Συνέντευξη με τον κύριο Βασιλάκη Γιώργο 14-9-98 στο Ηράκλειο. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά Κύριε Γιώργο στο χωριό σας, θυμάστε, παίζανε βιολιά, λύρες; Ναι, παίζανε παλιά και λύρα και λυράρη είχε, αλλά και ως επί το πλείστον βιολιά. Ήταν ένας εξάδερφος του πατέρα μου που έπαιζε και ήταν και άλλος ένας νονός μας, είχε βαφτίσει έναν αδερφό μου, ο οποίος έπαιζε κι αυτός, αλλά όχι, βέβαια, επαγγελματικά. Τα ονόματά τους; Τα ονόματά τους είναι το ένα Κωνσταντίνος Λουλακάκης. Έπαιζε βιολί; Βιολί. Και άλλος ένας τον λέγανε Τίτο Κόκκινο. Και λύρα; Ήταν ένας Μανώλης Γεραγάκης, έπαιζε λύρα, έπαιζε και κιθάρα και μαντολίνο. Πιο πολύ θυμάστε ακουγόταν η λύρα ή το βιολί τα παλιά τα χρόνια; Τότε στα χωριά μας εμάς στην περιφέρεια, ήμαστε στην Πεδιάδα, ήτανε τα βιολιά. Ήτανε πολλοί βιολάτορες στην Πεδιάδα. Ήτανε ο Ηρακλής από την Επισκοπή, ήτανε από την Αγιές-Παρασκές ο Γιάννης ο Καλογεράκης, ήτανε απ το Χουδέτσι ο Λευτέρης. Αυτούς που ήξερα εγώ ήτανε βιολιά όλα τότε. Δηλαδή, στα επίσημα γλέντια παίζανε περισσότερο βιολί; Περισσότερο βιολιά παίζαν τότε. Είχε και λυράρηδες, αλλά ήταν λίγοι. Του Ηρακλή ο πατέρας ήταν λυράρης. Ο Ηρακλής πώς είναι το επώνυμό του; Σταυρουλάκης. Α, ο Λευτέρης ο Βλασάκης απ το Χουδέτσι. Είναι Χουδέτσι, με χι; 1
Με χι. Χουδέτσι Τεμένους, διότι μοιράζει ο δρόμος και είναι από τη μεριά αυτή Τεμένους, από δω, από Αγιές Παρασκές είναι Πεδιάδα. Από άλλα χωριά ερχόντουσαν στο χωριό σας; Ναι, παλιά οργανοπαίχτες. Ήταν συνήθειο, δηλαδή, αυτό; Ναι, πώς; Καλούσανε στους γάμους παλιούς οργανοπαίχτες, βέβαια, διότι δεν υπήρχαν τότε στο χωριό τέλειοι, άριστοι να βγάλουν το γάμο. Και καλούσαν έναν άλλο. Βέβαια, ύστερα στο χωριό, που μάθανε οι χωριανοί, παίζανε μετά οι χωριανοί. Θυμάστε να έπαιζε λύρα μαζί με το βιολί σε κανένα γλέντι, λύρα και βιολί μαζί; Εγώ τουλάχιστον όχι. Αν παίξανε αλλού, σε άλλο χωριό, αλλά εγώ δεν θυμάμαι να παίζουν μαζί και τα δυο όργανα. Ή λύρα θα έπαιζε ή βιολί. Συνήθως από ποια περιοχή καλούσαν οργανοπαίχτες; Από δω, από διάφορα χωριά, τώρα που λέμε του Ηρακλή τον πατέρα, από την Επισκοπή, εκαλούσαν από το Μωχό και κάναν τα πανηγύρια εδώ στην Πεδιάδα μέχρι να βγούμε εμείς. Ερχότανε από διάφορα χωριά. Επαγγελματίες απ το Ηράκλειο, βιολάτορες, υπήρχαν την εποχή εκείνη; Δηλαδή που να τους καλούν μέσα απ την πόλη, απ το Ηράκλειο; Υπήρχανε, υπήρχε ένας Σπανακάκης Αριστείδης, ο οποίος ήτανε άριστος στο βιολί κι από κει μπορώ να σας πω ότι πήρα εγώ πολλά πράματα. Διότι ερχότανε στο χωριό μας και έπαιζε και ξέρεις εγώ τότε μόνο με τ αυτί ή με το μάτι, μπορούσες να πάρεις κάτι, δεν είχε ούτε μαγνητόφωνα, ούτε μεγάφωνα, ούτε μικρόφωνα, ούτε τίποτα. Αν αρπούσες με τ αυτί κάτι καλώς, δεν μπόρεσες, δεν έμαθες. Όταν λες ότι έπαιρνες κάτι, έπαιρνες μόνο με τ αυτί πράγματα, δηλαδή, μόνο με το άκουσμα ή κοίταζες και τα χέρια; Έβλεπα βέβαια και τα χέρια, να δω πού, πώς; Όταν κοίταζες τα χέρια, τι κοίταζες ακριβώς να πάρεις; 2
Κοίταζα τα δάχτυλα πού πατούσανε, σε ποιες χορδές, ανάλογα το σκοπό. Ύστερα έβλεπα το χέρι με το τόξο, να δω τι, πώς, να πάρω μια ιδέα. Τότε, βέβαια, εννοείται, αρχές, το παιζα κανένα δυο μήνες, έπαιζα δυο μήνες και πήγα σε πανηγύρι. Αυτό σου λέω μόνο. Για ποια εποχή μιλάμε τώρα; Το 46, 47, δύο μήνες έπαιζα και πήγα στο πανεγύρι. Καλά δεν έπαιζα, βέβαια, μεγάλα πράματα, έπαιζα ένα χανιώτικο, έπαιζα ένα πεντοζάλη, ένα καλαματιανό εκεί πέρα τη βόλευες, κανά ταγκό έτσι μέσες άκρες, έβγανες το γλέντι τότε. Μόνος σας; Με τον αδερφό μου τον Κώστα, τον είχα πασαδόρο αυτόν στην αρχή. Μια και μιλήσαμε για πασαδόρους, το βιολί τι το συνόδευε; Το βιολί το συνόδευε συνήθως κιθάρα, μαντολίνο, μετά ύστερα τα λαγούτα. Όχι, για την εποχή του 40; Τότε ήτανε μόνο κιθάρες, μπουζούκι, μαντολίνο. Και μπουζούκι; Μπουζούκι συνόδευε το βιολί; Ναι, συνοδεύει. Μιλάτε για τώρα ή για τότε; Για τότε, εννοώ μόνο για μπάσο, όχι να παίξουνε μπουζούκι. Και συνήθως ποιος τραγουδούσε ο βιολάτορας ή ο πασαδόρος; Ήταν και πασαδόροι πολλοί που τραγουδούσανε. Συνήθως όμως; Συνήθως ο οργανοπαίχτης. Το μαντολίνο ή το μπουζούκι πάσο έπαιζαν ή έπαιζαν και τη μελωδία; Μάλλον πάσο, γιατί δεν μπορούσε η κλίμακα του μπουζουκιού να βγάλει την κοντυλιά. Το μαντολίνο, όμως, τη βγάζει. Το μαντολίνο τη βγάζει, το μαντολίνο συνόδευε. Συνόδευε πολύ καλά μπορώ να σου πω. 3
Η λύρα τώρα, πώς συνοδευόταν η λύρα; Η λύρα συνοδευόταν κι αυτή πιο παλιά με διάφορα τότε, που υπήρχανε τότε. Ήτανε σαν νταούλια, παλιά είχανε βγάλει κάτι μαντόλες τις λεγόμενες, ήτανε έτσι τετράγωνη και μετά εδώ στην απάνω μεριά έκανε έτσι ένα αυτό και ήτανε η λεγόμενη μαντόλα. Αυτές υπάρχουνε και σήμερα κανά δυο, τρεις. Δηλαδή είδες μεγάλο μαντολίνο είναι η μαντόλα; Όχι πάλι το σχέδιο του μαντολίνου, έχει ένα άλλο σχέδιο. Ήταν πλακουτσωτό πίσω; Ναι, πλακωτό, τόσο ήτανε στο πάχος, ήκανε μια αυτή, ερχότανε έτσι, είχε εδώ αυτό που έβγαινε η φωνή και μετά εδώ απάνω, αυτές τις έφτιαχνε, ένας ήταν στην Καινούργια Πόρτα στο Ηράκλειο, ο λεγόμενος τον έβρισκες Μαλιώτη. Την μαντόλα την έχει φτιάξει ο Μαλιώτης τότε. Έφτιαχνε, βέβαια, και μαντολίνα, έφτιαχνε και βιολιά, επισκεύαζε αυτά όλα, πηγαίναμε εκεί ό,τι είχαμε, ό,τι θέλαμε. Αυτός ήταν δηλαδή επαγγελματίας οργανουργός; Οργανοποιός. Τ όνομά του το κανονικό δεν το θυμάσαι; Δεν είναι Βλαχάκης; Όχι. Μαλιώτης ήταν πάντως το παρατσούκλι του; Ναι, σου λέει πού θα πας; Στου Μαλιώτη θα πας να στο φτιάξει. Αν θυμάται κι αυτός, πρέπει να το θυμάται γιατί ένας γιος του έχει πάει κάμποσες φορές στο Σκαλάνι και έχει βρει τον Κωστή. Σε ποιο μέρος ήταν αυτός; Εδώ στην Καινούργια Πόρτα Ηρακλείου, εκεί που είναι η Όασις. Που είναι του Καζαντζάκη τώρα, εκεί απέναντι στη Χρυσοστόμου. Νταούλι δεν συνόδευε ποτέ το βιολί; Όχι, εγώ δεν θυμάμαι. Παλιά ίσως. Δεν ακούσατε ποτέ απ τον πατέρα ή από κάποιον άλλο ότι συνόδευε; 4
Όχι. Καμιά φορά επαίζανε αυτοί που ήτανε οι πιο γεροντίδες και από τον πατέρα μας, επαίζανε αυτή τη λεγόμενη ασκομαντούρα που λέμε, τη φτιάχνανε με δέρμα του ζώου, όπως ήταν το σφάζανε, δεν το τρυπούσανε το δέρμα, το φτιάχνανε και κάνανε στη κάτω μεριά ένα μακρουλό μαντουριάστρα λεγόμενη, βάναν τις μαντούρες, τις κολλούσανε με κερί και την δένανε έτσι με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να κάνει σαν χωνί στην κάτω μεριά και τρύπα να φεύγει η φωνή κι από πάνω ήταν πάλι ανοιχτό είχε αυτό που φυσούσε και από κάτω στον άγκωνά του είχε το αυτό και του κανε πότε-πότε έτσι να φεύγει ο αέρας κι έβαζε από πάνω όσο έβγαινε και παίζανε καμιά φορά έτσι. Η ασκομαντούρα έπαιζε στα γλέντια; Ναι. Πιο παλιά παίζανε ασκομαντούρα, παλιά βέβαια, απ τον παππού μας παίζανε ασκομαντούρα και χορεύανε. Εσείς προλάβατε καθόλου ασκομαντούρα σε γλέντι; Εγώ όχι. Ο πατέρας μου θυμάται. Ούτε τώρα υπάρχει κανείς στο χωριό που να παίζει. Τώρα στο χωριό μας όχι. Ο πατέρας μου έπαιζε. Τη θυμάστε, σας είπαν ότι έπαιζε και σε γλέντι όχι μόνο Ναι, εγώ θυμάμαι τον πατέρα μου και έπαιζε, είχαμε και τέτοιο και τι έγινε, εξαφανίστηκε απ το σπίτι, τι έγινε δεν ξέρω. Έπαιζε ασκομαντούρα με τι άλλο όργανο, υπήρχε και μπασαδόρος; Ναι, μαντολίνο, κάτι τέτοια. Βιολί υπήρχε μαζί με την ασκομαντούρα; Η ασκομαντούρα ταιριάζει πολύ με το βιολί; Το παίζανε όμως; Το παίζανε, οι πιο παλιοί που ήτανε τότε επαίζανε κάποια φορά μαζί, διότι ταιριάζουν οι φωνές που βγάνει η μαντούρα, ταιριάζει με το βιολί στην αρμονία, ταιριάζει. Και μπορούσε ένας καλός μαντουρέας να σου κρατήσει ωραίο ήχο, ίσο που λέμε εμείς όπως είναι στην εκκλησία που ψάλουνε. 5
Ψάλεις κιόλα; Όχι. Άλλες δουλειές δεν μας πήγαν να μάθουμε ψάλσιμο, διότι τότε ήταν δύσκολα χρόνια. Στο χωριό σας τι προτιμούσε ο κόσμος, το βιολί ν ακούει ή τη λύρα; Το βιολί στο χωριό μας, δηλαδή εδώ στην Πεδιάδα ειδικά, αν πάρουμε Θραψανό, αν πάρουμε Καστέλι, αν πάρουμε Αγιές Παρασκές, Γουδέτσι, Σκαλάνι, Επισκοπή. Αυτά τώρα όλα τα χωριά ήτανε όλο βιολιά. Μπορεί να υπήρχανε και λυράρηδες τότε, άλλα ήτανε γέροι αυτοί τότε κι έτσι είχαν τα βιολιά. Ήταν ο Πτολεμαίος απ το Καστέλι, ήτανε ωραίος. Πτολεμαίος, έχει κανένα όνομα αυτός; Ποιο είναι το επίσημό του όνομα; Πτολεμαίος προφανώς ήταν παρατσούκλι. Στα Δειλινά τώρα κάθεται ένας ανιψιός του και ήτανε κι ένας λυράρης από την Καλλονή, ο λεγόμενος Καψιλίδης Γεώργιος. Απ αυτόν τον Καψιλίδη εμάθαμε όλοι οι οργανοπαίχτες της Πεδιάδος που ήμαστε κοντά και ακούγαμε το λεγόμενο πηδηχτό χορό το μαλεβιζιώτικο χορό. Κι ήταν κι άλλος ένας απ τσι Αρχάνες, ο λεγόμενος, τον είχανε παρομοιάσει επειδή ήτανε κοντός, τον είχανε βγάλει Κοντόχα και ήταν τότε και του Ηρακλή ο πατέρας, αυτοί οι τρεις ήταν εφάμιλλοι στα χρόνια και στο παίξιμο τότε. Κι άλλος ένας Αντώνης Κουρούπης από το Μοχό. Αυτοί οι τέσσερις, πέντε που θυμάμαι εγώ ήτανε όλοι στο ίδιο στυλ. Δηλαδή αυτοί όλοι περίπου πότε ζουν; Αυτοί ζούσανε μέχρι το 75 και πιο πρόσφατα, δεν θυμάμαι ακριβή ημερομηνία 75, 78 ζούσαν αυτοί όλοι που λέμε τώρα. Ο Καψαλίδης πέθανε πολύ παλιά, πέθανε μου φαίνεται το 40 όταν ήταν οι Γερμανοί εδώ, κάτι τέτοιο. Αυτοί όλοι έπαιζαν λύρα είπες; Ναι, αυτοί παίζανε λύρα. Ήτανε κι άλλος ένας από τη Γαλιά Μονοφατσίου από τις Μοίρες πιο πέρα, είναι ένα χωριό το λεγόμενο Γαλιά. Από κει ήταν κι ένας που τονε λέγανε Λευτέρη, ήτανε του παπά 6
γιος, τον οποίο τον σκότωσαν οι Γερμανοί κι αυτός έπαιζε ωραία λύρα κι ακούγαμε τότε που λέγανε ο Γαλιανός. Είπες κάτι που με εντυπωσίασε, ότι έμαθαν πηδηχτό χορό από τον Γιώργο τον Καψιλίδη. Αυτός ήτανε εδώ στην Πεδιάδα, ας το πούμε ο πρώτος, δηλαδή που μεταδόθηκε, μετά τον πήραμε όλοι, τον άκουγε ο ένας με τον άλλο. Μου κανε εντύπωση δηλαδή πώς από τη λύρα πέρασε στο βιολί ο πηδηχτός χορός απ τον Καψιλίδη; Δεν έχει σημασία, οι νότες είναι ίδιες, δεν έχει σημασία αν τον παίζει λύρα ή βιολί, το ίδιο πράμα είναι. Κι ό,τι προλαβαίναμε βέβαια κι εμείς στα κλεφτά που λένε ν αρπάξομε, διότι τότε δεν υπήρχανε όπως είπαμε και πρωτίστως τα μέσα που είναι τώρα. Τώρα είναι αυτά τα μέσα που είναι, να μαι εγώ δεκαπέντε χρονών, ποιος θα μ έπιανε εμένα. Δεν υπήρχανε τότε ούτε τέτοια, ούτε ευκολίες. Να ο Κώστα ο δικός μας επήγαινε στου Χουρμούζιου που ήταν εδώ πέρα στο ωδείο Ηρακλείου, αλλά ήθελε πενήντα εκατό δραχμές την κάθε φορά. Πού ντα τα εκατό φράγκα τότε να τα δίνεις στο ωδείο τότε. Δεν υπήρχε αυτή η ευχέρεια που υπάρχει τώρα. Δεν υπήρχαν τέτοια σημαίνει ότι δεν υπήρχαν λεφτά; Ναι, δεν υπήρχαν μέσα, δεν υπήρχαν λεφτά. Δάσκαλοι υπήρχαν τότε; Πώς, για το όργανο βεβαίως υπήρχε. Ποιοι ήτανε δάσκαλοι; Τον Κωστή να ρωτήσεις που πήγαινε στο ωδείο να σου πει ποιοι ήταν οι τότε, ο Χουρμούζιος. Εγώ ρωτάω αν είχατε εκεί στα χωριά κάποιους που σας μαθαίνανε; Στα χωριά όχι. Στα χωριά, αν ένας όπως εγώ που πρωτοάρχισα, από μένα έμαθε, ήμαστε τέσσερα αδέρφια, επαίζαμε και οι τέσσερις. Ήτανε ο Κώστας, εγώ, ένας αδερφός μου που είναι στη Γερμανία κι ένας που είναι 7
στην Αθήνα. Κι ήτανε δύο λαγούτα, δύο βιολιά. Εντωμεταξύ έφυγε ο Κώστας πήγε στη Γερμανία. Ο Κώστας κι ο Γιώργος παίζουν βιολί. Ο Νίκος κι ο Αντρέας επαίζανε λαγούτο, κιθάρα, λαγούτο, τέτοια, μαντολίνο, απ όλα. Ύστερα από μένα, σιγά-σιγά, έφυγα εγώ πήγα στρατιώτης, έμαθες ο Κωστής. Ύστερα έμαθε κι άλλο ένα παιδί, ο Αβυσσηνός, ο λεγόμενος Σφακιανάκης Γεώργιος έμαθε κι αυτός μετά. Εγώ έπαιζα μέχρι είκοσι χρόνια επαγγελματικά. Ύστερα είναι ανάλογα τις εποχές. Πώς αποφάσισες ν ασχοληθείς με το όργανο, υπήρχε κάποιος στην οικογένεια που έπαιζε; Ναι υπήρχε ένας θείος μας που έπαιζε μαντολίνο κι ο άλλος ο εξάδερφος του πατέρα μου βιολί, αλλά ήτανε τότε οι συνθήκες τέτοιες, τότε που φεύγαν οι Γερμανοί, εμείς ως παιδιά, ήτανε το μυαλό μας να βρούμε κανά πιστόλι, ή να βρούμε κανένα αυτό να το σκαλίζουμε. Και μου λέει τότε ο πατέρας μου, ο Θεός να τον συγχωρέσει, λέει «ρε συ Γιώργο, παιδί μου, τι τα σκαλίζεις αυτά και τα κάνεις και δεν πας να πάρεις ένα όργανο να το μάθεις, να ασχολείσαι με το όργανο, να μην ασχολείσαι μ αυτά τα πράματα, να σκοτωθείς στα τελευταία». Και πράγματι τον άκουσα κι είχε ένας θείος μου ένα μαντολίνο, πήγαινα το παιρνα κλεφτά, ήθελα να πω της θείας μου, «θεία να μου δώσεις το μαντολίνο να το παίξω λιγάκι κι εγώ θα το ξαναφέρω πάλι να το κρεμάσω». Να μου το δώσει κλεφτά, που λες. Ε, άμα έπαιζα το μαντολίνο καλά δυο, τρεις μήνες, μετά ήθελα να μάθω βιολί. Ήταν ένας εξάδερφος της μάνας μου που χε ένα βιολί, αλλά αυτό δεν είχε τίποτα απάνω. Το πήρα εγώ του βαλα χορδές, πίρους, γλώσσα, δοξάρι τα πάντα, όλα, το στόλισα σιγά-σιγά. Με το αυτί να πάω στο καφενείο να βάλω το δίσκο να τον ακούσω, να τρέχω στο σπίτι Το δοξάρι πώς το φτιαξες; 8
Έπιασα ένα αθανατόφυλλο και το κοψα και μετά το κοπάνισα στην ταράτσα απάνω κι έβγαλα αυτές τις ίνες. Διότι μου δωσε το δοξάρι αυτός ο ξάδερφος της μάνας μου, αλλά δεν είχε τίποτα απάνω. Και λέω εγώ, «να πάω να γυρεύω τώρα δοξάρι, μωρέ εγώ θα κάνω αυτή τη δουλειά», έτσι μου κοψε, ξέρω κι εγώ. Κι άμα ξεραθήκανε αυτές οι τρίχες που ήταν τόσες μακρές, ήπιασα εγώ μόνος μου και βρήκα κόλλα κι έβαλα στην απάνω μεριά με την αρχή και μετά τις τράβηξα κάτω, τις τέντωσα, τσι ήβρεξα και τσι τέντωσα και τσι ήβαλα στο κάτω, αυτό που μπαίνει με την βίδα που το τεντώνεις κι έβαλα ρετσίνι. Δηλαδή, το τόξο το είχες κι έβαλες μόνο αυτές τις χορδές απ τον αθάνατο. Απ τον αθάνατο ναι. Αυτές δεν σπούσαν όταν έπαιζες; Όχι. Ήσαν αντοχής. Με τι άλλο φτιάχνατε χορδές; Εκτός από αθάνατο τι άλλο χρησιμοποιούσατε; Παναγία μου, είναι να γελάει κανείς. Χορδές Όχι χορδές συγνώμη, για το τόξο. Από το άλογο, άμα ήτανε το άλογο κι είχε μακριά ουρά, έβγανες τις πιο μακριές τρίχες και τις καθάριζες, τις σαπούνιζες και έφτιαχνε. Διότι ήτανε περίπου τόσες, έφτιαχνες με τις πιο μακριές τρίχες της ουράς. Με τέτοιο δοξάρι έπαιξες ποτέ; Πώς, Παναγία μου. Έπαιζε ωραία, δεν σπάνε; Αυτό είναι το γνήσιο πράμα. Και δεν σπάνε; Αλλά πού να τις βρεις τώρα τόσες μακριές να φτάξει το τόξο απ τη μια στην άλλη. Με λινάρι φτιάχνανε ποτέ.; 9
Και με λινάρι παίζει, αλλά όχι όσο η τρίχα του αλόγου και η αθανατότριχα. Το λινάρι το παίρνατε φυσικό ή γινόταν κάποια ειδική επεξεργασία; Τα σαπούνιζες για να ναι αδρύ που λέμε εμείς άγριο και με τη ρετσίνι έκανε δουλειά. Όχι, εννοώ το λινάρι έτσι όπως ξεραίνουν τον αθάνατο Ναι, το βγανες πάλι και το ταχτοποιούσες. Ή το κλώθανε πρώτα. Όχι, άμα το κλώσεις δεν κάνει, θέλει να ναι σε ορισμένο πλάτος, να τόσο ας πούμε πλάτος το κανες. Το κανόνιζες να σε παίρνει κάτω. Τώρα για χορδές πήγατε να πείτε κάτι. Για χορδές χρησιμοποιούσαμε μετά που φύγαν οι Γερμανοί που δεν υπήρχαν ούτε πουλάνε τέτοια πράματα στο Ηράκλειο, εφτιάχναμε από καλώδιο, το οποίο είχε ατσάλινο σύρμα και κόβαμε ένα κομμάτι καλώδιο τόσο και κάναμε το μι και το λα. Στις άλλες ρε και σολ εβάζαμε καμιά φορά από καμιά παλιά κόρδα της κιθάρας, από καμιά παλιά λύρας, τότε τώρα πού να βρεις ή ερχόμαστε από το Ηράκλειο μετά που είχανε εδώ πέρα κάποιος Μπαρμπουνάκης, που είχε αυτά τα είδη και πουλούσε και έβλεπες τις χορδές, απ όλα, πίρους, δοξάρια. Μετά βέβαια απ το 46, 47, 48, αυτά τα βρισκες όλα στην αγορά. Εντέρινες χορδές χρησιμοποιούσατε ποτέ; Ναι, εγώ χρησιμοποίησα. Δηλαδή τις αγοράζατε κι αυτές; Το σολ ήτανε αντέρινο η πιο χοντρή. Αλλά αυτές τις αγοράζατε; Ναι, τις αγοράζαμε. Δεν τις φτιάχνατε μόνοι; Όχι. Εγώ θυμάμαι μικρός ότι σε πολλά παρατηρούσα ότι σπούσαν οι χορδές, δηλαδή την ώρα που έπαιζε ο βιολάτορας ήταν πολύ συχνό το 10
φαινόμενο να σπάνε οι χορδές και ν αλλάζει. Ήταν αυτές οι χορδές οι αντέρινες που σπάζανε έτσι εύκολα; Να σου πω. Η αντέρινη δεν υπέφερε πολύ, διότι έμενε σε χαμηλό τόνο. Μι, λα, μετά ερχόταν το ρε πιο χαμηλά, η σολ μετά η αντέρινη ήταν ακόμα πιο χαμηλά. Η οποία καλά-καλά τέντωνε, αλλά όχι τόσο πολύ ούτως ώστε να σπάσει. Το μι, λα ήτανε μεταλλικές χορδές και οι άλλες δύο ήταν αντέρινες; Ναι. Μετά είχανε χορδές εδώ πέρα αφθονία φέρανε. Το δοξάρι το είχατε πάντα έτσι όπως είναι τώρα μακρύ; Ναι μακρύ, το δοξάρι του βιολιού είναι μακρύ, είναι πιο μακρύ από της λύρας. Αλλά κι οι λύρες τώρα παίζουνε μ αυτά τα τόξα, αυτά τα δοξάρια. Δοξάρι με κουδουνάκια χρησιμοποιούσατε ποτέ; Στο βιολί όχι. Οι λύρες ναι. Οι λύρες είχαν; Οι λύρες είχαν, ναι, τα λεγόμενα γερακοκούδουνα. Αυτά τα κουδούνια με το παλμό του τόξου έδιναν και χρόνο. Δηλαδή είχε τον πασαδόρο αλλά είχε και ο λυράρης τα κουδούνια εκείνα καμιά δεκαριά στο τόξο πάνω στερεωμένα, τα οποία με το χρόνο του τόξου δίνανε κι αυτά κάποιο ρυθμό. Και βέβαια δεν ήταν τα τόξα του βιολιού, εννοώ στο σχήμα; Παλιά ήταν τα κάνανε σχεδόν οι ίδιοι λυράρηδες. Ένα κομμάτι ξύλο το πελεκούσαν, το κανε λίγο καμπυλωτό, του κανε εδώ κάτω το τετράγωνο κι έσφιγγε με στεφόνι, με πίρο που λέμε τέντωνε και είχε από την απέξω μεριά τα κουδουνάκια. Του κανε μέρος, έσκαβε, το κάρφωνε απάνω στο ξύλο με το κουδουνάκι μαζί. Και ήταν εκεί μόνιμο. Τι λύρες τις φτιάχνανε μόνοι τους. Ναι, ορισμένοι τις φτιάχνανε μόνοι τους, με το ξύλο σιγά-σιγά με σκαρπέλο, με σκεπάρνι το πελεκούσανε, με λίμα, με ξυλοφά, με γυαλί. Τρίβαν το ξύλο το φέρνανε ως ένα σημείο στη λύρα. 11
Σε ποια ηλικία μάθατε βιολί, πιάσατε για πρώτη φορά το βιολί; Να σας πω, να βάλουμε το 27 γεννηθείς, το 46 δεκαεννιά χρονών, δεκαοχτώ. Άρα ήσασταν συνειδητοποιημένος ότι θέλετε το βιολί και όχι τη λύρα. Ναι, μ άρεσε το βιολί, διότι άκουγα από άλλους και μ άρεσε πιο καλά το βιολί, πιο όμορφο, πιο καλό ήχο έβγαζε το βιολί και μ άρεσε. Ειδάλλως θα μάθαινα λύρα. Να ο γιος μου τώρα ο Στέλιος, του πα να μάθει βιολί, έμαθε λύρα κι είναι καλός, καλός λυράρης. Είπατε ότι πηγαίνατε στο καφενείο και βάζατε ένα δίσκο. Ποιος ήταν ο δίσκος; Δίσκους τότε που βγάζανε, έβγαζε ο Σκορδαλός, έβγαζε ο Μουντάκης, έβγαναν οι πιο παλαιότεροι από μας. Τότε δεν υπήρχαν τα μέσα να πάρεις το δίσκο ή την κασέτα να τονε βάλεις σε πικάπ να παίξει κι ήσουνα υποχρεωμένος να πας στο καφενείο, να πιεις τον καφέ σου, να παρακαλέσεις τον καφετζή ότι «κύριε Μανώλη σε παρακαλώ βάλε μου το δίσκο αυτό να τον ακούσω» και να φύγεις από το καφενείο να πας στο σπίτι, να το θυμάσαι, να λες «μα εκεί πάει, δεν πάει, ταιριάζει, δεν ταιριάζει, ξαναπάω». Πότε ήρθαν πρώτη φορά δίσκοι στο χωριό, από ποιο χρόνο περίπου; Μετά από το 47, 48, αφότου φύγανε οι Γερμανοί, κυκλοφορούσανε μετά δίσκοι. Ήταν τα γραμμόφωνα τα κουρδιστά; Ναι, τα γραμμόφωνα. Ένα γραμμόφωνο είχε όλο-όλο στο χωριό μας. Είχε κι άλλα, αλλά ήταν τα ελατήρια σπασμένα, άλλα δεν δουλεύανε κι ήταν ένα γραμμόφωνο στο χωριό στο καφενείο. Αυτό ήτανε τότε. Συνήθως όταν ήθελε ένα παιδί να μάθει είτε λύρα είτε βιολί άκουγε από δίσκους και μάθαινε ή πήγαινε κοντά σε δάσκαλους σε πανηγύρια; Άκουγε και από τους δίσκους, αλλά συμβουλευότανε και κάποιον ο οποίος ήτανε μεγαλύτερος και έπαιζε. Όπως εγώ που δεν ήξερα στην αρχή να το κουρδίσω και πήγαινα σ ένα νονό μας, είχε βαφτίσει ένα 12
μου αδερφό και τονε παρακάλεσα δυο τρεις φορές να μου το κουρδίσει, να πάρω τον ήχο από τη μια χορδή στην άλλη πώς είναι, να το πάρω να το κουρντίζω. Μετά από δυο τρεις φορές το συνήθισα, το κούρδιζα εγώ μόνος μου. Αυτοί οι παλιότεροι, όταν τους ζητούσατε να σας δώσουν πληροφορίες, να σας μάθουν να παίζετε, ευχαρίστως το έκαναν; Ευχαρίστως μας δίνανε, ναι. Σου λέει «έλα να σε μάθω». Είχα ένα θείο κι έπαιζε μαντολίνο και στην αρχή που έπαιζα μαντολίνο πήγαινα, του λεγα «θείε, βοήθησέ με, δείξε μου εδώ πέρα κάτι πώς γίνεται» και ευχαρίστως. Οι άλλοι επαγγελματίες που ερχόντουσαν στο χωριό, όταν σας έβλεπαν να πλησιάζετε; Τους άρεσε που είχαμε ζήλο. Δεν ήταν δηλαδή αρνητικοί; Όχι, καθόλου. Σε πανηγύρια πηγαίνατε τότε κοντά σε μεγαλύτερους που παίζανε βιολί για να μάθετε; Ναι, πηγαίναμε και ακούγαμε να δούμε. Εσείς συγκεκριμένα σε ποιον είχατε πάει; Εγώ είχα πάει προς την Επισκοπή σ αυτόν τον Σταυρουλάκη τον Ηρακλή, γνωριστήκαμε μετά, παίζαμε μαζί σε γλέντια, μου είπε ορισμένα πράματα πώς πρέπει να γίνεται και σιγά-σιγά, μια, δυο, τρεις, πέντε φορές ήρθα και κατατοπίστηκα με τα λεγόμενα αυτουνού, ο οποίος ήτανε πολύ καλός. Δηλαδή θα τον θεωρούσατε ως δάσκαλό σας, αν σας έλεγα ποιον θεωρείτε δάσκαλό σας; Ναι, τέλος πάντων πέστο, δάσκαλος. Απ αυτόν και από το Σπανακάκη τον Αριστείδη, ο οποίος ερχότανε στο χωριό κι έπαιζε ταχτικά σε γλέντια και παρακολουθούσαμε. Πόσο χρονών ήσαστε όταν κρατήσατε μόνος σας ένα γλέντι; 13
Θα μουνα δεκαοχτώ. Μόλις αρχίσατε να μαθαίνετε δηλαδή; Από δεκαεφτά, δεκάξι πες το άρχισα, δεκαοχτώ χρονών αναλάμβανα γλέντι μόνος μου. Τι ρεπερτόριο είχατε ξέρετε, θυμάστε; Τι είχατε παίξει τότε, τι κομμάτια είχατε παίξει; Χανιώτικο, καλαματιανό, πεντοζάλη, λίγο από ευρωπαϊκά, λίγο βαλς, λίγο ταγκό. Κυρίως τα κρητικά μας ενδιαφέρουν. Σούστα. Παίζαμε ένα χορό τον οποίο δεν ξέρω αν τον παίζουν τώρα, ο λεγόμενος ζερβόδεξος. Δηλαδή εχορεύανε, πηγαίνανε μπροστά, μια στιγμή ο λυράρης τους έκανε ένα κόψιμο και γυρίζανε πίσω και μετά πάλι άμα ήθελε να τους ζαλίσει, τους έκανε συχνά το κόψιμο και γυρίζανε δεξιά, αριστερά, δεξιά, αριστερά. Τώρα, μέσα στη ροή του λόγου σας, είπατε ο λυράρης τους έκανε το κόψιμο. Ναι, ο λυράρης ασφαλώς. Την ώρα του χορού ο λυράρης τους κανόνιζε πότε θα γυρίσουνε πίσω ή δεξιά ή αριστερά. Γιατί λέτε ο λυράρης; Ναι, ο βιολάτορας. Πώς τα λένε τα όργανα, έτσι γενικά που λέει «έρχονται τα όργανα». Σου λέει «έρχονται οι οργανοπαίχτες να παίξουνε. Ποιος είναι; Ο τάδε». Έτσι το λέγανε ή υπάρχει κάποιο όνομα ειδικό; Ποιος είναι; Ο τάδε. Τι παίζει; Βιολί, ή ο άλλος είναι ο τάδες από τη Επισκοπή και παίζει λύρα, είναι ο τάδε από κει και παίζει βιολί. Στην Ιεράπετρα μας λέγανε ότι τα λέγανε βιολοντάουλα. Εδώ έχει καμιά τέτοια ονομασία; Ελέγανε στο χωριό μας, ως παιδιά που ήμασταν που ερχόνταν και κάναν τους γάμους «ήρθε ο οργανοπαίχτης απ την Επισκοπή να παίξει 14
στον τάδε γάμο». Έτσι το λέγανε απλά. Ακούγαμε κι εμείς ως παιδιά, πέντε, έξι, εφτά, δέκα χρονών έτσι το ακούγαμε. Δεν είχαν δηλαδή καμιά ειδική ονομασία για το συγκρότημα; Όχι. Τότε βγάζανε χρήματα τα όργανα; Βγάζανε, όχι πολλά, αλλά αυτά που βγάζανε τα λίγα η αξία τους ήτανε σεβαστή. Δηλαδή μπορούσε κάποιος να ζήσει μόνο παίζοντας; Μόνο όργανο; Όχι έπρεπε να κάνει και κάτι άλλο ή το γεωργό θα κανε, ή σε άλλη δουλειά θα ήτανε. Αλλά συνήθως οι πιο μεγάλοι από μας, αυτοί οι επαγγελματίες, πηγαίνανε βέβαια και στην περιουσία τους, πηγαίνανε στο αμπέλι τους, στο χωράφι τους, αλλά δεν έπαυαν και το όργανο. Εσείς κάνατε συμφωνίες μ αυτούς που σας φωνάζανε; Καμιά φορά με το γαμπρό ή να ρθει ένας να κάνει καφενείο, να σε ζητήσει να σου πει «Γιώργο θέλω να ρθεις να παίξεις στο τάδε πανηγύρι στο μαγαζί μου. Πόσο θέλεις; Τόσο θέλω, όχι τόσο θα σου δώσω», τα κανονίζαμε πηγαίναμε. Παίρναμε τώρα εκεί πέρα ένα άλφα, μηδαμινό ποσό και παίρναμε μετά ό,τι βγάζαμε εμείς. Απ το χορό; Απ το χορό, τα τυχερά ναι. Β. Πλευρά Πώς σας τα δίναν τα τυχερά; Εκεί που παίζαμε τα βάζανε ένας-ένας εκεί που σηκωνόταν να χορεύει, έβανε στο τραπέζι απάνω, τότε πενήντα δραχμές, εκατό δραχμές, είκοσι δραχμές, ανάλογα. Έβαζαν και μες στην κιθάρα; Έβαζε και μέσα στην κιθάρα έβαζε, τα πετούσε μέσα. 15
Πετούσαν και κουμπιά καμιά φορά αντί για νομίσματα; Ή το κάναν καλαμπούρι άμα θέλαν να πειράξουν κανένα, του πετούσανε κουμπιά, έτσι για πλάκα. Μπορούσε κάποιος να σηκωθεί να χορέψει και να μη δώσει κάτι; Όχι, θα δινε κάτι, έστω μια δραχμή τότε, δυο δραχμές, πέντε δραχμές, θα δινε δεν μπορούσε. Ή αν δεν σηκωνότανε ο ίδιος, θα σηκωνόταν η γυναίκα του, η κόρη του. Και τι θα κανε η γυναίκα του και η κόρη του, θα ριχνε εκείνη χρήματα; Όχι, αυτός θα ριχνε χρήματα στο λυράρη για να χορέψει η κόρη του με τη γυναίκα του. Είπατε προηγουμένως ότι μαθαίνατε από το Μουντάκη, από το Σκορδαλό, ακούγατε και πηγαίνατε σπίτι και παίζατε και μιμούσασταν τι έκαναν; Ναι, πώς αλλιώς; Δεν υπήρχε άλλη περίπτωση. Αλλά δεν είχατε κάποια δυσκολία από τη λύρα να πάτε στο βιολί και να τα παίξετε; Όχι, άκουγες τον ήχο, τον ήχο έπαιρνες και τονε μεταβίβαζες στο βιολί και λες ναι, καλά το πάω, μου λείπει από κει χάνω. Μια, δυο, τρεις, πέντε, το κατάφερνες. Προσπαθούσατε δηλαδή να μιμηθείτε τον ήχο της λύρας; Ναι, τον ήχο βέβαια, αλλά στο βιολί. Αλλά περίπου είναι η κλίμακα, οι νότες ίδιες. Ο Κώστας ο αδερφός σου μας είπε ότι κουρδίζει διαφορετικά το βιολί για να βγάλει αυτό τον ήχο. Το έκανες κι εσύ αυτό; Ναι, πολλές φορές, μετά που βρήκα λαουτιέρη να παίζομε καλά σε γλέντι, έκαμα εγώ το εξής: έβαλα μια χορδή λα, της έβγαλα το αλουμίνιο και την έβαλα μι. Μετά έβαλα λα, έβαλα ρε, το πιο ελαφρύ, το πιο ψηλό κι έβαλα μετά πιο χοντρές, για να ρχεται σε αρμονία με το λαούτο, διότι αν έβανα την ψηλή χορδή στο βιολί, έμενε μετά χαμηλά, διότι το λαούτο δεν μπορούσε να βγει πολύ ψηλά. Κι έπρεπε να μείνει το βιολί 16
στον τόνο του λαγούτου και για να μείνει στον τόνο του λαγούτου έπρεπε να ναι λίγο χοντρή η πρώτη χορδή, ώστε να μην τεντώνει ούτε πολύ ούτε λίγο. Εάν έβαζες ψηλή χορδή, την κανονική που βάζουμε τώρα, δεν έβγαζε τον απαιτούμενο ήχο. Κι ήσουνα υποχρεωμένος να σαι σύμφωνος με τον τόνο του λαγούτου. Δηλαδή πώς ήτανε κουρδισμένο το βιολί; Κανονικότατα, αλλά είχαμε αλλάξει τις χορδές. Πιο χοντρές στο μι και πού αλλού; Όλες να πάει μετά απάνω, σειρά όλες. Όλες γινόντουσαν πιο χοντρές; Πιο χοντρές όλες, για να αρμόζει με το λαούτο. Αλλά διαφορετικό κούρδισμα δεν έκανες, όπως κάνει ο Κώστας; Εσύ ο ίδιος; Κάναμε το λα το δικό μας, πώς λέγεται φα, σι, το κάναμε στο μι του λαγούτου και μετά το μι που ήτανε η πιο ψηλή χορδή, έβγαινε απέξω, δηλαδή κανονικά πάλι κουρδιζότανε, αλλά το μι μας που σου δινε το λαγούτο να κουρδίσεις, εκούρδιζα το λα εγώ κι έπαιζα από μέσα. Δεν έπαιζες την πρώτη χορδή, το μι; Έπαιζε και η πρώτη, αλλά ως επί το πλείστον μέσα, εφόσον το λα ήτανε μι του λαγούτου για να ταιριάζει. Τις υπόλοιπες χορδές τις αφήνατε τις ίδιες, το σολ γινόταν μήπως λα; Όχι, το σολ έμπαινε κανονικά, αλλά έμπαινε λίγο πράμα πιο χοντρή, για να έρχεται αρμονία με τις άλλες. Εφόσον έβαζες μπροστά μι πιο χοντρό, έπρεπε κι άλλες ν ακολουθάνε. Τον καβαλάρη τον πειράζατε καθόλου; Ε, καμιά φορά τον πειράζαμε, όταν ήταν να ναι στραβωμένος, ή να μην είναι στο ίσιο σημείο με το στύλο από κάτω. Διότι το βιολί έχει ένα στύλο μέσα και κρατάει τα δυο καπάκια. Απάνω σ αυτό το στύλο πρέπει να στηρίξουμε τον καβαλάρη. Πώς τον λέτε αυτόν τον στύλο; Στύλο; 17
Στύλο, απλώς στύλο. Τον λέγατε ποτέ ψυχή; Ναι, ψυχή. Ο Μαλιώτης μας το πε αυτό, ότι αυτό το πράμα λέγεται ψυχή. Άμα λείπει αυτό δεν παίζει το όργανο ή άμα τονε βάλεις λάθος πάνω ή κάτω ή πιο μέσα ή πιο έξω δεν παίζει. Αλλά αυτό που σε ρώτησε προηγουμένως ο Σπύρος δεν ήταν αυτό, σε ρώτησε εάν κόβατε τον καβαλάρη; Ανάλογα με το ύψος του καβαλάρη κει με τη πλάκα, κανονίζεις τώρα με την πλάκα να ρχεται αρμονία, να μην είναι πολύ ψηλά ο καβαλάρης ούτως ώστε να σηκώνονται οι χορδές ψηλά, να μην έχουνε συμφωνία και ομοφωνία, διότι άμα είναι ψηλά η χορδή. Δεν τον κόβατε καθόλου τον καβαλάρη; Τον κόβαμε άμα ήταν λίγο ψηλός και μάλιστα ορισμένοι τότε τον κόβανε τον καβαλάρη και στη μέση για να βγάνει πιο δυνατό ήχο διότι τότε δεν υπήρχανε μηχανήματα. Ν ακούγεται περισσότερο; Ναι, ν ακούγεται περισσότερο. Διότι δεν είχες τότε μεγάφωνα ή μικρόφωνα να τ ανοίξεις το κουμπί να παίζει όπως το θέλεις εσύ. Από το κόψιμο που κάνετε στη μέση, για να χαμηλώσει ο καβαλάρης Τον κόβαμε από πάνω, κυκλικά πάλι έτσι μισοφέγγαρο για να αρμόζει στην πλάκα. Μόνοι μας τα φτιάχναμε αυτά τα πράματα, το κανες πρόβα μια, δυο φορές πάνω κάτω λίγο μπρος το φερνες και κει που άρμοζε και που άκουγες τον ήχο ότι βγαίνει όντως κανονικά εκεί το άφηνες μετά. Τίποτα άλλο κάνατε στον καβαλάρη; Μετά που βγήκανε οι λεγόμενοι μαγνήτες, πήγαινες τον καβαλάρη στο μάστορα, στον ηλεκτρολόγο και τοποθετούσε το μαγνήτη όπως τους έχουμε και τώρα. Είδα πολλές φορές να βάζουνε χτένι στον καβαλάρη. Το βάζατε εσείς ποτέ; 18
Το χτένι το βάνανε για βγαίνει η φωνή πιο απαλή, πιο μαλακιά η φωνή. Είχαμε τότε κάτι ενισχυτάδες, όπως είναι το ράδιο ένα πράμα τόσο, είχε δυο, τρεις θέσεις, έβαζες στη μια θέση το βιολί, στην άλλη έβανε το λαγούτο. Έβανες τώρα εκεί το χτένι για να βγάνει πιο μαλακιά φωνή. Αλλά εγώ το είδα να το κάνουν και χωρίς τους ενισχυτές, που έπαιζαν έτσι μόνοι τους. Ναι, το κάνανε. Για τον ίδιο λόγο το κάνανε; Ναι. Και τώρα άμα θες το βάζεις. Όχι, θέλω να καταλάβω γιατί το κάνατε; Το κάνανε γι αυτή την περίπτωση, να βγαίνει η φωνή πιο μαλακιά, τους φαινόταν ότι έβγαινε πιο καλή. Υπήρχε άλλος τρόπος, κάτι άλλο να κάνεις ώστε να γλυκάνει η φωνή του βιολιού, να μην ακούγεται σκληρή; Ή πιθανώς να υπήρχαν και περιπτώσεις που κάποιος ήθελε να βγάλει σκληρή φωνή για ν ακούγεται μακριά. Τι κάνατε σ αυτή την περίπτωση; Οι πλείστοι εκάνανε αυτό για να ακούγεται. Διότι έμπαινε σ ένα καφενείο, το οποίο ήτανε μικρός ο χώρος και πολύς ο κόσμος κι ήσουνα αναγκασμένος να σε ακούνε και έπρεπε κάτι να κατεργαστείς, κάτι να φτιάξεις, να αποδώσεις. Πότε ακούγεται καλύτερα το βιολί, όταν είναι ψηλός ο καβαλάρης ή χαμηλός ο καβαλάρης; Όταν είναι στην κανονική του θέση και στο ύψος και στο έτσι, να ναι στην ψυχή απάνω. Και ανάλογα με την πλάκα, δεν μπορεί να πάει ψηλά, το πατάς μετά και κάνει παραφωνία. Εκτός της παραφωνίας, που έχεις δυνατό δάχτυλο και το πατάς καλά, ακούγεται καλύτερα, ως ήχος, ακούγεται δυνατότερα; Ακούγεται, αλλά άμα πας λίγο-λίγο χαμηλά από την αρχή της πλάκας του βιολιού, αρχινά και χάνει, διότι είναι ψηλά. Και πρέπει να ναι 19
κανονισμένο ο τζόγος που θα έχει από την πλάκα το ύψος της χορδής, να το πατάς να μη σου κάνει παραφωνία. Εσείς όταν παίζετε κάνετε αυτό που λένε επίσημα, δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε, μήπως πρέπει να σας το πω αλλιώς, το βιμπράτο, δηλαδή αυτό το τρέμουλο; Το τρέμουλο ναι. Το κάνετε; Ναι, το κάνουμε. Αυτό είναι ένα στολίδι στο βιολί απάνω. Το κάνετε από παλιά; Πώς δεν το κάνουμε, από παλιά. Οι παλιοί που έχετε γνωρίσει το κάνανε; Το κάνανε, ναι. Είπατε πριν ότι ακούγατε από τους δίσκους τη λύρα, ή από άλλους λύρα και προσπαθούσατε να το μιμηθείτε αυτό στο βιολί. Συνηθίζετε να παίζετε στις τρεις μόνο χορδές του βιολιού, αντί στο καντίνι, στην πρώτη χορδή να παίζετε στις πάνω χορδές για να μιμηθείτε καλύτερα τη λύρα; Κι αυτό γινότανε, αλλά επειδή ήτανε το βιολί, όπως είπαμε, με χορδές άλλες το παιζες στην κανονική του θέση, δηλαδή όπως το παιζε και η λύρα, διότι έτσι προσπαθούσες να το πάρεις και εσύ, με τον ίδιο τόνο. Είχατε διαφορετικές δηλαδή χορδές ως προς τον ήχο με την λύρα; Καμιά φορά ναι, για να, περίπου, να προσαρμόζεται με τη λύρα εκάναμε αυτή την αλλαγή στις χορδές. Δηλαδή το κουρδίζατε διαφορετικά θέλετε να πείτε, ποια ήτανε η αλλαγή; Όχι, η αλλαγή ήτανε το ότι ήτανε οι χορδές τέτοιες που ήτανε λίγο πιο χοντρή το μι με το λα και ερχότανε στον τόνο, να ρθει στον τόνο της λύρας και του λαγούτου. Αυτό το κάνατε συχνά; 20
Ε, καλά το κούρδισμα εκεί ήτανε, στον τόνο αυτό. Μετά αλλάξαμε χορδές, αλλάξαμε άλλους τόνους. Κάθε ένα που πήγαινες, κούρδιζες ας πούμε κανονικά. Συνήθως δηλαδή το βιολί το κουρδίζατε κανονικά; Κανονικότατα. Μι, λα, ρε, σολ. Ναι, αυτό ήτανε. Το «αλά τούρκα» το ξέρατε το κούρδισμα, «αλά τούρκα» που λένε; Ναι, είναι ένα κούρδισμα το οποίο κάνει ένα άλλο διαφορετικό ήχο, δηλαδή αντί να αρμόζει στο πέμπτο πάτημα που λέγαμε εμείς, μπορείς να παίξεις ανοιχτό μι και να πιάσεις μετά τρία λα. Να ναι το πέντε λα. Και ήταν ένα διαφορετικό κούρδισμα, αλλά έπρεπε να το συνηθίσεις. Πώς ήταν οι χορδές τότε; Οι ίδιες χορδές πάλι Το μι πού το Το κούρδιζες στον τόνο του, όπου ήθελες εσύ, αλλά η λα και οι άλλες πηγαίνανε σε άλλο, αντί να πιάσεις από μι, θέλεις να παίξεις, ας πούμε μια κοντυλιά η οποία έπιανε από μι πέντε λα και μετά συνέχιζε απάνω και κάτω, έπιανες από τρία λα, διότι ήτανε άλλο το κούρδισμα. Κι αν πήγαινες στο πέμπτο δεν ταίριαζε. Τι εννοείτε πέντε λα και τρία λα; Αυτό είναι τώρα που δεν το ξέρω να το πούμε μουσικά, η κλίμακα. Το καντίνι το πειράζατε καθόλου στο κούρδισμα αυτό; Ποιο; Την τελευταία, την ψηλή χορδή, καντίνι, πώς τη λέτε; Μι. Το μι, το πειράζατε καθόλου; Το μι πάλι μπορείς να το βάλεις εσύ σε όποιο ύψος θέλεις. Όχι, όταν έκανες κούρδισμα αλά τούρκα; 21