Ηθική και δίκαιο Καλλιρρόης Δ.Παντελίδου, καθηγήτριας Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θράκης Διάγραμμα Α. Η έννοια του Δικαίου Β. Δίκαιο και ηθική Γ. Δίκαιο και δικαιοσύνη Δ. Ειδικά ζητήματα Δικαίου και Ηθικής Ι. Αμβλώσεις ΙΙ. Ευθανασία ΙΙΙ.Μεταμοσχεύσεις ΙV. Ο ν. 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου V. Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή 1. Ως προς την τεχνητή γονιμοποίηση γενικώς 2. Ως προς τη γονιμοποίηση από τρίτο δότη 3. Ως προς τα πλεονάζοντα γονιμοποιημένα ωάρια 4. Ως προς την λεγόμενη παρένθετη μητρότητα. 5. Ως προς τη γονιμοποίηση μετά θάνατο. Ε.Τελικές παρατηρήσεις Σεβασιώτατε, κυρίες και κύριοι, Ευχαριστώ πολύ τους διοργανωτές για την πρόσκληση συμμετοχής στην εκδήλωση. Όλες οι εισηγήσεις της εκδηλώσεως, στρέφονται γύρω από την έννοια της Βιοηθικής, δηλ. της ηθικής που έχει σχέση με τα ζητήματα της αρχής, της λειτουργίας και του τέλους του βίου, της ζωής. Μάλλον εκ παραδρομής, ενώ το θέμα μου επρόκειτο να είναι Βιοηθική κσι δίκαιο, εμφανίστηκε στην αφίσα ως Ηθική και δίκαιο. Μετά όμως από αυτό το λάθος, σκέφτηκα να το εκμεταλλευτώ και να ξεκινήσω προσπαθώντας να εξηγήσω τη σχέση ηθικής και δικαίου, αφού στη γενικότερη έννοια της ηθικής εντάσσεται και η βιοηθική. Πρώτα- πρώτα, τι είναι Δίκαιο; Α. Η έννοια του Δικαίου Δεν είναι υπερβολή η παλαιά φράση κατά την οποία ακόμη αναζητούν οι νομικοί τον ορισμό του δικαίου. Από τους συντομότερους ορισμούς είναι αυτός του Κέλσου (Πανδέκτες, 1.1.1.και Βασιλικά, 2.1.1.), που επιγραματικά όριζε το δίκαιο ως την τέχνη του καλού και του ίσου ( jus est ars boni und aequi ). Δίκαιο είναι ένα σύνολο των γενικών και αφηρημένων κανόνων που ρυθμίζουν κατά τρόπο επιτακτικό και ετερόνομο την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων μεταξύ τους σε μια οργανωμένη κοινωνία. H λέξη δίκαιο προέρχεται από το ρήμα δείκνυμι, που σημαίνει ορθή κατευθυντήρια γραμμή, Στις ευρωπαϊκές γλώσσες οι λέξεις που σημαίνουν δίκαιο, δηλ. right, Recht, droit, diritto, derecho, προέρχονται από το λατινικό directum, που σημαίνει ορθή κατεύθυνση. Από τον ορισμό του δικαίου συνάγεται ότι το δικαίο ρύθμίζει : 1) Την εξωτερική συμπεριφορά, δεν ενδιαφέρεται δηλ. για τα κίνητρα. Κατ εξαίρεση το ψυχολογικό στοιχείο έχει σημασία, λ.χ. για την υπαιτιότητα. 2) Κατά τρόπο επιτακτικό, δηλ. οι κανόνες του είναι υποχρεωτικοί και η συμμόρφωση σε αυτούς επιτυγχάνεται με τα μέσα κρατικού καταναγκασμού που διαθέτει η Πολιτεία. 3) Κατά τρόπο ετερόνομο, δηλ. η ρύθμιση προέρχεται από μια ξένη βούληση, όχι από τη βούληση των μελών της κοινωνίας 4) Κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, έτσι ώστε να ρυθμίζονται κατά τρόπο αμερόληπτο οι σχέσεις οποιωνδήποτε προσώπων εμπίπτουν σε αυτό. Το δίκαιο δεν ρυθμίζει περιπτωσιολογικά 1
συγκεκριμένη σχέση ούτε φωτογραφίζει ένα συγκεκριμένο άτομο, και είναι άλλο το ζήτημα ότι ο κανόνας αυτός δεν τηρείται πάντοτε στην πράξη. Β. Δίκαιο και ηθική Τι είναι ηθική και ποια σχέση έχει με το δίκαιο; Οι κανόνες της ηθικής ασχολούνται με το τι είναι και τι δεν είναι καλό και σωστό. Οι κανόνες της ηθικής που δείχνει τι είναι καλό, επιδρούν στους κανόνες δικαίου. Ενδέχεται ένας κανόνας του δικαίου να αποτελεί και κανόνα της ηθικής. Για παράδειγμα, ο κανόνας της ηθικής ου κλέψεις, ευρίσκει εφαρμογή σε πολλούς κανόνες του δικαίου και όχι μόνον του ποινικού δικαίου (λ.χ. εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας ή προσβολή της νομής). Στις αρχαίες κοινωνίες υπήρχε μάλιστα ταύτιση, αλλά και σήμερα ευλόγως τέμνεται η πορεία δικαίου και ηθικής και το δίκαιο εκφράζει ένα minimum ηθικής. Η σύγκριση όμως δικαίου και ηθικής τονίζει και τις εξής διαφορές: 1) Ο σκοπός της ηθικής είναι η ηθική τελείωση, μάλιστα στην ορθόδοξη χριστιανική ηθική, ακόμη πνευματικότερα, είναι η εξομοιωση με το θείο ( ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόνα ημετέραν και καθ ομοίωσιν ), δηλ. η ηθική απευθύνεται στον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, ενώ σκοπός του δικαίου η ρύθμιση της εξωτερικής συμπεριφοράς χωρίς να ενδιαφέρεται για τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι συμμορφώνονται στο δίκαιο. Εν τούτοις και η εξωτερική συμπεριφορά έχει σημασία για την ηθική εφόσον πηγάζει από αγαθά κίνητρα. Για παράδειγμα, η ελεημοσύνη είναι ηθική επιταγή, εφόσον πράγματι γίνεται από αισθήματα αγάπης και όχι ως κίνητρο επιδείξεως. Αντιστοίχως και η επιλήψιμη ψυχική στάση ως βαθμός υπαιτιότητας έχει σημασία για το δίκαιο, όπως και η ενδιάθετη κατάσταση που είναι γνωστή ως υποκειμενική καλή πίστη. 2) Η ηθική προέρχεται από τη συνείδηση του ανθρώπου, δηλ. οι κανόνες της δεν είναι ετερόνομοι και είναι συνήθως αυστηρότεροι, λ.χ. οι κανόνες δικαίου απαγορεύουν την εκδικητικότητα και την ανταπόδοση της πρόκλησης ζημίας, αλλά της ηθικής επιτάσσουν και την ευεργεσία προς τους εχθρούς. 3) Οι συνέπειες παραβίασης της ηθικής είναι και αυτές εσωτερικής, ψυχολογικής φύσης δηλ. οι τύψεις της συνείδησης, που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Ερινύες. Οι κανόνες δικαίου έχουν υλικές κυρώσεις, όπως η φυλάκιση, η χρηματική ποινή, ή ακόμη και όταν δεν έχουν κυρωτικές συνέπειες, η παράβαση οδηγεί σε δυσμενείς συνέπειες, όπως η υποχρέωση αποζημίωσης. Συνεπώς οι κανόνες δικαίου και ηθικής τέμνονται, αλλά δεν συμπίπτουν. Υπάρχουν κανόνες δικαίου που είναι και ηθικής (απαγόρευση ανθρωποκτονίας), υπάρχουν κανόνες δικαίου που δεν είναι κανόνες ηθικής (παραγραφή) και υπάρχουν κανόνες ηθικής που δεν είναι και δικαίου (ελεημοσύνη). Παραλλήλως δημιουργείται σε κάθε οργανωμένη κοινωνία μια τυποποιημένη ηθική συνείδηση που είναι γνωστή ως κοινωνική ηθική και έχει μεγάλη σημασία για το δίκαιο. Τα ηθικά της παραγγέλματα εντάσσονται στο δικαιϊκό σύστημα, διότι προσδιορίζουν την έννοια της αόριστης νομικής - στο βαθμό που ο νόμος παραπέμπει σε αυτή- έννοιας των χρηστών ηθών. Με την παραπομπή του νόμου, οι κανόνες κοινωνικής ηθικής γίνονται δευτερογενής πηγή δικαίου που θα πρέπει κάθε φορά να εξειδικευθεί ως προς το περιεχόμενο. Η σύγκριση δικαίου και ηθικής φαίνεται και στη σύγκριση θετικού δικαίου, δηλ. των κανόνων δικαίου που ισχύουν σε μια κοινωνία και του φυσικού δικαίου, δηλ. του άγραφου δικαίου που εκπροσωπεί την ιδέα της δικαιοσύνης. Γ. Δίκαιο και δικαιοσύνη Το θετό δίκαιο αντιπαραβάλλεται με το φυσικό δίκαιο, το οποίο είναι το ιδεώδες δίκαιο, δηλ. στην ουσία η ιδέα και η απόλυτη αξία της δικαιοσύνης και της ηθικής. Πατέρας του φυσικού δικαίου θεωρείται ο Αριστοτέλης, που δικρίνει το δίκαιο σε νομικό, δηλ. αυτό που ισχύει σε μια πόλη και φυσικό που έχει την ίδια ισχύ παντού: Του δε πολιτικού δικαίου το μεν φυσικόν εστί το δε νομικόν, φυσικόν μεν το πανταχού την αυτήν έχον δύναμιν και 2
ου τω δοκείν ή μη, νομικόν δε ο εξ αρχής μεν ουδέν διαφέρει ούτως ή άλλως, όταν δε θώνται διαφέρει (Ηθικά Νικομάχεια, Ε 10, 1134 b 18 επ.). Η αντιπαραβολή θετού και φυσικού δικαίου, δηλ. πάλι ηθικής και δικαίου, φαίνεται όταν συγκρούονται. Για παράδειγμα, η παραγραφή που έχει τεθεί από το θετό δίκαιο μπορεί να αντίκειται στην ιδέα της δικαιοσύνης να εκπληρώνει ο καθένας τις υποχρεώσεις του και να μην τις απεμπολεί. Από τη μια μεριά, το θετό δίκαιο εξυπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών και προστατεύει τον πολίτη από τυχόν αυθαιρεσίες όχι τόσο του φυσικού δικαίου, αλλά εκείνων που το επικαλούνται. Από την άλλη μεριά όμως η ιδέα της Δικαιοσύνης πρέπει να είναι η κατευθυντήρια γραμμή για την προαγωγή του θετικού δικαίου: Πρέπει να τείνει στην ιδέα της Δικαιοσύνης για να διορθώνει ττις αναπόφευκτες, ανθρώπινες ατέλειες. Με άλλα λόγια, ένα θετικό δίκαιο το οποίο δεν αδιαφορεί για το φυσικό δίκαιο. Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα κανόνας δικαίου μπορεί να φθάνει να επιτάσσει ή κάτι που είναι αντίθετο με την ηθική ή στο οποίο έχουμε ηθικά διλήμματα στο να το επιχειρήσουμε. Κατεξοχήν αυτά τα ηθκά διλήμματα φαίνονται στο χώρο της Βιοηθικής, δηλ. της Ηθικής που αναφέρεται στη ζωή και στο θάνατο. Θα επιχειρήσω λοιπόν να εκθέσω τι επιτάσσει ο νόμος σε βασικά ζητήματα βιοηθικής. Αν συμφωνεί με την ηθική και μάλιστα με την ορθόδοξη χριστιανική ηθική, είναι και θέμα συζητήσεως και ζήτημα της επόμενης εισηγήσεως με θέμα Βιοηθική και Εκκλησία. Δ. Ειδικά ζητήματα Δικαίου και Ηθικής Ι. Αμβλώσεις Άμβλωση είναι η βίαιη διακοπή της κυήσεως και η αφαίρεση της ζωής του εμβρύου πριν να γεννηθεί. Δεν είναι ορθό ότι η άμβλωση δεν τιμωρείται ποινικά. Δεν αποκαλείται βεβαίως άμβλωση ή έκτρωση, αλλά Τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης. Κατά το άρθρο 304 ΠοινΚ, όποιος διακόπτει ανεπίτρεπτα χωρίς τη συναίνεση της εγκύου ή και με τη συναίνεσή της την εγκυμοσύνη τιμωρείται. Το ίδιο και η ίδια η έγκυος. Η βαρύτερη ποινή της καθείρξεως είναι για όποιον επεμβαίνει χωρίς τη συναίνεση της εγκύου, π.χ. ο πατέρας του παιδιού που δεν θέλει να γίνει πατέρας, κλωτσάει την έγκυο γυναίκα και αυτή αποβάλλει. Επίσης τιμωρείται όποιος επιφέρει βλάβη στο έμβρυο (304α ΠοινΚ), καθώς και η διαφήμηση μέσων τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης (305 ΠοινΚ). Η ποινή όμως προβλέπεται στις πρώτες παραγράφους του άρθρου 304. Η τέταρτη είναι αφιερωμένη στο πότε επιτρέπεται. Έτσι Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση της εγκύου από γιατρό μαιευτήρα - γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα αν συντρέχει μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης. β) Εχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από είκοσι τέσσερις εβδομάδες. γ) Υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται σχετική βεβαίωση και του κατά περίπτωση αρμόδιου γιατρού. δ) Η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες εγκυμοσύνης. Σύμφωνα με τα παραπάνω η άμβλωση επιτρέπεται όταν διαπιστώνονται ενδείξεις για τη γέννηση παθολογικού νεογνού (24 εβδομάδες), όταν κινδυνεύει η υγεία της μητέρας (οποτεδήποτε) και όταν έχει προηγηθεί βιασμός, αποπλάνηση ή αιμομιξία (19 εβδομάδες). Στην πρώτη όμως περίπτωση δεν απαιτείται ουδεμία αιτιολογία, δηλ. μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα εβδομάδων κυήσεως, περίπου τριών μηνών, οποτεδήποτε μπορεί η έγκυος να διακόψει την εγκυμοσύνη της με τη συνδρομή ιατρών και με την κάλυψη των εξόδων από το ασφαλιστικό σύστημα. Αυτή η διάταξη είναι που έχει θεωρηθεί ότι εισήγαγε την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων. Αυτά, ενώ η καρδιά του εμβρύου χτυπά στο τέλος της τρίτης εβδομάδας και η δημιουργία όλων των οργάνων λαμβάνει χώρα στις οκτώ πρώτες εβδομάδες, μετά μόνον αναπτύσσονται. Εδώ είναι η σύγκρουση δικαίου και 3
ηθικής. Το δίκαιο επιτρέπει χωρίς κανένα λόγο ή αιτιολογία, αυτό που η ηθική θεωρεί αφαίρεση ζωής. Ούτε καν προβλέπεται διαδικασία για να αποτραπεί η έγκυος να προχωρήσει στην άμβλωση, ενώ κατά το άρθρο 1 1 ν. 1609/1986, Η μέριμνα για την προστασία της υγείας της γυναίκας και την εξασφάλιση περίθαλψης σε οργανωμένες νοσηλευτικές μονάδες κατά την τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης είναι υποχρέωση της πολιτείας. ΙΙ. Ευθανασία Ευθανασία είναι η διευκόλυνση του θανάτου. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το άρθρο 300 ΠοινΚ, η λεγόμενη ανθρωποκτονία με συναίνεση είναι η κατεξοχήν περίπτωση νομοθετημένης ευθανασίας. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο, γι αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια, τιμωρείται με φυλάκιση. Όπως φαίνεται από τη διατύπωση του νόμου, πρόκειται για ανθρωποκτονία, για έγκλημα που στρέφεται κατά της ζωής, η οποία όμως τιμωρείται επιεικέστερα, επειδή ο νομοθέτης έλαβε υπόψη το κίνητρο του δράστη που είναι ο οίκτος προς το θύμα, την κατάσταση του θύματος που πάσχει από ανίατη ασθένεια και τη θέληση του θύματος, το οποίο όχι απλώς πρέπει να συναινεί στη θανάτωσή του, αλλά να την απαιτεί σπουδαίως και επιμόνως, δηλ. με συναίσθηση της καταστάσεως και του αιτήματος και επαναλαμβανόμενη φορτικότητα. Εάν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, ο δράστης τιμωρείται επιεικέστερα από την κοινή ανθρωποκτονία, δηλ. με φυλάκιση, ποινή που διαρκεί από δέκα ημέρες έως πέντε χρονια. Δεν είναι λίγα τα προβλήματα που προκύπτουν από την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, όπως π.χ. η έννοια της ανίατης ασθένειας, επειδή ο όρος ή αμφισβητείται από τη σύγχρονη ιατρική ή μπορεί να αναφέρεται σε ασθένειες που είναι μεν ανίατες (π.χ. διαβήτης), αλλά αντιμετωπίσιμες. Εξάλλου ερωτάται αφενός αν θα περιλαμβάνει και ψυχικές παθήσεις, όπου όμως συνήθως θα απουσιάζει η ελεύθερη βούληση. Πάντως αξίζει να τονισθεί η σημασία που δίνει η διάταξη αυτή στη βούληση του ίδιου του θύματος. Με άλλα λόγια, αν αυτή απουσιάζει, ο οίκτος του ιατρού ή η ανίατη πάθηση δεν αρκούν για να τιμωρηθεί ο δράστης επιεικέσετερα: Αυτός θα τιμωρηθεί για ανθρωποκτονία από πρόθεση (299 1 ΠοινΚ). Επίσης αν ο ασθενής εκφράσει τη βούλησή του υποθετικά, πριν δηλ. να περιέλθει σε τέτοια κατάσταση με τη λεγόμενη «διαθήκη ευθανασίας», αυτό δεν αρκεί για να τιμωρηθεί επιεικέστερα ο δράστης, επειδή η επίμονη απαίτηση του άρθρου 300 ΠοινΚ πρέπει να διατυπωθεί όταν ο ασθενής θα βρίσκεται στην ανίατη κατάσταση και όχι εκ των προτέρων. Περίπτωση υποβοηθούμενης ευθανασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί και η λεγόμενη συμμετοχή σε αυτοκτονία (άρθρο 301 ΠοινΚ) και μάλιστα η δεύτερη περίπτωσή της, σύμφωνα με την οποία, όποιος έδωσε βοήθεια κατά την αυτοκτονία, τιμωρείται με φυλάκιση. Δηλαδή, το Ποινικό Δίκαιο δεν τιμωρεί την αυτοπροσβολή, την αυτοκτονία, αλλά τιμωρεί, πολύ επιεικέστερα όμως από την κοινή ανθρωποκτονία, την υποβοήθησή της ως ετεροπροσβολή. Άδικη μπορεί να είναι και η παράλειψη ενός προσώπου να βοηθήσει ένα άλλο, όταν δημιουργείται κίνδυνος ζωής που αξιολογείται στο πλαίσιο του άρθρου 307 ΠοινΚ. ΙΙΙ. Μεταμοσχεύσεις Μεταμόσχευση είναι η διαδικασία μέσω της οποίας επιχειρείται η αποκατάσταση ορισμένων λειτουργιών του ανθρώπινου σώματος με τη μεταφορά ενός οργάνου από έναν δότη σε έναν λήπτη (περ. ιζ ν. 3984/2011- εννοείται ο ίδιος νόμος παρακάτω). Οι μεταμοσχεύσεις συνδέονται έντονα με την ανάπτυξη της ιατρικής επιστήμης και μάλιστα η επιτυχία τους είναι συνέπεια και των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων που συντελούν στη μη αποβολή του μοσχεύματος. Η ανάληψη ιατρικών πράξεων για τη μεταμόσχευση συνδέεται με ορισμένες αρχές που προβλέπονται από τον νόμο: Κατά το Άρθρο 4 1 ν. 3984/2011, ο σκοπός της δωρεάς και μεταμόσχευσης είναι αποκλειστικώς θεραπευτικός (Η aφαίρεση οργάνων από ζώντα ή θανόντα δότη με σκοπό τη μεταμόσχευση πραγματοποιείται μόνο για θεραπευτικούς σκοπούς). 4
Κατά την 2 του ιδίου άρθρου, Ειδικά η Αφαίρεση οργάνων από ζώντα δότη με σκοπό τη μεταμόσχευση διενεργείται εφόσον δεν διατίθενται όργανα από θανόντα πρόσωπα, μέχρι τη στιγμή της αφαίρεσης του οργάνου, δεν υφίσταται εναλλακτική θεραπευτική μέθοδος ανάλογης αποτελεσματικότητας και η μεταμόσχευση δεν συνεπάγεται προφανή, σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία του δότη. Αυτό σημαίνει ότι η μεταμόσχεση από ζώντα δότη επιχειρείται ως έσχατο μέσο, μόνον όταν δεν υπάρχει όργανο από θανόντα δότη ή εναλλακτική θεραπεία και μόνον όταν δεν συνεπάγεται κίνδυνο για τοn δότη. Επίσης κατά το άρθρο 5 απαγορεύεται κάθε αντάλλαγμα, δηλ. η δωρεά ανθρώπινων οργάνων από νεκρούς και ζώντες δότες γίνεται εθελοντικά και χωρίς αμοιβή. Δεν θεωρούνται βεβαίως αντάλλαγμα οι δαπάνες και η αποζημίωση του δότη, για παράδειγμα, όσο καιρό είναι αναγκαίο να απουσιάσει από την εργασία του. Επίσης δεν επιτρέπεται η αναζήτηση δότη μέσω προσφοράς ανταλλάγματος, π.χ. με μια μικρή αγγελία. Αυτό σημαίνει ότι η δωρεά οργάνου είναι καθαρά αλτρουιστική πράξη για να σωθεί ο συνάνθρωπος. Συνεπώς οι αρχές του δικαίου των μεταμοσχεύσεων είναι ο σκοπός να είναι θεραπευτικός, η απαγόρευση ανταλλάγματος, να επιχειρείται από ζώντα δότη ως έσχατο μέσο και όταν δεν συνεπάγεται κίνδυνο για τον δότη. Η μεταμόσχευση αναλόγως της προελεύεσεως του οργάνου διακρίνεται σε μεταμόσχευση από ζώντα δότη και σε μεταμόσχευση από θανόντα δότη. Κατά το άρθρο 8 για την Αφαίρεση οργάνων από ζώντα δότη, 1. Η αφαίρεση οργάνων από ζώντα δότη επιτρέπεται μόνον όταν πρόκειται να γίνει μεταμόσχευση: α) στον σύζυγο του, β) σε ασθενή με τον οποίο ο δότης συνδέεται με σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 3719/2008, άνω των τριών χρόνων, γ) σε συγγενή μέχρι και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος, σε ευθεία ή πλάγια γραμμή, δ) σε συγγενή μέχρι το δεύτερο βαθμό εξ αγχιστείας, ε) σε πρόσωπο με το οποίο έχει προσωπική σχέση και συνδέεται συναισθηματικά. Δηλαδή πρέπει να υπάρχει στενή συγγένεια στις πιο πολλές περιπτώσεις για να επιτρέπεται η μεταμόσχευση από ζώντα δότη. Ο δότης πρέπει να είναι ενήλικος (άρθρ. 8 2) και η συναίνεσή του είναι ελεύθερα ανακλητή. Να σημειώσω επίσης ότι το άρθρο 10 προβλέπει την τήρηση ανωνυμίας του δότη: Η ταυτότητα του νεκρού δότη οργάνων δεν αποκαλύπτεται στον λήπτη και στην οικογένεια του. Δεν αποκαλύπτεται επίσης η ταυτότητα του λήπτη στην οικογένεια του νεκρού δότη. Επιτρέπεται να αποκαλυφθεί μόνον η επιτυχία της μεταμόσχευσης. Επίσης το άρθρο 11 δεν επιτρέπει τη μετα θάνατο δωρεά προς ορισμένο πρόσωπο: Η δωρεά οργάνων μετά το θάνατο του δότη δεν επιτρέπεται να γίνεται προς ορισμένο λήπτη. Υπόδειξη του λήπτη από τον δωρητή σώματος ή οργάνων δεν λαμβάνεται υπόψη, αλλά ακολουθείται η καθορισμένη σειρά προτεραιότητας. Ιδιαίτερη σημασία έχει η μεταμόσχευση από θανόντα δότη (άρθρο 9). Επειδή το άρθρο είναι μακροσκελές θα τονίσω τα σημαντικότερα: Το θανόν πρόσωπο πρέπει να είναι ενήλικο και κατέξαίρεση ανήλικο, οπότε συναινούν οι γονείς. Κατά την 2, Η αφαίρεση ενός ή περισσότερων οργάνων, ιστών και κυττάρων από ενήλικο, θανόν πρόσωπο πραγματοποιείται: α) με τη σύμφωνη γνώμη της οικογένειας εφόσον, όσο ζούσε, δεν είχε εκφράσει την αντίθεσή του, β) με την κάρτα δότη, η οποία εκφράζει την ελεύθερη δήλωση βούλησης του προσώπου εν ζωή για την δωρεά ενός ή περισσοτέρων οργάνων, ιστών και κυττάρων, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή η συναίνεση της οικογένειας. Η κάρτα δότη μπορεί να καταργηθεί ανά πάσα στιγμή με την έγγραφη συναίνεση του δότη. Στην περίπτωση που ο θανών έχει ενταχθεί στο Μητρώο Αρνητών που τηρεί ο Ε.Ο.Μ., δεν πραγματοποιείται δωρεά οργάνων, ιστών και κυττάρων. Αυτό σημαίνει ότι 1) δεν πραγματοποιείται μεταμόσχευση όταν ο δότης όσο ζούσε είχε εκφράσει την αντίθεσή του και είχε ενταχθεί στο Μητρώο Αρνητών, ακόμη και αν συναινούν οι οικείοι του. 2) Εάν είχε την Κάρτα Δότη και είχε εκφράσει τη βούλησή του να είναι δότης, δεν είναι απαραίτητη η συναίνεση της οικογένειας. 3) Εάν δεν είχε εκφράσει ούτε θετική βούληση ούτε άρνηση, τότε τη συγκατάθεση δίδει η οικογένεια. Δηλαδή δεν είναι ορθό να διαδίδεται ότι εφόσον ο δότης δεν είχε εκφράσει τίποτε, ούτε ναι ούτε όχι, θα γίνει μεταμόσχευση χωρίς να ερωτηθεί η οικογένεια, διότι είναι απαραίτητη η συγκατάθεσή της. 5
Ως προς το ζήτημα της διαπιστώσεως του θανάτου του δότη, κατά το άρθρο 9 5, Η Αφαίρεση οργάνων από θανόντα δότη διενεργείται μετά την επέλευση του θανάτου, κριτήριο για την οποία είναι η νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους, σύμφωνα με τα ευρέως αποδεκτά και σύγχρονα δεδομένα της επιστήμης, όπως ορίζεται στην απόφαση του ΚΕ.Σ.Υ. περί διάγνωσης του εγκεφαλικού θανάτου (απόφαση 9 της 21/20.3.1985). Δηλαδή ο νόμος θεωρεί ως θάνατο τον εγκεφαλικό θάνατο που επέρχεται με νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους. ΙV. Ο ν. 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου Κάθε άνθρωπος (φυσικό πρόσωπο) έχει ορισμένες ιδιότητες ή αλλιώς καταστάσεις φυσικού προσώπου που τον εξατομικεύουν, δηλ. τον διακρίνουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τέτοιες ιδιότητες είναι το όνομα, το φύλο, η ιθαγένεια, η συγγένεια και η κατοικία και η ηλικία. Έτσι το φύλο θεωρείται σημαντικό στοιχείο της εξατομίκευσης του προσώπου. Tο φύλο έχει σημασία για τις έννομες σχέσεις, για τις σχέσεις δηλ. που έχουν τόσο σημασία για το δίκαιο, ωστε να ρυθμίζονται από αυτό. Υπάρχουν σχέσεις που απαιτούν οπωσδήποτε υποκείμενα διαφορετικού φύλου. Ο γάμος, πολιτικός ή θρησκευτικός, συνάπτεται στο δίκαιό μας μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου, αλλιώς είναι ανυπόστατος και δεν έχει έννομες συνέπειες. Αυτό επικυρώθηκε πρόσφατα από την απόφαση 1428/2017 του Αρείου Πάγου (ΑΠ) η οποία ήταν το τέλος μιας μακράς διαδικασίας που άρχισε στο Πρωτοδικείο Ρόδου, όπου κηρύχθηκαν άκυροι οι λεγόμενοι γάμοι της Τήλου. Υπάρχουν καταστάσεις, όπως η συγγένεια που ρυθμίζονται διαφορετικά, αναλόγως φύλου. Από την άλλη μεριά διακρίσεις εξαιτίας φύλου δεν επιτρέπονται, δηλ. τα φύλα είναι διαφορετικά, αλλά ίσα. Για το λόγο αυτό τονίζεται πρώτον η σπουδαιότητα του φύλου και της ισότητας των φύλων στις έννομες σχέσεις : Κατά το άρθρο 4 2 του Συντάγματος, Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δκαιώματα και υποχρεώσεις. Η ισότητα των φύλων καθιερώνεται ως ειδική μορφή της ισότητας των πολιτών απέναντι στο νόμο. Δεύτερον, τονίζεται η σημασία της διαφορετικότητας των δύο φύλων, που δεν σημαίνει αναγκαστικώς ανεπίτρεπτη διάκριση και έλλειψη σεβασμού. Εάν η σημασία του φύλου είναι τόσο μεγάλη, απαραίτητη είναι η σταθερότητα και το αμετάβλητο του φύλου. Η κατάταξη ανθρώπου στο ανδρικό ή γυναικείο φύλο γίνεται με βάση τα εξωτερικά γεννητικά όργανα, όπως αυτά έχουν στο χρόνο της γέννησης. Το φύλο του νεογνού διαπιστώνεται από τον ιατρό με τον τοκετό και σημειώνεται στην υποχρεωτική πιστοποίηση, επί τη βάσει της οποίας χωρεί η η συμπλήρωση του στοιχείου του φύλου στη σχετική ληξιαρχική πράξη γέννησης (άρθρο 20 ν. 344/1976). Το φύλο ανήκει στις σταθερές που καταρχάς δεν μεταβάλλονται και ακολουθούν το άτομο σε όλη τη ζωή του. Αποφεύγεται έτσι ο κίνδυνος συγχύσεως με άλλο πρόσωπο, ή η διαφυγή ενός προσώπου που βαρύνεται με βεβαρημένο ποινικό μητρώο ή που έχει δυσβάστακτες οικονομικές υποχρεώσεις. Ο κανόνας είναι ότι η κατάταξη σε φύλο δεν απόκειται στην ελεύθερη επιλογή του προσώπου, ο οποίος καταρχάς είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Για παράδειγμα, η επιλογή φύλου στην εξωσωματική γονιμοποίηση δεν επιτρέπεται παρά μόνον για να αποφευχθεί κληρονομική ασθένεια που συνδέεται με το φύλο (ΑΚ 1455 2). Έτσι το φύλο ούτε επιλέγεται ελεύθερα από τους γονείς, ούτε και μεταβάλλεται ελεύθερα. Παρ όλα αυτά, πολύ πρόσφατα ψηφίσθηκε ο ν. 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Ως ταυτότητα φύλου κατά το άρθρο 2 είναι ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο βιώνει ένα άτομο το φύλο του, ανεξαρτήτως από το φύλο που καταχωρίσθηκε κατά τη γέννηση, με βάση τα βιολογικά χαρακτηριστικά. Από τα επόμενα άρθρα προκύπτει ότι στην ουσία δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για την αλλαγή ή διόρθωση (ο ν. 4491/2017 αποφεύγει τη λέξη αλλαγή και μάλιστα την αντικαθιστά με τη διόρθωση). Πρέπει να συντρέχει ασυμφωνία ταυτότητας και καταχωρισμένου φύλου. Η ασυμφωνία σε συνδ. με το ότι δεν απαιτείται όχι μόνον επέμβαση, αλλά ούτε και εξέταση ιατρική ή φαρμακευτική αγωγή, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην ουσία το άτομο που πρέπει να είναι καταρχάς ενήλικο και άγαμο ή διαζευγμένο ή σε κατάσταση χηρείας, θα δηλώνει τη βούλησή του απλώς. Για 6
να αλλάξει μόνον το κύριο όνομα ή το επώνυμο, ακολουθείται σήμερα ολόκληρη και μακρά διαδικασία, η δε απόφαση ως προς το όνομα για να δεχθεί αλλαγή ονόματος πρέπει να στηρίζεται σε σοβαρό λόγο. Το φύλο κατά το ν. 4491/2017 δεν θέλει προϋποθέσεις αλλαγής. Δεν απαιτείται ούτε ψυχιατρική εξέταση ούτε πάροδος ορισμένου χρόνου ασυμφωνίας. Η σχεδόν παντελής έλλειψη προϋποθέσεων για την επέμβαση σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα εξατομικεύσεως του προσώπου αποτελεί προσβολή στην ίδια την αξία και προσωπικότητα του ανθρώπου και δικαιολογεί σοβαρές επιφυλάξεις αντισυνταγματικότητας (άρθρο 2 1 Συντ). Από το άρθρο 3 2, φαίνεται ότι τέτοια διόρθωση δεν είναι καταρχάς δυνατή σε ανηλίκους. Κατ εξαίρεση όμως επιτρέπεται σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το 17ο έτος με τη συναίνεση των γονέων τους και σε ανηλίκους που έχουν κλείσει το 15ο έτος με τη συναίνεση των γονέων και επιπλέον θετική γνωμάτευση διεπιστημονικής Επιτροπής που θα στελεχωθεί με υπουργική απόφαση και στην οποία πλεοψηφούν τα μέλη -ιατροί. Το ζήτημα της διόρθωσης φύλου σε ανηλίκους συγκέντρωσε όπως ήταν αναμενόμενο τα περισσότερα πυρά κατά τη διαδικασία ψηφίσεως του ν. 4491/2017. Η αντίδραση λειτούργησε έως ένα βαθμό αποπροσανατολιστικά, μεταθέτοντας στο ζήτημα αυτό το βάρος από το κύριο πρόβλημα που ήταν ένας νόμος ο οποίος επέτρεπε τη διόρθωση (στην ουσία αλλαγή) φύλου χωρίς προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, ερωτάται πώς είναι δυνατόν να επιτρέπεται μια τόσο σοβαρή μεταβολή σε πρόσωπα που λόγω της ελλείψεως δικαιοπρακτικής ικανότητας δεν μπορούν να αποφασίσουν μόνα τους σε πολύ λιγότερο σοβαρές υποθέσεις. Στον ανήλικο οι επιφυλάξεις για τη συνταγματικότητα του ν. 4491/2017 πολλαπλασιάζονται, διότι ευρίσκουν έρεισμα και στην προστασία της ανηλικότητας (άρθρ. 21 1 Συντ). Από το άρθρο 3 3, προκύπτει ότι το πρόσωπο που αιτείται τη διόρθωση δεν πρέπει να είναι έγγαμο. Αντιθέτως, εάν ο φορέας είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αυτό παραμένει, είτε ήταν σύμφωνο μεταξύ δύο προσώπων του ιδίου φύλου οπότε στο εξής θα είναι σύμφωνο ετεροφύλων, είτε ήταν σύμφωνο ετεροφύλων και στο εξής θα γίνει σύμφωνο προσώπων του ιδίου φύλου. Ως προς το γάμο όμως διαφαίνεται άλλος κίνδυνος. Όπως τονίσθηκε γάμος μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου είναι ανυπόστατος. Έγγαμος δεν μπορεί να ζητήσει διόρθωση φύλου. Δεν απαγορεύεται όμως να συνάψει γάμο, εάν διορθώσει το φύλο του. Αυτό όμως οδηγεί στην ουσία στη σύναψη γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Η διόρθωση του φύλου θα γίνει με δικαστική απόφαση, χωρίς όμως το δικαστήριο να έχει κάποια εξουσία και στη συνέχεια θα γίνεται η καταχώριση στο Ληξιαρχείο. Κατά το άρθρο 5 2, αν ο φορέας έχει τέκνα, δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη γονική μεριμνα. Δεν επέρχεται μεταβολή στη ληξιαρχική πράξη γέννησης των τέκνων. Δηλαδή θα εξακολουθεί να γράφεται το ίδιο πρόσωπο ως πατέρας ή ως μητέρα. Άρα το πρόσωπο θα εγγράφεται αλλιώς στη δική του ληξιαρχική πράξη γεννήσεως, δηλ. με το διορθωμένο φύλο και αλλιώς στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του τέκνου. Αυτό θα δημιουργεί σύγχυση. Από όσα αναπτύχθηκαν φαίνεται η σημασία του φύλου στις έννομες σχέσεις. Ως στοιχείο της εξατομικεύσεως του προσώπου και της διακρίσεώς του από τα λοιπά πρόσωπα στηρίζεται στα βιολογικά και σωματικά χαρακτηριστικά (εξωτερικά γεννητικά όργανα) και δεν είναι αντικείμενο ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Κατά συνέπεια, δικαίωμα του προσώπου να επιλέξει με μόνη τη δήλωσή του αλλαγή ή μεταβολή φύλου δεν αναγνωρίζεται. Για το λόγο αυτό αντιμετωπίσθηκε με έντονη κριτική διάθεση και ο πολύ πρόσφατος ν. 4491/2017, ο οποίος στην ουσία επιτρέπει τη μετάβαση από το ένα φύλο στο άλλο και αντιστρόφως για μια φορά, στην ουσία με απλή δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς προϋποθέσεις. Η κριτική έφθασε μέχρι του σημείου να υποστηριχθεί ότι ο ν. 4491/2017 εγείρει σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας ( άρθρ. 2 1 και σε συνδ. με άρθρο 21 1 Συντ, όταν αφορά ανήλικο). V. Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή Η Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή ή αλλιώς τεχνητή γονιμοποίηση είναι η υποβοήθηση στην απόκτηση τέκνων χωρίς το φυσικό τρόπο. Συνδέεται οπωσδήποτε με την πρόοδο της ιατρικής που επέτρεψε αυτή την αποσύνδεση. Εισάγει την κοινωνικοσυναισθηματική 7
συγγένεια που δεν είναι βιολογική. Οι όροι «ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή» και «τεχνητή γονιμοποίηση» ταυτίζονται και περιλαμβάνουν όλες τις μεθόδους τεχνητής αναπαραγωγής, από τις οποίες συνηθέστερες είναι η τεχνητή σπερματέγχυση και η εξωσωματική γονιμοποίηση. Στο ελληνικό δίκαιο κυρίως εισήχθη η νομοθεσία το έτος 2002 με το ν. 3089/2002, του οποίου οι βασικότερες διατάξεις τροποποίησαν τον ίδιο τον Αστικό μας Κώδικα (ΑΚ). Θεώρησε δηλ. ο έλληνας νομοθέτης ότι ήταν αναγκαίο να ρυθμίσει νομικά την πρόοδο της ιατρικής. Θα τονίσω τα βασικότερα: 1. Ως προς την τεχνητή γονιμοποίηση γενικώς Κατά το άρθρο 1455 ΑΚ, Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Η υποβοήθηση αυτή επιτρέπεται μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου. Η ανθρώπινη αναπαραγωγή με τη μέθοδο της κλωνοποίησης απαγορεύεται. Επιλογή του φύλου του τέκνου δεν είναι επιτρεπτή, εκτός αν πρόκειται να αποφευχθεί σοβαρή κληρονομική νόσος που συνδέεται με το φύλο. Τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην τεχνητή γονιμοποίηση πρέπει να χορηγήσουν την έγγραφη συναίνεσή τους προς το ιατρικό κέντρο που θα την επιχειρήσει. Επιτρέπεται και η τεχνητή γονιμοποίηση σε άγαμο ζεύγος, αλλα απαιτεί συμβολαιογραφική συναίνεση (ΑΚ 1456). 2. Ως προς τη γονιμοποίηση από τρίτο δότη Ένα ζεύγος επιθυμεί τέκνο, αλλά ο σύζυγος βρίσκεται σε αδυναμία τεκνοποιϊας. Προσφεύγει σε ένα ιατρικό κέντρο, μια τράπεζα σπέρματος και η γυναίκα γονιμοποιείται με τεχνητή σπερματέγχυση από ένα δότη σπέρματος. Κατά το άρθρο 1460 ΑΚ, Η ταυτότητα των τρίτων προσώπων που έχουν προσφέρει τους γαμέτες ή τα γονιμοποιημένα ωάρια δε γνωστοποιείται στα πρόσωπα που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Ιατρικές πληροφορίες που αφορούν τον τρίτο δότη τηρούνται σε απόρρητο αρχείο χωρίς ένδειξη της ταυτότητάς του. Πρόσβαση στο αρχείο αυτό επιτρέπεται μόνο στο τέκνο και για λόγους σχετικούς με την υγεία του. Η ταυτότητα του τέκνου, καθώς και των γονέων του δεν γνωστοποιείται στους τρίτους δότες γαμετών ή γονιμοποιημένων ωαρίων. Ο τρίτος δότης, δηλ. ο βιολογικός πατέρας του παιδιού που θα γεννηθεί παραμένει άγνωστος. Το παιδί δεν επιτρέπεται να τον αναζητήσει. Με αυτή την τεχνητή γονιμοποίηση (σε στενή έννοια, όπως επικρατεί να λέγεται) συνδέονται τα προβλήματα της ταυτότητας του τρίτου δότη και τυχόν κίνδυνοι αιμομιξίας. 3. Ως προς τα πλεονάζοντα γονιμοποιημένα ωάρια Κατά το άρθρο 1459 ΑΚ, Τα πρόσωπα που προσφεύγουν σε τεχνητή γονιμοποίηση αποφασίζουν με κοινή έγγραφη δήλωσή τους προς τον ιατρό ή τον υπεύθυνο του ιατρικού κέντρου, που γίνεται πριν από την έναρξη της σχετικής διαδικασίας, ότι οι κρυοσυντηρημένοι γαμέτες και τα κρυοσυντηρημένα γονιμοποιημένα ωάρια που δε θα τους χρειασθούν για να τεκνοποιήσουν: α) θα διατεθούν χωρίς αντάλλαγμα, κατά προτεραιότητα σε άλλα πρόσωπα, που θα επιλέξει ο ιατρός ή το ιατρικό κέντρο, β) θα χρησιμοποιηθούν χωρίς αντάλλαγμα για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς, γ) θα καταστραφούν. Αν δεν υπάρχει κοινή δήλωση των ενδιαφερόμενων προσώπων, οι γαμέτες και τα γονιμοποιημένα ωάρια διατηρούνται για χρονικό διάστημα πέντε ετών από τη λήψη ή τη δημιουργία τους και μετά την πάροδο του χρόνου αυτού είτε χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς είτε καταστρέφονται. 8
Τα μη κρυοσυντηρημένα γονιμοποιημένα ωάρια καταστρέφονται μετά τη συμπλήρωση δεκατεσσάρων ημερών από τη γονιμοποίηση. Ο τυχόν ενδιάμεσος χρόνος κρυοσυντήρησής τους δεν υπολογίζεται. Η καταστροφή των γονιμοποιημένων ωαρίων που προβλέπει ο νόμος έχει ισχυρό αντίλογο, που συνοψίζεται στο ότι από τη σύλληψη υπάρχει η ζωή και συνεπώς το έμβρυο. Πρέπει να τονισθεί ότι τα ιατρικά κέντρα συνήθως γονιμοποιούν περισσότερα ωάρια, τα οποία εμφυτεύονται και μετά αφαιρούνται ή καταστρέφονται. 4. Ως προς την λεγόμενη παρένθετη μητρότητα Στην περίπτωση αυτή, η γυναίκα που θέλει να αποκτήσει παιδί, δεν μπορεί να κυοφορήσει. Με τη χρήση δικών της ή ξένων ωαρίων, επιχειρείται τεχνητή γονιμοποίηση των ωαρίων με το σπέρμα του συζύγου της ή ξένου δότη και στη συνέχεια το γονιμοποιημένο ωάριο μεταφέρεται στο σώμα της γυναίκας που θα κυοφορήσει το τέκνο και ονομάζεται κυοφόρος. Μετά τον τοκετό, παραδίδει το παιδί στη γυναίκα που επιθυμεί το τέκνο. Δηλ. η κυοφόρος δάνεισε τη μήτρα της σε αυτή τη γυναικα που θεωρείται πλέον η μητέρα του τέκνου. Αυτό επιτρέπεται με όρους : Κατά το άρθρο 1458 ΑΚ, Η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ιδίαν, και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη. Η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία. Δηλ. μεταξύ των άλλων πρέπει να συμφωνήσουν χωρίς καταβολή ανταλλάγματος η κυοφόρος με τη λεγόμενη κοινωνικοσυναισθηματική μητέρα, να δώσει άδεια το δικαστήριο και η κυοφόρος να μην κυοφορήσει με δικά της ωάρια, αλλά με ξένα. Και οι δύο γυναίκες πρέπει να έχουν την κατοικία τους ή την προσωρινή διαμονή στην Ελλάδα. Αυτό ήταν στην αρχή πιο αυστηρό και αναφερόταν μόνον στην κατοικία, δηλ. δεν επιτρεπόταν να χορηγηθεί άδεια για δανεισμό μήτρας επί προσωρινής διαμονής, ακριβώς για να μην ευνοείται ο αναπαραγωγικός τουρισμός. Άλλαξε πρόσφατα (άρθρο 8 του ν. 3089/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4272/2014). Συνεπώς μια γυναίκα με χώρα καταγωγής και κατοικίας μια χώρα όπου δεν επιτρέπεται η δανεική μητρότητα, έρχεται στην Ελλάδα και μπορεί να ζητήσει άδεια από το δικαστήριο, διότι θερωρείται ότι έχει προσωρινή διαμονή στην Ελλάδα. Η παρένθετη μητρότητα συνδέεται με αρκετά δυσεπίλυτα ζητήματα, όπως το παιδί με καταγωγή από πέντε ανθρώπους, με την εμπορευματοποίηση της μητρότητας και με την άρνηση αποδόσεως του παιδιού. 5. Ως προς τη γονιμοποίηση μετά θάνατο Επιτρέπεται κατά το άρθρο 1457 ΑΚ να γονιμοποιηθεί μια χήρα εξωσωματικά με το σπέρμα του συζύγου της που είχε κατατεθεί σε τράπεζα σπέρματος, επειδή για παράδειγμα ο σύζυγος έφευγε για τον πόλεμο και κινδύνευε να πεθάνει. Κατά τη διάταξη, Η τεχνητή γονιμοποίηση μετά το θάνατο του συζύγου ή του άνδρα με τον οποίο η γυναίκα συζούσε σε ελεύθερη ένωση επιτρέπεται με δικαστική άδεια μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α. Ο σύζυγος ή ο μόνιμος σύντροφος της γυναίκας να έπασχε από ασθένεια που συνδέεται με πιθανό κίνδυνο στειρότητας ή να υπήρχε κίνδυνος θανάτου του. β. Ο σύζυγος ή ο μόνιμος σύντροφος της γυναίκας να είχε συναινέσει με συμβολαιογραφικό έγγραφο και στη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση. Η τεχνητή γονιμοποίηση διενεργείται μετά την πάροδο έξι μηνών και πριν από τη συμπλήρωση διετίας από το θάνατο του άνδρα. Και εδώ υπάρχουν πολλά προβλήματα που συνδέονται με το ότι ένα παιδί καταδικάζεται σε προγραμματισμένη ορφάνια, μετα το θάνατο του πατέρα του. 9
Η υποβοήθηση στην απόκτηση τέκνου είναι ευγενής στόχος, αλλά τονίζει περισσότερο το συμφέρον αυτών που θέλουν να αποκτήσουν με κάθε θυσία παιδί από το συμφέρον του ίδιου του παιδιού. Ε.Τελικές παρατηρήσεις Από όσα ελέχθησαν, γίνεται κατανοητό ότι όταν ο νόμος θιγει ζητήματα βιοηθικής, μπορεί να εξυπηρετεί την ηθική, π.χ. απαγορεύεται η κλωνοποίηση ή και να έρχεται σε αντίθεση με αυτή, π.χ. επιτρεπτό των αμβλώσεων μέχρι την 12η εβδομάδα της κυήσεως. Μπορεί ακόμη να θέτει πολλά διλήμματα, π.χ. τεχνητή αναπαραγωγή και καταστροφή των πλεοναζόντων ωαρίων. Ερωτάται ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση, αφού ενδέχεται να εμπλέκεται κάποιος από εμάς στα ζητήματα Βιοηθικής ως ιατρός, νομικός, γονέας, εκπαιδευτικός, άνθρωπος που προβληματίζεται. Οι ιατροί δεν είναι υποχρεωμένοι να παραβούν τη συνείδησή τους, αφού υπηρετούν τη ζωή. Kατά το άρθρο 31 ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας - ΚΙΔ), ως προς την τεχνητή διακοπή κύησης, 1. Ο ιατρός μπορεί να επικαλεσθεί τους κανόνες και τις αρχές της ηθικής συνείδησής του και να αρνηθεί να εφαρμόσει ή να συμπράξει στη διαδικασία τεχνητής διακοπής της κύησης, εκτός εάν υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της υγείας της. Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται σύμφωνη και αιτιολογημένη γνώμη του κατά περίπτωση αρμόδιου ιατρού. 2. Ο ιατρός οφείλει να παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη στη γυναίκα που ζητεί την παροχή των υπηρεσιών του, πριν προχωρήσει στη διακοπή της κύησης. Κατά το άρθρο 30 5 ΚΙΔ (Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή), Ο ιατρός μπορεί να επικαλεσθεί τους κανόνες και τις αρχές της ηθικής συνείδησής του και να αρνηθεί να εφαρμόσει ή να συμπράξει στη διαδικασία της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Κατά το άρθρο 29 3 ΚΙΔ (Ιατρικές αποφάσεις στο τέλος της ζωής), Ο ιατρός οφείλει να γνωρίζει ότι η επιθυμία ενός ασθενή να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο, δεν συνιστά νομική δικαιολόγηση για τη διενέργεια πράξεων οι οποίες στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου. Φαίνεται συνεπώς ότι ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ), περιέχει ένα οπλοστάσιο για τον ιατρό που δεν επιθυμεί να υπηρετήσει αυτό που δεν θεωρεί ηθικό. Οι νομικοί, εάν είναι δικαστές, έχουν το όπλο του διάχυτου συνταγματικού ελέγχου του νόμου τον οποίο θα κρίνουν. Εάν μια διάταξη είναι αντίθετη με το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 Συντ), την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Συντ), ή με την προστασία του γάμου και της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας (άρθρο 21 Συντ), μπορεί να θεωρηθεί αντισυνταγματική και να μην εφαρμοσθεί από τα δικαστήρια. Μπορούν ακόμη οι νομικοί να εκφράζουν την αντιθεσή τους και τις επιφυλάξεις τους σε νομοσχέδια που προσβάλλουν τις αρχές αυτές. Όλοι οι πολίτες, ιδιατέρως οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να έχουν υπόψη ότι έχουν κληθεί να υπηρετούν το σεβασμό προς τη ζωή, την αξία του ανθρώπου και την ιδιαιτέρως ευαίσθητη παιδική και εφηβική ηλικία. Κυρίες και κύριοι, Επανέρχομαι στην αρχή της εισηγήσεως όπου τόνισα ότι το δίκαιο και οι κανόνες του μπορεί να συγκρούονται με τους κανόνες της ηθικής και της δικαιοσύνης. Ίσως το πιο πρόσφορο παράδειγμα αποτελεί η ανεπανάληπτη ηρωίδα του Σοφοκλή. Η Αντιγόνη συγκρούεται στην ομώνυμη Τραγωδία με το θετικό δίκαιο, που θέτει δηλ. ο Κρέων, επειδή της φαίνεται άδικο. Αντιθέτως, απαντώντας στον Κρέοντα, προσδίδει στο φυσικό δίκαιο καθολική ισχύ, ανεξάρτητη από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και τον τόπο : Αεί ποτε ζη ταύτα, κουδείς οίδεν εξ ότου φάνη. Η επιλογή στη σύγκρουση του δικαίου και της ηθικής είναι δική μας. Σας ευχαριστώ πολύ. 10