Οι μικρές τσαρίνες Σ' όλη τη γειτονιά, μόνο η Σούρα, η Μούρα και η Νιούρα μείνανε στρουμπουλές κι αφράτες σαν φραντζολάκια. Τους είχανε κολλήσει από παλιά το παρατσούκλι «οι μικρές τσαρίνες», για το πορτρέτο του Τσάρου που κρεμόταν στο φουρνάρικο του μπαμπά τους. Τώρα ο φούρναρης είχε γίνει στ' αλήθεια o τσάρος της γειτονιάς, γιατί το αλεύρι είχε καταντήσει πιο πολύτιμο και από τους θησαυρούς του Τσάρου. Πού το 'βρισκε; Άλλοι λέγανε πως συνεργαζότανε με τους Ιταλούς, άλλοι με τους Γερμανούς... Ζύμωνε κάτι γκριζωπά στρογγυλά ψωμιά και τα πουλούσε κρυφά, μια χρυσή λίρα το καρβέλι. Στη γειτονιά του Πέτρου, κανένας δεν είχε χρυσές λίρες, κι ο ίδιος ο Πέτρος δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του καμιά. Όλοι ξεπουλούσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν κι o φούρναρης τ "αγόραζε" όλα για τις κόρες του. Η μεγαλύτερη, η Μούρα, φορούσε το βαφτιστικό σταυρό της Αντιγόνης, κι ας έγραφε απάνω με μεγάλα βυζαντινά γράμματα: ΑΝΤΙΓΟΝΗ. Της τον είχε χαρίσει η νονά της. - Είναι χρυσός δεκαοχτώ καρατίων, έλεγε η μαμά στη μητέρα της Μούρας, που ήρθε σπίτι ν' "αγοράσει" το σταυρό. Δεν τους έδωσε λεφτά, παρά έφερε ένα σακούλι με γκριζωπό αλεύρι, που το 'κανε η μαμά τηγανίτες και το τηγάνιζε μ' ένα σκούρο καφεδί λάδι, που σου 'καιγε το λαιμό. Χόρταινε όμως! Η μαμά "πούλησε" και τη βέρα της και πήγε στο σιδερά να της την κόψει, γιατί έτσι όπως είχανε πρηστεί τα χέρια της από τις χιονίστρες δεν μπορούσε να τη βγάλει. Τις Κυριακές το απόγευμα, οι «μικρές τσαρίνες» φορούσανε τα καλά τους και κάθονταν μέσα από τη βιτρίνα του φουρνάρικου. Η Αντιγόνη δεν μπορούσε να υποφέρει τη Μούρα, γιατί φορούσε το σταυρό της. Η Νιούρα καθότανε σ' ένα καρεκλάκι με μια κούκλα στην αγκαλιά και τη χτένιζε. Ήτανε μια κούκλα από πορσελάνη με αληθινά μαλλιά. - Είναι δικιά μου, είχε πει στον Πέτρο η Αλέκα, ένα κοριτσάκι από το σχολείο του, που πήγαινε στην τρίτη τάξη. Τη λέω Ευφροσύνη όπως τη γιαγιά μου. Είχα και ένα κουτί με φουστανάκια. Της τα έραβε η γιαγιά. Τώρα η Νιούρα τη φωνάζει Νίτσα. Κι όπως κοίταζαν κι οι δυο τους τη βιτρίνα του φουρνάρικου, η Αλέκα χτύπησε το τζάμι και κάτι έγνεψε της Νιούρας. - Θα της ξεκολλήσει τα μαλλιά, έτσι που τα τραβάει, είπε η Αλέκα θυμωμένη και συνέχιζε να γνέφει από το τζάμι. Η Μούρα και η Σούρα κεντούσανε κάτι μαξιλαράκια, με πολύχρωμες κλωστές. Είχανε στήσει πλάι τους ένα ψάθινο καλαθάκι εργόχειρου, με περασμένη γύρω-γύρω στην ψάθα μια θαλασσιά κορδέλα. Ο Πέτρος το 'ξερε καλά αυτό το καλαθάκι. Όταν ήτανε στην τρίτη τάξη του δημοτικού, το 'χε κάνει όλη η τάξη δώρο στη δασκάλα τους που παντρεύτηκε. Είχε δώσει κι εκείνος πέντε δραχμές από τον κουμπαρά του. Ο άντρας της, δάσκαλος κι εκείνος, γύρισε από τον πόλεμο χωρίς χέρι. Το σπίτι των «τριών τσαρίνων» ήτανε πάνω από το φούρνο. Έμπαινες από μια πόρτα κολλητή στην πόρτα του φουρνάρικου. Στη μια πόρτα, του φουρνάρικου, έκανε ο κόσμος ουρά περιμένοντας μάταια για ψωμί και στην άλλη σχηματιζότανε μια άλλη ουρά όπου πάντα στέκονταν κάμποσες γυναίκες που όλες κρατούσανε κάτι σφιχτά στα χέρια τους. Κανένας δε χώνευε τους φουρνάρηδες στη γειτονιά, μα όλοι τούς χαμογελούσανε, γι' αυτό το γκριζωπό αλεύρι, που πολλές φορές ήτανε γεμάτο μαμούνια. Τσάρος: ο βασιλιάς της Ρωσίας
Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής Η Σούρα, η Μούρα και η Νιούρα ήταν: οι κόρες του μπακάλη οι κόρες του φούρναρη οι κόρες του Τσάρου της Ρωσίας οι φίλες της αδελφής του Πέτρου. Ο ψωμάς της γειτονιάς του Πέτρου και η γυναίκα του πουλούσαν ψωμί με αντάλλαγμα: κρέας και άλλα τρόφιμα αλεύρι χρήματα χρυσές λίρες ή πολύτιμα αντικείμενα Η Νιούρα κρατούσε την πορσελάνινη κούκλα της Αλέκας κι έπαιζε, γιατί: τη δανείστηκε από την Αλέκα την έκλεψε ο πατέρας της Νιούρας αγόρασε την κούκλα από την Αλέκα η μητέρα της Αλέκας είχε ανταλλάξει την κούκλα στο φουρνάρικο, για λίγο ψωμί Η φουρνάρισσα πήρε το σταυρό της Αντιγόνης και έδωσε ως αντάλλαγμα στη μητέρα του Πέτρου: ένα καρβέλι ψωμί ένα τενεκέ σκούρο καφετί λάδι μια χρυσή λίρα ένα σακούλι σταχτί αλεύρι γεμάτο μαμούνια Ερωτήσεις Πώς ήταν ο σταυρός της Αντιγόνης; Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, τα τρόφιμα στην Αθήνα είχαν εξαφανιστεί. Πώς κατάφερνε ο φούρναρης της γειτονιάς του Πέτρου να έχει πάντα αλεύρι; Γιατί σχηματίζονταν πάντα δύο ουρές στο φουρνάρικο της γειτονιάς; Τι περίμεναν οι «πελάτες» της κάθε σειράς;
Φαντάσου τον εαυτό σου στη θέση των παιδιών της ιστορίας. Ποιο δικό σου, προσωπικό αντικείμενο αξίας θα σου στοίχιζε περισσότερο αν αναγκαζόσουν να το πουλήσεις στο μαυραγορίτη φούρναρη; Εξήγησε το λόγο. Περίγραψε την πιο κάτω εικόνα που είναι παρμένη από το κείμενο. Η περιγραφή να αποτελείται από τουλάχιστον 2 παραγράφους. Αυτό το κείμενο σου είναι μια περιγραφή. Χρησιμοποίησες επίθετα σε κάθε πρόταση;
Δημοτικό Σχολείο Έμπας Επαναληπτικό Ελληνικών Στ τάξης Νοέμβριος 2017 Όνομα: ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ Στόχοι: 1. Καταλήξεις αορίστου ισα, -ησα 2. Καταλήξεις ενεστώτα ε και αι. Καταλήξεις αορίστου σε ε. 3. Κατανόηση κειμένου 4. Μεικτή περιγραφή εικόνας 5. Παραγωγή επικοινωνιακού κειμένου Κλίνετε τα ρήματα στην οριστική του χρόνου που απαιτεί η άσκηση ) Ενεστώτας Αόριστος Παρατατικός Ρήμα: Εγώ παντρεύομαι Ρήμα: Εγώ κρατώ Ρήμα: Εγώ κλαίω Εγώ Εγώ Εσύ Εσύ Αυτός Αυτός Εμείς Εμείς Εσείς Εσείς Αυτοί Αυτοί Ενεστώτας Αόριστος Παρατατικός Ρήμα: Εγώ μαγειρεύω Ρήμα: Εγώ αρχίζω Ρήμα: Εγώ φροντίζω Συμπληρώστε τις καταλήξεις σε ε και αι Ο Πέτρος έφερν.. στο σπίτι, συσσίτιο από το σχολείο, καθημερινά. Άλλοτε ήταν μια σούπα που μύριζ. χωματίλα, άλλοτε νερόβραστη φασολάδα και, πιο σπάνια, πουρές πατάτας. Το τενεκεδάκι έκαιγ. τα χέρια του Πέτρου και η μυρωδιά του φαγητού τού τρυπούσ. τη μύτη, αλλά αυτός ποτέ δε σκέφτηκ.. να δοκιμάσει έστω μια ρουφηξιά. - Αναρωτιέμ.. πώς αντέχεις! τον θαύμαζε ο Σωτήρης. Αλήθεια, δεν τη λιγουρεύεσ. καθόλου;
Ο παππούς πεινούσ. κι αυτός, αλλά δεν τολμούσ να ζητήσει μερίδιο από το συσσίτιο του Πέτρου. Αυτός έτρωγ κάθε απόγευμα. Περπατούσ μέχρι την εκκλησία του Αγίου Σάββα και έπαιρν από το συσσίτιο των απόρων. Ούτε μια φορά δεν σκέφτηκ να φέρει λίγο καλαμποκόψωμο ή μια χούφτα κόλλυβα στο σπίτι για τα μωρά. Τον ρωτούσαμ. πού χανόταν κάθε απόγευμα και δε μας έλεγ., μέχρι που τον μαρτύρησ ο Αχιλλέας που μια μέρα τον ακολούθησ. - Δεν θυμάμ.. να πήγαιν ς στην εκκλησία τόσο συχνά παλαιότερα! τον πείραζ.. η μητέρα. - Μου φαίνετ. ότι, τώρα που γέρασ.ς, φοβάσ. πως έφτασ. η ώρα σου και αποφάσισ ς να προσεύχεσ.. συχνότερα! συνέχιζ. το δούλεμα ο Πέτρος. - Θα σταματήσετ.. να με πειράζετ..; θύμων τότε ο παππούς και κοκκίνιζ... η μύτη του. Για σας τα μωρά μαγειρεύουν σούπες και μπιζέλια, ενώ εμείς οι γέροι τρώμ. μόνο πλιγούρι και βραστό στάρι. Διαμαρτύρομ..! Οι νέοι δε σέβοντ. πια τα γηρατειά. Μεταφορά κειμένου στον ΑΟΡΙΣΤΟ. Επιτέλους ανάβει το φως και ο Μεταξάς κατεβαίνει. Με γνωρίζει και διατάζει το φρουρό του να με αφήσει να περάσω. Μου δίνει το χέρι και με οδηγεί σε ένα μικρό σαλόνι. Καθόμαστε και του παραδίδω το έγγραφο. Αρχίζει να το διαβάζει με προσοχή. Παρακολουθώ τη συγκίνησή του στα χέρια και τα μάτια του. Μόλις τελειώνει την ανάγνωση, τον πληροφορώ ότι τα ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν στο ελληνικό έδαφος την 6 ην πρωινή ώρα. Με κοιτάζει παρατεταμένα στα μάτια και μου απαντά, με σταθερή φωνή, στα γαλλικά: «Ώστε, έχουμε πόλεμο!» Υποκλίνομαι με σεβασμό στον περήφανο γέροντα, που προτιμά τη θυσία από την υποδούλωση, και αποχωρώ.