ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Νοεμβρίου 2014 (OR. en)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

9664/19 ΘΚ/μκρ 1 JAI.2

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις

***I ΈΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0252/

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρακτικός οδηγός. Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο Σε Αστικές Και Εμπορικές Υποθέσεις

A8-0251/ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

ΙΙΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VI ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

8535/09 GA/ag,dch DG H 2

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΠΡΑΣΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ. για την αµοιβαία αναγνώριση µη στερητικών της ελευθερίας προδικαστικών µέτρων ελέγχου

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

15531/10 ΑΚ/γπ 1 DGH 2 B

5798/1/15 REV 1 ΘΚ/νικ 1 DG D 2B

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

11917/1/12 REV 1 IKS+ROD+GA/ag,alf DG C1

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΟΔΗΓΙΑ 2014/46/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 12 Ιουλίου 2016 (OR. en)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΛΤΙΟ

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

15272/18 ΜΙΠ/νκ 1 JAI.2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14798/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0076 (NLE) SOC 820 NT 29

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2014) 596 final ANNEX 1.

12596/17 ΧΓ/ριτ/ΘΛ 1 DGD 2B

η µάλλον ευρύτερη αναγνώριση του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θέσπιση διατάξεων για την ενισχυµένη συνεργασία στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ.

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

A8-0250/ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2017) 606 final.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

9666/19 ΣΠΚ/μκρ 1 JAI.2

Κατευθυντήριες γραμμές για να αποφασιστεί ποια δικαιοδοσία θα πρέπει να ασκήσει δίωξη

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2013

14797/12 IKS/nm DG B4

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Μαρτίου 2018 (OR. en)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Γνώµη αριθ. 02/2007 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14796/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0078 (NLE) SOC 818 ME 8 COWEB 155

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 18 Ιανουαρίου 2017 (OR. en)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0126(NLE) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Προσαρμογή διαφόρων νομικών πράξεων οι οποίες προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο στα άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ - μέρος ΙΙ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

Πρόταση. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Μαΐου 2012 σχετικά µε την προσέγγιση της ΕΕ όσον αφορά το ποινικό δίκαιο (2010/2310(INI))

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Τροποποιηµένη πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

***I ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0251/

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της [ ]

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2017 (OR. en)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 23 Απριλίου 2015 (OR. en)

Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ. Όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου επεξεργασίας: Όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων:

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

PE-CONS 54/1/15 REV 1 EL

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Τμήμα 2. Αρμοδιότητα, καθήκοντα και εξουσίες. Άρθρο 55. Αρμοδιότητα

Transcript:

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Βρυξέλλες, 14.11.2003 COM(2003) 688 τελικό 2003/0270 (CNS) Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά µε το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τη συγκέντρωση αντικειµένων, εγγράφων και δεδοµένων µε σκοπό τη χρησιµοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Η παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου του Συµβουλίου εφαρµόζει την αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης σε ένα ευρωπαϊκό ένταλµα που αποβλέπει στη συγκέντρωση αντικειµένων, εγγράφων και δεδοµένων µε σκοπό τη χρησιµοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Αυτό το ευρωπαϊκό ένταλµα αναφέρεται στο εξής ως "ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων". Θα επιτρέψει την ταχύτερη και αποτελεσµατικότερη δικαστική συνεργασία στον ποινικό τοµέα και θα αντικαταστήσει το ισχύον σύστηµα αµοιβαίας συνδροµής στο συγκεκριµένο τοµέα, σύµφωνα µε τα συµπεράσµατα του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου του Τάµπερε. Εισάγονται επίσης ελάχιστες εγγυήσεις για αυτό το είδος συνεργασίας. 2. Η πρόταση αφορά κυρίως τα αντικείµενα, έγγραφα ή δεδοµένα που συγκεντρώνοντα κατ εφαρµογή µέτρων δικονοµικού δικαίου, όπως οι διαταγές προσκόµισης αποδεικτικών στοιχείων και οι διαταγές έρευνας και κατάσχεσης. Αφορά επίσης τις αιτήσεις αποσπασµάτων ποινικού µητρώου, αλλά δεν αφορά τη λήψη καταθέσεων (ανεξαρτήτως του τρόπου) από υπόπτους, κατηγορουµένους, µάρτυρες ή παθόντες. εν αφορά επίσης τα µέτρα προανάκρισης που συνεπάγονται τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε πραγµατικό χρόνο, όπως η παρακολούθηση των επικοινωνιών και ο έλεγχος τραπεζικών λογαριασµών. Παρά το γεγονός ότι η παρούσα πρόταση δεν καλύπτει τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων αυτού του είδους, η Επιτροπή θεωρεί ότι αποτελεί ένα πρώτο στάδιο προς την αντικατάσταση του ισχύοντος συστήµατος αµοιβαίας συνδροµής µε την Ευρωπαϊκή Ένωση από ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νοµοθετικό σύνολο βασισµένο στην αµοιβαία αναγνώριση και υποκείµενο σε ελάχιστες εγγυήσεις. 3. Το πλαίσιο εντός του οποίου εγγράφεται η παρούσα πρόταση αναλύεται κάτωθι. 1.1. Εθνικές µέθοδοι για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων 4. Τα νοµικά συστήµατα των κρατών µελών χρησιµοποιούν µια µεγάλη ποικιλία διαδικαστικών µέτρων για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Πρόκειται κυρίως για τα ακόλουθα µέτρα: 1.1.1. Εξουσίες διατήρησης 5. Στο διεθνές επίπεδο, η σύµβαση για το έγκληµα στον κυβερνοχώρο που θεσπίστηκε από το Συµβούλιο της Ευρώπης το 2001 1 προβαίνει σε διάκριση µεταξύ των αποφάσεων "διατήρησης" και των αποφάσεων "κατάσχεσης". Οι αποφάσεις διατήρησης εφαρµόζονται µόνο σε τρίτους και τους επιβάλλουν τη διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς όµως να τα διαβιβάζουν στις αρµόδιες για την έρευνα αρχές. Απαιτείται στη συνέχεια χωριστή απόφαση για τη γνωστοποίηση ή την προσκόµιση των αποδεικτικών στοιχείων. 1 Συµβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 185 (βλ. http://conventions.coe.int). 2

1.1.2. Εξουσίες κατάσχεσης 6. Η κατάσχεση βαίνει πέραν της απλής διατήρησης των αποδεικτικών στοιχείων, επειδή συνεπάγεται (εφόσον χρειάζεται) την προσωρινή κατοχή των αποδεικτικών στοιχείων από τις αρµόδιες για την έρευνα αρχές. Εφαρµόζεται σε αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται στα χέρια υπόπτων καθώς και τρίτων. 7. Η κατάσχεση αποτελεί µία γενικά αποδεκτή έννοια στο εθνικό και διεθνές ποινικό δίκαιο, ακόµα και αν η έκτασή της και οι λεπτοµέρειες εφαρµογής της µπορούν να διαφέρουν. Όλα τα κράτη µέλη έχουν εκχωρήσει στις δικαστικές και αστυνοµικές αρχές τους εξουσίες κατάσχεσης αποδεικτικών στοιχείων. Οι εξουσίες κατάσχεσης µπορούν να ασκούνται από τις δικαστικές αρχές και, σε ορισµένες περιπτώσεις, από τις αστυνοµικές αρχές δυνάµει των εξουσιών που τους έχουν εκχωρηθεί. 1.1.3. Εξουσίες απαίτησης της προσκόµισης/ κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων 8. Σε ορισµένα κράτη µέλη, οι δικαστικές αρχές διαθέτουν γενικές εξουσίες για να αξιώνουν την εκ µέρους τρίτων κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων. Αυτές οι εξουσίες συνεπάγονται τη συνεργασία τρίτων, ελλείψει της οποίας η δικαστική αρχή µπορεί να προσφύγει σε διαταγή έρευνας για την κατάσχεση των αποδεικτικών στοιχείων. 9. Άλλα κράτη µέλη διαθέτουν ειδική ανακριτική εξουσία επονοµαζόµενη "διαταγή προσκόµισης αποδεικτικών στοιχείων" η οποία χρησιµεύει στη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων (κυρίως εγγράφων) εκ µέρους τρίτου. Αυτή η εξουσία µπορεί να περιορίζεται σε σοβαρά εγκλήµατα και σε ιδιαίτερες κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων (για παράδειγµα, απόρρητα έγγραφα) ή να είναι γενικότερου χαρακτήρα. Οι "διαταγές προσκόµισης αποδεικτικών στοιχείων" είναι καταναγκαστικές, επειδή υποχρεώνουν τους τρίτους να κοινοποιούν τα αποδεικτικά στοιχεία. Οι κυρώσεις συµπεριλαµβανοµένων των ποινικών κυρώσεων χρησιµοποιούνται για να εξασφαλίσουν τη συνεργασία των τρίτων. Παρά ταύτα, οι διαταγές προσκόµισης είναι λιγότερο οχληρές από την έρευνα και την κατάσχεση. 10. Οι διαταγές προσκόµισης αποδεικτικών στοιχείων αποδεικνύονται χρήσιµες όταν κάποιος τρίτος δέχεται να συνεργαστεί µε τις αρχές, αλλά, για νοµικούς λόγους όπως η αστική ευθύνη που συνδέεται µε την παραβίαση του απορρήτου των πελατών του, προτιµά να υποχρεωθεί σε κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων παρά να συνεργαστεί µε τη βούλησή του µε την αρµόδια ανακριτική αρχή. Σε ορισµένες περιπτώσεις όµως αποδεικνύεται απαραίτητη η κατ'οίκον έρευνα τρίτου για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, κυρίως όταν υπάρχει πραγµατικός κίνδυνος καταστροφής των αποδεικτικών στοιχείων εκ µέρους του. 11. Όλες αυτές οι εξουσίες που αφορούν την προσκόµιση αποδεικτικών στοιχείων εφαρµόζονται σε αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν ήδη. Χωριστές εξουσίες χρησιµοποιούνται για την κοινοποίηση πληροφοριών "σε πραγµατικό χρόνο", όπως οι αποφάσεις παρακολούθησης επικοινωνιών ή ελέγχου των κινήσεων τραπεζικών λογαριασµών. 1.1.4. Αποφάσεις έρευνας και κατάσχεσης 12. Η νοµοθεσία των κρατών µελών για την είσοδο και τη διεξαγωγή κατ'οίκον έρευνας παρουσιάζει σηµαντικές διαφορές. Σε ορισµένα κράτη µέλη, το µέτρο περιορίζεται 3

στα σοβαρά αδικήµατα, ενώ άλλα κράτη µέλη προβλέπουν πολύ ευρύτερη εξουσία έρευνας για όλα τα αδικήµατα. 13. Η ευρωπαϊκή σύµβαση για την προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών ελευθεριών προβλέπει έναν ελάχιστο κανόνα για τις εγγυήσεις που παρέχονται σε περίπτωση έρευνας και κατάσχεσης. Εντούτοις, ακόµα και σε αυτό το πλαίσιο, οι εγγυήσεις που παρέχονται παρουσιάζουν µεγάλες διαφορές, κυρίως όσον αφορά το βαθµό βεβαιότητας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται στους προς έρευνα χώρους, την ώρα κατά την οποία µπορούν να διεξαχθούν οι έρευνες, την ενηµέρωση του προσώπου στους χώρους του οποίου διεξάγεται έρευνα, τους κανόνες που ισχύουν σε περίπτωση απουσίας του ιδιοκτήτη και την ανάγκη παρουσίας ανεξάρτητων τρίτων κατά την έρευνα. 1.2. Υφιστάµενοι µηχανισµοί διεθνούς συνεργασίας για την διεξαγωγή αποδείξεων 14. Η ευρωπαϊκή σύµβαση περί αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής επί ποινικών υποθέσεων του 1959 2 ορίζει το γενικό πλαίσιο της συνεργασίας για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Προβλέπει ότι η εκτέλεση αιτήσεων αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής γίνεται σύµφωνα µε τη νοµοθεσία του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση και προβλέπει ορισµένους λόγους άρνησης της αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής. Για τη βελτίωση της συνεργασίας, η σύµβαση του 1959 συµπληρώθηκε από τα συµπληρωµατικά της πρωτόκολλα του 1978 3 και 2001 4. Στο εσωτερικό της ΕΕ, η σύµβαση του 1959 συµπληρώθηκε από τη σύµβαση Σένγκεν του 1990 5, την ευρωπαϊκή σύµβαση του Μαΐου 2006 6 και το πρωτόκολλό της του 2001 7, οι οποίες δύο τελευταίες πράξεις δεν έχουν ακόµα τεθεί σε ισχύ. 15. Παρά τις βελτιώσεις που εισήχθησαν µέσω αυτών των πράξεων, η συνεργασία για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων συνεχίζει να γίνεται σύµφωνα µε τις παραδοσιακές µεθόδους αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής. Αυτή η διαδικασία όµως µπορεί να είναι βραδεία και αναποτελεσµατική και, πέραν αυτού, οι διαφορές µεταξύ των εθνικών δικαίων (οι οποίες περιγράφονται στο τµήµα 1.1) δηµιουργούν εµπόδια στη συνεργασία. 16. Οι διαφορές των εθνικών νοµοθεσιών όσον αφορά την έρευνα και την κατάσχεση αντικατοπτρίζονται στο διαφορετικό βαθµό αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής που µπορούν να παράσχουν τα κράτη µέλη. υνάµει του άρθρου 5 της σύµβασης του 1959, κάθε συµβαλλόµενο µέρος µπορεί, µε δήλωση, να επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωµα να εξαρτήσει την εκτέλεση των δικαστικών παραγγελιών που αποσκοπούν στην ενέργεια έρευνας ή στην κατάσχεση αντικειµένων από µία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: το αδίκηµα πρέπει να είναι αξιόποινο κατά το δίκαιο και των δύο µερών το αδίκηµα πρέπει να δικαιολογεί την έκδοση στη χώρα προς την 2 3 4 5 6 7 Συµβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 30. Συµβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 99. Συµβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 182. Σύµβαση της 19ης Ιουνίου 1990 εφαρµογής της συµφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, σχετικά µε τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19. Σύµβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά µε την αµοιβαία δικαστική συνδροµή σε ποινικές υποθέσεις µεταξύ των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1. Πράξη του Συµβουλίου, της 16ης Οκτωβρίου 2001, για την κατάρτιση, σύµφωνα µε το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του πρωτοκόλλου σύµβασης για την αµοιβαία δικαστική συνδροµή επί ποινικών υποθέσεων µεταξύ των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 326 της 21.11.2001, σ. 1. 4

οποία απευθύνεται η αίτηση η εκτέλεση της δικαστικής παραγγελίας πρέπει να συµβιβάζεται µε το δίκαιο της χώρας προς την οποία απευθύνεται η αίτηση. 17. Το άρθρο 51 της σύµβασης Σένγκεν του 1990 περιορίζει εντούτοις τη δυνατότητα των κρατών µελών να προσφεύγουν σε αυτές τις ρήτρες κατ εφαρµογή της σύµβασης του 1959: σύµφωνα µε το άρθρο 51, τα κράτη µέλη δεν µπορούν να εξαρτήσουν το παραδεκτό αιτήσεων δικαστικής συνδροµής για έρευνα ή κατάσχεση από όρους άλλους εκτός από τους ακόλουθους. Πρώτον, το αδίκηµα πρέπει να τιµωρείται κατά το δίκαιο και των δύο συµβαλλοµένων µερών µε ποινή στερητική της ελευθερίας, το ανώτατο όριο της οποίας να είναι τουλάχιστον 6 µήνες, ή να τιµωρείται κατά το δίκαιο ενός των συµβαλλοµένων µερών µε ισοδύναµες κυρώσεις και κατά το δίκαιο του άλλου µέρους να τιµωρείται ως παράβαση τάξεως από διοικητική αρχή, η απόφαση της οποίας να δύναται να προσβληθεί ενώπιον ποινικού δικαστηρίου. εύτερον, η εκτέλεση της αιτήσεως δικαστικής συνδροµής πρέπει να συµβιβάζεται µε το δίκαιο του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. 18. Σύµφωνα µε την παρούσα πρόταση, αυτές οι ισχύουσες διαδικασίες αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής θα αντικατασταθούν από ένα ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων το οποίο θα στηρίζεται στην αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης. Αυτό το ευρωπαϊκό ένταλµα παρουσιάζει τα ακόλουθα προτερήµατα: Η υποβαλλόµενη µε δικαστική απόφαση αίτηση άλλου κράτους µέλους θα αναγνωρίζεται απευθείας χωρίς να είναι απαραίτητο να µετατραπεί σε εθνική απόφαση (µέσω διαδικασίας exequatur) για να µπορεί να εκτελεστεί. Οι αιτήσεις τυποποιούνται µέσω ενιαίου εντύπου. Καθορίζονται προθεσµίες για την εκτέλεση των αιτήσεων. Θεσπίζονται ελάχιστες εγγυήσεις τόσο για την έκδοση της αίτησης όσο και για την εκτέλεσή της. Οι λόγοι άρνησης εκτέλεσης των αιτήσεων θα είναι περιορισµένοι. Ιδιαίτερα, το διττό αξιόποινο δεν θα µπορεί να αποτελεί λόγο άρνησης, εκτός από µία µεταβατική περίοδο για τα κράτη µέλη που έχουν ήδη εξαρτήσει την εκτέλεση αίτησης έρευνας και κατάσχεσης από την προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου. 1.3. Η αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης 19. Κατά το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Τάµπερε του Οκτωβρίου 1999, συµφωνήθηκε ότι η αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικά όσο και σε ποινικά θέµατα, συµπεριλαµβανοµένων των προδικαστικών διατάξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο ποινικών ερευνών. 20. Το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο ζήτησε επίσης από το Συµβούλιο και την Επιτροπή να θεσπίσουν ως το εκέµβριο του 2000 ένα πρόγραµµα µέτρων για την εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης 8. Η πρώτη πράξη που θεσπίστηκε στον τοµέα της αµοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων που εκδίδονται σε ποινικές υποθέσεις είναι 8 ΕΕ C 12 της 15.01.2001, σ. 10. 5

η απόφαση πλαίσιο του Συµβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 σχετικά µε το ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης µεταξύ κρατών µελών 9. 21. Αυτό το πρόγραµµα µέτρων έδωσε τη µεγαλύτερη δυνατή προτεραιότητα (προτεραιότητα 1) στην ακόλουθη δράση : "2.1.1. Αποφάσεις που αφορούν την αναζήτηση αποδείξεων Στόχος: Να επιτραπεί το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων, να αποφευχθεί ο κίνδυνος απώλειάς τους και να διευκολυνθεί η εκτέλεση των αποφάσεων περί κατ οίκον ερευνών και κατασχέσεων, προκειµένου να εξασφαλιστεί η ταχεία κτήση των αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών υποθέσεων (σηµείο 36 των συµπερασµάτων του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου του Τάµπερε). Καλό είναι να έχουµε κατά νου το άρθρο 26 της ευρωπαϊκής σύµβασης για τη διαβίβαση των ποινικών δικογραφιών της 15ης Μαΐου 1972 και το άρθρο 8 της σύµβασης της Ρώµης της 6ης Νοεµβρίου 1990 για τη διαβίβαση των ποινικών δικογραφιών. Μέτρο αριθ. 5: ιερεύνηση των εφικτών λύσεων προκειµένου: - να καταστούν µη αντιτάξιµες µεταξύ κρατών µελών οι επιφυλάξεις και οι δηλώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 της ευρωπαϊκής σύµβασης περί αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής του 1959 όπως συµπληρώθηκε από τα άρθρα 51 και 52 της σύµβασης για την εφαρµογή των συµφωνιών του Σένγκεν καθόσον αφορά τα αναγκαστικά µέτρα, ιδίως στον τοµέα της καταπολέµησης του οργανωµένου εγκλήµατος, της νοµιµοποίησης προϊόντων εγκλήµατος και του οικονοµικού εγκλήµατος, - να καταστούν µη αντιτάξιµοι µεταξύ των κρατών µελών οι λόγοι άρνησης της αµοιβαίας συνδροµής οι προβλεπόµενοι στο άρθρο 2 της σύµβασης του 1959, όπως συµπληρώθηκε από το άρθρο 50 της σύµβασης για την εφαρµογή των συµφωνιών του Σένγκεν. Μέτρο αριθ. 6: Εκπόνηση πράξης για την αναγνώριση των αποφάσεων περί δεσµεύσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να αποτρέπεται η εξαφάνιση αποδεικτικών στοιχείων ευρισκοµένων σε άλλο κράτος µέλος." 1.4. Απόφαση πλαίσιο της 22ας Ιουλίου 2003 σχετικά µε την εκτέλεση των αποφάσεων δέσµευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση 22. Το µέτρο αριθ. 6 του προγράµµατος µέτρων υλοποιήθηκε µε την απόφαση πλαίσιο σχετικά µε την εκτέλεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσεων δέσµευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων 10. Αυτή η απόφαση επιβάλλει την αµοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσµευσης αποδεικτικών στοιχείων µε σκοπό τη µεταγενέστερη διαβίβασή τους στο κράτος έκδοσης και των αποφάσεων δέσµευσης περιουσιακών στοιχείων µε σκοπό τη µεταγενέστερη δήµευσή τους. Η απόφαση πλαίσιο εφαρµόζεται στις αποφάσεις που εκδίδονται από δικαστική αρχή, όπως ορίζεται σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία, στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας. 9 10 ΕΕ L 190 της 18.07.2002, σ. 1. ΕΕ L 196, 2.8.2003, σ. 45. 6

1.5. Η ανάγκη περαιτέρω δράσης όσον αφορά την αµοιβαία αναγνώριση αποφάσεων για την συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων 23. Η απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσµευσης περιουσιακών στοιχείων αφορά µόνον ένα µέρος του φάσµατος των διαφόρων µορφών συνεργασίας όσον αφορά την διεξαγωγή αποδείξεων. Πράγµατι, η απόφαση πλαίσιο περιορίζεται ρητά στα µέτρα που λαµβάνονται προκειµένου να "εµποδισθεί προσωρινά κάθε πράξη καταστροφής, µετατροπής, µετατόπισης, µεταφοράς ή διάθεσης... αποδεικτικών στοιχείων". Σε ορισµένες περιπτώσεις, δεν θα είναι απαραίτητο ένα προσωρινό µέτρο αυτού του είδους πριν από τη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων προς άλλο κράτος µέλος. 24. Υπάρχει επίσης ανάγκη να επιλυθούν σηµαντικά προβλήµατα συνεργασίας όσον αφορά την διεξαγωγή αποδείξεων που υπάγεται στο πεδίο εφαρµογής της απόφασης πλαισίου για τις αποφάσεις δέσµευσης. Τοιουτοτρόπως, η απόφαση πλαίσιο προβλέπει ρητά ότι κάθε επιπρόσθετο κατασταλτικό µέτρο το οποίο καθιστά αναγκαίο η απόφαση δέσµευσης λαµβάνεται σύµφωνα µε τους εφαρµοστέους δικονοµικούς κανόνες του κράτους εκτέλεσης 11. Αυτό αφήνει ανοικτή την πιθανότητα η συνεργασία να είναι ενδεχοµένως αναποτελεσµατική όταν, υπό τις συνθήκες συγκεκριµένης περίπτωσης, οι εθνικοί δικονοµικοί κανόνες δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή έρευνας για την κατάσχεση αποδεικτικών στοιχείων. 25. Επιπλέον, η απόφαση πλαίσιο προβλέπει ότι η απόφαση δέσµευσης πρέπει να συνοδεύεται από αίτηση διαβίβασης των αποδεικτικών στοιχείων προς το κράτος έκδοσης (ή από δήλωση που να ορίζει ότι αυτή η αίτηση επίκειται). Οι συνήθεις κανόνες αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής εφαρµόζονται όσον αφορά αυτή τη διαβίβαση. Αυτό σηµαίνει ότι, εξαιρουµένου του διττού αξιοποίνου, συνεχίζουν να εφαρµόζονται οι άλλοι λόγοι άρνησης της αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής. Σαν αποτέλεσµα, θα υπάρχει σηµαντική διαφορά τουλάχιστον θεωρητικά µεταξύ των κανόνων που εφαρµόζονται όσον αφορά τη δέσµευση αποδεικτικών στοιχείων (αρχές αµοιβαίας αναγνώρισης) και των κανόνων που εφαρµόζονται στη µεταγενέστερη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων (αρχές αµοιβαίας συνδροµής). 26. Η τελική έκθεση για την πρώτη αξιολόγηση της αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής σε ποινικές υποθέσεις 12 έκρινε αυτό το συµπληρωµατικό στάδιο στη διαβίβαση αποδεικτικού υλικού που έχει σχέση µε την εκτέλεση της αίτησης ως "περιττή αξίωση, η οποία δεν προσφέρει συµπληρωµατικές εγγυήσεις και αποτελεί απλά πηγή καθυστερήσεων". Η σύσταση αριθ. 8 της τελικής έκθεσης κάλεσε κατά συνέπεια τα κράτη µέλη να "απλοποιήσουν τη διαδικασία διαβίβασης του αποδεικτικού υλικού στο αιτούν κράτος µέλος καταργώντας τους πολλαπλούς ελέγχους". 27. Κατά τη διάρκεια διαπραγµατεύσεων σχετικά µε την απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσµευσης, αναγνωρίστηκε ότι υπήρχε ανάγκη για δύο περαιτέρω πρωτοβουλίες µετά τη θέσπιση της απόφασης πλαισίου για τις αποφάσεις δέσµευσης: (i) µία πρωτοβουλία για την αµοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δήµευσης. Η δανική προεδρία παρουσίασε πρωτοβουλία για την θέσπιση της απόφασης 11 12 Άρθρο 5, παράγραφος 2. ΕΕ C 216 της 1.8.2001, σ. 14. 7

πλαισίου σχετικά µε την εκτέλεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση των αποφάσεων δήµευσης 13. Αυτή συµπληρώνει την απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσµευσης προβλέποντας την πλήρη αµοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δήµευσης περιουσιακών στοιχείων. (ii) µία πρωτοβουλία όσον αφορά την αµοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Η Επιτροπή ανακοίνωσε κατά τη διάρκεια των διαπραγµατεύσεων της απόφασης πλαισίου για τις αποφάσεις δέσµευσης ότι θα υπέβαλε πρόταση σχετικά µε το θέµα. Αυτή η πρόταση συµπεριλαµβάνεται ως εκ τούτου στο πρόγραµµα εργασίας της Επιτροπής για το 2003 14. 1.6. Οι στόχοι και το πεδίο εφαρµογής της προτεινόµενης απόφασης πλαισίου 28. Η παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου του Συµβουλίου συµπληρώνει την απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσµευσης εφαρµόζοντας την αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις που αφορούν ειδικά τη συγκέντρωση αντικειµένων, εγγράφων και δεδοµένων µε σκοπό τη χρησιµοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα εξασφαλίσει έναν ενιαίο, ταχύ και αποτελεσµατικό µηχανισµό για τη συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων και τη διαβίβασή τους στο κράτος έκδοσης. εν θα είναι απαραίτητη η προηγούµενη έκδοση απόφασης δέσµευσης. 29. Η πρόταση απόφασης πλαισίου εφαρµόζεται στα αντικείµενα, έγγραφα ή δεδοµένα που συγκεντρώνονται σύµφωνα µε διάφορες δικονοµικές εξουσίες, συµπεριλαµβανοµένης της κατάσχεσης, της προσκόµισης αποδεικτικών στοιχείων ή της έρευνας. Το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν θα χρησιµοποιείται όµως για την εξέταση υπόπτων, για τη λήψη καταθέσεων ή για την ακρόαση µαρτύρων και παθόντων. Αυτά τα ζητήµατα απαιτούν ειδική εξέταση. Ειδικότερα, η Επιτροπή θέσπισε τον Φεβρουάριο 2003 µία Πράσινη Βίβλο για τις δικονοµικές εγγυήσεις υπέρ υπόπτων και κατηγορουµένων σε ποινικές διαδικασίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση 15, και θα εξακολουθήσει τις εργασίες της κατά τη διάρκεια του 2003 για άλλα ζητήµατα που έχουν σχέση µε τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων από υπόπτους, κατηγορουµένους, θύµατα και µάρτυρες. Η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων από το σώµα κάποιου προσώπου, ειδικότερα δειγµάτων DNA, αποκλείεται επίσης από το πεδίο εφαρµογής του ευρωπαϊκού εντάλµατος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. 30. Το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν θα χρησιµοποιείται επίσης όσον αφορά τα µέτρα προανάκρισης που συνεπάγονται τη συλλογή αποδείξεων σε πραγµατικό χρόνο, όπως η παρακολούθηση επικοινωνιών και ο έλεγχος τραπεζικών λογαριασµών. Αυτές οι ιδιαίτερες µορφές συνεργασίας αποτέλεσαν πρόσφατα το αντικείµενο ουσιαστικών συζητήσεων στο Συµβούλιο. Ένα ειδικό καθεστώς συνεργασίας στον τοµέα της παρακολούθησης επικοινωνιών προβλέφθηκε στη σύµβαση της ΕΕ του 2000 16, και ένα καθεστώς συνεργασίας όσον αφορά τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασµών προβλέφθηκε από το άρθρο 3 του 13 14 15 16 ΕΕ C 184 της 2.8.2002, σ. 8. ιατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://europa.eu.int/comm/off/work_programme/index_en.htm COM (2003) 75 τελικό, της 19.2.2003. Σύµβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά µε την αµοιβαία δικαστική συνδροµή σε ποινικές υποθέσεις µεταξύ των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1. 8

πρωτοκόλλου σε αυτή τη σύµβαση του 2001 17. Η σύµβαση και το πρωτόκολλό της εναποµένει ακόµα να τεθούν σε ισχύ. Εντούτοις, όσον αφορά τη συνδροµή σχετικά µε τους τραπεζικούς λογαριασµούς, προτείνεται να χρησιµοποιείται το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τις αιτήσεις πληροφοριών σχετικά µε πράξεις που γίνονται κατά τη διάρκεια δεδοµένης περιόδου σε συγκεκριµένο τραπεζικό λογαριασµό. Αυτό το είδος συνδροµής προβλέπεται από τη σύµβαση του 1959 και αποσαφηνίστηκε από το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου του 2001. 31. Το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων δεν θα χρησιµοποιείται επίσης για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων τα οποία µπορούν να προκύψουν µόνο από συµπληρωµατική έρευνα ή ανάλυση. εν θα µπορεί ως εκ τούτου να χρησιµοποιείται για να ζητείται η κατάρτιση έκθεσης από εµπειρογνώµονα. εν θα µπορεί εξίσου να χρησιµοποιείται για να αξιώνεται από κάποια αρχή εκτέλεσης η ηλεκτρονική αντιπαραβολή πληροφοριών (σύγκριση µε τη βοήθεια υπολογιστή) για τον προσδιορισµό της ταυτότητας προσώπου. Αντιθέτως όµως, το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να χρησιµοποιείται όταν τα αποδεικτικά στοιχεία διατίθενται άµεσα στο κράτος εκτέλεσης, για παράδειγµα, λαµβάνοντας απόσπασµα των σχετικών πληροφοριών από κάποιο µητρώο (όπως τα ποινικά µητρώα). Το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει επίσης να χρησιµοποιείται για να ζητούνται πληροφορίες σχετικά µε την ύπαρξη τραπεζικών λογαριασµών (όπως προβλέπεται επίσης από το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου 2001) όταν αυτά τα δεδοµένα είναι διαθέσιµα στο κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. 32. Εντούτοις, το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων µπορεί να χρησιµοποιείται µε σκοπό τη συγκέντρωση αντικειµένων, εγγράφων ή δεδοµένων που υπάγονται στις εξαιρούµενες κατηγορίες υπό τον όρο ότι αυτά έχουν ήδη συγκεντρωθεί πριν από την έκδοση του εντάλµατος. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα είναι δυνατό να λαµβάνονται υπάρχοντα αρχεία σχετικά µε επικοινωνίες που έχουν αποτελέσει το αντικείµενο παρακολούθησης, µε ελέγχους, µε ανακρίσεις υπόπτων, µε δηλώσεις µαρτύρων και µε αποτελέσµατα ελέγχων DΝΑ. 33. εδοµένου ότι η παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου προορίζεται να αντικαταστήσει το ισχύον σύστηµα αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής, το πεδίο εφαρµογής της θα πρέπει να είναι ταυτόσηµο µε αυτό της σύµβασης της ΕΕ του 2000. Αυτό σηµαίνει ότι το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να µπορεί να χρησιµοποιείται: (α) (β) για κάθε ποινικό αδίκηµα και για όλες τις πράξεις οι οποίες είναι αξιόποινες δυνάµει του εθνικού δικαίου του κράτους µέλους έκδοσης λόγω του ότι αποτελούν παραβάσεις κανόνων δικαίου, και εφόσον η απόφαση µπορεί να στηρίξει διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου το οποίο έχει δικαιοδοσία ιδιαίτερα σε ποινικά ζητήµατα. 17 Πράξη του Συµβουλίου της 16ης Οκτωβρίου 2001 για την κατάρτιση, σύµφωνα µε το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του πρωτοκόλλου σύµβασης σχετικά µε την αµοιβαία δικαστική συνδροµή σε ποινικές υποθέσεις µεταξύ των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 326 της 21.11.2001, σ. 1. 9

1.7. Πώς πρέπει να εφαρµοστεί η αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων 34. Η πρόταση της Επιτροπής σχετικά µε το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων ακολουθεί την ίδια προσέγγιση όσον αφορά την αµοιβαία αναγνώριση µε αυτή της απόφασης πλαισίου σχετικά µε το ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης 18. Αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει πολλά προτερήµατα σε σχέση µε αυτή που είχε επιλεγεί για την απόφαση πλαίσιο σχετικά µε τις αποφάσεις δέσµευσης. 35. Πρώτον, έχει χαρακτήρα πιο πρακτικό. Ένα ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα ταχύτερης και αποτελεσµατικότερης συνεργασίας από ένα σύστηµα αµοιβαίας αναγνώρισης που στηρίζεται στο συνδυασµό µιας εθνικής απόφασης και ενός ευρωπαϊκού πιστοποιητικού. Το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί ένα ενιαίο έγγραφο το οποίο µεταφράζεται από την αρχή έκδοσης στην επίσηµη γλώσσα του κράτους εκτέλεσης. εν απαιτείται καµία µεταγενέστερη µετάφραση. Συγκριτικά, η απόφαση πλαίσιο για τις αποφάσεις δέσµευσης στηρίζεται στην αµοιβαία αναγνώριση των εθνικών αποφάσεων, η οποία συµπληρώνεται από ένα τυποποιηµένο ευρωπαϊκό πιστοποιητικό το οποίο προσαρτάται στην απόφαση πλαίσιο. Παρά το γεγονός ότι το κράτος έκδοσης είναι υποχρεωµένο να µεταφράζει µόνο το πιστοποιητικό στην επίσηµη γλώσσα του κράτους εκτέλεσης, στην πράξη πολλά κράτη εκτέλεσης φαίνεται να θεωρούν εξίσου απαραίτητη τη µετάφραση της αρχικής εθνικής απόφασης. Αυτή η συµπληρωµατική µετάφραση ενέχει τον κίνδυνο επιβράδυνσης της συνεργασίας. 36. εύτερον, όπως καταδεικνύει το σηµείο 1.1, µία "απόφαση για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων" έχει πολλές διαφορετικές έννοιες στο δικονοµικό δίκαιο των κρατών µελών. Αυτός ο όρος µπορεί να ορίζει το αίτηµα του εισαγγελέα για αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων καθώς επίσης πιο αναγκαστικά µέτρα όπως δικαστική απόφαση που εκδίδεται µε σκοπό την είσοδο σε ιδιωτικούς χώρους ενόψει έρευνας. Η αµοιβαία αναγνώριση ιδιαίτερων ειδών εθνικών αποφάσεων µε σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων θα µπορούσε κατά συνέπεια να έχει σαν αποτέλεσµα να πρέπει το κράτος εκτέλεσης να πραγµατοποιεί έρευνα για κατάσχεση σε περιπτώσεις κατά τις οποίες θα χρησιµοποιούσε κανονικά λιγότερο παρεµβατικούς µηχανισµούς όπως είναι οι γενικές εξουσίες ενός εισαγγελέα ή η απόφαση προσκόµισης αποδεικτικών στοιχείων. 37. Για το λόγο αυτό, η πρόταση ευρωπαϊκού εντάλµατος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων επιτρέπει στο κράτος έκδοσης να προσδιορίζει αποκλειστικά τον επιδιωκόµενο στόχο (π.χ. συγκέντρωση συγκεκριµένων στοιχείων), και αφήνει στο κράτος εκτέλεσης τη φροντίδα να συγκεντρώσει αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία σύµφωνα µε το εθνικό δικονοµικό του δίκαιο. Παρά το γεγονός ότι η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σύµφωνα µε το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων είναι υποχρεωτική, επαφίεται στο κράτος εκτέλεσης να καθορίσει, υπό το φως των πληροφοριών που παρέχονται από το κράτος έκδοσης, τα πλέον ενδεδειγµένα, σύµφωνα µε το εθνικό δικονοµικό δίκαιό του, µέσα για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. 18 ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σελ. 1. 10

1.8. Αντικατάσταση της αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής µε την αµοιβαία αναγνώριση 38. Παρά τα προτερήµατα που προσφέρει το προτεινόµενο ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, παραµένει η περίπτωση ότι τα νοµικά επαγγέλµατα χρειάζονται να στηρίζονται σε ευρύ φάσµα νοµικών µέσων συνεργασίας για να συλλέξουν αποδεικτικά στοιχεία από άλλα κράτη µέλη. Πράγµατι, το προτεινόµενο ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων είναι ενδεχοµένως απρόσφορο για τα νοµικά επαγγέλµατα επειδή πρέπει να χρησιµοποιούν διάφορα είδη νοµικών µέσων για διάφορες όψεις της ίδιας υπόθεσης (για παράδειγµα, ένα ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τα αντικείµενα και τα έγγραφα, αλλά αίτηση αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής για την ακρόαση µαρτύρων). 39. Πρέπει κατά συνέπεια να καταστεί σαφές ότι το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων είναι, σύµφωνα µε την Επιτροπή, το πρώτο βήµα προς ένα ενιαίο νοµικό µέσο αµοιβαίας αναγνώρισης το οποίο αναµένεται να αντικαταστήσει το σύνολο του ισχύοντος συστήµατος αµοιβαίας συνδροµής. Τα στάδια προς ένα ενιαίο νοµικό µέσο είναι ενδεχοµένως τα ακόλουθα. Το πρώτο στάδιο είναι το προτεινόµενο ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, το οποίο προβλέπει τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων που υπάρχουν ήδη και τα οποία είναι άµεσα διαθέσιµα. Το επόµενο στάδιο θα είναι να προβλεφθεί η αµοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που αφορούν τη συγκέντρωση άλλων ειδών αποδεικτικών στοιχείων. Αυτά µπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες. Πρώτον, τα αποδεικτικά στοιχεία που δεν υπάρχουν ήδη αλλά τα οποία είναι άµεσα διαθέσιµα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων µέσω ανακρίσεων υπόπτων, µαρτύρων ή εµπειρογνωµόνων ή µε την παρακολούθηση τηλεφωνικών κλήσεων ή τραπεζικών λογαριασµών. εύτερον, τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ήδη, δεν είναι άµεσα διαθέσιµα χωρίς περαιτέρω έρευνα ή ανάλυση. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων από το σώµα κάποιου προσώπου (όπως δείγµατα DΝΑ). Αυτή η κατηγορία περιλαµβάνει επίσης καταστάσεις κατά τις οποίες χρειάζεται να διεξαχθούν περαιτέρω έρευνες, κυρίως συγκεντρώνοντας ή αναλύοντας υφιστάµενα αντικείµενα, έγγραφα ή δεδοµένα. Σαν παράδειγµα µπορεί να αναφερθεί η ανάθεση κατάρτισης έκθεσης σε εµπειρογνώµονα. Σε ένα τελικό στάδιο, αυτά τα χωριστά νοµικά µέσα θα µπορούσαν να συγκεντρωθούν σε ένα ενοποιηµένο ενιαίο νοµικό µέσο, το οποίο θα περιλαµβάνει ένα γενικό µέρος που θα προβλέπει διατάξεις εφαρµοστέες στο σύνολο της συνεργασίας. 40. Ένα τέτοιο ενοποιηµένο νοµικό µέσο θα αντικαθιστούσε στο εσωτερικό της ΕΕ την αµοιβαία νοµική συνδροµή κατά τον ίδιο τρόπο µε τον οποίο το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα αντικαταστήσει την έκδοση. Το υπάρχον 11

µωσαϊκό διεθνών και ευρωπαϊκών συµβάσεων που διέπουν τη διασυνοριακή συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο εσωτερικό της ΕΕ θα µπορούσε κατά συνέπεια να αντικατασταθεί από ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νοµοθετικό σύνολο. Η επίτευξη αυτού του τελικού στόχου απευθείας µέσω µιας ενιαίας νοµικής πράξης θα ήταν εντούτοις ανώφελα πολύπλοκη. Η παρούσα πρόταση αποτελεί κατά συνέπεια ένα πρώτο στάδιο. 1.9. Ελάχιστες εγγυήσεις 41. Το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι η Ένωση σέβεται τα θεµελιώδη δικαιώµατα, όπως κατοχυρώνονται µε την Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προστασία των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγµατικές παραδόσεις των κρατών µελών. Επιπλέον, τον εκέµβριο 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνυπέγραψαν και διακήρυξαν πανηγυρικά τον Χάρτη των Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Χάρτης καλύπτει όλο το φάσµα των αστικών, πολιτικών, οικονοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων των Ευρωπαίων πολιτών, κάνοντας τη σύνθεση των συνταγµατικών παραδόσεων και των κοινών διεθνών υποχρεώσεων των κρατών µελών. ιακηρύσσει ότι ο σεβασµός των θεµελιωδών δικαιωµάτων θα αποτελέσει το έρεισµα όλης της ευρωπαϊκής νοµοθεσίας. 42. Το ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναγνώρισε τη σηµασία της αµοιβαίας εµπιστοσύνης, η οποία αποτελεί το θεµέλιο της εφαρµογής της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης, υποστηρίζοντας ότι η αρχή ne bis in idem που διακηρύσσεται στο άρθρο 54 της σύµβασης εφαρµογής της συµφωνίας του Σένγκεν του 1990 προϋποθέτει κατ ανάγκη ότι "υπάρχει αµοιβαία εµπιστοσύνη των κρατών µελών στα συστήµατα ποινικής δικαιοσύνης που εφαρµόζονται στα άλλα κράτη µέλη και ότι κάθε κράτος µέλος αποδέχεται την εφαρµογή του ποινικού δικαίου που ισχύει στα άλλα κράτη µέλη, έστω και αν η εφαρµογή της εθνικής νοµοθεσίας του οδηγούσε σε διαφορετική λύση" 19. Η αρχή ne bis in idem αποτελεί εγγύηση και το άρθρο 54 δεν εξαρτά την εφαρµογή της από την προσέγγιση των ποινικών νοµοθεσιών των κρατών µελών. Εντούτοις, στον ιδιαίτερο τοµέα της δικαστικής συνεργασίας, κυρίως όταν προβλέπονται αναγκαστικά µέτρα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η οικοδόµηση αµοιβαίας εµπιστοσύνης πρέπει να ενισχυθεί µε ειδική δράση στο επίπεδο της Ένωσης για να επιτευχθεί ένα ελάχιστο επίπεδο εγγυήσεων. 43. Σύµφωνα µε την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συµβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που υποβλήθηκε στις 26 Ιουλίου 2000 και αφορούσε την αµοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις 20 "πρέπει να κατοχυρωθεί ότι η µεταχείριση των υπόπτων και τα δικαιώµατα υπεράσπισης δεν θα θιγούν από την εφαρµογή της αρχής, αλλά επιπλέον ότι οι εγγυήσεις θα ενισχυθούν καθ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας". 44. Αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε στο πρόγραµµα µέτρων για την εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων 21, που θεσπίστηκε από το Συµβούλιο και την Επιτροπή, το οποίο όρισε ότι "η αµοιβαία αναγνώριση εξαρτάται 19 20 21 Απόφαση που εκδόθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2003 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-187/01 και C- 385/01, Gözütok και Brügge, παράγραφος 33. COM (2000) 495 τελικό, της 26.7.2000. ΕΕ C 12 της 15.1.2001, σ. 10. 12

στενά από την ύπαρξη και το περιεχόµενο ορισµένων παραµέτρων που καθορίζουν την αποτελεσµατικότητά της", µία εκ των οποίων είναι "ο καθορισµός των κοινών ελάχιστων κανόνων που είναι απαραίτητοι για να διευκολυνθεί η εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης". 45. Η Επιτροπή, για να συγκεκριµενοποιήσει αυτές τις δεσµεύσεις, θέσπισε τον Φεβρουάριο 2003 ένα Πράσινο Βιβλίο για τις δικονοµικές εγγυήσεις που χορηγούνται σε υπόπτους και κατηγορουµένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών 22. Το Πράσινο Βιβλίο τόνισε το γεγονός ότι όλα τα κράτη µέλη της ΕΕ έχουν υπογράψει τη βασική συνθήκη που καθορίζει αυτούς τους κανόνες, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προστασία των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣ Α), όπως επίσης όλα τα µελλοντικά κράτη µέλη και οι υποψήφιες χώρες, γεγονός που συνεπάγεται ότι ο µηχανισµός της αµοιβαίας εµπιστοσύνης έχει ήδη εγκαθιδρυθεί. Εντούτοις, το Πράσινο Βιβλίο όρισε ότι η ύπαρξη διαφορετικών πρακτικών ενδέχεται να εµποδίσει την αµοιβαία εµπιστοσύνη, γεγονός που δικαιολογεί τη λήψη µέτρων εκ µέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τοµέα των δικονοµικών κανόνων κατ εφαρµογή του άρθρου 31 της ΣΕΕ. 46. Το Πράσινο Βιβλίο δεν εξετάζει το ζήτηµα των δικονοµικών κανόνων για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων χρησιµοποιώντας τις καταναγκαστικές εξουσίες που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση πλαίσιο. Εντούτοις, σύµφωνα µε τη γενική προσέγγιση που περιγράφεται στο Πράσινο Βιβλίο, η παρούσα πρόταση περιλαµβάνει ειδικές εγγυήσεις για τα κράτη έκδοσης και εκτέλεσης για να βελτιωθεί η αποτελεσµατικότητα, η συνοχή και το ευανάγνωστο ορισµένων κανόνων που εφαρµόζονται για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στο επίπεδο της ΕΕ. 47. Στο κράτος έκδοσης, ο όρος "δικαστική αρχή έκδοσης" περιορίζεται αποκλειστικά στους δικαστές, ανακριτές και εισαγγελείς. Υπάρχει επίσης ανάγκη να εξασφαλιστεί ισοτιµία µε την ποινική δικονοµία του κράτους έκδοσης όταν πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώνονται σε άλλο κράτος µέλος. Για το λόγο αυτό, η δικαστική αρχή που εκδίδει ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να µπορεί να κατοχυρωθεί ότι θα είναι σε θέση να συλλέξει τα αντικείµενα, έγγραφα ή δεδοµένα υπό συνθήκες ανάλογες µε αυτές που θα ίσχυαν εάν εβρίσκετο στην επικράτεια του δικού της κράτους µέλους. Αυτό αποτρέπει το ενδεχόµενο να χρησιµοποιείται το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για να καταστρατηγούνται οι εθνικές εγγυήσεις που ισχύουν για τη διεξαγωγή αποδείξεων. Για παράδειγµα, αυτό θα αποτρέψει το ενδεχόµενο να χρησιµοποιείται το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τη συλλογή αντικειµένων, εγγράφων ή δεδοµένων του κράτους εκτέλεσης, τα οποία θα ήταν αδύνατο να συλλεχθούν στο κράτος έκδοσης, επειδή προστατεύονται από νοµικό, ιατρικό ή δηµοσιογραφικό απόρρητο. 48. Στο κράτος εκτέλεσης, πρέπει να κατοχυρωθεί η προστασία του θεµελιώδους δικαιώµατος σιωπής για την αποφυγή της χειροτέρευσης της θέσης καθώς επίσης η ανάγκη συµπληρωµατικών εγγυήσεων όσον αφορά την έρευνα και κατάσχεση. Όταν χρησιµοποιούνται αναγκαστικά µέτρα για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, είναι θεµελιώδης η ύπαρξη αποτελεσµατικών ενδίκων µέσων στο κράτος έκδοσης και στο κράτος εκτέλεσης. Συµπληρωµατικές εγγυήσεις προβλέπονται για τους 22 COM (2003) 75 τελικό, της 19.2.2003. 13

λόγους άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλµατος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. 1.10. Αντίγραφα/αποσπάσµατα ποινικού µητρώου 49. Στην ανακοίνωσή της για την αµοιβαία αναγνώριση 23, η Επιτροπή προσδιόρισε την ανάγκη γνώσης των αποφάσεων που λαµβάνονται σε άλλα κράτη µέλη. Σε ένα πρώτο στάδιο η Επιτροπή πρότεινε "τη δηµιουργία κοινών ευρωπαϊκών πολύγλωσσων εντύπων τα οποία θα µπορούν να χρησιµοποιούνται για να ζητηθούν πληροφορίες για τα υπάρχοντα ποινικά µητρώα. Χρησιµοποιώντας αυτά τα έντυπα, οι ασκούντες συναφή µε τη δικαιοσύνη επαγγέλµατα θα µπορούν να αποστέλλουν αίτηση παροχής πληροφοριών στις αρµόδιες αρχές (ει δυνατόν κεντρικές) όλων των άλλων κρατών µελών της ΕΕ προκειµένου να διαπιστώσουν το κατά πόσον κάποιο άτοµο µε το οποίο ασχολούνται διαθέτει ποινικό µητρώο". 50. Αυτό το στοιχείο συµπεριλήφθηκε στη συνέχεια στο µέτρο 3 του προγράµµατος µέτρων για την εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων 24 : "Μέτρο αριθ. 3: Προς διευκόλυνση της αµοιβαίας ενηµέρωσης καθιέρωση τυποποιηµένου εγγράφου αίτησης αντιγράφων ποινικού µητρώου, µεταφρασµένο σε όλες τις επίσηµες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει του προτύπου που εκπονήθηκε στα πλαίσια των οργάνων του Σένγκεν". 51. Η σύµβαση του 1959 25 προβλέπει το βασικό πλαίσιο για την ανταλλαγή "ποινικών µητρώων" µεταξύ δικαστικών αρχών. Προβλέπει δύο είδη ανταλλαγής : τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται µετά από αίτηση (άρθρο 13) και την αυτόµατη κοινοποίηση ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί για υπηκόους άλλων αντισυµβαλλοµένων µερών (άρθρο 22). Το άρθρο 4 του πρόσθετου πρωτοκόλλου του 1978 26 της ευρωπαϊκής σύµβασης αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής σε ποινικές υποθέσεις προσέθεσε µία παράγραφο 2 στο άρθρο 22, η οποία ορίζει ότι ανακοινώνονται πληροφορίες, εκ νέου κατόπιν αιτήσεως, µετά την αυτόµατη κοινοποίηση δυνάµει της παραγράφου 1 του άρθρου 22. 52. Το άρθρο 13, παράγραφος 1 της σύµβασης του 1959 ορίζει ότι "το µέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα ανακοινώνει, στο µέτρο που οι ειδικές του δικαστικές αρχές θα µπορούσαν να λάβουν αυτές τις πληροφορίες σε παρόµοιες περιπτώσεις, αντίγραφα ή αποσπάσµατα του ποινικού µητρώου και κάθε άλλη σχετική πληροφορία, η οποία µπορεί να του ζητηθεί από τις δικαστικές αρχές αντισυµβαλλοµένου µέρους για τις ανάγκες ποινικής υπόθεσης". Ο όρος "ποινικό µητρώο" αναφέρεται στα µητρώα των ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων. 53. Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τη δυνατότητα χωριστής πρωτοβουλίας για ένα τυποποιηµένο έντυπο σχετικά µε τις αιτήσεις για τη χορήγηση ποινικών µητρώων, αποφάσισε ότι πρέπει να συνδυαστεί το τυποποιηµένο έντυπο αίτησης ποινικών µητρώων µε το τυποποιηµένο έντυπο που προβλέπεται στην παρούσα αίτηση πλαίσιο για τη λήψη αντικειµένων, εγγράφων και άλλων δεδοµένων. Προτείνεται ως 23 24 25 26 COM (2000) 495 τελικό, της 26.7.2000. ΕΕ C 12 της 15.1.2001, σ. 10. Συµβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 30. Συµβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 99. 14

εκ τούτου να χρησιµοποιηθεί η παρούσα απόφαση πλαίσιο για να τεθεί σε εφαρµογή το µέτρο αριθ. 3 του προγράµµατος µέτρων για την εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων. 54. Αυτό σηµαίνει ότι το ισχύον σύστηµα αµοιβαίας δικαστικής συνδροµής για τα αποσπάσµατα ποινικού µητρώου θα αντικατασταθεί από ένα σύστηµα το οποίο επιβάλλει στο κράτος εκτέλεσης την υποχρέωση χορήγησης αυτών των αποσπασµάτων. Η διαδικασία λήψης αυτών των αποσπασµάτων θα είναι η ίδια µε αυτή που ισχύει για τα γενικότερα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία δυνάµει του ευρωπαϊκού εντάλµατος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Η παρούσα πρόταση προβλέπει κατά συνέπεια ότι τα ποινικά µητρώα που τηρούνται σε κάποιο κράτος µέλος πρέπει να τίθενται στη διάθεση δικαστικής αρχής άλλου κράτους µέλους σχετικά µε οποιοδήποτε άτοµο υπόκειται σε δίωξη και σε όλα τα στάδια αυτής της διαδικασίας (πριν από τη δίκη, κατά την έκδοση απόφασης και κατά τη µεταγενέστερη εκτέλεση της ποινής). 55. Προτείνεται να προβλεφθεί υποχρέωση όλων των κρατών µελών να δηµιουργήσουν µία "κεντρική υπηρεσία ποινικού µητρώου", η οποία θα είναι αρµόδια να εξετάζει τα ευρωπαϊκά εντάλµατα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που ζητούν τη χορήγηση αποσπασµάτων ποινικού µητρώου. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι µόνες αιτούµενες πληροφορίες αφορούν ένα ποινικό µητρώο, η αρχή έκδοσης θα αποστέλλει το έντυπο που επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση πλαίσιο απευθείας σε αυτή την κεντρική αρχή ποινικού µητρώου. Όµως, όταν η αρχή έκδοσης επιδιώκει τη λήψη σειράς αντικειµένων, εγγράφων ή δεδοµένων, µεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ένα απόσπασµα ποινικού µητρώου, θα ήταν πιο ενδεδειγµένο να ανατεθεί η συγκέντρωση αυτών των πληροφοριών σε δικαστική αρχή στο κράτος εκτέλεσης, η οποία θα επιφορτίζεται µε τη λήψη του αποσπάσµατος ποινικού µητρώου από την κεντρική υπηρεσία. Απαιτείται ως εκ τούτου ευελιξία για να δοθεί η δυνατότητα στις αρχές έκδοσης και εκτέλεσης να καθορίσουν τον καλύτερο δυνατό τρόπο συνεργασίας σε παρόµοιες περιπτώσεις. 1.11. Αµοιβαία αποδοχή των αποδεικτικών στοιχείων 56. Το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Τάµπερε του 1999 κατέληξε στο συµπέρασµα ότι "τα αποδεικτικά στοιχεία που νοµίµως συγκεντρώνονται από τις αρχές κράτους µέλους θα πρέπει να γίνονται δεκτά ενώπιον των δικαστηρίων των άλλων κρατών µελών, αφού ληφθούν υπόψη οι κανόνες και οι πρακτικές που ισχύουν σε αυτά". 57. Η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής για τη δηµιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής 27 εξέτασε το ζήτηµα της αµοιβαίας αποδοχής των αποδεικτικών στοιχείων. Συνοπτικά, η Πράσινη Βίβλος κατέληξε στο συµπέρασµα ότι "απαραίτητη προϋπόθεση για την αµοιβαία αποδοχή αποδεικτικών στοιχείων είναι το γεγονός ότι αυτά συλλέγονται νοµίµως στο κράτος µέλος στο οποίο βρίσκονται. Το δίκαιο που πρέπει να τηρείται για να αποφευχθεί ο αποκλεισµός των αποδεικτικών στοιχείων είναι καταρχήν το εθνικό δίκαιο του τόπου στον οποίο βρίσκονται τα αποδεικτικά στοιχεία". Ορισµένες παρατηρήσεις διατυπώθηκαν σε απάντηση στο ερώτηµα που τέθηκε στην Πράσινη Βίβλο για το ζήτηµα του παραδεκτού των αποδεικτικών 27 COM (2001) 715 τελικό, της 11.12.2001. 15

στοιχείων 28. Αυτό το ζήτηµα συζητήθηκε επίσης κατά τη δηµόσια ακρόαση σχετικά µε την ευρωπαϊκή εισαγγελία της 16ης και 17ης Σεπτεµβρίου 2002 και κατά τη διάρκεια µεταγενέστερων σεµιναρίων. 58. Η παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου δεν αφορά άµεσα το ζήτηµα της αµοιβαίας αποδοχής των αποδεικτικών στοιχείων.πράγµατι, η διαβούλευση µε τους εµπειρογνώµονες έφερε στο φως την ανάγκη περαιτέρω προπαρασκευαστικών εργασιών. Η παρούσα πρόταση επιδιώκει εντούτοις να διευκολύνει την αποδοχή των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώνονται στην επικράτεια άλλου κράτους µέλους. 59. Πρώτον, η αποδοχή των αποδεικτικών στοιχείων µπορεί να διευκολυνθεί µε την πρόβλεψη ορισµένων διαδικαστικών εγγυήσεων για την προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων. 60. εύτερον, η αποδοχή θα διευκολυνθεί υποστηρίζοντας και προσδιορίζοντας την προσέγγιση του άρθρου 4 της ευρωπαϊκής σύµβασης του 2000 29. Αυτό ορίζει µία νέα αρχή σύµφωνα µε την οποία, όταν παρέχεται αµοιβαία δικαστική συνδροµή, το κράτος µέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση συµµορφώνεται προς τις διατυπώσεις και διαδικασίες που υπέδειξε ρητά το αιτούν κράτος µέλος. Το κράτος µέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση µπορεί να αρνηθεί τη συµµόρφωση µε αυτές τις αξιώσεις µόνον όταν αυτές αντιβαίνουν στις θεµελιώδεις αρχές του δικαίου του ή όταν προβλέπεται ρητά στη σύµβαση ότι η εκτέλεση πρέπει να διέπεται από το δίκαιο του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Αυτή η προσέγγιση συµπίπτει επίσης µε την προσέγγιση του κανονισµού του Συµβουλίου σχετικά µε τη συνεργασία µεταξύ των δικαστηρίων των κρατών µελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εµπορικές υποθέσεις 30. Σε σχέση µε τις τέσσερεις ιδιαίτερες διατυπώσεις (σηµεία (α) εως (δ) του άρθρου 13) που µπορούν να αξιώνονται από την αρχή έκδοσης, η παρούσα απόφαση πλαίσιο βαίνει πέραν της σύµβασης της ΕΕ του 2000 καταργώντας τη δυνατότητα άρνησης συµµόρφωσης µε αυτές τις διατυπώσεις. 61. Τρίτον, όπως περιγράφεται ανωτέρω, προτείνεται ότι το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να εκδίδεται µόνον εφ'όσον η αρχή έκδοσης θεωρεί ότι θα είναι δυνατή η συγκέντρωση των αντικειµένων, εγγράφων ή δεδοµένων υπό παρόµοιες συνθήκες σαν τα στοιχεία αυτά να ευρίσκοντο στην επικράτεια του δικού της κράτους µέλους. Αυτό θα διευκολύνει επίσης την µετέπειτα αποδοχή των αντικειµένων, εγγράφων ή δεδοµένων ως αποδεικτικών στοιχείων σε διαδικασίες στο κράτος έκδοσης. 62. Τέταρτον, υπάρχει υποχρέωση άµεσης ενηµέρωσης της αρχής έκδοσης εάν η αρχή εκτέλεσης θεωρεί ότι το ένταλµα εκτελέσθηκε κατά τρόπο αντίθετο προς το εθνικό της δίκαιο. Αυτό θα παγιώσει περαιτέρω τη βεβαιότητα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία 28 29 30 Έκθεση παρακολούθησης της Πράσινης Βίβλου για την ποινική προστασία των οικονοµικών συµφερόντων της Κοινότητας και τη δηµιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελίας, COM (2003) 128 τελικό, 19.3.2003, σ.18. Σύµβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά µε την αµοιβαία δικαστική συνδροµή σε ποινικές υποθέσεις µεταξύ των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1. Βλέπε κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συµβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία µεταξύ των δικαστηρίων των κρατών µελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εµπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 174 της 27.6.2000, σ. 1. 16

συγκεντρώθηκαν νόµιµα και θα διευκολύνει τοιουτοτρόπως την αποδοχή τους από τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης. 1.12. Ζητήµατα δικαιοδοσίας σε σχέση µε ηλεκτρονικά δεδοµένα 63. Το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων θα µπορεί να χρησιµοποιείται σε σχέση µε ηλεκτρονικά έγγραφα και δεδοµένα. Πράγµατι, είναι εύλογο να υποτεθεί ότι σηµαντικό ποσοστό υποθέσεων στις οποίες θα χρησιµοποιείται το ένταλµα θα αφορά ηλεκτρονικά δεδοµένα. 64. Κατ'αρχήν, δεν πρέπει να γίνεται διαφοροποίηση µεταξύ ηλεκτρονικού και κανονικού εγγράφου. Υπάρχει εντούτοις µία διαφορά όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία. Για παράδειγµα, ορισµένες πολυεθνικές θα διατηρούν τα ηλεκτρονικά δεδοµένα που διαθέτουν για τους πελάτες που έχουν σε κάποιο κράτος µέλος σε εξυπηρετητή βρισκόµενο σε άλλο κράτος µέλος. Το κράτος έκδοσης µπορεί να διαβιβάσει το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στο κράτος µέλος στο οποίο βρίσκεται ο πελάτης και όχι στο κράτος µέλος στο οποίο βρίσκεται ο εξυπηρετητής. Σε παρόµοιες περιπτώσεις, η ύπαρξη νοµικής σαφήνειας είναι σηµαντική για να µπορεί να διεξαχθεί αποδεικτική διαδικασία χωρίς να χρειάζεται η συµφωνία του κράτους µέλους στο οποίο βρίσκεται ο εξυπηρετητής. Αυτό θα εξασφαλίσει την αποτελεσµατικότητα των διασυνοριακών ερευνών και θα προσφέρει νοµική σαφήνεια στις επιχειρήσεις. 65. Αυτά τα ζητήµατα συζητήθηκαν (και, σε ορισµένο βαθµό, εξευρέθησαν λύσεις), στο πλαίσιο της σύµβασης του Συµβουλίου της Ευρώπης για το έγκληµα πληροφορικής (2001) 31. Ειδικότερα, το άρθρο 18 της σύµβασης θεσπίζει µία διαταγή προσκόµισης, µε την οποία εξουσιοδοτούνται οι αρµόδιες αρχές να διατάσσουν κάποιο πρόσωπο να ανακοινώνει ειδικά ηλεκτρονικά δεδοµένα που βρίσκονται "στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του" ή να διατάσσει πάροχο υπηρεσιών ο οποίος προσφέρει υπηρεσίες στην επικράτεια συµβαλλόµενου κράτους να ανακοινώνει τα δεδοµένα που βρίσκονται "στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του" σε σχέση µε υπηρεσίες αυτού του είδους. Σύµφωνα µε την επεξηγηµατική έκθεση όσον αφορά τη σύµβαση, αυτή η έκφραση αναφέρεται στις καταστάσεις κατά τις οποίες τα δεδοµένα που πρέπει να προσκοµιστούν δεν βρίσκονται στη φυσική κατοχή του ενδιαφεροµένου αλλά αυτός µπορεί να ελέγχει ελεύθερα αυτά τα δεδοµένα από την επικράτεια του συµβαλλόµενου κράτους που έχει διατάξει την ανακοίνωσή τους. 66. Η παρούσα απόφαση πλαίσιο επιδιώκει να µεταβεί πέραν της σύµβασης του 2001 για το έγκληµα πληροφορικής επιλύνοντας ορισµένα δικαιοδοτικά ζητήµατα που τίθενται όσον αφορά τη συγκέντρωση ηλεκτρονικών δεδοµένων που διατηρούνται σε εξυπηρετητές στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσδιορίζει ότι το κράτος εκτέλεσης µπορεί νόµιµα να συγκεντρώσει ηλεκτρονικά δεδοµένα νοµίµως προσιτά στην επικράτειά του και τα οποία αφορούν υπηρεσίες που παρέχονται στην επικράτειά του, παρά το γεγονός ότι αυτά είναι αποθηκευµένα στην επικράτεια άλλου κράτους µέλους. Η απόφαση πλαίσιο δεν προδικάζει άλλα δικαιοδοτικά ζητήµατα που έχουν σχέση µε ηλεκτρονικά δεδοµένα, κυρίως όταν συµµετέχουν τρίτες χώρες. 31 Συµβούλιο της Ευρώπης, ΣΕΣ αριθ. 185. 17

2. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ 67. Η νοµική βάση της παρούσας πρότασης είναι το άρθρο 31 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), όπως τροποποιήθηκε από τη συνθήκη της Νίκαιας, το οποίο αναφέρεται στην από κοινού δράση για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Η κοινή δράση στο συγκεκριµένο τοµέα επιδιώκει "τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της συνεργασίας µεταξύ των αρµόδιων υπουργείων και των δικαστικών αρχών ή αντίστοιχων αρµόδιων αρχών των κρατών µελών, συµπεριλαµβανοµένης της συνεργασίας, όταν ενδείκνυται, µέσω της Eurojust, σε σχέση µε τη διεξαγωγή δικών και την εκτέλεση αποφάσεων" (άρθρο 31, παράγραφος 1, σηµείο α)). Προβλέπει επίσης "την εξασφάλιση της συµβατότητας των κανόνων που εφαρµόζονται στα κράτη µέλη, στο βαθµό που είναι αναγκαίο, για τη βελτίωση της εν λόγω συνεργασίας" (άρθρο 31, παράγραφος 1, σηµείο γ)), κυρίως προβλέποντας κάποια προσέγγιση των βασικών δικονοµικών κανόνων στα κράτη µέλη για να βελτιωθεί η αµοιβαία εµπιστοσύνη. Η παρούσα απόφαση πλαίσιο επιδιώκει επίσης να ενθαρρύνει τη συνεργασία µε τη µεσολάβηση της Eurojust και του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου, σύµφωνα µε το άρθρο 31, παράγραφος 2, της ΣΕΕ. 68. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η παρούσα πρόταση αποτελεί ανάπτυξη του κεκτηµένου του Σένγκεν 32. Στηρίζεται στο άρθρο 51 της σύµβασης του Σένγκεν 33 βελτιώνοντας τη συνεργασία όσον αφορά την έρευνα και την κατάσχεση. Περιλαµβάνει επίσης διατάξεις που βασίζονται στα άρθρα 3, 6 και 23 της ευρωπαϊκής σύµβασης του 2000 34, τα οποία αποτελούν σύµφωνα µε την απόφαση του Συµβουλίου ανάπτυξη του κεκτηµένου Σένγκεν. 3. ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΕΛΤΙΟ 69. Η εφαρµογή της παρούσας απόφασης πλαισίου δεν θα επιβαρύνει τους προϋπολογισµούς των κρατών µελών ή τον προϋπολογισµό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων µε καµία συµπληρωµατική λειτουργική δαπάνη. 4. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ Τίτλος I Το ευρωπαϊκό ένταλµα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων Άρθρο 1 Ορισµός του ευρωπαϊκού εντάλµατος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και υποχρέωση εκτέλεσής του 32 33 34 Με συνέπεια ότι είναι απαραίτητη η συµµετοχή της Ισλανδίας και της Νορβηγίας: συµφωνία που συνάφθηκε από το Συµβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη ηµοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση αυτών των δύο κρατών στη θέση σε λειτουργία, στην εφαρµογή και στην ανάπτυξη του κεκτηµένου του Σένγκεν, ΕΕ L 176, 10.7.1999, σ. 36 απόφαση του Συµβουλίου της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά µε ορισµένες λεπτοµέρειες εφαρµογής της συµφωνίας που συνάφθηκε από το Συµβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη ηµοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση αυτών των δύο κρατών στη θέση σε λειτουργία, στην εφαρµογή και ανάπτυξη του κεκτηµένου του Σένγκεν, ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31. Σύµβαση της 19ης Ιουνίου 1990 για την εφαρµογή της συµφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά µε τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19. Σύµβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά µε την αµοιβαία δικαστική συνδροµή σε ποινικές υποθέσεις µεταξύ των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1. 18