2) Στην συνέχεια υπολογίζουμε την ονομαστική αξία του πιστοποιητικού με το συγκεκριμένο αυξημένο επιτόκιο όπως και προηγουμένως, δηλαδή θα έχουμε: ( ) ( ) 3) Επομένως η θεωρητική αξία του πιστοποιητικού κατάθεσης θα υπολογισθεί με την εφαρμογή του προαναφερομένου τύπου (2), θέτοντας όπου: ν=50 δεδομένου ότι το πιστοποιητικό εκδόθηκε πριν από 50 ημέρες, Ν=90 επειδή το πιστοποιητικό έχει διάρκεια 90 ημέρες, Τa=50.000 η τιμή έκδοσης του πιστοποιητικού, Τπ=50.200,81 η ονομαστική αξία που υπολογίσαμε προηγουμένως. Θα έχουμε: - Λύση του 3ου ερωτήματος: Το πιστοποιητικό είναι υποτιμημένο, διότι η αγορά του σε διαπραγματεύσιμη τιμή 49.000 ευρώ είναι μικρότερη από την ΘΑ=50.111,56 που έχει σήμερα, όπως υπολογίσαμε στο προηγούμενο υποερώτημα. 4.4 Repos και Reverse repos Τα Repos ή συμφωνίες επαναγοράς (Repurchase Agreement) αποτελούν βραχυπρόθεσμες συναλλαγές που συνίστανται σε πώληση ενός χρεογράφου (που είναι συνήθως έντοκο γραμμάτιο ή ομόλογο Δημοσίου), για παράδειγμα από μια τράπεζα, με τη συμφωνία ότι ο πωλητής δηλαδή η τράπεζα θα το αγοράσει ξανά από τον αγοραστή με βάση μια προκαθορισμένη τιμή, μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Με άλλα λόγια, το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δανείζεται χρήματα για να καλύψει τις ανάγκες ρευστότητάς του, χρησιμοποιώντας ως ενέχυρο ένα χρεόγραφο γνωστής αξίας από το χαρτοφυλάκιό του. Η απόδοση του δανειστή (αγοραστή Repos) δίνεται από τη διαφορά μεταξύ της τιμής επαναγοράς του υποκείμενου χρεογράφου και της τιμής της αρχικής του πώλησης και αναφέρεται με τη μορφή ετησίου επιτοκίου. Η διάρκεια των Repos είναι συνήθως σύντομη (μέχρι ένα χρόνο) και οι τόκοι από μια τέτοια επένδυση με πρόσφατη απόφαση φορολογούνται με 7%. Ως Reverse repos αναφέρονται οι συμφωνίες για τις οποίες την πρωτοβουλία αναλαμβάνει ο δανειστής και όχι ο δανειζόμενος. Για παράδειγμα, Reverse repos είναι η συμφωνία πώλησης τίτλων σταθερού εισοδήματος από τις επιχειρήσεις σε Ανδρέας Αναστασάκης 32 / 138
τράπεζες με την υποχρέωση επαναγοράς τους από αυτές σε συγκεκριμένη τιμή και μετά από την πάροδο συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Τα βασικά πλεονεκτήματα που προσφέρουν τα Repos είναι τα εξής: - Δίδουν σχετικά υψηλές αποδόσεις (οι αποδόσεις όμως μειώθηκαν σημαντικά έπειτα από τη φορολόγηση τους). Παρέχουν τη δυνατότητα επιλογής της διάρκειας του χρονικού διαστήματος της επένδυσης. Εγγυούνται υψηλό βαθμό ασφάλειας. Ενισχύουν τη διακίνηση των εντόκων γραμματίων και ομολόγων του Δημοσίου, πράγμα που διευκολύνει τη χρηματοδότηση του τελευταίου. Εξασφαλίζουν το κάτοχο τους σε περίπτωση απώλειας ή κλοπής. Το επιτόκια απόδοσης των repos καθορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της αρχικής τιμής πώλησης των χρεογράφων και της συμφωνηθείσας τιμής επαναγοράς τους στην βάση των 360 ημερών (χρησιμοποιώντας το εμπορικό έτος). Παράδειγμα: Εάν κάποια χρεόγραφα μιας Α τράπεζας αγορασθούν αρχικά από ένα επενδυτή σε τιμή αγοράς (Τα) 9.800 με την συμφωνία να πουληθούν ξανά αυτά από τον τελευταίο στη τράπεζα Α στην τιμή (Τπ) των 10.000 στο τέλος της χρονικής περιόδου (V) των 60 ημερών, θα έχουν την έχουν την εξής απόδοση για τον επενδυτή: 4.5 Χρεόγραφα τραπεζικής αποδοχής Acceptance) ή Εγγυητικές επιστολές (Banker s Μια εγγυητική επιστολή αντιπροσωπεύει την υπευθυνότητα με την οποία αναλαμβάνει μια τράπεζα τη μελλοντική πληρωμή ενός πελάτη της. Είναι σύνηθες φαινόμενο να χρησιμοποιούνται διεθνώς στις εμπορικές συναλλαγές οι εγγυητικές επιστολές. Συνήθως οι εξαγωγείς από μια χώρα προτιμούν τις τράπεζες να δρουν ως εγγυητές πριν ή μετά την αποστολή εμπορευμάτων τους στους εισαγωγείς μιας άλλης χώρας και κυρίως όταν η πιστοληπτική ικανότητα ή το ύψος των τελευταίων πολλές φορές δεν είναι γνωστό. Έτσι οι τράπεζες διευκολύνουν το διεθνές εμπόριο με την αποδοχή των εγγυητικών αποστολών on a draft - οι οποίες υποχρεώνουν να γίνονται οι πληρωμές σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Έτσι ο εισαγωγέας πληρώνει στην τράπεζα σε συγκεκριμένη ημερομηνία ότι οφείλει στον εξαγωγέα μαζί με το κόστος της τράπεζας για την εγγύηση αυτής της οφειλής πληρωμής. Η χρονική περίοδο ωρίμανσης των εγγυητικών επιστολών είναι από ένα μέχρι εννέα μήνες, πολλές φορές και για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους. Ακόμη πολλές φορές οι εγγυητικές επιστολές είναι ανανεώσιμες ανά χρονική περίοδο. Ανδρέας Αναστασάκης 33 / 138
4.6 Τα διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας Η κεντρική τράπεζα είναι η τράπεζα των τραπεζών. Συνήθως ανήκει αποκλειστικά στο δημόσιο και έχει μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Τα διαθέσιμά της αποτελούνται από αποθέματα (νομισματικά ή χρυσού), που έχουν δημιουργηθεί από συσσώρευση χρήματος, καταθέσεις τραπεζών και τον πλούτο του κράτους. Αυτά τα αποθέματα, σε συνδυασμό με την έκδοση νέου -μη πληθωριστικούχρήματος, χρησιμοποιούνται κατά καιρούς από την κεντρική τράπεζα για την άσκηση νομισματικής πολιτικής (στήριξη νομίσματος, ή παροχή ρευστότητας στην αγορά). Έτσι, καθίσταται δυνατή η τροφοδότηση των υπολοίπων τραπεζών και της οικονομίας γενικότερα, με χρηματική ρευστότητα όταν κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο. Δεδομένου ότι οι διάφορες εμπορικές τράπεζες παρέχουν, από τα αποθέματά τους, διαφόρων ειδών δάνεια και χρηματοδοτήσεις σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, τα διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παρέχουν φθηνό χρήμα στις υπόλοιπες τράπεζες σε περίοδο ύφεσης. Αυτό μπορεί να γίνει με αρκετούς τρόπους: 1) Με μείωση του ποσοστού των υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων (που υποχρεούνται να τηρούν οι εμπορικές τράπεζες στα ταμεία τους ή σε λογαριασμό όψεως στην κεντρική τράπεζα). 2) Με μείωση των προεξοφλητικών επιτοκίων (επιτόκια με τα οποία δανείζονται χρήμα οι εμπορικές τράπεζες από την κεντρική τράπεζα). 3) Αγοράζοντας κρατικές ομολογίες στην ελεύθερη αγορά και καταβάλλοντας στους κατόχους την χρηματιστηριακή αξία των ομολογιών (πολιτική ανοικτής αγοράς). 4) Μετακινώντας τα ρευστά διαθέσιμα του κράτους (που πηγάζουν από τις δημόσιες καταθέσεις) προς τις εμπορικές τράπεζες, έπειτα από έγκριση της νομισματικής αρχής. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν κριθεί απαραίτητη από την κεντρική τράπεζα η μείωση της ποσότητας χρήματος που κυκλοφορεί σε περίοδο αυξημένης συνολικής δαπάνης, ακολουθείται η ακριβώς αντίθετη νομισματική πολιτική. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η αθρόα παροχή δανειοδοτήσεων και πιστώσεων από τις εμπορικές τράπεζες, με αποτέλεσμα να μειωθούν τελικά οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών. 4.7 Τα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα Άλλα βασικά χρεόγραφα που διακινούνται στις αγορές χρήματος είναι για παράδειγμα τα commercial papers (CPs), τα Bills of Exchange, τα swaps, αλλά και τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) πάνω σε επιτόκια. Τα τελευταία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αγορές παραγώγων. Τα commercial papers εκδίδονται συνήθως από εταιρίες, αλλά και από τράπεζες, για την άντληση βραχυχρόνιων κεφαλαίων από τη χρηματαγορά. Η διάρκεια τους κυμαίνεται από δύο ημέρες μέχρι και ένα χρόνο και ανήκουν στην κατηγορία των εκπτωτικών χρεογράφων (η αγοραία τους τιμή είναι χαμηλότερη από την ονομαστική τους αξία). Τα Bills of Exchange χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς. Μια εταιρία που οφείλει χρήματα λόγω αγοράς εμπορευμάτων εκδίδει πιστοποιητικά με το ποσό Ανδρέας Αναστασάκης 34 / 138
οφειλής, για το οποίο ενδεχομένως εγγυάται κάποια τράπεζα (Bankers Acceptance). Τέτοιου είδους χρεόγραφα διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά χρήματος και καθιστούν πιο εύκολη τη διεξαγωγή των εμπορικών εθνικών ή διεθνών συναλλαγών. Τα swaps είναι συμφωνίες ανταλλαγής υποχρεώσεων και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν μορφή επένδυσης με σκοπό την επίτευξη ελκυστικής απόδοσης. Για παράδειγμα, swap επιτοκίων είναι μια συμφωνία μεταξύ δύο εταιριών Α και Β, όπου η εταιρία Α συμφωνεί να πληρώνει τόκους με σταθερό επιτόκιο επί μιας συγκεκριμένης ονομαστικής αξίας και για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στην εταιρία Β, ενώ η εταιρία Β θα πληρώνει στην Α τόκους με κυμαινόμενο επιτόκιο επί της ίδιας ονομαστικής αξίας. Τέτοιες συμφωνίες συνάπτονται με τη μεσολάβηση κάποιας τράπεζας και χρησιμοποιούνται για παράδειγμα για τη μετατροπή ενός κυμαινόμενου επιτοκίου δανεισμού σε σταθερό ή και αντίστροφα. Ανδρέας Αναστασάκης 35 / 138
5.Οι αγορές συναλλάγματος Οι αγορές συναλλάγματος είναι μια διαφορετική εκδοχή των αγορών χρήματος. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι περιλαμβάνονται στις αγορές χρήματος και δεν είναι κάτι το ξεχωριστό και ανεξάρτητο. Η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι, ότι στις αγορές συναλλάγματος η προσφορά και η ζήτηση γίνεται σε μικρό χρονικό διάστημα και σε ξένο νόμισμα. Η δημιουργία αγορών συναλλάγματος προϋποθέτει τον ελεύθερο καθορισμό και τη διαμόρφωση των τιμών του συναλλάγματος. Ο όρος «ελεύθερος» εκλαμβάνεται με την έννοια ότι οι νομισματικές αρχές, κατά βάση οι κεντρικές τράπεζες, αφήνουν τις τιμές του συναλλάγματος να καθορίζονται ελεύθερα από την αγορά, δηλαδή με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, ενώ οι παρεμβάσεις τους για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής εφαρμόζονται συνήθως σε συνδυασμό με την γενική οικονομική πολιτική. Τα παραπάνω στοιχεία καθορισμού της τιμής του εγχώριου νομίσματος και των τιμών του συναλλάγματος έχουν προδιαγραφεί στα πλαίσια του συστήματος διακύμανσης του συναλλάγματος (floating system), που θεσπίστηκε με την μεταρρύθμιση του διεθνούς νομισματικού συστήματος από το 1973. Γι αυτό και η δημιουργία και ανάπτυξη τοπικών αγορών συναλλάγματος αποτελεί βασικά φαινόμενα της μετέπειτα εποχής και ακόμη περισσότερο μετά τα τέλη της 10ετιας του 80 κατάρρευσης του συστήματος κεντρικού σχεδιασμού και διοίκησης των οικονομιών και του ευρύτερου φαινομένου της «παγκοσμιοποίησης» των αγορών και των οικονομιών. Παράλληλα αναπτύσσονται βαθμιαία τοπικές αγορές για διάφορα συναλλαγματικά χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως ανταλλαγές (swaps), προθεσμιακές πράξεις (futures), «παράγωγα» κλπ. Στην επιτάχυνση της ανάπτυξης και διεθνοποίησης της διεθνούς αγοράς συναλλάγματος, συντέλεσαν επίσης καθοριστικά σε συνδυασμό εκτός από την αλλαγή του διεθνούς συστήματος συναλλάγματος, η ραγδαία τεχνολογική πρόοδο στο τομέα των επικοινωνιών, σε συνδυασμό με την ηλεκτρονική τεχνολογία (δορυφορική επικοινωνία, δίκτυα Η/Υ, βάσεις δεδομένων κλπ.). 5.1 Τα αίτια ύπαρξης των αγορών συναλλάγματος Οι αγορές συναλλάγματος είναι αυτές που χαρακτηρίζουν το «ΔΙΕΘΝΕΣ ΧΡΗΜΑ» στις διεθνές οικονομικές συναλλαγές, δηλαδή: - ως μέσο πληρωμών - ως μέσο μέτρησης της αξίας - ως μέσο διακράτησης αγοραστικής δύναμης Είναι επομένως τα «εργαλεία» που εκτελούν τις πιο πάνω τρεις βασικές λειτουργίες του χρήματος όχι στο χώρο της Ευρωζώνης αλλά μεταξύ των χωρών της και άλλων εθνικών οικονομιών. Τέλος, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι αγορές συναλλάγματος δεν οφείλουν την ύπαρξη τους μόνο στις διεθνείς ανταλλαγές πραγματικών αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και στις ανταλλαγές ενός συναλλάγματος με ένα άλλο. Δηλαδή τις μετακινήσεις και ανταλλαγές εθνικών νομισμάτων. Ανδρέας Αναστασάκης 36 / 138
Στην πρώτη περίπτωση ανταλλάσσεται «πραγματικό» αγαθό ή υπηρεσία έναντι συναλλάγματος, στη δεύτερη περίπτωση ανταλλάσσεται μια μορφή συναλλάγματος. Στις αγορές συναλλάγματος μετέχουν τέσσερις κατηγορίες οικονομικών μονάδων: οι επιχειρήσεις, οι ιδιώτες, οι εμπορικές τράπεζες (και γενικότερα οι χρηματοπιστωτικού οργανισμοί) και οι κεντρικές τράπεζες. Οι επιχειρήσεις συμμετέχουν: - Για να αγοράσουν ή να πωλήσουν συνάλλαγμα με σκοπό τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, - Να προστατευθούν από το «συναλλαγματικό κίνδυνο», - Να κερδοσκοπήσουν. Οι ιδιώτες συμμετέχουν: - Για να καλύψουν τις ιδιωτικές τους συναλλαγές με το εξωτερικό, - Να προστατευθούν από τον συναλλαγματικό κίνδυνο από τις πιο πάνω συναλλαγές, - Για να κερδοσκοπήσουν. Οι εμπορικές τράπεζες και οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί συμμετέχουν: - Για να ικανοποιήσουν τις σε συνάλλαγμα ανάγκες των πελατών τους, επιχειρήσεων ή ιδιωτών, - Για να διαχειριστούν ορθολογικά το επίπεδο των συναλλαγματικών τους διαθεσίμων είτε επειδή οι ίδιες επιδιώκουν το άριστο, είτε επειδή τους το επιβάλλει θεσμικά η Κεντρική Τράπεζα, - Για να κερδοσκοπήσουν. Οι κεντρικές τράπεζες συμμετέχουν: - Για να διατηρήσουν ή να μεταβάλλουν, όταν μπορούν, τη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος τους σε αντιστοιχία με τις εξελίξεις στο Ισοζύγιο Εξωτερικών Πληρωμών και γενικότερα τις επιδιώξεις της Οικονομικής Πολιτικής της Πολιτείας. - Να διατηρήσουν ή να μεταβάλλουν πάλι όταν μπορούν σε συνάλλαγμα και χρυσό τα αποθέματα της οικονομίας, - Να ελέγχουν και να μεταβάλλουν όταν και όσο μπορούν την Προσφορά του Εγχώριου Χρήματος σε επιθυμητά επίπεδα σε αντιστοιχία με την εξέλιξη βασικών μακροοικονομικών μεγεθών της οικονομίας. Αυτό γιατί οι αγορές συναλλάγματος είναι εντελώς διασυνδεδεμένες σε ορισμένα επίπεδα. Ο υπολογισμός της συνολικής απόδοσης των προαναφερομένων φορέων από την συμμετοχή τους σε συναλλαγές στην αγορά συναλλάγματος έχει ιδιαίτερη σημασία για προφανείς λόγους Ανδρέας Αναστασάκης 37 / 138
5.2 Η συνθήκη ισοδυναμίας των επιτοκίων Η βασική μέθοδος υπολογισμού της απόδοσης σε αυτές τις συναλλαγές είναι η πλέον κλασική και εφαρμοζόμενη διεθνώς, η αποκαλούμενη: Συνθήκη Ισοδυναμίας των Επιτοκίων. Η συνθήκη ισοδυναμίας των επιτοκίων είναι μια σχέση που συνδέει το εγχώριο και το ξένο επιτόκιο με την τρέχουσα και την προθεσμιακή ισοτιμία του εγχώριου και του ξένου νομίσματος. Όταν ισχύει αυτή η συνθήκη τότε: - Η επένδυση στις δυο χώρες έχει την ίδια απόδοση, Δεν υπάρχει η δυνατότητα για δάνειο στη μια χώρα και επένδυση στην άλλη χώρα (η λεγόμενη δυνατότητα για αρμπιτράζ), Ο δανεισμός στις δυο χώρες έχει το ίδιο κόστος. Η συνθήκη ισοδυναμίας επιτοκίων δίδεται από την σχέση: Όπου: i: το εγχώριο επιτόκιο. i*: το ξένο επιτόκιο. F:η προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία. S:η τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία. Αν λύσουμε τη σχέση αυτή ως προς i θα έχουμε: Επομένως αν οι ισοτιμίες είναι π.χ. εκφρασμένες ως /$, δηλαδή το εγχώριο νόμισμα είναι το ευρώ, τότε η προαναφερόμενη σχέση (1) εξειδικεύεται ως εξής: Εάν οι ισοτιμίες είναι π.χ. εκφρασμένες ως $/, δηλαδή το εγχώριο νόμισμα είναι το δολάριο, τότε η προαναφερόμενη σχέση (1) εξειδικεύεται ως εξής: Εάν η σχέση (3) από σχέση ισότητας γίνει σχέση ανισότητας, δηλαδή: Τότε θα ισχύουν τα εξής: - Η απόδοση από μια επένδυση στη Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι υψηλότερη σε σχέση με τις ΗΠΑ, Θα υπάρχουν δυνατότητες αρμπιτράζ υπέρ του ευρώ, Ανδρέας Αναστασάκης 38 / 138
- Το κόστος δανεισμού Ευρωπαϊκή Ένωση. στις ΗΠΑ θα είναι χαμηλότερο έναντι στην Εάν η σχέση (4) από σχέση ισότητας γίνει σχέση ανισότητας, δηλαδή: Τότε θα ισχύουν τα εξής: - Η απόδοση από μια επένδυση στις ΗΠΑ θα είναι υψηλότερη σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, Θα υπάρχουν δυνατότητες αρμπιτράζ υπέρ του δολαρίου, Το κόστος δανεισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι χαμηλότερο έναντι στις ΗΠΑ. Σημείωση: Εάν η προθεσμιακή ισοτιμία δυο νομισμάτων είναι διάρκειας μ μηνών, τότε στις προαναφερόμενες σχέσεις (1) έως (6) θα πρέπει να πολλαπλασιάζεται και το εγχώριο και το ξένο επιτόκιο με το κλάσμα μ/12. 5.2.1 Παραδείγματα εφαρμογής 1ο Παράδειγμα: Υποθέτουμε ότι στην Χ αγορά συναλλάγματος το επιτόκιο του ευρώ είναι 4% και το επιτόκιο του δολαρίου είναι 5% και επίσης η τρέχουσα ισοτιμία είναι: 1 =1,30$ δολάρια. Ζητούνται τα εξής: 1) Εάν ένας επενδυτής, πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέλει να επενδύσει 1.000.000 για τρεις μήνες, ποια είναι η προθεσμιακή ισοτιμία /$, που θα καθιστούσε την επένδυση του σε Βερολίνο και Νέα Υόρκη ισοδύναμη; 2) Εάν η προθεσμιακή ισοτιμία 3 μηνών /$ ήταν 1 =1,32$ τη μια φορά και 1 =1,28$ την άλλη, που θα έπρεπε να επενδύσει ο επενδυτής αντίστοιχα; 3) Εάν ο ίδιος επενδυτής θέλει να δανεισθεί 1.000.000 με τις προηγούμενες προθεσμιακές ισοτιμίες, από πού πρέπει να δανεισθεί αντίστοιχα; Λύση 1ου ερωτήματος: Επειδή ζητείται να υπολογισθεί η προθεσμιακή ισοτιμία 3 μηνών /$, θα χρησιμοποιηθεί η σχέση (1) για προθεσμία 3 μηνών, όπου ως εγχώριο νόμισμα θεωρούμε το ευρώ (γιατί το ευρώ βρίσκεται στον αριθμητή της ισοτιμίας) και ως ξένο το δολάριο (γιατί το δολάριο βρίσκεται στον παρανομαστή της ισοτιμίας). Θα έχουμε λοιπόν: ( ) Ανδρέας Αναστασάκης 39 / 138
( ) => Λύση 2 ου ερωτήματος: 1) Τοποθέτηση με προθεσμία 3 μηνών 1.000.000 με επιτόκιο 4% σε ευρώ στο Βερολίνο. Η απόδοση της τοποθέτησης θα είναι: 2) Τοποθέτηση με προθεσμία 3 μηνών 1.000.000 με επιτόκιο 5% στη Νέα Υόρκη. Πρώτον, μετατρέπουμε το 1.000.000 σε δολάρια στην τρέχουσα ισοτιμία 1 =1,30$, δηλαδή: Δεύτερον, τοποθετούμε το ποσό αυτό με προθεσμία 3 μηνών με επιτόκιο 5% σε δολάριο στη Νέα Υόρκη. Η απόδοση της τοποθέτησης θα είναι: Τέλος, μετατρέπουμε το προηγούμενο ποσό από δολάρια σε ευρώ. 1 η περίπτωση: με βάση την προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία 1 =1,32$, δηλαδή: Παρατηρούμε ότι, η τοποθέτηση στο Βερολίνο είναι η πλέον συμφέρουσα. 2 η περίπτωση: με βάση την προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία 1 =1,28$, δηλαδή: Παρατηρούμε ότι, η τοποθέτηση στη Νέα Υόρκη είναι η πλέον συμφέρουσα. Λύση 3 ου ερωτήματος: 1) Δανεισμός με προθεσμία 3 μηνών 1.000.000 με επιτόκιο 4% σε ευρώ στο Βερολίνο. Ανδρέας Αναστασάκης 40 / 138
Το συνολικό ποσό αποπληρωμής του δανείου θα είναι: Επομένως το κόστος δανεισμού θα είναι: 2) Δανεισμός με προθεσμία 3 μηνών 1.000.000 με επιτόκιο 5% σε δολάρια στη Νέα Υόρκη. Πρώτον, μετατρέπουμε το 1.000.000 σε δολάρια στην τρέχουσα ισοτιμία 1 =1,30$, δηλαδή: Δεύτερον, το προηγούμενο ποσό λαμβάνεται ως δάνειο με προθεσμία 3 μηνών με επιτόκιο 5% σε δολάρια στη Νέα Υόρκη. Το συνολικό ποσό αποπληρωμής του δανείου θα είναι: Τέλος, μετατρέπουμε περίπτωση ως εξής: το προηγούμενο ποσό από δολάρια σε ευρώ κατά 1η Περίπτωση: με βάση την προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία 1 =1,32$, δηλαδή: Επομένως το κόστος δανεισμού θα είναι: Παρατηρούμε ότι, η λήψη δανείου στη Νέα Υόρκη είναι η πλέον συμφέρουσα. 2η Περίπτωση: με βάση την προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία 1 =1,28$, δηλαδή: Επομένως το κόστος δανεισμού θα είναι: Παρατηρούμε ότι, η λήψη δανείου στο Βερολίνο είναι η πλέον συμφέρουσα. 2ο Παράδειγμα: Υποθέτουμε ότι στην Χ αγορά συναλλάγματος το επιτόκιο του ευρώ είναι 4% και το επιτόκιο του δολαρίου είναι 5% και επίσης η τρέχουσα ισοτιμία είναι:1 =1,30$ και η προθεσμιακή ισοτιμία 1 =1,32$. Ζητούνται τα εξής: Ανδρέας Αναστασάκης 41 / 138
1) Εάν μια αμερικάνικη εταιρεία θέλει να επενδύσει $1.000.000 για τρεις μήνες, με προθεσμιακή ισοτιμία 3 μηνών /$ 1 =1,32$ τη μια φορά και 1 =1,28$ την άλλη, που θα έπρεπε να επενδύσει, στη Νέα Υόρκη ή στο Βερολίνο αντίστοιχα; 2) Εάν η ίδια εταιρεία θέλει να δανεισθεί $1.000.000 για τρεις μήνες, από που θα πάρει το δάνειο, με βάση τις προαναφερόμενες προθεσμιακές συναλλαγματικές στη Νέα Υόρκη ή στο Βερολίνο αντίστοιχα; Λύση του 1 ου ερωτήματος: 1) Επένδυση με προθεσμία 3 μηνών $1.000.000 με επιτόκιο 5% στη Νέα Υόρκη. Η απόδοση της τοποθέτησης θα είναι: 2) Τοποθέτηση με προθεσμία 3 μηνών $1.000.000 με επιτόκιο 4% στο Βερολίνο. Πρώτον, μετατρέπουμε τα $1.000.000 σε ευρώ στην τρέχουσα ισοτιμία 1 =1,30$, δηλαδή: Δεύτερον, τοποθετούμε το ποσό αυτό με προθεσμία 3 μηνών με επιτόκιο 4% σε ευρώ στο Βερολίνο. Η απόδοση της τοποθέτησης θα είναι: Τέλος, μετατρέπουμε το προηγούμενο ποσό από ευρώ σε δολάρια κατά περίπτωση ως εξής:. 1 η Περίπτωση: με βάση την προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία 1 =1,32$, δηλαδή: Παρατηρούμε ότι η τοποθέτηση στο Βερολίνο είναι η πλέον συμφέρουσα. 2 η Περίπτωση: με βάση την προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία 1 =1,28$, δηλαδή: Παρατηρούμε ότι η τοποθέτηση στη Νέα Υόρκη είναι η πλέον συμφέρουσα. Λύση του 2 ου ερωτήματος: 1) Δανεισμός με προθεσμία 3 μηνών $1.000.000 με επιτόκιο 5% στη Νέα Υόρκη. Ανδρέας Αναστασάκης 42 / 138
Το συνολικό ποσό αποπληρωμής του δανείου θα είναι: Επομένως το κόστος δανεισμού θα είναι: 2) Δανεισμός με προθεσμία 3 μηνών $1.000.000 με επιτόκιο 4% στο Βερολίνο. Πρώτον, μετατρέπουμε τα $1.000.000 σε ευρώ στην τρέχουσα ισοτιμία 1 =1,30$, δηλαδή: Δεύτερον, το προηγούμενο ποσό λαμβάνεται ως δάνειο με προθεσμία 3 μηνών με επιτόκιο 4% σε ευρώ στο Βερολίνο. Το συνολικό ποσό αποπληρωμής του δανείου θα είναι: Τέλος, μετατρέπουμε το προηγούμενο ποσό από ευρώ σε δολάρια. 1 η Περίπτωση: με βάση την προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία 1 =1,32$, δηλαδή: Επομένως το κόστος δανεισμού θα είναι: Παρατηρούμε ότι η λήψη δανείου στη Νέα Υόρκη είναι η πλέον συμφέρουσα. 2 η Περίπτωση: με βάση την προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία 1 =1,28$, δηλαδή: Επομένως το κόστος δανεισμού θα είναι: Παρατηρούμε ότι η λήψη δανείου στο Βερολίνο είναι η πλέον συμφέρουσα. Ανδρέας Αναστασάκης 43 / 138