Κάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή της συγγραφέως VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Βιβλίου: Όνειρο είδα Συγγραφέας: Γιοβάννα Επιμέλεια - Διορθώσεις: Ιωσήφ Αρνές Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν 2018 Εκδόσεις Βακχικόν & Γιοβάννα Πινάκων Εξωφύλλου & Οπισθοφύλλου: Μίλτος Παντελιάς Μουσικού cd: Γιοβάννα (απαγγελία), Άννα Στερεοπούλου (μουσική, sound design) ISBN: 978-618-5286-50-7 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Ποίηση/Ελληνική Ποίηση Αριθμός Σειράς: 101/84 Πρώτη Έκδοση: Μάρτιος 2018 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867
Πετώντας έφτασα στη θάλασσα. Όνειρο είδα. Βέλος τινάχτηκα απ το παράθυρο. Βουτιά στο θόλο, αρπάχτηκα, μα σκίστηκε και κατρακύλησα κραδαίνοντας κουρέλι μαβί για τον καθρέφτη του στα χαμηλά. Ευκαιρία, σκέφτηκα, να τον πλύνω, να τον καθαρίσω που ναι γεμάτος εμετούς, κλάματα παιδιών, κηλίδες κόκκινες κι ελπίδες μαυρισμένες. Μα έκανα λάθος. Τίποτα δεν κατάφερα. Μυριάδες χαίτες άφριζαν κι αφηνιασμένες έτρεχαν καβάλα τους οι αέρηδες. Καμιά ζωή. Γλάροι, δελφίνια, πουθενά, με των άστρων τις κλωστές μια να δένουν, ναι, και μια να λύνουν, όχι. Κι ο Ποσειδώνας να ανακατώνει έγκατα και ίσαλα, Τρικέρατος στο σεληνόφωτο. Να σπρώχνει καρυδότσουφλα, τις Παναγιές, τους άι Νικόλαους, και να σφυρίζουν τα σοκάκια στα νησιά που, πιασμένα ώμο - ώμο, βάσταγε το ένα το άλλο να μην τα καταπιεί η άβυσσος. [ 3 ]
Κι όπως μ έτρεχε η βοή, δίνη με σφενδόνισε στα πιο ψηλά. Κι είδα στεριές να γράφονται κι η θάλασσα να χώνεται να σκάβει. Βουνά να αντιστέκονται, χούφτες οι σπίθες στις μασχάλες τους - ξόρκια για το σκοτάδι - και στην ποδιά τους, πάρα κει, στρατιές, «επ ώμου», τα ηλεκτρικά «πυρ» στον ουρανό κι αυτός να χύνεται, πηγμένο, μαύρο γάλα. Κι ανέβηκα κι άλλο, κι άλλο. Και να, κρυμμένες λίμνες-θάλασσες, κι άλλες στεριές κι άλλες πνοές κι άλλες σκεπές. Ίδια τα γέλια, ίδια τα κλάματα, με πάντα αθέατο τον Κουκλοπαίχτη. Ανάσανα βαθιά. Κοίταξα πέρα. Μάτια πύρινα ξερνούσαν τώρα οι ορίζοντες, βρυχηθμοί, μπάλες της φωτιάς, πουλιά-θεριά εμβόλιζαν τους βαβυλώνιους πύργους. Χείμαρροι το αίμα κι οι κραυγές, σύννεφο τα συντρίμμια. [ 4 ]
Να σειούνται οι τόποι, να σειέται κι η ψυχή. Τ ανάποδα ο τροχός. Καυτή σφραγίδα πάτησε τα μέτωπα, εκεί, στο τρίτο μάτι απάνω. Κι ουρές πια, ατέλειωτες ουρές τα δίποδα για τα αλλού, για ήλιους τάχα πιο πονετικούς. Για ένα στρώμα, ένα ψωμί, μια αγκαλιά χωρίς λαχτάρα. Μα ο Μωυσής απών και πεινασμένη η θάλασσα. «Κάιν πού είναι ο Άβελ;» «Τους βλέπεις;» άκουσά Τον, «δεν τους έστειλα έτσι εγώ. Γυμνούς τους έστειλα. Τα όπλα που τους έδωσα δεν ήταν από σίδερο και η φωτιά που φόρτωσα, ξύλα δεν καίει. Τη γνώση θρέφει, μ αυτή χτίζει, μ αυτή σπέρνει το καλό ή το κακό που εκείνοι πρέπει να διαλέξουν. Αυτή η ελευθερία - δώρο μου. Μόνο αυτή, Ευχή μου και Κατάρα.» Κουρέλια, κουρέλια, κουρέλια Αίμα γεμάτα, μαύρους καπνούς και σκοτωμένη γη, έπιασαν να πλανώνται αργά από Βορρά σ Ανατολή, Δύση και Νότο. Να κάθονται σε κορφές, να λυγιούνται με τα κύματα, [ 5 ]
να χώνονται, να αμπαρώνουν πόρτες, να φράζουνε παράθυρα, να βαλτώνουν τα νερά, να βουβαίνουν βλέμματα. Λόγια δεν είχε ούτε η σιωπή, και τα πουλιά δεν ήξεραν πια τι να προφτάσουνε στα δέντρα. Σκιάχτηκα, μαζεύτηκα κι είπα, καλύτερα στο Αιγαίο. Δεν ήταν. Ανήμερος ακόμα ο τρίαινος, αλαλιασμένοι οι άνεμοι. Κι άρχισα ν αφήνω πίσω Λήμνο, Λέσβο, τη Χίο, την Άνδρο, τη Μεγαλόχαρη στο θρόνο της -βοήθειά μας-, τη Σύρα. Κι εκεί, στο κυκλαδίτικο, γύρω γύρω όλοι, τι ήταν αυτό που χε φανεί; Νησί; Μα τι νησί; Μυτερό, στητό, πανύψηλο, κίονας άλλος πες, σκεπασμένος από πάνω μέχρι κάτω από κουρέλια. [ 6 ]