ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ που γεννιούνται με χαρακτήρα δυναμικό και φιλόδοξο, που χαράζουν μόνοι τους την πορεία τους στον κόσμο. Υπάρχουν όμως και άλλοι, που δεν μπορούν να πάρουν εύκολα πρωτοβουλίες, δεν έχουν φιλοδοξίες και ζουν τη ζωή τους όπως έρχεται. Η δική μας ιστορία διηγείται τη ζωή και την πορεία δύο τόσο διαφορετικών ανθρώπων, που η μοίρα θέλησε να διασταυρωθούν οι δρόμοι τους. Ο ένας γεννήθηκε έχοντας εκ φύσεως το χάρισμα να μην παρασύρεται. Κανέναν δεν άφηνε να διαμορφώσει τη ζωή του. Εν ολίγοις, έπιανε τη ζωή από τα μαλλιά, όπως πιάνει ο ταυρομάχος τον ταύρο από τα κέρατα, και την πήγαινε όπου εκείνος ήθελε. Ο άλλος δεν μπορούσε να βρει το δρόμο του από μόνος του και αφηνόταν σαν φύλλο του δάσους να τον πηγαίνει όπου φυσούσε ο αέρας. Θα ασχοληθούμε με τη ζωή του Γιάννη του Παπαδόπουλου και του Μηνά του Ψάλτη. Πρώτα με τον Γιάννη τον Παπαδόπουλο, που είχε γεννηθεί το 1927 σ ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας και ήταν γεννημένος να χαράζει μόνος του το δρόμο στη ζωή του. Από μικρός δεν έμπαινε σε καλούπια, παρά μόνο αν τον συνέφερε. Όταν τελείωσε το δημοτικό, μόνο λόγω Κατοχής έμεινε στο χωριό. Με το που έγινε όμως η απελευθέρωση, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών του, που τον προόριζαν ως πρωτότοκο να μείνει κοντά τους στα χωράφια, αυτός δεν τους άκουσε κι έφυγε για την Αθήνα. Είχε βάλει σκοπό στη ζωή του να κερδίσει πολλά χρήματα. Και θα το έκανε, ο κόσμος να χαλούσε. Και γι αυτό ήταν σίγουρος. Έπιασε δουλειά ως βοηθός σερβιτόρου στην Ομόνοια. Επειδή όμως ήταν ως χαρακτήρας εύθυμος και πολύ πρόθυμος με τους πελάτες, αλλά και με το αφεντικό του, τον πρόσεξε εκείνος και συνδυάζοντας και το ψηλό ανάστημά του του έδωσε πολύ γρήγορα πόστο σερβιτόρου, όπου τα χρήματα ήταν διπλά. Παρόλο που οι πάντες τότε διαφήμιζαν ότι την επαγγελματική επιτυχία, την καταξίωση και το χρήμα την εγγυούνταν μόνο η επιστήμη και οι τέχνες, ο Γιάν 7
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΑΤΟΛΗΣ νης ο Παπαδόπουλος πρόσεξε κάτι που χρόνια μετά τον δικαίωσε: την τέχνη στη μαγειρική. Μέχρι τότε μέτραγε το πώς με φανταχτερό επάγγελμα κερδίζεις χρήματα για να τρως και όχι το πόση τέχνη έχει αυτό που τρως. Αυτό θεωρούνταν μια εύκολη διαδικασία. Ο Γιάννης όμως είδε ότι η καλή μαγειρική θα τον έκανε να κερδίσει πολλά χρήματα και σε όποιον από ενδιαφέρον τον συμβούλευε να μάθει μια τέχνη που θα του χρειαζόταν αργότερα απαντούσε: Δεν είμαι εγώ γι αυτές τις δουλειές. Εγώ είμαι γεννημένος για τη δουλειά που δεν πεθαίνει ποτέ, κι αυτό είναι το φαγητό. Κάποια μέρα θ ανοίξω το καλύτερο εστιατόριο της Αθήνας. Το πίστευε αυτό και μάζευε τα χρήματά του. Μόλις έφταναν την αξία μιας λίρας, πήγαινε και την αγόραζε. Όταν μετά από δυο χρόνια είχε μαζέψει πενήντα λίρες, ο σαράφης που του τις προμήθευε τον συμβούλεψε να σιγουρέψει από καμιά κλεψιά τις λίρες του και να πάει ν ανοίξει μια θυρίδα στην τράπεζα. Αυτό έκανε ο Παπαδόπουλος και από τότε εκεί καταχώνιαζε τις λιρίτσες του. Ο Παπαδόπουλος όμως δε μάζευε μόνο λίρες. Αυτές τις προόριζε για το μεγάλο άλμα που θα έκανε μόλις θα συγκέντρωνε το κατάλληλο ποσό. Έκανε κι άλλα δύο πράγματα. Πρώτον, ήταν μορταράκος. Γιατί, όταν είσαι γεννημένος να οδηγείς τη ζωή και να μη σε οδηγεί, δεν περιμένεις να σου έρθει το φαΐ στο πιάτο, χώνεις την κουτάλα στην κατσαρόλα και το απολαμβάνεις. Αυτό έκανε και ο Παπαδόπουλος με μια λαντζιέρα, παντρεμένη και δέκα χρόνια μεγαλύτερή του. Τη στρίμωξε κάνα δυο φορές στις τουαλέτες, αλλά εκείνη έκανε πως δεν ήθελε. Την τρίτη φορά όμως, της το φύτεψε το ζαρζαβατικό. Μια ζωντοχήρα και δυο γεροντοκόρες που τον καλοκοίταζαν τις κόλλησε στον τοίχο και πέντ έξι ψόφιες, με δέλεαρ κάπου κάπου ένα καλό τραπέζωμα, του το ανταπέδιδαν σε είδος. Το δεύτερο πράγμα που έκανε ο Παπαδόπουλος ήταν να βολιδοσκοπεί και να προσέχει ό,τι καλό γινόταν από το αφεντικό και τι χρήσιμο διέθετε το κατάστημα, για να τα πάρει μαζί του όταν θα έκανε το μεγάλο άλμα. Ήξερε, από την πείρα που είχε ως τότε αποκτήσει, αλλά και το αισθητήριό του, που το είχε πολύ αναπτυγμένο, αυτό του έλεγε, ότι για ν ανοίξεις ένα καλό εστιατόριο το πιο σπουδαίο πράγμα είναι να έχεις καλό μάγειρα. Και ο μάγειρας αυτός υπήρχε. Ήταν ο Γεράσιμος ο Σκαρλάτος και βρισκόταν μέσα στο μαγαζί που δούλευε ο Παπαδόπουλος. 8
Ο ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ Ήταν ένας λεπτός, ψηλός, με μακριά μύτη, αντιπαθέστατος. Το αφεντικό δεν τον συμπαθούσε καθόλου, τον είχε εκεί ως τρίτο μάγειρα και όλο τον έβριζε. Εκείνος τα υπέμενε όλα, γιατί εκτός του ότι είχε τρία παιδιά και φοβόταν την ανεργία, είχε και δυο μειονεκτήματα που τον χαντάκωναν. Πρώτον, ήταν τραυλός και, δεύτερον, όταν δίνονταν οι παραγγελίες από τα γκαρσόνια, τα έχανε και τις μπέρδευε. Ο Παπαδόπουλος όμως, που τον ενδιέφερε το ζήτημα, πρόσεξε κάτι που το αφεντικό, αλλά και κανείς άλλος εκεί μέσα, δεν το είχε προσέξει. Σπάνια μαγείρευε, γιατί δεν του άφηναν την πρωτοβουλία οι άλλοι δύο μάγειροι, αλλά όταν μαγείρευε ο τραυλός το φαΐ είχε άλλη νοστιμάδα. Αυτόν το μάγειρα τον είχε από κοντά ο Παπαδόπουλος και όλο τον κέρναγε κάνα πακέτο τσιγάρα και αραιά και πού του ψώνιζε και κάνα ρουχαλάκι για τα παιδιά του. Άρχισε και ο τραυλός να του δείχνει εμπιστοσύνη και τη συμπάθειά του. Κάποια μέρα τού εξομολογήθηκε ότι αν είχε καλύτερη συμπεριφορά από το αφεντικό, με τις συνταγές που ήξερε αλλά και με το ταλέντο που είχε στη μαγειρική, με ό,τι καταπιάνεται να του βγαίνει νόστιμο, θα τον συμβούλευε στις αγορές και θα του μαγείρευε πεντανόστιμα φαγητά, που το μαγαζί θα ήταν κάθε μέρα γεμάτο και δε θα πέταγαν ούτε μερίδα στα σκουπίδια. Αλλά με το φέρσιμό του τον έκανε κι αυτόν να μη δείχνει τις αρετές του. Ούτε να τις δείξεις, τον συμβούλεψε ο Παπαδόπουλος. Εγώ, μια και είμαι και ευνοημένος, γιατί ως πρωτότοκος πολυμελούς οικογένειας δε θα πάω φαντάρος, υπολογίζω το πολύ σε τρία με τέσσερα χρόνια να βάλω στην μπάντα το ποσό που μου χρειάζεται για ν ανοίξω ένα καλό εστια τόριο. Τότε θα σε πάρω μαζί μου και θα σε κάνω πρώτο μάγειρα. Τότε θέλω να μου βγάλεις όλη την τέχνη σου και θα σε πληρώνω με διπλό μισθό από ό,τι παίρνεις τώρα. Θα σου έχω και βοηθό για τις παραγγελίες. Θα τις κρατάει εκείνος. Εσύ όμως θα κάνεις το απόλυτο κουμάντο στο μαγείρεμα. Αν και είχε πειθώ ο Παπαδόπουλος, ο Σκαρλάτος δεν τον πίστεψε. Απλώς τον ευχαρίστησε και του είπε: Μακάρι, Γιάννη μου, άλλα σε τρία με τέσσερα χρόνια ποιος ζει και ποιος πεθαίνει... Φαίνεται όμως ότι τον άνθρωπο που βάζει κάποιο σκοπό στη ζωή του τον ευνοεί και η τύχη να τον πραγματοποιήσει και πολλές φορές πιο γρήγορα από 9
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΑΤΟΛΗΣ ό,τι υπολόγιζε. Αυτό συνέβη και με τον Γιάννη τον Παπαδόπουλο. Τρεις μήνες μετά τη συζήτηση με τον τραυλό μάγειρα και στις αρχές του 1953 έγινε μια μεγάλη υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου και του χρυσού. Δηλαδή, όποιος είχε λίρες διπλασίαζε τις δραχμές του. Όλα όμως τα άλλα παρέμειναν στην τιμή της δραχμής, όπως ήταν πριν από την υποτίμηση. Αυτό το ουρανοκατέβατο δώρο το εκμεταλλεύτηκε αμέσως ο Παπαδόπουλος. Έκανε τις λίρες του δραχμές και νοίκιασε κατάστημα σε πάροδο της Πανεπιστημίου, κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Διαμόρφωσε το χώρο, έβαλε τις κουζίνες και τα ψυγεία μέσα και προσέλαβε ως πρώτο μάγειρα τον Σκαρλάτο, ο οποίος του είπε ορθά κοφτά: Την προηγούμενη φορά δε σου τα είπα όλα. Γιατί δεν πίστευα ότι είσαι τόσο μεθοδικός και αποφασιστικός και θα έβρισκες τα λεφτά ν ανοίξεις τόσο νέος μαγαζί. Τώρα όμως είμαι υποχρεωμένος να σου πω και τα υπόλοιπα και αν συμφωνήσεις σε ακολουθώ. Διαφορετικά, πολύ γρήγορα θα χάσεις τα λεφτά σου κι εγώ θα μείνω άνεργος. Και του τα έκανε λιανά: Το καλό μαγείρεμα μου βγαίνει, έχω ταλέντο και μου άρεσε από μικρός. Αλλά για το καλό μαγείρεμα χρειάζομαι και άριστα υλικά. Θέλω το λάδι να προέρχεται από συγκεκριμένη περιοχή και από παραγωγό που ξέρω ότι παράγει λάδι πρώτης τάξεως και ανόθευτο. Το ίδιο και το βούτυρο. Θέλω ειδικά καρυκεύματα που ξέρω τι γεύσεις δίνουν. Βαριές σάλτσες στην κουζίνα μου δεν έχουν θέση. Θα βαρυστομαχιάζουν οι φαγάδες και δε θα τους ξαναβλέπεις. Μόνο φρεσκοκομμένη ντομάτα, αλλά από καλή και νόστιμη σπορά. Και σ αυτό θα σε βοηθήσω κι εγώ. Θέλω κρεατικά από περιοχή που θα σου πω, που είναι πεντανόστιμα. Και τα θέλω ολόκληρα, μοσχάρια, χοιρινά, κατσίκια και αρνιά, για να τα τεμαχίζω εγώ και να κόβω κατά περίπτωση αυτά που θέλω, αλλά να βγάζω και τον κιμά, να τον ανακατεύω εγώ ο ίδιος με τα κρέατα και το πάχος των ζώων και να φτιάχνω μπιφτέκια και κεφτέδες, που ακόμη κι εσύ, που θα ξέρεις πόσο ανακατεμένοι είναι και τι πάχος και ψωμί έχουν μέσα, θα τους τρως και δε θα ζητάς να σ τους κάνω με καθαρό ψαχνό κρέας. Ψάρι η περιοχή το ζητάει και το πληρώνει. Μόνο σφυρίδα, φαγκρί, συναγρίδα φρέσκια και όχι κάτω από ένα κιλό, και δίκιλους σκορπιούς, και θα σου κάνω εγώ μια σούπα που θα έρχονται από χιλιόμετρα μακριά για να τη γευτούν. Κι άλλες μικρολεπτομέρειες, που δε θα σε επιβαρύνουν από τα συνηθισμένα, αλλά θα 10
Ο ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ κάνουν τη διαφορά. Αν τα κάνεις όλα αυτά, θέλω και τούτο, που είναι από τα βασικά. Στους δυο πρώτους μήνες θα πετάμε τα φαγητά που θα μας μένουν και δε θα τα πασάρουμε την άλλη μέρα μπαγιάτικα κι έτσι ό,τι χτίζουμε τη μια μέρα την άλλη να το γκρεμίζουμε. Εάν, Γιάννη μου, κατέληξε ο μάγειρας, τα κάνεις όλα αυτά, τράβα στις κάβες να προμηθευτείς τα καλύτερα κρασιά. Μέχρι και Σατό Μαργκό, που έχει αγορά είκοσι χιλιάδες και το πουλάνε στη Μεγάλη Βρετάνια πενήντα χιλιάδες, θα σου ζητάνε οι καλοφαγάδες. Ο Παπαδόπουλος πίστευε πρώτα πρώτα στον εαυτό του. Πίστευε στο πεπρωμένο του, πίστευε ότι όποιος πιάνει τη ζωή από τα μαλλιά, και με λίγη τύχη, θα επιπλεύσει. Πίστευε ότι ο Σκαρλάτος ήταν η τύχη του. Ήξερε ότι ήταν χρυσός, αλλά βαμμένος από τη ζωή απέξω με μαύρη μπογιά, γι αυτό κανένας δεν του έδινε σημασία. Αυτός θα τον ξέβαφε, θα τον γυάλιζε και θα θησαύριζε. Γι αυτό του απάντησε: Μαζί σου, Δάσκαλε (το «τραυλός» ήταν αρνητικό παρατσούκλι, που το βρήκε κολλημένο στο μάγειρα ο Παπαδόπουλος. Στο κατάστημά του δε θα ξανακουγόταν, το έσβησε και του κόλλησε το θετικό και το καινούριο: Ο Δάσκαλος), για πάντα, κι εσύ μαζί μου. Και έτσι έγινε. Ξεκίνησε μ αυτές τις σαν νόμο συμβουλές του Σκαρλάτου και δε θα τις άλλαζε ποτέ. Και άρχισε ο τραυλός να μαγειρεύει θεσπέσια φαγητά. Ο ένας έφερνε τον άλλον και πολύ γρήγορα διαφημίστηκε ότι το εστιατόριο «Η Πάροδος» (αυτό το όνομα, λόγω του ότι ήταν μέσα σε πάροδο, έδωσε στο κατάστημά του ο Παπαδόπουλος) διαθέτει την καλύτερη κουζίνα. Άρχισε να συρρέει εκλεκτή πελατεία: εκείνοι που διάβαζαν μόνο τι θα καταβροχθίσουν και απαξιούσαν να πάνε τη ματιά τους μέχρι τις τιμές, όπως έμποροι, καταστηματάρχες, δικηγόροι, γιατροί, διπλωμάτες και βουλευτές, μια και η Βουλή ήταν κοντά. Πάνω στο χρόνο ο Παπαδόπουλος διαπίστωσε ότι ο χώρος δεν επαρκούσε. Δεξιά και αριστερά δεν υπήρχε χώρος διαθέσιμος να επεκταθεί, όποτε κοίταξε αναγκαστικά προς τα ύψη. Πάνω από το μαγαζί του, στον πρώτο όροφο, λειτουργούσαν εργαστήρια διαφόρων ειδών. Τους έδωσε ο Παπαδόπουλος βαρβάτο αέρα και φύγανε. Διαμόρφωσε τον επάνω όροφο έτσι που να δένει με το ισόγειο, άφησε το χώρο που θα ανοιγόταν για τη σκάλα, κανόνισε να γίνει η σκάλα μέσα σε μια νύχτα, έτσι που να μη μείνει ούτε μια μέρα κλειστό το 11
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΑΤΟΛΗΣ κατάστημα, και αντικατέστησε την κουζίνα και τα ψυγεία με πιο μεγάλα, που να εξυπηρετούν διπλάσια πελατεία από ό,τι μέχρι τώρα εξυπηρετούσαν. Άρχισε ο λογαριασμός στην τράπεζα να φουσκώνει και ανάλογα με τα απλώματα του Παπαδόπουλου να ξεφουσκώνει, ελαφρώς ή πολύ. Αυτό γινόταν γιατί, στα δυο περίπου χρόνια που είχε το μαγαζί, ο Παπαδόπουλος εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο τις καλές γνωριμίες που έκανε στο κατάστημά του. Από αυτές τις γνωριμίες αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας ένα μεγάλο οικόπεδο σε καλή τοποθεσία της Αθήνας κι ένα οροφοδιαμέρισμα κοντά στο Παναθηναϊκό στάδιο. Το διαμέρισμα αυτό ο Παπαδόπουλος το προόριζε για να εγκατασταθεί με τη γυναίκα του. Γιατί ο Παπαδόπουλος βέβαια τις μορταριές δεν τις άφηνε. Τώρα μάλιστα είχε γίνει και πιο εκλεκτικός. Πάνε οι λαντζιέρες, οι μεγαλύτερες και οι ψόφιες. Τώρα ο Παπαδόπουλος τις ήθελε πιο μικρές και πιο πικάντικες. Και του έπεφταν μάτσο. Επίσης του κουβαλιόντουσαν οικογένειες με τις ανύπαντρες κόρες τους. Με τρανταχτές προίκες. Τάχα μου για φαγητό και μια απλή γνωριμία, που βρόμαγε από μακριά το προξενιό. Ο Παπαδόπουλος όμως ήταν γεννημένος να σέρνει και να μην τον σέρνουν. Ήξερε πολύ καλά ότι η καλύτερη απ αυτές θα είχε τσαλακώσει λαθραία σε ξένα κρεβάτια το λιγότερο μια ντουζίνα σεντόνια. Ο Παπαδόπουλος είχε τις απόψεις του επ αυτού. Ήθελε να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια και να βγάλει το διάδοχο. Αλλά ήθελε να παντρευτεί ένα κορίτσι που να το πάρει στην αγκαλιά του κατευθείαν από την αγκαλιά της μάνας του και δεν τον ενδιέφερε η προίκα. Ήξερε όμως ότι αυτό, δηλαδή το να βρεις μια γυναίκα όπως τη θέλεις, ήταν κάτι που έπεφτε στη δικαιοδοσία του Θεού και της τύχης. Και από εκεί ήρθε. Κάποιος μηχανικός, που κάπου κάπου έτρωγε εκεί και είχαν γνωριστεί, του πρότεινε, λόγω ελλείψεως ρευστού, να του πουλήσει ένα δυαράκι κοντά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας σε τέτοια τιμή, που αν αυτός το κράταγε να το πουλήσει θα κέρδιζε με την ησυχία του πενήντα τοις εκατό πάνω από τα χρήματα που θα το αγόραζε. Το αγόρασε ο Παπαδόπουλος και εφόσον ανάγκη χρημάτων δεν υπήρχε δεν το πούλησε κι έβαλε ενοικιαστήριο. Ήρθαν κάνα δυο, αλλά του Παπαδόπουλου δεν του γέμισαν το μάτι και δεν τους το έδωσε. Ήρθε και μια γυναικούλα γύρω στα πενήντα, μαυροφορεμένη. Όταν άκουσε το ενοίκιο, έσκυψε το κεφάλι και είπε: 12
Ο ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ Είναι μεγάλο το νοίκι, δεν μπορώ να το πληρώσω. Ο Παπαδόπουλος τη ρώτησε: Τι δουλειά κάνεις; Ένα μικρό μοδιστράδικο έχω και το δουλεύουμε με την κόρη μου. Τώρα πόσο πληρώνεις; Τα ίδια πάνω κάτω πληρώνω, αλλά είναι τριάρι. Σπουδάζει το παιδί μου, έχασα και πέρυσι τον άντρα μου και δυσκολεύομαι στο νοίκι. Περίμενα, σαν δυάρι που είναι, ότι θα το έβρισκα πιο φτηνό, αλλά θα ψάξω κανένα πιο παλιό, το δικό σας είναι καινούριο. Ο Παπαδόπουλος δεν ήταν ο άνθρωπος που πατάει επί πτωμάτων, είχε αισθήματα. Τα χρήματα που κέρδιζε τα άξιζε. Τα οικόπεδα και τα διαμερίσματα του τα πρότειναν σε καλή τιμή και τα αγόρασε χωρίς να εκβιάσει. Γι αυτό και τη ρώτησε: Το διαμέρισμα το είδες; Σε βολεύει; Και με το παραπάνω. Αλλά είπαμε, το ενοίκιο. Άμα σ το δώσω με το μισό ενοίκιο από όσο το έχω, μπορείς να το πληρώνεις; Γιατί να το κάνετε αυτό; Ούτε με ξέρετε ούτε σας ξέρω, και το νοίκι που ζητάτε θα το πιάσετε με κλειστά μάτια. Γιατί κι εγώ δε γεννήθηκα ιδιοκτήτης. Αλλά άλλο σε ρώτησα. Μπορείς να πληρώνεις αυτό το νοίκι που σου ζήτησα; Ασφαλώς... Αλλά... Της έκανε νόημα με το χέρι του ο Παπαδόπουλος να μη συνεχίσει και φώναξε τον ταμία, που κράταγε τις μάρκες, τα λογιστικά και την ταμειομηχανή. Κάνε, τον διέταξε, ένα συμβόλαιο στην κυρία, και του είπε την τιμή. Άρχισε να γράφει εκείνος και κάποια στιγμή ρώτησε τον Παπαδόπουλο: Για ένα χρόνο; Γύρισε ο Παπαδόπουλος προς την κυρία και τη ρώτησε: Πότε τελειώνει τις σπουδές ο γιος σου; Σε κάνα χρόνο τελειώνει. Στο στρατό πήγε; Όχι. Γύρισε προς τον υπάλληλό του ο Παπαδόπουλος και τον διέταξε: Τρία χρόνια και με το ίδιο νοίκι. 13
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΑΤΟΛΗΣ Υπέγραψε, έδωσε την προκαταβολή η γυναίκα και έφυγε δακρυσμένη. Για εφτά μήνες, μία και δύο μέρες γρηγορότερα έφερνε το νοίκι. Τον όγδοο μήνα ζήτησε τον Παπαδόπουλο μια κοπέλα. Της έδειξαν πού ήταν, πήγε κοντά του και με πολλή ευγένεια του είπε: Κύριε Παπαδόπουλε, σας έφερα το ενοίκιο από την κυρία Ελένη. Είναι καλά η κυρία Ελένη; τη ρώτησε. Καλά είναι, μια γριπούλα έχει. Α, καλά. Εσύ, ποια είσαι; ρώτησε και την κοίταξε πιο επιτακτικά στα μάτια. Χαμήλωσε εκείνη τα μάτια της, ενώ συγχρόνως κοκκίνισε, και του απάντησε: Είμαι η κόρη της. Ένα «τσακ» ένιωσε στην καρδιά του ο Παπαδόπουλος, ένα «τσακ» που νιώθει ο νέος όταν βλέπει ότι αυτός είναι ο άνθρωπος που ζητάει. Ο άνθρωπος που μπορεί να του έχει εμπιστοσύνη και μαζί του να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Τότε την πρόσεξε πιο καλά. Είχε καλό μπόι, του ταίριαζε στο ύψος. Μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια, συμμετρική μύτη, που ταίριαζε με το όμορφο ελληνικό της πρόσωπο. Τη ζωή ο Παπαδόπουλος την ταρακούναγε, δεν την άφηνε να τον ταρακουνάει. Τις αποφάσεις τις έπαιρνε στο άψε σβήσε. Αμέσως την άλλη μέρα έστειλε άνθρωπο δικό του να μάθει αν η κοπέλα είχε κάνα νταραβέρι με άντρα. Δε σκόπευε να πέσει σε καμιά λούμπα. Έμαθαν ότι η οικογένεια, πέρα από την ατυχία του απολεσθέντος πατέρα, ήταν από τις καλύτερες στη γειτονιά. Όσο για την κοπέλα, διαμάντι από τη δουλειά στο σπίτι. Αυτό ήθελε ν ακούσει και ο Παπαδόπουλος. Έσπευσε, τη ζήτησε, του την έδωσαν και μέσα σ ένα μήνα έγιναν οι γάμοι. Σε εννέα μήνες και στις αρχές του 1956, του γέννησε την πρώτη κόρη, Ο Παπαδόπουλος ήθελε το διάδοχο και ο γιατρός τού είπε ότι στις πρώτες μέρες αφού σαραντίσει η γυναίκα συλλαμβάνει αμέσως. Αυτό έκανε και ο Παπαδόπουλος και στους είκοσι μήνες από όταν παντρεύτηκε είχε στην αγκαλιά του τη δεύτερη κόρη. Δεν απογοητεύτηκε και με τον ίδιο τρόπο ξανά άφησε τη γυναίκα του έγγυο. Αλλά και τούτη τη φορά δε βγήκε ο διάδοχος. Σ αυτή τη χρονολογία, τον Οκτώβριο του 1957, σταμάτησε ο Παπαδόπουλος. Όχι γιατί θα κουραζόταν να τα μεγαλώσει η γυναίκα του. Γι αυτό είχε φροντίσει να προσλάβει 14
Ο ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ υπηρετικό προσωπικό. Αλλά γιατί του το μετέφερε και ο γιατρός, ότι η γυναίκα του ταλαιπωρήθηκε πολύ. Άλλωστε το είδε και μόνος του ότι στην τρίτη της γέννα δυσκολεύτηκε. Ο Παπαδόπουλος αγαπούσε με τον τρόπο του τη γυναίκα του και φοβήθηκε ότι αν έμενε ξανά έγκυος μπορεί και να την έχανε. Βέβαια τις μορταριές δεν τις άφηνε. Ειδικά όσο ήταν έγκυος η γυναίκα του, σε ό,τι καλό τού έπεσε δεν παρέλειψε να τροχίζει κατάλληλα τα ευαίσθητα εργαλεία του. Και αφού είδε ότι δεν ερχόταν ο διάδοχος, δε θα τα έβαζε και με το Θεό. Άλλωστε είχε τρεις κόρες, και αυτές πλέον θα τον διαδέχονταν στα τρία καταστήματα «Πάροδος». Γιατί ο Γιάννης ο Παπαδόπουλος είχε βάλει πλέον σκοπό να τα κάνει τρία τα καταστήματά του, όσα και τα παιδιά του. Το δεύτερο κατάστημα σκεφτόταν να το ανοίξει στον Πειραιά και το τρίτο προς τα βόρεια προάστια, κατά προτίμηση στην Κηφισιά, για να έχουν όλοι οι παραλήδες του λεκανοπεδίου πρόσβαση προς την καλή κουζίνα των καταστημάτων «Πάροδος». Θα τα έκανε. Αυτός τη ζωή την είχε βάλει κάτω και δεν τον τράβαγε όπου εκείνη ήθελε, όπως θα γινόταν με τον Μηνά τον Ψάλτη, που θα γεννιόταν οχτώ μήνες μετά τη γέννηση της τρίτης κόρης του Γιάννη του Παπαδόπουλου. Ο ΜΗΝΑΣ Ο ΨΑΛΤΗΣ γεννήθηκε στα μέσα του 1958, σε ορεινό χωριό της Ευρυτανίας. Παρόλο που κι αυτός γεννήθηκε σε βουνίσια χώματα, όπως ο Γιάννης ο Παπαδόπουλος, από μικρό παιδί φάνηκε ότι γεννήθηκε για να μην προβληματίζει κανέναν. Εν ολίγοις, γεννήθηκε για να μη σηκώνει το χέρι του να πάρει κάτι, αν δεν του το δίνανε. Η πρωτοβουλία, για όλη του τη ζωή, πλην σπανίων εξαιρέσεων, θα ανήκε στους άλλους. Από μωρό ήταν ένα ήσυχο παιδάκι. Aν του έδινες να φάει, είχε καλώς, αλλιώς κοιμόταν. Το κλάμα του ήταν σπάνιο. Με το που πήγε στο σχολείο, το ελάττωμά του αυτό το πλήρωσε πολλές φορές, αλλά αυτός αγόγγυστα σήκωνε το βάρος. Πολλές φορές, μέσα και έξω από την τάξη, όταν γινόταν κάποια αταξία, ο Μηνάς την πλήρωνε. Και παρόλο που πολλές φορές ήξερε ποιος το έκανε, δεν τον μαρτυρούσε για να αποφύγει την τιμωρία. Απλώς έλεγε: «Εγώ δεν το έκανα». Αυτό όμως δεν έπειθε το δάσκαλο. Πήγε και στο γυμνάσιο ο Μηνάς, παρόλο που ζούσε σ ένα χωριό που είχε αρχίσει να το λεηλατεί η μετανάστευση, Αλλά αυτή ήταν και η κινητήρια οικονομική δύναμη για να ασφαλτοστρωθούν οι δρόμοι και να κάνουν προσβάσιμες τις διαδρομές της επαρχίας. Έτσι και ο Μηνάς, μαζί με άλλα παιδιά από 15
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΑΤΟΛΗΣ το δικό του και τα διπλανά χωριά, ξεκίναγαν με το λεωφορείο της γραμμής και σε μια ώρα φτάνανε στο γυμνάσιο της περιοχής. Την πρώτη και τη δεύτερη χρονιά την κουτσόβγαλε την τάξη ο Μηνάς. Στην τρίτη όμως έμεινε στην ίδια τάξη. Τότε του είπε ο πατέρας του και συμφωνούσε και η μάνα του: Αφού δεν τα παίρνεις τα γράμματα και αφού τα άλλα δυο αδέρφια σου, που είναι πολύ μεγαλύτερα από σένα, είναι τακτοποιημένα στην Αθήνα κι εκεί θα κάνουν οικογένειες, εμείς, σαν στερνοπούλι μας που είσαι, θέλουμε να κάτσεις εδώ στα χωραφάκια μας, στα προβατάκια μας, στις γιδούλες μας, και αν σου πέφτει και κάνα μεροκάματο σκαφτιά δε θα το αφήνεις, όπως κάνω κι εγώ. Ο Μηνάς δεν έκανε αυτό που πολλά παιδιά, ιδίως αγόρια, κάνανε τότε. Αν δεν παίρνανε τα γράμματα, φεύγανε από τη σκληρή ζωή του χωριού για κάποια πόλη, ή τη Λαμία, που ήταν κοντά, ή τη Λάρισα, και οι πιο πολλοί για Αθήνα ή Θεσσαλονίκη και αναλόγως πού είχαν συγγενείς. Ο Μηνάς όμως ήταν γεννημένος να του χαράζουν το δρόμο και ποτέ να μην τον χαράζει ο ίδιος. Δεν έφερε αντίρρηση στον πατέρα του και μέχρι να πάει στο στρατό έμεινε στο χωριό, πότε να βοσκάει τα λιγοστά ζωντανά τους, πότε να δουλεύει κάνα μεροκάματο με τον κασμά του και πότε να παίρνει κάνα χαρτζιλικάκι αναπληρώνοντας τον καταστηματάρχη του μοναδικού μαγαζιού που διέθετε το χωριό του. Ο Μηνάς είχε και δυο μεγάλα προτερήματα, που πολλοί μπορεί να τα λογιάζουν και για μειονεκτήματα. Αλλά εκείνοι που πάνε με τους νόμους που θέσπισαν οι πολιτισμένες κοινωνίες για τους ανθρώπους κι εκείνοι που πάνε με τους νόμους που θέσπισε η φύση για τους αρσενικούς οργανισμούς τα λένε πλεονεκτήματα. Και είναι. Το ένα από τα δύο προτερήματα του Μηνά ήταν συνυφασμένο με τον ήπιο και υποχωρητικό του χαρακτήρα. Όλοι στο χωριό το γνώριζαν. Δεν διανοούνταν να γελάσει κανέναν για να κερδίσει χρήματα. Ακόμη και χρήματα από τα μεροκάματα που έκανε τα θεωρούσε κοινοκτημοσύνη του σπιτιού του. Τα άφηνε στο συρτάρι και όταν ήθελε να πάει κάπου και χρειαζόταν χρήματα ρωτούσε πρώτα τη μάνα του και έπαιρνε. Εάν του έλεγε «όχι, γιατί τα χρειαζόμαστε», δεν έπαιρνε. Δυο φορές βρήκε χρήματα στο δρόμο, όχι πολλά, τη μια φορά ένα χιλιάρικο και την άλλη ένα πεντακοσάρικο. Το ποσό ήταν μικρό και ο οποιοσ 16