«ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ» ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ



Σχετικά έγγραφα
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΑΣΦΑΛΩΣ ΚΑΤΟΙΚΕΙΝ» ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΙ ΧΩΡΟΙ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ

Α. Πολιτιστικοί φορείς Πλήθος φορέων Έδρα Γεωγραφική κατανομή φορέων Νομική μορφή Έτος ίδρυσης...

Πρακτικό εργαλείο. για την ταυτοποίηση πρώτου επιπέδου των θυμάτων παράνομης διακίνησης και εμπορίας. τη σεξουαλική εκμετάλλευση

ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Α. ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1 Επιμέλεια: Γράβαλος Βασίλειος, Χρυσανθάκης Ιωάννης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ: 58/ 2014 ΝΟΜΟΣ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ Δ/ΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΕΛΕΤΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ & ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΧΙ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ. Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡ.Α.Σ.

medreha Kωνσταντίνος Μαλίζος καθηγητής Ορθοπαιδικής, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας

Η Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας στην Κύπρο έχει οργανωθεί σε τομείς που υπόκεινται στις ακόλουθες ρυθμίσεις:

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Πρώτες βοήθειες και αντιλήψεις του πληθυσμού στους Νομούς Χανίων, Ηρακλείου, Λασιθίου και Μεσσηνίας

«ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ»

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ (ΦΛΩΡΙΝΑ) ΤΜΗΜΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Κανόνες λειτουργίας της Επιτροπής Ηθικής και Δεοντολογίας

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΔΗΜΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΣΕΕ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

«Ειρήνη» Σημειώσεις για εκπαιδευτικούς

ΔΙΑΔΟΣΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ Φυσική Β' Γυμνασίου. Επιμέλεια: Ιωάννης Γιαμνιαδάκης

Η συμβολή του Πλάτωνα στα Μαθηματικά

ΝΕΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ- ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΕ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΝΟΤΗΤΩΝ Α ΤΑΞΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 3

Πρακτικό 6/2012 της συνεδρίασης της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, του Δήμου Λήμνου, της 4ης Μαΐου 2012.

ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ (ΠΟΕΔ) ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ Δ.Σ. ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΌ ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΔΉΜΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΊΤΣΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΊΟΔΟ

Εσωτερικοί Κανονισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης

«ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΦΕΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ»

ΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΦΟΡΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΣΠΑ

Όμιλος Λογοτεχνίας. Δράκογλου Αναστασία, Κιννά Πασχαλίνα

ΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρηµένης) σύµβασης για την προστασία της µητρότητας,»

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ ΟΜΑΔΑΣ PROJECT ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ: ΟΜΑΔΑ PROJECT ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ:

ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΖΗΝΙΑ ΑΠΟ ΑΓ.ΕΛΕΝΗ ΕΩΣ ΤΟΝ ΚΟΜΒΟ ΚΑΛΛΟΝΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΤΙΜΟΥ. ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ Τιμαριθμική 2012Α


ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

03-00: Βιομάζα για παραγωγή ενέργειας Γενικά ζητήματα εφοδιαστικών αλυσίδων

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Νομοθετικές πράξεις) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Trans. D.A/Koss/LLM (EU Law) (UKC), MA (Soc. Sciences) (OU) 17 Ιουνίου

«ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ: ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»

στο πλαίσιο του έργου ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ (ON GOING) ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ»

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΒΑΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Οδηγός Οργάνωσης και Λειτουργίας ΕΚΔΟΣΗ 1.0

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ Ο.Κ.Ε. κ. Χ. ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΔΑ: 4ΙΦΝΚ-ΔΘ. Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 2010 Αριθ. Πρωτ.: Ταχυδρομική. Σταδίου 27 Διεύθυνση: Ταχυδρομικός Κώδικας: ΑΘΗΝΑ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΡΙΠΟΛΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ 23 ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013 ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 787/2013

ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΑΝΑΓΚΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΘΗΝΩΝ. Αθήνα, 19 Ιανουαρίου 2015 Α ΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 3/15. ΠΡΟΣ : Όλους τους Βαθμοφόρους της Αθήνας ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ :

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΠΕΛΑΤΕΣ ΧΑΜΗΛΗΣ ΤΑΣΗΣ

1.1 ΓΡΑΜΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 13 Α' ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897 ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ

Συνοπτική Παρουσίαση. Ελλάδα

ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Σε ποιες κατηγορίες μειώνεται η σύνταξη από 1/1/2009 (σε εφαρμογή του Ν.3655/2008)

ΟΙ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΚΛΑΔΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔΗΣΗΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΥΥΚΑ & ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ «Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις»

ΕΝΤΟΛΕΑΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ:

Σεμινάριο με θέμα : Εθελοντισμός & Δικαιώματα Παιδιού

Πρότυπο Σχέδιο Δράσης για τα Συμβούλια Ένταξης Μεταναστών

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Περιβάλλον και Ανάπτυξη ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ. Γραμματικογιάννης Α. Ηλίας. Επιβλέπων: Καθηγητής Δ. Ρόκος

ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ

Πρώτη διδακτική πρόταση Χρωματίζοντας ένα σκίτσο

Πρόγραμμα Σπουδών για το "Νέο Σχολείο"

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ A1. Ο συγγραφέας ορίζει το φαινόμενο του ανθρωπισμού στη σύγχρονη εποχή. Αρχικά προσδιορίζει την

3o ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ σχολ. Έτος

FARM ΝΟΜΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Η ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟ 4015/2011. εκδοση AgroNews.gr

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Ελλείψεις στο φορολογικό νομοσχέδιο. Σοβαρές ελλείψεις στη νέα μορφή του φορολογικού νομοσχεδίου

Η Υγεία είναι ο παράγοντας που μετράει την φυσική, ψυχολογική ή ακόμα και την πνευματική κατάσταση ενός ζώντος οργανισμού.

Υποψήφιοι Σχολικοί Σύμβουλοι

Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Πληροφορίες για υποψήφιους προπτυχιακούς φοιτητές 2012/2013

Μέτρηση του Κόστους Ζωής

Λογοτεχνία Β Λυκείου. Αγάθη Γεωργιάδου

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. «Ελαιόλαδο το χρυσάφι στο πιάτο μας» Παραγωγή Ελαιολάδου

ΟΡΙΣΜΟΣ: Μεταλλευτική είναι η ανθρώπινη

ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΣΥΝΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΗ ΕΙΔΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. 3.1 Εισαγωγή

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΕΩΠΟΝΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ν. ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ & ΟΜΟΡΩΝ ΝΟΜΩΝ ΠΡΟΣ: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ 1 : ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ

ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Αλεξάνδρα Καπλάνη.

Εισήγηση στην ανοιχτή συνέντευξη τύπου, στις 13 Γενάρη 2016

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΜΙΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Κατηγορία: Είσπραξη δημοσίων Εσόδων

Κεφάλαιο Πέμπτο Εθνοπολιτισμική Ζωή και Εμπειρίες Ελληνικότητας των Ελληνοαυστραλών Εφήβων

Βρήκαμε πολλά φυτά στο δάσος, αλλά και ήλιο, νερό, αέρα, έδαφος!

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ Κεφάλαιο 3 ο

ΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΟΡΟΙ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΝΑ ΟΧΟΥ ΜΕ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΗΝ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

ΤΑΞΗ: ΣΤ Δημοτικού ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ

ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ ΤΕΒ

5 η Ενότητα Κουλτούρα και στρατηγική

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΒΕΑ. Το Ασφαλιστικό του 21ο αιώνα; Ανάγκη αναστοχασμού για μια νέα αρχή

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Διευκρινίσεις και Ορισμοί

Τρίτη, 2 Σεπτεμβρίου 2014 Αριθ. Τεύχους: 200 Περιεχόμενα

Βασικά σημεία διάλεξης

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ» ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Διπλωματική Εργασία ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ Επιμέλεια: ΣΚΑΡΑΓΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (Α.Ε.Μ. 462) Εξεταστική Επιτροπή: Επιβλέπουσα: Μέλη: ΚΟΣΜΙΔΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΛΑΧΑΒΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΤΣΟΥΚΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2015

2 Στο άτομο που συνέπασχε μαζί μου,

Ευχαριστίες Ολοκληρώνοντας τη συγγραφή της παρούσας διπλωματικής εργασίας θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την επιβλέπουσα καθηγήτρια κα. Κυριακή Κοσμίδου για το άψογο κλίμα συνεργασίας που αναπτύχθηκε μεταξύ μας, τόσο κατά τη διάρκεια διεκπεραίωσης της παρούσας διπλωματικής εργασίας, όσο και στο σύνολο του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Πληροφορική και Διοίκηση. Η καθοδήγηση, οι συμβουλές και η προθυμία της, συνέβαλαν αποφασιστικά στη διεύρυνση των ακαδημαϊκών μου γνώσεων και ανησυχιών. Παράλληλα, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον υποψήφιο διδάκτορα του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ κ. Κωνσταντίνο Μουτσιάνα για την πολύτιμη βοήθεια και για τις χρήσιμες παρατηρήσεις του καθ όλη τη διάρκεια ολοκλήρωσης της παρούσας διπλωματικής εργασίας. Επιπλέον, θα ήθελα να ευχαριστήσω και όλους τους συμφοιτητές μου στο ΔΠΜΣ για το χρόνο που περάσαμε μαζί. Οι συζητήσεις μας και η ανταλλαγή απόψεων και προβληματισμών συνέβαλαν εξίσου στην εκπόνηση της διπλωματικής μου και σε μια σφαιρικότερη και πληρέστερη θεώρηση των πραγμάτων. Τέλος, το παρόν εγχείρημα δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την αμέριστη συμπαράσταση και κατανόηση εκ μέρους της οικογένειάς μου και των φίλων μου. 3

Περίληψη Ο όρος χρηματοπιστωτική σταθερότητα χρησιμοποιείται ολοένα και συχνότερα στα έτη μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, κυρίως ως μέλημα και καθήκον κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών και λοιπών ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών. Αν και δεν υπάρχει, προς το παρόν τουλάχιστον, ένας κοινά αποδεκτός ορισμός της, ως έννοια είναι περισσότερο κατανοητή: η επιθυμητή κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (τράπεζες και λοιποί πιστωτικοί οργανισμοί, αγορές χρήματος, πιστώσεων και κεφαλαίων και οι υποδομές των αγορών, δηλαδή τα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού συναλλαγών), το οποίο είναι σε θέση να απορροφήσει/αντιμετωπίσει πιθανά προβλήματα και πιέσεις χωρίς σημαντικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία του. Στην παρούσα εργασία προσεγγίζεται το θέμα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σφαιρικά, αναλύοντας τις ποικίλες εκφάνσεις της, με ιδιαίτερη μνεία στη σχέση αυτής με την έννοια του συστημικού κινδύνου. Στο εμπειρικό μέρος της παρούσας εργασίας, κατασκευάστηκε ένας δείκτης για τη ποσοτική μέτρηση του βαθμού της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία των πάνελ δεδομένων, προσδιορίστηκαν οι παράγοντες που την επηρεάζουν σημαντικά. Λέξεις κλειδιά: χρηματοπιστωτική σταθερότητα, συστημικός κίνδυνος, προσδιοριστικοί παράγοντες, Δείκτης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, πάνελ δεδομένα 4

Abstract The term financial stability is increasingly used in the years following the 2008 global financial crisis (GFC), as a primal concern and duty of governments, central banks and other regulating and supervising authorities. Although there is, for now at least, no widely accepted definition of financial stability, as a meaning is far more understandable: the coveted state of the financial system (banks and other credit institutions, money markets, credit and capital markets and market infrastructures, i.e. payment, clearing and settlement systems), being able to absorb / face potential problems and strains without significant impact on its proper functioning. In this study we approached the issue of financial stability, analyzing its various factors, with particular reference to the connection with the concept of systemic risk. At the empirical part of this paper, an index for the quantitative measurement of the degree of financial stability is constructed and using the methodology of panel data, we identified the factors that affect financial stability significantly. Keywords: financial stability, systemic risk, determinants, Financial Stability Index (FSI), panel data 5

Πίνακας περιεχομένων ΜΕΡΟΣ Α... 8 1 Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα... 8 1.1 Έννοια... 8 1.2 Ορισμός... 10 2 Χρηματοπιστωτικό Σύστημα... 16 2.1 Ρόλος... 16 2.2 Συστημικός Κίνδυνος... 19 2.3 Συστημικά Σημαντικοί Χρηματοπιστωτικοί Οργανισμοί... 22 3 Τραπεζικός Τομέας... 25 3.1 Σημασία... 25 3.2 Ασύμμετρη Πληροφόρηση... 27 3.3 Τραπεζική Διακυβέρνηση... 29 3.4 Εποπτεία... 30 3.4.1 Ιστορική αναδρομή... 30 3.4.2 Στόχοι και Πολιτικές... 32 3.5 Κεντρικές Τράπεζες... 36 3.5.1 Ρόλος... 36 3.5.2 Εκθέσεις Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας... 38 3.5.3 Τράπεζα της Ελλάδας... 40 4 Παράγωγα Χρηματοοικονομικά Προϊόντα... 43 5 Χρηματοπιστωτικές Κρίσεις... 47 5.1 Γενικά... 47 5.2 Χρηματοπιστωτική Κρίση (2008?)... 48 5.3 Οικονομικοί κύκλοι... 49 5.4 Υπερκυκλικότητα (Pro cyclicality)... 51 6 Προσδιοριστικοί Παράγοντες... 53 ΜΕΡΟΣ Β... 56 7 Θεωρητικό Υπόβαθρο Εμπειρικής Ανάλυσης... 56 7.1 Εισαγωγή... 56 7.2 Μέθοδοι Εκτίμησης Υποδειγμάτων με Δεδομένα Πάνελ... 57 7.2.1 Ομαδοποιημένη συνάρτηση παλινδρόμησης με τη Μέθοδο Ελαχίστων Τετραγώνων... 57 6

7.2.2 Υπόδειγμα Σταθερών Επιδράσεων... 58 7.2.3 Υπόδειγμα Τυχαίων Επιδράσεων... 61 8 Εμπειρική Ανάλυση... 64 8.1 Αντικείμενο της Ανάλυσης... 64 8.2 Δείκτης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας... 67 8.3 Μεθοδολογία... 73 8.4 Εμπειρικά Αποτελέσματα... 77 8.4.1 Ομαδοποιημένη συνάρτηση παλινδρόμησης με τη Μέθοδο Ελαχίστων Τετραγώνων... 77 8.4.2 Μοντέλο Σταθερών Επιδράσεων... 79 8.4.3 Μοντέλο Τυχαίων Επιδράσεων... 80 8.4.4 Έλεγχοι... 81 8.4.5 Υπόδειγμα Σταθερών Επιδράσεων με ψευδομεταβλητές... 84 9 Συμπεράσματα... 93 Βιβλιογραφία / Πηγές... 96 7

ΜΕΡΟΣ Α 1 Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα 1.1 Έννοια Η έννοια της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας είναι σχετικά νέα και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός της, καθώς και καθιερωμένο αναλυτικό πλαίσιο για την αξιολόγησή της σταθερότητας ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος. (Granville & Mallick 2009) Δεν υπάρχει συναίνεση για το τι είναι χρηματοπιστωτική σταθερότητα και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η πλειοψηφία των συγγραφέων επιλέγουν την προσδιορίσουν εκ του αντιθέτου, ορίζοντας τη χρηματοπιστωτική αστάθεια. (Baur & Schulze 2009) Σαν όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από την κεντρική τράπεζα της Μεγάλης Βρετανίας το 1994 (Allen & Wood 2006) για να περιγράψει τους επιδιωκόμενους στόχους της που αφορούν την αποτελεσματική λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, επανήλθε έντονα στο προσκήνιο μετά την έναρξη της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008. Το νέο μακροοικονομικό πλαίσιο που έκτοτε διαμορφώνεται, υπογραμμίζει τη σημασία της σαφούς και ορθής ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, ως βασική προϋπόθεση για τη θωράκιση απέναντι στη χρηματοπιστωτική αστάθεια. (Criste & Lupu 2014) Το γενικευμένο και αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αντανακλά τη συνειδητοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής ζημίας που μπορεί να προκύψει από την χρηματοπιστωτική αστάθεια. Εκτός της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, υπήρξαν πολλές και εύκολα αναγνωρίσιμες περίοδοι χρηματοπιστωτικής αστάθειας στην ιστορία, με τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 να αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. (Allen & Wood 2006) Ακριβώς επειδή η χρηματοπιστωτική αστάθεια ενέχει σημαντικό μακροοικονομικό κόστος και επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, είναι προς το συμφέρον της δημόσιας πολιτικής να ελαχιστοποιήσει την πιθανότητα εμφάνισης τέτοιων καταστάσεων, με την προώθηση της 8

χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Επιπλέον, σε περίπτωση εμφάνισης επεισοδίων χρηματοπιστωτικής αστάθειας, είναι αναγκαία η δημόσια παρέμβαση για τον περιορισμό των αρνητικών συνεπειών. (Allen & Wood 2006) Γενικά, οι πολιτικές και οι μέθοδοι για την επίτευξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας επιδιώκουν να περιορίσουν το συστημικό κίνδυνο, για να αποφευχθεί, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, η συνακόλουθη βλάβη στην πραγματική οικονομία. (Ellis et al. 2014) Πράγματι, οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις που συνέβησαν έχουν καταδείξει τους στενούς δεσμούς μεταξύ της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της πραγματικής οικονομίας. (Crockett 1997) Ο ίδιος συγγραφέας (Crockett 1997) υπογραμμίζει ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι μια επιθυμητή κατάσταση, καθώς δημιουργεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τους αποταμιευτές και τους επενδυτές να κάνουν διαχρονικές συμβάσεις, ενισχύει την αποδοτικότητα της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, βοηθά στη βελτίωση της κατανομής των πόρων και παρέχει ένα καλύτερο περιβάλλον για την εφαρμογή της μακροοικονομικής πολιτικής. Η αστάθεια, από την άλλη πλευρά, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες, από το δημοσιονομικό κόστος της διάσωσης προβληματικών τραπεζικών ιδρυμάτων, μέχρι τις απώλειες στο πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ΑΕΠ (Gross Domestic Product GDP) που σχετίζονται με τις τραπεζικές και νομισματικές κρίσεις. Η πιο σημαντική επίπτωση της χρηματοπιστωτικής αστάθειας είναι η αδυναμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος να εκτελέσει τις βασικές λειτουργίες του, όπως για παράδειγμα η απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών, δηλαδή των υποδομών της αγοράς γενικότερα, οι οποίες συμβάλλουν στην αποτελεσματική διεκπεραίωση των συναλλαγών. (ΤτΕ 2009a) Η αύξηση των επισφαλών ή μη εξυπηρετούμενων δάνειων (Non Performing Loans NPLs) και η αποδυναμωμένη οικονομική κατάσταση των δανειοληπτών καθιστά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λιγότερο πρόθυμα να παράσχουν νέα δάνεια. Επίσης είναι πιθανό τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να περιορίσουν τις πιστώσεις σε υφιστάμενους δανειολήπτες, να απαιτήσουν υψηλότερες εξασφαλίσεις ή να τους επιβαρύνουν με υψηλότερο επιτόκιο για να αντισταθμίσουν την αντίληψή τους περί αυξημένου κινδύνου. (Chant 2003) 9

Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί πως η χρηματοπιστωτική αστάθεια δεν είναι μια μεμονωμένη και διακριτή κατάσταση, αλλά παρουσιάζει διαβαθμίσεις. Μια χρηματοοικονομική κρίση είναι ένα ακραίος βαθμός χρηματοοικονομικής αστάθειας, όπου διάφορα σοκ στο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχουν διαταράξει τη εύρυθμη λειτουργία του για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Αλλά, ένα χρηματοοικονομικό σύστημα μπορεί να πληγεί ή να διαταραχθεί χωρίς την εμφάνιση κρίσης. Το κόστος και οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής αστάθειας εξαρτώνται άμεσα από την ένταση του σοκ. (Chant 2003) Παραδείγματος χάρη, απότομες μειώσεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων στις αγορές ακινήτων ή στο χρηματιστήριο συχνά προκαλούν αύξηση της χρηματοπιστωτική αστάθειας. Αυτές οι μεταβολές αποδυναμώνουν την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Στο βαθμό που η οικονομική κατάσταση των δανειοληπτών τους επιδεινώνεται, αποδυναμώνεται επίσης η οικονομική κατάσταση των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτό οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια, καθώς οι επενδυτές απαιτούν μεγαλύτερες αποδόσεις λόγω της αντίληψης τους για μεγαλύτερο αναλαμβανόμενο κίνδυνο. (Chant 2003) 1.2 Ορισμός Ο Schinasi (2004) προσδιορίζει πέντε βασικές αρχές για την ανάπτυξη ενός λειτουργικού ορισμού της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας: Η πρώτη αρχή είναι ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι μια ευρεία έννοια, η οποία περιλαμβάνει διάφορες πτυχές της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος (θεσμοί, τραπεζικά ιδρύματα και αγορές). Η δεύτερη αρχή είναι ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα ως έννοια περιλαμβάνει όχι μόνο την αποτελεσματική κατανομή των πόρων και των κινδύνων, αλλά και την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών. Η τρίτη αρχή ότι η έννοια της χρηματοοικονομικής σταθερότητας σχετίζεται όχι μόνο με την απουσία οικονομικών κρίσεων, αλλά και με την ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να περιορίσει τις ανισορροπίες που εμφανίζονται πριν αυτές καταστούν σημαντική απειλή για το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και για την οικονομία γενικότερα. 10

Η τέταρτη αρχή είναι ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα συνδέεται άμεσα με τις πιθανές συνέπειες για την πραγματική οικονομία. Αναταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή σε μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν θεωρούνται απειλές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αν δεν αναμένεται να βλάψουν την οικονομική δραστηριότητα στο σύνολό της. Η πέμπτη αρχή είναι ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα πρέπει να θεωρηθεί όχι ως μία στατική κατάσταση αλλά ως μία συνεχής και δυναμικά εξελισσόμενη. Συνεχίζοντας, ο Schinasi (2004) υποστηρίζει πως η χρηματοπιστωτική σταθερότητα μπορεί να θεωρηθεί ως η ικανότητα ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος να: διευκολύνει την αποτελεσματική κατανομή των οικονομικών πόρων, τόσο χωρικά όσο και διαχρονικά και να συντελεί στην αποτελεσματικότητα των άλλων οικονομικών διαδικασιών (πχ αποταμίευση πλούτου, οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία). αξιολογεί, κατανέμει και διαχειρίζεται τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που εμφανίζονται. διατηρεί την ικανότητα να εκτελεί αυτές τις βασικές λειτουργίες, ακόμα και όταν επηρεάζεται από εξωτερικούς κλυδωνισμούς ή από συσσώρευση ανισορροπιών, κυρίως μέσω αυτό διορθωτικών μηχανισμών. Σε παρόμοιο ύφος κινούνται και οι Allen & Wood (2006) προτείνοντας ένα σύνολο επιθυμητών χαρακτηριστικών του ορισμού της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας: Ο ορισμός της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας θα πρέπει σαφώς να σχετίζεται με την ευημερία. Με άλλα λόγια, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα πρέπει να είναι μια κατάσταση που ευνοεί την ευημερία της κοινωνίας και αξίζει να αποτελεί στόχο της δημόσιας πολιτικής. Ομοίως, η οικονομική αστάθεια θα πρέπει να ορίζεται ως κάτι το οποίο έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική ευημερία. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα πρέπει να είναι μία παρατηρήσιμη κατάσταση με ορατά αποτελέσματα. Δυστυχώς, όμως σημειώνουν, η 11

χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε κάθε προταθέντα ορισμό είναι ελλιπώς ή μόνο μερικώς παρατηρήσιμη. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο από τις δημόσιες αρχές, ως στόχος της δημόσιας πολιτικής. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα πρέπει να είναι ευθύνη μίας σαφώς καθορισμένης πολιτικά οντότητας. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό σημαίνει ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι ευθύνη ενός έθνους κράτους. Σε ορισμένες περιπτώσεις ωστόσο, όπως λόγου χάρη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχει κατανομή της εξουσίας και της ευθύνης μεταξύ των οργάνων της ΕΕ και των κρατών μελών. Ο ορισμός της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν είναι μόνο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των οποίων η κατάρρευση μπορεί να προκαλέσει οικονομική ζημία. Το ίδιο ισχύει και για πολλές μεγάλες επιχειρήσεις ή και κράτη τα οποία μπορούν να χρειαστούν έκτακτη οικονομική στήριξη. Ο ορισμός της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δεν πρέπει να είναι τόσο αυστηρά διατυπωμένος ώστε να χαρακτηρίζει την αλλαγή ως ένδειξη αστάθειας. Οι αγορές και τα τραπεζικά ιδρύματα πρέπει να αλλάζουν και να προσαρμόζονται στις μεταβολές των συνθηκών της οικονομίας. Με βάση τα προλεγόμενα, ακαδημαϊκοί και τραπεζίτες έχουν προτείνει πληθώρα ορισμών για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίοι γενικά κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες. Μερικοί συγγραφείς υιοθετούν μια συστημική άποψη και υπογραμμίζουν την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως παράγοντα κλειδί για τη σταθερότητα. Παράλληλα άλλοι συγγραφείς ορίζουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα με βάση την απουσία κρίσεων και μεταβλητότητας των τιμών των στοιχείων του ενεργητικού. (Oosterloo et al. 2007) Ο Schinasi (2004) θεωρεί πως ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι σε κατάσταση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όταν είναι ικανό να διευκολύνει (αντί να εμποδίζει) την απόδοση μιας οικονομίας και να αντιμετωπίζει τις οικονομικές ανισορροπίες που προκύπτουν ενδογενώς ή ως αποτέλεσμα ανεπιθύμητων και απρόβλεπτων γεγονότων (σοκ). 12

Η Lai (2003) ορίζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ως την ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να αποτρέψει την εμφάνιση κρίσεων μετά από ένα σοκ. Η χρηματοοικονομική κρίση είναι ένα συστημικό γεγονός, που προκαλεί απώλεια της οικονομικής αξίας ή της εμπιστοσύνης σε ένα σημαντικό τμήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οδηγώντας σε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία. Ως εκ τούτου, η χρηματοοικονομική κρίση είναι εκδήλωση χρηματοπιστωτικής αστάθειας και ο συστημικός κίνδυνος είναι η πιθανότητα εμφάνισης μιας τέτοιας κρίσης. Σε ανάλογο τόνο, οι Caccioli et al. (2014) υπογραμμίζουν πως σε καταστάσεις χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ένα σοκ που επηρεάζει αρχικά ένα μεμονωμένο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν μεταδίδεται στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σε περιπτώσεις χρηματοπιστωτικής αστάθειας ωστόσο, τα σοκ ενισχύονται περαιτέρω και προκαλούν αλυσιδωτές πτωχεύσεις. Ο Mishkin (1999) ορίζει τη χρηματοπιστωτική αστάθεια ως την κατάσταση όπου ένα σοκ στο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρεμβαίνει στη ροή των πληροφοριών, έτσι ώστε το χρηματοπιστωτικό σύστημα αδυνατεί να επιτελέσει τη βασική λειτουργία του, τη διοχέτευση κεφαλαίων στα πρόσωπα (φυσικά ή νομικά) με παραγωγικές επενδυτικές ευκαιρίες. Συνεχίζοντας, ο συγγραφέας τονίζει πως αν η χρηματοπιστωτική αστάθεια είναι αρκετά σοβαρή, δύναται να οδηγήσει σε σχεδόν πλήρη κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών, δηλαδή σε χρηματοπιστωτική κρίση. Οι Donath & Cismaş (2008) αν και επιλέγουν τον όρο ευρωστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αντί της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, την οριζουν ως την κατάσταση όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα που παραμένει σταθερό και αποτελεσματικό κάτω από ένα ευρύ φάσμα συνθηκών της αγοράς. Αν και δύνανται να εμφανίζονται σημαντικές διαφοροποιήσεις, όλα τα εύρωστα χρηματοπιστωτικά συστήματα παρουσιάζουν τρία βασικά χαρακτηριστικά: Κατ 'αρχάς, ένα εύρωστο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρουσιάζει ευελιξία, συνεχίζοντας να λειτουργεί αποτελεσματικά στην κατανομή των χρηματοδοτήσεων, κάτω από ένα ευρύ φάσμα οικονομικών συνθηκών ιδίως όταν αυτές αλλάζουν ταχύτατα. 13

Δεύτερον, ένα εύρωστο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρουσιάζει ανθεκτικότητα, με την έννοια ότι οι αγορές συνεχίζουν να λειτουργούν και οι πληρωμές πραγματοποιούνται με αξιοπιστία και ταχύτητα παρά τις οποιεσδήποτε οικονομικές διαταραχές. Και τρίτον, ένα εύρωστο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρουσιάζει (εσωτερική) σταθερότητα δηλαδή δεν εμφανίζει το ίδιο σημαντικές οικονομικές διαταραχές, ούτε μεγεθύνει εξωτερικούς κραδασμούς, που μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομική κρίση. Οι ίδιοι συγγραφείς (Donath & Cismaş 2008) υποστηρίζουν πως σημαντικές στρεβλώσεις στην πραγματική οικονομία δημιουργούν σχεδόν αναπόφευκτα κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ανεξάρτητα του βαθμού ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Παρ 'όλα αυτά, ένα εύρωστο χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να μειώσει την πιθανότητα πως προβλήματα στην πραγματική οικονομία θα οδηγήσουν σε οικονομική κρίση, καθώς και να συμβάλλει στον περιορισμό των επιπτώσεων της κρίσης αν αυτή συμβεί. Ο Crockett (1997) κάνει διάκριση ανάμεσα στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ορίζεται ως η απουσία των σοκ που έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν μετρήσιμη οικονομική ζημία σε μεγάλο μέρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Περιστασιακές πτωχεύσεις μικρότερων τραπεζικών ιδρυμάτων και περιστασιακές σημαντικές απώλειες σε μεγαλύτερα ιδρύματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κανονικής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, διότι υπενθυμίζουν στους συμμετέχοντες στην αγορά την υποχρέωσή τους να ασκήσουν πειθαρχία πάνω στις δραστηριότητες των διαμεσολαβητών με τους οποίους συναλλάσσονται. Ομοίως, η σταθερότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές ορίζεται ως η απουσία των ακραίων μεταβολών των τιμών που προκαλούν ευρύτερες οικονομικές ζημίες. Οι τιμές μπορούν και πρέπει να κινούνται για να αντανακλούν τις αλλαγές στα βασικά οικονομικά μεγέθη. Αστάθεια και κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος εμφανίζονται όταν οι τιμές στις αγορές μεταβάλλονται πολύ πιο έντονα από ότι μπορεί να εξηγηθεί, με ολέθριες συνέπειες για την οικονομία. 14

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ΕΚΤ (European Central Bank ECB) ορίζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ως μία κατάσταση στην οποία το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να αντέξει πιθανά σοκ χωρίς σοβαρές διαταραχές στη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση και στην αποτελεσματική κατανομή των αποταμιεύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις. (ECB 2014a) Τέλος, η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ 2009b): Ως χρηματοπιστωτική σταθερότητα νοείται και μπορεί να οριστεί μια κατάσταση στην οποία το συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα που αποτελείται από τον τομέα των τραπεζών και λοιπών πιστωτικών οργανισμών, τις αγορές χρήματος, πιστώσεων και κεφαλαίων και τις υποδομές των αγορών (συστήματα πληρωμών και εκκαθάρισης και διακανονισμού συναλλαγών) διαθέτει ισχυρές αντοχές και επαρκείς αντιστάσεις στους απροσδόκητους κραδασμούς ή διορθώσεις ανισορροπιών, ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα αποδιοργάνωσης του συστήματος σε βαθμό που θα διακύβευε την αποτελεσματική κατανομή των αποταμιευτικών πόρων και την ομαλή ροή χρήματος και δανειακών κεφαλαίων προς τις κοινωνικά επωφελέστερες χρήσεις και δραστηριότητες. 15

2 Χρηματοπιστωτικό Σύστημα 2.1 Ρόλος Το χρηματοπιστωτικό σύστημα (financial system) είναι το μέσο διοχέτευσης κεφαλαίων από τις πλεονασματικές οικονομικές μονάδες (πχ τα νοικοκυριά) στις ελλειμματικές οικονομικές μονάδες (πχ το Δημόσιο, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις κ.α.). (Γκόρτσος & Αλεξάκης 2006) Σε παρόμοιο τόνο, οι Ζοπουνίδης & Λεμονάκης (2009) ορίζουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα ως ένα σύνολο θεσμών και οικονομικών φορέων που έχουν ως κύριο αντικείμενο δραστηριότητας, τη μεταφορά οικονομικών πόρων από τις πλεονασματικές οικονομικές μονάδες στις ελλειμματικές, μέσω της μετατροπής χρηματικών μέσων σε δανειακό κεφάλαιο. Ο Chant (2003) υποστηρίζει πως οι βασικές λειτουργίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι οι εξής: Η λειτουργία της διαμεσολάβησης, η οποία μεταφέρει πόρους που συγκεντρώθηκαν από τους αποταμιευτές σε επενδυτές οι οποίοι έχουν εντοπίσει παραγωγικές χρήσεις για αυτούς. Ενώ ορισμένοι πόροι μεταφέρονται άμεσα μεταξύ αποταμιευτών και επενδυτών, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των μεταβιβάσεων λαμβάνει χώρα έμμεσα μέσω διαφόρων μεσαζόντων, όπως οι εμπορικές τράπεζες και τα ταμιευτήρια. Η λειτουργία των πληρωμών, η οποία παρέχει τα μέσα με τα οποία τα φυσικά πρόσωπα και οι επιχειρήσεις πραγματοποιούν τις πληρωμές που προκύπτουν από τις συναλλαγές τους. Κατά την παροχή αυτής της λειτουργίας, οι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πραγματοποιούν πληρωμές (εκκαθαρίσεις και διακανονισμοί) μεταξύ τους για να ικανοποιήσουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εμπορικές συναλλαγές των πελατών τους. Οι Ζοπουνίδης & Λεμονάκης (2009) προσθέτουν στις δύο κύριες λειτουργίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος που παρουσίασε ο Chant (μεταφορά πόρων και εκκαθάριση συναλλαγών και πληρωμών) και μία τρίτη: τη διαχείριση των κινδύνων (risk management). Η διαχείριση των αναλαμβανόμενων κινδύνων αποτελεί κύριο 16

μέλημα των διοικήσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες με τη χρήση κατάλληλων εργαλείων, επιτυγχάνουν τη διασπορά και τη μείωση τους. Συγκεκριμενοποιώντας, με τον όρο χρηματοπιστωτικό σύστημα νοείται το σύνολο των επιχειρήσεων όπως: τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, ταχυδρομικά ταμιευτήρια, χρηματιστηριακές εταιρίες, πιστωτικοί συνεταιρισμοί, εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing), εταιρίες ανάληψης επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων (factoring), εταιρίες επενδύσεων και αμοιβαίων κεφαλαίων κ.λ.π. που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. (Ζοπουνίδης & Λεμονάκης 2009) Στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα περιλαμβάνεται και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων που αποτελεί αυτόνομο χρηματοπιστωτικό οργανισμό εξυπηρέτησης του δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος, υπό την εποπτεία του Υπουργού Οικονομικών, το οποίο διέπεται από ειδική και προσαρμοσμένη προς το σκοπό του νομοθεσία. (Πηγή: http://www.tpd.gr/) Σύμφωνα με τη 2013/36/EE Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ν. 4261/2014 άρθρο 11, ως χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θεωρούνται: 1. Η αποδοχή καταθέσεων ή άλλων ξένων κεφαλαίων. 2. Η χορήγηση πιστώσεων και οι πράξεις αναδοχής και είσπραξης απαιτήσεων (factoring). 3. Η χρηματοδοτική μίσθωση (leasing). 4. Οι πράξεις πληρωμής. 5. Η έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής. 6. Οι εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων. 7. Οι συναλλαγές σε προθεσμιακούς τίτλους, κινητές αξίες (αξιόγραφα), συνάλλαγμα κ.α. 8. Οι πράξεις αναδοχής σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών (underwriting). 9. Η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις σχετικά με την κεφαλαιακή τους διάρθρωση καθώς και σε θέματα συγχωνεύσεων και εξαγορών. 10. Η διαμεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές. 11. Η διαχείριση χαρτοφυλακίου. 17

12. Η φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών. 13. Η συλλογή και επεξεργασία εμπορικών πληροφοριών όπως η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών. 14. Η εκμίσθωση θυρίδων. 15. Η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος. Στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα όπως ήδη αναφέραμε, συγκαταλέγονται πλην των τραπεζικών ιδρυμάτων και άλλες, μη τραπεζικές εταιρίες, καθώς και φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο κλάδος των ασφαλιστικών εταιριών, διότι συνδέεται στενά με τον τραπεζικό τομέα, γεγονός το οποίο είναι πιθανό να επιφέρει επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ανεξάρτητα του τομέα εμφάνισης των αρχικών προβλημάτων. Οι ασφαλιστικές εταιρίες, ως θεσμικοί επενδυτές, αποτελούν σημαντικούς αγοραστές του τραπεζικού χρέους (κυρίως τραπεζικά ομόλογα) (ECB 2012a), με το ενεργητικό τους στο τέλος του 2008 να διαμορφώνεται σε επίπεδο ελαφρά κάτω του 3% του συνολικού ενεργητικού του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις υπόλοιπες μη τραπεζικές εταιρίες ανέρχεται σε επίπεδα ελαφρώς άνω του 3%, ενώ για τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης στο 6%. (ΤτΕ 2009a). Παρόλο που το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν είναι σχετικά μικρό (συνολικά περίπου 12% του συνολικού ενεργητικού του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος), η σύνδεση και η αλληλεξάρτησή τους από τον τραπεζικό τομέα, καθιστά απαραίτητη την παρακολούθηση και εποπτεία τους. (ΤτΕ 2009b) Οι θεσμικοί επενδυτές ως όρος αναφέρεται σε εξειδικευμένους οργανισμούς με βασικό αντικείμενο εργασιών, πέραν των άλλων, τη διαχείριση μεγάλου ύψους κεφαλαίων (ίδια ή και ξένα κεφάλαια) βάσει ενός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου και ρητών κανόνων δεοντολογίας. Οι θεσμικοί επενδυτές τοποθετούνται σε προϊόντα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς, με κριτήρια το βαθμό του κινδύνου που δέχονται να αναλάβουν, την κεφαλαιακή τους επάρκεια και την ανάπτυξη προϊόντων αντιστάθμισης κινδύνου (παράγωγα προϊόντα). (Αγγελόπουλος 2013) Οι θεσμικοί επενδυτές στην Ελλάδα έχουν οριστεί με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και είναι: Οι Ανώνυμες Εταιρίες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ.). 18

Οι Ανώνυμες Εταιρίες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (Α.Ε.Ε.Χ.). Οι Ανώνυμες Εταιρίες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.). Τα τραπεζικά και μη, πιστωτικά ιδρύματα. Οι ασφαλιστικές εταιρίες με συγκεκριμένο ύψος ενεργητικού. Τα ασφαλιστικά ταμεία. Βλέπουμε λοιπόν πως με τον όρο θεσμικοί επενδυτές ουσιαστικά αναφερόμαστε στους συμμετέχοντες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. 2.2 Συστημικός Κίνδυνος Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι πολιτικές και οι μέθοδοι για την επίτευξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας επιδιώκουν να περιορίσουν το συστημικό κίνδυνο. Σύμφωνα με Morgan & Pontines (2014), το βασικό μάθημα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (Global Financial Crisis GFC) που εκδηλώθηκε το 2008, είναι η αναγκαιότητα αφενός του περιορισμού του συστημικού κινδύνου και αφετέρου της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Πράγματι, ο συστημικός κίνδυνος και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι δύο έννοιες αλληλένδετες και αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Συγκεκριμένα, υψηλός συστημικός κίνδυνος συνεπάγεται υπονόμευση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (επομένως εμφάνιση χρηματοπιστωτικής αστάθειας) και αντίστροφα υψηλός βαθμός χρηματοπιστωτικής σταθερότητας συνεπάγεται χαμηλό επίπεδο συστημικού κινδύνου. Οι Ellis et al. (2014) σημειώνουν πως δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός και λειτουργικός ορισμός του συστημικού κινδύνου (όπως και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας όπως είδαμε παραπάνω), επιλέγοντας να ορίσουν το συστημικό κίνδυνο ως την πιθανότητα εκδήλωσης μιας γενικευμένης κατάρρευσης ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συνεχίζοντας, σημειώνουν πως η έγκαιρη λήψη μέτρων και αποφάσεων για τον περιορισμό του συστημικού κινδύνου είναι κατά κανόνα πρόκληση, καθώς ο ίδιος ο συστημικός κίνδυνος είναι δύσκολα παρατηρήσιμος και μόνο οι επιπτώσεις του γίνονται εύκολα αντιληπτές. 19

Ο Αγγελόπουλος (2013) ορίζει το συστημικό κίνδυνο ως τον κίνδυνο που συνίσταται στο ότι ενδεχόμενη αδυναμία μέλους του συστήματος πληρωμών να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις δύναται να οδηγήσει σε αντίστοιχη αδυναμία και άλλα μέλη του συστήματος. Αν και δεν κατονομάζεται ρητά στον παραπάνω ορισμό, εντούτοις η φράση να οδηγήσει σε αντίστοιχη αδυναμία αναφέρεται σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό φαινόμενο, στην έννοια της τραπεζικής μετάδοσης ή απλά μετάδοσης (contagion). Ως τραπεζική μετάδοση ορίζεται η εξάπλωση ενός σοκ που πλήττει μία τράπεζα σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα ή/και τραπεζικούς τομείς. (Gropp & Vesala 2000) Ο Furfine (2003) διακρίνει δύο τύπους συστημικού κινδύνου, με βάση την ύπαρξη ή μη τραπεζικής μετάδοσης: 1) Ο κίνδυνος ότι ένα χρηματοοικονομικό σοκ θα οδηγήσει ένα σημαντικό αριθμό αγορών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών να σταματήσει να λειτούργει αποτελεσματικά. 2) Ο κίνδυνος ότι η πτώχευση ενός ή ενός μικρού αριθμού χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα προκαλέσει αλυσιδωτά προβλήματα (ή και πτωχεύσεις) στο υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα, λόγω των χρηματοπιστωτικών δεσμών μεταξύ των ιδρυμάτων. Κάνοντας χρήση της έννοιας της τραπεζικής μετάδοσης, η Ομάδα των Δέκα, η οποία αποτελείται από 11 (!) βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες (Βέλγιο, Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ολλανδία, Σουηδία, Ελβετία, Μεγ. Βρετανία και ΗΠΑ), των οποίων οι υπουργοί οικονομικών και οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών συσκέπτονται και συνεργάζονται σε χρηματοοικονομικά θέματα, ορίζει τον συστημικό κίνδυνο ως την πιθανότητα ένα εξωγενές σοκ να προκαλέσει οικονομικές απώλειες σε ένα σημαντικό τμήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προκαλώντας σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία (Group of Ten 2001), στο τμήμα δηλαδή της οικονομίας που ασχολείται με την καθεαυτό παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών (σε αντίθεση με το χρηματοπιστωτικό σύστημα που ασχολείται με την αγορά και την πώληση αυτών). Συγκεκριμένα, ένα εξωγενές σοκ δύναται να οδηγήσει σε ένα κύμα πτωχεύσεων τραπεζικών ή άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, με αποτέλεσμα 20

την εκδήλωση χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία συνοδεύεται από έντονη συρρίκνωση της προσφοράς χρήματος και ύφεση. Ωστόσο, ακόμα και αν η χρηματοπιστωτική κρίση αποφευχθεί, η πτώχευση ορισμένων χρηματοπιστωτικών οργανισμών πιθανότατα θα οδηγήσει τους υπόλοιπους στον περιορισμό των παρεχόμενων πιστώσεων, ως αντίδραση για τον περιορισμό της έκθεσης τους στον κίνδυνο. Κατά αυτόν τον τρόπο, η ιδιωτική κατανάλωση (ζήτηση) των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών θα σημειώσει πτώση, συμπαρασύροντας και την παραγωγή (προσφορά) αγαθών και υπηρεσιών. (Hoggarth et al. 2002) 21

2.3 Συστημικά Σημαντικοί Χρηματοπιστωτικοί Οργανισμοί Για την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών, σύμφωνα με τις αρχές του (θεμιτού) ανταγωνισμού, η πτώχευση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που είναι ζημιογόνοι και αφερέγγυοι είναι απαραίτητη. Οι αρμόδιες αρχές ρύθμισης και εποπτείας δεν στοχεύουν στην εξάλειψη του φαινομένου των πτωχεύσεων, αλλά πρωταρχικός στόχος της προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας είναι η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος εν γένει και ο περιορισμός του συστημικού κινδύνου. (Group of Thirty G30 2009) Η αποτελεσματικότητα των ρυθμιστικών μέτρων και πολιτικών, και των εποπτικών αρχών γενικότερα, κρίνεται από τα εξής κριτήρια: Τον περιορισμό της πιθανότητας πτώχευσης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών μέσω του ρυθμιστικού πλαισίου και της πειθαρχίας που έχει θεσπιστεί. Τη διαχείριση των πτωχεύσεων όταν συμβούν, κατά τρόπο που να ενισχύει την πειθαρχία των υπολοίπων χρηματοπιστωτικών οργανισμών (ανώτερα διευθυντικά στελέχη και μέτοχοι). Την εξασφάλιση της ομαλής και απρόσκοπτης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών παρά το σοκ των μεμονωμένων πτωχεύσεων. Για τον περιορισμό του συστημικού κινδύνου είναι απαραίτητη η στενή προληπτική εποπτεία των συστημικά σημαντικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών (Systemically Important Financial Institutions SIFIs), των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δηλαδή, όπου η εμφάνιση προβλημάτων ή ακόμη σε ακραίες περιπτώσεις τυχόν πτώχευσή τους θα επιφέρει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. (Group of Thirty G30 2009) 22

Τα γενικά χαρακτηριστικά με βάση τα οποία ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατηγοριοποιείται ως συστημικά σημαντικό είναι: Το μέγεθος. Ο ισολογισμός είναι ένα συχνά χρησιμοποιούμενο μέτρο, αλλά πιο αξιόπιστα μέτρα λαμβάνουν υπόψη και τα εντός και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία, με τις κατάλληλες σταθμίσεις κινδύνου. Αυτά τα μέτρα εξετάζονται πάντοτε σε σχέση με το μέγεθος των χρηματοπιστωτικών αγορών της χώρας, του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας γενικότερα. Η μόχλευση. Ο βαθμός της μόχλευσης είναι ένα επίσης σημαντικό χαρακτηριστικό. Το μεγάλο μέγεθος δεν αποτελεί αυτοτελή παράγοντα συστημικού κινδύνου, εάν συνοδεύεται από σημαντικά ίδια κεφαλαία και περιουσιακά στοιχεία (στοιχεία ενεργητικού). Υψηλό επίπεδο συστημικού κινδύνου παρουσιάζεται από το συνδυασμό περιουσιακών στοιχείων υψηλού κινδύνου και σχετικά χαμηλής ρευστότητας και σημαντικού ύψους βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης από ξένα κεφάλαια. Ο βαθμός αλληλεπίδρασης. Αναφερόμαστε στο βαθμό που η πτώχευση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος θα έχει άμεσες και σημαντικές αλυσιδωτές επιπτώσεις σε ένα μεγάλο αριθμό άλλων σημαντικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Για τον καθορισμό του βαθμού αλληλεπίδρασης είναι σημαντικό το εύρος των συναλλαγών σε μη οργανωμένες ή εξω χρηματιστηριακές αγορές (αγορές Over The Counter OTC). Οι συγκεκριμένες αγορές είναι κατά κύριο λόγο αγορές παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και διακρίνονται από την απουσία λεπτομερών και τυποποιημένων κανόνων λειτουργίας. Οι συναλλαγές πραγματοποιούνται βάσει κανόνων και όρων, που τίθενται από τους ίδιους τους αντισυμβαλλόμενους. (Αγγελόπουλος 2013) Η έλλειψη διαφάνειας στις αγορές αυτές, έχει καταστήσει την εκτίμηση του βαθμού αλληλεπίδρασης ιδιαίτερα δύσκολη. Παρόλο που τα παραπάνω κριτήρια καθορίζονται εκ των προτέρων σε γενικές γραμμές, ο ακριβής προσδιορισμός τους από τις ρυθμιστικές αρχές δεν γίνεται 23

άκαμπτα και με απόλυτη στατιστική ακρίβεια. Αντίθετα, οι εποπτικές αρχές κάθε χώρας έχουν την εξουσία και την αρμοδιότητα να θέτουν και να τροποποιούν τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των συστημικά σημαντικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι χρήζουν ιδιαίτερης προληπτικής εποπτείας. (Group of Thirty G30 2009) 24

3 Τραπεζικός Τομέας 3.1 Σημασία Ένας ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών συστημάτων είναι ο τραπεζικός τομέας (ή το τραπεζικό σύστημα), καθώς τα τραπεζικά ιδρύματα διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διαδικασία της δημιουργίας χρήματος και στο σύστημα πληρωμών. Πέραν αυτού, οι πιστώσεις και τα δάνεια που παρέχουν είναι καθοριστικά για την χρηματοδότηση των επενδύσεων και της ανάπτυξης. (Hartmann et al. 2005) Σε κάθε οικονομία που διέπεται από τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς, απαντώνται δύο άρρηκτα συνδεδεμένα συστήματα: το χρηματοπιστωτικό (financial system) και το νομισματικό σύστημα (monetary system). (Γκόρτσος & Αλεξάκης 2006) Ως νομισματική σταθερότητα ορίζεται η σταθερότητα του γενικού επιπέδου των τιμών, ενώ ως χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η σταθερότητα βασικών θεσμικών οργάνων και των αγορών που συνθέτουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ενώ αυτοί είναι εννοιολογικά αυτοτελείς στόχοι, οι δεσμοί μεταξύ των δύο πλέον αναγνωρίζονται ολοένα και περισσότερο. (BIS 1997) Ως εκ τούτου, για τη διατήρηση όχι μόνο της χρηματοπιστωτικής, αλλά και της νομισματικής σταθερότητας, οι κεντρικές τράπεζες και οι αρμόδιες εποπτικές αρχές επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αξιολόγηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος. (Hartmann et al. 2005) Πράγματι, η ευρωστία και η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την απρόσκοπτη λειτουργία του τραπεζικού τομέα. Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση κατέδειξε ότι τα προβλήματα και τα σοκ που πλήττουν τον τραπεζικό τομέα, επηρεάζουν άμεσα το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος (De Jonghe 2010). Λόγω αυτού του γεγονότος, για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και για τον περιορισμό του συστημικού κινδύνου, είναι απαραίτητη η προληπτική ρύθμιση, εποπτεία και αξιολόγηση της σταθερότητας και ευρωστίας των επιμέρους τραπεζικών ιδρυμάτων. Προς αυτό το στόχο, τα τραπεζικά ιδρύματα και οι αρμόδιες εποπτικές αρχές έχουν καθιερώσει ένα ευρύ 25

πλαίσιο παρακολούθησης και διαχείρισης των χρηματοοικονομικών κινδύνων. (Moutsianas 2011) Και άλλοι συγγραφείς όπως ο Crockett (1997), συμφωνούν πως τα τραπεζικά ιδρύματα αποτελούν μια ειδική κατηγορία, διότι η αστάθεια στο τραπεζικό σύστημα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης συστημικού κίνδυνου και τραπεζικής μετάδοσης. Σε ανάλογο ύφος, οι Χριστόπουλος & Ντόκας (2012) χαρακτηρίζουν το τραπεζικό σύστημα ως τον πυρήνα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, υπογραμμίζοντας τη συμβολή του στην πορεία (ανάπτυξη ή ύφεση) της γενικότερης οικονομίας. Ενδεικτικά, η άμεση συμμετοχή του τραπεζικού τομέα (μέρος του συνόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος) στο ΑΕΠ της Ελλάδας κατά την περίοδο 2004 2010 κυμαίνεται μεταξύ 4,33% το 2004 και 4,81% το 2009. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, τη σημασία του τραπεζικού τομέα για την πραγματική οικονομία. (Ελληνική Ένωση Τραπεζών 2011) Συμμετοχή τραπεζικού τομέα στο ΑΕΠ της Ελλάδας Δύο είναι οι λόγοι, για τους οποίους ο τραπεζικός τομέας απαιτεί ειδική μεταχείριση για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Αφενός, οι υποχρεώσεις (liabilities) των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι πληρωτέες στο άρτιο σε πρώτη ζήτηση, δηλαδή άμεσα, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία τους είναι συνήθως πιο δύσκολα ρευστοποιήσιμα. Αυτό τα καθιστά ευάλωτα σε περιπτώσεις τραπεζικού πανικού μαζικής απόσυρσης καταθέσεων (bank run), οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε προβλήματα ρευστότητας ή ακόμη και σε πτώχευση. 26

Ειδικότερα, ο τραπεζικός πανικός (bank run) εμφανίζεται όταν η ζήτηση ενός τραπεζικού ιδρύματος για ρευστότητα, λόγω της μαζικής απόσυρσης καταθέσεων, υπερβαίνει τη βραχυπρόθεσμη αξία των περιουσιακών του στοιχείων. Αυτό συμβαίνει λόγω της αναντιστοιχίας ληκτότητας (maturity) μεταξύ απαιτήσεων και υποχρεώσεων. Οι υποχρεώσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων, που αποτελούνται κυρίως από καταθέσεις, τείνουν να είναι βραχυπρόθεσμες και άμεσα απαιτητές, ενώ οι απαιτήσεις τους τείνουν να είναι μακροπρόθεσμες και μη ρευστοποιήσιμες. (Lai 2003) Αφετέρου, οι τράπεζες είναι υπεύθυνες για την λειτουργία του συστήματος πληρωμών, γεγονός που συνεπάγεται ότι τα σοκ που λαμβάνουν χώρα σε ένα ίδρυμα μεταδίδονται στο υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με αποτέλεσμα σε ακραίες περιπτώσεις το σύστημα πληρωμών να καταρρεύσει. Σύμφωνα με την ΤτΕ (ΤτΕ 2009a), τα συστήματα πληρωμών και τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού συναλλαγών επί τίτλων αποτελούν τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων αυτών είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η επίβλεψή τους αποτελεί μία από τις βασικές αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Σκοπός της επίβλεψης είναι η παρακολούθηση και αξιολόγηση των κινδύνων (πιστωτικός, ρευστότητας, λειτουργικός και νομικός) στους οποίους είναι εκτεθειμένες οι υποδομές και η πρόληψη του ενδεχομένου να μεταδοθούν μέσω των υποδομών στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος απροσδόκητα σοκ ή διορθώσεις ανισορροπιών που εκδηλώνονται σε ορισμένο τμήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. 3.2 Ασύμμετρη Πληροφόρηση Η έννοια της ασύμμετρης πληροφόρησης, δηλαδή της άνισης κατανομής πληροφοριών μεταξύ των συμβαλλόμενων σε μία οικονομική συναλλαγή, είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς οδηγεί στην ανισορροπία δύναμης στις συναλλαγές. (Συριόπουλος & Παπαδάμου 2014) Η ανισορροπία αυτή αυξάνει τα κόστη της συναλλαγής όπως: 27

Το κόστος αναζήτησης (search cost) της κατάλληλης συναλλαγής, τόσο για τον δανειστή/πιστωτή όσο και για τον δανειζόμενο, που θα ικανοποιεί τις διαφορετικές τους ανάγκες. Το κόστος συμβάσεων (contract cost) δηλαδή την αμοιβή του δικηγόρου, ο οποίος θα επιμεληθεί τους όρους της δανειακής σύμβασης. Το κόστος διαλογής (screening cost) από τον πιστωτή του φερέγγυου δανειζόμενου, μέσα από ένα μεγάλο αριθμό αιτούντων πίστωσης. Το κόστος ελέγχου (monitoring cost) της πιθανής συμπεριφοράς ηθικού κινδύνου. Το κόστος επιβολής ποινών (enforcement cost) μέσω της δικαστικής οδού σε περίπτωση μη ορθής συμπεριφοράς του δανειζόμενου. Η πληροφόρηση για την πιστωτική συμπεριφορά των δανειοληπτών βελτιώνει τη διαφάνεια στις συναλλαγές και περιορίζει σημαντικά το κόστος που προκαλούν στην οικονομία και την κοινωνία γενικότερα, οι ασυνεπείς συναλλασσόμενοι. Η εν λόγω πληροφόρηση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην τιμολόγηση των δανειακών προϊόντων, καθώς παρέχει τη δυνατότητα στους πιστωτές να εκτιμήσουν ακριβέστερα, κατά την τιμολόγηση αυτή, τον πιστωτικό κίνδυνο για κάθε δανειολήπτη. Έχει αποδειχθεί πως η συγκεκριμένη πληροφόρηση συμβάλλει στην προστασία της πίστης και στη μείωση των επισφαλειών, προς όφελος και των ίδιων των συναλλασσομένων (ιδιωτών και επιχειρήσεων) αλλά και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας συνολικά. Αντίθετα, οι επιπτώσεις της ασύμμετρης πληροφόρησης ή της έλλειψης πληροφόρησης για την πιστωτική συμπεριφορά των δανειοληπτών είναι η εμφάνιση δύο βασικών δυσλειτουργιών της αγοράς, της δυσμενής επιλογής (adverse selection) και του ηθικού κινδύνου (moral hazard). (Συριόπουλος & Παπαδάμου 2014) Χαρακτηριστικό παράδειγμα ηθικού κινδύνου είναι η θεώρηση των κυριότερων τραπεζικών ιδρυμάτων ως πολύ σημαντικά για να αφεθούν να πτωχεύσουν (Too Big To Fail TBTF), αντίληψη η οποία δύναται να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανάληψη κινδύνων, δεδομένου ότι τα εν λόγω τραπεζικά ιδρύματα γνωρίζουν ότι υπάρχει σημαντική πιθανότητα να διασωθούν από τους φορείς χάραξης πολιτικής όταν βρεθούν κοντά στην πτώχευση. Ωστόσο, αυτή η προστασία 28

των TBTF τραπεζικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές, μακροπρόθεσμα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, διότι μειώνει την πειθαρχία της αγοράς και αυξάνει το συστημικό κίνδυνο, οδηγώντας σε αυξημένη πιθανότητα εκδήλωσης χρηματοπιστωτικής αστάθειας. (Tabak et al. 2013) Η εγγύηση ή κάλυψη των καταθέσεων (deposit insurance coverage) έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ηθικού κινδύνου (moral hazard), που οδηγεί σε υψηλότερη χρηματοπιστωτική αστάθεια. (Lee & Hsieh 2014) 3.3 Τραπεζική Διακυβέρνηση Παρόλο που έχουν πραγματοποιηθεί πολλά βήματα και συζητήσεις προς την επίτευξη και παγίωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ένας παράγοντας που δεν έχει λάβει τη δέουσα προσοχή, είναι το θέμα της τραπεζικής διακυβέρνησης. Και όμως καταδεικνύεται πως υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της τραπεζικής διακυβέρνησης και της ανάληψης κινδύνου. (Ellis et al. 2014) Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, το τραπεζικό σύστημα παγκοσμίως υπέστη ένα ριζικό μετασχηματισμό απομακρυνόμενο σταδιακά από τις προσωπικές σχέσεις (λιανική / εμπορική τραπεζική). Τροποποιώντας το επιχειρηματικό τους μοντέλο, τα τραπεζικά ιδρύματα προσανατολίστηκαν στις χρηματοπιστωτικές αγορές (επενδυτική τραπεζική) μέσω πιο τυποποιημένων και απρόσωπων προσεγγίσεων, ειδικά σχεδιασμένων για την επίτευξη πρωτοφανών υψηλά κερδών, αναλαμβάνοντας ωστόσο υψηλό βαθμό κινδύνου. (Caprio et al. 2014) Αλλά και η εμπορική τραπεζική δεν έμεινε ανεπηρέαστη. Η όξυνση του ανταγωνισμού που διαδραματίστηκε, οδήγησε σε αύξηση των αρνητικών οικονομικών συνεπειών των λανθασμένων επιχειρηματικών αποφάσεων (Fu et al. 2014). Με άλλα λόγια, η εμπορική τραπεζική μετατράπηκε από μια σχετικά ασφαλής δραστηριότητα σε μια αρκετά επικίνδυνη. Στις περισσότερες χώρες, οι διοικήσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη διαχείριση κινδύνων και αποδείχθηκαν ανέτοιμοι στο έργο της διαχείρισης αυτής της ταχείας και ριζικής αλλαγής. Η εισαγωγή του κινδύνου στην εμπορική τραπεζική, συνοδεύτηκε από 29

αλλαγή στην κουλτούρα της εμπορικής τραπεζικής, στην οποία η διαχείριση του κινδύνου κατέχει πλέον κεντρικό ρόλο. (Allen & Wood 2006) Ένα πιο παραδοσιακό τραπεζικό επιχειρηματικό μοντέλο, δηλαδή τράπεζες με υψηλότερο καθαρό περιθώριο επιτοκίου (net interest margin NIM), έχει αποδειχθεί σαφώς πιο ανθεκτικό σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Σημειώνουμε, πως ως καθαρό περιθώριο επιτοκίου ορίζεται το καθαρό εισόδημα από τόκους προς τα κερδοφόρα (τοκοφόρα) στοιχεία του ενεργητικού. Επομένως, οι υψηλότερες τιμές του εν λόγω δείκτη φανερώνουν τη μεγαλύτερη προσήλωση του τραπεζικού ιδρύματος στην κύρια δραστηριότητά του: την αποδοχή καταθέσεων και τη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων. (Ν 3601/2007 άρθρο 2) Σύμφωνα με τα λεγόμενα του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jose Manuel Barroso το 2011, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, οι συνεταιριστικές τράπεζες ανταποκρίθηκαν καλύτερα από τις εμπορικές τράπεζες, διότι ακολουθούν ακριβώς αυτό το παραδοσιακό τραπεζικό επιχειρηματικό μοντέλο, βασιζόμενες σχεδόν αποκλειστικά σε κεφάλαια μελών και ελεγχόμενες από τον τοπικό πληθυσμό. Η παραπάνω άποψη υιοθετείται και από αρκετούς ακαδημαϊκούς συγγραφείς, οι οποίοι τονίζουν το γεγονός ότι οι συνεταιριστικές τράπεζες έχουν καλύτερη πληροφόρηση για την πιστοληπτική ικανότητα των μελών και πελατών τους και είναι επομένως λιγότερο πιθανό να προβούν σε επισφαλείς δανειοδοτήσεις. (Fiordelisi & Mare 2014) 3.4 Εποπτεία 3.4.1 Ιστορική αναδρομή Το 1974, μετά την κατάρρευση της γερμανικής τράπεζας Herstatt και της αμερικανικής Franklin National δημιουργήθηκε η Επιτροπή για την Τραπεζική Εποπτεία, υπό την αιγίδα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements BIS), η οποία μετονομάστηκε σε Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (Basel Committee on Banking Supervision BCBS) από την 30

ομώνυμη ελβετική πόλη. Στην επιτροπή εκπροσωπούνται οι τραπεζικές και νομισματικές αρχές των κρατών της Ομάδας των Δέκα (G10 Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ, Ιταλία, Ιαπωνία, Καναδάς, Ολλανδία, Σουηδία) καθώς και οι αντίστοιχες του Λουξεμβούργου και Ελβετίας. Στόχος της επιτροπής είναι η ενοποίηση των επιμέρους ρυθμιστικών πλαισίων των διαφόρων χωρών, έτσι ώστε να επιτευχθεί αποτελεσματική εποπτεία όλων των τραπεζών σύμφωνα με ορισμένες γενικές αρχές. (Howells & Bain 2009) Το 1999, συγκροτήθηκε το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board FSB). Αρχικά ονομαζόταν Financial Stability Forum (FSF) και απαρτιζόταν από τις χώρες μέλη του G7. Το Νοέμβριο του 2008 αποφασίστηκε η αναβάθμισή του, με αλλαγή του ονόματός του και τη διεύρυνσή του ώστε να συμμετέχουν οι χώρες του G 20, καθώς και άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμοί όπως η Επιτροπή της Βασιλείας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Αποστολή του FSB είναι να εντοπίζει αδυναμίες οι οποίες απειλούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να προτείνει εποπτικά και ρυθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπισή τους. (ΤτΕ 2009b) Επίσης, κατά τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις 28 29 Ιουνίου 2012 ελήφθησαν σημαντικές αποφάσεις. Αυτές περιλάμβαναν την ίδρυση ενός ενιαίου τραπεζικού εποπτικού μηχανισμού της ζώνης του ευρώ, μια πιο ευέλικτη και αποτελεσματική χρήση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (European Financial Stability Facility EFSF) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (European Stability Mechanism ESM) και τη θέσπιση της δυνατότητας άμεσης ενίσχυσης του τραπεζικού τομέα. Επιπλέον, οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Eurogroup και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας υπέβαλαν έκθεση, περιγράφοντας τα τέσσερα δομικά στοιχεία μιας βαθύτερης ένωσης: τραπεζική ένωση, δημοσιονομική ένωση, οικονομική ένωση και πολιτική ένωση. Περαιτέρω βήματα προς μια δημοσιονομική ένωση, στο βαθμό που συνεπάγεται σημαντικό επιμερισμού του κινδύνου, θα απαιτούσε ανάλογα βήματα για τη μεταφορά κυριαρχίας από τα κράτη μέλη στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ. (ECB 2012a) Σε επίπεδο ΕΕ, με τη μεταφορά της Βασιλείας ΙΙΙ στο δίκαιο της ΕΕ μέσω της νέας οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Capital Requirements Directive IV) 31

προωθείται η δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου κανόνων για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ παρέχεται παράλληλα στις εθνικές αρχές η ευελιξία να θεσπίσουν αυστηρότερες απαιτήσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των εγχώριων χρηματοπιστωτικών συστημάτων. (ECB 2012b) Η θέσπιση μιας τραπεζικής ένωσης είναι ένας σημαντικός παράγοντας του πλαισίου που απαιτείται για μια ολοκληρωμένη Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Economic and Monetary Union EMU). H καθιέρωση ενός ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (Single Supervisory Mechanism SSM), αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. (ECB 2014b) Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση κατέδειξε την αντίφαση της διεξαγωγής της τραπεζικής εποπτείας σε εθνικό επίπεδο, σε μια νομισματική ζώνη με μια ενιαία νομισματική πολιτική. Σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, η αστάθεια των εθνικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων μπορεί να μεταδοθεί ταχύτατα στο δημοσιονομικό τομέα και αντίστροφα. Το γεγονός αυτό συνιστά κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και δυσχεραίνει την ομαλή λειτουργία της νομισματικής πολιτικής. Βραχυπρόθεσμα, ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός θα συμβάλει σημαντικά στην αποδυνάμωση της αλληλεξάρτησης μεταξύ των τραπεζών και του δημοσιονομικού τομέα, ενώ μακροπρόθεσμα θα έχει ευεργετική επίδραση στη ζώνη του ευρώ και θα δώσει ώθηση στην παγκόσμια οικονομία. (ECB 2012a) 3.4.2 Στόχοι και Πολιτικές Η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών και ιδιαίτερα των τραπεζικών ιδρυμάτων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη απρόσκοπτη λειτουργία τόσο των επιμέρους όσο και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όλως αντιθέτως, ενώ η οικονομική δραστηριότητα καθίσταται ολοένα και περισσότερο παγκόσμια (Lane 2013), η ρύθμιση και εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων παραμένει ανομοιογενής και κατακερματισμένη σε επίπεδο κρατών ή κρατικών ενώσεων (ΗΠΑ, ΕΕ). Ωστόσο, η αυξανόμενη διασυνοριακή φύση των τραπεζικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών υπογραμμίζει την ανάγκη για μια συντονισμένη 32