5 η χ ι λ ιά δ α Ακαταμάχητο ανάγνωσμα, σαν να διαβάζεις τον νορβηγό Σέρλοκ Χολμς, αλλά τους χαρακτήρες να τους έχει γράψει ο Μπέργκμαν και την αιματοβαμμένη πλοκή να την έχει επιμεληθεί ο Ταραντίνο. ] Entertainment Weekly Ο Γκίντερ Γιόρμαν, ένας ντροπαλός μεσήλικας που ζει σε μια φιλήσυχη νορβηγική κοινότητα, το Έλβεσταντ, πιστεύει ότι πλέον η ζωή του ολοκληρώθηκε όταν επιστρέφει παντρεμένος από το ταξίδι του στην Ινδία. Η σύζυγός του, η λεπτοκαμωμένη κι ευγενική Πούνα, θα φτάσει στη Νορβηγία μία βδομάδα μετά απ αυτόν. Την ημέρα της άφιξής της, όμως, η αδελφή του Γκίντερ πέφτει θύμα σοβαρού τροχαίου ατυχήματος, και ο Γκίντερ δεν προλαβαίνει να πάει στο αεροδρόμιο να παραλάβει την Πούνα. Στέλνει τον μοναδικό ταξιτζή του χωριού, αλλά αυτός γυρίζει άπρακτος. Την επομένη, οι ντόπιοι θα συγκλονιστούν από μια αναπάντεχη είδηση: μια γυναίκα βρίσκεται άγρια δολοφονημένη σ ένα χωράφι. Είναι η Πούνα, αγνώριστη από τα βίαια χτυπήματα. Την υπόθεση αναλαμβάνει η ομάδα του επιθεωρητή Κόνραντ Σέγερ, και η έρευνα δυναμιτίζει την εξιδανικευμένη εικόνα που οι καλοί άνθρωποι του Έλβεσταντ είχαν για την κοινότητά τους. Μυστικοπάθεια, ξενοφοβία και προκαταλήψεις έρχονται στην επιφάνεια, ενώ όλοι κάτι προσπαθούν να κρύψουν... [ Σαν τον σκανδιναβικό χειμώνα, αυτό το δυνατό ψυχολογικό θρίλερ σε παγώνει ως το κόκαλο. ] Booklist [ Απολύτως πειστικό. Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα. ] Independent on Sunday 1 0 η χιλ ι άδ α ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ LOS ANGELES TIMES 2008 ISBN 978-960-501-890-0 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 5 8 9 0 Karin Fossum // Βουβή κραυγή [ Ε Π Ι Σ Η Σ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ Α Π Ο Τ Ο ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Karin Fossum Βουβή κραυγή Το καλύτερο νορβηγικό αστυνομικό μυθιστόρημα όλων των εποχών Dagbladet Διεθνές Μπεστ σελερ Η Karin Fossum (Κάριν Φόσουμ) γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1954 στο Σάντιεφορντ της Νορβηγίας. Θεωρείται η νορβηγίδα βασίλισσα του αστυνομικού. Από το 1995, όταν εκδόθηκε το πρώτο μυθιστόρημά της με πρωταγωνιστή τον ήρεμο και συμπονετικό επιθεωρητή Σέγερ, τα βιβλία της σειράς γνωρίζουν τεράστια επιτυχία, μεταφράζονται σε περισσότερες από τριάντα χώρες σε όλο τον κόσμο και έχουν γίνει ταινίες και τηλεοπτικές σειρές στην πατρίδα της. Για το βιβλίο της Βουβή κραυγή τιμήθηκε με το LA Times Book Award το 2008, ενώ πρόσφατα οι Times του Λονδίνου συμπεριέλαβαν τη Fossum στη λίστα με τους 50 καλύτερους αστυνομικούς συγγραφείς όλων των εποχών. Ζει σε μια μικρή πόλη στη νοτιοανατολική Νορβηγία. Περισσότερα για την Karin Fossum και τα βιβλία της θα βρείτε στον δικτυακό τόπο www.metaixmio.gr
1 Το γάβγισμα ενός σκύλου σπάει ξάφνου τη σιγαλιά. Η μητέρα σηκώνει τα μάτια από τον νεροχύτη και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Το γάβγισμα βγαίνει βαθιά μέσα από το λαρύγγι του. Το μαύρο, μυώδες σώμα του τρέμει από τη διέγερση. Έπειτα εκείνη βλέπει τον γιο της. Ο νεαρός βγαίνει από το κόκκινο Γκολφ και αφήνει καταγής έναν μπλε σάκο. Ρίχνει μια ματιά στο παράθυρο καταγράφοντας το αχνό περίγραμμα της μητέρας του. Ύστερα πλησιάζει το σκυλί και το ελευθερώνει από την αλυσίδα του. Το ζώο ορμά επάνω του και οι δυο τους κυλιούνται καταγής σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Το σκυλί γρυλίζει και ο νεαρός πότε το μαλώνει τρυφερά φωνάζοντάς του στ αυτί και πότε ουρλιάζει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του χτυπώντας το δυνατά στη μουσούδα. Με τα πολλά εκείνο ησυχάζει. Ο νεαρός σηκώνεται αργά όρθιος. τινάζει τη σκόνη και τα χώματα από το παντελόνι του ρίχνοντας ακόμα μια ματιά στο παράθυρο. Το σκυλί σηκώνεται διστακτικά και μαζεύεται μπροστά του με το κεφάλι σκυφτό, ώσπου εκείνος του επιτρέπει να τον πλησιάσει και να του γλείψει πειθήνια το στόμα. Έπειτα ο νεαρός προχωρά προς το σπίτι και μπαίνει στην κουζίνα. «Θεέ και Κύριε, τι χάλια είν αυτά!» Το μπλε φανελάκι του είναι καταματωμένο. Τα χέρια του πληγιασμένα. Το σκυλί τον έχει γρατζουνίσει και στο πρόσωπο. «Πρώτη φορά σε βλέπω σε αυτή την κατάσταση!» λέει η μη- 9
10 K A R I N F O S S U M τέρα του ξεφυσώντας θυμωμένα. «Άσε τον σάκο. Θα βάλω μπουγάδα αργότερα». Εκείνος σταυρώνει τα γρατζουνισμένα χέρια του στο στήθος. Είναι δυνατά όπως όλο του το σώμα. Ζυγίζει κάπου εκατό κιλά χωρίς το παραμικρό ίχνος πάχους. Οι μύες έχουν μόλις χρησιμοποιηθεί και είναι ζεστοί. «Ηρέμησε» της λέει. «Θα το κάνω εγώ». Εκείνη δεν πιστεύει στ αυτιά της. Ο γιος της να πλύνει μόνος του τα ρούχα του; «Πού ήσουν;» τον ρωτά. «Δεν μπορεί να ήσουν στο γυμναστήριο από τις έξι ως τις έντεκα!» Ο γιος της μουρμουρίζει κάτι έχοντας γυρισμένη την πλάτη του. «Με την Ούλα. Κάναμε μπέιμπι σίτινγκ». Η γυναίκα κοιτάζει τις φαρδιές του πλάτες. Τα μαλλιά του είναι κατάξανθα και στέκονται όρθια σαν βούρτσα. Μικρές τουφίτσες βαμμένες κόκκινες μοιάζουν να έχουν πάρει φωτιά. Εκείνος χάνεται κατεβαίνοντας τη σκάλα του υπογείου και η μητέρα ακούει το παλιό πλυντήριο να παίρνει μπρος. Ανοίγει την τάπα του νεροχύτη και αφήνει το νερό να τρέξει χαζεύοντας έξω στην αυλή. Το σκυλί έχει ξαπλώσει με το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια. Το τελευταίο φως της ημέρας σβήνει. Ο γιος της έχει επιστρέψει και της είπε ότι θα κάνει ντους. «Ντους τέτοια ώρα; Μα δεν έκανες στο γυμναστήριο;» Εκείνος δεν απαντά. Σε λίγο τον ακούει στο μπάνιο, ο πλακοστρωμένος χώρος κάνει κάτι σαν αντίλαλο. Τραγουδά. Ακούει το ντουλαπάκι με τα φάρμακα να ανοίγει. Τι ανόητο παιδί! Ψάχνει για λευκοπλάστη μάλλον. Είναι φυσική τόση βία. Άντρας είναι στο κάτω κάτω, σκέφτεται η μητέρα μ ένα χαμόγελο. Θα θυμάται για πάντα αυτή τη στιγμή. Ήταν η τελευταία φορά που η ζωή ήταν καλή.
Β Ο Υ Β Η Κ Ρ Α Υ Γ Η 11 Όλα άρχισαν από το ταξίδι του Γκίντερ Γιούμαν. Ο Γκίντερ έφτασε ως την Ινδία για να βρει σύζυγο. Όταν τον ρωτούσαν, δεν αποκάλυπτε ότι γι αυτό είχε βρεθεί εκεί. Δεν το ομολογούσε ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν ένα ταξίδι για να δω λίγο τον κόσμο, απαντούσε όταν τον ρωτούσαν οι συνάδελφοί του. Τι εξωφρενική πολυτέλεια! Ποτέ δεν ξόδευε για τον εαυτό του. Καλά καλά δεν έβγαινε από το σπίτι, δεν δεχόταν προσκλήσεις ούτε για κάποιο χριστουγεννιάτικο πάρτι. Γέμιζε τον χρόνο του ασχολούμενος με το σπίτι ή τον κήπο ή το αυτοκίνητο. Ούτε γυναίκα είχε ποτέ, απ όσο ήξεραν οι γύρω του τουλάχιστον. Ωστόσο τον Γκίντερ δεν τον ενοχλούσαν τα κουτσομπολιά. Στην πραγματικότητα ήταν ένας αποφασιστικός άνθρωπος. Αργός δεν χωρούσε αμφιβολία γι αυτό, ωστόσο πετύχαινε ήρεμα τον σκοπό του. Είχε τον χρόνο με το μέρος του. Περνούσε τα βράδια του πεντηκοστού πρώτου έτους της ζωής του ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο Άνθρωποι από όλα τα έθνη, δώρο της μικρότερης αδελφής του, της Μαρί. Όλη του η ζωή ήταν σπίτιδουλειά, δουλειά-σπίτι. Εργαζόταν σε μια μικρή, σταθερή επιχείρηση αγροτικών μηχανημάτων. Επειδή λοιπόν δεν πήγαινε πουθενά, η αδελφή του φρόντισε να του δώσει τουλάχιστον την ευκαιρία να δει εικόνες από τον κόσμο. Ο Γκίντερ διάβαζε το βιβλίο, χάζευε τις εικόνες. Περισσότερο απ όλες τις χώρες τον συνάρπαζε η Ινδία. Οι όμορφες γυναίκες με την κόκκινη βούλα στο μέτωπο. Τα βαμμένα μάτια, τα τσαχπίνικα χαμόγελα. Μια από αυτές τον κοίταξε μέσα από το βιβλίο και ο Γκίντερ δεν άργησε να χαθεί σε γλυκές ονειροπολήσεις. Κανείς δεν ονειροπολούσε σαν εκείνον. Έκλεινε τα μάτια και πλανιόταν πέρα μακριά. Η γυναίκα, ελαφριά σαν πούπουλο μες στην κόκκινη φορεσιά της, με μάτια βαθιά και σκούρα, σαν μαύρο γυαλί. Τα μαλλιά της καλυμμένα με ένα μαντίλι που κατέληγε σε χρυσαφιά γιρλάντα. Ο Γκίντερ χάζευε μήνες τις φωτογραφίες. Μια Ινδή για σύζυγο, αυτό ήθελε, το είχε αποφασίσει. Όχι επειδή
12 K A R I N F O S S U M είχε ανάγκη από μια υποτακτική γυναίκα που θα θυσιαζόταν γι αυτόν, αλλά επειδή ήθελε κάποια που να του επιτρέπει να τη νοιάζεται και να τη λατρεύει. Οι Νορβηγίδες δεν θέλουν να τις λατρεύεις. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν κατάλαβε τις συμπατριώτισσές του, ποτέ δεν κατάλαβε τι ήθελαν. Γιατί εκείνου δεν του έλειπε τίποτα, κατά τη γνώμη του τουλάχιστον. Είχε σπίτι, κήπο, αυτοκίνητο, δουλειά και μια άρτια εξοπλισμένη κουζίνα. Μπάνιο με επιδαπέδια θέρμανση, τηλεόραση και βίντεο, πλυντήριο, στεγνωτήριο, φούρνο μικροκυμάτων, μια ζεστή καρδιά και χρήματα στην τράπεζα. Φυσικά ο Γκίντερ δεν ήταν βλάκας. Καταλάβαινε ότι υπήρχαν και κάποιοι άλλοι, κάπως πιο αόριστοι παράγοντες, που καθόριζαν την τύχη ενός ανθρώπου στον έρωτα. Αλλά τι να το κάνει, αφού αυτό ήταν κάτι που ούτε μαθαίνεται ούτε αγοράζεται. Υπομονή, του έλεγε η ετοιμοθάνατη μάνα του από το κρεβάτι του νοσοκομείου. Ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν από χρόνια. Ο Γκίντερ είχε μεγαλώσει με δύο γυναίκες, τη μητέρα του και την αδελφή του, τη Μαρί. Εβδομήντα ετών η μητέρα του αρρώστησε με όγκο στον εγκέφαλο και αποκεί και πέρα τον περισσότερο καιρό δεν ήταν ο εαυτός της. Εκείνος περίμενε υπομονετικά να ξαναγίνει η μητέρα που γνώριζε και αγαπούσε. Υπομονή. Είσαι καλό παιδί, καλό παιδί, Γκίντερ. Θα ρθει η μέρα που θα βρεθεί η κατάλληλη γυναίκα για σένα. Θα δεις. Όμως ο Γκίντερ μάταια περίμενε. Έτσι έκλεισε εισιτήριο για την Ινδία. Γνώριζε ότι ήταν φτωχή χώρα. Μπορεί εκεί να έβρισκε μια γυναίκα που να μην είχε τα οικονομικά μέσα να απορρίψει τη δική του πρόταση να τον ακολουθήσει στη μακρινή Νορβηγία, στο ωραίο σπίτι του, στο ολοδικό του σπίτι. Θα πλήρωνε εκείνος τα έξοδα των συγγενών της για να τους επισκέπτονται, αν ήθελαν. Δεν ήθελε να χωρίσει κανέναν από τους δικούς του ανθρώπους. Κι ούτε θα την πίεζε ν αλλάξει θρησκεία. Φυσικά θα της επέτρεπε να έχει τη δική της πίστη. Δεν ήταν πολλοί οι άνθρωποι
Β Ο Υ Β Η Κ Ρ Α Υ Γ Η 13 που διέθεταν υπομονή σαν του Γκίντερ. Αχ, μακάρι να μπορούσε να βρει μια σύζυγο! Υπήρχαν βέβαια και άλλες επιλογές. Όμως ο Γκίντερ δεν είχε το κουράγιο να μπει στο λεωφορείο για την Πολωνία μαζί μ ένα σωρό άλλους, ξένους. Ούτε ήθελε να πάρει το αεροπλάνο για Ταϊλάνδη. Πολλά ακούγονταν για όσα συμβαίνουν σ αυτή τη χώρα. Όχι, ο Γκίντερ ήθελε να βρει μόνος του γυναίκα. Τα πράγματα έπρεπε να είναι στα μέτρα του. Η σκέψη ότι θα ξεφύλλιζε καταλόγους με φωτογραφίες και περιγραφές διαφόρων γυναικών ή θα κοιτούσε μια οθόνη τηλεόρασης όπου οι γυναίκες θα του προσφέρονταν η μια μετά την άλλη του ήταν αδιανόητη. Δεν θα μπορούσε ποτέ να αποφασίσει κάτω από αυτές τις συνθήκες. Το φως του αμπαζούρ ζέσταινε το φαλακρό του κεφάλι. Βρήκε στον παγκόσμιο χάρτη την Ινδία και τις μεγαλύτερες πόλεις της: Μαντράς, Βομβάη, Νέο Δελχί. Προτιμούσε μια παραθαλάσσια πόλη. Πολλοί Ινδοί μιλούσαν αγγλικά, κάτι που τον καθησύχαζε. Μάλιστα μερικοί ήταν χριστιανοί, σύμφωνα με το βιβλίο Άνθρωποι από όλα τα έθνη. Θα ήταν μεγάλη τύχη να γνωρίσει μια χριστιανή που να μιλούσε και αγγλικά. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν είκοσι ή πενήντα χρονών. Δεν είχε την απαίτηση να κάνει παιδιά, δεν ήταν υπερβολικά φιλόδοξος, ωστόσο, αν εκείνη είχε δικό της παιδί, θα το αποδεχόταν πλήρως. Ίσως και να έπρεπε να διαπραγματευθεί. Υπάρχουν τόσα έθιμα στις ξένες χώρες και είναι τόσο διαφορετικά από της πατρίδας του. Ήταν διατεθειμένος να πληρώσει γενναιόδωρα, αν έμπαινε ζήτημα χρημάτων. Η μητέρα του του είχε αφήσει μια σημαντική κληρονομιά. Πρώτα απ όλα έπρεπε να βρει ένα γραφείο ταξιδίων. Είχε να διαλέξει ανάμεσα σε τέσσερα. Ένα στο εμπορικό κέντρο, το οποίο είχε μόνο έναν πάγκο όπου στεκόσουν και κοιτούσες τα διαφημιστικά φυλλάδια. Όμως ο Γκίντερ προτιμούσε να κάθεται. Είχε μπροστά του μια σημαντική απόφαση, δεν ήταν κάτι που γίνεται στο πόδι. Έπρεπε λοιπόν να κατέβει στην πόλη. Εκεί
14 K A R I N F O S S U M υπήρχαν τρία τουριστικά γραφεία. Έψαξε στον τηλεφωνικό κατάλογο. Έπειτα θυμήθηκε ότι η Μαρί είχε αφήσει κάποτε ένα τουριστικό φυλλάδιο στο σπίτι του για να τον δελεάσει. Έτσι είναι η Μαρί, σκέφτηκε και κοίταξε στο γράμμα Ι. Ιαλυσός. Ιμπίθα. Ιρλανδία. Μα δεν υπάρχουν διακοπές στην Ινδία; Βρήκε το Μπαλί στα νησιά της Ινδονησίας, αλλά το απέρριψε. Ινδία ή τίποτα. Θα τηλεφωνήσω απευθείας στο αεροδρόμιο και θα κλείσω εισιτήριο, αποφάσισε. Θα τα καταφέρω όπως πάντα. Άλλωστε στη μεγάλη πόλη οι ταξιδιώτες είναι κάτι συνηθισμένο. Όμως τώρα είχε νυχτώσει, ήταν αργά να τηλεφωνήσει. Έτσι ο Γκίντερ αρκέστηκε στο ξεφύλλισμα για μία ακόμα φορά του βιβλίου Άνθρωποι από όλα τα έθνη. Κάθισε ώρα πολλή χαζεύοντας μια ινδή καλλονή. Φαντάσου μια γυναίκα τόσο υπέροχα όμορφη, τόσο χρυσή και στιλπνή, τόσο θεσπέσια λεπτεπίλεπτη! Με το λεπτό της χεράκι μάζευε το σάλι κάτω από το πιγούνι της, οι καρποί της ήταν στολισμένοι με κοσμήματα. Η ίριδα των ματιών της ήταν σχεδόν μαύρη με μια σπίθα βαθιά μέσα, από τον ήλιο ίσως, και κοιτούσε τον Γκίντερ ίσια στα όλο λαχτάρα γαλάζια μάτια του. Τώρα εκείνος τα έκλεισε και η γυναίκα τον ακολούθησε στο όνειρό του. Λαγοκοιμήθηκε στην καρέκλα του και σάλπαρε μακριά μαζί με τη χρυσή, ελαφριά σαν πούπουλο καλλονή του. Το κόκκινο σαν αίμα ρούχο της κυμάτιζε μπροστά στο πρόσωπό της. Ο Γκίντερ αποφάσισε να τηλεφωνήσει από τη δουλειά στο μεσημεριανό διάλειμμα. Πήγε στο άδειο γραφείο που είχαν κάνει αποθήκη και που σπάνια το χρησιμοποιούσαν. Στους τοίχους στοιβαγμένες κούτες με ντοσιέ και φακέλους. Μια χρωματιστή αφίσα απεικόνιζε έναν σκληραγωγημένο άντρα πάνω σ ένα τρακτέρ. Το χωράφι ήταν τόσο μεγάλο που χανόταν, σαν θάλασσα, σε έναν αχνό, γαλανό ορίζοντα. Χωρίς αγρότη δεν υπάρχει
Β Ο Υ Β Η Κ Ρ Α Υ Γ Η 15 Νορβηγία, έγραφε η αφίσα. Ο Γκίντερ σχημάτισε τον αριθμό στο καντράν. «Πιέστε 2 αν ταξιδεύετε στο εξωτερικό» είπε μια φωνή. Πίεσε 2 και περίμενε. Έπειτα ακούστηκε μια άλλη φωνή. «Αυτή τη στιγμή είστε ο αριθμός 19. Παρακαλώ περιμένετε». Από καιρού εις καιρόν το μήνυμα επαναλαμβανόταν. Ο Γκίντερ μουτζούρωνε στο σημειωματάριο που είχε ανοιχτό δίπλα του, προσπαθούσε να ζωγραφίσει έναν ινδικό δράκο. Από το παράθυρο είδε ένα αυτοκίνητο να σταματά έξω από το γραφείο. «Είστε ο αριθμός 16 ο αριθμός 10 ο αριθμός 8». Η αντίστροφη αυτή μέτρηση του έδινε την αίσθηση ότι πορευόταν προς κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Η καρδιά του χτυπούσε γοργά καθώς σκιτσάριζε άτσαλα τον δράκο του με όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Σε μια στιγμή είδε τον Σβάρσταντ, έναν αγρότη και καλό πελάτη της επιχείρησης, να βγαίνει από τη μαύρη Φορντ του. Ο Σβάρσταντ πάντα ζητούσε τον Γκίντερ και εκνευριζόταν όταν περίμενε. Η κατάσταση ήταν πιεστική. Τώρα μουσική ακουγόταν από την άλλη άκρη της γραμμής και μια φωνή τού ανακοίνωσε ότι σύντομα θα συνδεόταν με τον πρώτο διαθέσιμο ταξιδιωτικό σύμβουλο. Πάνω στην ώρα ο Μπγιόρνσον, ένας από τους νεαρούς πωλητές τους, όρμησε στο δωμάτιο. «Ήρθε ο Σβάρσταντ. Και θέλει εσένα» είπε. «Τι κάνεις εδώ πέρα;» ρώτησε. «Έρχομαι αμέσως. Απασχόλησέ τον λιγάκι, πιάσε του κουβέντα. Μιλήστε για τον καιρό, είναι τόσο ωραίος αυτές τις μέρες». Τώρα μια γυναικεία φωνή ακούστηκε στο ακουστικό. «Μα δεν μου δίνει σημασία, με διώχνει» είπε ο Μπγιόρνσον. Ο Γκίντερ τού έκανε νόημα να φύγει και ο νεαρός πωλητής με τα πολλά κατάλαβε και έφυγε. Μέσα από το παράθυρο είδε το δυσαρεστημένο πρόσωπο του Σβάρσταντ που, με μια βιαστική ματιά στο ρολόι του, δήλωνε ότι ο χρόνος τον πίεζε και ήταν εκνευρισμένος που δεν έτρεχαν όλοι να τον εξυπηρετήσουν. «Ακούστε» είπε ο Γκίντερ στη γυναικεία φωνή στην άλλη
16 K A R I N F O S S U M άκρη της γραμμής. «Θέλω να πάω στη Βομβάη. Στην Ινδία. Σε δεκαπέντε μέρες». «Από το αεροδρόμιο Γκαρντερμούεν;» ρώτησε η φωνή. «Μάλιστα. Με αναχώρηση Παρασκευή έπειτα από δυο βδομάδες». Ο Γκίντερ άκουσε τα δάχτυλα της υπαλλήλου να σαρώνουν το πληκτρολόγιο και θαύμασε την ταχύτητά τους. «Πρέπει να πάτε αεροπορικώς στη Φρανκφούρτη, αναχώρηση 10:15» του είπε. «Υπάρχει μια πτήση στις 13:10 από Φρανκφούρτη. Φτάνει στις 00:40 τοπική ώρα». «Και η τοπική ώρα είναι;» ρώτησε ο Γκίντερ, που κρατούσε σημειώσεις σαν τρελός. «Η διαφορά ώρας είναι τρεις ώρες και τριάντα λεπτά» αποκρίθηκε εκείνη. «Εντάξει. Λοιπόν, θα ήθελα να κλείσω το εισιτήριο. Πόσο στοιχίζει;» «Με επιστροφή;» Ο Γκίντερ δίστασε. Και αν επέστρεφαν δύο; Στο κάτω κάτω αυτό προσδοκούσε, αυτό ονειρευόταν κι ευχόταν. «Μπορώ να αλλάξω το εισιτήριο αργότερα, αν θέλω;» «Ναι, γίνεται». «Τότε θα κλείσω και την επιστροφή». «Στοιχίζει 6.900 κορόνες. Μπορείτε να παραλάβετε το εισιτήριό σας στο αεροδρόμιο ή να σας το στείλουμε ταχυδρομικώς. Τι προτιμάτε;» «Να μου το στείλετε ταχυδρομικώς» απάντησε εκείνος. Και έδωσε όνομα, διεύθυνση και αριθμό πιστωτικής κάρτας. «Μπλίντβαϊεν, αριθμός 2». «Μια λεπτομέρεια ακόμα» είπε η υπάλληλος αφού είχε ολοκληρώσει την κράτηση. «Η πόλη δεν ονομάζεται πλέον Βομβάη». «Αλήθεια;» είπε κατάπληκτος ο Γκίντερ.
Β Ο Υ Β Η Κ Ρ Α Υ Γ Η 17 «Από το 1995 ονομάζεται Μουμπάι». «Θα το θυμάμαι» είπε ο Γκίντερ. «Η SAS σας εύχεται καλό ταξίδι». Ο Γκίντερ κατέβασε το ακουστικό. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Σβάρσταντ άνοιξε ορμητικά την πόρτα του γραφείου και τον κοίταξε θυμωμένα. Ήθελε να αγοράσει μια θεριστική μηχανή και κατά τα φαινόμενα είχε βαλθεί να τρομοκρατήσει για τα καλά τον Γκίντερ. Η αγορά τού προκαλούσε μεγάλη ένταση. Ο άνθρωπος αυτός ήταν γαντζωμένος στο οικογενειακό αγρόκτημα και κανείς δεν τολμούσε να αγοράσει συνεταιρικά καινούργιο μηχάνημα μαζί του. Ήταν απολύτως αδύνατο να συνεργαστείς με αυτόν τον τύπο. «Σβάρσταντ» είπε ο Γκίντερ και πετάχτηκε όρθιος αναψοκοκκινισμένος λόγω των όσων είχαν προηγηθεί. «Ας αρχίσουμε».
5 η χ ι λ ιά δ α Ακαταμάχητο ανάγνωσμα, σαν να διαβάζεις τον νορβηγό Σέρλοκ Χολμς, αλλά τους χαρακτήρες να τους έχει γράψει ο Μπέργκμαν και την αιματοβαμμένη πλοκή να την έχει επιμεληθεί ο Ταραντίνο. ] Entertainment Weekly Ο Γκίντερ Γιόρμαν, ένας ντροπαλός μεσήλικας που ζει σε μια φιλήσυχη νορβηγική κοινότητα, το Έλβεσταντ, πιστεύει ότι πλέον η ζωή του ολοκληρώθηκε όταν επιστρέφει παντρεμένος από το ταξίδι του στην Ινδία. Η σύζυγός του, η λεπτοκαμωμένη κι ευγενική Πούνα, θα φτάσει στη Νορβηγία μία βδομάδα μετά απ αυτόν. Την ημέρα της άφιξής της, όμως, η αδελφή του Γκίντερ πέφτει θύμα σοβαρού τροχαίου ατυχήματος, και ο Γκίντερ δεν προλαβαίνει να πάει στο αεροδρόμιο να παραλάβει την Πούνα. Στέλνει τον μοναδικό ταξιτζή του χωριού, αλλά αυτός γυρίζει άπρακτος. Την επομένη, οι ντόπιοι θα συγκλονιστούν από μια αναπάντεχη είδηση: μια γυναίκα βρίσκεται άγρια δολοφονημένη σ ένα χωράφι. Είναι η Πούνα, αγνώριστη από τα βίαια χτυπήματα. Την υπόθεση αναλαμβάνει η ομάδα του επιθεωρητή Κόνραντ Σέγερ, και η έρευνα δυναμιτίζει την εξιδανικευμένη εικόνα που οι καλοί άνθρωποι του Έλβεσταντ είχαν για την κοινότητά τους. Μυστικοπάθεια, ξενοφοβία και προκαταλήψεις έρχονται στην επιφάνεια, ενώ όλοι κάτι προσπαθούν να κρύψουν... [ Σαν τον σκανδιναβικό χειμώνα, αυτό το δυνατό ψυχολογικό θρίλερ σε παγώνει ως το κόκαλο. ] Booklist [ Απολύτως πειστικό. Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα. ] Independent on Sunday 1 0 η χιλ ι άδ α ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ LOS ANGELES TIMES 2008 ISBN 978-960-501-890-0 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 5 8 9 0 Karin Fossum // Βουβή κραυγή [ Ε Π Ι Σ Η Σ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ Α Π Ο Τ Ο ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Karin Fossum Βουβή κραυγή Το καλύτερο νορβηγικό αστυνομικό μυθιστόρημα όλων των εποχών Dagbladet Διεθνές Μπεστ σελερ Η Karin Fossum (Κάριν Φόσουμ) γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1954 στο Σάντιεφορντ της Νορβηγίας. Θεωρείται η νορβηγίδα βασίλισσα του αστυνομικού. Από το 1995, όταν εκδόθηκε το πρώτο μυθιστόρημά της με πρωταγωνιστή τον ήρεμο και συμπονετικό επιθεωρητή Σέγερ, τα βιβλία της σειράς γνωρίζουν τεράστια επιτυχία, μεταφράζονται σε περισσότερες από τριάντα χώρες σε όλο τον κόσμο και έχουν γίνει ταινίες και τηλεοπτικές σειρές στην πατρίδα της. Για το βιβλίο της Βουβή κραυγή τιμήθηκε με το LA Times Book Award το 2008, ενώ πρόσφατα οι Times του Λονδίνου συμπεριέλαβαν τη Fossum στη λίστα με τους 50 καλύτερους αστυνομικούς συγγραφείς όλων των εποχών. Ζει σε μια μικρή πόλη στη νοτιοανατολική Νορβηγία. Περισσότερα για την Karin Fossum και τα βιβλία της θα βρείτε στον δικτυακό τόπο www.metaixmio.gr