Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Tίτλος: Η ΓΙΟΛΑ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΛΟΝΙ Συγγραφέας: ΝΑΝΝΙΝΑ ΣΑΚΚΑ-ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Εικονογράφηση: ΔΙΑΤΣΕΝΤΑ ΠΑΡΙΣΗ Copyright Ναννίνα Σακκά-Νικολακοπούλου Copyright 2009: EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE Σόλωνος 98 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Eλλάδα. Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 978-960-14-1923-7
NANNINA ΣΑΚΚΑ-ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ η Γιόλα με το μπαλόνι Eικονογράφηση ΔΙΑΤΣΕΝΤΑ ΠΑΡΙΣΗ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 2009
Σε σένα που ήσουνα η Γιόλα των παιδικών μου χρόνων κι είχες για χρυσό μπαλόνι το λευκαδίτικο ήλιο, που ακόμα και μέχρι σήμερα φεγγίζει μέσα μας. Μόλις το διάβασε, τ αγάπησε. Μέσα απ αυτή την αγάπη ξέφυγε ένα φως, που έγινε χρώματα. Έτσι ζωγράφισε αυτό το βιβλίο η Δ ι α τ σ έ ν τ α.
Η Γιόλα με το μπαλόνι Η Γιόλα ήρθε ξαφνικά στη ζωή μου ένα καλοκαιριάτικο βράδυ, όταν έξω τα τριζόνια χαλούσαν τον κόσμο και τα καλαμπόκια έτριζαν μεγαλώνοντας στον μπαξέ μας. Την είδα να κατεβαίνει από τη μεγάλη φιστικιά του κήπου, κρατώντας το χρυσό της μπαλόνι, και να έρχεται κοντά μου. Στην αρχή μού φάνηκε σαν το κοριτσάκι της διπλανής αυλής, μόνο που τώρα ξέρω πως τίποτα δεν μπορεί να της μοιάζει, γιατί κι εκείνη δεν έμοιαζε σε κανέναν. Ακόμα και σήμερα, που ο μπαξές μας έχει γίνει διώροφη πολυκατοικία κι η φιστικιά δεν υπάρχει πια, θαρρώ πως θα τη δω να έρχεται με το χρυσό της μπαλόνι, σιάζοντας την πλισέ λουλουδένια φούστα της και την άσπρη ποδιά της. Στάθηκε και με κοίταξε στα μάτια σαν να ήθελε κάτι να μου πει. Άπλωσε το χέρι της προς τα μένα κι άφησε το μπαλόνι λεύτερο. Εκείνο ξέφυγε και σαν να ήτανε πούπουλο αρμένισε πάνω από τα γεράνια και τα βασιλικά, πέρασε πάνω απ το πηγάδι, φώτισε τις σκοτεινές γωνιές του κήπου, σαν χρυσό φεγγάρι. Ύστερα πήγε και κρεμάστηκε από την καγκελόπορτα σαν χριστουγεννιάτικο αστέρι. Τότε κι εκείνη γύρισε προς εμένα και με μια παράξενα ζεστή φωνή μου είπε: Με λένε Γιόλα... 9
10
Πουθενά Η μητέρα έφερε στο σπίτι το καινούριο της μωρό. Μέρες ολόκληρες ετοιμαζότανε γι αυτή τη στιγμή. Έγινε τέτοια φασαρία στο σπίτι, τόσα γέλια, τόσες φωνές, που ούτε τις μεγάλες γιορτές δεν είχε ξαναγίνει. Το βράδυ μάς ξύπνησε μια γατίσια φωνή, που δυνάμωσε μέχρι που έγινε μωρουδίστικο κλάμα. Ένα τόσο δα ροζ πραγματάκι πώς μπορούσε να βγάζει τέτοια φωνή; Κι όμως, κανείς δε δυσαρεστήθηκε μ αυτό. Αντίθετα, ακούστηκαν βιαστικά βήματα στην κουζίνα, γέλια, νανουρίσματα κι άλλοι παράξενοι θόρυβοι, που σιγά σιγά έγιναν συνήθεια στο σπίτι μας, όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα. Η αδερφή μου... Πόσο διαφορετική την είχα φανταστεί! Το μωρό μού έφερε χίλιες δυο δυσκολίες. Έπαψαν οι κουτρουβάλες στο χολ κι οι τσουλήθρες στη σκάλα. Μου πήρανε το σκυλάκι μου, γιατί απαγορεύεται μωρά και σκυλιά στο ίδιο σπίτι. Ούτε στον κήπο δεν μπορούσα να παίξω ξέγνοιαστη. Σσς! Θα ξυπνήσει το μωρό. Τέτοιο μυγιάγγιχτο πράγμα, σαν ένα μωρό, όχι, δε θα το ήθελα για αδερφή. Εκείνο το καλοκαιριάτικο βράδυ η Γιόλα ήρθε και πήρε τη θέση της αδερφής που είχα λαχταρήσει. 11
Τώρα που το σκέφτομαι, μου φαίνεται απίθανο πως η Γιόλα κι εγώ κάναμε τόσα πράγματα. Αν το ήξερα πόσο συναρπαστικά θα ήταν τα ταξίδια που θα κάναμε μαζί, δε θα έλεγα αυτό που είπα σαν με ρώτησε για πρώτη φορά: Πού θα ήθελες να πάμε τώρα; Πουθενά... της απάντησα, κι εκείνη χάρηκε και φώναξε σηκώνοντας το χέρι της προς το χρυσό μπαλόνι για να έρθει κοντά της. Εκείνο ξεκρεμάστηκε από την καγκελόπορτα κι ήρθε και στάθηκε στη χούφτα της. Όσο το κοίταζα, τόσο και πιο μεγάλο μου φαινότανε. Η Γιόλα γέλασε με την έκπληξή μου. Έλα, μου είπε, πάμε «Πουθενά». Περάσαμε από ένα δρόμο, που πότε κατέβαινε και πότε ανέβαινε. Ήταν όμως ένας δρόμος χωρίς ορίζοντα. Τίποτα δεν υπήρχε ούτε μπρος ούτε πίσω. Ένας κίτρινος, ίσιος δρόμος, που έφευγε κάτω απ τα πόδια μας σκονίζοντας τα παπούτσια μας. Όλα ήταν κίτρινα, κι έμοιαζε σαν εμείς να μην περπατούσαμε και να περπατούσε ο δρόμος. Η Γιόλα πήγαινε μπροστά και το χρυσό μπαλόνι της ήτανε ολόγυρα παντού, λες κι είχαμε μπει μέσα σ αυτό. Κάποια στιγμή, γύρισε και με κοίταξε. Πού είμαστε; τη ρώτησα. Μα σ το είπα, «Πουθενά».»Εδώ στο Πουθενά είναι τα πράγματα που δε θέλουμε να γίνονται.»πρόσεξε, όμως, όλα τα όμορφα, σωστά πράγματα, που το πείσμα μας δε μας αφήνει να κάνουμε.»εδώ είναι τα πείσματα των παιδιών. Και τα δικά μου πείσματα; Και τα δικά σου. Ξάφνου, είδα τον εαυτό μου να κρατάει το μωρό μας. 12