I Πρίστινα, Κόσοβο Σήμερα ΤΟ ΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ και να φεύγει απ τη δουλειά ήταν μια πολυτέλεια που η Άμπι δυσκολευόταν ακόμα να συνηθίσει. Για μία ολόκληρη δεκαετία, γι αυτή δουλειά σήμαινε ατελείωτες μέρες στις πιο ζοφερές γωνιές του πλανήτη, όπου άκουγε με προσήλωση μακελεμένους ανθρώπους να ξαναζούν ασύλληπτες θηριωδίες. Κι έπειτα, εξίσου ατελείωτες νύχτες καθηλωμένη μπροστά στο φορητό υπολογιστή της, μέσα σε γραφεία πρόχειρα μετασκευασμένων κοντέινερ, όπου ή θα ξεπάγιαζε ή θα ψηνόταν ανάλογα με την εποχή, να στραγγίζει όλο το αίμα και τα δάκρυα από τις εξιστορήσεις για να τις μετατρέψει στις αποστειρωμένες αναφορές που θεωρούνται αποδεκτές ως μαρτυρικές καταθέσεις στις αίθουσες του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Γι αυτή η δουλειά δε σταματούσε ποτέ. Είχε δει αμέτρητους εφιάλτες, ήταν αναρίθμητες οι φορές που βρέθηκε γονατισμένη μπροστά σε μια χημική τουαλέτα στην καρδιά της νύχτας, αποβάλλοντας με οδυνηρούς σπασμούς τις εικόνες που την είχαν κυριέψει. Ανάμεσα στις αναπόφευκτες απώλειες αυτής της δεκαετίας συγκαταλέγονταν μερικές πολλά υποσχόμενες σχέσεις, ένας γάμος και, τελικά, η ικανότητά της να νοιάζεται. Κι όμως, το επόμενο πρωί την έβρισκε πάντα στο πόστο της. Αλλά, τώρα, όλα αυτά ήταν παρελθόν. Είχε πάρει απόσπαση στην EULEX, την αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το κράτος δικαίου στο Κόσοβο, που επιδίωκε να εκπαιδεύσει τους Κοσοβάρους ως πρότυπα Ευρωπαίων πολιτών. Κι ενώ αναμφίβολα το Κόσοβο υπήρξε ο τόπος πολλών εγκλημάτων πολέμου, δεν ήταν πλέον δική της δουλειά. Τώρα πια η Άμπι ασκούσε τη δικηγορία μόνο σε υποθέσεις
12 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ αστικού δικαίου, πασχίζοντας να βάλει τέλος σε περίπλοκες διενέξεις σχετικά με το τι ανήκε σε ποιον μετά τον πόλεμο. Γραφείο Απολεσθέντων Αντικειμένων είχε βαφτίσει το τμήμα της ο Μάικλ. Δεν την ενοχλούσε καθόλου το σκωπτικό του σχόλιο. Της ήταν αρκετό που μπορούσε να κοιμάται τα βράδια. Έκλεισε τους φακέλους της και τους κλείδωσε σ ένα συρτάρι. Τακτοποίησε το γραφείο της για το συνεργείο καθαρισμού που θα αναλάμβανε δράση το Σαββατοκύριακο. Σβήνεις τους διακόπτες, κατεβάζεις τα ρολά και τα αφήνεις όλα πίσω. Λίγο πριν σβήσει τον υπολογιστή της, πρόσεξε ένα καινούριο e-mail που είχε έρθει από τη Διεύθυνση. Το αγνόησε άλλη μια πολυτέλεια της καινούριας της δουλειάς. Μπορούσε να περιμένει μέχρι τη Δευτέρα. Το ρολόι έδειχνε δύο μετά το μεσημέρι της Παρασκευής και η εργάσιμη εβδομάδα της είχε λήξει. Βρήκε το αμάξι του Μάικλ να την περιμένει έξω από το γραφείο της: μια κόκκινη καμπριολέ Πόρσε, συλλεκτικό μοντέλο του 1968, πιθανότατα το μοναδικό του είδους του στα Βαλκάνια. Με την κουκούλα κατεβασμένη, παρά τα ανταριασμένα σύννεφα που μαζεύονταν πάνω απ την πόλη. Ο Μάικλ μάρσαρε τη στιγμή που η Άμπι έβγαινε από την κεντρική είσοδο ένα βραχνό μουγκρητό που θα την έκανε να μορφάσει από ντροπή αν δεν έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Κλασική συμπεριφορά του Μάικλ. Γλίστρησε στη θέση του συνοδηγού και τον φίλησε, νιώθοντας τα γκριζαρισμένα γένια του να της αγκυλώνουν ελαφρά το μάγουλο. Κάποιοι υπάλληλοι που έβγαιναν από το γραφείο στάθηκαν και τους κοίταξαν με περιέργεια, κι η Άμπι αναρωτήθηκε αν ζήλευαν το αυτοκίνητο ή την ίδια. Ο Μάικλ την περνούσε είκοσι χρόνια και η διαφορά φαινόταν, παρόλο που τον κολάκευε η ωριμότητα. Οι ρυτίδες του απλώς αναδείκνυαν τα θετικά του σημεία: το αυθόρμητο χαμόγελο, την πεισματάρικη λάμψη στα μάτια του, την αυτοπεποίθηση και το δυναμισμό του. Όταν άρχισαν να γκριζάρουν τα μαλλιά του, δεν τα έκοψε, προτίμησε να προσθέσει ένα χρυσό σκουλαρίκι. Για να μη φαίνεται πολύ σεβάσμιος, δήλωνε. Η Άμπι τον πείραζε, λέγοντας ότι της θύμιζε πειρατή. Την έπιασε από το πιγούνι και της ανασήκωσε ελαφρά το πρόσωπο για να ελέγξει το λαιμό της. «Α, βλέπω φοράς το περιδέραιο».
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ 13 Ο τόνος του πρόδιδε ικανοποίηση. Της το είχε χαρίσει πριν από μία εβδομάδα ήταν ένας περίτεχνος χρυσός λαβύρινθος, διακοσμημένος με πέντε κόκκινες χάντρες. Στο κέντρο δέσποζε ένα μονόγραμμα, μια παραλλαγή του πρώιμου χριστιανικού συμβόλου X-P, αν και ο Μάικλ δεν της είχε δώσει ποτέ την εντύπωση του θρησκευόμενου. Το ίδιο το περιδέραιο απέπνεε μια αίσθηση παλαιότητας. Το χρυσό ήταν σκούρο και γυαλιστερό, σχεδόν στο χρώμα του μελιού, οι κόκκινες χάντρες είχαν θαμπώσει απ το χρόνο. Όταν τον ρώτησε πού το βρήκε, της χάρισε ένα μυστηριώδες χαμόγελο και της είπε ότι του το είχε δώσει μια τσιγγάνα. Με την άκρη του ματιού της η Άμπι πρόσεξε το μαύρο σακ βουαγιάζ στο πίσω κάθισμα της Πόρσε, δίπλα στο χαρτοφύλακά του. «Θα πάμε κάπου;» «Στον κόλπο του Κότορ, στο Μαυροβούνιο». Εκείνη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μορφασμό δυσαρέσκειας. «Μα είναι έξι ώρες δρόμος...» «Όχι μ αυτό το αμάξι. Ούτε μ εμένα στο τιμόνι». Βγήκε από το πάρκινγκ περνώντας μπροστά από το φύλακα ασφαλείας με το σκούρο μπλε σακάκι και το κασκέτο, ο οποίος χαιρέτησε στρατιωτικά αν και δεν ήταν ξεκάθαρο σε ποιον υπέβαλε τα σέβη του, στους επιβάτες ή στο ίδιο το αμάξι. Ανάμεσα στις μονότονες σειρές των συντηρητικών σεντάν που παραχωρούσε η ΕΕ στους υπαλλήλους της, η κόκκινη Πόρσε ξεχώριζε σαν είδος υπό εξαφάνιση. Με το ένα του χέρι στο τιμόνι, ο Μάικλ τέντωσε το άλλο κι έβγαλε ένα επίπεδο φλασκί από την εσοχή δίπλα στο χειρόφρενο. Το χέρι του τρίφτηκε στο μηρό της, στο σημείο που είχε ανασηκωθεί λίγο το φόρεμά της. Ήπιε μια γουλιά κι έπειτα της το πρόσφερε. «Έχεις το λόγο μου ότι αξίζει τον κόπο». Και μάλλον είχε δίκιο. Αυτό ήταν το θέμα με τον Μάικλ: όσο τρελή κι αν ήταν η ιδέα του, ήθελες πάντα να τον πιστέψεις. Μόλις βγήκαν από το μποτιλιάρισμα της Πρίστινα, αλλάζοντας λωρίδες μέσα στην κίνηση με μια θρασύτητα που θα ζήλευαν και οι ντόπιοι ίσως οι χειρότεροι οδηγοί της Ευρώπης, σανίδωσε το γκάζι κεντρίζοντας τα άλογα
14 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ του πανίσχυρου κινητήρα σ έναν ξέφρενο καλπασμό. Η Άμπι βολεύτηκε στη θέση της και βάλθηκε να παρακολουθεί τα χιλιόμετρα να περνούν ιλιγγιωδώς. Με την κουκούλα κατεβασμένη, έτρεχαν γοργότερα κι απ τον άνεμο, φεύγοντας μπροστά απ την καταιγίδα που διαρκώς τους απειλούσε, αλλά ποτέ δεν τους πρόφταινε. Διέσχισαν την πεδιάδα του Κοσόβου* και πήραν να ανηφορίζουν τις λοφοπλαγιές προς τα βουνά που έζωναν, θαρρείς, το γερμένο προς τη δύση του ήλιο, κόντρα σ έναν ουρανό που φάνταζε αιματοκυλισμένος. Στα σύνορα του Μαυροβουνίου, ο Μάικλ αντάλλαξε δυο λόγια με τους φύλακες κι έπειτα πάτησε ξανά το γκάζι, αφήνοντας πίσω τους το φυλάκιο. Τώρα ταξίδευαν σε αμιγώς ορεινό τοπίο. Ο παγωμένος αέρας σχημάτιζε δίνες γύρω τους, ενώ στις κοντινές βουνοκορφές ούτε κι αυτός ο Αύγουστος είχε καταφέρει να λιώσει τα χιονάτα τους στέμματα. Ο Μάικλ άφησε την κουκούλα ανοιχτή, αλλά άναψε το καλοριφέρ στο φουλ. Η Άμπι βρήκε μια κουβέρτα κάτω από το κάθισμά της και την έριξε πάνω της. Κι άξαφνα, είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Ο δρόμος σχημάτιζε καμπύλη μέσα από μια βραχώδη στενωπό κι έβγαινε ψηλά πάνω από το βυθισμένο στις σκιές των επιβλητικών βουνών κόλπο. Το μόνο που μπορούσε να δει η Άμπι ήταν τα φωτάκια στα ιστιοπλοϊκά και τα μηχανοκίνητα σκάφη αναψυχής, στριμωγμένα πλάι πλάι μέσα στους κολπίσκους και τις δαντελωτές ακτές που τον περιέκλειαν σαν φωσφορίζοντα φύκια. Ο Μάικλ έκοψε ταχύτητα κι έστριψε απότομα αριστερά. Η Άμπι πήρε μια κοφτή ανάσα για μια στιγμή, νόμισε πως θα βουτούσαν στο κενό. Φυσικά υπήρχε ένας χωματόδρομος, ο οποίος κατέληγε στη σιδερένια πύλη ενός επιχρισμένου τοίχου. Ο Μάικλ ψαχούλεψε για λίγο στο ντουλαπάκι και βρήκε ένα τηλεχειριστήριο. Η πύλη άνοιξε αθόρυβα. Η Άμπι ύψωσε ερωτηματικά τα φρύδια. «Έρχεσαι συχνά εδώ;» * Πρόκειται για την περίφημη πεδιάδα των Κοτσυφιών, όπου το 1389 δόθηκε η θρυλική μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Η μάχη αυτή, κατά την οποία οι Σέρβοι ηττήθηκαν από τους Οθωμανούς, καθόρισε εν πολλοίς την τύχη της βαλκανικής και της κεντρικής Ευρώπης. (Σ.τ.Ε.)
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ 15 «Είναι η πρώτη φορά». Μέσα από την ορθάνοιχτη τώρα πύλη, η Άμπι μπορούσε να δει την επίπεδη στέγη ενός σπιτιού, απόκοσμα λευκού μέσα στο σκοτάδι που πύκνωνε. Ήταν χτισμένο πάνω σε μια προεξοχή του βράχου στα μισά της πλαγιάς ίσως στο μοναδικό σημείο όπου θα μπορούσε να χτίσει κανείς σε αυτή την πλευρά του κόλπου. Στην απέναντι όχθη, η Άμπι διέκρινε τα λαμπερά φώτα μιας πόλης και το δακτύλιο των προαστίων να απλώνεται στην αμφιθεατρική πλαγιά. Αντίθετα, σε αυτή την όχθη δεν υπήρχε τίποτα. Ο Μάικλ σταμάτησε το αυτοκίνητο σε μια χαλικοστρωμένη περιοχή μπροστά στη βίλα. Βγήκαν από το αμάξι και προχώρησαν προς το σπίτι. Ο Μάικλ ξεκλείδωσε τη χοντρή δρύινη πόρτα μ ένα κλειδί που έβγαλε από την τσέπη του. «Μετά από εσάς», είπε, παραμερίζοντας για να την αφήσει να περάσει πρώτη. Τίποτα στο απέριττο εξωτερικό της βίλας δεν την είχε προετοιμάσει γι αυτό που θα αντίκριζε στο εσωτερικό. Ο μισθός της ΕΕ για τους εκπατρισμένους συνεργάτες στην Πρίστινα της εξασφάλιζε μια άνετη διαβίωση, αλλά αυτή η πολυτέλεια παρέπεμπε σε άλλα επίπεδα ζωής. Τα πατώματα ήταν από μάρμαρο μεγάλες πλάκες σε πράσινο και ροζ, που σχημάτιζαν περίτεχνα γεωμετρικά σχήματα. Τα πάντα θαρρείς και είχαν φτιαχτεί για μια οικογένεια γιγάντων: πολυθρόνες και καναπέδες με αρκετό βάθος για να βουλιάξεις μέσα τους, ένα μαονένιο τραπέζι που χωρούσε άνετα είκοσι άτομα, η μεγαλύτερη τηλεόραση με επίπεδη οθόνη που είχε δει ποτέ κρεμασμένη στον τοίχο. Απέναντι, σχεδόν στο ίδιο τεράστιο μέγεθος, τρεις άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας κοιτούσαν ίσια μπροστά από το επιχρυσωμένο φόντο ενός τριπτύχου. «Πόσο σου κόστισε αυτό το παλάτι;» «Ούτε δεκάρα. Ανήκει σ έναν καλό μου φίλο, έναν Ιταλό δικαστή. Μου έδωσε τα κλειδιά για το Σαββατοκύριακο». «Περιμένουμε κι άλλους;» Ο Μάικλ χαμογέλασε πονηρά. «Είναι όλο δικό μας». Εκείνη έδειξε μ ένα νεύμα το χαρτοφύλακα που είχε φέρει μαζί του. «Ελπίζω να μη σχεδιάζεις να βγάλεις δουλειά αυτό το διήμερο». «Περίμενε να δεις την πισίνα», της είπε αντί για άλλη απάντηση.
16 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ Άνοιξε τη συρόμενη μπαλκονόπορτα και, βγαίνοντας, η Άμπι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα επιφώνημα έκπληξης. Πίσω από τη βίλα, ο εξώστης με την πισίνα εκτεινόταν μέχρι το χείλος του γκρεμού. Μια απομίμηση κλασικού περιστυλίου πλαισίωνε τις τρεις πλευρές, αν και οι ραβδωτοί κίονες με τα κορινθιακά κιονόκρανα δεν έδεναν ιδιαίτερα με τη μοντέρνα αρχιτεκτονική της βίλας. Όσο για την τέταρτη πλευρά, αυτή την αποτελούσε ο γκρεμός, με τον ελικοειδή, σαν φιόρδ, κόλπο στο βάθος. Στο λυκόφως, είχε κανείς την εντύπωση πως η πισίνα χυνόταν ίσια μέσα στη θάλασσα. Δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο, ούτε καν ένα διακοσμητικό κιγκλίδωμα. Η Άμπι άκουσε ένα σιγανό κλικ πίσω της, καθώς ο Μάικλ πατούσε ένα διακόπτη. Το νερό της πισίνας ζωντάνεψε με τον κρυφό φωτισμό. Σκύβοντας από πάνω, η Άμπι είδε έναν υπέροχο υποβρύχιο κόσμο, γεμάτο νύμφες και δελφίνια, γοργόνες και αστερίες, ένα μυθικό θεό με μαλλιά από φύκια πάνω σ ένα άρμα που έσερναν τέσσερις ιππόκαμποι όλα αποτυπωμένα σε διάστικτο ασπρόμαυρο ψηφιδωτό. Με τις λεπτές λωρίδες φωτός που λαμπύριζαν από πάνω, οι μονόχρωμες φιγούρες έμοιαζαν να επιδίδονται σ έναν ενάλιο χορό. Κι άλλα φώτα έφεγγαν διακριτικά πίσω από το περιστύλιο. Κάθε εσοχή φιλοξενούσε ένα μαρμάρινο άγαλμα πάνω σε μαρμάρινο βάθρο: τον Ηρακλή που φορούσε τη λεοντή του κι έγερνε για να στηριχτεί πάνω στο ρόπαλό του μια γυμνόστηθη Αφροδίτη που έσφιγγε σεμνότυφα το χιτώνα που είχε γλιστρήσει ως το ύψος των γοφών της τη Μέδουσα μ ένα κουβάρι φίδια να ξεπετάγονται από τα μαλλιά της. Φαίνονταν συμπαγή, αλλά όταν άγγιξε ένα, η Άμπι το ένιωσε να κλυδωνίζεται στη βάση του, λες και αρκούσε μια πνοή του ανέμου για να το ρίξει. Τράβηξε θορυβημένη το χέρι της. «Πρόσεχε», είπε ο Μάικλ. «Δε φτιάχνονται πια τέτοια κομμάτια». Η Άμπι γέλασε. «Δεν μπορεί να είναι αυθεντικά». «Κι όμως, απ όσο ξέρω, είναι. Μηδενός εξαιρουμένου». Σαστισμένη, η Άμπι συνέχισε να ελίσσεται ανάμεσα στις βουβές φιγούρες. Έφτασε στο τέρμα του εξώστη και κοίταξε κάτω. Ο γκρεμός ήταν τόσο απόκρημνος, ώστε ούτε καν από εκείνο το σημείο δεν μπορούσε να δει τον πυθμένα, μόνο τον αργυρόχρωμο αφρό των κυμάτων που έσκαγαν μανιασμένα πάνω στα βράχια. Ανατρίχιασε. Ο
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ 17 Αύγουστος έφτανε πια στο τέλος του, και το καλοκαιρινό της φόρεμα μάλλον παραήταν λεπτό. Ξαφνικά, άκουσε έναν κρότο πίσω της κι ένιωσε κάτι να περνάει σφυρίζοντας δίπλα της, ξυστά από το μάγουλό της. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου βρέθηκε πίσω στο Φρίταουν, το Μογκαντίσου ή την Κινσάσα. Στράφηκε απότομα πνίγοντας μια κραυγή τρόμου και λίγο έλειψε να χάσει την ισορροπία της έτσι όπως στεκόταν τόσο κοντά στο χείλος του γκρεμού. Αρπάχτηκε ενστικτωδώς από τον κοντινότερο κίονα, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά. «Είσαι καλά;» Ο Μάικλ στεκόταν δίπλα στην πισίνα με δύο κρυστάλλινα ποτήρια σαμπάνιας στο ένα χέρι κι ένα ανοιχτό μπουκάλι Πολ Ροζέ στο άλλο. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Σκέφτηκα απλά να το γιορτάσουμε». Ποιο πράγμα να γιορτάσουμε; Η Άμπι χαλάρωσε λίγο τα μπράτσα της γύρω από τον κίονα, αλλά έμεινε γερμένη πάνω του, με το καρδιοχτύπι να ηχεί ακόμα εκκωφαντικά στ αφτιά της. Το βραδινό αεράκι έκανε το χρυσό περιδέραιο να αναπηδήσει στο στήθος της και τότε μια τρελή σκέψη τής πέρασε από το νου. Μήπως μου ετοιμάζει πρόταση γάμου; Ο Μάικλ σέρβιρε τη σαμπάνια. Έβαλε το ένα ποτήρι στο χέρι της που έτρεμε ακόμα κι έπειτα την αγκάλιασε από τους ώμους και την τράβηξε κοντά του. Έτσι όπως έφερνε το ποτήρι στα χείλη της, χύθηκε λίγη σαμπάνια στα δάχτυλά της. Εκείνος ατένιζε τη θάλασσα σαν να έψαχνε κάτι. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες σχημάτιζαν ένα πύρινο τόξο στον ορίζοντα, ώσπου χάθηκαν κι αυτές. «Δεν πείνασες;» Ο Μάικλ έφερε από το αυτοκίνητο ένα φορητό ψυγειάκι, και σύντομα το σπίτι πλημμύρισε από τη γαργαλιστική μυρωδιά τσιγαρισμένου σκόρδου, γαρίδων και μυρωδικών. Η Άμπι έπινε και τον παρακολουθούσε να μαγειρεύει. Η σαμπάνια τελείωσε γρήγορα. Από το ψυγειάκι εμφανίστηκε ένα μπουκάλι Σανσέρ, το οποίο άδειασε κι αυτό πολύ γρήγορα. Η Άμπι βρήκε το διακόπτη που άναβε τις θερμάστρες του εξώστη και κάθισαν να δειπνήσουν δίπλα στην πισίνα. Κρέμασε
18 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ τα γυμνά πόδια της μέσα στο νερό, ενώ το φως έστελνε κυματιστές αντανακλάσεις στο περιστύλιο και τα αστέρια κέντριζαν τον ουρανό. Το φαγητό και το ποτό άρχισαν να τη χαλαρώνουν. Όταν μαζί με το σκοτάδι άρχισε να πέφτει αισθητά και η θερμοκρασία, ο Μάικλ άναψε το τζάκι στο σαλόνι και κάθισαν μαζί στον καναπέ, ατενίζοντας τα αστέρια πάνω από τον κόλπο. Η Άμπι κουλουριάστηκε με το κεφάλι της ακουμπισμένο στα γόνατά του και τα μάτια της μισόκλειστα, κι έμεινε έτσι, να απολαμβάνει το χάδι του στα μαλλιά της. Είσαι τριάντα δύο χρονών, της θύμισε επιτιμητικά μια φωνούλα μέσα της, όχι δεκαεφτά. Ανεξαρτήτως ηλικίας, όμως, το απολάμβανε με όλη της την ψυχή. Με τον Μάικλ δίπλα της, δεν είχε ευθύνες. Η ζωή της γινόταν τόσο εύκολη. Πολύ αργότερα αφού είχε αδειάσει και το δεύτερο μπουκάλι κρασί, αφού έσβησαν τα φώτα της πόλης αντίκρυ στον κόλπο και στο τζάκι λαμπύριζαν μόνο οι στάχτες η Άμπι σηκώθηκε από τον καναπέ. Τρίκλισε. Ο Μάικλ τη στήριξε στα πόδια της, αναπάντεχα σταθερός σε σχέση με το πόσο είχε πιει. Η Άμπι τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό του και τον φίλησε πεταχτά. «Πάμε στο κρεβάτι;» Ήταν μεθυσμένη, το ήξερε και το απολάμβανε. Και τον ήθελε. Του το έδειξε με μια αδέξια απόπειρα να ανοίξει τα κουμπιά του πουκαμίσου του, αλλά εκείνος βρέθηκε ως διά μαγείας πίσω της. «Είσαι αχόρταγο κορίτσι», τη μάλωσε οδηγώντας τη στην κρεβατοκάμαρα, όπου της ξεκούμπωσε το περιδέραιο από το λαιμό και την έσπρωξε μαλακά να ξαπλώσει. Η Άμπι επιχείρησε να τον τραβήξει πάνω της, αλλά δεν τα κατάφερε. «Έι, πού πας εσύ;» «Εγώ δεν είμαι κουρασμένος». «Ούτ εγώ», διαμαρτυρήθηκε η Άμπι, αλλά ήταν ψέμα. Μέχρι να τη φιλήσει για καληνύχτα και να κλείσει την πόρτα, την είχε πάρει ο ύπνος. Ξύπνησε από το κρύο. Ξαπλωμένη πάνω από τα σκεπάσματα, ντυμένη ακόμα με το καλοκαιρινό φόρεμά της, ένιωθε το ψυχρό ρεύμα από κάποιο κλιματιστικό να της παγώνει το δέρμα. Άλλαξε πλευρό αναζητώντας τη ζεστασιά του Μάικλ, αλλά δεν τον ένιωσε κοντά της.
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ 19 Εξερεύνησε ψαχουλευτά το υπέρδιπλο κρεβάτι, ώσπου άγγιξε το απέναντι κομοδίνο. Το κρεβάτι ήταν άδειο. Έμεινε ξαπλωμένη στη θέση της για μερικές στιγμές παραπάνω, προσπαθώντας να προσανατολιστεί μέσα στο ξένο υπνοδωμάτιο. Αναζήτησε κάποιο φως, αλλά μάταια. Το μόνο που άκουγε ήταν ο βόμβος του κλιματιστικού και το τικ τακ του παλιομοδίτικου ρολογιού στο κομοδίνο. Οι φωσφορίζοντες δείκτες του έδειχναν τέσσερις παρά τέταρτο το πρωί. Και τότε, αντιλήφθηκε έναν άλλο ήχο μια σιγανή φωνή. Αφουγκράστηκε, πασχίζοντας να συλλάβει κάθε υποψία ήχου από το ξένο σπίτι. Ήταν δύο οι φωνές δυο άτομα που κουβέντιαζαν, ίσως; Ή μήπως τη γελούσε το μουγκρητό των κυμάτων που έσκαγαν στα βράχια; Μπα, μάλλον είναι η τηλεόραση. Φαίνεται ότι ο Μάικλ αποκοιμήθηκε βλέποντας κάποια ταινία. Τώρα που τα μάτια της είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι, διέκρινε ένα αμυδρό γαλαζωπό φως να τρεμοπαίζει στο διάδρομο. Με τα μέλη της βαριά ακόμα από τον ύπνο και το κρασί, αναρωτήθηκε τι ήταν καλύτερο να κάνει. Ένα κομμάτι της επέμενε ότι του άξιζε να τον αφήσει εκεί που ήταν, να ξυπνήσει πιασμένος και μονάχος. Αλλά, από την άλλη, το κρεβάτι ήταν κρύο χωρίς εκείνον. Τελικά, σηκώθηκε και διέσχισε ξυπόλητη το διάδρομο προς το σαλόνι. Η τεράστια τηλεόραση ήταν όντως αναμμένη, πλημμυρίζοντας το δωμάτιο με το απόκοσμο γαλαζωπό φως της οθόνης μισή ντουζίνα αποτσίγαρα στριμώχνονταν σ ένα ασημένιο τασάκι, ενώ ο δερμάτινος καναπές ήταν ακόμα βουλιαγμένος στο σχήμα του κορμιού του Μάικλ. Ο οποίος πάντως δε βρισκόταν εκεί. Και η τηλεόραση έπαιζε με τελείως κλειστό τον ήχο. Μα τότε τι άκουσα; Μια ριπή του ανέμου έφερε μέσα τη μυρωδιά της νύχτας: το βαρύ άρωμα από γιασεμιά, συκιές και χλώριο. Τα φώτα του εξώστη ήταν ακόμα αναμμένα και η μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Κοιτάζοντας από το άνοιγμα, είδε τον Μάικλ να στέκεται πλάι στην πισίνα καπνίζοντας άλλο ένα τσιγάρο. Ο χαρτοφύλακάς του ήταν ανοιχτός, ακουμπισμένος σε ένα μεταλλικό τραπεζάκι δίπλα του. Ένας άντρας με λευκό πουκάμισο και μαύρο παντελόνι περιεργαζόταν το περιεχόμενο.
20 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ Η Άμπι βγήκε στον εξώστη, ελαφρώς ζαλισμένη ακόμα από το αλκοόλ που είχε καταναλώσει. Τη στιγμή που πέρασε το κατώφλι, κλότσησε άθελά της κάτι που δε φαινόταν στο μισοσκόταδο. Πόνεσε, ξυπόλητη καθώς ήταν, κι έβγαλε μια κραυγή έκπληξης και πόνου συνάμα. Το άδειο μπουκάλι της σαμπάνιας κύλησε ως το χείλος της πισίνας κι έπεσε στο νερό με ένα δυνατό παφλασμό. Δυο κεφάλια στράφηκαν απότομα προς το μέρος της, και ξαφνικά βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής. «Μήπως διακόπτω κάτι;» «Γύρισε μέσα αμέσως!» φώναξε επιτακτικά ο Μάικλ. Ο τόνος του πρόδιδε πανικό, αλλά και πάλι δεν κατάφερε να την πείσει. Έκανε άλλα δύο βήματα, μπαίνοντας στον κύκλο φωτός της πισίνας. Προσφέροντας τον εαυτό της σε πλήρη θέα. Ο άντρας με το λευκό πουκάμισο έκρυψε το χέρι πίσω από την πλάτη του. Όταν το ξανάφερε μπροστά, κρατούσε ένα γυαλιστερό μαύρο πιστόλι. Κι αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που θα θυμόταν καθαρά η Άμπι. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, όλα ήταν συγκεχυμένα, κατακερματισμένα. Είδε τον Μάικλ να σπρώχνει απότομα τον άντρα προς τα πίσω, κάνοντάς τον να αστοχήσει το τραπεζάκι να ανατρέπεται, σκορπίζοντας το περιεχόμενο του χαρτοφύλακα στις πλάκες του δαπέδου. Ακόμα και αν πρόλαβε να δει τι ακριβώς ήταν, δεν καταγράφηκε στη μνήμη της. Θυμάται να τρέχει μακριά, να γλιστράει στα λεία πλακάκια και να πέφτει. Η πρόσκρουση με το νερό ήταν επώδυνη. Ανέμισε σπασμωδικά τα μπράτσα της και βούλιαξε κάτω από την επιφάνεια το χλώριο έτσουξε το λάρυγγά της, την έπνιξε, ενώ το ελαφρύ φόρεμά της την τύλιξε σαν σάβανο. Ξαναβγήκε ορμητικά στην επιφάνεια και κολύμπησε προς την άκρη της πισίνας κλοτσώντας δυνατά. Αχνά φωτισμένες θαλάσσιες νύμφες στον πυθμένα τής ένευαν να τις ακολουθήσει. Η Άμπι στήριξε τα γυμνά μπράτσα της στα πλακάκια του εξώστη και κατάφερε να ανεβάσει το βάρος της έξω από το νερό. Ξαπλωμένη στο χείλος της πισίνας, έβλεπε τώρα τα πάντα από το επίπεδο του εδάφους: το πεσμένο τραπέζι και τον αναποδογυρισμένο χαρτοφύλακα, τους μαρμάρινους ήρωες και θεούς να την κοιτά-