Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ π. Σταῦρος Κοφινᾶς 16/3/2005 «Ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου;» Αὐτὴ ἡ ἐρώτηση ἑ- στιάζει ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ φιλανθρωπία, αὐτὸ τὸ ἔργο ἑστιάζεται ἀκριβῶς στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ στὴν ἐνσάρκωση καὶ στὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Παλαιὰ ιαθήκη μᾶς λέει ὅτι τὸ μεγάλο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου. Τὸ ἔργο ἢ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅσα ἔκανε καὶ ὅσα εἶπε. Ὅταν ὁ λαὸς ἐρώτησε τὸν Ἰησοῦ: «τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ ἐργαστοῦμε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ;», ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε: «Τοῦτο εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ: νὰ πιστεύετε εἰς Αὐτὸν, ποὺ ἔστειλε Ἐκεῖνος». Ξέρετε, ὁ Ἀββᾶς Ἀπολλὼς ξεκινώντας κάθε ἔργο ποὺ ἔκανε ἔλεγε «πηγαίνω νὰ ἐργαστῶ μὲ τὸν Χριστὸ σήμερα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μου». Ἡ σωτηρία εἶναι ἡ ἀνταμοιβὴ ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός. Τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ κορυφώνεται στὴ Σταύρωση καὶ στὴν Ἀνάσταση. Ὁ Χριστὸς καλεῖ ὅλους ὅσοι εἶναι κουρασμένοι καὶ φορτισμένοι νὰ μαθητεύσουν κοντά Του καὶ Αὐτός, ποὺ εἶναι πρᾷος καὶ ταπεινός, διδάσκει μὲ τὴ ζωή Του, ὅτι, μέσα ἀπὸ τὴν πρᾳότητα, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῆς προσωπικῆς ἀδυναμίας, οἱ κουρασμένοι, οἱ φορτωμένοι, θὰ βροῦν ἀνάπαυση ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία. Ἡ θετικὴ ἀνταπόκριση σ αὐτὸ τὸ κάλεσμα συνεπάγεται μεγάλη χαρὰ ἀλλὰ καὶ ἀρκετὲς δυσκολίες. Ξέροντας τὶς δυσκολίες τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς ἀποδοχῆς ὁ Χριστὸς μᾶς δοκιμάζει, ὅπως δοκίμασε τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη ρωτώντας: «Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι τὸ ὁποῖο ἐ- γὼ θὰ πιῶ; ἢ νὰ βαπτιστεῖτε τὸ βάπτισμα τὸ ὁποῖο ἐγὼ θὰ βαπτιστῶ;». Αὐτὴ εἶναι ἐρώτηση ποὺ θέτει σὲ ὅλους ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ συμμετάσχουν στὴ φιλανθρωπία Του καὶ νὰ καθίσουν στὴ Βασιλεία Του. Μετὰ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὸν Σταυρὸ γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι συμμετέχει στὸν πόνο μας. Ἁπλώνει τὰ χέρια Του, δέχεται τὸν πόνο ὅλων καὶ τὸν κάνει δικό Του. Ἁπλώνει τὰ χέρια Του καὶ καλεῖ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα νὰ συσταυρωθεῖ μαζί Του. «Ἐγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς
ἐμαυτόν» Μᾶς καλεῖ νὰ λάβουμε μέρος στὴ δική Του ζωή. Μᾶς καλεῖ νὰ νιώσει ὁ καθένας τὸν πόνο ποὺ βιώνει στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν πόνο ποὺ εἶναι γύρω του καὶ ἔπειτα νὰ νιώσουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀγάπη ποὺ νιώθει Αὐτός. Θὰ κριθοῦμε στὸν βαθμὸ ποὺ δεχόμαστε ἢ ἀπορρίπτουμε αὐτὸ τὸ κάλεσμα στὸν βαθμὸ ποὺ δεχόμαστε ἢ ἀπορρίπτουμε τὴ ζωή Του. «Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου. Νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» Θὰ κριθοῦμε στὸν βαθμὸ ποὺ δεχόμαστε ἢ ἀπορρίπτουμε τὸν πόνο ποὺ εἶναι μέσα μας καὶ γύρω μας. Ἔτσι ἐμεῖς, ὁ λαός, πληγωμένοι ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἀγάπης, καὶ ὁ Ἰησοῦς, πληγωμένος ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἀποδοχῆς, εἴμαστε κρεμασμένοι ἀπάνω στὸν Σταυρὸ μαζί Του, στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ κραυγάζουμε «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες;» Ἔτσι καθοδηγώντας μας ὁ Χριστὸς στὴν ἀπαξία τῆς βιοτικῆς μέριμνας καὶ στὴν ἀξία τῆς ἀπαθείας, στὴ συνέχεια μᾶς καλεῖ νὰ ἀναστηθοῦμε μαζί Του, ὁπότε ἡ θλίψη τοῦ κόσμου τούτου μεταμορφώνεται σὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Ἡ δυσκολία νὰ δεχτεῖ κανεὶς αὐτὸ τὸ κάλεσμα καὶ νὰ βιώσει τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι, ἐφόσον τὴ δεχτεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει τὸν προσωπικό του πόνο καὶ ἀγωνία. Ὁ Χριστὸς ἤξερε αὐτὴ τὴ δυσκολία. Τὴν ἔχει βιώσει μὲ ἀγωνία στὴ Γεθσημανή, ὅπου ἡ ψυχή Του «ἐγένετο περίλυπος ἄχρι θανάτου», «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο». Ἀλλὰ ἡ ἀπόλυτη ἀγάπη Του νίκησε αὐτὴ τὴ δυσκολία καὶ ἠρέμησε τὴν ἀ- γωνία. «Πλὴν οὐχ ὣς ἐγὼ θέλω, ἀλλ ὣς Σύ» Τὰ καταληκτικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ φιλανθρωπία δὲν εἶναι μία καλὴ ἡρωικὴ πράξη, ποὺ κάνουμε μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνταμοιβῆς γι αὐτὸ ἀπάντησε στοὺς μαθητές: «Νὰ καθίσετε εἰς τὰ δεξιά μου, εἰς τὰ ἀριστερά μου, δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ τὸ δώσω, ἀλλὰ θὰ δοθεῖ εἰς ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου». Ὅταν πράττουμε ἀγάπη, δὲν μποροῦμε νὰ ἀπαιτήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κληρονομήσουμε τὴ Βασιλεία. Ἡ κληρονομία τῆς Βασιλείας εἶναι δῶρο τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, εἶναι μιὰ συνέχεια τῆς δικῆς Του φιλανθρωπίας, ποὺ βιώνεται ἀπὸ τὸν πιστό. Νὰ πιοῦμε τὸ ποτήρι ποὺ ὁ Χριστὸς ἤπιε, εἶναι μία ἔκ-
φραση ζωῆς μὲ αὐταπάρνηση, μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καὶ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιὰ τὰ πάντα. Εἶναι τὸ ποτήρι τοῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος δὲν περιμένει τίποτα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ φροντίζει. Ὅταν περιμένουμε κάτι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ φροντίζουμε, εἶναι ἔνδειξη τῆς φιλαυτίας μας καὶ τῆς ναρκισσιστικῆς μας ἀνάγκης γιὰ αὐτοεπιβεβαίωση. Ποιὲς εἶναι οἱ προϋποθέσεις γιὰ φιλανθρωπία; Ὅταν προσεγγίσουμε τὸ ποτήρι ποὺ ἤπιε ὁ Χριστός, τὸ ποτήρι τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Πατέρα, θὰ προσεγγίσουμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν συνάνθρωπό μας καὶ προπαντὸς τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ πιοῦμε τὸ ποτήρι ποὺ ἤπιε ὁ Χριστὸς καὶ ποιὲς προϋποθέσεις πρέπει νὰ ὑπάρχουν; μὲ ποιὸν τρόπο θὰ τὸ πιοῦμε; ποιὲς δυσκολίες θὰ ἀντιμετωπίσουμε; Ἡ πρώτη προϋπόθεση εἶναι νὰ μὴ χάσουμε τὴν προοπτικὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Ὅταν χάσουμε αὐτὴ τὴν προοπτική, εἴμαστε εὐάλωτοι νὰ ὑποστοῦμε πολλὰ δεινά. Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος μᾶς τὸ δίνει αὐτὸ σὲ ἕνα συγκλονιστικὸ δίδαγμά του μᾶς λέει: «Ἀγάπησε τοὺς πιστούς, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις κι ἐσὺ δι αὐτῶν τὸ ἔλεος. Μὴν πλησιάζεις τοὺς φιλόνικους, γιὰ νὰ μὴν ἀναγκαστεῖς νὰ χάσεις τὴ γαλήνη σου. Μὴν ἀηδιάζεις ἀπὸ τὴ δυσοσμία τῶν ἀρρώστων καὶ μάλιστα τῶν πτωχῶν, διότι ἔχεις κι ἐσὺ σῶμα. Μὴν ἐπιπλήξεις τοὺς θλιμμένους στὴν καρδιά, γιὰ νὰ μὴ μαστιγωθεῖς μὲ τὸ ραβδί τους καὶ ζητήσεις παρηγορητὰς ποὺ δὲν θὰ εὕρεις. Μὴν περιφρονήσεις τοὺς ἀκρωτηριασμένους, διότι στὸν ᾍδη ὅλοι θὰ βαδίσουμε ἰσότιμα. Ἀ- γάπησε τοὺς ἁμαρτωλούς, μίσησε τὰ ἔργα τους καὶ μὴν τοὺς καταφρονήσεις γιὰ τὰ ἐλαττώματά τους, μὴν τυχὸν καὶ ἐσὺ πειραχτεῖς μὲ παρόμοια. Ἐνθυμήσου ὅτι εἶσαι κοινωνὸς τῆς γεώδους φύσεως καὶ εὐεργέτει τοὺς πάντες. Νὰ μὴν ἐπιπλήττεις ὅσους ἔχουν ἀνάγκη τῆς εὐχῆς σου καὶ νὰ μὴν ἀποστερεῖς ἀπ αὐτοὺς τοὺς μαλακτικοὺς λόγους τῆς παρηγοριᾶς, γιὰ νὰ μὴν ἀπολεσθοῦν καὶ σοῦ ζητηθοῦν οἱ ψυχές των. Ἀλλὰ μιμήσου τοὺς ἰατρούς, ποὺ θεραπεύουν τὰ θερμότερα πάθη μὲ τὰ ψυχρότερα φάρμακα καὶ τὰ ψυχρότερα πάθη μὲ τὰ ἀντίθετα. Ἀνάγκασε τὸν ἑαυτό σου, ὅταν συναντήσεις τὸν πλησίον σου, νὰ τὸν τιμήσει πάνω ἀπὸ τὰ μέτρα του. Φίλησε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του καὶ κράτησέ τα πολλὲς φορὲς μὲ πολλὴ τιμὴ καὶ βάλτα ἐπάνω στὰ μάτια σου καὶ ἐπαίνεσέ τον γιὰ ἀρετὲς ποὺ δὲν ἔχει.
Αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ἀκολουθεῖς πάντοτε. Τὸ νὰ εἶσαι δηλαδὴ εὐπροσήγορος καὶ ἐπαινετικὸς πρὸς ὅλους. Καὶ νὰ μὴν παροξύνεις κανέναν ἢ νὰ μὴ ζηλέψεις, οὔτε γιὰ τὴν πίστη οὔτε γιὰ τὰ κακά του ἔργα, ἀλλὰ νὰ φυλάγεσαι ὥστε νὰ μὴ μέμψεις ἢ νὰ ἐλέγξεις κανέναν γιὰ κάτι. ιότι ἔχουμε ἀπροσωπόληπτο Κριτὴ στοὺς οὐρανούς. Ἂν ὅμως θέλεις νὰ τὸν φέρεις πρὸς τὴν Ἀ- λήθεια, λυπήσου γι αὐτὸν καὶ εἰπέ του μὲ δάκρυα καὶ ἀγάπη ἕναν λόγο ἢ δυὸ καὶ μὴν ἐξοργισθεῖς ἐναντίον αὐτοῦ καὶ δεῖ σὲ σένα σημεῖο ἔχθρας. ιότι ἡ ἀγάπη δὲν γνωρίζει νὰ θυμώνει, ἢ νὰ παροξύνεται ἢ νὰ μέμφεται κάποιον μὲ ἐμπάθεια.» Ἡ δεύτερη προϋπόθεση εἶναι, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, νὰ μὴν ἀφήσουμε τὸν ζῆλο μας νὰ γίνει ἐμπόδιο τῆς ἀγάπης, ὥστε ἡ ἐλεημοσύνη μας νὰ γίνει ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐπιπλήξουμε τὸν ἀδελφό μας ἐνώπιον τῆς δικαιοσύνης. Ἐλεημοσύνη καὶ δικαιοκρισία σὲ μία ψυχὴ εἶναι σὰν ἄνθρωπος ποὺ λατρεύει τὸν Θεὸ καὶ τὰ εἴδωλα σὲ ἕναν οἶκο. Ἡ δικαιοκρισία εἶναι ἰσότης τῆς ζυγαριᾶς, ποὺ ἀποδίδει στὸν καθένα ὅ,τι ἀξίζει καὶ δὲν παρεκκλίνει σὲ κανένα μέρος, οὔτε προσωποληπτεῖ κατὰ τὴν ἀπόφαση, ἐνῶ ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι λύπη ποὺ κινεῖται ἀπὸ τὴν Χάριν καὶ κλίνει μὲ συμπάθεια πρὸς ὅλους. Τὸν ἄ- ξιον τιμωρίας δὲν τὸν παιδεύει καὶ στὸν ἄξιον ἀγαθοῦ δίνει μὲ ἀφθονία. Ἔτσι ἐφόσον ἔχουμε μπροστά μας τὶς ἐλλείψεις μας καὶ τὶς ἁμαρτίες μας, μποροῦμε νὰ καλλιεργήσουμε τὴ λύπη ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ἔχουμε φιλανθρωπία. Ἡ τρίτη προϋπόθεση γιὰ φιλανθρωπία εἶναι νὰ ἀφήσουμε χῶρο στὴν καρδιά μας καὶ στὴ ζωή μας γιὰ φιλανθρωπία. Ὁ πρῶτος τρόπος νὰ ἀνοίξουμε αὐτὸ τὸν χῶρο εἶναι νὰ βιώσουμε τὴ δυστυχία καὶ τὴ νήψη μέσα στὴν προσευχή, νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες ποὺ μᾶς περιπλέκουν καὶ νὰ κενωθοῦμε ἀπὸ τὴν ψεύτικη θεότητα τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τὸ ὑπερβολικὸ βάρος τῶν παθῶν μας ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ. Ἔτσι ἀφήνουμε χῶρο γιὰ νὰ ἑδρεύσει ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας καὶ νὰ γίνει βίωμά μας. Ὁ δεύτερος τρόπος εἶναι νὰ ἀφήσουμε χρόνο γιὰ ἐλεημοσύνη. Ἡ δυσκολία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι ὅτι δὲν ἔχει τὸν χρόνο ποὺ χρειάζεται νὰ ἀφιερώσει στὴ μέριμνα τοῦ ἀδελφοῦ του. Εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ δώσεις χρήματα παρὰ χρόνο ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ρουτίνα. Ἀλλὰ τὸ χρῆμα,
ὅσο ἀναγκαῖο καὶ ἂν εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ καλύψει πλήρως τὴν ἔλλειψη ἀγάπης. Ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων μᾶς διδάσκει αὐτὸ μὲ ἕναν συγκλονιστικὸ τρόπο. Τὸ ἔλαιον στὶς λαμπάδες ποὺ κρατοῦσαν οἱ παρθένες, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἦταν τὸ ἔλεος τῆς ἐλεημοσύνης. Οἱ παρθένες δὲν εἶχαν ἀποκτήσει τὸν ἔλεον, λόγῳ τῆς ραθυμίας τους καὶ τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν ἀγοράσουν μὲ χρήματα. Ποιὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ δείξουμε φιλανθρωπία; Ποιὸς εἶναι ὁ τρόπος νὰ πιοῦμε τὸ ποτήρι ποὺ ὁ Χριστὸς ἤπιε; Ὁ κύριος τρόπος εἶναι ἡ φιλοξενία ἡ φιλοξενία ποὺ ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σάρα ἔδωσαν στοὺς τρεῖς ἀγγέλους, ποὺ ἡ χήρα ἔδωσε στὸν Ἠλία, ποὺ ἔδωκε ὁ Ζακχαῖος καὶ ὁ Ματθαῖος στὸν Ἰησοῦ καὶ ἡ φιλοξενία ποὺ ἔδειξαν οἱ Ἀπόστολοι στοὺς Ἐμμαούς. Ἡ ἔννοια τῆς φιλοξενίας, τῆς φιλανθρωπίας, δὲν περιορίζεται στὸ νὰ δεχτοῦμε κάποιον στὸ σπίτι μας, ὅσο σημαντικὸ κι ἂν εἶναι καὶ αὐτό, ἀλλὰ περιλαμβάνει μία εὐρύτερη ἀντίληψη, ὅτι δεχόμαστε τὸν ἀποξενωμένο καὶ ξενιτεμένο ἀδελφό μας μέσα στὴν καρδιά μας. Φιλοξενία σημαίνει νὰ δημιουργήσουμε ἕναν ἐλεύθερο χρόνο καὶ χῶρο μέσα μας καὶ γύρω μας, ὅπου ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. ὲν ἔχει σκοπὸ νὰ ἀλλάξει τὸν ἄλλον, ἀλλὰ νὰ ἀφήσει χῶρο ὥστε ὁ ἄλλος νὰ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει. ὲν ὁλοκληρώνεται μὲ τὰ δῶρα ποὺ θὰ προσφέρουμε. Ὁ καλὸς ξενοδόχος πιστεύει ὅτι ὁ φιλοξενούμενος κρατάει πολύτιμα δῶρα καὶ εἶναι πρόθυμος νὰ τὰ προσφέρει. Ὁ ἅγιος Πέτρος μᾶς λέει νὰ εἴμαστε φιλόξενοι μεταξύ μας ἀνάλογα μὲ τὰ χαρίσματα ποὺ ἔχει ὁ καθένας μας. Τὰ χαρίσματα αὐτὰ εἶναι οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια καὶ ποὺ ἐκφράζονται ἀπὸ τὸν καθένα μὲ ἕναν μοναδικὸ καὶ προσωπικὸ τρόπο. Ἔτσι ἡ φιλοξενία εἶναι μία κίνηση ὅ- που ὁ καθένας ἀποκαλύπτεται καὶ ἐπιβεβαιώνεται ὑπαρξιακὰ ὡς εἰκόνα Θεοῦ. Χρειάζεται νὰ δημιουργήσουμε ἕναν χῶρο ὅπου ὁ ἄλλος δὲν θὰ ἀκούσει τὰ διδάγματά μας, τὶς ἱστορίες μας, τὴ θεολογία μας καὶ προπαντὸς τὶς παρατηρήσεις μας, ἀλλὰ ἕναν χῶρο ὅπου ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ ἀναπαυθεῖ ἀπὸ τὶς ἔ- γνοιες του καὶ τὶς ἀπασχολήσεις του.
Ὁ ἄρρωστος, λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, χρειάζεται μᾶλλον ἐπιμέλεια παρὰ ἐ- πιτίμιο, ὥστε νὰ δημιουργηθοῦν οἱ προϋποθέσεις νὰ ἀκούσει μὲ προσοχὴ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι μέσα του. Ὅταν κάποιος βιώνει τὴ φιλανθρωπία μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, τότε ὅλη του τὴν ὕπαρξη ἐκφράζει ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἱλαρότητα. Καρπὸς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς ἀκοῆς. Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα παραδείγματα ποὺ δείχνει αὐτὸ εἶναι τοῦ Ἀββᾶ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος εἶχε καλλιεργήσει τὸ χάρισμα τῆς ἀκοῆς στὴν ἀσκητική του ζωή. Ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ οὐσιαστικὰ εἶναι ἕνας ἅγιος τῆς ἐρήμου Ὁ Τολστόι πῆρε μία ἱστορία ἑνὸς Ἀββᾶ τῆς ἐρήμου καὶ τὴν ἔκανε μυθιστόρημα ποὺ λέγεται «Ὁ ἐξομολογητής». Σᾶς συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσετε. Ἐγὼ θὰ σᾶς διαβάσω ἕνα ἀπόσπασμα, πῶς ὁ Τολστόι περιγράφει τὸν Ἀββᾶ Ἰωσήφ, ποὺ εἶναι συγκλονιστικό. «Στὸν Ἰωσὴφ ὑπῆρχε ὁ καρπὸς ἑνὸς χαρίσματος, ποὺ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, καθὼς τὰ μαλλιά του ἄρχισαν νὰ χάνουν τὴ λάμψη τους, αὐτὸς ἔπιασε νὰ ἀνασταίνει καὶ νὰ ἀνθίζει. Ἦταν τὸ χάρισμα τῆς ἀκρόασης. Ὅποτε κάποιος ἀδελφὸς ἀπὸ ἕνα ἐρημητήριο ἢ κάποιο παιδὶ τοῦ κόσμου μὲ τὴν ψυχὴ βασανισμένη καὶ τρικυμισμένη ἐρχόταν στὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ ἔλεγε γιὰ τὶς πράξεις του, τὰ βάσανά του, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς πλάνες του, τοῦ διηγιόταν τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του, τὸν ἀγῶνα του γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὶς ἧττες του σ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, ἢ μιλοῦσε γιὰ ἀπώλειες, πόνο ἢ λύπη, ὁ Ἰωσὴφ ἤξερε πῶς νὰ τὸν ἀκούσει, πῶς νὰ τοῦ δώσει ὅλη του τὴν προσοχὴ καὶ νὰ ἀνοίξει τὴν καρδιά του, νὰ πάρει πάνω του ὅλες τὶς λύπες καὶ τὶς ἔγνοιες του καὶ νὰ τὶς κρατήσει, ἔτσι ὥστε ὁ ἄλλος, ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα νὰ φύγει, ἔνιωθε ἤρεμος καὶ ἀνακουφισμένος. Σιγὰ - σιγὰ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου αὐτὴ ἡ ἱκανότητά του τὸν εἶχε κατακυριεύσει καὶ τὸν εἶχε καταστήσει ὄργανό της κάποιον ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἐμπιστευόντουσαν ὅτι ἤξερε νὰ τοὺς ἀκούει. Οἱ ἀρετές του ἦταν ἡ ὑπομονή, μιὰ δεκτικὴ παθητικότητα καὶ μεγάλη διακριτικότητα. Ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ προσέρχονταν ἄνθρωποι σ αὐτὸν γιὰ νὰ ἀ- φήσουν τὶς καρδιές τους νὰ ἐκφραστοῦν ἐλεύθερα, γιὰ νὰ ἀνακουφιστοῦν ἀ- πὸ τὶς στενοχώριες. Ὑπέφεραν ἀπὸ ντροπή, δίσταζαν νὰ μιλήσουν γιὰ τὶς ἁ- μαρτίες τους, ἀναστέναζαν βαθιὰ καὶ παρέμεναν σιωπηλοὶ γιὰ ὦρες. Ἀλλὰ
φερόταν σὲ ὅλους τὸ ἴδιο. Ὁτιδήποτε καὶ νὰ τοῦ ἐξομολογιόταν κανείς, δὲν ἔμοιαζε σὰν νὰ μιλοῦσε στὸ κενό. Ἀλλὰ ὅ,τι ἔλεγε ἔμοιαζε σὰν νὰ μεταμορφώνεται, νὰ μαλακώνει καὶ νὰ λεπτύνεται στὴν ἴδια τὴ διαδικασία τῆς ἄρθρωσης καὶ τοῦ ἀκούσματος. Μόνο λίγες φορὲς ἀπαντοῦσε μὲ μία προειδοποίηση ἢ μία νουθεσία, καὶ ἀκόμα λιγότερο ἔδινε συμβουλὲς ἢ προσταγές. Κάτι τέτοιο δὲν φαινόταν νὰ εἶναι δουλειά του ἢ ἦταν κάτι ποὺ τὸν καταλάβαιναν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἡ δικιά του δουλειὰ ἦταν νὰ ἐπιμείνει, νὰ ἐμπνέει ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ εἶναι διαθέσιμος, νὰ ἀκούει ὑπομονετικὰ καὶ μὲ ἀγάπη, νὰ συμπαραστέκεται στὴ διαμόρφωση τῆς ἐξομολόγησης, προσκαλώντας ὅλα ὅσα εἶναι ἐγκλωβισμένα μέσα σὲ κάθε ψυχὴ νὰ σπάσουν τὴν κρούστα, νὰ σπάσουν τὸ φράγμα καὶ νὰ χυθοῦν πρὸς τὰ ἔξω. Τότε τὰ ἔπαιρνε καὶ τὰ περιτύλιγε σιωπηλά. Ἡ ἀ- πάντησή του ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια: στὸ τέλος κάθε ἐξομολόγησης, τόσο στὶς τρομερὲς ὅσο καὶ στὶς ἀνώδυνες, τόσο σὲ αὐτὲς τὶς γεμάτες μεταμέλεια, ὅ- σο καὶ στὶς ματαιόδοξες, ἔλεγε στὸν μετανοοῦντα νὰ γονατίσει πλάι του καὶ νὰ πεῖ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Μετὰ τὸν ἄφηνε νὰ φύγει, ἀφοῦ πρῶτα τὸν ἀσπαζόταν στὸ μέτωπο. Μὲ τὸ νὰ ἀκούει καὶ νὰ καταλαβαίνει, φαινόταν σὰν νὰ ἔπαιρνε ἀπάνω του ἕνα μερίδιο ἀπὸ τὴν ἐνοχή σὰν νὰ βοηθοῦσε τὸν ἄλλο νὰ ἀντέξει τὸ βάρος τοῦ ἁμαρτήματος. Μὲ τὸ νὰ μένει σιωπηλός, φαινόταν σὰν νὰ ἔθαβε αὐτὰ ποὺ εἶχε ἀκούσει καὶ νὰ τὰ παρέδιδε στὸ παρελθόν. Μὲ τὸ νὰ προσεύχεται μαζὶ μὲ αὐτόν, τὸν μετανοοῦντα, μετὰ τὸ τέλος τῆς ἐξομολόγησης, ἔ- μοιαζε νὰ τὸν δεχόταν σὰν ἀδελφό του καὶ νὰ τὸν ἀναγνώριζε σὰν ἰσότιμό του. Φιλώντας τον ἦταν σὰν νὰ τὸν ὁδηγοῦσε περισσότερο σὰν ἀδελφὸς παρὰ ἱερωμένος, μὲ ἕναν τρόπο περισσότερο στοργικὸ παρὰ ἐπίσημο». Ἡ δυσκολία νὰ ἀκούσει κανείς, εἶναι ὅτι μέσα στὴν ἡσυχία ἀκοῦς πράγματα ποὺ εἶναι δυσάρεστα. Ὅταν ἀκοῦς τὸν πόνο, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀκούσεις καὶ τὴ θλίψη. Ὅταν ἀκοῦς τὴ δυστυχία, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀκούσεις καὶ τὴν ὀργή. Ὅταν ἀκοῦς τὴν ἀπόγνωση, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀκούσεις τὴ μοναξιά. Ἂν πράγματι βιώσεις τὴν ἡσυχία καὶ καλλιεργήσεις τὸ χάρισμα τῆς ἀ- κοῆς, τότε δὲν θὰ μπορεῖς νὰ ἀποφύγεις νὰ ἀγγίξεις τὴ δική σου τὴ θλίψη καὶ
δυστυχία, νὰ νιώσεις τὴ δική σου ὀργή, ἀπόγνωση καὶ μοναξιά. Συνήθως ἡ πολυθόρυβη ζωή μας καὶ τὰ κούφια λόγια ποὺ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ παρηγορήσουμε, εἶναι γιὰ νὰ ἐμποδίσουμε τὴ δυστυχία τοῦ ἄλλου ν ἀγγίξει τὴ δική μας προσωπικὴ δυστυχία, τὰ προσωπικά μας πάθη. Προτιμοῦμε νὰ ἀποφύγουμε τὴν ἡσυχία, ὥστε νὰ ἀποφύγουμε τὴ συνάντηση μὲ τὸν ἑαυτό μας. Καὶ πολλὲς φορὲς ἀποφεύγουμε τὴ συνάντηση μὲ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴ δοῦμε τὶς ἀτέλειές μας. Ἀλλὰ ἂν δὲν ἀγγίξουμε αὐτὴ τὴ δυστυχία, τὴν ἀρρωστημένη μας φύση, δὲν θὰ βροῦμε τὴ γιατρειά μας. Ἂν δὲν ἀγγίξουμε τὸν προσωπικό μας ᾍδη, δὲν θὰ βροῦμε τὴν Ἀνάσταση. Οἱ φωνὲς ποὺ θὰ ἀκούσουμε μπορεῖ νὰ μᾶς ταράξουν, ἀλλὰ ἂν ἐπιμείνουμε στὸν κανόνα μας καὶ δὲν πέσουμε στὴ φυγοπονία, τότε ἡ θλίψη, ἡ ὀργή, ἡ ἀπογοήτευση καὶ ἡ μοναξιὰ θὰ χάσουν τὴ δύναμή τους. Τότε θὰ ἀκούσουμε τὴν εἰρήνη, τὴν καλοσύνη, τὴ συγχώρεση καὶ τὴν ἀγάπη. Ὁ προφήτης Ἠλίας ἐπέμενε στὸν ἑαυτό του καὶ ἄκουσε ὅλους τοὺς θορύβους τῆς φύσεως. Ἀλλὰ μετὰ ἄκουσε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ!... Ὅ- ταν βιώνουμε τὴ φιλανθρωπία μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, τότε τὰ λόγια μας θὰ ἐκφραστοῦν μὲ φωνὴ λεπτῆς αὔρας καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωνή «κἀκεῖ Κύριος», ἐκεῖ εἶναι ὁ Κύριος. Ἂν δώσεις, λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, κάτι στὸν φτωχό, νὰ τὸν παρηγορήσει γιὰ τὸ δόσιμο ἡ ἱλαρότητα τοῦ προσώπου σου καὶ νὰ παρηγορήσεις τὴ θλίψη του μὲ ἀγαθὰ λόγια. Νὰ εὐφραίνεσαι μ ἐκείνους ποὺ εὐφραίνονται καὶ νὰ κλαῖς μ ἐκείνους ποὺ κλαῖνε. Μὲ τοὺς ἀρρώστους ἀρρώστησε. Μὲ τοὺς πενθοῦντες νὰ χαίρεσαι. Γίνε φίλος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ μὲ τὴ σκέψη σου νὰ εἶσαι μοναχός. Γίνε κοινωνὸς στὰ παθήματα τῶν πάντων καὶ μὲ τὸ σῶμα σου ἀπομακρύνσου ἀπ ὅλους. Νὰ μὴν ἐλέγχεις οὔτε νὰ ὀνειδίζεις κανέναν, οὔτε τοὺς χειρότερους στὴ διαγωγή. Ἅπλωσε τὸν χιτῶνα σου στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ σκέπασέ τον. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ πάρεις ἐπάνω σου τὰ πταίσματά του καὶ νὰ δεχθεῖς τὴν τιμωρία καὶ τὴν αἰσχύνη ἀντὶ γι αὐτόν, τοὐλάχιστον δεῖξε ὑπομονὴ καὶ μὴν τὸν ντροπιάσεις. Τὸ νὰ πιεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ ποτήρι τῆς φιλανθρωπίας εἶναι σὰν νὰ πιεῖ ἀπὸ ἕνα ποτήρι γεμάτο ἀπὸ πίκρα καὶ γλυκύτητα. Εἶναι ποτήρι τῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ ποτήρι τοῦ μαρτυρίου. Τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ Χριστὸς πρὸς τοὺς μαθητές
«Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι τὸ ὁποῖο ἐγὼ θὰ πιῶ; ἢ νὰ βαπτιστεῖτε τὸ βάπτισμα τὸ ὁποῖο ἐγὼ θὰ βαπτιστῶ;» εἶναι μία ἐρώτηση ποὺ συναντᾶμε σὲ ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς ζωῆς μας. Μποροῦμε νὰ περιβάλλουμε ὅλες τὶς χαρὲς καὶ λύπες ποὺ παρουσιάζονται στὴν καθημερινή μας ζωὴ μὲ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ; Πολλὲς φορὲς εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαντήσουμε θετικὰ στὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ ἡ βαρύτητα τῆς εὐθύνης τῆς φιλανθρωπίας μᾶς ἀποτρέπει καὶ μᾶς κάνει νὰ ἀπαντήσουμε ἀρνητικά. Τότε, σ αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμές, τὸ κάλεσμα γίνεται πιὸ ἔντονο. «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι». Μποροῦμε νὰ πιοῦμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ποτήρι, μόνο ἂν νιώσουμε ὅτι εἶναι τὸ ποτήρι τῆς σωτηρίας καὶ πίνοντάς το, ἐπικαλεστοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ τὸ ποτήρι εἶναι ποτήρι σωτηρίας, ὅσο καλλιεργοῦμε τὴν πίστη μας καὶ τὴν ἀγάπη μας στὸν Πατέρα ὅσο ἡ ζωή μας εἶναι θεμελιωμένη στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα ἀπὸ τὴν προσευχή. Ὁ Χριστὸς στὴ Γεθσημανὴ μποροῦσε νὰ πεῖ τὸ ναί, γιατὶ ἀγαποῦσε τὸν Πατέρα, ἀποδεχόταν τὸ θέλημά Του καὶ εἶχε ἀπόλυτη ἐλπίδα στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἡ πίκρα τῆς ἀγωνίας Του μεταμορφώθηκε σὲ γλυκύτητα καὶ χαρά. Ὁ ἱδρώτας τῆς ἀγωνίας Του ἦταν σὰν θρόμβοι αἵματος, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ αἷμα μεταμορφώθηκε σὲ αἷμα ποὺ ζωογονεῖ καὶ ἀνασταίνει κάθε ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ προσωπικό του πάθος. Ὅταν ἔχουμε τὴ ζωή μας ριζωμένη στὴν ἀγάπη τοῦ Πατέρα καὶ τὴν ἐλπίδα στὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε δυὸ πράγματα συμβαίνουν: ὅλες οἱ χαρὲς καὶ ὅλες οἱ θλίψεις ἀποκτοῦν μία καινούργια διάσταση, ἕνα βαθὺ νόημα, γιατὶ τὶς βλέπουμε μέσα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πρὸς δόξαν Θεοῦ. εύτερον, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς καθοδηγεῖ στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, στὴν κοινὴ πορεία μὲ ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν τὶς ἴδιες δυσκολίες, ἀγωνίες καὶ ἁμαρτίες, ἔχουν τὴν ἴδια χαρά, ἐλπίδα καὶ πίστη καὶ ἀνήκουμε στὴν ἴδια Βασιλεία. Ἔτσι τὸ ποτήρι τῆς ζωῆς γίνεται τὸ ποτήρι τῆς Εὐχαριστίας, τὸ κοινὸ ποτήρι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἀπολογηθοῦμε γιὰ τὸ φιλανθρωπικό μας ἔργο ὅπως καὶ ὁ Βασιλέας τῆς δόξης θὰ μᾶς καλέσει νὰ ἀπολογηθοῦμε τὴν ἡ- μέρα τῆς Κρίσεως γιὰ τὶς πράξεις μας. Ὅπως τότε, ἔτσι καὶ τώρα τὸ ἐρώτημα
ποὺ τίθεται εἶναι πόσο βιώνουμε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ στὴν καθημερινή μας ζωή, συνεχῶς καὶ ὄχι σὰν ἕνα ἀπομονωμένο ἔργο ποὺ περιορίζεται στὴν οἰκονομικὴ ὑποστήριξη. Σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο, ἡ κρίση ἑστιάζεται στὸ πόση ἐπαφὴ ἔχουμε μὲ τὴν προσωπική μας πτωχεία, τὴν προσωπική μας τραγῳδία, πόσο ἀφήνουμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς ἀγγίξει καὶ νὰ ἀναστηλώσει τὴν εἰκόνα Του μέσα στὴ ζωή μας πόσο βλέπουμε τὸν ἀδελφό μας ὡς εἰκόνα Χριστοῦ πόσον ἐλεύθερο χῶρο ἀφήνουμε σὲ ἄλλους νὰ ὑπάρξουν πόσο ἀφήνουμε τοὺς ἄλλους μέσα ἀπὸ τὴν πολυλογία μας, τὴν πολυάσχολη, πολυθόρυβη καὶ ὑλιστικὴ ζωή μας, νὰ ἐκφράσουν τὶς δικές τους ἀγωνίες καὶ δυσκολίες, ὅσο δυσάρεστες κι ἂν μποροῦν νὰ εἶναι, ἀλλὰ καὶ τὰ δικά τους τὰ χαρίσματα. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἐνσαρκώνεται στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ προσεγγίζοντας τὴν καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Μέσα ἀπὸ τὸ φῶς Του θὰ μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας. Καὶ μᾶς δίνεται αὐτὴ ἡ εὐκαιρία. Σὰν καλὸς Σαμαρείτης ὁ Χριστὸς θὰ ἀλείψει τὰ τραύματα τῆς καρδιᾶς μας μὲ ἔλαιον καὶ οἶνον, μὲ τὴ συμπονετικὴ ἀγάπη καὶ ἀποδοχὴ ἀναμεμιγμένη μὲ τὴν καλοσύνη τῆς προσφορᾶς. Μετὰ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ πανδοχεῖο τῆς Πίστεως, στὴν Ἐκκλησία, καὶ θὰ μᾶς διδάξει πῶς νὰ δεχτοῦμε τὸν συνάνθρωπό μας χωρὶς προκαταλήψεις. Καὶ θὰ μᾶς ἀνεβάσει στὴν Ἄνω Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ μᾶς προσφέρει τὴν τέλεια φιλοξενία δίνοντάς μας ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό Του, τὸ Αἷμα Του καὶ τὸ Σῶμα Του. Καὶ θὰ μᾶς διδάξει μέσα ἀ- πὸ τὸν πόνο καὶ τὶς δυσκολίες τὴν Εὐχαριστία. Θὰ μᾶς καλέσει νὰ Τὸν συνοδεύσουμε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιὰ νὰ συνθλιβοῦμε καὶ νὰ συμπάθουμε μαζί Του, προσεγγίζοντας τὸν θάνατο μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Πατέρα, ἀποδεχόμενοι τὸ ποτήρι τῆς προσφορᾶς. Ἀπὸ τὴ σύνθλιψη αὐτὴ γίνεται καρπὸς ζωῆς. Ἔτσι ἂν ἀποδεχτοῦμε τὸ δικό Του τὸ κάλεσμα καὶ συμμετάσχουμε σὲ ὅ- λα τὰ ἐπίπεδα τῆς δικῆς Του φιλανθρωπίας, δὲν θὰ προσεγγίσουμε μόνο τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν συνάνθρωπό μας, ἀλλὰ θὰ βιώσουμε τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ θὰ προσεγγίσουμε τὴν αἰώνια ζωή. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΣΧΟΛΙΑ
- ( ἀκροατής ) Κάνατε ἕνα λάθος ἐδῶ. Ὅτι λέει «νὰ ἐπαινοῦμε τοὺς ἄλλους γιὰ τὶς ἀρετὲς ποὺ δὲν ἔχουν» Αὐτό ἐρώτηση κάνω, προβληματίζομαι, διορθῶστε με μήπως εἶναι κολακεία; ηλαδὴ νὰ ἐπαινῶ τὸν ἄλλον γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει; Νὰ τὸν δικαιολογῶ, τὸ καταλαβαίνω. Ἀλλὰ νὰ τοῦ λέω, ἂς ποῦμε, ἂν δὲν ἔχει ἀγάπη, ἂν δὲν ἔχει φιλανθρωπία, ἂν δὲν ἔχει ὅλες αὐτὲς τὶς ἀρετές, ἂν δὲν ἔχει εἰρήνη, ἂν δὲν ἔχει ὅπως εἴπατε ὁ καρπὸς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἂν δὲν ἔχει χαρά δὲν ἔχει τοῦτο νὰ τὸν ἐπαινῶ; - ( πατὴρ Σταῦρος Κοφινᾶς ) Ναί. - ( ἀκρ. ) Νὰ τὸν ἀνέχομαι; Ἐξηγῆστε μού το αὐτό, ἐγὼ δὲν τὸ καταλαβαίνω. - ( π. Στ. Κ. ) Χτὲς τὸ βράδυ εἶχα ἕνα ζευγάρι στὸ γραφεῖο μου. Αὐτὸ τώρα μοῦ ἔρχεται στὸν νοῦ. Καὶ θέλουν νὰ κάνουν παιδί, ἀλλὰ διστάζουν. Καὶ αὐτὴ διστάζει, ἡ κοπέλα, γιὰ λόγους δικούς της καὶ ὁ σύζυγος διστάζει γιὰ λόγους δικούς του. Καὶ ἡ κοπέλα ἔχει ἀρκετὲς ἀνασφάλειες. Καί, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ τοὺς βάλω λίγο νὰ ἔχουν μία ἐπικοινωνὶα μεταξύ τους, ρώτησα τὸν σύζυγο ἂν νομίζει, πῶς νομίζει ὅτι ἡ γυναίκα του θὰ εἶναι στοργικὴ μητέρα καὶ μοῦ κατέβασε ἕναν ἀρνητικὸ κατάλογο ἀπὸ ὅ,τι δὲν εἶναι ἡ κοπέλα: «Εἶναι ἔτσι, εἶναι ἔτσι, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στοργική, πρέπει νὰ κάνει αὐτό, πρέπει νὰ κάνει αὐτό». ὲν εἶπε τίποτα τὸ θετικό. Τὸν ἄφησα γιὰ δέκα λεπτὰ νὰ μιλήσει στὸ τέλος ἡ κοπέλα εἶχε γίνει ράκος. Ἡ κοπέλα ἔτσι κι ἀλλιῶς ἔ- χει τὶς δυσκολίες της, νιώθει ὅτι εἶναι ἕνα τίποτα κι αὐτὸς τὴν ἔκανε νὰ νιώθει ὄχι ἕνα τίποτα, δυό, δυὸ φορὲς πιὸ κάτω. Κι ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Γιατί δὲν εἶπες καθόλου ὅτι ἡ γυναίκα σου μπορεῖ νὰ εἶναι στοργική νὰ τὸ βλέπεις θετικό;». Ἐγὼ πιστεύω, πρῶτα ἀπ ὅλα, ἂν ὄντως πλησιάσουμε τὸν ἄλλον, θὰ δοῦμε κάτι θετικό. ηλαδὴ κτίζοντας ἀπάνω σὲ αὐτὴ τὴ μικρὴ πέτρα, μποροῦμε νὰ θεμελιώσουμε ὁλόκληρο κτήριο. Ἀλλὰ χρειάζεται ἡ Χάρις. Νομίζω αὐτὸ λέει, αὐτὸ εἶναι τὸ παράδειγμα. Ἀλλιῶς, ὅταν κάποιος ἤδη εἶναι κάτω, θὰ τὸν κάνω νὰ νιώσει ἀκόμα πιὸ κάτω, ὅπως ἡ κοπέλα. Ἀλίμονο ἂν δὲν ποῦμε τὰ χαρίσματα νὰ τὸν ἐνθαρρύνουμε, ἀλίμονο. - ( ἀκρ. ) Μοῦ ἐπιτρέπετε; Στὴν πρώτη ἀπάντηση ποὺ συζητήσατε, ἔχω τὴ γνώμη ὅτι τὴν κατέκρινε, ἔλεγε «δὲν ἔχει αὐτό, δὲν ἔχει ἐκεῖνο». Εἶναι κατάκριση.
- ( π. Στ. Κ. ) Ναί. - ( ἀκρ. ) Ἂν ναί, εἶναι πανωλεθρία τῆς ἔκανε, ὅπως εἴπατε κι ἐσεῖς, τὴν ἐξουθένωσε, ἔτσι; Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πανωλεθρία, δὲν κάνει - ( π. Στ. Κ. ) Ἔ, βέβαια, τί νὰ τὴν κάνουμε; - ( ἀκρ. ) Ἐγὼ ἄλλο ρωτάω, ἐγὼ ἄκουσα, δὲν ξέρω ἂν ἄκουσα λάθος, «νὰ ἐπαινοῦμε τοὺς ἄλλους γιὰ ἀρετὲς ποὺ δὲν ἔχουν». - ( π. Στ. Κ. ) Ναί, παιδάκι μου, ἂν αὐτό - ( ἀκρ. ) Συγγνώμη, μπορῶ νὰ πῶ; - ( π. Στ. Κ. ) Βεβαίως, νὰ ἀπαντήσετε. - ( ἀκρ. ) Μποροῦμε ἔτσι νὰ ἐνθαρρύνουμε τοὺς ἄλλους, νὰ τοὺς ἀναπτερώσουμε τὸ ἠθικό, νὰ τοὺς δώσουμε μία θέση σωστή, διότι μόνο ἔτσι θὰ πετύχουμε νὰ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές, αὐτὲς τὶς κατάλληλες ποὺ πρέπει, ποὺ ἐ- πιδιώκουμε. Νομίζω ὅτι κάτι τέτοιο πρέπει νὰ γίνει - ( ἀκρ. ) Θὰ προβληματιστεῖ αὐτὸς καί - ( ἀκρ. ) Ὅταν τὸν ἐνθαρρύνουμε ἤ ὅταν ἔχουμε κάτι, ὅπως λέμε, ἀρνητικὸ καὶ αὐτὸ τὸ ἀρνητικὸ μᾶς τὸ προβάλλουν, μετά, ἀντὶ γιὰ καλύτερα, γινόμαστε χειρότερα. Ἐὰν ὅμως αὐτὸ τὸ ἀρνητικὸ μᾶς τὸ φέρουν κατὰ κάποιον τρόπο θετικό, διορθώνουμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν χαρακτῆρα μας, ἀποκτᾶμε μία α, β, γ ἀρετή, οὕτως ὥστε κάπου γινόμαστε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνουμε. ὲν ξέρω ἂν εἶναι ἐσφαλμένη ἡ παρατήρησή μου. Συγγνώμη, δὲν ξέρω - ( π. Στ. Κ. ) Τί κάνουμε μὲ τοὺς ἀθλητές; Νά εἶμαι ἔτσι ἁπλοϊκός, ἀλλὰ τί κάνουμε μὲ τοὺς ἀθλητές; δὲν τοὺς χειροκροτοῦμε; δὲν τοὺς ἐνθαρρύνουμε; δὲν τοὺς κάνουμε νὰ πᾶνε δυὸ βήματα πιὸ πάνω ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου βρίσκονται; Αὐτὸ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, δὲν πιστεύω νὰ λέει τίποτε ἄλλο. - ( ἀκρ. ) Ἀνεχόμενοι, ἀλλὰ ὄχι νὰ ἐπαινοῦμε νὰ ἐπαινοῦμε μὲ ἀρετὲς ποὺ δὲν ἔχουν - ( πατὴρ Βασίλειος Κοντογιάννης ) Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἦρθε στὴν Ἀθήνα, εἰδωλολάτρες βρῆκε, ἄσχετους καὶ ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ ἐπ οὐδενί. Κι ὅμως, ὅταν θέλησε νὰ τοὺς προσεγγίσει, τοὺς εἶπε «σᾶς βρῆκα πολὺ εὐσεβεῖς». Βρῆκε κάτι θετικὸ σ αὐτό. Ἔχτισε πάνω ἐκεῖ καὶ τοὺς βοήθησε. Καὶ ἐμεῖς κάπου κάτι θὰ βρίσκουμε νὰ τὸν ἐπαινοῦμε
- ( ἀκρ. ) Λέμε γιὰ ἀρετὲς ποὺ δέν - ( π. Στ. Κ. ) Γιατί ἔχετε τὴ δυσκολία; - ( ἀκρ. ) Συγγνώμη, μπορῶ νὰ πῶ; Μήπως συγχέουμε τὸν ἔπαινο μὲ τὴν ἐνθάρρυνση, δηλαδὴ ἐπειδὴ εἶπε «ἐπαινοῦμε». Ἄλλο «ἐνθαρρύνουμε» μήπως ὁ κύριος αὐτὸ ἤθελε νὰ πεῖ καὶ ἄλλο «ἐπαινοῦμε». - ( π. Στ. Κ. ) Μὲ συγχωρεῖτε, τί κάνετε μὲ τὰ παιδιά σας; ὲν τὰ ἐπαινεῖτε; - ( ἀκρ. ) «Εἶσαι καλὸς μαθητής, ἔχεις δυνατότητες», νὰ τὸν ἐπαινέσουμε, καὶ ἂν ἀκόμα δὲν πάει καλά, γιὰ νὰ τὸ καταλάβει καὶ νὰ προσπαθήσει. - ( π. Β. Κ. ) Ἂς σταθοῦμε ἀπέναντι στὸν ἅγιο καὶ ἐμεῖς ποὺ κρίνουμε τὸν ἀδελφό, σὰν παιδιά του καὶ σὰν ἄνθρωποι ποὺ κάτι θέλουμε νὰ πάρουμε ἀπ αὐτόν. Κι ἐμεῖς, ἂν λοιπὸν θέλουμε νὰ κρίνουμε τὸν ἀδελφό, ἂς ταπεινωθοῦμε, ἂς τὸν δοῦμε μὲ καλὸ λογισμό. Αὐτὸ μᾶς λέει: «βρεῖτε κάτι καλό, βρεῖτε κάτι καλὸ». Ἂς ἔχει καὶ λάθος, κάτι καλὸ ἔχει ἐκεῖ μέσα. Παίνεσέ τον σ αὐτὸ τὸ ἐλάττωμά του. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ τὸ λέει ὁ ἅγιος, προσπαθεῖ κι ἐμᾶς τοὺς «τέλειους» νὰ μᾶς δώσει τὸν καλὸ λογισμὸ γιὰ νὰ γίνουμε ἀκόμα πιὸ τέλειοι Γιατὶ κι ἐμεῖς παιδιά του εἴμαστε καὶ γιὰ μᾶς νοιάζεται καὶ φροντίζει - ( ἀκρ. ) Θὰ ἤθελα νὰ κάνω μία ἄλλη ἐρώτηση. Συνήθως ἔχουμε δυσκολία στὸ νὰ δεχτοῦμε τὸν πόνο στὸν ἑαυτό μας καὶ στοὺς ἄλλους καὶ προσπαθοῦμε νὰ μειώσουμε τὸν πόνο στὸν ἑαυτό μας. ηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φτάσει καὶ νὰ ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ μοιραστεῖ, ἂς ποῦμε - ( π. Στ. Κ. ) ὲν εἶμαι σίγουρος ὅτι καταλαβαίνω τὴν ἐρώτηση. Πέστε μου - ( ἀκρ. ) Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος πῶς μπορεῖ νὰ φτάσει νὰ ἀποδεχτεῖ τὸν πόνο καὶ νὰ διδαχτεῖ μέσα ἀπὸ τὸν πόνο; - ( π. Στ. Κ. ) Πῶς μποροῦμε νά - ( ἀκρ. ) Πῶς μποροῦμε νὰ φτάσουμε σ ἕνα τέτοιο ἐπίπεδο; Μήπως παλεύουμε τὸν πόνο, δὲν τὸν καταργοῦμε; - ( π. Στ. Κ. ) Ναί ἔ νομίζω ὅτι πρῶτα ἀπ ὅλα, ὁ πόνος ὑπάρχει. Ἑπομένως δὲν χρειάζεται νὰ τοὺς τὸν δημιουργήσουμε, νὰ τὸν βροῦμε. Νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶπα γιὰ τὴν ἡσυχία εἶναι πάρα πολὺ σημαντικό. Συνήθως αὐτὸ
ποὺ κάνουμε εἶναι ὅτι προσπαθοῦμε νὰ ἀποβάλλουμε τὸν πόνο καὶ τὸ κάνουμε μὲ τὴν πολυλογία μας, μὲ τοὺς θορύβους. Ἡ Ἐκκλησία, καὶ αὐτὲς τὶς μέρες ἰδιαίτερα, ρίχνει μεγάλο βάρος στὴν ἡσυχία. Ἂν κανεὶς ἀφήσει τὸν ἑαυτό του νὰ ἀγγίξει τὸ βάθος του καὶ νὰ δεῖ τὰ ἐλαττώματά του καὶ νὰ δεῖ τὶς ἁμαρτίες του καὶ τὶς ἐλλείψεις του καὶ μείνει μὲ αὐτές, θὰ τὶς ἀγγίξει, θὰ τὶς νιώσει. Συνήθως εἴμαστε φυγόπονοι. Ἂν θυμᾶστε αὐτὸ ποὺ εἶπα γιὰ τὰ κούφια λόγια εἶναι ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Ἰὼβ στοὺς τρεῖς φίλους, ποὺ ἔλεγαν ἔ- λεγαν καὶ βαρέθηκε καὶ λέει «Σωπᾶστε, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ἀντέξω πλέον, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ἀκούω. Τὰ λόγια σας εἶναι κουφά, δὲν ἔχουν νόημα. Νὰ μὲ ἀκούσετε, ἀκοῦστε τὸν δικό μου τὸν πόνο». ὲν εἶπε νὰ ἀκούσουν τὸν δικό τους τὸν πόνο. Γιατί, ἂν ἄκουγαν τότε τὸν Ἰώβ, θὰ ἔβλεπαν καὶ τὰ δικά τους τὰ σφάλματα. Ἑπομένως, νομίζω ὅτι ὁ τρόπος ποὺ τὸ κάνουμε αὐτὸ εἶναι μέσα στὴν ἡσυχία. - ( ἀκρ. ) Καὶ τὴν προσευχή - ( π. Στ. Κ. ) Καὶ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἡσυχία, αὐτὰ πᾶνε μαζί. Ἀλλὰ περισσότερο καὶ στὴν ἡσυχία πόσες φορὲς μποροῦμε νὰ κλείσουμε τὸ ραδιόφωνο, τὴν τηλεόραση καὶ νὰ μείνουμε σιωπηλοὶ γιὰ πέντε λεπτά; καὶ ἀκόμα καὶ νὰ μὴν κάνουμε προσευχή; Μποροῦμε; Γιὰ πολὺ καιρὸ ἔμεινα ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, γιὰ ἕνα μεγάλο διάστημα ἔ- μεινα στὴ υτικὴ Ἀττική, στὸ πουθενά, σ ἕνα σπίτι στὸ πουθενά. Κι ὅταν ἔρχονταν οἱ φίλοι μου ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ πέντε λεπτάκια λένε «καλά, πῶς μένεις;». Λέω «Γιατί;». Λένε «δὲν ἀκοῦς τίποτα». Λέω «Ναὶ». «Καλά» λένε «τὸ ἀντέχεις;» Λέω «Τὸ ἀντέχω, πῶς δὲν τὸ ἀντέχω;». Μετὰ ἀπὸ πέντε λεπτὰ ἄρχισαν ἤδη νὰ ἀκοῦνε τὸν ἑαυτό τους καὶ δὲν τὸ ἄντεχαν. Καὶ βέβαια τὸ θέμα εἶναι ὅτι μετά, ἐφόσον δὲν ἀκοῦμε τὸν ἑαυτό μας, δὲν μποροῦμε ν ἀκούσουμε καὶ τὸν ἄλλον. Πραγματικά, δὲν μποροῦμε ν ἀκούσουμε τὸν ἄλλον. - ( ἀκρ. ) Ναί, ὅμως πολλὲς φορὲς αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε, οἱ λογισμοὶ ποὺ ἔ- χουμε, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καλοὶ καὶ γι αὐτὸ νὰ μὴ θέλουμε ν ἀκούσουμε τὸν ἑαυτό μας. - ( π. Στ. Κ. ) Χάνεις! - ( ἀκρ. ) Κι ἔπειτα ἕνα ἄλλο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω σ αὐτὸ ποὺ εἴπατε. Πολλὲς φορὲς βλέπουμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων τόσο μεγάλα ποὺ δὲν εἶναι
σὲ θέση ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλέγξει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τοῦ πεῖ «σταμάτα ἐπιτέλους νὰ βλέπεις τοὺς ἄλλους καὶ κοίτα τὸν ἑαυτό σου» δηλαδὴ ἔχουμε μία τέτοια δυσκολία, τεράστια δυσκολία, ὁ ἄνθρωπος νὰ κρίνει τὸν ἑαυτό του. Συνήθως γιὰ τοὺς ἄλλους ὅλα εἶναι μεγενθυμένα, οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ κακοί, οἱ ἄκαρδοι. ηλαδὴ μία τέτοια κατάσταση εἶναι βασανιστική, νομίζω, ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει καὶ ζεῖ μία κόλαση. - ( π. Στ. Κ. ) Τὸ πρόβλημα εἶναι τὸ ἑξῆς: ὅτι ἐὰν ἐγὼ δὲν ἔχω μία ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ πῶς ἐγὼ λειτουργῶ σὰν ἄνθρωπος, ὅταν θὰ βγῶ ἔξω νὰ προσπαθήσω τάχα νὰ βοηθήσω κάποιον ἄλλον, τότε ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μου θὰ μὲ ἐμποδίσει πραγματικὰ νὰ τὸν βοηθήσω. Γιατί, ἐὰν ἐγὼ προσπαθῶ μέσα ἀπὸ τὴ συμπεριφορά μου νὰ καλύψω διαρκῶς τὸν ἑαυτό μου, τότε οἱ ἀ- παντήσεις, αὐτὰ ποὺ θὰ πῶ, ἡ συμπεριφορά μου πρὸς τὸν ἄλλον, θὰ εἶναι ἕνα κάλυμμα γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ ὄχι βοήθεια καὶ συμπαράσταση σ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ἀπέναντί μου. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο πρόβλημα. Γι αὐτὸ στὴν Ἐκκλησία μας ὑποτίθεται, καὶ λέω «ὑποτίθεται», γιατὶ δὲν γίνεται ἀκριβῶς ἔτσι σήμερα, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνεις ἐξομολόγος ἢ νὰ ἀναλάβεις εὐθύνη, ποιμαντικὴ εὐθύνη, πρέπει νὰ ἔχεις κάνει μία πνευματικὴ ἄσκηση στὸν ἑαυτόν σου, ἄλλως θὰ ἀποτύχεις. - ( ἀκρ. ) Ἐγὼ χάρηκα πολὺ ποὺ ἄκουσα δυὸ λέξεις, τὶς ὁποῖες τὶς ἔβλεπα ὡς τώρα μὲ πολὺ περιορισμένο νόημα, δηλαδὴ τὴ λέξη: φιλοξενία: ἔλεγα εἶναι τὸ νὰ φιλοξενοῦμε, ἂς ποῦμε, τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ ἔρθει νὰ μᾶς δεῖ στὸ σπίτι μας μοῦ ἄρεσε πάρα πολὺ ἡ ἔννοια ποὺ εἴπατε, νὰ ἑτοιμάσουμε τὸν χῶρο μέσα μας καὶ τὸν χρόνο γιὰ τὸν ἀποξενωμένο ἄνθρωπο, μοῦ ἄρεσε πάρα πολὺ αὐτό - ( π. Στ. Κ. ) Νὰ ξέρετε ὅτι τὰ Νοσοκομεῖα στὸ Βυζάντιο δὲν ἦταν Νοσοκομεῖα, ἦταν ξενῶνες. Ἔτσι λέγονταν τὰ Νοσοκομεῖα, ξενῶνες. Καὶ ἡ λέξη hospital εἶναι ἀπὸ τὴ λέξη hostel - ( ἀκρ. ) Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως φιλοξενία εἶναι: ἀγάπη γιὰ τὸν ξένο. Ἀλλὰ εἶναι μία ἄλλη διάσταση αὐτὴ ποὺ μᾶς δώσατε, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐ- σωτερικῆς ἀναζήτησης, ἂς ποῦμε. Ὅπως καὶ τὴ φιλανθρωπία, ἐμεῖς λέγαμε τόσον καιρὸ ὅτι φιλανθρωπία εἶναι τὸ νὰ προσφέρω οἰκονομικὴ βοήθεια ἐ- νῶ δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Φιλανθρωπία ἐννοῶ ὅπως λέει ὁ πολὺς ὁ κόσμος,
δηλαδή φιλάνθρωπος αὐτός προσφέρει, κάνει ἔργα κάνει αὐτό κανένας δὲν βρέθηκε νὰ μοῦ πεῖ ὅτι φιλάνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ βλέπει τὸν ἀ- δελφό του ὡς εἰκόνα Χριστοῦ. Μὲ τὴν ἔννοια ὄχι τώρα δὲν τὸ λέω σωστά, μᾶλλον δὲν ἐκφράζομαι καλά - ( π. Στ. Κ. ) Καλὰ ἐκφράζεσαι. - ( ἀκρ. ) Ὁ φτωχὸς καὶ ὁ ἄρρωστος εἰκόνα Χριστοῦ εἶναι, ἀλλὰ νὰ ἐνισχύσουμε τὸν φτωχὸ οἰκονομικά, νὰ προσφέρουμε ὑλικὰ ἀγαθά δηλαδὴ αὐτὸ ἐννοῶ. Ἐνῶ εἶναι πολὺ πιὸ πνευματικὸ τὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας - ( π. Β. Κ. ) Ἡ πνευματικὴ ἔννοια τῆς φιλανθρωπίας. - ( π. Στ. Κ. ) Αὐτὸ ποὺ ξεχνᾶμε - καὶ αὐτὸ δείχνει κατὰ τὴ γνώμη μου πὼς στὸ βάθος δὲν πιστεύουμε - εἶναι ὅτι ἡ φιλανθρωπία δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἔκφραση ἀγάπης τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Καὶ θὰ τὸ τονίσω πάλι, ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Σταύρωσή Του καὶ ἡ Ἀνάστασή Του. Καὶ ὅποιος πιστεύει σ Αὐτόν, σ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, θὰ σωθεῖ. Ἑπομένως μιλᾶμε γιὰ ἕνα ἐσωτερικὸ ἔργο δὲν μιλᾶμε γιὰ ἕνα ἁπλῶς ἐπιφανειακὸ ἔργο. Ὅταν ἀ- κοῦμε νὰ λένε «ἡ Ἐκκλησία δὲν κάνει τίποτα» ἢ ὅτι «πρέπει σὰν Ἐκκλησία νὰ κάνουμε κάτι», αὐτὸ δείχνει ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνουμε δὲν ἔχει οὐσία Αὐτὸ ποὺ κάνουμε, καὶ εἶναι πραγματικὰ φιλανθρωπικὸ ἔργο, εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. ὲν εἶναι μία τελετή, εἶναι μία ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸν κόσμο. Εἶναι ἐκεῖ ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐνσαρκώνεται πάλι γιὰ μᾶς, καί, φιλάνθρωπος, πλησιάζει ἐμᾶς. Τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο στὸ Νοσοκομεῖο στηρίζεται κυρίως ἐκεῖ, στὴ Θεία Εὐχαριστία. Εἶναι τὸ κέντρο τοῦ ἔργου του, τοῦ Ἱερέως, τὸ Νοσοκομεῖο. Ἀλλὰ ἐδῶ θέλει μία προσοχή. Ἐπειδὴ σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὄντως ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ τὴ βλέπει σὰν ἕνα τυπικὸ καθῆκον καὶ ὄχι ὡς κάτι οὐσιαστικό, ὡς βίωμα ζωῆς, χρειάζεται πρῶτα νὰ τὸν προσεγγίσουμε ὥστε νὰ μποροῦμε σιγὰ - σιγὰ νὰ τὸν φέρουμε στὴν Εὐχαριστία, ὥστε καὶ ὁ ἴδιος νὰ τὴ νιώσει ὡς ἔκφραση Εὐχαριστίας. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ λεπτὸ ἔργο, πάρα πολὺ λεπτό. ὲν πρέπει νὰ πᾶμε στὸν ἄρρωστο καὶ νὰ θέλουμε νὰ τὸν σώσουμε μὲ τὸ νὰ κοινωνήσει δὲν εἶναι ὁ σκοπός μας. Ἀλλά, ἂν ἐμεῖς ζοῦμε τὴν Εὐχαριστία καὶ εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς Εὐχαριστίας, αὐτὸ θὰ τὸ ἐκπέμψουμε μὲ κάθε λέξη ποὺ θὰ ποῦμε. Θὰ εἴμαστε εὐχάριστοι ἄνθρωποι, νὰ τὸ πῶ ἔτσι διαφορετικά θὰ εἴμαστε ἐκφραστὲς τῆς Εὐχαριστίας.
Καὶ αὐτός, ἂν γνωρίσει ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε τὴν Εὐχαριστία καὶ ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἱ- λαρότητα, ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, τότε θὰ θελήσει κι αὐτὸς σιγὰ - σιγά, ὅ- πως καὶ ὁ Θεὸς θὰ τὸν φωτίσει ὅμως, νὰ πλησιάσει τὸ θυσιαστήριο, ὄχι ὅ- πως θὰ τὸν φωτίσουμε ἐμεῖς. - ( ἀκρ. ) Κι ἐγὼ ἔτσι νομίζω, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε αὐτό, πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν ὥρα γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συναναστραφοῦμε ἕναν ἄνθρωπο. Ἐνῶ ὅταν ἔχει ἀνακουφιστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ζητήσει ἀπὸ μόνος του κάτι, νομίζω ὅτι μόνο ἔτσι μπορεῖ γιατὶ ἐμεῖς εἴμαστε πολὺ ἀδύναμοι γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὸ καταφέρουμε αὐτὸ τὸ πράγμα - ( ἀκρ. ) Ὅλα στὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ εἶναι. - ( π. Στ. Κ. ) Κάποιος ἄλλος; - ( ἀκρ. ) Εἴχατε πεῖ, δὲν ξέρω τώρα ἂν κάνω λάθος, ὅτι ὅταν πενθοῦμε πρέπει νὰ χαιρόμαστε; Ἔτσι εἴπατε ἤ - ( π. Στ. Κ. ) Ἔτσι λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ. - ( ἀκρ. ) Γιατί νὰ χαιρόμαστε, ἐπειδή - ( π. Στ. Κ. ) Χαρμολύπη. - ( ἀκρ. ) Χαρμολύπη ἢ εἶναι κανόνας πού.. - ( π. Στ. Κ. ) Ναί, νομίζω ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ κάνει μία ἀντίθεση. Λέει ὅτι, ὅ- ταν εἶσαι μὲ τοὺς πενθοῦντας, θὰ χαίρεσαι. Βέβαια γιατί νὰ χαίρεσαι; Νὰ χαίρεσαι, ἐννοεῖ νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Ἐντάξει; Ξέρετε, ὑπάρχουν καὶ ἔθιμα ποὺ στὶς κηδεῖες καὶ γελᾶνε καὶ τρῶνε, λένε καὶ ἀνέκδοτα. - ( ἀκρ. ) Ναί γίνεται, λένε, γάμος χωρὶς κλάμα; δὲν γίνεται - ( π. Στ. Κ. ) Ἔχετε πάει σὲ γύφτικη κηδεία; ἔ; ἐμπειρία! πρέπει νὰ πᾶς. Μόλις κατεβάσουν τὸν νεκρὸ στὴ γῆ, δίνουν ἕνα μπουκάλι κρασὶ στὸν παπὰ καὶ λένε: «ρίξ του ἀπάνω στὸ φέρετρο». Μόλις κάνει τὸ μπάμ, ἀνοίγουν ὅλοι κρασί, βγάζουν φαγητὰ καὶ κάθονται ἐκεῖ μέχρι τὸ βράδυ καὶ χορεύουν καὶ γλεντᾶνε - ( ἀκρ. ) Πολὺ προχωρημένοι! - ( ἀκρ. ) Κι ἐμεῖς κοπανᾶμε τὸ πιάτο μὲ τὰ κόλλυβα, τὸ σπᾶμε - ( π. Στ. Κ. ) Αὐτὸ εἶναι ἀρχαιοελληνικό, ἔχει τὴν ἔννοια νὰ μὴν ἔρθει ὁ θάνατος πάλι στὸ σπίτι - ( ἀκρ. ) Ναί, ναί
- ( π. Στ. Κ. ) Θέλετε νὰ πεῖτε κάτι; - ( ἀκρ. ) Ναί, εἴπατε μπορεῖ ἡ ἐρώτηση νὰ ἀκούγεται λίγο περίεργη, ἀλλὰ ἡ Θεία Εὐχαριστία, γιατί νὰ ὀνομάζεται «Θεία Εὐχαριστία»; - ( π. Στ. Κ. ) Γιατὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ δηλώνει ἡ λέξη, εἶναι ἔκφραση εὐχαριστίας. Εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνουμε, εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, ὅλο αὐτὸ ποὺ κάνουμε εἶναι μία εὐχαριστία στὸν Θεό. Προσφέρουμε τὰ δῶρα σὰν εὐχαριστία. - ( ἀκρ. ) Κάτι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία σας στὰ Νοσοκομεῖα μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε, πῶς νὰ προσεγγίζουμε κι ἐμεῖς τοὺς ἀρρώστους - ( π. Στ. Κ. ) Αὐτὸ ποὺ εἶπα καὶ στὴν ὁμιλία μου εἶναι νὰ μπορεῖτε νὰ ἐ- φαρμόσετε αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ Ἀββᾶς Ἰωσήφ, νὰ ἀκοῦτε. Ἂν ἀφήσετε τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ πλησιάσετε νὰ μιλήσει, θὰ σᾶς πεῖ πολλὰ πράγματα. Μέσα στὸ Νοσοκομεῖο δυστυχῶς κανένας δὲν ἀκούει τὸν ἄρρωστο, νὰ εἶστε σίγουροι οὔτε ὁ γιατρός, σπάνια ἡ νοσηλεύτρια, κανένας. Γιὰ μένα ὁ μόνος ποὺ ἔχει λίγον χρόνο ἴσως νὰ ἀκούσει τὸν ἄρρωστο μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Ἱερέας αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιαστικότερο ἔργο, ἡ προσφορά του μέσα στὸ Νοσοκομεῖο, νὰ ἀκούσει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος δὲν ἔχει πουθενὰ νὰ πεῖ τὸν πόνο του. Ἀκόμα καὶ οἱ συγγενεῖς ποὺ εἶναι δίπλα δὲν τὸν ἀκοῦν τὸν ἄρρωστο, προσπαθοῦν νὰ καλύψουν τὴ δική τους τὴ στεναχώρια μὲ τὰ πολλὰ λόγια καὶ δὲν τὸν ἀκοῦν, δὲν ἀκοῦν τὶς ἔννοιες του, τὶς ἀνησυχίες του. - ( ἀκρ. ) ηλαδή, μπορεῖ νὰ ἀρχίσει νὰ μιλάει, νὰ μιλάει ὁ ἄρρωστος νὰ τὸν σταματᾶμε καὶ νὰ φωνάζουμε τὸν Ἱερέα - ( π. Στ. Κ. ) Ὑπάρχει μία ὁλόκληρη ἐπιστήμη, ἔχουν γραφεῖ βιβλία, πῶς πρέπει νὰ ἀκούσουμε τὸν ἄρρωστο δὲν εἶναι τόσο ἁπλό, εἶναι καὶ ἐπικίνδυνο. Εἶναι τέχνη, νὰ ἀκούσεις, εἶναι μεγάλη τέχνη. Ἕνας καλὸς ἀκροατὴς ξέρει πάρα πολὺ καλὰ νὰ ἀκούσει καὶ μπορεῖ νὰ ἀκούσει πολλὰ πράγματα σὲ δέκα λεπτά. ὲν ἔχετε αὐτὴ τὴν πεῖρα νὰ ἀκούσετε ὅσο μπορεῖτε. Νομίζω ὅτι ἁ- πλῶς ἐκεῖ θὰ πρέπει νὰ εἶσαι παρών, ἡ παρουσία μας ἔχει σημασία, ὄχι τὸ τί θὰ ποῦμε, τί θὰ μᾶς ποῦνε. - ( ἀκρ. ) Ὅταν τελειώνει ἕνας Χριστιανὸς, ἐκείνη τὴν ὥρα πῶς μποροῦμε νὰ τὸν βοηθήσουμε; - ( π. Στ. Κ. ) «Ἐγὼ εἶμαι δίπλα σου» Θυμᾶμαι μία φορά, ὅταν ἤμουν στὸ Νοσοκομεῖο, εἴχαμε μία κυρία ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ δεχτεῖ μεταγγίσεις, ἀλ-
λὰ ἦταν μάρτυς τοῦ Ἰεχωβᾶ καὶ ἀρνήθηκε. Καὶ σιγὰ - σιγὰ ἔφτασε στὸ τέλος. Ἐγὼ πήγαινα κάθε μέρα, κάθε μέρα καὶ καθόμουν δίπλα της καὶ δὲν μίλαγα ἁπλῶς πήγαινα καὶ δὲν εἶχα σκοπὸ οὔτε νὰ τὴν ἀλλάξω δηλαδὴ ἔλεγα, ἅμα ὁ Θεὸς τὴν ἀλλάξει, ἐντάξει ἀλλὰ δὲν ἦταν ὁ σκοπός μου ἦταν μόνη της τελείως εἶχε κάτι συγγενεῖς ἀλλὰ σπάνια ἐρχόντουσαν καὶ πήγαινα ἐγὼ μόνιμα καὶ καθόμουν ἐκεῖ. Καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ μοῦ λέει «καλά, ἐσὺ τί θέλεις ἐδῶ καὶ ἔρχεσαι;». «ὲν θέλω τίποτα» λέω «ἁπλῶς νιώθω ὅτι χρειάζεται νὰ ἔ- χεις ἕναν ἄνθρωπο δίπλα σου καὶ ἁπλῶς νὰ εἶμαι κοντά σου νὰ ξέρεις ὅτι κάποιος εἶναι κοντά σου» ὲν μοῦ εἶπε «φύγε», δὲν μοῦ μίλησε ἄλλο κι ἐγὼ πήγαινα καὶ καθόμουν Λέω «χαίρετε», λέω «πῶς πᾶμε;» αὐτὸ ἤτανε Καὶ σιγὰ - σιγὰ ἔσβησε αὐτὴ ἡ γυναίκα. Μὲ λίγους ἀνθρώπους δὲν θυμᾶμαι τώρα, ἔχουν περάσει κάπου εἰκοσιπέντε χρόνια ἀλλὰ αὐτὴ μοῦ ἦρθε στὸ μυαλό μου τώρα Τίποτε ἄλλο δὲν χρειάζεται. - ( π. Β. Κ. ) Νομίζω ὅτι ἔχουμε πολλὰ νὰ προσφέρουμε, μὲ τὸ νὰ προσφέρουμε τὴν παρουσία μας δίπλα του. Νὰ τοῦ δώσουμε τὴν εὐκαιρία, ἂν εἴχαμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ οἰκονομήσει κάτι, νὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἀξιοποιήσει. Μπορεῖ μόνο μὲ τὴν παρουσία μας Γιατὶ ἂν θὰ προσπαθήσουμε κάτι νὰ δώσουμε, κάτι νὰ ποῦμε, φοβᾶμαι ὅτι θὰ κάνουμε κάτι ἀδέξιο καὶ θὰ ἐμποδίσουμε ἀκόμα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄν, τέλος πάντων, φωτίσει ὁ Θεὸς καὶ νομίσουμε ὅτι κάτι θὰ πιάσει τόπο καὶ εἴμαστε σίγουροι εἶναι θέμα τῆς στιγμῆς. - ( π. Στ. Κ. ) Ναί, καὶ δὲν ξέρουμε πῶς δουλεύει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. ὲν ξέρω ἐγὼ τί ἔκανε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κυρία ποὺ εἶχα μπροστά μου. ὲν ξέρω δὲν εἶναι ἡ δουλειά μου νὰ μάθω βέβαια, ἔτσι δὲν εἶναι; - ( ἀκρ. ) Αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τὴν εἶχα μὲ ἕναν πνευματικό πήγαινα καὶ δὲν μοῦ μιλοῦσε καθόλου. Στὴν ἀρχὴ μάλιστα λίγο ταραζόμουν. Ἀλλὰ ὅσο προχωροῦσε ὁ καιρός, τόσο καταλάβαινα τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καὶ μόνο μὲ τὴ σιωπή του ἐμένα μὲ ὠφελοῦσε. Καὶ τελικὰ πήγαινα καὶ ἔλεγα «ἐγὼ θὰ ἀκούσω, θὰ κάνω ὑπομονή, καὶ μὲ τὴ σιωπή του θὰ ἀκούσω». Λίγα λόγια μοῦ ἔλεγε: «καλῶς τὸν Γιάννη», στὴν ἀρχή, δυὸ - τρεῖς φράσεις ἔλεγε σ ἕνα τέταρτο ἐξομολόγησης. Αὐτὸ ποὺ εἴπατε δηλαδή, ἐγὼ τὴν ἔχω αὐτὴ τὴν πεῖρα, ὅτι ὁ ἄλλος θέλει τὴ σιωπή μας. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς θέλουμε τὴ σιωπὴ τοῦ ἄλλου μερικὲς φορές
- ( ἀκρ. ) Ἕνα κείμενο σχετικὸ μὲ τὸν πόνο εἶχε τυπώσει ὁ πατὴρ Βασίλειος στὸ Πρόγραμμα τοῦ Ἰανουαρίου. Τὰ θέματα ποὺ εὐθέως θέτει, δηλαδὴ τοῦ πόνου, τοῦ ἔντονου πόνου ὁ ἄνθρωπος εἶναι σφιγμένος καὶ δὲν παίρνει ἀπὸ λόγια, συγκεντρώνεται μόνο στὸν πόνο του πολλὲς φορές σοῦ ζητοῦν νὰ τοὺς κρατᾶς τὸ χέρι, καὶ καταλαβαίνεις ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀρκετό, δὲν χρειάζεται κάτι ἄλλο. Ἀλλὰ εἶναι φορὲς ποὺ οἱ σωματικοὶ πόνοι κάνουν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους πολὺ ἀρνητικούς, κλειστούς, πὼς νὰ πῶ, ἑρμητικούς. Ἔχετε κάτι νὰ μᾶς πεῖτε; - ( π. Στ. Κ. ) Ὄχι. Ἡ αἴσθησή μου βέβαια εἶναι ὅτι δὲν θὰ πήγαινα νὰ πλησιάσω κάποιον ὁ ὁποῖος θὰ ἦταν ὄντως στὰ κακά του χάλια καὶ δὲν θὰ εἶχε κουράγιο νὰ μὲ δεῖ. Θὰ περνοῦσα καὶ θὰ τοῦ ἔλεγα ὅτι «εἶμαι ἐδῶ, πέρασα νὰ σᾶς δῶ, καλὸ κουράγιο» ὲν ξέρω ποῦ πηγαίνετε ἂν εἶναι μόνος του βέβαια καὶ ἂν εἶναι ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει κανέναν, καλύτερα νὰ στέκεστε δίπλα του. Ἐγὼ πάντοτε ἀπέφευγα, ὡς Ἱερέας στὸ Νοσοκομεῖο, νὰ πάω ὅπου ἤξερα ὅτι πονοῦσε πάρα πολύ. Θὰ πήγαινα μέσα, θὰ τοῦ ἔλεγα ὅτι εἶμαι ἐδῶ, ὅτι προσεύχομαι γι αὐτόν, ὅτι ἄκουσα γι αὐτὸν καὶ πέρασα νὰ τὸν δῶ σὲ λίγα λεπτὰ θὰ ἔφευγα. ὲν πιστεύω ὅτι χρειάζεται τίποτε ἄλλο. Ἀλλὰ δὲν ἔχω ἄλλη ἐμπειρία. Νὰ σκεφθεῖτε, λέω ἐγώ, ἐσεῖς ὅταν πονᾶτε, τί θέλετε, ἔτσι ἒ λοιπόν, τότε, τί μὲ ρωτᾶτε