2 ο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Αθηνών Εργασία στα Αρχαία Ελληνικά ΤΠΕΡ ΜΑΝΣΙΘΕΟΤ Γεωργιάννα κανδάλου χολ. Έτος:2010-2011 1
Εάν ήσαστε Βουλευτής κριτής, θα επικυρώνατε ή όχι την εκλογή του Μαντίθεου στο βουλευτικό αξίωμα; Να αιτιολογήσετε την απόφασή σας. Ο Μαντίθεος στο ξεκίνημα ακόμη της δοκιμασίας κάνει εντύπωση στο ακροατήριο και στους δικαστές προσπαθώντας να προσελκύσει την προσοχή τους, λέγοντας δηλαδή ότι λίγο απέχει από το να οφείλει ευγνωμοσύνη στους κατηγόρους του, γιατί του έδωσαν την ευκαιρία να λογοδοτήσει για τη ζωή του. Επίσης παρουσιάζει τον εαυτό του ως αξιολύπητο αφού δέχεται άδικα κατηγορίες από μοχθηρούς, κακοήθεις, κακόβουλους 2
ανθρώπους. Δείχνει ότι έχει ισχυρή αυτοπεποίθηση, χωρίς να γίνεται αλαζονικός και είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Επίσης βλέπουμε τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις του και ότι αγωνίστηκε με τους Αθηναίους με στόχο το κοινό καλό (οι Αθηναίοι αρέσκονταν να ακούν τους άλλους να μιλούν για το δημοκρατικό τους φρόνημα) και διέπεται από μαχητικότητα και αγωνιστικότητα. Στη συνέχεια παρουσιάζεται ως ένας μετριοπαθής, εγκρατής άνθρωπος που αποφεύγει ακρότητες και υπερβολές καθώς έχει αυτοκυριαρχία και αυτοέλεγχο, είναι ανώτερος ποιοτικά μέσω της ηθικής μείωσης των αντιπάλων «πολὺ παρὰ τὴν δόξα καὶ τοὺς λόγους», τους οποίους θεωρεί ψευδολόγους και συκοφάντες. Ο Μαντίθεος τονίζει ότι δεν υπηρέτησε ως ιππέας την εποχή των τριάντα τυράννων (404-403 π.χ.), καθώς δεν βρισκόταν στην Αθήνα και άρα ισχυρίζεται ότι δεν είδε το γκρέμισμα των Μακρών τειχών που ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά, ούτε την καθεστωτική μεταβολή, δηλαδή δεν συμμετείχε στο τότε πολίτευμα. Την εποχή εκείνη είχε σταλεί στον Πόντο κοντά στον Σάτυρο μαζί με τον αδερφό του για να ζήσουν εκεί με ασφάλεια και να μάθουν το εμπόριο του σίτου. Υπογραμμίζει ότι είχε φτάσει στην Αθήνα σε μια κρίσιμη στιγμή που ήταν έντονη η αγανάκτιση και ο θυμός του κόσμου και έτσι ήταν λογικό να μην θέλει να συμμετέχει σε ξένους κινδύνους. 3
Εν συνεχεία, παραθέτει τρία ισχυρά τεκμήρια της αθωότητάς του, ότι δηλαδή δεν καταγράφηκε ποτέ στους καταλόγους από τους φυλάρχους, δεν κινήθηκε δικαστικός αγώνας σε βάρος του από τους συνηγόρους του δημοσίου που υπερασπίζονταν τα συμφέροντα του κράτους και δεν κατέβαλε ποτέ τις καταστάσεις, δηλαδή τα χρηματικά επιδόματα που είχαν λάβει οι ιππείς των τριάκοντα τυράννων, για τον εξοπλισμό τους και την συντήρηση των αλόγων τους. Επιπλέον τονίζει ότι αν ήταν ιππέας δεν θα το αρνιόταν, γιατί δεν είχε κάνει κακό σε κάποιον πολίτη. «εἴπερ ἵππευσας». Το ίδιο βέβαια ισχύει και για πολλούς που βρίσκονταν στη βουλή, οι οποίοι αν και ομολόγησαν ότι ήταν ιππείς τώρα έχουν λάβει υψηλά αξιώματα (βουλευτές, ίππαρχοι, στρατηγοί), καθώς δεν έβλαψαν εκείνη την περίοδο κανένα (ήθος ακροατηρίου: προσπαθεί έτσι να κερδίσει την εύνοια αυτού). Προσπαθεί να δείξει ότι είναι τόσο θιγμένος και προσβεβλημένος που δεν απολογείται τόσο για την έγκριση του αξιώματός του αλλά επειδή οι κατήγοροι ήταν αναίσχυντοι, αδιάντροποι που συνέχιζαν να λένε ψέματα σε βάρος του «μηδέν δι ἂλλο...» Έτσι απολογείται επειδή οι 4
κατήγοροι αμαύρωσαν το όνομά του, αλλά με τον τρόπο του θέλει να δείξει ότι οι κατήγοροι υποτιμούν και τη νοημοσύνη των δικαστών με τα ψεύδη τους. Στην μέση περίπου της απολογίας του αρχίζει να μιλά για την ιδιωτική του ζωή. Αν και δεν είχε κληρονομήσει μεγάλη περιουσία από τον πατέρα του πάντερψε τις δύο αδερφές του δίνοντας στην κάθε μία τριάντα μνες. Ακόμη έδωσε μεγαλύτερο μέρος από την πατρική περιουσία στον αδερφό του αν και τότε όλα τα αγόρια μιας οικογένειας έπρεπε να μοιράζονται εξίσου την πατρική περιουσία «πρὸς τὸν ἀδελφὸν δ οὕτως ἐνειμάμην, ὣστε.τῶν πατρῴων». Μάλιστα δεν έδωσε ποτέ καμία αφορμή παραπόνου και δυσαρέσκειας σε κανέναν συμπολίτη του. Αυτά τα στοιχεία σκιαγραφούν το ήθος του Μαντίθεου, καθώς παρουσιάζεται έντιμος στις συναλλαγές του, εγκρατής, με άρρηκτους οικογενειακούς δεσμούς, γεγονός που άρεσε πολύ στους Αθηναίους, αφιλοκερδής, ανιδιοτελής, ανυστερόβουλος, με άψογη, άμεμπτη συμπεριφορά. Ο Μαντίθεος θεωρεί ότι η ανωτερότητά του έχει προκαλέσει ζηλοφθονία των κατηγόρων του. Οι άλλοι νέοι σύχναζαν στα κυβευτήρια και τα σκιραφεία καθώς και σε άλλα κακόφημα μέρη, ενώ ο ίδιος απείχε από τέτοιου είδους ακολασίες. 5
Θεωρεί, λοιπόν, ότι αν αυτός και οι κατήγοροί του επιθυμούσαν τα ίδια πράγματα δεν θα τον κακολογούσαν καθώς «ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεί πελάζει» Στην συνέχεια ο Μαντίθεος επικαλείται ένα ιστορικό παράδειγμα για να μας πείσει για την άψογη στρατιωτική συμπεριφορά του. Αναφέρεται στην συμμαχία που έκαναν οι Αθηναίοι το 395 π.χ. με τους Βοιωτούς. Εβλεπε ότι όλοι νόμιζαν ότι στην μάχη αυτή οι ιππείς ήταν περισσότερο ασφαλείς καθώς οι Σπαρτιάτες δεν είχαν αξιόμαχο ιππικό. Ετσι επειδή ο Μαντίθεος θεωρούσε επαίσχυντο να κινδυνεύουν οι υπόλοιποι ενώ αυτός εκστράτευε με ασφάλεια αποφάσισε να ζητήσει από τον Ορθόβουλο να τον διαγράψει από τον κατάλογο των ιππέων και να εκστρατεύσει ως οπλίτης. Επιπλέον προσπαθεί να μεταγγίσει τα συναισθήματά του στο ακροατήριο τονίζοντας ότι ένιωθε ντροπή να εκστρατεύσει ο ίδιος ασφαλής ενώ το οπλιτικό σώμα φοβόταν λόγω του επερχόμενου κινδύνου «ἡγούμενος αἰσχρὸν εἶναι... στρατεύσεσθαι» Το ήθος του Μαντίθεου σε αυτό το σημείο της δοκιμασίας διακρίνεται από αυτοθυσία και αυταπάρνηση. Είναι 6
μεγαλόκαρδος, γενναίος, αλτρουιστής, διέπεται από πνεύμα συλλογικότητας, είναι ανυστερόβουλος, νοιάζεται για το κοινό καλό και έχει άψογη στρατιωτική συμπεριφορά. Επειδή ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή και στο δήμο του Θορικού, λίγο πριν την εκστρατεία στον Αλίαρτο ο Μαντίθεος συμβούλεψε τους εύπορους συνδημότες του να παρέχουν τα αναγκαία σε όσους ήταν άποροι. Μάλιστα δεν έμεινε μόνο σε αυτή την προτροπή αλλά έδωσε και ο ίδιος σε καθέναν από δύο άνδρες τριάντα δραχμές, αποτελώντας έτσι ένα ηθικό πρότυπο και παράδειγμα προς μίμηση για τους άλλους, καθώς και ως γνωστών ο Μαντίθεος δεν είχε μεγάλη περιουσία. 7
Ακόμη προσπαθεί να εξάρει το θάρρος και την γενναιότητά του μέσα από πολλές αντιθέσεις. Υποστηρίζει ότι λόγω του φόβου τους υποχώρησαν, άλλοι πέθαναν, η δική του φυλή συνετρίβη, ακόμα και ο επικεφαλής του Αθηναϊκού στρατεύματος ο Θρασύβουλος από τον δήμο Στειρία αποχώρησε πριν από αυτόν, γεγονός που μαρτυρά ότι ο Μαντίθεος ήταν ατρόμητος. Επιπλέον βλέπουμε την αυτοθυσία του καθώς πρότεινε στον ταξίαρχό του να σταλεί για νέα μάχη χωρίς κλήρωση αυτός και οι στρατιώτες του, καθώς όλοι ανεξαιρέτως φοβούνταν διότι λίγο πριν μόλις και μεταβίας είχαν σωθεί. Ολοκληρώνει την αναφορά του στην άψογη και υποδειγματική στρατιωτική του συμπεριφορά αναφερόμενος στις εκστρατείες που είχε λάβει μέρος το 395 π.χ. στον/στην Αλίαρτο και το 394π.Χ. στην Κόρινθο (Νεμέα). Επίσης αναφέρεται στη φρούρηση των συνόρων και των οχυρών στην Αττική. Όλα αυτά θεωρεί ότι τον καθιστούν αξιότιμο ή φιλότιμο και κόσμιο πολίτη, αφού είχε ενεργό δράση στα κοινά. 8
Αναφέρεται σε μια ακόμη κατηγορία σε βάρος του. Ενώ οι Αθηναίοι έφηβοι είχαν κοντά μαλλιά, αυτός είχε μακρυά και τον θεωρούσαν έναν λακωνίζοντα τύπο. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με τις αριστοκρατικές πεποιθήσεις του πατέρα του καθώς και η αναγραφή του ονόματός του στην ξύλινη επιγραφή έκανε τους Αθηναίους να τον θεωρούν ολιγαρχικό. Ο ίδιος όμως τονίζει με εμφατικό τρόπο ότι κάτι τέτοιοι τύποι σαν αυτόν που αδιαφορούσαν για την εξωτερική τους εμφάνιση έχουν ωφελήσει τους Αθηναίους και δεν βλάπτουν ούτε σε ιδιωτικό ούτε σε δημόσιο επίπεδο. Από την άλλη πλευρά πολλοί που μιλούσαν λίγο και ντύνονταν ευπρεπώς είχαν προακλέσει πολλές συμφορές στην πόλη. Γι αυτό απευθυνόμενος στους δικαστές τονίζει ότι αυτοί πρέπει να κρίνουν με βάση το είναι και όχι το φαίνεσθαι, δηλαδή με κριτήρια συναισθηματικά και υποκειμενικά. Επειτα ο Μαντίθεος είχε κατηγορηθεί από τους Αθηναίους επειδή αν και ήταν νεότερος μίλησε πρώτος στην εκκλησία του δήμου. Το έκανε αυτό γιατί κινδύνευε να δημευθεί η περιουσία του πατέρα του, άρα αναφέρθηκε σε προσωπικά του ζητήματα. Δεν ξεχνούσε ποτέ τους προγόνους του που διαρκώς ασχολούνταν με τα ζητήματα της πόλης. Ετσι ο ίδιος θεωρούσε τους προγόνους ανυπέρβλητα πρότυπα αρετής και ανδρείας και ήθελε να είναι συνεχιστής της προγονικής παράδοσης. 9
Επίσης αναφέρεται στους βουλευτές κολακεύοντάς τους ως θεματοφύλακες της δημοκρατίας, τονίζοντας ότι ουσιαστικά ακολούθησε την δική τους τακτική και άποψη, αφού οι ίδιοι ασχολούνταν με τα κοινά και παράλληλα θεωρούσαν αξιόλογους πολίτες μόνο αυτούς που συμμετείχαν ενεργά στα κοινά. Καταλήγοντας, αν ήμουν βουλευτής θα επικύρωνα την εκλογή του βάση όλων των παραπάνω στοιχείων, των πράξεών του και του ήθους του. 10