Μάρτυ Λάµπρου ΚΟΠΙΤΣΕΣ κόπιτσες Διηγήµατα ΕΚ ΟΣΕΙΣ οσελότος
Μάρτυ Λάμπρου κόπιτσες Διηγήματα ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος
Τιτλος ΚΟΠΙΤΣΕΣ Συγγραφέας Μάρτυ Λάμπρου Σειρα Ελληνική Ποίηση [2358-0111] Φωτο εξωφυλλου Βάλλυ Νομίδου έργο από την ενότητα Let it Blead Επιmελεια κειmενου Όλγα Παλαμίδη Copyright 2010 Μάρτυ Λάμπρου martilabrou@yahoo.com Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Δεκέμβριος 2010 ISBN 978-960-9499-26-2 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα. ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
Στον Δημήτρη της ζωής μου
Έρκυνα Έπεφταν οι καταγγελίες, όπως τα νερά στους καταρράκτες στο φαράγγι του Ξηριά, πως μαζεύονταν εκεί τα βράδια παρέες νεαρών, άναβαν κεριά στις εσοχές των βράχων κι οργίαζαν. Οπότε ήρθε για να αποκαταστήσει την τάξη, ο αξιωματικός υπηρεσίας Παπαλάμπρος Νικόλαος. Όμως σα να σκίστηκε η γη και να τους κατάπιε στο άδυτο του χθόνιου Τροφώνιου. «Ρε, λες να το χουν ανακαλύψει τούτα τα κωλόπαιδα το μαντείο το υπόγειο;» αναρωτήθηκε. Έρχονταν οι απόηχοι της πόλης, κάτι σύρθηκε δίπλα του και τον ανησύχησε, ακούμπησε το χέρι στο πιστόλι. Οι λουρίδες από το χλομό φως που έπεφτε από έναν ξεχαρβαλωμένο στύλο δημιουργούσαν σκιές, χήνες και πάπιες τρύπωσαν φουφουρίζοντας ανάμεσα στις πικροδάφνες. Απ όπου πετάχτηκε ξαφνικά μέσα απ τα φυλλώματα ένα κορίτσι με κόκκινα, κοντοκουρεμένα μαλλιά. «Βρε, καλώς τηνα την πέρδικα», αναφώνησε, «ποια είσαι εσύ!» «Η Έρκυνα», αντήχησε η ένρινη φωνή της κι άρχισε να τρέχει προς τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν ψηλά στον 7
Μάρτυ Λάμπρου μικρό ναό της Ιερουσαλήμ, που έμοιαζε σα να κρεμόταν από τους πελώριους, κοφτούς βράχους. Ο μπάτσος βάλθηκε να την κυνηγάει κι όσο την πλησίαζε κι άκουγε την κοφτή της ανάσα τόσο πείσμωνε. Θα αντέξει να ανεβεί τρέχοντας τα εφτακόσια σκαλιά, αναρωτιόταν, νιώθοντας και τις δικές του δυνάμεις σε δοκιμασία. Μια την έφτανε, μια την έχανε, για να τη δει να στρίβει παραπάνω και να χάνεται σαν αστραπή ανάμεσα στις δάφνες και τις μυρτιές. Από την αδημονία του να την προφτάσει ούτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκε στο κοίλωμα του βράχου με το εκκλησάκι. Παραπίσω από τον ναό, στη φυσική δεξαμενή όπου αναβλύζει από τα αρχαία χρόνια η πηγή του Αγαθού Δαίμονα, την είδε να βουτάει στο νερό φωσφορίζοντας. «Τώρα την πάτησες, μικρούλα!» γέλασε χαιρέκακα και την περίμενε. Αλλά εκείνη αργούσε βασανιστικά να αναδυθεί και τον ζώσανε τα φίδια. Ώσπου μέσα από έναν απότομο παφλασμό των νερών, πρόβαλε μπροστά του ολόγυμνη. Η επιδερμίδα της με την παραμικρή τριχούλα ανασηκωμένη, υπερκόσμια λευκή και μικροκαμωμένη, έμοιασε με αντανάκλαση της πανσελήνου. Το αίμα του κόχλαζε, οι φλέβες του φούσκωσαν να σπάσουν. Ένα «κλικ» αρκούσε για να στείλει το αίμα του προς το πάνω κεφάλι. Όμως, το όργανο του οργάνου της τάξης σκλήραινε. Τα κουμπιά του παντελονιού του γλίστρησαν μέσα απ τις κουμπότρυπες. Έλυσε τη ζώνη, την πέταξε 8
Έρκυνα παρακεί, ανάμεσα στα γκρεμόχορτα. Ξέσφιξε τη γραβάτα, τράχηλος και στέρνο άχνιζαν ιδρώτα. Όρμησε ένστολος στην υδάτινη γούρνα, μαγνητισμένος από το λαμπυρίζον στο φως του φεγγαριού αιδοίο. Μες στο ασημένιο νερό βυθίζονταν κι αναδύονταν. Τα βογκητά τους ταράξαν τα κουρνιασμένα πουλιά, που φτεράκισαν αλλοπαρμένα ξύνοντας τις άκρες των φτερών τους στον βράχο, όπου την στήριζε κρατώντας το πρόσωπό της στις παλάμες του. Εκείνη τον τραβούσε από τους ώμους, τα νυχάκια της έσκιζαν απαλά το δέρμα του σα μικρά νυστέρια, με αγωνία στη μανία του εραστή της. Η πηγή ξέσπασε τα νερά καταπάνω τους σαν αρμονικές καμπύλες πεντάκρουνου σιντριβανιού, τη στιγμή που τινάχτηκαν και τα αφρώδη υγρά του στην επιφάνεια του νερού κι επέπλεαν. Μια δάφνη είχε λυγίσει τα κλωνάρια και τους σκέπασε τρέμοντας, αγαθές νεροφίδες περιπλέχτηκαν στα πόδια, στα χέρια και στις πλάτες τους, προκαλώντας τους φόβο κι αρχέγονες δονήσεις. Βγήκε εκείνος. Εκστασιασμένος στο πλατύσκαλο. Ακούμπησε την πλάτη στον μικρό, χτιστό τοίχο, που έκλεινε την πηγή. Κοίταξε κάτω στο φαράγγι και του φάνηκε σα μόλις ν άναψαν χιλιάδες κεράκια στις σκαλιστές κόγχες, που κάποια αρχαία χέρια σμίλεψαν στους βράχους, και όλα να φωτίστηκαν από ένα λευκό φως που δεν το είχε ξαναδεί οποιοδήποτε άλλο φως τού έμοιαζε με σκοτάδι. Αναδύθηκε από τη δεξαμενή και η κόρη ανάμεσα σε μαργαριταρένιες φυσαλίδες. Απαστράπτουσα, παραπάτησε 9
Μάρτυ Λάμπρου προς το μέρος του, κάθισε πλάι του. Χάιδεψε την πλάτη της, κατόπιν πέρασε το χέρι του στη μεσούλα της, την έσφιξε πάνω του, φίλησε τον λαιμό της φτάνοντας στον ώμο και ξανά πίσω αργά, ρουφώντας την υγρασία από το μεταξένιο της δέρμα. Γυμνοί, σα γλυπτή προέκταση του βράχου. Το φεγγάρι να κάνει κύκλους και να τους φέγγει, προβολέας. Το πηλήκιο πάνω στις εφέδρες, πιο κει η γραβάτα, το πιστόλι, το κλομπ. Φωτίστηκε ως και το μικρό της φαράγγι! Τράβηξε το σακάκι του και τη σκέπασε. Τα αιωνόβια πλατάνια κάτω στις όχθες του ποταμού της νύμφης Έρκυνας έσπρωχναν με τις ρίζες τους δυο μικρές ιτιές, κι εκείνες έγειραν και σκέπασαν ασφυχτικά με τα ευλύγιστα κλωνάρια τους τις γκριζωπές ροδοδάφνες. Αερόριζοι κισσοί χαϊδολογιόντουσαν δίπλα στις συκιές. Που σκύψανε πλακώνοντας με τα κλαριά τους τα νεράγκαθα και τα μοσχάγκαθα, κι αυτά έσυραν και χάιδεψαν με τα δερμάτινα φύλλα και τα αγκάθια τους τις σάρκες των φύλλων τους ανεπαίσθητα, σα μικρές, απαλές νυχιές. Ένας απήγανος, ήρεμος, περίμενε με φουσκωμένο τον ύπερο τη στιγμή του έρωτα. Ροδιές αγκαθωτές έσκαγαν τους πρασινοκόκκινους καρπούς τους σα σαπουνόφουσκες. Την πήρε στην αγκαλιά, την έσφιξε ανάμεσα στα πόδια. Το ένα ακουμπούσε το λυγισμένο του γόνατο στην υγρή της ήβη. Το χέρι του πλησίασε και με την άκρη των δαχτύλων έτριψε τη ρώγα της. Παρέμεινε στην ίδια στάση δίχως 10
Έρκυνα να κουνηθεί και την ανησυχήσει. Την κρατούσε με ευλάβεια σαν κάτι το εύθραυστο, το πολύτιμο. Στα βλέμματα ξανά ο πόθος. Τα σώματά τους σάλεψαν υπάκουα στην ακατανίκητη προσταγή του έρωτα, ξανακύλησαν στη γούρνα, στο φεγγαρόλουστο νερό. Στα χείλη τους χρυσόσκονη. Κάποιοι που βρέθηκαν στο φαράγγι είδαν την αντανάκλαση στα νερά και σηκώνοντας τα κεφάλια αναφώνησαν: «Φωτιά!» Βγήκαν έξω από τη δεξαμενή στραφταλιστοί κι ελεύθεροι. Γλίστρησαν πάνω στα πολυτρίχια τα απαλά και γαλάζια σα λυμένα μαλλιά, που ήταν περιπλεγμένα με τις εφέδρες τις ξελογιάστρες, μεθυσμένα κι ηλεκτρισμένα από την εφεδρίνη που εκείνες έχυσαν στους τρυφερούς τους ύπερους, εμβολίζοντάς τους επιδέξια. Ο καυλός ενός ζουμπουλιού μόλις έβγαινε στην επιφάνεια σπρώχνοντας το χορτάρι. Ο δικός του σαρκωμένος καυλός ανάμεσα στα τρυφερά της χείλη. Αγριορίγανες ρουφούσαν τις αφροδισιακές ράγες μιας κάππαρης, βγάζοντας πνιχτά βογκητά. Απλωτοί λωτοί έσμιγαν τα κλαδιά τους με τα κλωνάρια ενός μελίλωτου, κι εκείνος αναριγώντας σπασμωδικά, τέντωσε τόσο τους μίσχους του, κάνοντας μια μεγαλόπρεπη προσπάθεια να φτάσει μέχρι την ευτυχία, που έσπασαν, κι άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στις μπλε-μοβ ανεμώνες. Κι οι ανεμώνες σκορπίσαν τη μαύρη πούδρα τους ξανοίγοντας βάναυσα τα πεταλάκια, τόσο, που μάδησαν. Σαν τα δάκρυα της Αφροδίτης για τον Άδωνι. Οι πικραγγουριές ζαλισμένες 11
Μάρτυ Λάμπρου από τους φλόμους, που είχαν πλαγιάσει πάνω τους δολερά τους γλοιώδεις βλαστούς, κι από τα πριονωτά φύλλα τούς στάλαξαν το γαλακτώδες βάλσαμο, σφενδόνισαν με δύναμη τους κολλώδεις πίδακες με τους σπόρους, σαν άνθρωποι να ξαπόστελναν όλα τους τα σπλάχνα. Ένα άλυσσο δεν άντεξε. Ανασκελωμένο δεχόταν μια σεληνίτιδα. Ερωτιάρα, με απαράμιλλη ορμή, με φύλλα καρδιόσχημα όλο λόγχες και δόντια, του τα έμπηξε με καύλα στα μακριά του φύλλα. Πάνω στο σμίξιμο, ασυγκράτητος πια, κόπηκε βαθιά κι έγειρε στην όχθη της πηγής. Γεράκια πετούσαν στο φαράγγι, παίρνοντας το σχήμα της αύλακας. Πήρε το πηλήκιο απ τις εφέδρες, το πέταξε πέρα στο γκρεμό ξαφνιάζοντας τα πουλιά. Γύρισε. «Έρκυνα! Έρκυνα!» τη φώναζε. Ακούγονταν μόνο τα νερά του ποταμού να κελαρύζουν, ο αντίλαλός του σα να χτυπιόταν στους βράχους, απέναντι, πάνω από τα ερείπια του καταλανικού κάστρου μόλις ανέτειλε ο ήλιος. 12
Ξαφνικό κύμα Η Ουδείς επίβλημα ράκους αγνάφου επιρράπτει επί ιματίω παλαιώ, ει δε μήγε, αίρει το πλήρωμα αυτού, το καινόν του παλαιού, και χείρον σχίσμα γίνεται. Κατά Μάρκον, στιχ. 21 Αλεξία έφτασε στο γραφείο της στην αρ ντεκό πολυκατοικία στις παρυφές του Λυκαβηττού. Διευθύντρια σε γυναικείο περιοδικό. Αστραφτερή, εργονομικά ντυμένη και με κομψά αξεσουάρ. Ψηλή, με καλοσχηματισμένους στενούς γοφούς, εκπέμπει χάρη και θηλυκότητα. Μακιγιαρισμένο τέλεια το λεπτοκαμωμένο της πρόσωπο. Πέταξε την μπορντό δερμάτινη τσάντα στον καναπέ, όταν διαπίστωσε με αγανάκτηση ότι η Νόνη είχε αλλάξει πάλι τη θέση στα πράγματα. Ξανάβαζε μέσα τον φίκο, μπήκε η Ζέφη, η αρχισυντάκτρια και δεξί της χέρι καμιά φορά και τα δυο της χέρια. «Άσε, μη μου πεις. Η χήρα έβαλε πάλι τη χείρα της», γέλασε η Ζέφη κι άρχισε να τη βοηθάει στην τακτοποίηση. Τρεις φορές χηρευάμενη η μητέρα της Αλεξίας, η Νόνη. «Ειδικός του φενγκ σούι ο καινούργιος», είπε η Αλεξία 13
Μάρτυ Λάμπρου και ξεκρέμασε τον πίνακα με τις τίγρεις, συνεχίζοντας, «τον βάζει Δεκαπέντε εκεί, γιατί επιμένει μικρές ότι και πρέπει μεγάλες να είναι ιστορίες, στην συνδεδεμένες γωνία, με αόρατες για να ισορροπεί κόπιτσες, αποτελούν η θετική ενέργεια το νέο στον βιβλίο ανατολική ελλιπή χώρο. Θα της με τρελάνει Μάρτυς Λάμπρου, με τα γκούα-μπα-γκούα, ιστορίες με βαθιά λευκές κατανόηση και τίγρεις, πράσινους αγάπη για δράκους, τον άνθρωπο: πράσινα άλογα και τρίχες κατσαρές». Η Σωτηρία σ ένα ταξίδι απροσδόκητων εμπειριών στις δημοσιές της ορεινής Ελλάδας. Η Χρύσα και ο Κωνσταντής στο Αναστέναξε αισθησιακό σαν καλοκαίρι είδε ότι της είχε Ίου. φέρει O έρωτας ξανά και και το η λαχτάρα παλιό δρύινο για την γραφείο, ευτυχία που που της υπόσχεται, έμοιαζε να καθώς προέρχεται και οι μετέπειτα, από το γραφείο υλικές μεγαλοψυχίατρου απολαύσεις της του ζωής περασμένου και οι κίνδυνοί αιώνα. τους Συνθετικά επιβεβαι- πιο σκατά ώνουν, αποκαλούσε άλλοτε σαν η Νόνη ευχάριστη τα έπιπλα έκπληξη, που η άλλοτε Αλεξία σαν είχε προειδοποίηση, ότι όλα εδώ πληρώνονται. επιλέξει. «Βρήκα Θεόγυμνη τον στα τίτλο νερά του του κύριου μαγικού άρθρου ρεαλισμού, για το σεξ», στα μπράτσα τίνος η ένστολου Ζέφη. «Με εραστή το κεφάλι αναδύεται ψηλά, η και πανάρχαια εννοώ το νύμφη κε- την απέσπασε φάλι Έρκυνα; του πέους στο απόγειο της δόξας του», τόνισε με παιχνιδιάρικο ύφος, ενώ τοποθετούσε στη γωνία δίπλα στο Ντρέπεται η Νόνη για την ταπεινή της καταγωγή, αλλά πόσο αντέχει να κρύβεται η αλήθεια πίσω απ το περιτύλιγμα του νεοπλουτισμού; παράθυρο το μεγάλο κρυστάλλινο βάζο με τα αποξηραμένα φυτά. Ποιον ακριβώς ανίερο έρωτα τιμωρεί η Ναταλία στα εγκαταλειμμένα «Ζέφη δεν είπαμε ιαματικά ότι λουτρά, θα απευθυνόμαστε παρέα με τον στα τρελό ευρύτερα χωριού; στρώματα, σε μεγαλύτερες ηλικίες με άγχη, και παι- του διά και Τέλος, άντρες μετεμψύχωση σκυμμένα τίνος τα είναι κεφάλια;» ο γάτος την Λεό, παρατήρησλωπίζεται απρόθυμα. ξάπλα στο χειρόγραφο μυθιστόρημα της κυρίας που καλ- Αιμιλίας; «Μια νύξη έγινε. Επειδή έπεσαν οι πωλήσεις, σημαίνει πως θα Δεκαπέντε αλλάξουμε γήινες το προφίλ ιστορίες, και δοσμένες θα γίνουμε από λαϊκό πρώτο περιοδικό; χέρι με δύναμη. Αυτή η κατηγορία γυναικών μάς αγοράζει για τα δώρα. Aρώματα, τσάντες, κραγιόν. Και τις σελίδες με τους κοσμικούς. Πάνω απ όλα, όμως, τους δίνουμε το δικαίωμα να ISBN 978 960-9499-26-2 ονειρευτούν μέσα από τις σελίδες μας». 14
Μάρτυ Ξαφνικό κύμαλάµπρου Μάρτυ Λάµπρου ΚΟΠΙΤΣΕΣ «Άκυρο, Ζέφη. Έχεις τίποτε άλλο;» τη ρώτησε κι άναψε τσιγάρο. ΚΟΠΙΤΣΕΣ Η άλλη, που ήξερε τις διαθέσεις της, βγήκε από το γραφείο προφασιζόμενη ότι κάτι είχε ξεχάσει. Η Αλεξία κάπνισε απανωτά άλλα τρία τσιγάρα, κοιτάζοντας απέναντι στον λόφο τις κορυφές των δέντρων να γέρνουν, σα να θελαν ν αγκαλιαστούν. Ένα αεροπλάνο πέρασε αφήνοντας πίσω του λευκό ατμό, που, όπως διαλυόταν, της φάνηκε σα να σχημάτισε αχνό ερωτηματικό. Την ένιωσε αρχικά από το άρωμά της, και μετά από τον κρότο των τακουνιών στα φρεσκοπλυμένα πλακάκια από γυαλιστερό, μαύρο γρανίτη. Η ψηλόλιγνη σιλουέτα της Νόνης περιφερόταν τριγύρω, οι πολύτιμες πέτρες και τα ακριβά μέταλλα κροτάλιζαν πάνω της. Καλημέρισε την Αλεξία με τη βραχνή φωνή της κι άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματα στις θέσεις που εκείνη ήθελε. Όταν τελείωσε, έβγαλε τις γλάστρες με τις γιούκες στον διάδρομο, γύρισε, ξεφύσηξε με νάζι, απλώθηκε στον καναπέ και κοιτάζοντας την κόρη της με βλέμμα μητρικής αγάπης είπε: «Ωραία! τώρα είναι όλα εντάξει. Κάθισε κι εσύ, χρυσό μου. Κι αυτόν το φίκο. Πέταξέ τον, επιτέλους! Σα να κουβαλάει ψυχή σκοτωμένου». «Είμαι καλά εδώ; Ή μήπως εμποδίζω τη διέλευση της ενέργειας; Βαρέθηκα, Νόνη!» είπε, ανεβάζοντας τον τόνο η Αλεξία. «Από τι, χρυσό μου;» «Από αυτό που είμαι». Διηγήµατα ΕΚ ΟΣΕΙΣ οσελότος ΕΚ ΟΣΕΙΣ οσελότος 15