ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που Χρησιμοποιούνται ως 1. αντικείμενο σε ρήματα: λεκτικά: λέω, υπόσχομαι, ισχυρίζομαι, διδάσκω, ομολογώ, κατηγορώ δεικτικά: δείχνω, αποδεικνύω, δηλώνω, προσποιούμαι αισθητικά: αισθάνομαι, νιώθω, ακούω, βλέπω δοξαστικά (δόξα=γνώμη): νομίζω, πιστεύω, θεωρώ γνωστικά: ξέρω, γνωρίζω, μαθαίνω, πληροφορούμαι, ξεχνώ Ομολόγησε ότι έκανε λάθος. (= το λάθος του) Βλέπω πως προετοιμάστηκες καλά. (=την καλή προετοιμασία σου) Θα σας αποδείξω ότι έχω δίκιο. (=το δίκιο μου) 2. αντικείμενο στις εκφράσεις: έχω τη γνώμη-την υποψία-την πεποίθηση-την προαίσθηση- την ελπίδα είμαι βέβαιος-σίγουρος βάζω με το νου μου ότι Έχω τη γνώμη (= Πιστεύω, Νομίζω) ότι κάνεις λάθος. Έχω την υποψία (=Υποπτεύομαι) ότι λέει ψέματα. Είμαι σίγουρος πως θα έρθει. Επιμέλεια: Ελένη Σακέτου Σελίδα 1
3. υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και εκφράσεις: διαδίδεται, φημολογείται, φαίνεται, ανακοινώνεται, είναι αλήθεια-ψέμα είναι γνωστό-αποδεδειγμένο-ευτύχημα γίνεται αντιληπτό Διαδόθηκε ότι θα φτάσει απόψε. (=η άφιξή του) Είναι ψέμα ότι αυτός άρχισε τον καβγά. Είναι βέβαιο ότι δεν ήξερε τίποτε. 4. επεξήγηση σε ουσιαστικά: φήμη, υπόσχεση, βεβαιότητα, συμπέρασμα, πληροφορία, είδηση, διάδοση, γνώμη, πιθανότητα, γνώση 5. επεξήγηση σε δεικτικές ή αόριστες αντωνυμίες ουδετέρου γένους αυτό, εκείνο, ένα Η χτεσινή διάδοση, (δηλαδή) ότι ήταν βαριά άρρωστος, αποδείχτηκε ψεύτικη. Πήραμε μια ευχάριστη είδηση, (δηλαδή) ότι ο αδελφός μου πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Ένα μόνο με πονούσε, (δηλαδή) που ήμουν ακόμη φτωχός. Επιμέλεια: Ελένη Σακέτου Σελίδα 2
ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Εισάγονται με το μόριο να Χρησιμοποιούνται ως 1. αντικείμενο σε ρήματα: βουλητικά: θέλω, ζητώ, απαιτώ κελευστικά: διατάζω, προτρέπω, επιτρέπω, συμβουλεύω απαγορευτικά: απαγορεύω αισθητικά: αισθάνομαι, νιώθω, ακούω, βλέπω γνωστικά: ξέρω, γνωρίζω, μαθαίνω, ξεχνώ δυνητικά: μπορώ, κατορθώνω, καταφέρνω εφετικά: επιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ Θέλω να προοδεύσεις. (=την πρόοδό σου) Απαιτώ να έρχεσαι στην ώρα σου. (= την έγκαιρη προσέλευσή σου) Μας απαγορεύουν να μπούμε μέσα. (=την είσοδο) 2. αντικείμενο στις εκφράσεις: είμαι ικανός-πρόθυμος-υποχρεωμένος-ανυπόμονος-έτοιμος-αδύνατος έχω καιρό έχω την ευκαιρία Είμαι πρόθυμος (=Θέλω)να πληρώσω τη ζημιά. Είμαι ανυπόμονη (Ανυπομονώ) να συναντηθούμε. Δεν είχε καιρό να μας μιλήσει. Επιμέλεια: Ελένη Σακέτου Σελίδα 3
3. υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και εκφράσεις: πρέπει, χρειάζεται, απαγορεύεται, αποκλείεται, επιτρέπεται, συμβαίνει είναι σωστό- δυνατό- πιθανό-ντροπή αξίζει, συμφέρει, αρκεί είναι αλήθεια-ψέμα Χρειάστηκε να αλλάξω κάποια πράγματα. (=η αλλαγή) Πρέπει να είσαι προσεκτικός. Είναι ώρα να πηγαίνουμε. Θα ήταν καλύτερα να πήγαινες ο ίδιος. 4. επεξήγηση σε ουσιαστικά: επιθυμία, όρεξη, σκοπός, ανάγκη, απαίτηση, επιμονή 5. επεξήγηση σε αντωνυμίες: ένα μόνο, αυτό, εκείνο Είχε μία παράλογη απαίτηση, να τον αγαπούν όλοι. Σπάνια το ήθελε αυτό, να μένει μόνος στο σπίτι. Είχε ένα μεγάλο πόθο, να ταξιδέψει. 6. Προσδιορισμός σε ουσιαστικά ή επίθετα, συγγενικά με τη σημασία των ρημάτων θέλω, μπορώ πόθος, ανάγκη, σκοπός, ασυνήθιστος, έτοιμος, πρόθυμος Ο πόθος του να ταξιδέψει δεν έσβησε ποτέ. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον έτοιμοι να έρθουν στα χέρια. Επιμέλεια: Ελένη Σακέτου Σελίδα 4
Οι παρακάτω εκφράσεις λειτουργούν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί: χωρίς να δίχως να αντί να από το να με το να στο να Συνεννοηθήκαμε χωρίς να πούμε λέξη. Ήταν ικανότατος στο να βρίσκει λύσεις. Διάβασε κάτι αντί να κάθεσαι. ENΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ή ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Εισάγονται με τους ενδοιαστικούς ή διστακτικούς συνδέσμους: μη(ν), μήπως Χρησιμοποιούνται ως αντικείμενο: 1. σε ρήματα που σημαίνουν φόβο, ανησυχία, προφύλαξη όπως: φοβάμαι, τρέμω, ανησυχώ, υποπτεύομαι, προσέχω, κοιτάζω. 2. σε περιφράσεις που σημαίνουν κάποιο φόβο (ενδοιασμό) ή ανησυχία: έχω τον φόβο / την ανησυχία με τρώει η αγωνία/ η ανησυχία με πιάνει φόβος/ πανικός νιώθω τρόμο Επιμέλεια: Ελένη Σακέτου Σελίδα 5
με βασανίζει η υποψία παίρνω τα μέτρα μου παραδείγματα: Δεν είχαν καμιά ανησυχία μήπως αποτύχουν. Πάρτε τα μέτρα σας μήπως ξαναγίνουν τα ίδια. Είχε το φόβο μήπως αποτύχει. ως επεξήγηση: σε ουσιαστικά ή επίθετα με σημασία συγγενική με τη σημασία των ρημάτων φοβάμαι, ανησυχώ, προσέχω, όπως: φόβος, υποψία, αγωνία παραδείγματα: Κάθε μέρα είχε την ίδια αγωνία, (δηλ.) μήπως τον διώξουν από τη δουλειά. Τον βασάνιζε ένας μεγάλος φόβος, (δηλ.) μήπως το μάθει ο πατέρας του. Πιο σπάνια ως υποκείμενο σε απρόσωπες εκφράσεις: υπάρχει φόβος/ ανησυχία με ανησυχεί παραδείγματα: Υπάρχει φόβος μήπως δε βρω το δρόμο. Με ανησυχεί μήπως δεν προλάβω το τρένο. Επιμέλεια: Ελένη Σακέτου Σελίδα 6
ως κατηγορούμενο: Η ανησυχία του ήταν μήπως δεν του έδιναν άδεια. Επιμέλεια: Ελένη Σακέτου Σελίδα 7