ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β. ΑΝΑΛΥΣΗ- ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ Β.1 ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 1 Β.1.1. ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ - Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ 1.1.1. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ Η συνολική θεώρηση του πληθυσµού των ΟΤΑ που αποτελούν την αστική περιοχή του νοµού Αττικής, η οποία διαφέρει από τον ορισµό του ΠΣ Πρωτευούσης, αλλά και των αστικών κέντρων του υπολοίπου Αττικής διερευνάται την περίοδο 1991, 1981 και 1971. Αντίστοιχα, η εξέλιξη του πληθυσµού στο σύνολο της χώρας, στο ΠΣ Πρωτευούσης, στο υπόλοιπο Αττικής και στο σύνολο της Αττικής διερευνάται για τη χρονική περίοδο 1991-1951. Η ποσοτική σηµασία του πληθυσµού στο ΠΣΠ στο σύνολο του πληθυσµού της Αττικής διαµορφώνει για το σύνολο της Αττικής µια εικόνα µεταβολής του πληθυσµού η οποία ακολουθεί το σχήµα µεταβολής του πληθυσµού του ΠΣΠ. Η σύγκριση, τέλος, της µεταβολής του πληθυσµού του ΠΣΠ µε τον συνολικό αστικό πληθυσµό της χώρας παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς αποκαλύπτει, ότι ο συνολικός αστικός πληθυσµός της χώρας, ενώ µεταβάλλεται τις δύο πρώτες δεκαετίες της περιόδου θεώρησης µε ρυθµούς πιο µικρούς από τους ρυθµούς του ΠΣΠ στη συνέχεια και µετά το 1971 µεταβάλλεται µε µεγαλύτερους ρυθµούς. Τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν την επιβεβαίωση του γνωστού φαινοµένου της αγροτικής εξόδου κατά φάσεις, και τους τόπους προορισµού των µετακινούµενων καθώς και την εξωτερική αλλαγή δυναµικής στο αστικό σύστηµα της χώρας. Η θεώρηση σε σχετικά µεγέθη, όπως οι ρυθµοί µεταβολής δεν θα πρέπει πάντως να αποδεσµεύεται από την τάξη µεγέθους των πραγµατικών µεγεθών και από την ιδιαίτερη σηµασία που καταλαµβάνει συνολικά ο πληθυσµός της Αθήνας, στο σύνολο τόσο του πληθυσµού της χώρας, όσο και του αστικού πληθυσµού. Η θεώρηση θα πρέπει να ολοκληρωθεί µε δύο ακόµα παρατηρήσεις: Η πρώτη αφορά την ηθεληµένη µείωση του πληθυσµού του ΠΣΠ και των λοιπών αστικών κέντρων από τους απογραφόµενους οι οποίοι για µια σειρά από λόγους, όπως η καταγωγή και η διατήρηση περιουσίας στον τόπο καταγωγής τους και οι θεσµοί µε τόπους δεύτερης ή παραθεριστικής κατοικίας, µετακινούνται και απογράφονται εκτός του ΠΣΠ και των άλλων αστικών κέντρων. Όσο αυξάνονται οι δυνατότητες µετακίνησης τέτοιου τύπου, τόσο υποεκτιµάται και ο αστικός πληθυσµός, ενώ όσο οι απογραφές πλησιάζουν το σήµερα, τόσο µεγαλώνει και το ηθεληµένο αυτό λάθος της απογραφής. Η δεύτερη παρατήρηση συνδέεται µε την εγκατάσταση στο ΠΣΠ οικονοµικών µεταναστών, ορισµένοι από τους οποίους νοµιµοποιούν την παρουσία τους, όπως µπορεί να γίνεται τελευταία και ορισµένοι όχι. Όσο περισσότερο ακαθόριστο είναι το καθεστώς παραµονής των ανθρώπων αυτών στη χώρα µας, τόσο µεγαλύτερη είναι και η απροθυµία τους να υπαχθούν στις διαδικασίες της απογραφής. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ειδικά για την απογραφή του 1991, την πρώτη απογραφή η οποία βρίσκεται αντιµέτωπη µε τους πρώτους οικονοµικούς µετανάστες Ο πραγµατικός εποµένως αριθµός των κατοίκων της Αθήνας και της Αττικής για το 1991, όπως εµφανίζεται στην απογραφή του 1991 θα πρέπει να αποτελεί υποεκτίµηση, ενώ είναι πολύ πιθανόν ηθεληµένες µετακινήσεις από το ΠΣΠ προς τις περιοχές δεύτερης κατοικίας της Αττικής να έχουν οδηγήσει σε τεχνητή αύξηση του αριθµού των κατοίκων αυτού του χωρικού συνόλου. Αντίθετα µπορεί να υπολογισθεί κατ εκτίµηση των αρµοδίων αρχών ότι περίπου 450.000 500.000 οικονοµικοί µετανάστες ζουν και εργάζονται σήµερα στο ΠΣΠ και την Αττική. 1 Τα Κεφ. Β.1-2 έχουν συνταχθεί από τον επικ. Καθηγητή Παντείου Παν/µίου κ. Ζαχ. εµαθά και το Κεφ. Β.1.3. από τον αναπληρωτή Καθηγητή Παν/µίου Θεσσαλίας κ. Θωµά Μαλούτα. 16
1.1.2. Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΑΝΑ ΟΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑ ΧΩΡΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Ο πληθυσµός των ΟΤΑ εξετάζεται την περίοδο 1991 1971 κατά ΟΤΑ και κατά συγκεκριµένα χωρικά σύνολα τα οποία διαµορφώνονται καθ υπέρβαση των διοικητικών ορίων κάθε είδους (ΠΣΠ, Νοµαρχίες) κατά τρόπο που ανταποκρίνεται, καλύτερα τόσο στη λειτουργία, όσο και στη δυναµική της πόλης. Η λειτουργία αντικατοπτρίζεται στη διαµόρφωση των ιδίων των χωρικών ενοτήτων, ενώ η δυναµική προκύπτει ως συνισταµένη της φυσικής αύξησης και των µετακινήσεων προς την Αττική, αλλά και µεταξύ των ΟΤΑ του συγκεκριµένου χωρικού συνόλου(βλ. πίνακα «Πληθυσµιακές µεταβολές ανά χωρική ενότητα»και χάρτη Γ.3.1.1.). υναµικά κέντρα εµφανίζονται βορειοδυτικά και βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά, ενώ οι κεντρικές και δυτικές περιοχές του Λεκανοπεδίου παρουσιάζουν κορεσµό και κάµψη. Όπως είναι αναµενόµενο οι νέες περιοχές είναι πιο δυναµικές από τις παλιές περιοχές του Λεκανοπεδίου, το οποίο ήδη από το 1991 κινείται προς υπέρβαση των γεωγραφικών του ορίων, µε αποτέλεσµα λαµβανοµένων υπόψη των περιοχών δεύτερης κατοικίας, νέων επαγγελµατικών εγκαταστάσεων και των ορεινών όγκων, ουσιαστικά το ΠΣΠ και το Λεκανοπέδιο να τείνουν να ταυτίζονται µε την Αττική (ηπειρωτικό τµήµα). Η πληθυσµιακή εξέλιξη της περιόδου 1991 1981 είναι εντυπωσιακή: 1. Όλες οι χωρικές ενότητες των ΟΤΑ του κεντρικού Λεκανοπεδίου χάνουν πληθυσµό. Εξαίρεση αποτελούν ορισµένοι ΟΤΑ όπως π.χ. ο Βύρωνας και το Μοσχάτο, όπου η τάξη φαινοµένου είναι τόσο µικρή ώστε να εµπίπτει στα περιθώρια των λαθών που αναφέρονται προηγούµενα και οι ήµοι της Νέας Σµύρνης και του Παλαιού Φαλήρου, οι οποίοι υπακούουν στο πρότυπο δυναµικής ανάπτυξης των νοτιοδυτικών περιοχών. 2. Το συνολικό αποτέλεσµα στο δυτικό Λεκανοπέδιο είναι θετικό και επιβεβαιώνει την τάση που έχει διαπιστωθεί στην κατά ΟΤΑ θεώρηση. Ο πληθυσµός και του δυτικού Λεκανοπεδίου αυξάνει αν και µειώνεται ο πληθυσµός των δύο µεγάλων ήµων της ενότητας αυτής, του Αιγάλεω και του Περιστερίου, ενώ αυξάνεται ο πληθυσµός του βορειοδυτικού Λεκανοπεδίου σε όλους τους ΟΤΑ της ενότητας. 3. Στο βόρειο Λεκανοπέδιο όλοι οι ΟΤΑ παρουσιάζουν αύξηση 4. Το ίδιο ισχύει και στους ΟΤΑ της ενότητας αυτής κατά µήκος της λεωφόρου Κηφισίας µε εξαίρεση το ήµο Ψυχικού, του οποίου πάντως η µείωση είναι µικρή. 5. Οι ΟΤΑ όλων των λοιπών συνόλων παρουσιάζουν αύξηση. Η έκταση αυτών των µεταβολών ποικίλει ανά χωρικό σύνολο. Έτσι, σε ότι αφορά τη σχετική µείωση επικεφαλής βρίσκεται ο ήµος Αθηναίων και η ενότητα κεντρικό νότιο Λεκανοπέδιο και Πειραιάς. Σε ότι αφορά, τέλος, την αύξηση είναι εντυπωσιακή η αύξηση των εκτός Λεκανοπεδίου χωρικών ενοτήτων, αν και γενικά θα πρέπει στις σχετικές αυτές συγκρίσεις να λαµβάνονται πάντα υπόψη και τα απόλυτα µεγέθη που αποτελούν και καθοριστικό στοιχείο της υπάρχουσας κατάστασης. Β.1.2. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 1.2.1. ΑΕΠ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Οι κύριες διαρθρωτικές αλλαγές της περιόδου συνίστανται στη στήριξη του πρωτογενή τοµέα, ιδιαίτερα κατά την µετά το 1981 περίοδο χωρίς όµως να επιτυγχάνονται οι αναµενόµενες αναδιαρθρώσεις, στην αποβιοµηχάνιση που σταδιακά αρχίζει µε την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ για να οδηγήσει σταδιακά µέσα από τις διαδικασίες του ανταγωνισµού της αγοράς σε µερική αναδιάρθρωση της βιοµηχανίας, και σε σηµαντικές αλλαγές ιδιαίτερα στις ΜΜΕ, και στη σταδιακή αύξηση των υπηρεσιών, που συνδέονται αφενός µε τη βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχονται από επιχειρήσεις σε επιχειρήσεις και αφετέρου στη βελτίωση συγκεκριµένων στοιχείων που συντελούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής (βλ. πίνακα «εξέλιξης του ΑΕΠ στην περιφέρεια πρωτεύουσας»). Πρόσθετο διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της περιόδου αποτελεί η άσκηση πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης από τις αρµόδιες αρχές της χώρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλο και περισσότερο έντονα οι συνέπειες της πολιτικής αυτής που συµπυκνώνεται στα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και τον Προϋπολογισµό ηµοσίων Επενδύσεων αποτυπώνονται σε µια σταδιακή βελτίωση των οικονοµικών δεικτών και των δεικτών κοινωνικής ευηµερίας στο µεγαλύτερο µέρος των Περιφερειών της χώρας µε άµεσες επιπτώσεις και στο χώρο. Σε µια δυνα- 17
µική εξέλιξη, όπου τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και η χώρα αναπτύσσονται, η χώρα κατά την πρώτη περίοδο της ένταξης της υφίσταται διαρθρωτικές αλλαγές που οδηγούν σε µικρή απόκλιση από τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ στη συνέχεια, ιδιαίτερα µετά το 1994, καλύπτει δυναµικά την απόσταση που την χωρίζει από την Ε.Ε. Η διαδικασία αυτή, χωρίς να οδηγήσει σε ποιοτικούς µετασχηµατισµούς στη σχέση κέντρου Περιφέρειας στη χώρα, οδηγεί σε σηµαντική θετική µεταβολή των δεικτών στις περισσότερες από τις περιφέρειες. Το αποτέλεσµα της δυναµικής αυτής εξέλιξης αποτυπώνεται στην υποχώρηση κατά κανόνα της σχετικής σηµασίας των δεικτών για το κέντρο (Αττική) και σε σχετική αύξηση της σηµασίας των δεικτών για τις περισσότερες των Περιφερειών. Στο πλαίσιο αυτό µπορεί να υποστηριχθεί ότι τα φαινόµενα της οικονοµίας αποτυπώνονται περισσότερο έντονα στο κέντρο, ενώ η αναπτυξιακή προσπάθεια οδηγεί σε κάµψη των τιµών των σχετικών δεικτών στο ίδιο χωρικό σύνολο. Παρόλα αυτά δεν θα πρέπει να µείνει εκτός της εκτίµησης η ποσοτική σηµασία, που παρόλα αυτά εξακολουθεί να καταλαµβάνει το κέντρο µια και όλες σχεδόν οι δυναµικές οικονοµικές λειτουργίες υπερεκπροσωπούνται σε αυτό. Σε ότι αφορά την ποιοτική σηµασία, τέλος, του κέντρου στις οικονοµικές εξελίξεις δεν χρειάζεται ιδιαίτερος σχολιασµός, παρά µόνο η υπόµνηση ότι αυτή παραµένει καθοριστική καθώς εδώ αποτυπώνεται το σύνολο των φαινοµένων, αρνητικών και θετικών, µε µεγαλύτερη ένταση. Ανεξάρτητα από τις στρεβλώσεις στις οικονοµικές λειτουργίες που προκαλούνται από τις δυσλειτουργίες που προκύπτουν από την ένταση και έκταση των οικονοµικών φαινοµένων σε σχέση µε τις υφιστάµενες υποδοµές, το γνωστό άλλωστε ζήτηµα της λειτουργίας της πόλης και πηγή των περιβαλλοντικών της ζητηµάτων, τα πρότυπα του κέντρου αποτελούν καθοριστικά πρότυπα που διαχέονται σε όλη τη χώρα. Καθώς πάντως η Αθήνα τείνει να ταυτίζεται µε την Αττική ο περιορισµός της σηµασίας του αγροτικού τοµέα στο ζήτηµα αυτό είναι προφανής. 1.2.2. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ 1.2.2.1 Απασχόληση ανεργία στην περιφέρεια Οι απασχολούµενοι στο ΠΣΠ παραµένουν ουσιαστικά σταθεροί την περίοδο 1984 1996, ενώ στο σύνολο της χώρας παρουσιάζουν µείωση, ενώ αντίστοιχα η ανεργία και στα δύο χωρικά σύνολα παρουσιάζει τάση αύξησης µε µεγαλύτερη έκταση στο ΠΣΠ. Η ανεργία στην Αττική είναι από τις υψηλότερες στη χώρα, και βρίσκεται πάνω από το µέσο όρο και πάνω από το µέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. Το ίδιο ισχύει µε µικρότερη έκταση και για το ΠΣΠ σε σχέση µε το σύνολο της χώρας για την περίοδο 1984 1996. Χωρίς να είναι η υψηλότερη µιας και η Περιφέρεια βρίσκεται στην τρίτη θέση των Περιφερειών της χώρας, η µακροχρόνια ανεργία στην Αττική βρίσκεται ψηλότερα από το µέσο όρο της χώρας και σηµαντικά ψηλότερα από τον αντίστοιχο δείκτη της Ευρώπης των 15. Αντίστοιχες είναι και οι εξελίξεις στον τοµέα της ανεργίας γυναικών και της ανεργίας των νέων. Το ποσοστό απασχόλησης στην Αττική είναι από τα υψηλότερα στη χώρα, καθώς υπολείπεται µόνο των Ιονίων Νήσων και της Κρήτης, ενώ είναι χαµηλότερο του εθνικού µέσου όρου και από τον αντίστοιχο δείκτη για την Ευρώπη των 15. Χαµηλότερες από τις αντίστοιχες τιµές του εθνικού µέσου όρου και του µέσου όρου της Ευρώπης των 15 είναι και οι τιµές του ποσοστού απασχόλησης για τις γυναίκες και τους άνδρες. 1.2.2.2 Απασχόληση κατά τοµέα. Η απασχόληση κατά τοµέα στην Αττική ως προς τη σχετική της σύνθεση συγκεντρώνεται στις υπηρεσίες και στη µεταποίηση, ενώ περιορίζεται σηµαντικά η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα. Η απασχόληση στις υπηρεσίες είναι η σχετικά υψηλότερη από όλες τις περιφέρειες της χώρας και υψηλότερη του Κοινοτικού µέσου όρου, ενώ η απασχόληση στη µεταποίηση υπερβαίνει το σύνολο της χώρας, υπολείπεται όµως του Κοινοτικού µέσου όρου και των Περιφερειών υτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Στερεάς Ελλάδος. Η σχέση αυτή αντανακλά το γεγονός ότι, παρά τη σχετική µείωση της σηµασίας της απασχόλησης στο δευτερογενή τοµέα, στην Αττική ο τοµέας εξακολουθεί να είναι σηµαντικός και για την Περιφέρεια και για τη χώρα. 1.2.2.3. Απασχόληση κατά οµάδες ατοµικών επαγγελµάτων. Η σύγκριση της εξέλιξης της απασχόλησης κατά οµάδες ατοµικών επαγγελµάτων στο σύνολο της χώρας και στην Αττική στην περίοδο 1994 1996 διαπιστώνει αύξηση των κατηγοριών 18
επιστηµονικά και ελεύθερα επαγγέλµατα, διευθυντές, υπάλληλοι, έµποροι, πωλητές, και αυτοί που παρέχουν υπηρεσίες µε παράλληλη µείωση των εργατών και γεωργών. Οι τάσεις αυτές µε µικρές παραλλαγές είναι κοινές στο σύνολο της χώρας και στην Αττική, όµως η ένταση τους στο τελευταίο αυτό χωρικό σύνολο είναι µεγαλύτερη. Η διαπίστωση αυτή τεκ- µηριώνει τον ηγετικό ρόλο που είναι γνωστό ότι παίζει στην ελληνική οικονοµία και κατά συνέπεια στα πρότυπα εργασιακών σχέσεων και θέσεων στην παραγωγή η Αττική και ιδιαίτερα το ΠΣΠ. 1.2.2.4. Απασχόληση κατά θέση στο επάγγελµα (βλ. πίνακα «Απασχόληση κατά θέση στο επάγγελµα»). Ανάλογα είναι και τα συµπεράσµατα της σύγκρισης κατά τη νέα περίοδο στα ίδια χωρικά σύνολα του προτύπου απασχόλησης µε κριτήριο τη θέση στο επάγγελµα επιχείρηση. Οι εργοδότες αυξάνονται συνολικά και στην Αττική και απόλυτα και σχετικά. Οι αυτοαπασχολούµενοι µειώνονται και απόλυτα και σχετικά στο σύνολο της χώρας, ενώ αυξάνονται απόλυτα και µειώνονται σχετικά στο ΠΣΠ. Οι µισθωτοί αυξάνονται απόλυτα και σχετικά και στα δύο χωρικά σύνολα, ενώ, τέλος, τα συµβοηθούντα µέλη αυξάνονται απόλυτα στο σύνολο της χώρας και του ΠΣΠ και µειώνονται σχετικά στο σύνολο της χώρας. Η εξέλιξη αυτή υποκρύπτει περισσότερες και αντιφατικές ως προς τη συγκεκριµένη αποτύπωση τις τάσεις που συνδέονται µε την περίοδο αναδιάρθρωσης που διανύει η ελληνική οικονοµία και της αλλαγής που η αναδιάρθρωση αυτή συνεπάγεται στις εργασιακές σχέσεις και πρότυπα. Και στην περίπτωση αυτή αποτυπώνεται καθαρά η επιρροή που ασκεί η Αθήνα Αττική στο συνολικό πρότυπο απασχόλησης της οικονοµίας της χώρας. 1.2.3. Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΤΟΜΕΙΣ ΣΕ ΧΩΡΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ (βλ. πίνακα «Τοµεακή διάρθρωση της απασχόλησης σε επίπεδο χωρικής ενότητας 1991»). 1.2.3.1. Πρωτογενής τοµέας. Στους ΟΤΑ και τις χωρικές ενότητες του κέντρου, δηλαδή στους ΟΤΑ του κεντρικού Λεκανοπεδίου, του ήµου Πειραιά και του βόρειου Λεκανοπεδίου η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα είναι εξαιρετικά περιορισµένη, µε ορισµένες εξαιρέσεις, είτε ήµων στην περιοχή των οποίων βρίσκεται ο Ελαιώνας, είτε ήµων της Περιφέρειας, όπου παύει να αναπτύσσεται ο αστικός ιστός ( βόρειες δυτικές περιοχές). Η νέα τάση παρατηρείται και στους ΟΤΑ του βόρειου Λεκανοπεδίου (ΟΤΑ επέκτασης), ενώ το φαινόµενο χάνει σε σηµασία στους ΟΤΑ κατά µήκος της Κηφισίας, των ΟΤΑ του βόρειου κεντρικού Λεκανοπεδίου, της Πεντέλης και του ανατολικού Λεκανοπεδίου. Η ίδια τάση παρατηρείται και στους ΟΤΑ του νότιου Λεκανοπεδίου, η οποία όµως αµβλύνεται στην περίπτωση των ακραίων ΟΤΑ. Το φαινόµενο επαναλαµβάνεται καθώς εξετάζονται οι ΟΤΑ και οι ενότητες που αντιστοιχούν σε άλλες κατευθύνσεις του ορίζοντα. Η απασχόληση στον πρωτογενή τοµέα έχει σηµασία στους εξωτερικούς ΟΤΑ του Λεκανοπεδίου και βέβαια είναι ιδιαίτερα σηµαντική στους ΟΤΑ που αντιστοιχούν στις γεωγραφικές ενότητες του υπολοίπου Αττικής. 1.2.3.2. ευτερογενής τοµέας. Η απασχόληση στο δευτερογενή τοµέα παρουσιάζεται σηµαντική στο ήµο άφνης, στους ΟΤΑ του ήµου Πειραιά πλην του ιδίου του Πειραιά, στο υπόλοιπο Πειραιά, στο σύνολο του δυτικού Λεκανοπεδίου πλην των Θρακοµακεδόνων, σε ορισµένους ΟΤΑ του βορείου Λεκανοπεδίου (επέκταση), τον Άγιο Στέφανο, το Κρυονέρι και τη Ροδόπολη, στους ΟΤΑ κατά µήκος της Λεωφόρου Κηφισίας, σε ορισµένους ΟΤΑ του δυτικού Λεκανοπεδίου, όπως τον Άγιο ηµήτριο και την Αργυρούπολη, στους ΟΤΑ του Θριάσιου πλην Φυλής και στους ΟΤΑ της Μεγαρίδος πλην Μεγάρων και Νέας Περάµου. Στους εκτός Λεκανοπεδίου ΟΤΑ η σηµασία της απασχόλησης του δευτερογενή συνδέεται µε τους άξονες επέκτασης της µεταποίησης κατά µήκος των µεγάλων αξόνων προς Κόρινθο και προς Βορρά, καθώς και µε την αστική διάχυση προς τα Μεσόγεια και την Λαυρεωτική. Μπορεί, εποµένως, να συναχθεί ως συµπέρασµα ότι η σηµασία του δευτερογενούς στην απασχόληση των κατοίκων συγκεκριµένων ευρύτερων χωρικών ενοτήτων ακολουθεί τη γνωστή διχοτόµηση του Λεκανοπεδίου σε υτικό και Ανατολικό και παράλληλα την τάση εγκατάστασης µεταποιητικών µονάδων προς τις περιοχές επέκτασης των δραστηριοτήτων του Λεκανοπεδίου κατά µήκος των µεγάλων οδικών αξόνων, αλλά και προς τα Μεσόγεια και τη Λαυρεωτική. 19
Με δεδοµένες µάλιστα τις επιφυλάξεις, που τα απόλυτα µεγέθη επιβάλουν µπορεί να υποστηριχθεί, ότι η σηµασία της απασχόλησης περιφερειακά τείνει να γίνεται µεγαλύτερη απ ότι κεντρικά. 1.2.3.3. Τριτογενής τοµέας. Ο τριτογενής τοµέας συµπληρώνει κυριολεκτικά την εικόνα της απασχόλησης στους ΟΤΑ και στα συγκεκριµένα χωρικά σύνολα. Όπως έχει και προηγούµενα αναφερθεί αποτελεί τον τοµέα όπου συγκεντρώνεται η πλειοψηφία των εργαζοµένων σε όλους τους ΟΤΑ και κατά συνέπεια και τις χωρικές ενότητες της περιοχής στην οποία εκτείνεται το ερευνητικό πρόγραµµα. Η σχετική σηµασία κινείται από λίγο πάνω από το 50% σε ορισµένους ήµους, πλην των ήµων του Θριασίου, όπου τα ποσοστά είναι πιο χαµηλά όπως παρατηρείται και σε ορισµένους άλλους αγροτικούς ΟΤΑ από όπου παίρνει και τιµές πάνω από 80% σε ορισµένους κεντρικούς ΟΤΑ, καθώς και σε ΟΤΑ των ΒΑ και Β περιοχών. Στους ήµους του Λεκανοπεδίου η τιµή του συντελεστή θέσης βρίσκεται πάνω από ένα στο κεντρικό Λεκανοπέδιο και στον Πειραιά, ενώ υπολείπεται του ενός στους ΟΤΑ του υπολοίπου Πειραιά, στο δυτικό Λεκανοπέδιο και στο βόρειο δυτικό Λεκανοπέδιο. Περί το ένα κινείται στην προς βορρά επέκταση του Λεκανοπεδίου. Πάνω από ένα είναι η τιµή του δείκτη για τους ήµους κατά µήκος της Λεωφόρου Κηφισίας, ενώ υπολείπεται του ενός στους ΟΤΑ του βορειοδυτικού Λεκανοπεδίου. Σε όλες τις ανατολικές χωρικές ενότητες η τιµή του δείκτη υπερβαίνει τη µονάδα, ενώ στους ΟΤΑ του νότιου Λεκανοπεδίου κινείται περί τη µονάδα. Σε όλες τις υπόλοιπες χωρικές ενότητες που βρίσκονται εκτός Λεκανοπεδίου η τιµή του δείκτη κινείται σηµαντικά κάτω της µονάδας. Η εικόνα εποµένως που διαµορφώθηκε κατά τη διερεύνηση του δευτερογενή τοµέα επιβεβαιώνεται µε την ανάλυση του προτύπου απασχόλησης του τριτογενή τοµέα. Το συµπέρασµα είναι αναµενόµενο λόγω της εξαιρετικά περιορισµένης σηµασίας της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα σε όλη την Αττική. Ως προς το πρότυπο της απασχόλησης στον τριτογενή τοµέα διαµορφώνεται µια συµπληρωµατική ή δυαδική εικόνα ως προς την εικόνα του δευτερογενή. Η Αττική χωρίζεται σε αστική και περιαστική περιοχή, ενώ η αστική περιοχή διχοτοµείται περί κατά µήκος του άξονα Β Ν σε περιοχές όπου κυριαρχεί η απασχόληση στις υπηρεσίες (κέντρο και ανατολικά) και στις περιοχές όπου κυριαρχεί η απασχόληση στη µεταποίηση. Στην ενότητα αυτή κατατάσσονται και ορισµένοι περιαστικοί ΟΤΑ. Όσον αφορά τα θέµατα ανεργίας και απασχόλησης κατά θέση στο επάγγελµα και κατά επαγγελµατική κατηγορία, η διερεύνηση για το 1991 των στοιχείων: Ενεργός πληθυσµός, Ανεργία, ανεργία νέων, Απασχόληση ανά θέση στο επάγγελµα, Απασχόληση ανά επαγγελµατική κατηγορία, σε επίπεδο ΟΤΑ και στα συγκεκριµένα χωρικά σύνολα επιβεβαιώνει τα συµπεράσµατα που έχουν διατυπωθεί για το σύνολο του Π.Σ. Πρωτευούσης. Επιβεβαιώνονται δηλαδή οι τάσεις που παρατηρούνται για το σύνολο του Π.Σ.Π., η αστική διάχυση και η διαδικασία παγίωσης διακρίσεων ως προς τα εκάστοτε πρόσωπα απασχόλησης και ανεργίας των κατοίκων τους µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία προϋποθέσεων τόνωσης των στοιχείων διαφοράς των χωρικών συνόλων σε βάρος των στοιχείων κοινότητας τους. Η ένταση του φαινοµένου σήµερα και η αξιολόγηση τους για τις ανάγκες του προγράµµατος αυτού θα πρέπει να συνταχθούν κατόπιν συνεκτίµησης και λειτουργικών παραγόντων. 1.2.4. ΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΜΕΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ 1.2.4.1. Πρωτογενής τοµέας. Η αστική διάχυση, είτε µε τη µορφή της επέκτασης του ιστού της πόλης (πολεοδοµικό συγκρότηµα), είτε µε την επέκταση άλλων πόλεων και οικισµών της Αττικής, είτε µε την ανάπτυξη περιοχών παραθεριστικής κατοικίας, είτε τέλος µε τη µορφή παραγωγικών εγκαταστάσεων, είτε µε τη µορφή των αστικών υποδοµών (αεροδρόµιο, αθλητικές εγκαταστάσεις, χώροι αποθήκευσης κλπ), τείνουν να περιορίζουν σηµαντικά τις εκτάσεις όπου ασκούνται δραστηριότητες του πρωτογενή τοµέα Με εξαίρεση την παραγωγή κρασιού και µάλιστα εµφιαλωµένου οι παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες, όπως η καλλιέργεια σιτηρών και ελιάς τείνουν να περιορίζονται, όπως περιορίζεται και η παραδοσιακά µετακινούµενη κτηνοτροφία. Από τις τρεις αυτές δραστηριότητες η πρώτη και η τρίτη έχουν πάψει ουσιαστικά υφιστάµενες, ενώ η δεύτερη ασκείται όλο και πε- 20
ρισσότερο περιθωριακά. Η τάση αυτή σε συνδυασµό µε τις αλλαγές στα καλλιεργούµενα καλλωπιστικά φυτά, που επιβάλλουν µεταβαλλόµενα πρότυπα αισθητικής, τείνει να µεταβάλλει τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του αστικού τοπίου. Έτσι οι ασκούµενες πιέσεις στο χώρο είναι δύο ειδών: περιορισµός των παραδοσιακών καλλιεργειών του πρωτογενή και αλλαγή αισθητικών διακοσµητικών φυτών των καλλιεργειών, είτε θετικά, είτε µέσα από καταστροφές (φωτιές). 1.2.4.2. ευτερογενής τοµέας. Τα πράγµατα είναι διαφορετικά στη µεταποίηση και στη βιοτεχνία και σε όλες τις µικρού τύπου παραγωγικές διαδικασίες του δευτερογενή. Εδώ ο ανταγωνισµός έχει οδηγήσει σε σηµαντικές αναδιαρθρώσεις, που συνεπάγονται είτε αναστολή λειτουργίας, είτε µετεγκατάσταση. Η διαδικασία αυτή που συµπεριλαµβάνει τις συνέπειες της αποβιοµηχάνισης και της ανάπτυξης σε ότι αφορά τις σχετικά µεγάλες επιχειρήσεις οδηγεί σε µετεγκατάσταση τους, είτε σε περιοχές εκτός Λεκανοπεδίου, είτε σε περιοχές εκτός Αττικής. Υπέρ της παραµονής σε µια θέση, που δεν απέχει πολύ από το κέντρο, συνηγορεί η µεγάλη αγορά της Αττικής και η υφιστάµενη δικτύωση παροχής υπηρεσιών και ενδιάµεσων αγαθών από επιχειρήσεις σε επιχειρήσεις, ενώ προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή εκτός Αττικής ωθούν οι τιµές των οικοπέδων και ακινήτων, οι αναπτυξιακοί νόµοι και η δυσλειτουργία της πόλης, που προκύπτει από την έκταση των χρήσεων των υφιστάµενων υποδοµών, µια και η κατάσταση αυτή αποτελεί δηλαδή αποτέλεσµα της συγκέντρωσης πληθυσµού και δραστηριοτήτων και της καθυστερηµένης ανάπτυξης των υποδοµών. Οι µετασχηµατισµοί αυτοί, δηλαδή η αποβιοµηχάνιση και η µετεγκατάσταση µεγάλων µονάδων οδηγούν σε φαινόµενα αστικής διάχυσης π.χ. στις εκτός Λεκανοπεδίου περιοχές και σε φαινόµενα εγκατάλειψης υφιστάµενου κελύφους σε περιοχές µέσα στο Λεκανοπέδιο δηλαδή τις ιστορικές ή παλαιές βιοµηχανικές περιοχές. Η κατάσταση αυτή αποτελεί κίνδυνο και ευκαιρία. Ο κίνδυνος συνίσταται στη σπατάλη και φθορά φυσικών πόρων, ενώ η ευκαιρία είτε στη δυνατότητα ανάπλασης και επανένταξης µε νέες χρήσεις στην περιοχή των στοιχείων που εγκαταλείπονται, είτε στην απελευθέρωση των διαθέσιµων εκτάσεων. Το λιανικό εµπόριο και η αναψυχή κινούνται ήδη προς την κατεύθυνση αυτή, ενώ παρατηρούνται και τάσεις εγκατάστασης και της διοίκησης σε προσαρµοσµένα κατάλληλα πρώην βιοµηχανικά κτίρια. Η αναδιάρθρωση αυτή, που οδηγεί και σε περιορισµό της απασχόλησης, ως συνέπειας άρσης της λειτουργίας µετεγκατάστασης και τεχνολογικών αλλαγών, έχει διαφορετικές επιπτώσεις στις µεσαίες και µικρές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε αυτές που δεν έχουν επιλέξει το µέγεθος τους, δηλαδή στις µονάδες των οποίων το µέγεθος προκύπτει ως αδυναµία ανάπτυξης και συσσώρευσης. Αυτές οι µονάδες κινούνται µεταξύ πρακτικών οικονοµικού λογισµού και στρατηγικής επιβίωσης, που όταν διαφεύγουν των αντικειµενικών κριτηρίων του Υπουργείου Οικονοµικών, διασφαλίζουν τη συνέχεια της λειτουργίας των µονάδων τους και αναγκάζονται να κινούνται µεταξύ εξωτερίκευσης κατά το δυνατόν του κόστους τους, παραοικονοµία και θετικών οικονοµιών δράσεων. Οι επιπτώσεις στο χώρο από τις δύο πρώτες συµπεριφορές είναι καταστροφικές γιατί εκτός από την αργία και την εγκατάλειψη, µπορούν να οδηγήσουν σε ραγδαία υποβάθµιση ολόκληρων περιοχών και σε σηµαντικούς χωρικούς διαχωρισµούς. 1.2.4.3. Τριτογενής τοµέας. Πρόκειται για τον τοµέα όπου πραγµατοποιούνται οι περισσότερες αλλαγές και µετασχηµατισµοί, τόσο προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισµού των επιχειρηµατικών διαδικασιών του κλάδου, όσο και των στοιχείων εκείνων που συµβάλλον στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Η χωρική διάρθρωση π.χ. των υπηρεσιών του πρώτου και του δεύτερου τύπου θα πρέπει να προκύπτει ως συνισταµένη αγοραίων συνθηκών, αλλά και του σχεδιασµού µε στόχο τη χωρική διάχυση της συγκεκριµένης ανάπτυξης, την αποφυγή φαινοµένων φθοράς πόρων και τον περιορισµό ακραίων φαινοµένων χωρικής εξειδίκευσης, που µπορούν να οδηγήσουν σε φαινόµενα κοινωνικού αποκλεισµού, είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω. Η τάση ανάπτυξης λιανικού εµπορίου µεγάλων επιφανειών σε βάρος του λιανικού εµπορίου των µικρών καταστηµάτων της γειτονιάς και ο ρόλος του αυτοκινήτου και των µετακινήσεων στη διαδικασία αυτή αποτελούν παράδειγµα προς την κατεύθυνση αυτή. Ο τουρισµός και η υποδοµή αποτελούν τυπικό παράδειγµα κάµψης και απαξίωσης ενός ιστορικού, πολιτιστικού και φυσικού πόρου, λόγω υπερσυγκέντρωσης δραστηριοτήτων, δυσλειτουργίας και περιβαλλοντικής υποβάθµισης, αλλά και ανασυγκρότησης των υποδοµών του κλάδου µέσα από ενισχύσεις. Η διαδικασία αυτή, όχι µόνο οδηγεί στην απαξίωση και φθορά επενδεδυµένου κεφαλαίου, αλλά οδηγεί και στη φθορά µοναδικών πολιτιστικών και φυσικών 21
πόρων που δεν µπορούν να αναπαραχθούν και συντηρούνται µε µεγάλες δυσκολίες και πολλά προβλήµατα Το αποτέλεσµα είναι µια ελικοειδής πορεία προς τα κάτω σε ότι αφορά το οικονοµικό αντικείµενο του κλάδου και η ανάγκη διάθεσης σηµαντικών πόρων για τη συντήρηση των µνηµείων και τη βελτίωση του περιβάλλοντος. Και οι δύο αυτές προσπάθειες έχουν αναληφθεί κατά τα τελευταία χρόνια, ενώ εν όψει των Ολυµπιακών Αγώνων διατίθενται και πόροι για την ανασυγκρότηση του ξενοδοχειακού δυναµικού της πόλης. Το παράδειγµα αυτό αποτελεί τυπική περίπτωση υποβάθµισης, κόστους ανασυγκρότησης και παραπέµπει, τόσο στην ανάγκη συνέχειας του εγχειρήµατος, όσο και στην ανάγκη προσέγγισης του και από την πλευρά του σχεδιασµού (κανονιστικές ρυθµίσεις, διασφάλιση εκτάσεων και δυνατοτήτων α- νάπτυξης), ώστε να αποφευχθούν κυκλικές επαναλήψεις του φαινοµένου. B.1.3. ΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ 1.3.1. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Εξετάζοντας τη µεταβολή στη συγκρότηση της επαγγελµατικής ιεραρχίας κατά τη δεκαετία του 80 στην Αθήνα, διαπιστώνουµε ότι η απασχόληση δεν πολώνεται αφού οι εξελίξεις συνοψίζονται στη διόγκωση του ανώτερου πόλου και του κέντρου της κλίµακας και στη συρρίκνωση του κατώτερου πόλου (Μαλούτας, 2000: 48-49). Παράλληλα, δεν υπάρχουν ενδείξεις εισοδη- µατικής πόλωσης, τουλάχιστον µε βάση την ανάλυση των οικογενειακών δαπανών, όπως αυτές απογράφονται στις Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισµών της ΕΣΥΕ για την περίοδο 1987-88 έως 1993-94. Αν δεχθούµε ότι τα στοιχεία αυτά αντικατοπτρίζουν ως ένα βαθµό την αθηναϊκή πραγµατικότητα, φαίνονται να είναι συµβατά και µε τη δεδοµένη και περιορισµένη ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα. Τον βασικότερο παράγοντα της παραπάνω διαφοροποίησης αποτελεί η διαφορά των οικονο- µικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων που συγκεντρώνονται στην Αθήνα, σε σχέση µε εκείνες που συγκεντρώνονται στην κορυφή της παγκόσµιας ιεραρχίας των αστικών κέντρων. Η Αθήνα συγκεντρώνει µε πολύ µικρότερη ένταση γραφεία µε σηµαντικές αρµοδιότητες µεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων καθώς και υπηρεσίες υψηλού επιπέδου προς τις επιχειρήσεις αυτές Είναι ενδεικτικό ότι η κατηγορία των διευθυντικών στελεχών δεν αυξήθηκε κατά τη δεκαετία του 80 σε αξιόλογο βαθµό στην Αθήνα (το ποσοστό της στον ενεργό πληθυσµό µειώθηκε µάλιστα από 3,3% σε 3,0%), ενώ αποτελεί την κατηγορία η οποία, µαζί µε τα στελέχη υψηλής εξειδίκευσης (professionals), διαµορφώνει σε µεγάλο βαθµό την πολωτική τάση στις οικουµενοπόλεις, µε βάση στοιχεία της ίδιας περιόδου. Ένα πρώτο συµπέρασµα, συνεπώς, είναι ότι στην Αθήνα δεν επιβεβαιώνεται, καταρχάς, η τάση της κοινωνικής πόλωσης, και αυτό όχι όπως στο Παρίσι ή το Λονδίνο επειδή ανακόπηκε από τους ανασχετικούς µηχανισµούς του κράτους πρόνοιας, αλλά επειδή η επίδραση της οικονοµικής αναδιάρθρωσης στο συγκεκριµένο χώρο δεν φαίνεται να υπήρξε εξίσου πολωτική. Ένας δεύτερος παράγων, ο οποίος µείωσε τα πολωτικά αποτελέσµατα της οικονοµικής αναδιάρθρωσης στην αθηναϊκή κοινωνία είναι η σηµαντική διαφορά που η προηγούµενη κοινωνικοεπαγγελµατική συγκρότησή της παρουσιάζει σε σχέση µε εκείνες των οικουµενοπόλεων. Στην Ελλάδα, της ύστερης και περιορισµένης εκβιοµηχάνησης, µε ρυθµίσεις που δύσκολα παραπέµπουν σε φορντιστικά ακόµη και περιφερειακού τύπου πρότυπα, η βιοµηχανική απασχόληση τροφοδότησε το κατώτερο τµήµα µάλλον, παρά το µέσο της κλίµακας. Η παρακµή και αποδιάρθρωση των µεσαίων αυτών θέσεων υπήρξε, και εξακολουθεί να είναι πολύ πιο σταδιακή, αφού πρόκειται για θέσεις ανεξάρτητης και δηµόσιας απασχόλησης, σε αντίθεση µε τις κατακλυσµιαίες µεταβολές που χαρακτήρισαν τη µισθωτή απασχόληση στους κλάδους υψηλής συγκέντρωσης της παραδοσιακής βιοµηχανίας. Όµως τα σχετικά στοιχεία δεν περιλαµβάνουν ούτε τα περιουσιακά στοιχεία ούτε τις επενδύσεις των νοικοκυριών. Σε µια κοινωνία όπου η µισθωτή εργασία παραµένει στο χαµηλότερο ποσοστό µεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, οι δαπάνες και το εισόδηµα αποδίδουν σε σηµαντικά µικρότερο βαθµό τις πολωτικές τάσεις οι οποίες ενδεχοµένως να χαρακτηρίζουν την οικονοµική επιφάνεια των νοικοκυριών. 22
Η απουσία πολωτικών τάσεων τεκµηριώνεται, επίσης, και βάσει της εξέλιξης των επαγγελµατικών κατηγοριών. Παράλληλα, είναι δύσκολο να τεκµηριωθεί επαγγελµατική πόλωση σε µια πόλη όπου πολύ πρόσφατα (1961) η µεγάλη πλειονότητα των απασχολουµένων ήταν χειρώνακτες και όπου το µορφωτικό επίπεδο και η κοινωνική ανέλιξη είχαν σηµαντική ανοδική πορεία στο µεγαλύτερο µέρος της µεταπολεµικής περιόδου. Οι παραπάνω επισηµάνσεις συνοψίζονται στο ότι, καταρχάς, δεν µοιάζει να υπάρχει πολωτική τάση όσον αφορά το επάγγελµα και το εισόδηµα στην Αθήνα, αλλά τα στοιχεία που τεκµηριώνουν αυτήν την εικόνα είναι µάλλον ελλιπή. Παράλληλα, οι διαφορετικές συνθήκες της Α- θήνας σε σχέση µε τις πολύ µεγάλες µητροπόλεις του ανεπτυγµένου κόσµου, δεν επιτρέπουν την απροβληµάτιστη εξαγωγή συµπερασµάτων από ανάλογα στοιχεία χωρίς περαιτέρω διερεύνηση της ειδικής σηµασίας των µεταβολών στην κάθε περίπτωση. Ο σηµαντικότερος ίσως παράγων, που καθιστά επισφαλή την τεκµηρίωση της αθηναϊκής εικόνας όσον αφορά την κοινωνική πόλωση, είναι η µεγάλη διόγκωση του αριθµού των µεταναστών κατά την τελευταία δεκαετία. Όλες οι µετρήσεις, στις οποίες αναφερθήκαµε, αφορούν την κατάσταση µέχρι την τελευταία απογραφή (1991) και, παράλληλα, εµποδίστηκαν στον εντοπισµό του φαινοµένου από την παράνοµη κατάσταση των µεταναστών. Η σηµαντική αυτή διόγκωση του κατώτερου πόλου της αθηναϊκής κοινωνίας δεν περιλαµβάνεται, συνεπώς, στην εικόνα που απορρέει από τα στοιχεία στα οποία αναφερθήκαµε. Τέλος, εξαιρετικά σηµαντική παράµετρο των εξελίξεων, όσον αφορά την κοινωνική πόλωση και την κοινωνική ανισότητα στην Αθήνα, αποτελεί η παραδοσιακή οικογενειοκεντρική συγκρότηση των διαδικασιών κοινωνικής αναπαργωγής. 1.3.2. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Η γενική µορφή του κοινωνικού διαχωρισµού στην Αθήνα, µε βάση τα δεδοµένα του 1991, µπορεί να συνοψισθεί στη γνωστή διάκριση µεταξύ Ανατολικής και υτικής πλευράς της πόλης, στη διαµόρφωση πόλων συγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικοεπαγγελµατικών κατηγοριών στα βορειοανατολικά, τα νότια προάστια και σε ορισµένα τµήµατα του κέντρου, στην αντίστοιχη συγκέντρωση των χαµηλότερων κατηγοριών στις παρυφές του Πειραιά, στα βορειοδυτικά και σε περιοχές εκτός του ΠΣ, στη διαµόρφωση ενός κλοιού χαµηλών-µεσαίων στρωµάτων γύρω από το κέντρο και, τέλος, σε σηµειακές συγκεντρώσεις περιθωριακών οµάδων σε διάφορες περιοχές, ιδιαίτερα της δυτικής πλευράς (Μαλούτας, 2000: 46-47). Το παλαιότερο σχήµα διάκρισης κέντρου-περιφέρειας της πόλης, όπου τα υψηλότερα κοινωνικά στρώµατα χωροθετούντο στο κέντρο (το 1971 στο ήµο Αθηναίων κατοικούσε το 62% των υψηλότερων επαγγελµατικών κατηγοριών έναντι 27% το 1991), διαδέχθηκε µε γρήγορους ρυθµούς το πολυπλοκότερο σχήµα χωρικών διαφοροποιήσεων που αναφέρθηκε πιο πάνω. Οι αλλαγές αυτές στον κοινωνικό χάρτη της πόλης δεν είναι άµοιρες συνεπειών σε τοπικό και συνολικό επίπεδο. Υπάρχει συχνά η εντύπωση ότι η Αθήνα είναι µια πόλη µε χαµηλής έντασης κοινωνικό διαχωρισµό. Η εντύπωση αυτή δηµιουργείται από µια σειρά παραγόντων, όπως η έντονη ανάµιξη διαφορετικών χρήσεων γης (Οικονόµου, 2000), η λογική των διαδικασιών συγκρότησης του αθηναϊκού χώρου κατοικίας µε την αυτοστέγαση και την αυθαίρετη δόµηση, το σηµαντικό ποσοστό ιδιοκατοίκησης κ.λπ. (Maloutas, 1993). Έχει επίσης υποστηριχθεί η περιορισµένη ένταση του κοινωνικού διαχωρισµού µε βάση την υποτιθέµενη µείωση της εργατικής τάξης στις εργατικές περιοχές της πόλης και τη διαµόρφωση ενός συστήµατος κάθετης κοινωνικής διαφοροποίησης (Leontidou, 1990). Η µέτρηση της έντασης του κοινωνικού διαχωρισµού στην Αθήνα δεν επιβεβαιώνει, ωστόσο, το χαµηλό του επίπεδο, τουλάχιστον όταν τα συγκριτικά στοιχεία αφορούν το ευρωπαϊκό πλαίσιο (Maloutas, Karadimitriou, 1999). Η Αθήνα παρουσιάζει σχετικώς περιορισµένες διαφοροποιήσεις στη µικροκλίµακα - περιορισµένες τοµές/εναλλαγές της κοινωνικής φυσιογνωµίας -.ενώ οι διαφοροποιήσεις είναι πολύ αυξηµένες σε µεγαλύτερη κλίµακα. Το φαινόµενο αυτό πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην α- πουσία για την Αθήνα σηµαντικών (µεγάλης κλίµακας) παρεµβάσεων είτε κατοικίας (κοινωνικής κυρίως) είτε πολεοδοµικής αναδιάρθρωσης, οι οποίες δηµιούργησαν ευδιάκριτες τοµές 23
στην κοινωνική συνέχεια του ιστού πολλών ευρωπαϊκών πόλεων. Με την έννοια αυτή, ο έγγειος παράγων στην Αθήνα, λειτουργώντας σχεδόν αποκλειστικά στο ιδιότυπο καθεστώς φιλελευθερισµού στη µικρή κλίµακα µε τις ελεύθερες και συχνά ασύδοτες ιδιωτικές παρεµβάσεις, δηµιούργησε ένα κοινωνικό συνεχές στην κλίµακα αυτή και, παράλληλα, ευδιάκριτες το- µές σε ευρύτερο χωρικό επίπεδο. Το συνεχές αυτό διατάραξε, σε κάποιο βαθµό, η διαδικασία της προαστιοποίησης, µε αιτιώδη αφετηρία τη µαζική δόµηση γύρω από το κέντρο µε το σύστηµα της αντιπαροχής. Οι ιδιότυπα φιλελεύθερες ρυθµίσεις στην αγορά γης και κατοικίας αποτέλεσαν τµήµα του µεταπολεµικού κυρίαρχου προτύπου αντιµετώπισης του σηµαντικού στεγαστικού προβλήµατος, που έθετε η εξαιρετικά γρήγορη πληθυσµιακή ανάπτυξη της πόλης. Η έµφαση στη στεγαστική µικροκλίµακα, µε τον τρόπο που δόθηκε, δεν δηµιούργησε µόνο λειτουργικά προβλήµατα σε πολεοδοµική κλίµακα (Μαλούτας, Οικονόµου 1988 και 1992), αλλά διαµόρφωσε σε µεγάλο βαθµό τη χωρική διάσταση της κοινωνικής φυσιογνωµίας της Αθήνας σε αυτό το επίπεδο. Οι χωρικές διαφοροποιήσεις στην Αθήνα µοιάζουν να προέρχονται πολύ περισσότερο από την αλλαγή αυτών των µηχανισµών, κυρίως δηλαδή από τις διαδοχικές αλλαγές του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και απόκτησης κατοικίας κατά τη µεταπολεµική περίοδο. Η επίδραση της πόλωσης ή της απουσίας της στην αγορά εργασίας είναι δύσκολο να αξιολογηθεί σε µία κατάσταση όπου για τις διαδοχικές αυτές αλλαγές αρκεί η όποια κοινωνική ανισότητα ώστε να παραχθούν σηµαντικές χωρικές διαφοροποιήσεις. Η διαµόρφωση της κοινωνικής µορφολογίας του αθηναϊκού χώρου φέρει, συνεπώς, την ανεξίτηλη σφραγίδα της µαζικής αυτοστέγασης και αντιπαροχής και, πιο πρόσφατα, της προαστιοποίησης. Οι διαδικασίες αυτές έλυσαν και, ταυτόχρονα, δηµιούργησαν προβλήµατα. Τα προβλήµατα που έλυσαν αφορούσαν κυρίως τη στέγαση, ενώ ορισµένα από τα προβλήµατα που δηµιούργησαν αφορούν την ίδια την κοινωνική συγκρότηση της πόλης, µε την έννοια της κοινωνικής συνοχής. Στα προβλήµατα αυτά θα αναφερθούµε στη συνέχεια, σε συνδυασµό µε νέους παράγοντες που τα διαφοροποίησαν στην πορεία, συνήθως επιδεινώνοντάς τα. 1.3.3. ΜΕΙΟΝΕΚΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Στη σηµερινή Αθήνα, όπου η κοινωνική κινητικότητα έχει περιορισθεί σηµαντικά, οι οµάδες υψηλού κινδύνου απαρτίζονται κυρίως από εκείνους που δεν διαθέτουν τα εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά που απαιτεί η απασχολησιµότητα, που βρίσκονται σε κρίσιµη ηλικία (νέοι και ηλικιωµένοι), που παρουσιάζουν χρόνια και δαπανηρά προβλήµατα υγείας, που έχουν επισφαλή ή δεν έχουν καθόλου κοινωνική ασφάλιση, που βρίσκονται αποκοµµένοι από οικογενειακά δίκτυα αλληλοβοήθειας ή εντάσσονται σε περιορισµένων πόρων δίκτυα κ.λπ. Όσο περισσότερα τέτοια χαρακτηριστικά συγκεντρώνει κανείς, τόσο µεγαλύτερες είναι και οι πιθανότητες να εισέλθει σε φαύλο κύκλο φτώχειας. Οι πρόσφατα εγκατεστηµένοι στην Αθήνα, και µεταξύ αυτών ιδιαίτερα οι µετανάστες, τροφοδοτούν περισσότερο από τον υπόλοιπο πληθυσµό το φαύλο αυτό κύκλο. Οι οµάδες υψηλού κινδύνου, κατά τεκµήριο χωρίς ακίνητη περιουσία, συγκεντρώνονται στις περιοχές χαµηλού ενοικίου. Το γεγονός ότι αυτό συµβαίνει σε µια αγορά κατοικίας που κυριαρχείται από την ιδιοκατοίκηση και την πολύ περιορισµένη κινητικότητα όσον αφορά τις µεταστεγάσεις ιδιαίτερα για τους ιδιοκάτοικους δηµιουργεί αυξηµένους κινδύνους και για τους ιδιοκάτοικους περιοχών χαµηλού ενοικίου, οι οποίοι συγκεντρώνουν ανάλογα επιβαρυντικά χαρακτηριστικά. 1.3.3.1 Τύποι µειονεκτικών περιοχών Η Αθήνα παρουσιάζει δύο βασικούς τύπους περιοχών µε χαρακτηριστικά που επιβαρύνουν τις πιθανότητες κοινωνικής ανέλιξης των κατοίκων τους. Στους δύο αυτούς τύπους θα πρέπει να προστεθεί και η καταυλισµατική συχνά µορφή εγκατάστασης των τσιγγάνων, σε διάφορες περιοχές στην περιφέρεια της πόλης. Ο πρώτος βασικός τύπος µειονεκτικής περιοχής αφορά περιοχές της λαϊκής περιφερειακής αυτοστέγασης, κυρίως στη δυτική πλευρά της πόλης. Οι περιοχές αυτές είναι κυρίως περιοχές ιδιοκατοίκων, µε σχετικώς υψηλή συγκέντρωση µεγάλων ηλικιών. Χωροθετούνται στην ευρύτερη εργατική πλευρά της πόλης και, κυρίως, στις παρυφές του Πειραιά. Στον ίδιο βασικό τύπο εντάσσονται και περιοχές του τέλους της περιόδου της λαϊκής περιφερειακής αυτοστέγασης στο βορειοδυτικό τµήµα του λεκανοπεδίου. Ο δεύτερος βασικός τύπος αφορά περιοχές γύρω από το κέντρο της πόλης, τις περιοχές που οικοδοµήθηκαν βάναυσα κατά τη δεκατία του 60 και 70 µε το σύστηµα της αντιπαροχής. 24
Πρόκειται για περιοχές κοινωνικά µικτές στην πλειονότητά τους, µε υπερεκπροσωπούµενα τα χαµηλά µεσαία στρώµατα. Χαρακτηριστικό γνώρισµα των περιοχών αυτών, που συγκεντρώνουν περίπου το 30% του αθηναϊκού πληθυσµού, αποτελεί η έντονη κάθετη κοινωνική διαφοροποίηση. Ο διαχωρισµός που αφορά την ποιότητα της κατοικίας και το καθεστώς ενοίκησης ανάλογα µε τον όροφο, συνδέεται αµέσως µε την παρατηρούµενη κάθετη κοινωνική διαφοροποίηση. Ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό των περιοχών που εντάσσονται στον δεύτερο αυτό τύπο είναι η σηµαντική συγκέντρωση µεταναστών, οι οποίοι συχνά υπερβαίνουν το 10% του πληθυσµού, και οι οποίοι κατοικούν συνήθως σε υπόγεια και ηµι-υπόγεια διαµερίσµατα ή α- ποθηκευτικούς χώρους (Maloutas, Karadimitriou, 1999). Σε κάθε έναν από τους τύπους αυτούς είναι σχετικώς διαφορετική η φυσιογνωµία των κοινωνικών οµάδων που κινδυνεύουν να εγκλωβισθούν καθώς και ο βαθµός του απειλούµενου ε- γκλωβισµού. Σε όλες τις περιπτώσεις, όµως, πρόκειται για οµάδες που βρίσκονται στο περιθώριο του εκσυγχρονισµού της ελληνικής κοινωνίας, και των οποίων η µοίρα θα αποκλίνει από εκείνη του βασικού κορµού εφόσον δεν αποτελέσουν αντικείµενο ιδιαίτερης φροντίδας. 1.3.3.2. Παράγοντες υποβάθµισης στις µειονεκτικές περιοχές Οικιστικό απόθεµα. Το κτισµένο περιβάλλον, στην περίπτωση του πρώτου τύπου, προέρχεται από διαδικασίες σχετικώς πρόχειρης ως επί το πλείστον κατασκευής. Οι περιορισµένες παρεµβάσεις επί των κατασκευών αυτών δεν είναι δυνατόν να παράγουν κατοικίες µε τις σύγχρονες προδιαγραφές ποιότητας και ανέσεων. Για το δεύτερο τύπο, η ποιότητα κατασκευής ήταν καλύτερη και τα πρότυπα σχετικώς πιο σύγχρονα. Η γήρανση των κατασκευών αυτών και η υποβάθµιση των περιοχών στις οποίες εντάσσονται, καθιστά συχνά ασύµφορη την πραγµατική συντήρησή τους, µε ριζική ανανέωση στοιχείων της υποδοµής τους, µε προσθήκη νέων στοιχείων κ.λπ., η οποία προσκρούει εξάλλου και στην πολυδιάσπαση των ιδιοκτησιών. Πολεοδοµικό και φυσικό περιβάλλον. Το πολεοδοµικό και φυσικό περιβάλλον των περιοχών αυτών έχει βαθµιαία υποβαθµισθεί εφόσον αποτέλεσαν επίκεντρο της ανάπτυξης της λαϊκής αυτοστέγασης και της αντιπαροχής, αντιστοίχως. Η έλλειψη υποδοµών στην πρώτη περίπτωση και η µεγάλη πυκνότητα σε έναν ιστό ακατάλληλο από πολλές απόψεις να φέρει τους αυξηµένους συντελεστές δόµησης στη δεύτερη, συµπλήρωσαν µια εικόνα διαρκούς επιδείνωσης. Πέρα, όµως, από την κατάσταση αυτή καθ εαυτή, η υποβάθµιση οφείλεται, και πάλι, κυρίως στην απόσταση από το πολεοδοµικό και φυσικό περιβάλλον των λίγων παλαιότερων και των πολλών νέων προαστίων της πόλης. Κοινωνικός εξοπλισµός. Σηµαντικό πρόβληµα αποτελεί επίσης η άνιση κατανοµή των κοινωνικών, αλλά και των ιδιωτικών υπηρεσιών. Οι κοινωνικές υπηρεσίες τείνουν να παρουσιάζουν µια πιο ισόρροπη κατανοµή στο χώρο της πόλης. Αυτό βεβαίως δεν αποτελεί κάποιον απαράβατο γενικό κανόνα. Οι πολιτιστικές υπηρεσίες, για παράδειγµα, παρουσιάζουν εξαιρετικά µεγάλη συγκέντρωση στο κέντρο της πόλης, πλην ορισµένων στοιχείων ευρύτερης κοινωνικής διάδοσης ( έφνερ, 2000). Ακόµη όµως και οι υπηρεσίες εκείνες που παρουσιάζουν σχετικώς ισόρροπη κατανοµή, όπως η δευτεροβάθµια εκπαίδευση, εµφανίζουν σηµαντικές γεωγραφικές αποκλίσεις ως προς την ποιότητα, η οποία µπορεί να εκτιµηθεί, εν µέρει τουλάχιστον, µέσω της σχολικής επιτυχίας. Οι ποιοτικές αποκλίσεις, σε έναν χώρο τόσο ευαίσθητο όπως η δευτεροβάθµια εκπαίδευση, είναι πολύ σηµαντικότερες όσον αφορά τον ιδιωτικό το- µέα, οι υπηρεσίες του οποίου κατανέµονται µε τρόπο εξαιρετικά άνισο στο χώρο της πόλης (Μαλούτας, 2000: 74-75). 1.3.4. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙ ΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΟΣΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ Το πελατειακό στοιχείο στην οργάνωση των κρατικών παροχών αποτελεί θεµέλιο της συνένοχης σχέσης κράτους-πολιτών (ή µάλλον ιδιωτών), η οποία κοινωνικοποιεί αποστασιοποιητικά από κάθε έννοια δηµοσίου συµφέροντος. Η πελατειακή σχέση προϋποθέτει την ύπαρξη µιας µορφής οργάνωσης κατάλληλης για τη σχετική συναλλαγή. Η µορφή αυτή υπήρξε παραδοσιακά οικογενειακή στον ευρωπαϊκό νότο, µε τους επικεφαλείς διευρυµένων οικογενειακών σχηµατισµών να διαπραγµατεύονται την πολιτική υποστήριξη των εξαρτηµένων από αυτούς ψηφοφόρων έναντι εξατοµικευµένων και µη παροχών, σε ένα παιχνίδι αµοιβαίας ενδυνάµωσης του ρόλου εκείνων οι οποίοι συµµετέχουν. 25
Ο συνδυασµός αυτός υπολειµµατικού χαρακτήρα κοινωνικών παροχών και µιας έντονα ατο- µικο-οικογενειοκεντρικής οργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής, δηµιούργησε προϋποθέσεις νοµιµοποίησης της εξατοµίκευσης και του ιδιωτικού στο χώρο των κοινωνικών παροχών. Με την έννοια αυτή δεν αποτέλεσε πρόβληµα η µεγάλη ανάπτυξη των ιδιωτικών υπηρεσιών στο χώρο της υγείας, ενώ γίνονται ανάρπαστες οι ιδιωτικές υπηρεσίες στο χώρο της εκπαίδευσης χωρίς, παράλληλα, να εµφανίζεται µε ανάλογη ένταση ως κοινωνικό πρόβληµα η ποιότητα των δηµόσια παρεχοµένων εκπαιδευτικών υπηρεσιών ή ακόµη και των υπηρεσιών υγείας. Η κοινωνική πρόσληψη της σηµασίας του δηµοσίου χαρακτήρα των κοινωνικών υπηρεσιών υπήρξε συνυφασµένη κυρίως µε το ρόλο τους ως φορέων απασχόλησης πόρος διαχειρήσιµος µε το κυρίαρχο πελατειακό πρότυπο και όχι µε τις υπηρεσίες τους αυτές καθ εαυτές, για τις οποίες υπήρχαν και υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Με δεδοµένη την δυσκολία στην ανάπτυξη των δηµόσια παρεχοµένων προνοιακών παροχών (που προέρχονται τόσο από τη χρόνια δηµοσιονοµική στενότητα κατά την τελευταία δεκαετία, όσο και από τον διεθνή αναπροσανατολισµό της φυσιογνωµίας των υπηρεσιών αυτών που δεν προσφέρει κάποιους έτοιµους στόχους), υπάρχει ο κίνδυνος µετάβασης σε ένα φιλελεύθερο πρότυπο προνοιακού καπιταλισµού µε τις δηµόσια παρεχόµενες υπηρεσίες σε καθαρά υπολειµµατικό ρόλο. 1.3.5. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ Οι µετανάστες αποτελούν τη µεγαλύτερη και σηµαντικότερη κοινωνική µεταβολή στην Αθήνα της τελευταίας δεκαετίας. Αποτελούν σηµαντική προσθήκη στον πληθυσµό µιας πόλης που, κατά τη δεκαετία του 80, είχε πολύ περιορισµένη αύξηση. Η παρουσία τους δεν έχει ακόµη αντιµετωπισθεί µε σοβαρότητα ούτε αναλυτικά ούτε πολιτικά. Η διαδικασία νοµιµοποίησης αποτελεί ένα θετικό βήµα σε µια πορεία χωρίς συγκεκριµένη κατεύθυνση, αφού δεν υπάρχει συγκεκριµένη πολιτική µετανάστευσης. Σε µια αγορά κατοικίας, όπως η αθηναϊκή, όπου οι µετανάστες θα στεγαστούν ανάλογα µε την οικονοµική δυνατότητά τους, είναι επόµενο να εµφανίσουν σηµαντική συγκέντρωση στις περιοχές χαµηλού ενοικίου. Η µεγάλη συγκέντρωση µεταναστών δηµιουργεί υπαρκτά προβλή- µατα για άλλες οµάδες του πληθυσµού. Γενικότερα, η συγκέντρωση ενός κοινωνικού τύπου πληθυσµού σε µια περιοχή τείνει να δηµιουργεί προνοµιακές προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή του ίδιου τύπου. Μέσα από την απρόσωπη κοινωνικά διαχωριστική λειτουργία της αγοράς δηµιουργούνται οι προϋποθέσεις ενοχοποίησης των θυµάτων του διαχωρισµού ως στοιχείων υποβάθµισης των συνθηκών ζωής και των προοπτικών άλλων κοινωνικών οµάδων. Η χωρίς ρυθµίσεις διαχωριστική αυτή λειτουργία οδηγεί, εκεί όπου κυριαρχούν οι πλέον φιλελεύθερες ρυθµίσεις, σε οριακές καταστάσεις κοινωνικής βαρβαρότητας. 1.3.6. Η ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΤΩΝ ΥΨΗΛΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΤΡΩΜΑΤΩΝ Στον κοινωνικό αντίποδα εµφανίζονται όλο και αµιγέστερες κοινωνικά περιοχές κατοικίας των υψηλότερων κοινωνικών στρωµάτων. Η διαδικασία αυτή αναπτύχθηκε ιδιαίτερα µε την προαστιοποίηση της Αθήνας. Η προαστιοποίηση υπήρξε διεθνώς όχηµα που συνέτεινε στην εξάπλωση του κοινωνικού διαχωριµού. Στην περίπτωση αυτή διατυπώνεται, αλλά κυρίως υφέρπει, µια πολιτικώς ορθή κριτική που ενοχοποιεί τα υψηλα κοινωνικά στρώµατα είτε για την προαστιακή αποµόνωσή τους, είτε για την εισβολή τους σε περιοχές λαϊκών στρωµάτων στο κέντρο συνήθως των πόλεων (gentrification). 26
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ Μεταβολές 1991-1981 Ποσοστιαίες Κατανοµές Ανάγλυφο Κωδικοί Χωρικό Σύνολο 2001 1991 1981 1971 Ρυθµός Μεταβολής 2001-1991 Ρυθµός Μεταβολής 1991-1981 Ρυθµός Μεταβολής 1981-1971 Ρυθµός Μεταβολής 2001-1971 Ρυθµ. Μεταβολ. /Ρυθµ. Μεταβολ. Χώρας 1991-1981 2001 1991 1981 1971 Α1100100 Π. Αθηναίων 736406 772072 885737 867023-0,00472-0,01364 0,00214-0,00407-0,9073950 19,603% 21,913% 26,287% 30,989% Α1100400 Η. άφνης 24045 24152 26887 26608-0,00044-0,01067 0,00104-0,00253-2,6231426 0,640% 0,685% 0,798% 0,951% Α1101100 Π. Υµηττού 11169 11671 12491 13717-0,00439-0,00677-0,00932-0,00512 0,4111034 0,297% 0,331% 0,371% 0,490% Α1100200 Η. Βύρωνος 59751 58523 57880 47335 0,00208 0,00111 0,02032 0,00584 1,591% 1,661% 1,718% 1,692% Α1100700 Η. Καισαριανής 26086 26803 28972 26915-0,00271-0,00775 0,00739-0,00078-0,1503498 0,694% 0,761% 0,860% 0,962% Α1100500 Η. Ζωγράφου 75295 80492 84578 56722-0,00665-0,00494 0,04076 0,00711 1,3666195 2,004% 2,284% 2,510% 2,027% 0,000% 0,000% 0,000% 0,000% Α1100900 Π. Νέας Χαλκηδόνας 10206 9953 10533 8768 0,00251-0,00565 0,01851 0,00380 0,7315178 0,272% 0,282% 0,313% 0,313% Α1100300 Π. Γαλατσίου 58640 57230 50096 27240 0,00244 0,01340 0,06282 0,01935 3,7217606 1,561% 1,624% 1,487% 0,974% 1001598 1040896 1157174 1074328-0,00384-0,01053 0,00746-0,00175-0,3367175 26,662% 29,542% 34,343% 38,398% Α4101600 Π. Πειραιώς 176733 182671 196389 187458-0,00330-0,00721 0,00467-0,00147-0,2830353 4,705% 5,184% 5,829% 6,700% Α4100800 Η. ραπετσώνας 13399 13094 14767 14586 0,00231-0,01195 0,00123-0,00212-0,4076543 0,357% 0,372% 0,438% 0,521% Α4100200 Π. Αγίου Ιωάννη Ρέντη 15015 14218 16276 17560 0,00547-0,01343-0,00756-0,00391-0,7512877 0,400% 0,404% 0,483% 0,628% Α1101000 Π. Ταύρου 15374 15456 16514 15795-0,00053-0,00660 0,00446-0,00068-0,1298391 0,409% 0,439% 0,490% 0,565% Α4101200 Π. Μοσχάτου 23241 22039 21138 22138 0,00532 0,00418-0,00461 0,00122 0,2339035 0,619% 0,626% 0,627% 0,791% Α4101400 Η. Νίκαιας 92552 87597 90368 86269 0,00552-0,00311 0,00465 0,00176 0,3382795 2,464% 2,486% 2,682% 3,083% Α4101100 Η. Κερατσινίου 76882 71982 74179 67672 0,00661-0,00300 0,00922 0,00320 0,6144375 2,047% 2,043% 2,202% 2,419% Α3100500 Π. Κορυδαλλού 67257 63184 61313 47335 0,00627 0,00301 0,02621 0,00882 1,6962406 1,790% 1,793% 1,820% 1,692% Α4101700 Η. Περάµατος 25801 24119 23012 18258 0,00676 0,00471 0,02341 0,00868 1,6697550 0,687% 0,685% 0,683% 0,653% Α4500100 Π. Σαλαµίνος 29607 23061 20807 18364 0,02530 0,01034 0,01257 0,01201 2,3100071 0,788% 0,655% 0,618% 0,656% 27
Α4200100 Η. Αιγίνης 13555 6736 6730 6215 0,07243 0,00009 0,00799 0,01969 3,7857706 0,361% 0,191% 0,200% 0,222%. Αµπελακίων 7484 6760 5439 4036 0,01023 0,02198 0,03028 0,01556 0,199% 0,192% 0,161% 0,144% 0,000% 0,000% 0,000% 0,000% Αγκίστρι 941 791 766 635 0,01752 0,00322 0,01893 0,00988 0,025% 0,022% 0,023% 0,023% Α4600200 Η. Πόρου 4335 3570 3929 4265 0,01961-0,00954-0,00817 0,00041 0,0782824 0,115% 0,101% 0,117% 0,152%. Τροιζήνος 6537 6084 5791 5800 0,00721 0,00495-0,00016 0,00299 0,5759590 0,174% 0,173% 0,172% 0,207%. Μεθάνων 2099 2056 2088 2233 0,00207-0,00154-0,00669-0,00155-0,2972937 0,056% 0,058% 0,062% 0,080%. Κηθύρων 3021 3426 3354 3961-0,01250 0,00213-0,01650-0,00675 0,080% 0,097% 0,100% 0,142% Αντικυθηρα 45 70 115 141-0,04322-0,04843-0,02018-0,02815 0,001% 0,002% 0,003% 0,005% 0,000% 0,000% 0,000% 0,000% Η. Υδρας 2581 2387 2732 2538 0,00784-0,01341 0,00739 0,00042 0,0807888 0,069% 0,068% 0,081% 0,091% Η. Σπετσών 3982 3603 3729 3469 0,01005-0,00343 0,00725 0,00345 0,6642110 0,106% 0,102% 0,111% 0,124% 580441 552904 569436 528728 0,00487-0,00294 0,00744 0,00234 0,4491489 15,451% 15,692% 16,900% 18,898% Α3100700 Π. Περιστερίου 138305 137288 140858 118413 0,00074-0,00256 0,01751 0,00389 0,7480033 3,682% 3,896% 4,180% 4,232% Α3100300 Π. Αιγάλεω 73890 78563 81906 79961-0,00611-0,00416 0,00241-0,00197-0,3792482 1,967% 2,230% 2,431% 2,858% Α3100900 Η. Χαϊδαρίου 45252 47437 47396 38121-0,00470 0,00009 0,02202 0,00430 0,8262003 1,205% 1,346% 1,407% 1,363% Α3100100 Π. Αγίας Βαρβάρας 27697 28706 29259 26409-0,00357-0,00191 0,01030 0,00119 0,2290750 0,737% 0,815% 0,868% 0,944% Α2200300 Η. Αχαρνών 75030 61352 41068 28083 0,02033 0,04096 0,03874 0,02487 4,7831486 1,997% 1,741% 1,219% 1,004% Α3300100 Η. Ανω Λιοσίων 25779 21397 16862 11388 0,01881 0,02410 0,04003 0,02064 3,9682728 0,686% 0,607% 0,500% 0,407% Α3300200 Π. Ζεφυρίου 8872 8985 4906 2572-0,00126 0,06238 0,06671 0,03144 6,0460600 0,236% 0,255% 0,146% 0,092% Α3100400 Π. Καµατερού 21011 17410 15539 11382 0,01898 0,01143 0,03162 0,01544 2,9698767 0,559% 0,494% 0,461% 0,407% Α2211300 Η Κ. Θρακοµακεδόνων 5208 3135 1101 0,05207 0,11031 0,139% 0,089% 0,033% 0,000% Α3100800 Η. Πετρουπόλεως 49072 38278 27902 18631 0,02515 0,03212 0,04121 0,02451 4,7128890 1,306% 1,086% 0,828% 0,666% Α311600 Π. Νέων Λιοσίων 81052 78326 72427 56217 0,00343 0,00786 0,02566 0,00919 1,7670678 2,158% 2,223% 2,150% 2,009% Α3100200 Π. Αγίων Αναργύρων 33209 30739 30320 26094 0,00776 0,00137 0,01512 0,00605 1,1627101 0,884% 0,872% 0,900% 0,933% 584377 551616 509544 417271 0,00579 0,00797 0,02018 0,00846 1,6261175 15,556% 15,656% 15,123% 14,914% Α2100200 Π. Αµαρουσίου 70789 64092 48151 27112 0,00999 0,02901 0,05912 0,02428 4,6698715 1,884% 1,819% 1,429% 0,969% Α2101200 Π. Πεύκης 19873 17987 10863 4906 0,01002 0,05172 0,08274 0,03559 6,8444826 0,529% 0,511% 0,322% 0,175% Α2100500 Η. Κηφισιάς 45228 39166 31876 20082 0,01449 0,02081 0,04729 0,02050 3,9432121 1,204% 1,112% 0,946% 0,718% Α2100800 Π. Νέας Ερυθραίας 15552 12993 10100 7583 0,01814 0,02551 0,02908 0,01812 3,4844625 0,414% 0,369% 0,300% 0,271% Α2110100 Η Κ. Εκάλης 5378 4081 2319 1292 0,02798 0,05815 0,06024 0,03630 6,9800621 0,143% 0,116% 0,069% 0,046% 28