Αρ. Φακ.: Α.Κ.Ι. 101/2007, Α.Κ.Ι. 2/2008 και Α.Κ.Ι. 20/2008 Έκθεση της Αρχής Ισότητας αναφορικά με καταγγελία για διάκριση λόγω ηλικίας στις διατάξεις που ρυθμίζουν το όριο υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των μελών της Αστυνομίας 1. Τρία μέλη της Αστυνομίας, από τους οποίους ο ένας απλός αστυνόμος και οι δύο λοχίες, προσέφυγαν στην Αρχή Ισότητας διαμαρτυρόμενοι για την ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση με βάση την οποία η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των αστυνομικών με βαθμό όχι ανώτερο του λοχία είναι αυτή των 55 ετών, σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους με βαθμό ανώτερο του λοχία οι οποίοι αφυπηρετούν υποχρεωτικά με τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους. Ο ένας από τους τρεις καταγγέλλοντες έθεσε υπόψη μου ότι κατά το χρόνο της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του θα έχει συμπληρώσει μόνο 26½ χρόνια υπηρεσίας με αποτέλεσμα να μη δικαιούται πλήρους σύνταξης. 2. Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των κρατικών εν γένει υπαλλήλων 1 ρυθμίζεται με τους περί Συντάξεων Νόμους του 1997 έως 2005, στο εδάφιο (2) του άρθρου 12 των οποίων καθορίζεται ότι, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης αστυνομικού που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία είναι η ηλικία των πενήντα πέντε ετών. Πρόκειται για νομοθετική ρύθμιση που αφετηρία έχει τον πολύ παλιό (του 1959) αποικιοκρατικό περί Συντάξεων Νόμο, Κεφ. 311, ο οποίος προνοούσε ότι όλοι οι κρατικοί υπάλληλοι αφυπηρετούσαν στα 50 τους χρόνια 2. Μάλιστα, δυνάμει αυτού του νόμου ο κυβερνήτης νομιμοποιούνταν να ζητήσει την αφυπηρέτηση γυναίκας κρατικής υπαλλήλου εάν παντρευόταν ή επρόκειτο να παντρευτεί. Με τον περί Συντάξεων Τροποποιητικό Νόμο του 1960 3, Κεφ.133, καθορίσθηκε ότι η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των αστυνομικών (όλων και ανεξάρτητα από το βαθμό που κατείχαν) είναι η ηλικία των 55 ετών. Δυνάμει του ίδιου Νόμου το Υπουργικό Συμβούλιο νομιμοποιούνταν να ζητήσει την αφυπηρέτηση αστυνομικού όταν συμπλήρωνε την ηλικία των 50 ετών και πάλι ανεξάρτητα από το βαθμό που κατείχε. Την διαφορετική ρύθμιση του ηλικιακού ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των αστυνομικών με κριτήριο το βαθμό που κατέχουν εισήγαγε ο περί Συντάξεων Νόμος του 1997. 3. Σε εθνικό επίπεδο, το γενικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας έθεσε ο περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμος του 1 Εξαιρούνται τα μέλη του Στρατού των οποίων η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης καθορίζεται με τον περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς. 2 Άρθρο 8. 3 Ν.17/1960 (Κεφ.311).
2004 4, σε εναρμόνιση με την οδηγία 2000/78/ΕΚ. Δυνάμει του άρθρου 4(γ) το πεδίο εφαρμογής του υπό αναφορά νόμου εκτίνεται στις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων απολύσεων και αμοιβών. Με το άρθρο 6 απαγορεύεται ρητά οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας. Του πεδίου εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 6 σε σχέση με την ηλικία εξαιρούνται μόνο οι ένοπλες δυνάμεις, στο βαθμό που ο καθορισμός ορίου ηλικίας δικαιολογείται από τη φύση και τα καθήκοντα της εργασίας (άρθρο 8(4)). 3.1. Σύμφωνα με το άρθρο 8(1) του ίδιου νόμου, που μεταφέρει σχεδόν αυτούσιο το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους που αφορούν την πολιτική στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης των στόχων αυτών είναι πρόσφορα και αναγκαία. Στο εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου συγκεκριμενοποιείται ότι αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: Την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζόμενους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, τον καθορισμό ελάχιστων ορίων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση. 3.2. Ουσιώδους σημασίας σε σχέση με το ζήτημα που εξετάζω είναι η διάταξη του άρθρου 8 του προοιμίου της οδηγίας 2000/78/ΕΚ που ορίζει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2000 για την απασχόληση, οι οποίες εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1999, υπογραμμίζουν την ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην υποστήριξη των ηλικιωμένων εργαζομένων, ούτως ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή τους στην επαγγελματική ζωή. 4. Λόγω των αποκλίσεων που εισάγει το πιο πάνω αναφερόμενο άρθρο 8(1) από την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξάρτητα από ηλικία στον τομέα της απασχόλησης, με την προϋπόθεση ότι αυτές οι αποκλίσεις δικαιολογούνται 4 Ν.58(Ι)/2004 ο οποίος τροποποιήθηκε με τον Ν.50(Ι)/2007. 2
αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο που ανάγεται στην πολιτική στον τομέα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας και στην επαγγελματική εκπαίδευση, ζήτησα από τον Αρχηγό Αστυνομίας να αιτιολογήσει του λόγους που επιβάλλουν/δικαιολογούν τη διαφορετική ρύθμιση του ορίου ηλικίας αφυπηρέτησης των αστυνομικών ανάλογα με το βαθμό που κατέχουν. Στη σχετική απάντηση του 5 ο Αρχηγός Αστυνομίας υποστήριξε ότι η Αστυνομία της Κύπρου συγκαταλέγεται στις ένοπλες δυνάμεις και επικαλέστηκε την απόκλιση που εισάγει το άρθρο 8(4) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου, δυνάμει του οποίου η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας στην απασχόληση δεν εφαρμόζεται στις ένοπλες δυνάμεις στο βαθμό που ο καθορισμός ορίου ηλικίας δικαιολογείται από τη φύση και τα καθήκοντα της εργασίας. Προς υποστήριξη αυτής του της θέσης ο Αρχηγός Αστυνομίας ανέφερε ότι το Άρθρο 130 του Συντάγματος που προνοεί ότι η αστυνομία λογίζεται ως «δύναμη ασφαλείας» περιλαμβάνεται στα άρθρα του Συντάγματος κάτω από τον τίτλο «Περί των Ενόπλων Δυνάμεων της Δημοκρατίας», και επιπρόσθετα, ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 του περί Αστυνομίας Νόμου τα μέλη της Αστυνομίας δικαιούνται να μεταφέρουν όπλα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. 4.1. Με την πιο πάνω θέση δεν συμφωνώ. Με βάση τις γενικώς παραδεκτές αρχές του δικαίου στον οικείο δικαιϊκό τομέα (Συνταγματικό και Διοικητικό) αλλά και με βάση τα Άρθρα 129-130 6 του Συντάγματος (ορθώς ερμηνευομένων βεβαίως) ως ένοπλες δυνάμεις νοούνται τα οργανωμένα σώματα που αποστολή έχουν την άμυνα του κράτους και την προστασία της εδαφικής του ακεραιότητας από ξένη επιβολή. Κατ επέκταση, όσον αφορά την Κύπρο, ένοπλες δυνάμεις είναι ο στρατός, η αεροπορία και το ναυτικό της Εθνικής Φρουράς. Οι δυνάμεις ασφαλείας είναι τα οργανωμένα σύνολα που στόχο έχουν τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, τη διατήρηση της κοινωνικής ευρυθμίας και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών και καιρικών καταστροφών. Ως τέτοια νοούνται κυρίως η Αστυνομία και η Πυροσβεστική. 5. Η θέση του Αρχηγού Αστυνομίας είναι, εν πάση περιπτώσει, ότι ο καθορισμός διαφορετικού ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των μελών ανάλογα με το βαθμό που κατέχουν δικαιολογείται από τη φύση και τα καθήκοντα της εργασίας. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι τα μέλη της αστυνομίας με κατώτερο βαθμό ασκούν πιο επίπονα καθήκοντα τα οποία επιφέρουν αλλοίωση στις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις, ενώ τα μέλη της αστυνομίας με βαθμό ανώτερο από αυτόν του λοχία κατά κανόνα ασκούν διοικητικά και εποπτικά καθήκοντα. Η υπό αναφορά εντούτοις αιτιολόγηση δεν επαρκή για να θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν στοιχειοθετεί διάκριση λόγω ηλικίας. Και τούτο, γιατί το μέτρο 5 Επιστολή ημερομηνίας 10 Απριλίου 2008, με αρ. φακ.: Τμ.Α30/2. 6 Στο Άρθρο 129.1. ορίζεται ότι «Η Δημοκρατία έχει στρατόν δύο χιλιάδων ανδρών, εκ των οποίων εξήκοντα επί τοις εκατόν είναι Έλληνες και τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν είναι Τούρκοι». Στο Άρθρο 130.1.,στο οποίο γίνεται αναφορά ειδικά στις δυνάμεις ασφαλείας ορίζεται ότι «Οι δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας αποτελούνται εκ της αστυνομίας και της χωροφυλακής.» 3
καθορισμού διαφορετικού ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των χαμηλόβαθμων εργαζομένων για λόγους που ανάγονται στις συνθήκες και τη φύση της εργασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη απόκλιση από την αρχή της μη διάκρισης μόνον όσον αφορά τις ένοπλες δυνάμεις, όπως στο άρθρο 8(4) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου ορίζεται. 5.1. Πέραν του πιο πάνω ο Αρχηγός Αστυνομίας υποστήριξε ότι το μέτρο του διαφορετικού ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης δικαιολογείται και για λόγους που ανάγονται στην πολιτική στον τομέα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι, με δεδομένο ότι οι απλοί αστυνομικοί και οι λοχίες καταλαμβάνουν το 93,1% της εργατικής δύναμης του αστυνομικού σώματος, το μέτρο της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης τους στην ηλικία των 55 ετών συμβάλει στη δημιουργία νέων θέσεων και στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας με τη μείωση της ανεργίας. Θα πρέπει να τονισθεί ότι την πολιτική στον τομέα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας δεν την χαράσσει η Αστυνομία. Το μέτρο του διαφορετικού ηλικιακού ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των χαμηλόβαθμων αστυνομικών για λόγους που ανάγονται στην πολιτική της απασχόλησης και αγοράς εργασίας μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί δικαιολογημένη απόκλιση από την αρχή της μη διάκρισης εφόσον συνάδει με την εθνική πολιτική στον τομέα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας. Και σε εθνικό επίπεδο, σχετικά πρόσφατα (το 2005), επιβλήθηκε η αύξηση του ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων από τα 60 στα 63 χρόνια, με αιτιολογικό υπόβαθρο την χαμηλή ανεργία, τα δημογραφικά δεδομένα που καταδεικνύουν γήρανση του πληθυσμού, την αύξηση του μέσου όρου ζωής 7, και την αναλογιστική έκθεση με βάση την οποία προβλέπεται να υπάρξει το 2010 πρόβλημα εάν δεν αυξηθούν είτε οι εισφορές είτε το όριο συνταξιοδότησης 8. 6. Ήδη το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξετάζοντας σχετικές υποθέσεις έδωσε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για την απαιτούμενη επαλήθευση της αιτιολόγησης του άρθρου 6 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ (κατ αντιστοιχία του άρθρου 8 του εθνικού νόμου). Στην υπόθεση Mangold 9 ένας γερμανικός νόμος επέτρεπε να προσλαμβάνονται οι εργαζόμενοι άνω των 52 ετών με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με σκοπό την ενθάρρυνση των εργοδοτών να προβαίνουν σε προσλήψεις. Το ΔΕΚ αποφάνθηκε ότι ο στόχος της αύξησης της απασχολησιμότητας των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων ήταν θεμιτός, αλλά ότι το μέτρο δεν τηρούσε την αρχή της αναλογικότητας, αφού είχε πολύ ευρύ πεδίο και ο στόχος θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλον τρόπο που δεν θα 7 Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας σήμερα ο μέσος όρος ζωής για τους άνδρες είναι η ηλικία των 80,3 ετών και για τις γυναίκες η ηλικία των 83,4 ετών. Το 1968 ο μέσος όρος ζωής ήταν μεταξύ των 65 με 70. 8 Ο Λόγος Δημογραφικής Εξάρτησης για τα άτομα ηλικίας 65 και άνω προς τα άτομα ηλικίας 16 έως 64, προβλέπεται να ανέλθει σε 19,7% το 2010, σε 28% το 2020 και σε 33,5% το 2050. 9 C-144/04, απόφαση ημερ. 22.11.2005. 4
δημιουργούσε διακρίσεις. Στην υπόθεση Palacios 10 το ΔΕΚ έκρινε ότι οι ρυθμίσεις για την ηλικία δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογούνται ρητά για να είναι έγκυρες, αλλά ότι το υπό εξέταση μέτρο έπρεπε να είναι αντικειμενικό και να δικαιολογείται εύλογα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, από θεμιτό στόχο που συνδέεται με την πολιτική απασχόλησης και την αγορά εργασίας. 7. Με βάση το σύνολο των πιο πάνω θεωρώ ότι το μέτρο της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης των κατώτερων σε βαθμό αστυνομικών κατά 5 χρόνια νωρίτερα από τους υπόλοιπους δεν δικαιολογείται από λόγους που ανάγονται στην πολιτική της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας και ως εκ τούτου στοιχειοθετεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση λόγω ηλικίας. 7.1. Επειδή η πιο πάνω διάκριση λόγω ηλικίας τίθεται με νόμο, διαβιβάζω την Έκθεση μου στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 39(1) του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004, ώστε να συμβουλεύσει, δυνάμει του εδαφίου (3) του ίδιου άρθρου, τον αρμόδιο για το θέμα Υπουργό ή το Υπουργικό Συμβούλιο για την τροποποίηση της νομοθεσίας. Διαβιβάζω, επίσης, την Έκθεση μου στον Αρχηγό Αστυνομίας. Ηλιάνα Νικολάου Επίτροπος Διοικήσεως Λευκωσία, 25 Αυγούστου 2008 ΕΣ/ 10 C-411/05, απόφαση ημερ. 16.10.2007. 5