Λέξεις κλειδιά: κάπνισμα, παρεμβατικό πρόγραμμα, Θεωρία Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς, Μοντέλο Πιθανής Επεξεργασίας



Σχετικά έγγραφα
Εκπαιδευτικές παρεµβάσεις για πρόληψη καπνίσµατος: Σχεδιασµός και αποτελέσµατα εφαρµογών. Μαρία Χασάνδρα, Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, Π.Θ.

Γιάννης Θεοδωράκης (2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ

ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Θεοδωράκης, Γ., & Χασάνδρα, Μ. (2006). Θεσσαλονίκη. Εκδ. Χριστοδουλίδη

ΣΧΟΛΙΑΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Β ΑΡΣΑΚΕΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΨΥΧΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ (PROJECT) ΤΑΞΗ: Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Θέματα που θα αναπτυχθούν. Θεωρία. Αλληλεπιδράσεις. Θεωρία. Άσκηση και σχέσεις υγιεινών και ανθυγιεινών συμπεριφορών. Θεοδωράκης Γιάννης

Πρόλογος Οδηγίες για εφαρμογή Επίλογος Θέματα για έρευνα Θέματα για συζήτηση... 32

Διακοπή Καπνίσματος. Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες Οδηγίες για Ομάδες Υψηλού Κινδύνου (TOB.g) Βάσω Ευαγγελοπούλου, MD, PhD Πνευμονολόγος Εντατικολόγος

Ψυχολογία της άσκησης σε άτομα με καταχρήσεις

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ Α ΤΑΞΗΣ ΜΕ ΘΕΜΑ «ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ» ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

Ανάπτυξη θετικών στάσεων προς τη Φυσική Αγωγή

Παράγοντες Προστασίας και Κινδύνου

Οι γνώμες είναι πολλές

Εξαρτήσεις σε παιδιά και εφήβους. Πρόληψη Εξαρτήσεων σε Οικογένεια/Σχολείο/Κοινότητα

Γράφει: Νίκος Δ. Χαΐνης, Πνευμονολόγος

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ

Adoption of Exercise & Health behaviors in clinical populations

Αντικαπνιστική Παρουσίαση

WHO. Atlas of health organization, 2008

Άδειες Χρήσης. Μοντέλο προαγωγής προγραμμάτων αγωγής υγείας μέσω της φυσικής αγωγής. Χρηματοδότηση. Σκοποί ενότητας. Οι παρακάτω θεωρίες

Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης. Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τον όρο Θετική Ανάπτυξη είναι ο παρακάτω:

Γιάννης Θεοδωράκης & Μαίρη Χασάνδρα ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Πανελλήνια έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές Έρευνα ESPAD 2011 Αποτελέσματα για το Ν. Καρδίτσας

Θέµατα που θα αναπτυχθούν ΣΤΙΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ. Που εστιάζονται οι έρευνες; Επιδηµιολογία - Συµπεριφορά

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Εθισμοί και εξαρτήσεις νέων. Δημιουργία Αθηνά Σφέικου

Παράγοντες κινδύνου και προστατευτικοί παράγοντες για τη χρήση ουσιών στους εφήβους. Καραμπίνου Κυριακή Ρουσάλη Θωμαϊς Χατζή Γεωργία Χριστάκη Ελένη

ΚΑΠΝΙΣΜΑ: Ιανουάριος ο Ενημερωτικό Σημείωμα

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Σύνοψη δράσεων προγράμματος πρόληψης και ευαισθητοποίησης

Σύνοψη δράσεων προγράμματος πρόληψης και ευαισθητοποίησης

Ψυχολογικά μοντέλα που σχετίζονται με προγράμματα άσκησης για υγεία. 29/3/2012

Παθητικό κάπνισμα Θεοτοκά Σοφία Α1 6/5/2014

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

ΣΤΙΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

ΟΡΙΣΜΟΙ ΕΝΝΟΙΩΝ ΑΛΚΟΟΛ

ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΧΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Κλίµα παρακίνησης στο µάθηµα της Φ.Α. και υγιεινές συµπεριφορές

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ

2η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ EΝΩΣΗΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Το τσιγάρο (στην Καθαρεύουσα σιγαρέτο αποτελείται από μικρά κομμάτια επεξεργα σμένου καπνού που είναι τυλιγμένα σε χαρτί.

Προγράµµατα άσκησης και υγείας. Θεοδωράκης Γιάννης Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας

Καταγραφή στάσεων και συμπεριφορών μαθητών μαθητριών απέναντι στο κάπνισμα. Ιούνιος Αποτελέσματα έρευνας

Εφηβεία, μία δυστοπία. Ερευνητική εργασία Α τετραμήνου της Α Λυκείου των Λ.Τ. Αρμενίου Σχολικό έτος

Η αγωγή υγείας στα σχολεία Προτάσεις για το σχολικό έτος

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ. Συνεργάτης ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ. Τμήμα Νοσηλευτικής

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

Κοινωνική Αθλητική Ψυχολογία (075)

Βασιλική Ζήση, PhD. Πυραμίδα του πληθυσμού στο μέσο του έτους 2004

Ερευνητικές Εργασίες

Περίληψη. Θέματα που θα παρουσιασθούν. (Eurostat, 2002) Κάπνισμα και άσκηση. Σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Δημόσια υγεία για το 2010 Γ.

Χαράλαµπος Τσορµπατζούδης Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

Πανελλήνια έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές Έρευνα ESPAD 2011 Αποτελέσματα για το Ν. Ιωαννίνων

Σκοποί και στόχοι της Φυσικής Αγωγής

Παθητικό κάπνισμα και παιδιά

Εφηβεία: Σχολείο,Άγχος, Διαδίκτυο.

Χαιρετισμός του Προέδρου Αντιναρκωτικού Συμβουλίου Κύπρου Δρα. Χρύσανθου Γεωργίου, στη διάσκεψη τύπου

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ, 31 ΜΑΙΟΥ 2019

ΟΜΑΔΑ 3: ΕΦΗΒΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΠΝΙΣΜΑ- ΔΙΑΤΡΟΦΗ

ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ

Δεν καπνίζω Γυμνάζομαι!!

Πανελλήνια έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές Έρευνα ESPAD 2011 Αποτελέσματα για το Ν. Καστοριάς

Πανελλήνια έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές Έρευνα ESPAD 2011

Περιγραφή Μαθήµατος. Άσκηση και Αγωγή Υγείας. Σκοπός Μαθήµατος Οι φοιτητές: Τι είναι Υγεία; Προαγωγή της Υγείας & Αγωγή Υγείας

Μάθημα 5 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση. Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D.

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Σημαντικές πληροφορίες για το κάπνισμα

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

Η ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας Εισαγωγή Ορισμοί Αυτό-αντίληψη Αυτό-εκτίμηση Μηχανισμοί ενίσχυσης και προστασίας της αυτό-εκτίμησης

Πανελλήνια έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές Έρευνα ESPAD 2011 Αποτελέσματα για το Ν. Φλωρίνης

Πέτρος Γαλάνης, MPH, PhD Εργαστήριο Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών

«Άγχος στην εφηβεία και ο ρόλος των γονέων»

Κάπνισμα; Όχι, Εμείς!

Αιμιλίζα Στεφανίδου 1, Δημοσθένης Μπούρος 2, Μιλτιάδης Λειβαδίτης 2, Αθανασία Πατάκα 1, Παρασκευή Αργυροπούλου 1

Γενικό Λύκειο Καλαμπακίου Σχολικό έτος Ερευνητική Εργασία Α τετραμήνου. Εκπαιδευτικός: Παπαδόπουλος Δημήτριος (ΠΕ 11) Τάξη: Β Τμήμα: 1ο

Πανελλήνια έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές Έρευνα ESPAD 2011 Αποτελέσματα για το Ν. Ευβοίας

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΙΙ Καλλιρρόη Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

Το υπουργείο μας. Ατυχήματα - πρώτες βοήθειες στο σχολείο

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Σχέση αυτεπάρκειας και πληροφοριακής συµπεριφοράς των χρηστών της βιβλιοθήκης του ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η ψυχολογία των αθλητών και η άμεση σχέση της με την προπόνηση και τη φυσικοθεραπεία

μαθητικό φροντιστήριο προπαρασκευή για Α.Ε.Ι. & Τ.Ε.Ι. Πρωτεσιλάου 63 ΠΛ. ΙΛΙΟΥ

Πανελλήνια έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές Έρευνα ESPAD 2011 Αποτελέσματα για το Ν. Λαρίσης

Πανελλήνια έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές Έρευνα ESPAD 2011 Αποτελέσματα για το Ν. Ευρυτανίας

Δρ Αφροδίτη Ελισσαίου-Ξενοφώντος

Πρόταση Εργομετρικής Αξιολόγησης παιδιών σε Ακαδημίες

The Jobbies. 14ο ΓΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Project Β τριμήνου «Το επάγγελμα που επιλέγω» Αντωνιάδου Δέσποινα. Βάκουλης Παναγιώτης.

«ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΓΟΝΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ ΣΥΝΔΕΣΗ ΣΧΟΛΕΙΟΥ & ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ»

Πανελλήνια έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές Έρευνα ESPAD 2011 Αποτελέσματα για το Ν. Μεσσηνίας

Ψυχολογική υποστήριξη παιδικού αθλητισμού

Πανελλήνια έρευνα για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στους μαθητές Έρευνα ESPAD 2011 Αποτελέσματα για το Ν. Χανίων

ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΣΧ. ΕΤ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

Σεξουαλική συμπεριφορά των εφήβων σε Γυμνάσια και Λύκεια της Κύπρου

Transcript:

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το κάπνισμα σύμφωνα με επιδημιολογικές έρευνες είναι η κυριότερη έμμεση αλλά και αποτρέψιμη αιτία θανάτου. Τα παρεμβατικά προγράμματα πολύπλευρων προσεγγίσεων που εφαρμόστηκαν κυρίως στο εξωτερικό αποδεικνύονται περισσότερο αποτελεσματικά. Σκοπός της παρούσης εργασίας ήταν η εφαρμογή ενός παρεμβατικού προγράμματος «Δεν καπνίζω, γυμνάζομαι» που συνδύαζε το μοντέλο των Πιστεύω Υγείας, τη Θεωρία της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς, τη θεωρία των Στόχων, τη θεωρία Κοινωνικής Μάθησης, τη θεωρία της Πειθούς, αλλά και τις αρχές των Δεξιοτήτων Ζωής, και στόχευε στην πρόληψη-αποτροπή του καπνίσματος αλλά και στην προώθηση της φυσικής δραστηριότητας σε παιδιά Ε και Στ τάξης Δημοτικού σχολείου (Ν =205, Μ =11.69 έτη, SD =.47). Η αξιολόγηση έγινε μέσα από ερωτηματολόγια πριν και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, τόσο για την ομάδα παρέμβασης όσο και για την ομάδα ελέγχου. Έγιναν επαναλαμβανόμενες μετρήσεις διακύμανσης και από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος υπήρχαν διαφορές στατιστικά σημαντικές μεταξύ της πειραματικής ομάδας και της ομάδας ελέγχου στις αντιλαμβανόμενες γνώσεις (F 1,173 =68.10, p<.001) και στις πραγματικές γνώσεις (F 1,167 =42.94, p<.001). Οι στάσεις στην ομάδα ελέγχου έγιναν θετικότερες προς το κάπνισμα, ενώ στην πειραματική ομάδα παρέμειναν ιδιαίτερα αρνητικές. Επίσης οι στάσεις της πειραματικής ομάδας μετά το τέλος του προγράμματος συσχετίζονταν αρνητικά με όλες τις ερωτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του καπνίσματος των γονέων, στατιστικά όμως μόνο με τον πειραματισμό (r= -.37, p<.01), ενώ οι στάσεις της ομάδας ελέγχου σχετίζονταν θετικά και σημαντικά με όλες σχεδόν τις ερωτήσεις καπνίσματος των γονέων. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι το πρόγραμμα ήταν αποτελεσματικό σε αυτές τις ηλικίες και θα πρέπει να εφαρμόζεται. Προτείνεται η εφαρμογή του παρεμβατικού προγράμματος και σε παιδιά μικρότερης ηλικίας. Λέξεις κλειδιά: κάπνισμα, παρεμβατικό πρόγραμμα, Θεωρία Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς, Μοντέλο Πιθανής Επεξεργασίας i

ABSTRACT Smoking according to epidemiologic researches is the main indirect cause of death but also can be deterred. Intervention programs of multifaceted approaches that were applied mainly in the abroad, have been proved more effective. Purpose of the present study was the application of an intervention program toward smoking prevention and promotion of physical activity in students of elementary school (5 th - 6 th grade) (N = 205, M = 11.69 years, SD =.47). The program combined several cognitive theories (the Health Believe Model, the Theory of Planned Behavior, the Goal Setting Theory, the Social Learning theory), the Elaboration Likelihood Model, and Life Skills. Questionnaires were used before and after the intervention for intervention and control group. Repeated Measures Analysis of Variance showed that the intervention increased perceived knowledge (F 1,173 =68.10, p<.001) and knowledge (F 1,167 =42.94, p<.001) in the intervention group but not in the control group. Attitudes for control group became more positive to smoking in post test, while intervention group s attitudes remained particularly negative. Additionally, after the end of the program, attitudes for intervention group were correlated negatively to parent s experimentation with smoking (r = -.37, p<.01), while control group s attitudes related positively and considerably with all almost the questions of smoking of parents. It seemed that the program was effective for children of this age and it should be addressed. It is also proposed the application of this intervention program in lower grades. Key-words: smoking, intervention, Theory of Planned Behavior, Elaboration Likelihood Model ii

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελίδα ΠΕΡΙΛΗΨΗ... i ABSTRACT... ii ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...iii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ...v ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ...vi Κεφάλαιο Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 Νέοι και Κάπνισμα 5 Νέοι και Διαφημίσεις...10 Άσκηση.11 Νέοι και Ανθυγιεινές Συμπεριφορές- Κάπνισμα.12 II. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Παρεμβατικά Προγράμματα Αγωγής Υγείας- Θεωρίες...15 Εφαρμογή και Αξιολόγηση Παρεμβατικών Προγραμμάτων Κοινοτικά Προγράμματα. 20 Σχολικά Παρεμβατικά Προγράμματα.. 24 Μακροπρόθεσμα Αποτελέσματα Παρεμβατικών Προγραμμάτων.. 30 Παρεμβατικά Προγράμματα στην Ελλάδα. 35 Σκοπός της Εργασίας.. 39 Ερευνητικές Υποθέσεις- Μηδενικές Υποθέσεις..39 Ορισμοί.. 40 III. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Δείγμα.. 41 Όργανα Μέτρησης... 41 Διαδικασία...45 Πρόγραμμα Παρέμβασης.46 IV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ...47 V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ...59 Ελλείψεις Περιορισμοί. 68 iii

Μελλοντικές έρευνες...69 Προτάσεις..71 Συμπεράσματα...72 VI.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...74 VII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 99 iv

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας Σελίδα Πίνακας 1. Εσωτερική συνοχή των παραγόντων, οι μέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για το σύνολο και για κάθε ομάδα χωριστά για την αρχική και την τελική μέτρηση. 48 Πίνακας 2. Διαφορές μεταξύ των ομάδων σε όλους τους παράγοντες στην αρχική μέτρηση και στην τελική μέτρηση. 49 Πίνακας 3.Συσχετίσεις των παραγόντων της ΘΣΣ με τις πραγματικές γνώσεις στην αρχική μέτρηση. 51 Πίνακας 4. Συσχετίσεις των παραγόντων της ΘΣΣ με τις πραγματικές γνώσεις στην τελική μέτρηση για την πειραματική ομάδα 51 Πίνακας 5. Συσχετίσεις των παραγόντων της ΘΣΣ με τις πραγματικές γνώσεις στην τελική μέτρηση για την ομάδα ελέγχου 52 Πίνακας 6. Ποσοστά απαντήσεων των γονέων στις ερωτήσεις καταγραφής συμπεριφοράς καπνίσματος 53 Πίνακας 7. Εσωτερική συνοχή των παραγόντων, μέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις του ερωτηματολογίου των γονέων. 53 Πίνακας 8. Εσωτερική συνοχή των παραγόντων, οι μέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις των ερωτηματολογίων «Αξιολόγησης της πηγής» και «Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του μηνύματος». 58 v

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ Γράφημα Σελίδα Γράφημα 1. Εξέλιξη μέσων όρων πειραματικής ομάδας και ομάδας ελέγχου μεταξύ αρχικής κα τελικής μέτρησης στον παράγοντα στάσεις προς το κάπνισμα. 55 Γράφημα 2. Εξέλιξη μέσων όρων πειραματικής ομάδας και ομάδας ελέγχου μεταξύ αρχικής κα τελικής μέτρησης στον παράγοντα ενημέρωση. 56 Γράφημα 3. Εξέλιξη του σκορ στο ερωτηματολόγιο «γνώσεων» για τις δύο πειραματικές ομάδες στις δύο μετρήσεις. 57 vi

I.ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ιστορικά ο καπνός έκανε την εμφάνισή του στην Ευρώπη σχετικά πρόσφατα. Γίνονται υποθέσεις ότι η κατανάλωση καπνού άρχισε από την κεντρική Αμερική. Στο Popol Vuh (Cordan, 1984) περιγράφονται απεικονίσεις θεοτήτων που καπνίζουν και αναγνωρίζεται ως θεός του καπνού ο Zic-Ahau. Αναφέρεται επίσης ότι ο καπνός ως φυτό υπήρχε στη Γουατεμάλα και στο Μεξικό σε άγρια μορφή. Μετά την ισπανική επέκταση και την κατάκτηση του Μεξικού και της Γουατεμάλας (1523), ο καπνός εμφανίζεται στην Ευρώπη ως εισαγόμενο προϊόν. Με την εμφάνιση του καπνού στη Ευρώπη του προσάφθηκαν αρχικά ιατρικές ιδιότητες. Θεωρήθηκε ως καταπραϋντικό των αναπνευστικών προβλημάτων και της φυματίωσης (Hess, 1987). Σήμερα αναγνωρίζονται οι δραματικές συνέπειες του καπνού στην ανθρώπινη υγεία. Επιδημιολογικές έρευνες αποκαλύπτουν ότι είναι η κυριότερη έμμεση αλλά και αποτρέψιμη αιτία θανάτου. Ο καπνός του τσιγάρου αποτελείται τουλάχιστον από 4000 χημικές ουσίες, εκ των οποίων αρκετές έχουν υψηλή τοξικότητα και προκαλούν καρκινογενέσεις (Bates, Jarvis & Connolly, 1999). Οι πιο βλαβερές ουσίες που εμπεριέχονται στο καπνό του τσιγάρου είναι το μονοξείδιο του άνθρακα, η νιτρωδαμίνη, το βενζόλιο, το υδροκυάνιο, το κάδμιο όπως και το πολώνιο -210 (Opitz, 1992). Το σημαντικότερο συστατικό του καπνού είναι η νικοτίνη που χαρακτηρίζεται ως η πλέον εξαρτησιογόνος ουσία. Έχει την ίδια εθιστική επίδραση με τις αμφεταμίνες, η κοκαΐνη και η μορφίνη (Batra & Buchkremer, 1999). Η νικοτίνη μεταφέρεται με τον καπνό μέσω των πνευμόνων στο αίμα και σε 7 δευτερόλεπτα φτάνει στον εγκέφαλο. Η αύξηση των κατεχολαμινών στο αίμα, με επιπτώσεις στην πίεση αίματος και στην καρδιακή συχνότητα, η διεγερτική επίδραση στο Κ.Ν.Σ., η εμφάνιση συμπτωμάτων δηλητηρίασης είναι μερικές από τις επιπτώσεις της νικοτίνης στον οργανισμό (Haustein, 1999). Το κάπνισμα θεωρείται ως βασικός παράγοντας εμφάνισης των τριών συνηθέστερων ασθενειών (καρδιοπάθειες, καρκίνοι, παθήσεις του αναπνευστικού) με υψηλά ποσοστά θνησιμότητας (Meltzer, 1994). Όσο αυξάνονται τα χρόνια που καπνίζει κανείς, τόσο αυξάνεται και ο κίνδυνος θνησιμότητας. Τα ποσοστά θνησιμότητας σε καπνιστές ηλικίας 35-69 χρόνων είναι τρεις φορές υψηλότερα από αυτά των μη καπνιστών (Peto, Lopes, Boreham, Thun & Heath, 1994; WHO, 1999). Σε πρόσφατη έρευνα των Tverdal και Bjartveit (2006) φάνηκε ότι η μείωση της κατανάλωσης τσιγάρων κατά 50% δεν μειώνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου. 1

Οι επιπτώσεις στην υγεία εμφανίζονται και σε παθητικούς καπνιστές και σχετίζονται κυρίως με ασθένειες του καρδιαγγειακού συστήματος, του αναπνευστικού συστήματος και εμφάνισης καρκίνων, κυρίως του πνεύμονα (Bölcskei, & König, 1997; DiFranza, Rigotti, McNeill, Ockene, Savageau, Cyr & Coleman, 2000). Ως παθητικό κάπνισμα ορίζεται η αθέλητη εισπνοή καπνού που παράγεται από άλλους. Το παθητικό κάπνισμα περιορίζει την ικανότητα του αίματος να μεταφέρει οξυγόνο στην καρδιά. Σε παιδιά που οι γονείς τους καπνίζουν έχουν μετρηθεί αυξημένες τιμές ενός ενζύμου που επιταχύνει τον διαχωρισμό του οξυγόνου από την αιμογλοβίνη για να αντισταθμίσει τη χρόνια έλλειψη οξυγόνου. Τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά παθητικούς καπνιστές έχουν μετρηθεί χαμηλές τιμές της HDL χοληστερόλης, που σημαίνει αύξηση της εμφάνισης αρτηριοσκλήρυνσης (Junge, 1995). Σε πολλά παιδιά ξεκινά το παθητικό κάπνισμα από τη βρεφική ηλικία. Μέλλουσες μητέρες θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός. Το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της κύησης λογχεύει ανεπιθύμητες διακοπές κύησης, επιπλοκές κατά τη γέννα, νεογνά με προβλήματα υγείας (WHO, 1999). Οι Finette, O Neill, Vacek & Albertini (1998) διαπίστωσαν γενετικές αλλαγές σε αγέννητα έμβρυα εξαιτίας παθητικού καπνίσματος των μητέρων. Έρευνα των Steyn, de Wet, Saloojee, Nel και Yach (2006) έδειξε ότι οι μητέρες που κάπνιζαν είχαν περισσότερες πιθανότητες να γεννήσουν λιποβαρή παιδιά, από αυτές που δεν κάπνιζαν. Για τις μητέρες που ήταν παθητικοί καπνιστές δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με τις μη-καπνίστριες. Πολλές έρευνες ανακαλύπτουν σχέση μητέρας καπνίστριας και διάσπασης προσοχής ή υπερκινητικότητας παιδιών (Button, Thapar & McGuffin, 2005; Rodriguez & Bohlin, 2005; Vuijk, van Lier, Huizink, Verhulst & Crijnen, 2006). Παιδιά που εκτίθενται σε περιβάλλον καπνιστών κινδυνεύουν από ασθένειες του αναπνευστικού, όπως βρογχίτιδα. Παιδιά καπνιστών εμφανίζουν πιο συχνά άσθμα και συχνότερες κρίσεις. Υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος αιφνίδιου θανάτου, εμφάνισης καρκίνου και ωτίτιδες (DiFranza, et al., 2000). Ο Charlton (1996) προχωρώντας περισσότερο, θεωρεί ότι η μικροκαμωμένη εμφάνιση των παιδιών από καπνιστές γονείς επηρεάζει την αυτοπεποίθησή τους. Συνεχίζοντας θεωρεί ότι υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες αυτά τα παιδιά να γίνουν μελλοντικά συστηματικοί καπνιστές, να παρατήσουν το σχολείο, να δημιουργήσουν πρόωρα οικογένεια και φυσικά να καπνίζουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. 2

Πρόσφατη έρευνα των Matt, Quintana, Hovell, Bernert, Song, Novianti, Juarez, Floro, Gehrman,Garcia και Larson (2004) έδειξε ότι παιδιά καπνιστών που οι γονείς κάπνιζαν έξω από το σπίτι είχαν 8 φορές μεγαλύτερες ποσότητες νικοτίνης στον οργανισμό τους από τα παιδιά των μη καπνιστών. Τα παιδιά των καπνιστών που κάπνιζαν μέσα στο σπίτι είχαν 14 φορές μεγαλύτερες ποσότητες. Μια υπόθεση είναι ότι ένοχοι μπορεί να είναι τα ρούχα και τα μαλλιά των καπνιστών από όπου απελευθερώνονται μόρια καθώς κυκλοφορούν στο σπίτι. Άρα οι γονείς που παίρνουν προληπτικά μέτρα καπνίζοντας έξω από το σπίτι νομίζοντας ότι έτσι προστατεύουν τα παιδιά τους απόλυτα, θα πρέπει να αναθεωρήσουν την άποψή τους. Οι αρνητικές επιπτώσεις του καπνού στον ανθρώπινο οργανισμό είναι αναμφισβήτητες. Από πρόσφατες έρευνες φαίνεται ακόμη ότι η μείωση της κατανάλωσης τσιγάρων κατά 50% δεν μειώνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου. Οι δραματικές επιπτώσεις στην υγεία εμφανίζονται και σε παθητικούς καπνιστές με θύματα κυρίως τα παιδιά καπνιστών. Τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνουν κάποιοι γονείς καπνίζοντας έξω από το χώρο του σπιτιού δεν είναι αρκετά και φαίνεται ότι μοναδική λύση είναι η διακοπή του καπνίσματος. Οι λόγοι για τους οποίους τα άτομα καπνίζουν είναι πολλοί. Ο Evans (1976) θεωρεί ότι οι νέοι αρχίζουν το κάπνισμα επειδή νιώθουν πίεση από συνομηλίκους, γονείς ή Μ.Μ.Ε. Oι Leventhal και Cleary (1980) αναγνώρισαν 4 φάσεις στη διαδικασία εμπλοκής με το κάπνισμα, ενώ ο Flay (1993) ανέβασε τον αριθμό σε 5 και ο Troschke (1993) σε 6 θέτοντας και χρονικά όρια. Οι σημαντικοί άλλοι και κυρίως οι φίλοι που καπνίζουν φαίνεται να επηρεάζουν σημαντικά τους νέους (Semmer, Lippert, Fuchs, Rieger-Ndakorewa, Dwyer & Knoke, 1991; Hoffman, Sussman, Unger & Valente, 2006; Hohm, Laucht & Schmidt, 2005). Η επιρροή από την οικογένεια στο θέμα κάπνισμα δεν φαίνεται να είναι ξεκάθαρη (Huver, Engels & Vries, 2006). Σύμφωνα με τους Fishbein και Ajzen (1975) η πρόθεση αποτελεί σημαντικό παράγοντα πρόγνωσης έναρξης καπνίσματος. Οι Wakefield, Kloska, O Malley, Johnston, Chaloupka, Pierce, Giovino, Ruel και Flay (2004) σε έρευνά τους αποδεικνύουν ότι η πρόθεση μπορεί να αποτελέσει πρόωρο δείκτη έκβασης προγραμμάτων και πολιτικών κατά του καπνίσματος. Οι διαφημίσεις τσιγάρων επίσης πετυχαίνουν την αύξηση του ποσοστού των καπνιστών ανάμεσα στους νέους (Dessart, 1997) και μπορεί να οδηγήσουν παιδιά και νέους στην έναρξή του (Nowak, 1995). 3

Αντίθετα με το κάπνισμα, στην άσκηση χρεώνονται μόνο θετικές επιδράσεις στην υγεία και στις παραμέτρους της (βιολογικές, γνωστικές, ψυχοκοινωνικές). Το κάπνισμα φαίνεται να έχει αρνητική σχέση με την άσκηση (Schmidt, 1998; Sallis, Prochasca, Taylor, Hill & Geraci, 1999; Marti & Vartiainen,1989; Donato, Assaneli, Chiesa, Poeta, Tomasoni & Turla, 1997) και μάλιστα όσο πιο ψηλό το επίπεδο άσκησης τόσο μικρότερη εμπλοκή με το κάπνισμα (Abrams, Skolnik & Diamond, 1999; Peretti-Watel, Beck & Legleye, 2002; Davis, Arnold, Nandy, Bocchini, Gottlieb, George & Berkel,1997). Στην Ελλάδα φαίνεται τα τελευταία χρόνια να ανεβαίνουν τα ποσοστά συμμετοχής των Ελλήνων σε φυσικές δραστηριότητες, αλλά δυστυχώς παράλληλα αυξάνονται και τα ποσοστά των καπνιστών (Steptoe, Wardle, Cui, Bellisle, Zotti, Baranyai & Sanderman, 2002). Η πρόληψη αποτελεί τον αποτελεσματικότερο αλλά και οικονομικότερο τρόπο αντιμετώπισης χρήσης και κατάχρησης νόμιμων και παράνομων ναρκωτικών ουσιών ή ανθυγιεινών συμπεριφορών (Hurrelmann, 2000). Στην Αμερική και στην Ευρώπη έχουν εφαρμοστεί πολλά παρεμβατικά (κοινοτικά ή σχολικά) προγράμματα πρόληψης- αποτροπής καπνίσματος σε εφήβους και παιδιά. Αρχικά τα προγράμματα στόχευαν στην πληροφόρηση των νέων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ψυχοκοινωνικούς παράγοντες με αποτέλεσμα σύντομα να αποδειχτούν αναποτελεσματικά (Thompson, 1978; Leventhal & Cleary, 1980). Στη συνέχεια τα προγράμματα βασίστηκαν κυρίως σε θεωρίες που προσεγγίζουν και ερμηνεύουν συμπεριφορές υγείας. Η κοινωνική- γνωστική θεωρία αποδεικνύεται η πιο πολυχρησιμοποιημένη στα προγράμματα αγωγής υγείας (Skara & Sussman, 2003) και βασίζεται στη θεωρία κοινωνικής - γνωστικής μάθησης του Bandura (1978). Άλλες θεωρίες είναι το μοντέλο των Πιστεύω Υγείας, το μοντέλο των Σταδίων Αλλαγής, η θεωρία της Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς και η θεωρία των στόχων. Αρκετά παρεμβατικά στηρίχτηκαν στις αρχές δεξιοτήτων ζωής και αποδείχτηκαν αποτελεσματικά (Tobler & Stratton, 1997). To Elaboration Likelihood Model of Persuasion ELM - Μοντέλο Πιθανής Επεξεργασίας - (Petty & Cacioppo, 1986) έχει χρησιμοποιηθεί σε Προγράμματα Αγωγής Υγείας κυρίως για την πρόληψη διατροφικών διαταραχών (Withers, Twigg, Wertheim, & Paxton, 2002; Withers & Wertheim, 2004). Στην Ελλάδα έχουν εφαρμοστεί δυστυχώς λίγα παρεμβατικά προγράμματα και απευθυνόταν σε μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά κυρίως στην καθυστέρηση στην έναρξη καπνίσματος (Lionis, 4

Kafatos, Vlachonikolis, Vakaki, Tzortzi & Petraki, 1991) ή στην αύξηση αντικαπνιστικών στάσεων και γνώσεων (Koumi & Tsiantis, 2001). Τα αυξημένα ποσοστά καπνιστών στην Ελλάδα και οι δραματικές συνέπειες του καπνού στην υγεία (WHO, 2003) καθιστούν την αναγκαιότητα εφαρμογής προγραμμάτων που να ξεκινούν σε όσο το δυνατό μικρότερη ηλικία. Νέοι και Κάπνισμα Σύμφωνα με τα στοιχεία των επιδημιολογικών ερευνών (Eurostat, 2002) το 58.1% των ανδρών στην Ελλάδα και το 32.2% των γυναικών είναι καπνιστές. Ανάμεσα σε νέους ηλικίας 16 έως 24 ετών καπνίζουν το 46.5% των αγοριών και το 43.3% το κοριτσιών. Αυτά τα ποσοστά είναι από τα υψηλότερα της Ευρώπης. Θεωρίες για τους λόγους που οι νέοι αρχίζουν το κάπνισμα υπάρχουν αρκετές. Ο Eysenck (1987) θεωρεί ότι υπάρχει σχέση καπνίσματος και διαστάσεων της προσωπικότητας σχετιζόμενες ακόμη και με νευρωτικές καταστάσεις. Ο Zuckerman (1979) συγκεκριμενοποιεί το χαρακτηριστικό και το ονομάζει sensation seeking. Ο Evans (1976) θεωρεί ότι οι νέοι αρχίζουν το κάπνισμα επειδή νιώθουν πίεση από συνομηλίκους, γονείς ή Μ.Μ.Ε. Oι Leventhal, Baker & Brandon (1989) αναγνωρίζουν 4 φάσεις στη διαδικασία εμπλοκής με το κάπνισμα: α) προετοιμασίας β) πειραματισμού γ) εθισμού δ) εξάρτησης. Ο Flay (1993) προσθέτει μια ακόμη φάση πριν από τη φάση πειραματισμού, τη φάση δοκιμής. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο στην πρώτη φάση διαμορφώνονται οι απόψεις και οι στάσεις απέναντι στο κάπνισμα στα παιδιά και στους νέους. Σε αυτή τη φάση οι γονείς λειτουργούν ως πρότυπα και οι διαφημίσεις επηρεάζουν αυτή τη διαμόρφωση. Ουσιαστικά τα παιδιά παρατηρούν το περιβάλλον τους. Ο Troschke (1993) ανεβάζει τον αριθμό των φάσεων σε 6 και θέτει χρονικά όρια σε κάθε φάση. Στην πρώτη φάση τα παιδιά ηλικίας 2-6 χρόνων μιμούνται με παιχνίδια ρόλων τις συμπεριφορές των ενηλίκων. Στη δεύτερη φάση (7-12 χρονών) συνήθως έχουν την πρώτη εμπειρία με το κάπνισμα με τις συνήθεις αντιδράσεις βήχας κ.τ.λ. Στην τρίτη φάση έχουμε επιρροή από συνομήλικους ή μεγαλύτερα παιδιά. Στην τέταρτη φάση αγοράζει το πρώτο του πακέτο. Η διαφήμιση και οι μάρκες τσιγάρων παίζουν σημαντικό ρόλο. Στην πέμπτη φάση έχουμε αναζήτηση ταυτότητας και επικοινωνίας. Το τελετουργικό του καπνίσματος είναι ιδιαίτερα ελκυστικό και δίνει δυνατότητες επικοινωνίας π.χ. προσφορά φωτιάς. Στην έκτη φάση με την απομάκρυνση από το σπίτι καθιερώνεται και αυξάνεται η κατανάλωση καπνού. Απαγόρευση από τους γονείς, στρατός, σπουδές είναι ενισχυτικοί 5

παράγοντες αύξησης κατανάλωσης τσιγάρων. Κατά κανόνα στην ηλικία των 25 αποκρυσταλλώνεται η σχέση με το κάπνισμα. Οι πιο πρόσφατες θεωρίες είναι περισσότερο σύνθετες και περιλαμβάνουν κοινωνικούς- δημογραφικούς (οικονομικό-μορφωτικό επίπεδο, φύλο, ηλικία, εθνικότητα), περιβαλλοντολογικούς (σημαντικοί άλλοι, Μ.Μ.Ε.), συμπεριφοριστικούς (προθέσεις), και ατομικούς παράγοντες (στάσεις, θέσεις, πεποιθήσεις) (Hollederer, 2002). Το χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο σχετίζεται με πρόωρη και ψηλότερη κατανάλωση καπνού σε παιδιά ηλικίας 11-15 χρόνων (Conrad, Flay & Hill, 1992; Semmer et al., 1991). Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους νέους αλλά και για μεγαλύτερες ηλικίες όπως αποδεικνύει η έρευνα των Flint και Novotny (1997), αλλά και του Helmert (1999), όπου φαίνεται ότι άνεργοι, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, καταναλώνουν μεγαλύτερο αριθμό τσιγάρων από το μέσο όρο. Αναφορικά με το μορφωτικό επίπεδο των νέων, αυτοί που επισκέπτονται τεχνικές-επαγγελματικές σχολές έχουν ψηλότερα ποσοστά κατανάλωσης τσιγάρων από τους μαθητές των γενικών λυκείων (Speck & Reimers, 2000; Richter & Leppin, 2007). Σε έρευνα των Droomers, Schrijvers, Casswell και Mackenbach (2005) δεν φάνηκε το μορφωτικό επίπεδο να επηρεάζει την πρόθεση για διακοπή καπνίσματος. Σε σχέση με το φύλο στο στάδιο πειραματισμού φαίνεται να προηγούνται τα αγόρια στη φάση σταθεροποίησης όμως δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές (Nelson & Wittchen, 1998). Από την άλλη πλευρά, τα κορίτσια επηρεάζονται περισσότερο από τους γονείς που καπνίζουν (Flay, Petraitis & Hu, 1999). Η εθνικότητα δεν φαίνεται να παίζει ρόλο σε έρευνα που έκαναν οι Kandel, Kiros, Schaffran και Hu (2004) όσο αφορά την πρόθεση και την εξέλιξη των νέων σε συστηματικούς καπνιστές. Σύμφωνα με τους Wallace, Bachman, O Malley, Johnston, Schulenberg και Cooper (2002) φαίνεται ότι οι Ασιάτες, οι Αφροαμερικανοί και οι Λατίνοι (εκτός Μεξικού και Πόρτο Ρίκο) έχουν χαμηλότερα ποσοστά καπνιστών από τους λευκούς Αμερικανούς. Κυρίως οι φίλοι που καπνίζουν αλλά και γενικά οι σημαντικοί άλλοι φαίνεται επηρεάζουν σημαντικά τους νέους (Semmer, et al.,1991; Sussman, Dent, Burton, Stacy & Flay,1995; Tyas & Pederson,1998; Hohm, Laucht & Schmidt, 2005). Σε μια έρευνά του ο Delener (1995) ρωτά τους νέους για τα κίνητρα που τους ώθησαν να αρχίσουν το κάπνισμα. Ένα τρίτο των ερωτηθέντων ανέφερε επιρροές από τους σημαντικούς άλλους, φίλους, γονείς, αδέλφια. είδωλα. Το ένα πέμπτο και σαν δεύτερο βασικό κίνητρο ανέφεραν τις διαφημίσεις. 6

Ο Evans (1976) αναγνωρίζει κοινωνική αλληλεπίδραση στις παρέες των νέων με αποτέλεσμα την άσκηση πίεσης για κατανάλωση καπνού. Η έρευνα των Hahnewinkel, Ferstl και Burow (1993) το επιβεβαιώνει κατά κάποιο τρόπο, μια και 63.3% από σύνολο 1137 μαθητών ηλικίας 13-17 ετών παραδέχονται ότι θα πάρουν τσιγάρο στην παρέα όταν τους προσφέρεται ή όταν το τσιγάρο κάνει γύρα. Αυτό γίνεται κυρίως στην ντίσκο (58.6%), στα σφαιριστήρια (52.9%), και στις σχολικές εκδρομές (39.9%). Οι Leatherdale, McDonald, Cameron, Jolin και Brown (2006) σε έρευνα τους που αφορούσε μαθητές Δημοτικού (μη καπνιστές) παρατήρησαν ότι πιο επιρρεπής να καπνίσουν ήταν αυτοί που είχαν φίλο καπνιστή ή μητέρα καπνίστρια. Σε έρευνα που έγινε ανάμεσα σε εφήβους στην Αγγλία φαίνεται ότι αντικαπνιστικές στάσεις του εφήβου και φίλοι που δεν θα υποστήριζαν πιθανή εμπλοκή του με το κάπνισμα συνδυάζονται και με μικρότερη πρόθεση του για κάπνισμα (Smith, Bean, Mitchell, Speizer & Fries, 2007). Βέβαια είναι αδιευκρίνιστο αν η πίεση των συνομήλικων οδηγεί στο κάπνισμα ή αν αυτός που τελικά καπνίζει τείνει να κάνει επαφές και παρέες με άτομα τα οποία καπνίζουν. Οι Jöhren, Schwenkmezger και Krönig (1997) υποθέτουν ότι καθοριστικός παράγοντας δεν είναι η έμμεση ή η άμεση πίεση αλλά η συνοχή της παρέας, η οποία στηρίζεται στην ομοιογένεια των μελών της. Άλλωστε πολλές παρέες προϋπήρχαν και μετά άρχισαν το κάπνισμα. Το Social Network Analysis (SNA) είναι μια υποσχόμενη μέθοδος που μπορεί να αξιολογήσει κυρίως σε μακροπρόθεσμες έρευνες, κατά πόσο ο έφηβος επηρεάζεται από τους ίδιους φίλους με την πάροδο του χρόνου ή αν στην πορεία επιλέγει άλλες παρέες. Αν για παράδειγμα ένας αρχικά μη καπνιστής έφηβος διατηρήσει την ίδια παρέα, η οποία καπνίζει, και με το πέρασμα του χρόνου γίνει καπνιστής η επιρροή από τους φίλους είναι εμφανής. Αν ένας έφηβος καπνιστής που συναναστρέφεται αρχικά με μη καπνιστές αλλάξει στην πορεία παρέα, τότε επίσης η επιλογή παρέας είναι φανερή. Επίσης είναι πιθανό σε άλλες περιπτώσεις τόσο η επιλογή όσο και η επιρροή της παρέας να είναι εμφανής. Το SNA επιτρέπει την διευκρίνιση αυτών των παραμέτρων στον πληθυσμό (Hoffman, Sussman, Unger & Valente, 2006). Η επιρροή από την οικογένεια στο θέμα κάπνισμα δεν φαίνεται να είναι ξεκάθαρη, όπως προκύπτει από έρευνες. Οι Conrad, Flay και Hill (1992) υποθέτουν ότι στην έναρξη του καπνίσματος συντελούν εξωοικογενειακοί παράγοντες. Το ίδιο και οι Tyas και Pederson (1998) δεν βρήκαν σχέση γονέων καπνιστών και μαθητών καπνιστών. Έρευνα του Bergler (1995) στη Γερμανία δείχνει μεγάλη επιρροή των 7

γονέων στις συμπεριφορές καπνίσματος των παιδιών. Ίδια αποτελέσματα δείχνει και η έρευνα των Mowery, Farrelly, Haviland, Gable και Wells (2004) καθώς και πρόσφατη έρευνα των Bricker, Peterson, Leroux, Andersen, Rajan και Sarason (2006) όπου φαίνεται ότι οικογένειες που καπνίζουν επηρεάζουν και την έναρξη και την κλιμάκωση καπνίσματος των παιδιών τους. Ο Charlton (1984) διαπιστώνει ότι οι απόγονοι καπνιστών έχουν διπλάσιες πιθανότητες να γίνουν και οι ίδιοι καπνιστές, αλλά και παιδιά που αντιλαμβάνονται ότι οι γονείς τους θα αντιδρούσαν στην περίπτωση που θα κάπνιζαν έχουν 7 φορές λιγότερες πιθανότητες να γίνουν τα ίδια καπνιστές (Charlton, 1994). Ακόμη οι Sargent και Dalton (2001) διαπιστώνουν ότι παιδιά που γνωρίζουν ότι και οι δυο γονείς τους θα έχουν αρνητική αντίδραση σε πιθανή εμπλοκή τους με το κάπνισμα έχουν λιγότερες πιθανότητες να καπνίσουν. Οι Harakeh, Scholte, Vermulst, de Vries και Engels (2004) θεωρούν ότι η ποιοτική σχέση γονέα - παιδιού και οι γνώσεις του γονέα μπορεί να επηρεάσουν έμμεσα τη συμπεριφορά καπνίσματος του παιδιού, ενώ η συμπεριφορά καπνίσματος του γονέα άμεσα. Βασιζόμενοι στα αποτελέσματά τους προτείνουν την εμπλοκή γονέων στα παρεμβατικά προγράμματα και την ενημέρωσή τους για το ρόλο τους στις συμπεριφορές καπνίσματος των παιδιών τους. Οι Huver, Engels και de Vries (2005) προσπαθώντας να διαπιστώσουν την αποτελεσματικότητα πρακτικών εφαρμογών των γονέων (αντιδράσεις, κανόνες, συζητήσεις) σχετικών με το κάπνισμα στην αντιλαμβανόμενη γνώση και στις συμπεριφορές καπνίσματος των έφηβων παιδιών τους, καταλήγουν ότι μπορούν να επηρεάσουν τις συμπεριφορές καπνίσματος και εν μέρει τις γνώσεις, αλλά θεωρούν ότι πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω τόσο οι θέσεις των γονέων όσο και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Από έρευνα των Lieb, Schuster, Pfister, Fuetsch, Höfler, Isensee, Müller, Sonntag και Wittchen (2000) φαίνεται ότι παιδιά μητέρων που κάπνιζαν είχαν περισσότερες πιθανότητες να καπνίσουν. Μια αιτία μπορεί να είναι οι βιολογικοί παράγοντες (Flay & Petraitis, 2003; Hellstrom-Lindahl & Nordberg, 2002) ή επειδή μιμούνται τους γονείς (Stanton, Li, Pack, Cottrell, Harris & Burns, 2002). Σύμφωνα με τους Olds και Thombs (2001) φαίνεται ότι οι επιρροές από τους συμμαθητές είναι πιο ισχυρές από αυτές από τους γονείς κυρίως στην εφηβική ηλικία. Οι Fishbein και Ajzen (1975) θεωρούν ότι η πρόθεση αποτελεί σημαντικό παράγοντα πρόγνωσης έναρξης καπνίσματος. Η πρόθεση εκτέλεσης μιας συμπεριφοράς μπορεί να προβλεφθεί με αρκετά υψηλή ακρίβεια από τις στάσεις 8

απέναντι στη συμπεριφορά, το κοινωνικό πρότυπο και τον αντιληπτό έλεγχο της συμπεριφοράς. Σαν γενικός κανόνας θα μπορούσε να ισχύει ότι όσο ισχυρότερη είναι η πρόθεση τόσο μεγαλύτερη και η πιθανότητα εκτέλεσης της συμπεριφοράς (Ajzen, 1991). Οι Leventhal και Clearly (1980) θεωρούν ότι πιθανά το κάπνισμα ξεκινά πριν ακόμη το παιδί δοκιμάσει το πρώτο του τσιγάρο. Τα παιδιά αναπτύσσουν απόψεις και δημιουργούν εικόνες για αυτό πριν να το δοκιμάσουν. Αυτές οι απόψεις φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο σε μελλοντικές συμπεριφορές. Θετικές απόψεις ενισχύουν την πιθανότητα να καπνίσουν (Conrad, Flay & Hill, 1992). Νέοι καπνιστές σε σχέση με νέους μη καπνιστές έχουν μια θετική εικόνα για το κάπνισμα (Jöhren, Schwenkmezger & Krönig, 1997). Οι Dinh, Sarason, Peterson και Onstad (1995) διαπίστωσαν ότι μαθητές της 5 ης τάξης που χαρακτήρισαν το κάπνισμα cool ξεκίνησαν νωρίτερα από άλλους να καπνίζουν. Πολλές έρευνες δείχνουν σχέση αυτοεκτίμησης και έναρξης καπνίσματος (Semmer et al., 1991; Sussman et al., 1999; Jackson, Henriksen, Dickinson & Douglas, 1997). Άλλες πάλι δεν διαπιστώνουν σχέση μεταξύ τους (Petraitis, Flay & Miller, 1995; Epstein, Botvin & Diaz, 1999; Koval & Pederson,1999).Έρευνες έχουν ασχοληθεί με τη σχέση ψυχικής κατάστασης (π.χ. κατάθλιψη, άγχος) και καπνίσματος. Οι Epstein, Botvin και Diaz (1999) αναγνωρίζουν την καλή ψυχική διάθεση σαν παράγοντα πρόγνωσης καπνίσματος. Οι Tyas και Pederson, (1997), οι Milligan, Burke, Beilin, Richards, Dunbar, Spencer, Balde και Gracey (1997), όπως και οι Simantov, Schoen και Klein (2000) επίσης διαπιστώνουν σχέση άγχους και καπνίσματος. Οι Storr, Reboussin & Anthony (2004) στην έρευνά τους διαπιστώνουν σχέση καπνίσματος και κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία. Οι Carmelli, Swan, Robinette και Fabsitz (1992) βρήκαν σχέση γενετικών παραγόντων και καπνίσματος, ενώ πολλές έρευνες αποκαλύπτουν ότι πολλά άτομα κυρίως γυναίκες καπνίζουν για να διατηρήσουν το βάρος τους (Clark, Decker, Offord, Patten, Vickers, Croghan, Hays, Hurt & Dale, 2004). Οι Lujic, Reuter & Netter (2005) κάνοντας μια ανασκόπηση των θεωριών καταλήγουν ότι τα κίνητρα που οδηγούν τα άτομα στο κάπνισμα είναι: α) ψυχοκοινωνικά (επιρροή κοινωνικών παραγόντων και χαρακτηριστικά προσωπικότητας) β) αισθητηριο-κινητικά (π.χ. τους αρέσει η κίνηση του καπνίσματος) γ) αδυναμία άφεση - ικανοποίηση (νευρο-χημικές, νευροβιολογικές 9

θεωρίες εξάρτησης) δ) διέγερσης (διαχείριση επιπέδων διέγερσης) ε) καταπράυνσης και ηρεμίας (π.χ. μείωση κατάθλιψης) στ) εξάρτησης και ζ) αυτοματισμού. Νέοι και Διαφημίσεις Οι νέοι αποτελούν για τις καπνοβιομηχανίες στρατηγικά την κυριότερη αγορά. Ο ίδιος ο Bible, εκπρόσωπος της Philip Morris, παραδέχτηκε ότι στόχος του είναι μέσω της διαφήμισης να παρασύρει τους νέους στο κάπνισμα (FAZ, 23.8.1997). Η άμεση διαφήμιση είναι οι αγγελίες, οι αφίσες, τα διαφημιστικά σποτς στο κινηματογράφο ή και η δωρεάν προσφορά τσιγάρων συχνά έξω από τα σχολεία ή τους αθλητικούς χώρους, όπως προκύπτει από έρευνα που έγινε στο Βερολίνο (Bezirksamt Hohenschönhausen von Berlin,1999). Έμμεση διαφήμιση μπορεί να γίνει κυρίως μέσω χορηγιών μουσικών πολιτιστικών - αθλητικών διοργανώσεων. Το διαδίκτυο αποτελεί για τις καπνοβιομηχανίες το ιδανικότερο μέσο διαφήμισης. Σερφάροντας στο διαδίκτυο ή παίζοντας παιχνίδια εμφανίζονται συχνά στοιχεία ή μια εικόνα που παραπέμπουν σε κάποια μάρκα τσιγάρων. Η διοργάνωση μουσικών συναυλιών και η δωρεάν προσφορά τσιγάρων και η έμμεση διαφήμιση σε επιτυχημένες ταινίες ή σειρές αποτελεί πάγια τακτική των καπνοβιομηχανιών (Pumpe, 2002). Διάσημες ηθοποιοί καπνίζουν στις ταινίες περισσότερο από τις άσημες ηθοποιούς. Το γεγονός μπορεί να επηρεάσει τους νέους μια και οι διάσημοι λειτουργούν σαν πρότυπα (Escamilla, Cradock & Kawachi, 2000; Charlesworth & Glantz, 2005). Συχνά χωρίς καμιά εικόνα τσιγάρου συνδυάζονται διαθέσεις και καταστάσεις με προϊόντα καπνού (MacFadyen, Hastings & MacKintosh, 2001), όπως εικόνες υπαίθρου ή διάφορα προϊόντα (ρούχα, παπούτσια κ.τ.λ.) που έχουν λογότυπους τσιγάρων. Σύμφωνα με έρευνα των Kyrlesi, Soteriades, Warren, Kremastinou, Papastergiou, Jones και Hadjichristodoulou (2007), 2 στους 10 μαθητές ηλικίας 13-15 ετών αγοράζουν τέτοια προϊόντα. Σε παιδικές ταινίες (πάνω από 50%) υπάρχει τουλάχιστον μια σκηνή χρήσης τσιγάρου (Goldstein, Sobel & Newman,1999). Οι απομιμήσεις ζαχαρωτών τσιγάρων αποτελούν αποτελεσματική διαφήμιση για τα παιδιά και φαίνεται ότι παιδιά που καταναλώνουν παρόμοια προϊόντα έχουν περισσότερες πιθανότητες μελλοντικά να καπνίσουν (Klein & Claire, 2000). Σύμφωνα με τον Dessart (1997) οι διαφημίσεις τσιγάρων πετυχαίνουν την αύξηση του ποσοστού των καπνιστών ανάμεσα στους νέους και μπορεί να οδηγήσουν παιδιά και νέους στην έναρξή του καπνίσματος (Nowak,1995). Έρευνα των Pierce, Choi, Gilpin, Farkas και Berry (1998) συμφωνεί με τα παραπάνω αποτελέσματα 10

διαπιστώνοντας ότι μετά από μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες ανεβαίνουν τα ποσοστά των νέων που αρχίζουν το κάπνισμα και αυτών που γίνονται συστηματικοί καπνιστές. Φαίνεται μάλιστα ότι η επιρροή από τις διαφημίσεις είναι μεγαλύτερη από αυτή που ασκούν οι σημαντικοί άλλοι (Evans, Farkas, Gilpin & Pierce, 1995). Χαρακτηριστικό είναι ότι κίνητρα και θετικές επιπτώσεις που αναφέρουν οι νέοι είναι τα ίδια με αυτά που αναφέρονται και στις διαφημίσεις (Dinh, Sarason, Peterson & Onstad, 1995). Η διαφημίσεις τσιγάρων έμμεσες ή άμεσες φαίνεται να επηρεάζουν τόσο την έναρξη όσο και την κλιμάκωση καπνίσματος κυρίως ανάμεσα στους νέους που είναι και ο κύριος στόχος των καπνοβιομηχανιών. Για να προστατευτούν οι νέοι από αυτές τις «Σειρήνες» θα πρέπει να ενισχυθεί η κριτική τους σκέψη και να απομυθοποιηθούν οι διαφημίσεις. Άσκηση Με τις θετικές επιδράσεις της άσκησης στην υγεία και στις παραμέτρους της (βιολογικές, γνωστικές, ψυχοκοινωνικές) στην εφηβική ηλικία έχουν ασχοληθεί πολλοί ερευνητές. Οι Bailey, Faulkner και McKay (1996) διαπιστώνουν ότι η άσκηση συντελεί στην καλύτερη ανάπτυξη και σχηματισμό των οστών αλλά αποτελεί και προστατευτικό παράγοντα για μελλοντική οστεοπόρωση. Η άσκηση επίσης βελτιώνει την αερόβια ικανότητα (Michaud, Narring, Cauderay & Cavadini, 1999). Οι Armstrong και Simons-Morton (1994) διαπιστώνουν σχέση μεταξύ σωματικής άσκησης στην παιδική και εφηβική ηλικία και της HDL λιποπρωτεΐνης στο αίμα, που αποτελεί μελλοντικά στην ενήλικη ζωή προστατευτικό παράγοντα για έμφραγμα και αποτρέπει γενικά καρδιοαγγειακά προβλήματα. Ο Piaget (1956) υποστηρίζει τη θετική επίδραση της ψυχοκινητικής μάθησης στις διανοητικές λειτουργίες. Οι Etnier, Salazar, Landers, Petruzzello, Han και Nowell, (1997) σε ανασκοπική έρευνα που περιλάμβανε 134 εργασίες διαπιστώνουν μια φανερή βελτίωση της γνωστικής απόδοσης μέσω της άσκησης. Η παγκοσμίως γνωστή έρευνα Trois Rivières (Shephard, 1997; Shephard & Trudeau, 2000), που αφορούσε μαθητές δημοτικών σχολείων του Καναδά και συνίστατο στην αύξηση των ωρών της Φ.Α. σε 5 εβδομαδιαίως, απέδειξε βελτίωση της σχολικής επίδοσης των μαθητών. Η σημασία της κίνησης και της άσκησης για τη ψυχική υγεία και ευεξία των νέων είναι αδιαπραγμάτευτη (Marti & Hättich.,1999). Οι Michaud et al. (1999) στην έρευνά τους διαπίστωσαν, ότι νέοι που ασκούταν περισσότερες φορές την εβδομάδα 11

φαινόταν σε σχέση με αυτούς που ασκούταν το πολύ μια φορά εβδομαδιαίως πιο ικανοποιημένοι με την εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά είχαν και καλύτερη άποψη για την υγεία τους. Οι Röthlisberger και Seiler (1999) σε διετή έρευνά τους που περιελάμβανε 300 μαθητές Λυκείου διαπίστωσαν θετική επίδραση της άσκησης στην ψυχική υγεία των μαθητών που ασκούταν σε σχέση με αυτούς που δεν ασκούταν. Η άσκηση δεν καταστέλλει μόνο τα αισθήματα άγχους, αλλά και αισθήματα κατάθλιψης ή οργής (Birrer, 1999). Συμπερασματικά στην άσκηση προσάπτονται μόνο θετικές επιπτώσεις για την υγεία του ανθρώπου. Νέοι και ανθυγιεινές Συμπεριφορές- Κάπνισμα Η φυσική άσκηση δεν πρέπει να εξετάζεται ως μεμονωμένος παράγοντας τρόπου ζωής, αλλά σε συνδυασμό και με άλλες υγιεινές συμπεριφορές. Πολλές συμπεριφορές υγείας ξεκινούν στην εφηβική ηλικία, μεταξύ άλλων, άσκηση, διατροφικές συνήθειες, σεξουαλική δραστηριότητα, κατανάλωση καπνού, αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών, και συμμετοχή σε βίαια επεισόδια (Santelli, Celentano, Rozsenich, Crump, Davis, Polacsek, Augustyn, Rolf, McAlister & Burwell, 1995). Σε έρευνά τους οι Θεοδωράκης και Παπαϊωάννου (2002), επίσης καταλήγουν ότι η συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες δεν είναι μια μεμονωμένη συμπεριφορά. Επηρεάζεται και επηρεάζει τη διατροφή, το κάπνισμα, τη σχέση με τα ναρκωτικά και τη συμμετοχή ή μη σε βίαια επεισόδια (Θεοδωράκης, Γιώτη & Ζουρμπάνος, 2005). Έρευνα των Papaioannou, Karastogiannidou και Theodorakis (2004) φανερώνει ότι οι νέοι που ασχολούνται με τον αθλητισμό τρώνε περισσότερα από 5 φρούτα την εβδομάδα και καπνίζουν λιγότερο από αυτούς που δεν αθλούνται. Γενικά φαίνεται ότι η άσκηση συνδέεται περισσότερο με θετικές συμπεριφορές υγείας και λιγότερο με αρνητικές Οι νέοι που ασχολούνται με την άσκηση φαίνεται πως τείνουν σε υγιεινές συμπεριφορές (Pate, Trost, Levin & Dowda, 2000). Ο Schmidt (1998) διαπίστωσε μια «εχθρική» σχέση καπνίσματος και άσκησης (κυρίως για τα αθλήματα της πετοσφαίρισης, της αντισφαίρισης και της επιτραπέζιας αντισφαίρισης), επίσης φαίνεται να υπάρχει ελάχιστη κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών και σχεδόν ανύπαρκτη κατανάλωση αλκοόλ ανάμεσα σε άτομα που ασκούνται. Η ελβετική αυτή έρευνα έρχεται να ενισχύσει και άλλες έρευνες που έγιναν τόσο στην Αμερική όπως των Sallis, Prochasca, Taylor, Hill και Geraci (1999) ή στη Φιλανδία των Marti και Vartiainen (1989) όπως και στην Ιταλία των Donato, Assaneli, Chiesa, Poeta, Tomasoni και Turla (1997). 12

Οι Marcus, Lewis, King, Albrecht, Hogan, Bock, Parisi και Abrams (2003) ερεύνησαν την λειτουργία της μέτριας έντασης άσκησης ως ενισχυτικό παράγοντα διακοπής καπνίσματος σε γυναίκες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι παντρεμένες λευκές γυναίκες εμφάνιζαν σημαντικά πιο ψηλά επίπεδα εξάρτησης νικοτίνης από ότι οι ανύπαντρες και οι ανήκοντες σε μειονότητες. Επίσης τα ψηλά επίπεδα εξάρτησης συνδεόταν με χαμηλή αυτό-αποτελεσματικότητα διακοπής και ψηλά επίπεδα κατάθλιψης, ανησυχίας και αντιληπτικής πίεσης όπως προέκυψε από προσωπικές αναφορές. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η σωματική άσκηση μπορεί να βοηθήσει στη μείωση βάρους και στη διαχείριση της διάθεσης και του άγχους. Επίσης η μέτριας έντασης άσκηση έχει περισσότερες πιθανότητες να ελκύσει καπνίστριες γυναίκες από ότι η έντονη άσκηση και χωρίς να απαιτείται ιατρική επίβλεψη. Άλλες έρευνες που ασχολούνται με τη σχέση καπνίσματος άσκησης όπως αυτή των Boudreaux, Francis, Carmack-Taylor, Scarinci και Brantley (2003) διαπίστωσαν επίσης αρνητική σχέση μεταξύ τους. Επίσης σε έρευνες που ασχολούνται συγκεκριμένα με εφήβους, διαπιστώνεται ότι όσο πιο ψηλό το επίπεδο άσκησης τόσο μικρότερη εμπλοκή με το κάπνισμα (Abrams, Skolnik & Diamond, 1999; Peretti-Watel, Beck & Legleye, 2002; Davis, Arnold, Nandy, Bocchini, Gottlieb, George & Berkel,1997). Παρόμοια αποτελέσματα φαίνεται να έχει και ή έρευνα των Holmen, Barrett-Connor, Clausen, Holmen και Bjermer (2002), αλλά και των Escobedo, Marcus, Holtzman και Giovino (1993), όπου φάνηκε ότι μαθητές που ασχολούταν τουλάχιστον με ένα άθλημα είχαν 40% λιγότερες πιθανότητες να γίνουν συστηματικοί καπνιστές και 50% λιγότερες πιθανότητες να γίνουν παθιασμένοι καπνιστές. Τα χαμηλά ποσοστά καπνιστών ανάμεσα στους αθλητές μαθητές μπορεί να οφείλονται στη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση που τους χαρίζει η συμμετοχή στα σπορ, οι κατηχήσεις που γίνονται από τους προπονητές σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις του καπνίσματος στην απόδοση και γενικότερα η μεγαλύτερη σημασία που δίνουν για τις επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία (Tonnesen, 2002). Η έρευνα των Audrain-McGovern, Rodriguez και.moss (2003) έδειξε επίσης ότι η συστηματική άσκηση μπορεί να μειώσει στους νέους τον κίνδυνο έναρξης καπνίσματος ή της κλιμάκωσης του. Αιτιολογούν ότι πιθανά η άσκηση έχει ευεργετικά αποτελέσματα στη διάθεση. Υπάρχουν όμως και έρευνες που συμπεραίνουν ότι δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την επίδραση της άσκησης στη διακοπή ή την ελάττωση του καπνίσματος (Ussher, Taylor, West & McEwen, 2000; Ussher, West, Taylor & McEwen, 2005). 13

Οι Naylor, Gardner και Zaichkowsky (2001) στη έρευνά τους σε αθλητές και μη αθλητές σε 1500 μαθητές Λυκείου διαπίστωσαν ότι οι αθλητές είχαν χαμηλότερα ποσοστά σε καπνιστές (36%) από τους μη αθλητές (44%). Επίσης η συμμετοχή των εφήβων σε ομαδικά αθλήματα έδειξε να υπάρχει αρνητική σχέση με το κάπνισμα (Audrain- McGoven, Rodriguez, Wileyto, Svhmotz & Shields, 2006; Rodriguez &Audrain-McGovern, 2004). Οι Steptoe, Wardle, Cui, Bellisle, Zotti, Baranyai & Sanderman (2002) σε έρευνά τους που είχε διάρκεια 10 χρόνων (1990-2000) και περιλάμβανε 13 ευρωπαϊκές χώρες διαπίστωσαν γενικά αύξηση του καπνίσματος και μείωση της κατανάλωσης φρούτων, ενώ η φυσική άσκηση και η παχυσαρκία παρουσιάζουν σταθερότητα. Βέβαια οι διαφορές ανάμεσα στα κράτη είναι μεγάλες. Για την Ελλάδα φαίνεται πως αυξήθηκαν τα ποσοστά της φυσικής δραστηριότητας, αλλά παράλληλα και τα ποσοστά καπνίσματος τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Οι ερευνητές θεωρούν τα αποτελέσματά τους απογοητευτικά και προτείνουν την ενίσχυση θετικών στάσεων για υγιεινότερους τρόπους ζωής. Οι Θεοδωράκης και Χασάνδρα (2005) σε έρευνά τους αναζήτησαν διαφορές ασκούμενων και μη ασκούμενων ατόμων ως προς το κάπνισμα. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι όσο αυξάνεται η ηλικία των ατόμων, τόσο μειώνεται η ενασχόλησή τους με την άσκηση, ενώ αντίθετα αυξάνεται ο αριθμός των τσιγάρων που καπνίζουν. Επίσης όσο αυξάνονται τα χρόνια ενασχόλησή τους με την άσκηση τόσο μειώνεται ο αριθμός των τσιγάρων που καπνίζουν. Επιπλέον όσοι είναι εν ενεργεία αθλητές καπνίζουν λιγότερο σε σύγκριση με αυτούς που δεν ασχολήθηκαν ποτέ με την άσκηση, αποτέλεσμα που συμφωνεί με την έρευνα των Nelson, Ciovino & Shopland (1995). Τα αποτελέσματα των Θεοδωράκη και Χασάνδρα (2005) φαίνεται να στηρίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης των King, Marcus, Pinto, Emmons και Abrams (1996), που υποστηρίζουν ότι όσα άτομα έχουν θετικές στάσεις προς το κάπνισμα έχουν πιο αρνητικές στάσεις προς την άσκηση και αντίστροφα. Παρόμοια αποτελέσματα εξήχθηκαν και από την έρευνα των Μπεμπέτσος, Θεοδωράκης και Χρόνη (2000). Σκοπός αυτής της έρευνας ήταν να εξεταστούν οι στάσεις, οι συμπεριφορές και οι τυχόν διαφορές μεταξύ των νέων ταυτόχρονα στα θέματα της άσκησης και του καπνίσματος. Σε γενικές γραμμές τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι καπνιστές πραγματικά αγαπούν το κάπνισμα, και έχουν θετική πρόθεση να συνεχίσουν να καπνίζουν, ενώ αντίθετα δεν ενθουσιάζονται με την ιδέα της άσκησης και δεν έχουν την πρόθεση να γυμναστούν στο μέλλον. 14