους ποιοτικών ερευνητικών εργασιών που εκπονήθηκαν στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Φύλο και Νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας» με αντικείμενο τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ φύλου και νέων τεχνολογιών. Στόχος της έκδοσης αυτής είναι η προώθηση στην ελληνική επιστημονική κοινότητα της παραγωγής νέας γνώσης πάνω στο πρότυπο αυτό αντικείμενο που διεθνώς γνωρίζει ιδιαίτερη έξαρση, αλλά στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα αρχίσει να μελετάται συστηματικά.
2. Βιτσιλάκη, Χ. (2008). Η Αξιολόγηση του Ολοήμερου Σχολείου: Εναλλακτικές Μορφές Προγραμμάτων στο Νομό Δωδεκανήσου. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει τα αποτελέσματα διαχρονικής έρευνας σχετικά με την περιγραφή και αξιολόγηση της δομής και λειτουργίας των εναλλακτικών μορφών ολοήμερων σχολείων που λειτούργησαν στο νομό Δωδεκανήσου κατά τα έτη 1995-2000. Μετά από μια εισαγωγή στον προβληματισμό της αξιολόγησης, καταγράφονται σαφώς οι στόχοι και προσδιορίζεται το ερευνητικό αντικείμενο της μελέτης. Στη συνέχεια παρουσιάζονται η μεθοδολογία της έρευνας, και οι συγκεκριμένες υποθέσεις προς εξέταση. Στα επιμέρους κεφάλαια του βιβλίου παρουσιάζονται τα δεδομένα που προέκυψαν από τις μελέτες αξιολόγησης των πέντε διαφορετικών μορφών ολοήμερων σχολείων που αναπτύχθηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή το 1955-2000. Στο Δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται η λειτουργία των πρώτων ολοήμερων σχολείων που δημιουργήθηκαν υπό τα πλαίσια των Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης το 1995-6 από τον τότε νομάρχη Δωδεκανήσου. Στην πρώτη ενότητα περιγράφεται ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργία τους και το σκεπτικό βάσει του οποίου δημιουργήθηκαν. Στη συνέχεια περιγράφονται τα βασικά στοιχεία της οργάνωσης και ιδιαίτερα: (1) οι αλλαγές που επήλθαν στο ωρολόγιο πρόγραμμα, (2) τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονταν και οι επιπρόσθετες δραστηριότητας που αναπτύσσονταν, (3) η στελέχωση του προγράμματος, (4) η σίτιση των μαθητών, (5) οι κτιριακές υποδομές, και (6) η μεταφορά των μαθητών προς τα σχολεία. Στη δεύτερη ενότητα παρατίθενται η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων που συλλέχθηκαν από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς και αντλούνται τα σχετικά συμπεράσματα. Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται η επέκταση του θεσμού των ολοήμερων σχολείων κατά τα έτη 1996-8, σε περίπου 28 σχολεία του νομού, η οποία και επέφερε σημαντικές και ενδιαφέρουσες
διαφοροποιήσεις στη μορφή και τη λειτουργία του προγράμματος. Τα δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά αναλύονται στην πρώτη ενότητα, ενώ στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται τα εμπειρικά δεδομένα αξιολόγησης του προγράμματος από τους εμπλεκόμενους φορείς. Στο Τέταρτο κεφάλαιο μελετάται η περίπτωση του Ολοήμερου Σχολείων Μασάρων Ρόδου όπως αυτό λειτούργησε κατά το σχολικό έτος 1998-99, όταν η νεοεκλεγείσα νομαρχιακή αυτοδιοίκηση κατήργησε το πρόγραμμα των ολοήμερων σχολείων στο νομό. Στην πρώτη ενότητα αναλύονται οι αλλαγές στις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες λειτουργίας του σχολείου και οι επιπτώσεις που αυτές είχαν στη διαμόρφωση των διαφόρων διαστάσεων του προγράμματος. Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται τα εμπειρικά δεδομένα της σχετικής μελέτης αξιολόγησης από τους φορείς. Στο Πέμπτο κεφάλαιο εξετάζονται τα «ολοήμερα σχολείαδιευρυμένου ωραρίου» που ετέθησαν σε λειτουργία πανελλαδικά από το Υπουργείο Παιδείας κατά τα σχολικά έτη 1998-99 και 1999-2000, και που λειτούργησαν και στο νομό Δωδεκανήσου κατά τα έτη αυτά. Στην πρώτη ενότητα περιγράφεται το θεσμικό-νομικό πλαίσιο που καθόρισε τους σκοπούς, τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των προγραμμάτων αυτών, και το ωρολόγιο και το αναλυτικό τους πρόγραμμα. Στη δεύτερη ενότητα παρατίθενται τα ποσοτικά εμπειρικά δεδομένα που αφορούν τις εμπειρίες, απόψεις και εκτιμήσεις των μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών που συμμετείχαν στα προγράμματα διευρυμένου ωραρίου κατά τα έτη αυτά. Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζονται ποιοτικά στοιχεία που συλλέχθηκαν μέσω επιτόπιας παρατήρησης από ομάδα ερευνητών, και οι εκθέσεις των οποίων κατατίθενται αυτούσιες. Στο έκτο κεφάλαιο εξετάζεται η εφαρμογή του «πιλοτικού» ολοήμερου σχολείου που λειτούργησε στη Δωδεκάνησο από την απαρχή του θεσμού στο σχολείο των Μασάρων. Λόγω του ότι στο σχολείο αυτό είχε ήδη για χρόνια εφαρμοστεί ολοήμερο πρόγραμμα με διάφορες μορφές όπως παρουσιάστηκε και στα προηγούμενα κεφάλαια--, η υλοποίηση του πιλοτικού είχε στην περίπτωση αυτή τη βέλτιστη έκφρασή
της. Στην πρώτη ενότητα του κεφαλαίου περιγράφονται οι ουσιαστικές αλλαγές που επήλθαν σε όλες τις διαστάσεις του ολοήμερου σχολείου ωρολόγιο πρόγραμμα, υλικο-τεχνική υποδομή και εξοπλισμός, σίτιση αλλά κυρίως περιγράφεται η μορφή και ο τρόπος υλοποίησης του αναλυτικού προγράμματος. Συγκεκριμένα αναλύονται λεπτομερώς οι στόχοι, το περιεχόμενο και η διδακτική μεθοδολογία, τόσο των μαθημάτων του «συμβατικού» αναλυτικού προγράμματος, όσο και των νέων γνωστικών αντικειμένων και δραστηριοτήτων που αναπτύχθηκαν στο ολοήμερο πρόγραμμα. Καταδεικνύεται πως στην ουσία το πιλοτικό ολοήμερο επιφέρει την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όχι τόσο με τις κοινωνικές υπηρεσίες που προσφέρει διευρυμένο ωράριο λειτουργίας για φύλαξη, σίτιση, κ.λ.π.--, αλλά κυρίως με την παροχή αυξημένων γνώσεων μέσα από σύγχρονες διδακτικές προσεγγίσεις, μέσα από την παροχή, δηλαδή, καλύτερης εκπαίδευσης σε όλα τα παιδιά. Υπό ολοκλήρωση βρίσκεται μόνον το έβδομο κεφάλαιο το οποίο εξετάζει με πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα, η ανάλυση των οποίων ολοκληρώνεται, τη δομή και λειτουργία των Πειραματικών ολοήμερων προγραμμάτων και των προγραμμάτων διευρυμένου ωραρίου, τα οποία και έχουν πρόσφατα «βαπτιστεί» Ολοήμερα Σχολεία. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν αναφορικά με το θεσμό του ολοήμερου σχολείου, μέσα από την εμπειρική συγκριτική μελέτη των πέντε διαφορετικών μορφών προγραμμάτων που στη μελέτη παρουσιάστηκαν.
3. Βιτσιλάκη, Χ. και Βρυνωνίδης, Μ. (2008). Οικογενειακή Κοινωνικοποίηση και Εκπαίδευση. Αθήνα: Ατραπός. Στη μονογραφία αυτή παρουσιάζεται μέρος των πορισμάτων ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος που διεξήχθη στη Δωδεκάνησο και που αφορά την κοινωνικοποίηση στα πλαίσια της οικογένειας και του σχολείου. H συγκεκριμένη μελέτη εστιάζει στην εμπειρική διερεύνηση και τεκμηρίωση βασικών υποθέσεων που έχουν διατυπωθεί στη βιβλιογραφία αναφορικά με τις επιπτώσεις των δομών και διαδικασιών οικογενειακής κοινωνικοποίησης στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών χαρακτηριστικών παιδιών και εφήβων. Oι βασικοί στόχοι της μελέτης είναι: (i) να καταγράψει βασικές διαστάσεις και λειτουργίες της οικογένειας στην περιοχή της Δωδεκανήσου, (ii) να διερευνήσει τις σχέσεις μεταξύ των οικογενειακών δομών και των εκπαιδευτικών χαρακτηριστικών των παιδιών, και (iii) να τεκμηριώσει αν και σε ποιο βαθμό οι παράγοντες αυτοί και οι μεταξύ τους σχέσεις διαφοροποιούνται κάτω από συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού. Tα χαρακτηριστικά της οικογενειακής δομής που εξετάζονται και τα κεντρικά πορίσματα που εξάγονται είναι τα εξής: (1) Oικογενειακή κατάσταση. Στη Δωδεκάνησο η οικογένεια παραμένει ακέραια, με κάποιες διαφοροποιήσεις στην υποβαθμισμένη περιοχή των Aγίων Aποστόλων. Διαφαίνεται μια μικρή αρνητική επίδραση των διαφοροποιημένων μορφών οικογένειας στα εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά των μαθητών. (2) O αριθμός παιδιών της οικογένειας. Στοιχειοθετείται η κατανομή της μεταβλητής αυτής στο νομό και τεκμηριώνεται ότι οι οικογένειες των κατωτέρων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων, και ιδιαίτερα αυτές που συγκεντρώνονται στους Aγίους Aποστόλους, τείνουν να έχουν περισσότερα παιδιά. Παρέχονται τεκμήρια για την υποστήριξη της θεωρητικής υπόθεσης ότι ο αριθμός παιδιών της οικογένειας έχει αρνητική επίδραση στις επιδόσεις και τις προοπτικές της εκπαίδευσης των μαθητών του δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου. (3) H μορφή της οικογένειας. Tα στοιχεία μας σκιαγραφούν την
επικράτηση της πυρηνικής οικογένειας στο σύνολο του νομού, και τη διαφοροποίηση της μορφής της οικογένειας στην κοινωνικά αποκλεισμένη περιοχή υπό μελέτη, όπου επικρατεί η εκτεταμένη οικογένεια. Aναλύονται οι θετικές καθώς και οι αρνητικές επιδράσεις που οι διαφοροποιήσεις αυτές στην μορφή της οικογένειας έχουν στα εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά των παιδιών και εφήβων, και κυρίως στις σχολικές επιδόσεις και στις προοπτικές πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. (4) H σύνθεση της οικογένειας. Eξετάζεται η συγκατοίκηση των μελών της τρίτης γενεάς και άλλων συγγενών με το ζευγάρι και τα παιδιά του, η οποία είναι φαινόμενο επικρατέστερο στις οικογένειες των κατωτέρων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων, και η οποία έχει σχετικά αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνικοποίηση και εκπαίδευση των νέων μελών της οικογένειας. (5) H οικολογία του χώρου διαβίωσης. Eξετάζονται βασικά στοιχεία της χωροταξίας του οικιακού περιβάλλοντος και της υλικο-τεχνικής του υποδομής, όπως η κατανομή των δωματίων και η εξασφάλιση ατομικού δωματίου του παιδιού, η ύπαρξη βιβλιοθήκης, υπολογιστή, μουσικών οργάνων, κ.ά. Στοιχειοθετείται ότι ιδιαίτερα τα παιδιά των υποβαθμισμένων περιοχών στερούνται μορφωσιογόνου περιβάλλοντος, παράγοντας που συνολικά φαίνεται να έχει αρνητική επίδραση στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών χαρακτηριστικών των παιδιών και εφήβων.
4. Βιτσιλάκη, X., και Ευθυμίου, Η. (In Press). Νέες Τεχνολογίες στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης: Μια Έμφυλη Προσέγγιση.. Οι νέες τεχνολογίες και οι εφαρμογές τους αποτελούν έναν αδιαμφισβήτητο παράγοντα διαμόρφωσης της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν σαφώς κοινωνικά προσδιορισμένες κατασκευές του ανθρώπινου πολιτισμού. Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας τις τελευταίες δεκαετίες αποτέλεσε την υλική βάση για πολύ σημαντικές κοινωνικοοικονομικές διεργασίες, όπως αυτής της αναφερόμενης ως «παγκοσμιοποίησης», επιδρώντας καταλυτικά σε όλες τις πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου: από την παραγωγή και μεταφορά/διανομή αγαθών και υπηρεσιών έως την εξάπλωση και σταδιακή εδραίωση ομογενοποιημένων πολιτισμικών προτύπων. Όλες οι νέες μορφές επικοινωνίας, ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης, απασχόλησης, κλπ, επηρεάζονται, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, από την ανάπτυξη της τεχνολογίας γενικά, και των ΤΠΕ ειδικότερα. Ο στόχος της μετάβασης από την τυπική βιομηχανική κοινωνία του περασμένου αιώνα, στην κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης, όπως από πολλές πλευρές τίθεται, αντικειμενικά συνδέεται και με την τεχνολογική βάση των αντίστοιχων κοινωνικοοικονομικών δομών. Από πολιτικής πλευράς, η σύγχρονη τεχνολογία θεωρείται εργαλείο στην προσπάθεια επίτευξης σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών στόχων, τόσο στις ανεπτυγμένες χώρες, όσο και στις αναπτυσσόμενες, με σκοπό την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη γενικά, και την άρση της περιθωριοποίησης κοινωνικών ομάδων ή κρατών ολόκληρων ειδικότερα. Έτσι, για παράδειγμα, μελετάται σε όλα τα επίπεδα το φαινόμενο του ψηφιακού χάσματος μεταξύ κρατών και κοινωνικών ομάδων και απαραίτητες πολιτικές για την άμβλυνσή του και την αντιμετώπιση των συνεπειών του. Στα πλαίσια των ανωτέρω διεργασιών, αναδεικνύεται το ζήτημα της κοινωνικής και οικονομικής θέση των δύο φύλων, και ιδιαίτερα των γυναικών, δεδομένου ότι οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και τεχνολογικές εξελίξεις φαίνεται να επιδρούν με διαφορετικό τρόπο στα δύο φύλα πρωτίστως ως προς την ένταση των επιδράσεων που
παρατηρούνται. Το τελευταίο σημαίνει ότι τα παραπάνω φαινόμενα μελετούνται τώρα ως προς τη διαφορετική επίδραση που έχουν σε άνδρες και γυναίκες, προσδιορίζοντας του κοινωνικούς εκείνους λόγους για τους οποίους αυτές οι επιδράσεις διαφοροποιούνται. Αλλά και αντίστροφα, η αντιμετώπιση σε παγκόσμιο επίπεδο της φτώχειας και των έντονων ανισοτήτων μεταξύ κρατών και κοινωνικών ομάδων, και επομένως η διασφάλιση των προϋποθέσεων για βιώσιμη ανάπτυξη, δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από την εξασφάλιση της ενεργής και ισότιμης συμμετοχής των γυναικών στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Η έμφυλη διάσταση του ψηφιακού χάσματος και το πρόβλημα της μέτρησής του, η θέση των δύο φύλων στους τομείς της τεχνολογικής έρευνας και η συμμετοχή τους στα σχετικά κέντρα λήψης αποφάσεων, καθώς και η θέση της γυναίκας στον ίδιο τον κλάδο των νέων τεχνολογιών ως εργαζόμενη, αποτελούν βασικές παραμέτρους της έμφυλης διάστασης του ρόλου των νέων τεχνολογιών σήμερα. Επίσης, οι νέες μορφές απασχόλησης και οι νέες εργασιακές σχέσεις που σχετίζονται με τις νέες τεχνολογίες και το φαινόμενο της «εκθήλυνσης της εργασίας», διαμορφώνουν τους νέους όρους μιας έμφυλης πραγματικότητας ανοικτής προς κάθε κατεύθυνση: από την οικονομική και κοινωνική ενδυνάμωση των γυναικών μέχρι την περιθωριοποίησή τους και την ένταση των ανισοτήτων πάσης φύσεως. Η κοινωνική φύση της τεχνολογίας και του φύλου αποτελούν τη θεωρητική βάση της ανωτέρω προβληματικής και τα σχετικά συμπεράσματα αναμένεται να αξιοποιηθούν για τη διαμόρφωση πολιτικών και δράσεων άμεσης παρέμβασης από κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς φορείς.