Θ Ε Ο Δ Ο Σ Η Π Ε Λ Ε Γ Ρ Ι Ν Η ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ unleashed Σκηνοθεσία: Μανώλης Σορμαΐνης Βοηθός Σκηνοθέτη: Βαγγέλης Πρωτοπαπαδάκης Σκηνικά: Φαίη Βαρβιτσιώτη - Φώτης Χαλκίδης Μουσική επιμέλεια: Έλενα Παπανικολάου 1
2
Θεοδόσης Πελεγρίνης Καθηγητής Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών και Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Εξετερ της Αγγλίας, του οποίου αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας. Έχει τιμηθεί με Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το 2007. Εκτός από το συγγραφικό έργο του που, πέρα από τα άρθρα του, ανέρχεται σε 29 βιβλία συνεργάστηκε με τη δημόσια τηλεόραση και το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όπου, στο πλαίσιο σειράς εκπομπών, παρουσίασε ιδέες και πρόσωπα από τον κόσμο της διανόησης. Από το 1993 έως το 2000 οργάνωσε στο Παλιό Πανεπιστήμιο, στην Πλάκα, 7 συνέδρια, στο πλαίσιο των οποίων πραγματοποιήθηκαν επαγγελματικού χαρακτήρα θεατρικές παραστάσεις κλασικών έργων, όπως ο Οθέλος του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Ν. Κοντούρη, ο Δον Ζουάν του Μολιέρου σε σκηνοθεσία Β. Νικολαΐδη, ο Φάουστ του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Γ. Καλαντζόπουλου, η Ελένη του Ρίτσου σε σκηνοθεσία Β. Παπαβασιλείου, η Λοκαντιέρα του Γκολντόνι σε σκηνοθεσία Σ. Ράλλη, Τα λάθη μιας νύχτας του Γκόλντσμιθ σε σκηνοθεσία Αλ. Μυλωνά. Τον καιρό αυτό, στους κόλπους του προγράμματος Megaron Plus, παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τη «Φιλοσοφία στη Σκηνή». Πρόκειται για σειρά 14 πρωτότυπων θεατρικών έργων εμπνευσμένων από τη ζωή και την πνευματική δράση κορυφαίων φιλοσόφων, με τη σύμπραξη επαγγελματιών σκηνοθετών, ηθοποιών και άλλων συντελεστών. Ήδη έχουν παρουσιαστεί ο Θαλής, ο Ηράκλειτος, ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Μάρκος Αυρήλιος,ο Καρτέσιος, ο Χιουμ, ο Καντ, ο Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Κίρκεγκωρ. 3
Μανώλης Σορμαΐνης Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στην Δραματική Σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά, από όπου αποφοίτησε το 1981. Είχε δασκάλους τους Γ. Μιχαλακόπουλο, Λ. Βογιατζή, Εύα Κοταμανίδου, Έρση Πίττα, Λούλα Αναγνωστάκη καθώς και τον ίδιο τον Λ. Τριβιζά. Ως μαθητής έπαιξε σε έργα των Μπουλγκάκωφ, Μπρεχτ, Μανιώτη, Καρρά, Σαίξπηρ καθώς και σε παραστάσεις αρχαίου δράματος. με τη σκηνή του Λ.Π.Θ στο Θέατρο Πορεία. Στο θέατρο η πρώτη του δουλειά ήταν στον Οδυσεβάχ με τον θίασο της Ξ. Καλογεροπούλου (Παραμυθάς) το 1981, και ακολούθησε Ο Πλούτος του Αριστοφάνους (Κλεψύφρων), Ο κύκλος με την κιμωλία (Λαυρέντης) του Μπρεχτ, η Ειρήνη του Αριστοφάνη, Ο Γλάρος του Τσέχωφ (Μετβεντένκο), Σχολείο Γυναικών (ο Υπηρέτης) του Μολιέρου, Ένας Όμηρος (Μουλέντη) του Μπήαν. Πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ΚΡΗΤΗΣ το 1987 στο έργο του Μ. Κορρέ Επικίνδυνο Παιχνίδι (Νίκος Μπερσής) και αμέσως μετά στο Σακάκι που βελάζει (Υπάλληλος) του Στρατίεφ και στο Υπήρξε ή όχι ο Ιβάν Ιβάνοβιτς; (Ιβάν Ιβάνοβιτς) του Ν. Χικμέτ στο Κ.Θ.Β.Ε. Ακολουθούν Η Μεταμόρφωση του Κάφκα, Μπελαβίτα (Μπελαβίτα) του Πιραντέλο, Φιλάργυρος (Φιλάργυρος) και Γιατρός με το στανιό (Γιατρός) του Μολιέρου, Τότενφλος (Τσέκερ) του Χ. Μίλερ, Ο Μολιέρος (Μολιέρος) του Γκολντόνι, Η Μεγάλη Μαγεία του Ε. Ντε Φίλιπο (Σερβάτζιο), Η Κυρία εξαφανίζεται (Μάγος Ντόπο) του Χίτσκοκ στο «Τραίνο στο Ρουφ», Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες (Πασπαρτού) του Ιουλίου Βερν, Δωδέκατη Νύχτα (Μαλβόλιο) του Σαίξπηρ, Πολύ Κακό για το Τίποτα (Σκυλοφάτιος) του Σαίξπηρ, (Πάστορας Μάντερς) στους Βρικόλακες του Ίμπσεν, (Τζέρυ) στην Ιστορία Ζωολογικού Κήπου του Άλμπυ, Ερωφίλη του Χορτάτση (Φάντασμα), Το πάρτι και Τέφρα και σκιά του Πίντερ (Τζέρυ), Δον Καμίλο του Σ. Παντατζή (Φλουράτος), (Μαρκήσιος) στη Λοκαντιέρα του Γκολντόνι, (Βίλλυ ο εμπρηστής) στο Ο Μπίντερμαν κι οι εμπρηστές του Φρις, επίσης στον Καρτέσιο, τον Χιουμ και τον Καντ του Θεοδόση Πελεγρίνη στο Μέγαρο Μουσικής, στον Έβδομο Σταθμό του Ε. Τριβιζά στο «Τραίνο Στο Ρουφ» (Επιθεωρητής). Πρωταγωνίστησε, επίσης, σε πολλά νεοελληνικά έργα όπως στη Βαβυλω- 4
νία του Βυζάντιου (Αστυνόμος), Μάνα Μητέρα Μαμά του Διαλεγμένου (Σωτηράκης), Μαχαίρι στο κόκαλο του Μουρσελά (Λεωνίδας), Ωχ τα Νεφρά μου (Μητσάρας) του Μπάμπη Τσικληρόπουλου, καθώς και σε έργα των Σκαρίμπα, Αννινου, Λύτρα, Αξαρλή, Ξενόπουλου και άλλων. Εκτός από το ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ και το Κ.Θ.Β.Ε έχει, επίσης, συνεργαστεί με τα περισσότερα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ καθώς και με πολλούς ιδιωτικούς θιάσους της Αθήνας, επιχορηγούμενους και μη. Στον κινηματογράφο έχει λάβει μέρος σε ταινίες των Παπαστάθη, Χρηστοφή, Ψαρρά, Ρακιτζή, Τσεμπερόπουλου, Ν. Κούνδουρου, Αγγέλου Φραντζή κ.α., καθώς και σε πολλές μικρού μήκους νέων δημιουργών. Έχει σκηνοθετήσει το έργο Σοπενχάουερ του Θ. Πελεγρίνη (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 2009, Θέατρο «Τζένη Καρέζη» 2009-2010), καθώς και το έργο Κίρκεγκωρ του Θ. Πελεγρίνη (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 2010). Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε στο σήριαλ Τμήμα Ηθών και στη συνέχεια στα Εσύ αποφασίζεις, Ο Πρίγκιπας, Επαγγελματίες, Δρόμοι της Πόλης, Καραμπόλα, Κρις-Κρος, Κρεσέντο, Πρωτοσέλιδος μπελάς, Η Φωνή, Χορεύοντας στη σιωπή, Κινούμενη άμμος, Λούφα και Παραλλαγή, 7 Θανάσιμες Πεθερές κ.α. Εκτός από τις τηλεοπτικές σειρές έχει λάβει μέρος σε ντοκιμαντέρ και σε εκπομπές κοινωνικού περιεχομένου. 5
Ευάγγελος Πρωτοπαπαδάκης Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Το 2002 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας της ίδιας σχολής. Από το 2010 είναι Λέκτωρ Εφαρμοσμένης Ηθικής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στον χώρο της Ηθικής, ιδιαίτερα της Εφαρμοσμένης. Έχει εκδώσει τέσσερα επιστημονικά συγγράμματα, ενώ έχει δημοσιεύσει περισσότερα από είκοσι άρθρα σχετικά με την Ηθική Φιλοσοφία σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Είναι μέλος πέντε διεθνών επιστημονικών εταιρειών. 6
Πρόλογος Γιος ενός πλουσίου εμπόρου και μιας επιτυχημένης στην εποχή της συγγραφέως, ο γερμανός φιλόσοφος Αρθούρος Σοπενχάουερ (1788-1860), προοριζόταν από τον πατέρα του να ασχοληθεί με τις εμπορικές επιχειρήσεις του. Θέλοντας, ακριβώς, ο πατέρας του να τον προετοιμάσει καλύτερα για την είσοδό του στον κόσμο του εμπορίου, τον ώθησε να μάθει ξένες γλώσσες - στέλνοντάς τον προς τούτο στην Ολλανδία, την Ελβετία, την Αυστρία, την Αγγλία και την Γαλλία. Ακόμη και το όνομα, Αρθούρος, που επέλεξε να τον βαφτίσει του το έδωσε με την προοπτική της ενασχόλησής του με το διεθνές εμπόριο. Σκέφτηκε, δηλαδή, να του δώσει ένα όνομα -Arthur-, που να είναι το ίδιο στις διεθνείς γλώσσες -στα γερμανικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά. Πράγματι, μετά τον θάνατο του πατέρα του 1, στο Αμβούργο, όπου ήταν εγκατεστημένη η οικογένειά του, ο Σοπενχάουερ ανέλαβε την επιχείρηση. Όχι, όμως, για πολύ. Δυο χρόνια μετά αποφασίζει να εγκαταλείψει την επιχειρηματική δράση και να πάει να συναντήσει την μητέρα του στην Βαϊμάρη όπου, όταν πέθανε ο πατέρας του, είχε μετακομίσει μαζί με την μικρότερη αδελφή του. Η σχέση του με την μητέρα του ήταν έντονα ανταγωνιστική 2. Όταν, συγκεκριμένα, κάποτε ο Γκαίτε, ο οποίος συνήθιζε να συμμετέχει στις φιλολογικές συναντήσεις που οργάνωνε στο σπίτι της, της είπε ότι ο γιος της ήταν προορισμένος να μεγαλουργήσει, εκείνη αντέδρασε λέγοντάς του ότι δεν είχε ακούσει να υπάρξουν ποτέ στην ίδια οικογένεια δυο ιδιοφυΐες -θεωρώντας προφανώς τον εαυτό της ιδιοφυΐα. Ανάλογη, όμως, ήταν και η συμπεριφορά του Σοπενχάουερ προς την μητέρα του, ο οποίος δεν δίστασε να της πει ότι, αν θα την θυμόντουσαν καθόλου οι μεταγενέστεροι, θα ήταν μόνο και μόνο σαν μητέρα του. Όσο ανταγωνιστική, όμως, κι αν ήταν η σχέση τους, υπήρχε μεταξύ τους, παρόλα αυτά, ένα αμοιβαίο ενδιαφέρον. Αυτός δεν παρέλειψε να της αφιερώσει ένα βιβλίο του, κι εκείνη τον παρότρυνε να πάει να σπουδάσει - πράγμα που, τελικά, κι έπραξε. Αρχικά, ο Σοπενχάουερ σπούδασε ιατρική και, κατόπιν, φιλοσοφία στα πανεπιστήμια του Γκέτινγκεν και του Βερολίνου. Αργότερα δε, και ενώ είχε εκδοθεί το βασικό του σύγγραμμα Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση 3, προσλήφθηκε να διδάξει στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, χωρίς όμως να πετύχει να σταδιοδρομήσει. Αιτία, η αλαζονεία του. Θέλοντας, ορισμένως, να ανταγωνιστεί τον Χέγκελ, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο οποίος την εποχή εκείνη μεσουρανούσε στο φιλοσοφικό στερέωμα, όρισε τα μαθήματά του τις ίδιες ώρες με εκείνες που δίδασκε ο Χέγκελ. Το αποτέλεσμα ήταν στις 7
διαλέξεις μεν του Χέγκελ να συρρέουν πλήθος φοιτητών, στα δικά του δε μαθήματα να προσέρχονται ελάχιστοι -όχι παραπάνω από πέντε. Έτσι, αναγκάστηκε να παραιτηθεί γρήγορα από την θέση του στο πανεπιστήμιο. Μια δεύτερη απόπειρά του αργότερα να διδάξει ξανά στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου υπήρξε και πάλι ανεπιτυχής. Η αποτυχία του να σταδιοδρομήσει στο πανεπιστήμιο μαζί με άλλα δύο δυσάρεστα γεγονότα τον έσπρωξαν να φύγει από το Βερολίνο και να πάει τελικά να ζήσει στην Φρανκφούρτη. Το ένα ήταν η αρνητική κατάληξη που είχε γι' αυτόν η μήνυση που κατέθεσε εναντίον του μια μοδίστρα που έμενε στον ίδιο με αυτόν ξενώνα. Μια μέρα διαπληκτίστηκε έντονα μαζί της, όταν της ζήτησε να φύγει μπροστά από το διαμέρισμά του, που είχε σταθεί και τον ενοχλούσε με τις φωνές της. Πάνω στον καβγά την κτύπησε και, σπρώχνοντάς την, την έριξε κάτω προκαλώντας της σοβαρή σωματική βλάβη. Η κυρία, με την συνδρομή ενός μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε ότι την είδε ξαπλωμένη μπροστά στο διαμέρισμά του, κατέφυγε στο δικαστήριο, το οποίο τον καταδίκασε, όσο αυτή ζούσε, να της καταβάλει μηνιαίως μια χρηματική αποζημίωση. Ήταν ένα γεγονός που του στοίχησε πολύ και, μοιραία, του χάλασε την διάθεση να συνεχίσει να μένει εκεί. Το κακό, γι' αυτόν, ήταν πως, κι όταν έφυγε από το Βερολίνο, δεν μπορούσε να το ξεχάσει. Η γυναίκα έζησε πολύ -είκοσι χρόνια- κι έπρεπε όλο αυτόν τον καιρό να της πληρώνει το ποσό που τον είχε καταδικάσει το δικαστήριο να της καταβάλει. Τόση ήταν, λοιπόν, η ανακούφισή του, ώστε, όταν πέθανε η γυναίκα, να γράψει κάπου "η γριά πέθανε, το βάρος έφυγε". Το άλλο γεγονός, που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το Βερολίνο δεν είχε να κάνει απλώς με ένα ελάττωμά του, την φιλοχρηματία του, αλλά με την ίδια την ζωή του, μια και επρόκειτο για την χολέρα, που είχε ενσκήψει από την Ρωσία. Αναγκάστηκε τότε, όπως και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων κι ο μεγάλος ανταγωνιστής του, ο Χέγκελ, να φύγει από το Βερολίνο, για να γλιτώσει από την θανατηφόρα επιδημία. Αντίθετα, όμως, προς τον Χέγκελ, που επέστρεψε -και το πλήρωσε αυτό με την ζωή του, αφού προσβλήθηκε από χολέρα και πέθανε ύστερα από λίγες μέρες-, αυτός δεν ξαναγύρισε στο Βερολίνο. Έμεινε, αφ' ότου εγκαταστάθηκε στην Φρανκφούρτη, όλα τα χρόνια εκεί, συντροφιά, διαδοχικά, με δυο γαλλικά πεκινουά ονόματι Άτμα και Μπουτζ, διάγοντας έναν μονότονο βίο. Σηκωνόταν το πρωί, πλενόταν, εργαζόταν στο γραφείο του, έπαιζε το φλάουτό του, στην συνέχεια γευμάτιζε σε ένα πανδοχείο στο κέντρο της πόλης, μετά αναπαυόταν, κατόπιν μελετούσε, το απόγευμα έβγαινε να περπατήσει, έπειτα διάβαζε τους Τάιμς του Λονδίνου, προκειμένου να ενημερωθεί για τα νέα του κόσμου, και το βράδυ, συνήθως, πριν κοιμηθεί διάβαζε μεταφυσικού χαρακτήρα κείμενα, όπως οι Ουπανισάδες. Αν δίνονταν συναυλίες, συνήθιζε να τις παρακολουθεί. Δεν παντρεύτηκε ούτε δημιούργησε οικογένεια. Η εξώγαμη κόρη που απέκτησε πέθανε μέσα σε λίγους μήνες. Την περιουσία του την δώρισε για τους ανάπηρους Πρώσους στρατιώτες και τις οικογένειες των στρατιωτών που συμμετείχαν στα γεγονότα της επανάστασης του 1848 4. Οι δυο φιλόσοφοι που θαύμαζε περισσότερο ήταν ο Πλάτων και ο Καντ. 8
Ειδικά, ως προς τον Καντ, θεωρούσε τον εαυτό του διάδοχό του. Προσπάθησε, μάλιστα, εκεί που χώλαινε η διδασκαλία του Καντ να παρέμβει για να την βελτιώσει. Ο Καντ, ορισμένως, υποστήριξε ότι τον κόσμο τον γνωρίζομε όπως μας τον παρουσιάζουν μέσα μας οι αισθήσεις μας, όπως μας φαίνεται, σαν φαινόμενο, σαν αντανάκλαση μιας πραγματικότητας, η οποία υπάρχει έξω από μας και μας είναι εντελώς άγνωστη. Το τραπέζι, δηλαδή, που ξέρομε, δεν είναι το τραπέζι που υπάρχει στην πραγματικότητα έξω από μας, πέρα από τις αισθήσεις μας, δεν είναι το τραπέζι καθεαυτό, αλλά είναι η παράσταση ή η εικόνα του καθεαυτό, του πραγματικού τραπεζιού, το τραπέζι δηλαδή όπως μας φαίνεται καθώς το βλέπομε, καθώς το πιάνομε, καθώς γενικά το αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Κι αυτό συμβαίνει με όλα τα πράγματα που συνθέτουν τον κόσμο. Η αιτία για την παράσταση του κάθε πράγματος που σχηματίζεται μέσα μας από τις αισθήσεις μας είναι το ίδιο το πράγμα, το πράγμα καθεαυτό, που βρίσκεται έξω από μας και προκαλεί μέσω των αισθήσεών μας την παράστασή του. Με άλλα λόγια, μεταξύ του πράγματος καθεαυτό και της παράστασης του πράγματος, του πράγματος δηλαδή όπως φαίνεται σε μας, υπάρχει αιτιώδης σχέση -το ένα γεννάει το άλλο. Η δυσκολία, εν προκειμένω, είναι ότι ο Καντ θεωρεί ότι η αιτιότητα είναι μια από τις κατηγορίες 5, τις οποίες επινόησε ο ανθρώπινος νους για να μπορούμε να συνδέομε τις παραστάσεις των πραγμάτων που σχηματίζομε με τις αισθήσεις μας μέσα μας. Έτσι, χάρη στην κατηγορία της αιτιότητας, συνδέομε το κρύο που αισθανόμαστε (φαινόμενο) με την εικόνα του πάγου που βλέπομε πάνω στην επιφάνεια του δρόμου (φαινόμενο). Η αιτία του πάγου που βλέπομε είναι το κρύο που αισθανόμαστε. Ένα φαινόμενο προκαλεί ένα άλλο φαινόμενο. Όταν, όμως, ο Καντ λέει ότι η αιτία για την παράσταση του τραπεζιού μέσα μας είναι το καθεαυτό τραπέζι, το τραπέζι που υπάρχει έξω από μας, για το οποίο δεν έχομε καμιά εικόνα, μεταχειρίζεται καταχρηστικώς την αιτιότητα, για να συνδέσει μια παράσταση μέσα μας, ένα φαινόμενο δηλαδή, με κάτι που δεν είναι παράσταση, που δεν είναι φαινόμενο. Η αιτιότητα, ωστόσο, επινοήθηκε από το νου μας μόνο και μόνο για να συνδέει μεταξύ τους τις παραστάσεις μέσα μας, τουτέστιν τα φαινόμενα. Η πρόκληση, εν προκειμένω, για τον Σοπενχάουερ ως μελετητή του Καντ ήταν, ξεπερνώντας την δυσκολία που παρατηρήθηκε στο πλαίσιο της διδασκαλίας του Καντ, να βρει έναν τρόπο έτσι, ώστε να μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των παραστάσεων μέσα μας αφενός, και των πραγμάτων καθεαυτά αφετέρου. Η δύναμη, λοιπόν, κατά τον Σοπενχάουερ, στους κόλπους της οποίας θα μπορούσαν να συναντηθούν, για την ακρίβεια να ταυτιστούν, οι δυο κόσμοι -ο κόσμος ως φαινόμενο ή ως παράσταση, όπως δηλαδή τον συλλαμβάνομε εμείς, και ο κόσμος ως πράγμα καθεαυτό, όπως, ορισμένως, υπάρχει πέρα από τις δυνατότητές μας να τον αντιληφθούμε καθ' οιονδήποτε τρόπο- είναι η βούληση, η θέληση. Η βούληση, κατά τον Σοπενχάουερ, δεν ταυτίζεται με ό,τι εννοούμε στην 9
ψυχολογία, τουτέστιν με την ατομική λειτουργία που διαθέτει ο καθένας μας μέσα του που τον παρακινεί να κάνει κάτι, αλλά πρόκειται για μια απεριόριστη, απρόσωπη δύναμη που διαχέεται παντού. Η βούληση είναι καθολική, με την έννοια ότι διαπερνά τον κόσμο απ' άκρου σε άκρο, και τυφλή, με την έννοια ότι δεν αποβλέπει σε κανέναν άλλο σκοπό παρά μόνο να παρακινεί το κάθε πράγμα, πίσω από το οποίο βρίσκεται, να υπάρχει, εφόσον πρόκειται για ανόργανη οντότητα, ή να ζει, εφόσον πρόκειται για έμβιο οργανισμό. Αν ένας βράχος, μια λίμνη ή ένα αστέρι υπάρχει, είναι γιατί υφίσταται μέσα του η βούληση που το κάνει να υπάρχει, γιατί, απλά, θέλει να υπάρχει. Αν ένα πλατάνι, ένας βάτραχος, μια μύγα ή ένας αητός ζει, είναι γιατί σε καθέναν από τους έμβιους αυτούς οργανισμούς υφίσταται η βούληση που τον κάνει να ζει. Κι εμείς οι άνθρωποι, αν ζούμε, είναι χάρη στην βούλησή μας, που μας ωθεί να ζούμε. Βούληση και βούληση για ζωή είναι, κατά τον Σοπενχάουερ, ένα και το αυτό. Ακόμη κι αν υπάρχουν χίλιοι-δυο λόγοι που δείχνουν πως η ζωή κάποιου είναι ένα αβάσταχτο βάσανο, μολοντούτο ο τελευταίος αυτός θέλει να ζει η βούλησή του για ζωή είναι πέρα και πάνω από όλα. Κάθε κομμάτι του εαυτού μας -τα μάτια μας, τα αυτιά μας, οι πνεύμονές μας, ο εγκέφαλός μας- δεν είναι παρά προϊόν της βούλησης, υπάρχει χάρη στην βούληση. Τα μάτια μας υπάρχουν, γιατί υπάρχει η βούληση να βλέπομε τα αυτιά μας υπάρχουν, γιατί υπάρχει η βούληση να ακούμε οι πνεύμονές μας υπάρχουν, γιατί υπάρχει η βούληση να αναπνέομε ο εγκέφαλός μας υπάρχει γιατί υπάρχει η βούληση να σκεφτόμαστε, να θυμόμαστε και, γενικά, να επιτελούμε νοητικές λειτουργίες. Αν δεν υπήρχε η βούληση να βλέπομε, να ακούμε, να αναπνέομε, να σκεφτόμαστε κ.λπ., δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να υπάρχουν τα μάτια, τα αυτιά, οι πνεύμονες, ο εγκέφαλος. Γενικά, χωρίς την βούληση, δεν θα μπορούσε να υπάρχει το σώμα μας και, προφανώς, κι εμείς, χωρίς το σώμα μας, δεν θα υπήρχαμε με τον τρόπο, τουλάχιστον, που υπάρχομε -όπως, επίσης, χωρίς την βούληση δεν θα υπήρχαν οι βράχοι, οι λίμνες, τα αστέρια, τα πλατάνια, οι βάτραχοι -με άλλα λόγια: ο κόσμος στο σύνολό του. Αντίθετα, η βούληση μπορεί να υπάρχει χωρίς μάτια, χωρίς αυτιά, χωρίς το σώμα μας, χωρίς πλατάνια, βατράχους, λίμνες -γενικά χωρίς τον κόσμο. Στην περίπτωση αυτή η βούληση θα ήταν μια δυνατότητα που θα εκδηλωνόταν με κάποιον άλλο τρόπο, διαφορετικό από αυτόν που μας παρουσιάζεται τώρα. Η βούληση, λοιπόν, είναι μια άφθαρτη δύναμη που δεν πεθαίνει με τον θάνατο των όντων τα οποία συνθέτουν τον κόσμο, ούτε μειώνεται με τις αλλαγές και την φθορά που υφίστανται τα τελευταία αυτά. Απλώς, μέσα από τα όντα η βούληση δηλώνει την παρουσία της. Mπαίνοντας η βούληση στα όντα, για να δηλώσει την παρουσία της, γίνεται η βούληση της φωτιάς, η βούληση του νερού, η βούληση του σιταριού, η βούληση του παράσιτου, η βούληση του αρπακτικού, η βούληση του λαγού, η βούληση η δική μου, η βούληση η δική σου, η βούληση η δική του, και ούτω καθεξής. Η βούληση, με την είσοδό της σε αυτό ή σε εκείνο το ον -στην φωτιά ή το νερό, στο σιτάρι ή στο παράσιτο, στο αρπακτικό ή στον λαγό, σε μένα ή σε εκείνον- 10
εξατομικεύεται. Από μια βούληση, δηλαδή, που, σαν μια καθολική και απροσδιόριστη δύναμη, δεν υπάρχει πουθενά συγκεκριμένα αλλά είναι έξω από τα όρια του χρόνου και του χώρου, μετατρέπεται σε ατομική διάθεση, που εκδηλώνεται μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά και τοπικά πλαίσια -στην φωτιά, ας πούμε, που αρχίζει και τελειώνει κάποια χρονική στιγμή σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο, στο αρπακτικό που εκδηλώνει την δράση του κάπου από τότε έως τότε, και ούτω καθεξής με κάθε άλλο ον όπου υπεισέρχεται η βούληση. Έτσι, με την μετατροπή της καθολικής βούλησης από καθολική σε ατομική δημιουργείται ένας κόσμος όπου κυριαρχεί ο ανταγωνισμός και η τάση του ενός όντος να κυριαρχήσει πάνω στο άλλο εξαλείφοντάς το -το νερό να κυριαρχήσει πάνω στην φωτιά, κι αντιστρόφως του αρπακτικό πάνω στον λαγό, που τρέχει να γλιτώσει και, με την σειρά του, στερεί την ζωή από τα χόρτα και τα φυτά που τρώει για να συντηρηθεί του παράσιτου που καταστρέφει το σιτάρι για να ζήσει του καθενός μας πάνω στον συνάνθρωπό μας. Απόρροια της μάχης για την επιβίωση και του ανταγωνισμού είναι η στέρηση -αφού όλα πάντα κάποια στιγμή κάτι χάνουν- και ο πόνος, το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής. Η βούληση, λοιπόν, από μια δύναμη που στην καθολικότητά της υπάρχει μόνο και μόνο για να δίνει την ύπαρξη και να προσφέρει την ζωή, μετατρέπεται, από την ώρα που εξατομικεύεται, σε πηγή στέρησης και πόνου, ήγουν δυστυχίας. Ακόμη κι αν θα μπορούσε να μείνει κανείς μακριά από τον γενικευμένο ανταγωνισμό που υπάρχει στον κόσμο, αυτός πάλι, εξαιτίας της βούλησης μέσα του, λέει ο Σοπενχάουερ, θα εξακολουθούσε να πάσχει. Και τούτο, γιατί η βούληση έχει από την φύση της πάντοτε κάποιο σημείο αναφοράς, είναι πάντοτε επιθυμία για κάτι, πράγμα που δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά στην μιζέρια. Θέλοντας, δηλαδή, ο καθένας μας, θέλει πάντα κάτι που, μοιραία, είτε δεν θα το αποκτήσει, οπότε πάσχει επειδή η επιθυμία του μένει ανεκπλήρωτη, είτε θα το αποκτήσει, οπότε κυριεύεται από το συναίσθημα της μάταιης αναζήτησης και της ανίας, αφού, όταν το αποκτήσει, μετά θα θέλει κάτι άλλο, που, αν το αποκτήσει πάλι, μετά θα θέλει ξανά κάτι άλλο, και μετά πάλι κάτι άλλο, χωρίς τελειωμό. Σε κάθε περίπτωση, είτε λόγω της μη ανταπόκρισής του στην βούλησή του, είτε λόγω της ανίας που του προκαλεί η μάταιη αναζήτηση της εκπλήρωσης του αντικειμένου της βούλησής του, ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να δυστυχεί 6. Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει κανείς από την στέρηση και την ανία, που του προκαλούν πόνο, είναι να απαλλαγεί από τα δεσμά της ατομικής βούλησής του και να επιστρέψει στην καθολική, απρόσωπη βούληση. Πώς, όμως; Όσο είναι δεμένος με το σώμα του, η διαφυγή του από την δυστυχία είναι αδύνατη, αφού πάντοτε μέσα από το σώμα του η βούληση θα συμπεριφέρεται σαν ατομική βούληση, η οποία ακατάπαυστα θα τον προκαλεί προτείνοντάς του συνεχώς κάποιο ανέφικτο γι' αυτόν αντικείμενό της, μέχρι που στο τέλος να φάει τα μούτρα του. Άλλος δρόμος σωτηρίας, λοιπόν, για τον άνθρωπο δεν υπάρχει παρεκτός μόνο να απαλλαγεί από το σώμα του, ήγουν ο θάνατος. 11
Πώς, όμως, είναι δυνατόν να υπάρχει ο θάνατος στην φύση, όταν την τελευταία αυτή την διαπερνά από την μια άκρη ως την άλλη άκρη της η βούληση, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βούληση για ζωή; Είναι δυνατόν η φύση που θέλει την ζωή να θέλει, παράλληλα, και τον θάνατο; Προφανώς, όχι -η φύση δεν είναι παράλογη αν ίσχυε αυτό, θα είχε αυτοπαγιδευθεί με τις ασυνάρτητες επιλογές της και θα είχε καταστραφεί προ πολλού. Απλώς, ο θάνατος δεν είναι το οριστικό τέλος της ύπαρξής μας. Η βούληση, χάρη στην οποία υπάρχομε όσο ζούμε, συνεχίζει και μετά τον θάνατό μας να υπάρχει -όχι, όμως, σαν ατομική βούληση, που μας κάνει δυστυχισμένους όσο ζούμε, αλλά σαν καθολική, απρόσωπη, τυφλή βούληση, όπως ήταν πριν εξατομικευτεί μέσα μας. Υπό την καθολική μορφή της η βούληση είναι εντελώς απροσδιόριστη, όπως η Νιρβάνα, που λένε οι Βουδιστές, μια και μέσα της δεν υπάρχει τίποτε -ούτε η χαρά ούτε ο πόνος ούτε η γνώση ούτε τίποτε άλλο-, ώστε να μπορεί έτσι, βάσει κάποιου χαρακτηριστικού της, να περιγραφεί μόνο η αυτονόητη τάση της να υπάρχει μπορεί να της αποδοθεί. Μεταβαίνοντας, λοιπόν, ο άνθρωπος μετά τον θάνατό του στην κατάσταση της καθολικής βούλησης, της Νιρβάνα, γίνεται ευτυχισμένος, αφού δεν υπάρχει τίποτε από εκείνα που, όπως ο πόνος ή η στέρηση, που τον ταλαιπωρούσαν όσο ζούσε, ούτε καν η γνώση, που θα τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι, σε αυτήν την κατάσταση της καθολικής βούλησης ή της νιρβάνα, απουσιάζει η χαρά. Μοναδική προσδοκία μας, κατά τον Σοπενχάουερ, πρέπει να είναι ο θάνατός μας, ο οποίος σηματοδοτεί το πέρασμα της ύπαρξής μας από την ατομική βούλησή μας στην καθολική βούληση, από τα δεσμά του χρόνου και του χώρου στην αιωνιότητα και την απεραντοσύνη, όπου δεν υπάρχει η πηγή της δυστυχίας που είμαστε αναγκασμένοι να υφιστάμεθα όσο ζούμε, ήγουν οι επιθυμίες μας που προκαλούν την στέρηση και τον πόνο. Παρόλα αυτά, όσο βάσανο κι αν είναι η ζωή μας εξαιτίας της βούλησής μας μέσα μας που μας τυραννάει με τις επιθυμίες που μας προκαλεί, είναι δυνατόν, λέει ο Σοπενχάουερ, να υπάρχουν κάποια διαλείμματα ανακούφισής μας και χαράς, τα οποία μπορεί να μας προσφέρει η τέχνη. Τα έργα της τέχνης δεν αναπαριστούν επεισόδια και πράγματα της καθημερινής μας ζωής, τα οποία εντάσσονται μέσα στον χρόνο και τον χώρο, αλλά απεικονίζουν τις ιδέες, που έλεγε ο Πλάτων 7, οι οποίες, όπως η καθολική βούληση, είναι άχρονες και έξω από τον χώρο οντότητες. Απολαμβάνοντας, λοιπόν, ένα έργο τέχνης, νιώθομε, χάρη στις ιδέες που μας μεταφέρει αυτό, την ατμόσφαιρα της άχρονης και αχανούς βούλησης ξεχνώντας, έτσι, την πεπερασμένη από τα δεσμά του χρόνου και του χώρου μίζερη ύπαρξή μας. Το δυστύχημα, ωστόσο, είναι ότι η ανακούφιση και η χαρά, που μας προσφέρει η τέχνη, διαρκούν μόνο όσο νιώθομε την απόλαυση που μας προσφέρουν τα έργα της -όσο, ας πούμε, παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση, μια συναυλία, ή βλέπουμε ένα γλυπτό ή κάποιον ζωγραφικό πίνακα. Μετά πάλι, επιστρέφοντας στην καθημερινότητα, μπαίνομε, μοιραία, στον κλοιό της δυστυχίας, για να μείνομε εκεί εγκλωβισμένοι μέχρι να 12
πεθάνομε, οπότε μπορούμε πια να είμαστε βέβαιοι για την διαρκή και ατελεύτητη ευτυχία, που μας περιμένει. Εισάγοντας, λοιπόν, στην φιλοσοφική γραμματεία την βούληση, σαν μια καθολική και τυφλή δύναμη που δεν την προσδιορίζει τίποτε άλλο παρά μοναχά η διάθεση να υφίσταται και, μέσα από την παρουσία της, να προκαλεί την ύπαρξη και την ζωή των όντων που συνθέτουν ό,τι ονομάζομε "κόσμο", ο Σοπενχάουερ επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα που επισημάνθηκε στην διδασκαλία του Καντ: πώς, δηλαδή, μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ της πραγματικότητας όπως μας φαίνεται και την αντιλαμβανόμαστε και της πραγματικότητας όπως υπάρχει έξω από μας, μεταξύ του κόσμου ως φαινομένου και πράγματος καθεαυτό. Κατά τον Σοπενχάουερ, πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για ψευδοπρόβλημα, μια και δεν υπάρχει κανένα χάσμα μεταξύ του κόσμου όπως διαμορφώνεται εντός μας -των παραστάσεων, των εικόνων, των σκέψεων και των εμπειριών που σχηματίζομε μέσα μας για τα πράγματα - και του κόσμου των πραγμάτων έξω από μας. Ο εαυτός μας στο σύνολό του -τα μάτια μας, τα αυτιά μας και όλα τα άλλα όργανά μας και συστατικά μας με τις λειτουργίες που επιτελούν, οι παραστάσεις μας, οι εικόνες μας, οι σκέψεις μας, οι εμπειρίες μας, το καθετί πάνω μας και μέσα μας- είναι, όπως οποιοδήποτε άλλο από τα όντα πέρα από μας, κομμάτι της βούλησης, που συνιστά την πραγματικότητα που μας υπερβαίνει, του πράγματος καθεαυτό, είναι η ίδια η βούληση μέσα στα πλαίσια όμως του χρόνου και του χώρου. Η σχέση του εαυτού μας, με ό, τι περιλαμβάνει αυτός, προς τον κόσμο, που μας υπερβαίνει είναι για τον Σοπενχάουερ - αν θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε σαν παρομοίωση μια εικόνα του Σπινόζα - ίδια με την σχέση που υπάρχει μεταξύ μιας σταγόνας θάλασσας και του ωκεανού: το ίδιο αλμυρό νερό, με τα ίδια συστατικά είναι και στην μια και την άλλη περίπτωση. Εν τοιαύτη περιπτώσει, κάθε απόπειρα να διαχωρίσομε τον εαυτό μας από τον κόσμο που περικλείει μέσα του ως φαινόμενο από το πράγμα καθεαυτό είναι αυθαίρετη και, ως εκ τούτου, κάθε προσπάθεια μετά να γεφυρώσομε το υποτιθέμενο χάσμα μεταξύ τους, η οποία συνεπάγεται αξεπέραστα προβλήματα, όπως το ζήτημα που επισημάνθηκε στην διδασκαλία του Καντ, παρέλκει. ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ 13
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1 Λέγεται ότι αυτοκτόνησε. 2 Αλλά και με την, κατά 9 χρόνια, μικρότερή του αδελφή, Adele, η σχέση του δεν ήταν αρμονική. Δεν έλειπαν οι καβγάδες μεταξύ τους. Η εικόνα που είχε γενικά για τις γυναίκες κάθε άλλο παρά θετική ήταν. Παρόλα αυτά, ερωτεύτηκε. πρώτα στην εφηβεία του κάποια κοπέλα ονόματι Karoline Jagemann, και, αργότερα, στα 33 του, την τραγουδίστρια Κάρολιν Μέντον [Caroline Medon]. 3 Το έργο Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση, που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1818 με χρόνο έκδοσης το 1819 και παρουσιάζει κατ' ουσίαν την διδασκαλία του Σοπενχάουερ, περιλαμβάνει τέσσαρα βιβλία, τα οποία αναφέρονται στην γνωσιολογία, την οντολογία, την αισθητική και την ηθική. Η πρώτη έκδοσή του, παρά τον πόθο του συγγραφέα του για αναγνώριση, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Η αξία του, και γενικότερα η αναγνώριση της σπουδαιότητας της διδασκαλίας του που ο Σοπενχάουερ ανέμενε, ήρθε ύστερα από τρεις και πλέον δεκαετίες, χάρη στην έκδοση, το 1851, ενός άλλου βιβλίου του υπό τον τίτλο Πάρεργα και παραλειπόμενα, που περιλαμβάνει μια σειρά από ποικίλους φιλοσοφικούς στοχασμούς. "Αν, φτάνοντας τώρα στο τέλος της ζωής μου", λέει ο Σοπενχάουερ -στον πρόλογο της τρίτης έκδοσης του βασικού συγγράμματός του Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση, που γίνεται το 1859, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, "βλέπω με ικανοποίηση να αρχίζει η επιρροή μου, μένω με την ελπίδα, ωστόσο, ότι, σύμφωνα με έναν παλιό κανόνα, η επιρροή μου θα διαρκέσει περισσότερο σε σχέση με το πόσο καθυστέρησε να εμφανιστεί". Ήδη είχε προηγηθεί, το 1844, η δεύτερη έκδοση του έργου του Σοπενχάουερ σε δυο τόμους, από τους οποίους ο πρώτος αποτελεί ουσιαστικά επανεκτύπωση της πρώτης έκδοσης, ενώ ο δεύτερος συνιστά μια καινούρια εργασία από διασαφήσεις και προσθήκες στην πρώτη έκδοση, χωρίς αυτό να σημαίνει καμιά ουσιαστική αλλαγή των ιδεών του συγγραφέα. Αναλυτικά, στην συγγραφική παραγωγή του Σοπενχάουερ περιλαμβάνονται τα ακόλουθα έργα: 1813, Uber die vierfache Wurzel des Satzes vom zureichenden Grunde (Για την τετραπλή ρίζα της αρχής του επαρκούς λόγου) 1816, Uber das Sehn und die Farben (Για την όραση και τα χρώματα) 1819 [1818], Die Welt als Wille und Vorstellung (Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση) 1836, Uber den Willen in der Natur (Για την βούληση στην φύση) 1841 [1840], Die beiden Grundprobleme der Ethik (Τα δύο θεμελιώδη προβλήματα της ηθικής). Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει δύο άρθρα: το "Uber die Freiheit des menschlichen Willens" ("Για την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης"), που τιμήθηκε, το 1839, με το Α' βραβείο της Βασιλικής Εταιρείας της Νορβηγίας για τις Επιστήμες και τα Γράμματα, και το "Uber die Grundlage der Moral" ("Για την βάση της ηθικής"), που, αν και ήταν το μοναδικό άρθρο που υποβλήθηκε, το 1840, στην Βασιλική Εταιρεία της Νορβηγίας για τις Επιστήμες και τα Γράμματα, εντούτοις δεν τιμήθηκε. 1844, Die Welt als Wille und Vorstellung (Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση -2η έκδοση, σε δύο τόμους) 1847, Uber die vierfache Wurzel des Satzes vom zureichenden Grunde (Για την τετραπλή ρίζα της αρχής του επαρκούς λόγου - 2η έκδοση αναθεωρημένη) 1851, Parerga und Paralipomena (Πάρεργα και παραλειπόμενα) 1859, Die Welt als Wille und Vorstellung (Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση -3η έκδοση, σε δύο τόμους). 4 Το 1848 -έτος επαναστατικών ταραχών σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη- ο λαός της Πρωσίας απαίτησε από τον μονάρχη του Φρειδερίκο Γουλιέλμο Δ, μεταξύ άλλων, σύνταγμα, αιρετό κοινοβούλιο και ελευθερία του τύπου. Παρότι ο Φρειδερίκος απεδέχθη τα περισσότερα από τα αιτήματα του επαναστατημένου πλήθους, στις 18 Μαρτίου ένα ατυχές περιστατικό αποτέλεσε το έναυσμα της σύγκρουσης διαδηλωτών με τον στρατό, σύγκρουση που, μολονότι μικρής διάρκειας, οδήγησε σε εκατόμβες νεκρών. 5 Πρόλογος στο πρόγραμμα για τον Καντ, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής 14
Αθηνών, στις 25 Νοεμβρίου 2008. 6 Γι' αυτό, ο Σοπενχάουερ υποδεικνύει ότι θα πρέπει, προκειμένου να περιορίσομε την δυστυχία μας, να αποφεύγομε όσο γίνεται τις επιθυμίες, να μην παραδινόμαστε στις ηδονές. 7 Πρόλογος στο πρόγραμμα για τον Πλάτωνα, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 5 Ιουνίου 2007. 15
ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΕΛΕΓΡΙΝΗ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ unleashed Σκηνοθεσία: Μανώλης Σορμαΐνης Βοηθός Σκηνοθέτη: Βαγγέλης Πρωτοπαπαδάκης Σκηνικά: Φαίη Βαρβιτσιώτη - Φώτης Χαλκίδης Μουσική επιμέλεια: Έλενα Παπανικολάου 16
ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ unleashed Οιονεί μονόλογος (Περίπου δυο ώρες πριν ξημερώσει, μπροστά από το σπίτι ενός ρακοσυλλέκτη, ο οποίος επιστρέφει από την γύρα του με το καρότσι του και ψάχνει να βρει το κλειδί της εξώπορτας ανάμεσα σε άλλα κλειδιά, για να ανοίξει την πόρτα να μπει μέσα. Δοκιμάζει να ανοίξει με κάποιο από τα κλειδιά -χωρίς επιτυχία όμως. Ψάχνοντας τα κλειδιά) Δεν μπορεί, όμως, κάπου εδώ πρέπει να είναι. Αυτό δεν είναι, ούτε αυτό, ούτε, ούτε, ούτε Αυτό! (Δοκιμάζοντας με το κλειδί αυτό χωρίς επιτυχία πάλι) Πού να πάρει, να πάρει και να με σηκώσει! Κι όμως, όταν κλείδωσα φεύγοντας, θυμάμαι ότι το 'βαλα, όπως πάντα, μαζί με τα άλλα. Στην τσέπη, στην τσέπη μου εδώ. (Καθώς ψάχνει την τσέπη του) Κοίτα να δεις που θα μου 'πεσε από την κωλότρυπα αυτή! Και χτες που έλεγα να την ράψω. Έπρεπε να βρω κλωστή, βλέπεις. Πού, όμως; Να έχω μαζέψει χιλιάδες πράγματα -ό, τι μπορείς να φανταστείς: από καρφίτσες, σπάγκους, κορδόνια, συνδετήρες μέχρι ψυγεία, κομπιούτερ, χρηματοκιβώτια -, και να μην έχω μια κλωστή. Ολόκληρο σπίτι και να μην υπάρχει κλωστή! Μάλιστα! Με έφαγε η βαρεμάρα μου. Πού να κάθομαι να ψάχνω τώρα, σκέφτηκα. Συμπέρασμα: είμαι κλεισμένος έξω από το σπίτι εξαιτίας της βαρεμάρας μου. Αν δεν βαριόμουνα να ψάξω για την κλωστή να ράψω την τρύπα, αυτή την στιγμή θα είχα εδώ στο χέρι μου το κλειδί να μπω μέσα σαν κύριος. Πού να φωνάξω τον κλειδαρά Τέτοια ώρα; Θα με γδάρει κανονικά. Κάνει και κρύο, να πάρει η ευχή. Θυμάμαι την άλλη φορά που κλειδώθηκα, βράδυ πάλι, έξω. Με θέρισε ο αέρας. Με έπιασε μια διάρροια, που άστα να πάνε! Ξεκωλώθηκα! Έκανα κάπου δέκα μέρες να 'ρθω στα ίσα μου. Καλά να πάθω, όμως. Ο πατέρας μου, μου το 'λεγε: ΠΑΤΕΡΑΣ: Η καταστροφή του ανθρώπου είναι η τεμπελιά. Δεν με νοιάζει ούτε να σπουδάσεις, ούτε να γίνεις επιστήμονας, ούτε συγγραφέας, ούτε 17
πολιτικός, ούτε τίποτα. Μόνο καλός έμπορος. Εκεί βρίσκεται η ευτυχία! Να, δες εμένα, πώς νομίζεις ότι έστησα όλες αυτές τις επιχειρήσεις; Αφοσίωση και δουλειά. Αυτό χρειάζεται. Αυτό πρέπει να κάνεις κι εσύ. ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Ο καημένος είχε πάθος με τα λεφτά. Όχι ότι ήταν τσιγκούνης. Απλώς όλη του η έγνοια ήταν πώς να κάνει περισσότερα λεφτά. ΠΑΤΕΡΑΣ: Ο πλούτος είναι σαν το θαλασσινό νερό. Όσο περισσότερο πίνεις, τόσο περισσότερο διψάς. Εσύ, μάλιστα, μπορείς να κάνεις ακόμη πιο πολλά. Ξεκινάς, όπως και να το κάνομε, από μια καλή, γερή βάση. Μπορείς, και πρέπει για το καλό σου άλλωστε, να επεκτείνεις τις επιχειρήσεις μας και στο εξωτερικό -σ' όλο τον κόσμο. Τα μυστικά του εμπορίου θα τα μάθεις -θέληση μόνο να 'χεις και ενδιαφέρον. Γλώσσες για να συνεννοείσαι με τους πελάτες σε όλο τον κόσμο, δόξα τω Θεώ, τις ξέρεις φαρσί τόσα ιδιαίτερα τόσα λεφτά δεν θα πάνε χαμένα. Συνεργάτες να σε βοηθάνε, έχεις. Τι άλλο θέλεις. Κι ένα όνομα! Ένα όνομα που να προφέρεται εύκολα και εύηχα σ' όλες τις γλώσσες. Το έχεις! Αρθούρος! Όταν σε βάφτισα το σκέφτηκα καλά! Είπα, να το κατάλληλο όνομα για το σκοπό μας! Αρθούρος! Αρθούρος! ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Μπορεί να είχε χίλια στραβά, αλλά ως προς εμένα δεν μπορώ να πω: με φρόντισε. Και με το παραπάνω, μάλιστα, θα έλεγα. Τι ταξίδια κάναμε - κι εδώ και στο εξωτερικό! Μ' έστειλε στα καλύτερα σχολεία! Βέβαια, είχε τον σκοπό του. Το εμπόριο! Το εμπόριο, γι' αυτόν, ήταν η ζωή του. Κι ήθελε να το κάνει να είναι και η δική μου ζωή. Όταν άκουσε ο παπάς, όπως μου 'πε η μάνα μου, ότι θα με έβγαζε Αρθούρο, μόνο που δεν του 'ρθε ταμπλάς του δύστυχου. Στύλωσε τα πόδια κι επ' ουδενί ήθελε να με βαφτίσει. "Συγνώμη, αγαπητέ! Τόσα ονόματα έχει η εκκλησία μας. Γιατί, δηλαδή, θα πρέπει να αμαρτήσομε βγαίνοντας έξω από την μακριά λίστα της; Αυτό δεν το καταλαβαίνω. Δεν το καταλαβαίνω καθόλου, ομολογώ". Το κατάλαβε, όμως, το κατάλαβε και καλά μάλιστα. Ο πατέρας μου τα κατάφερε να τον τουμπάρει. Τι σόι μεγαλέμπορος ήταν. Τον έπιασε από δω, τον έπιασε από κει, του 'δωσε κι ένα γερό φιλοδώρημα, και να 'σου εγώ ο Αρθούρος -όπως με ήθελε: έτοιμος να συνεχίσω τις μεγαλόπνοες επιχειρήσεις του. Όλα, όμως -και οι προσπάθειές του, και τα σχέδιά του, και τα όνειρά του-, αποδείχθηκαν καπνός. Ένας μάταιος αγώνας να κρατηθεί στην ζωή. Αναζητούσε κάτι, έναν στόχο, για να έχει νόημα να ζει. Τελικά, αποδείχθηκε ότι το εμπόριο ήταν ένας ανεπαρκής στόχος. Ένα πρωί η μάνα μου τον βρήκε νεκρό στο κρεβάτι ύστερα από υπερβολική χρήση χαπιών. Εγώ το έμαθα πολύ αργότερα ότι αυτοκτόνησε. Μπορεί, δηλαδή. Οι συνεργάτες του, πάντως, συμβούλεψαν την μάνα μου να μην μαθευτεί ότι έβαλε ο ίδιος τέλος στην ζωή του. Αυτό, της είπαν, θα ήταν ό, τι χειρότερο για τις επιχειρήσεις μας. Θα λέγανε ότι 18
αυτοκτόνησε επειδή είχε πέσει έξω. Είτε, πάντως, αυτοκτόνησε είτε πέθανε φυσιολογικά, ο θάνατός του ήταν καταστροφή για την οικογένεια. Σκορπίσαμε. Η μάνα μου με την αδελφή μου πήγαν αλλού, εγώ έμεινα για να συνεχίσω τις δουλειές του πατέρα μου, όπως τα 'χε σχεδιάσει Τι είχε σχεδιάσει, δηλαδή Έμεινα δυο χρόνια μόνο. Τόσο άντεξα. Δεν λέω, έβγαζα πολλά λεφτά, αλλά δεν μου άρεσε να κάνω τον έμπορο -πώς να το κάνομε... Τέλος πάντων, το θέμα είναι τι κάνω εγώ τώρα που δεν μπορώ να μπω μέσα. Κοίτα να δεις τώρα, να έχω τόσα κλειδιά, και βρει να πέσει από την κωλότρυπα το κλειδί της εξώπορτας. Μάλιστα. Αυτό θα πει τύχη! Τι να κάνομε... Ήθελε να πέσει κι έπεσε. Δεν πιστεύω πια σε τίποτε -ούτε σε Θεό ούτε σε δαίμονες ούτε στην τύχη. Μόνο σε ό,τι βλέπω. Κι αυτό που βλέπω είναι ότι το κάθε πράγμα είναι ό,τι είναι και είναι όπως είναι, επειδή έτσι θέλει να είναι. Αν σταματήσει να θέλει να είναι ό,τι είναι, τότε αυτομάτως παύει και να υπάρχει. Όπως ο πατέρας μου: όσο ήθελε να ζει, ζούσε όταν σταμάτησε να θέλει να ζει, έπαψε και να υπάρχει. Όχι σαν την κυρία σύζυγό του, την μορφονιά την μάνα μου ΜΗΤΕΡΑ: Τα πάντα, αγαπητοί μου, είναι ζήτημα θέλησης! Και ταλέντου, φυσικά! ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Ναι, είχε ταλέντο, δεν μπορώ να πω. Αλλά ό, τι πέτυχε, νομίζω ότι το χρωστούσε, κυρίως, στην θέλησή της. ΚΑΛΕΣΜΕΝΗ: Πότε θα βγει το καινούργιο σας βιβλίο; Το περιμένουμε πως και πως! ΜΗΤΕΡΑ: Θα βγει, θα βγει, μη βιάζεστε! Και θα ναι τέλειο! Το διαισθάνομαι. Και θα σπάσει και ρεκόρ πωλήσεων! Το πότε, θα μας το πει ο κύριος Κρατάκης, από δω. ΚΡΑΤΑΚΗΣ: Μέσα στο μήνα, κυρία μου! Μέσα στο μήνα! ΜΗΤΕΡΑ: Εσείς ξέρετε! Εσείς είστε οι αναγνωρισμένοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Η δική σας κρίση μετράει. Εφόσον κρίνετε πως το βιβλίο μου αξίζει να βγει, τότε, συμφωνώ απόλυτα μαζί σας! Περάστε στον μπουφέ! Ο σύζυγός μου είχε -όπως πάντα- την ευγενή καλοσύνη να παραγγείλει για σας ό,τι καλύτερο υπάρχει. (Μισό-αστειευόμενη) Είναι, βλέπετε, ο επίσημος χορηγός μου. ( Έχουν φτάσει περπατώντας δίπλα στον Αρθούρο. Ο πατέρας τής ανάβει το τσιγάρο που έχει στην πίπα της. Η αδελφή δίπλα του) ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Είχε κατορθώσει, η αθεόφοβη, να τους πείσει όλους ότι ήταν σπουδαία. Έτσι πήραν και τα μυαλά της αέρα. Ήθελε να τα σαρώσει όλα από μπροστά της, να μην μείνει τίποτε όρθιο στον δρόμο προς την δόξα, ο οποίος 19
την περίμενε -έτσι πίστευε, κούνια που την κούναγε - να τον διασχίσει αγέρωχη. (Μουντζώνοντας στον αέρα) Ε, να εκεί που 'ναι τώρα! Τελικά, την πρόδωσε κι αυτήν η θέλησή της. Κι εγώ που πίστευα ότι δεν θα πέθαινε Κάποιο πρωί, μάλλον μεσημέρι, όπως μου 'παν, τα τίναξε. Αν μπορούσα να μην πήγαινα στην κηδεία Σκέφτηκα, όμως, τι θα 'λεγε ο κόσμος. Είχε η αφιλότιμη τέτοιο πάθος για την επιτυχία, που μπροστά σε αυτό δεν υπολόγιζε τίποτε -ούτε καν τα παιδιά της, εμένα δηλαδή. Την άκουσα μια μέρα με τα ίδια μου τ' αφτιά! ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΣ: Και ο γιος σας, κυρία μου, φοβερός! Μια ιδιοφυΐα! ΜΗΤΕΡΑ: Μα τι λες, χρυσέ μου! Άκουσες ποτέ εσύ στην ίδια οικογένεια να υπάρχουν δυο ιδιοφυΐες; Εγώ, πάντως, ποτέ. (Φεύγει προς την κουίντα και σταματά.) ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Το ξέρω, με μισούσε. Η υποκρίτρια! Μπορεί να μου 'λεγε από τότε που ζούσε ακόμη ο πατέρας μου να πάω να σπουδάσω, αλλά μέσα-μέσα της δεν ξέρω δεν πιστεύω ότι θα το εννοούσε. Ίσως δεν το περίμενε κιόλας ότι θα παρατούσα το εμπόριο, για να πάω στο πανεπιστήμιο. Καλοί ήταν και οι δυο μου οι γονείς. ΜΗΤΕΡΑ: Θέλει πολύ δουλειά ακόμα, το χρυσό μου. Πρέπει να πάει στο πανεπιστήμιο. Αν και τον βλέπω να ασχολείται με το εμπόριο, όπως ο πατέρας του. ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Δεν ξέρω η αδελφή μου πώς ένιωθε γι' αυτούς Αν και με την μάνα μας θα πρέπει τα 'χανε βρει. Ίσως η μάνα μας να μην την θεωρούσε επικίνδυνη και, έτσι, να μην την έβλεπε ανταγωνιστικά, όπως εμένα. Βέβαια, κι η αδελφή μου από την πλευρά της είχε τον τρόπο να ελίσσεται. ΜΗΤΕΡΑ: Δεν ξέρω.. ας κάνει ό, τι θέλει. Αυτός, χρυσέ μου, είναι ικανός όταν πεθάνω να μην έρθει ούτε στην κηδεία μου! (Φεύγει και την ακολουθούν όλοι πλην της αδελφής) ΑΔΕΛΦΗ: (Το στοπ-καρέ ζωντανεύει ξανά και οδεύει προς την έξοδο με τον ίδιο τρόπο που μπήκαν στη σκηνή. Η αδελφή ξεμένει λίγο πίσω) Ξέρεις, μωρέ Μην το παίρνεις κι εσύ έτσι Γιατί ξέρεις κι ο άλλος από την μεριά του ΑΡΘΟΥΡΟΣ: (ενώ φεύγει η αδελφή με παιχνιδιάρικη διάθεση) Αυτό μου την σπάει! Πώς μου την δίνουν οι άνθρωποι που δεν σου λένε καθαρά τι έχουν στο μυαλό τους, να σου πουν ευθέως, ρε παιδί μου, τι θέλουν. Κι εγώ, βέβαια, εντάξει δεν λέω, είχα φτάσει στο άλλο άκρο. Ό,τι περνούσε από μυαλό μου, το έδειχνα ανοιχτά -δεν υπήρχε περίπτωση. Κι αυτό, όπως και να το κάνεις, έχει κόστος. Να, αν δεν ήμουν έτσι, δεν θα 'τρωγα το κεφάλι μου στο πανεπιστήμιο, να χάσω μια ακαδημαϊκή σταδιοδρομία που πιστεύω ότι θα μπορούσα να ακολουθήσω. Δεν βλέπεις τι φυντάνια καθηγητές ξεφυτρώνουν από δω κι από 20
κει στα πανεπιστήμιά μας; Πανεπιστήμια! Μου είπαν, όταν έγινα υφηγητής και ζήτησα να μου βάλουν τα μαθήματά μου τις ίδιες ώρες που δίδασκε ο Άσε, ούτε το όνομά του δεν θέλω να λέω! Τα είχε καταφέρει, όμως, ο κύριος να τον σέβονται οι πάντες. Εμ γι' αυτό, με κάτι τέτοιους όπως η αφεντιά του, έφτασε η φιλοσοφία στο χάλι που 'ναι. Ακούει ο άλλος φιλοσοφία και περιμένει να του 'ρθει κατακούτελα καμιά εξωφρενική, ακαταλαβίστικη μπαρούφα. Γιατί, ακριβώς, κάτι μεγαλοσχήμονες, όπως ο κύριος αυτός, βγάζουν από το μυαλό τους κάτι θεωρίες, μα κάτι θεωρίες, που αναρωτιέσαι πού στο διάβολο υπάρχουν όλα αυτά τα πράγματα που με τόση ευκολία σου αραδιάζουν μπροστά σου σαν να μην τρέχει τίποτε. Νομίζεις, τελικά, ότι είσαι ηλίθιος. Κι όμως, οι φοιτητές προτιμούσαν να πηγαίνουν στα μαθήματα τα δικά του παρά να έρχονται στα δικά μου. Όταν με κάλεσε ο Κύριος Κοσμήτωρ να μου υποδείξει να αλλάξω τις ώρες των μαθημάτων -γιατί δεν ήταν δυνατόν, μου τόνισε, το πανεπιστήμιο να με πληρώνει κι εγώ να κάθομαι-, "εντάξει, εντάξει", του είπα, "αυτό το καταλαβαίνω ", αλλά τόσο το χειρότερο για την φιλοσοφία και τους φοιτητές. Ας κάτσουν, λοιπόν, να ακούνε κι αυτόν και τις μεταφυσικές κοτσάνες του. Τα βρόντηξα κι εγώ, κι έφυγα, και ούτε απέξω δεν ξαναπέρασα από το πανεπιστήμιο. Ε, λοιπόν, κόβω το κεφάλι μου, ότι η μάνα μου όταν θα 'κουσε για τα κατορθώματά μου στο πανεπιστήμιο, θα 'νιωσε ανακούφιση. Μέσα της, όμως. Γιατί μπροστά, ξέρω, είμαι βέβαιος, θα μυξόκλαιγε και θα παραπονιόταν που το παιδί της με τόσα προσόντα και τέτοιες αρετές δεν είχε μυαλό να δει το συμφέρον του και να φροντίσει με σύνεση να σταδιοδρομήσει. Αλλά κι ο πατέρας μου, αν ζούσε, τι; Ποσώς θα λυπόταν για την αποτυχία μου στο πανεπιστήμιο. Θα μπορούσε να κοιμάται ήσυχος ότι θα έμενα δέσμιος πια στο εμπόριο, για το οποίο με ήθελε μόνο να υπάρχω. Δεν ήμουν τίποτε γι' αυτούς -συναισθηματικά, τίποτε. Ένα προϊόν της θέλησής των, και τίποτε άλλο. Ο πατέρας μου ήθελε κάποιον να τον διαδεχθεί στις εμπορικές επιχειρήσεις του, και τσουπ, με φύτεψε στο σπίτι του. Και η μάνα μου; Χμ, αυτή με ήθελε από καθαρή ματαιοδοξία. Ήθελε να έχει ένα αγόρι σαν αντίβαρο στην παρουσία του άντρα της, να έχει την αίσθηση ότι υπήρχαν δυο άντρες στο σπίτι που την έχουν ανάγκη έτσι, ώστε να μπορεί να τους χειρίζεται εναλλακτικά τον έναν εις βάρος του άλλου, και τους δυο φυσικά υπέρ του εαυτού της. Κανένας από τους γονείς μου -λυπάμαι που το λέω- δεν με αγάπησε. Με θέλανε κι οι δυο τους απλώς να υπάρχω -για τον δικό του το σκοπό ο καθένας. Αν έγινα ρακοσυλλέκτης και γυρίζω από δω κι από κει για να μαζεύω άχρηστα πράγματα, είναι γιατί μου έλειψε η αγάπη. Ρακοσυλλέκτης, παρακαλώ, όχι παλιατζής. Μην τα μπερδεύομε. Ο παλιατζής είναι πραματευτής, ένας έμπορος, να το πω καθαρά, που μαζεύει παλιοπράματα, τα οποία μπορεί να αγοράζει 21
κιόλας, προκειμένου, όμως, στην συνέχεια να τα εκμεταλλευτεί, να τα διοχετεύσει κάπου για να βγάλει κάποιο κέρδος -είτε πουλώντας τα όπως είναι είτε ανακυκλώνοντάς τα. Όχι, όχι, εγώ γυρίζω και μαζεύω από τους δρόμους και τους κάδους των σκουπιδιών πράγματα που οι άνθρωποι κάποτε αγάπησαν, ή έδειξαν πως αγάπησαν, κι ύστερα, αφού έκαναν την δουλειά τους ή το κέφι τους, και τους άλλαξαν τα φώτα και τα βαρέθηκαν, τα πέταξαν σαν άχρηστα πια, ότι δεν έπρεπε να υπάρχουν. Όπως το άδειο αυτό μπουκάλι. Σιχαίνεσαι να το αγγίξεις έτσι βουτηγμένο που 'ναι μέσα στην βρώμα. Κάποτε, βέβαια, που ήταν γεμάτο νερό, ήταν ένα αξιαγάπητο αντικείμενο, που στεκόταν καμαρωτό σε κάποιο ράφι περιμένοντάς ένα χέρι να το πάρει στην κατοχή του. Μέχρι που πράγματι κάποιος το σήκωσε από 'κει και, αφού το ρούφηξε μέχρι και την τελευταία σταγόνα, του 'δωσε μια και το ξεφορτώθηκε. Το ίδιο και με αυτό το τσαλακωμένο, το ξεφτισμένο δεξί παπούτσι. Ήταν μαζί με το ταίρι του ένα λαμπερό ζευγάρι που τράβηξε την προσοχή κάποιου, ο οποίος το πήρε για να τον πηγαίνει από δω κι από κει και, δεν ξέρω για πόσο καιρό, έγινε ένα μαζί του μέχρι που το βαρέθηκε, όταν εμφανίστηκαν πάνω στην επιφάνειά του τα σημάδια της φθοράς, οι ζάρες, και το πέταξε ο κύριος σαν ένα ψοφίμι στα σκουπίδια να κάνει παρέα με στυμμένες λεμονόκουπες, αποφάγια, σερβιέτες, τσαλακωμένες σακούλες. Αυτά, λοιπόν, τα πράγματα που ξέπεσαν από το βασίλειο της ευτυχίας, όπου ζούσαν κάποτε, φροντίζω να μαζεύω από τους δρόμους και τα σκουπίδια, για να τα περιβάλω με αγάπη, που κανένας πια, έτσι άχρηστα που τα κατάντησαν, δεν είναι διατεθειμένος να τους προσφέρει -ούτε καν να γυρίσει να τους ρίξει ένα βλέμμα τρυφερότητας και συμπόνιας. Κάθε φορά λέω να καθίσω να ασχοληθώ με το καθένα τους χωριστά: να το καθαρίσω από τις βρωμιές που έχουν κολλήσει πάνω του και να το περιποιηθώ -κλείνοντάς του τρύπες, εξαλείφοντάς του γρατσουνιές, εξογκώματα, σκουριές θεραπεύοντάς το από τα κάθε λογής άλλα τραύματα που τους έχουν προκαλέσει αυτά τα κτήνη οι συνάνθρωποί μας, είτε πετώντας τα από δω κι από εκεί, είτε αφήνοντάς τα να σαπίζουν μέσα σε πνιγηρά περιβάλλοντα. Πού καιρός, όμως. Είναι χιλιάδες τα πράγματα στα σκουπίδια και στους δρόμους που χρειάζονται αγάπη, και περιμένουν κάποιον να τα μαζέψει από εκεί. Έναν ρακοσυλλέκτη ίσως... Μακάρι να είχε βρεθεί και για μένα ένας ρακοσυλλέκτης να μου προσφέρει λίγη αγάπη, έστω τοσοδούλα, που κανένας από εκείνους που έπρεπε να μου δείξει δεν φρόντισε να μου την δώσει. Ποιος νοιάστηκε για μένα; Σχεδόν όλες οι λύπες προέρχονται από τις σχέσεις μας με τους άλλους. Όλοι με βλέπανε σαν έναν εύκολο στόχο, που σημαδεύοντάς τον θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την αμαρτωλή θέλησή τους, την επιθυμία τους να ξεκολλήσουν κάτι από μένα. Μπορεί εντάξει, να σου τύχουν ένα σωρό αναποδιές στην ζωή. Το να υποφέρεις, πάντως, από την φύση ή επειδή τα 'φερε έτσι η τύχη δεν 22
συγκρίνεται με τον πόνο που σου προξενεί η αυθαίρετη θέληση του άλλου. Όπως εκείνη η παλιογυναίκα! Ερχόταν κάθε πρωί έξω από την πόρτα μου. Κι έφερνε μαζί και την άλλη, την φίλη της. Επίτηδες. Να τραγουδάνε! Τι να τραγουδάνε, να με νευριάσει ήθελε και να με προκαλέσει. Πόσες φορές την παρακάλεσα, αν ήθελε να τραγουδάει, να πάει στο σπίτι της. Αυτή, όμως, τίποτε, εκεί, τον χαβά της... ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΕΣ: (Έχουν ήδη μπει και έχουν πάρει θέσει. Αρχίζουν εμφανώς επίτηδες να τραγουδάνε ένα εκνευριστικό μοτίβο επαναλαμβανόμενο με φοβερές κορόνες. Κάποια στιγμή ο Αρθούρος τους επιτίθεται, κι αυτές γυρίζουν γύρω-γύρω του. Στο τέλος ο Αρθούρος σπρώχνει την τραγουδίστρια, υπό το βλέμμα της φίλης της, και την ρίχνει κάτω. Οι τραγουδίστριες στοπ-καρέ, κάτω στο έδαφος) ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Το βρομοθήλυκο! Χτύπησε, τελικά, άσχημα. Έσπασε η λεκάνη της. Τόσο άσχημα, μάλιστα, που και μετά την εγχείριση που της κάνανε της έμεινε κουσούρι. Κούτσαινε! Κι έτσι, με πήγε στο δικαστήριο. Κι έφερε και την άλλη, την φίλη της, μάρτυρα! ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΕΣ: (Σηκώνονται και οι δυο και μιλάνε στον δικαστή.) Α. Με σακάτεψε, κύριε πρόεδρε! Με σακάτεψε! Μ' έσπρωξε τόσο δυνατά, που και που ζω, είναι θαύμα. Β. Κι ύστερα κύριε πρόεδρε, την πάταγε από πάνω. Να της βγάλει τα 'ντερα. Αυτό ήθελε! Α. Είναι φως φανάρι, κύριε πρόεδρε, ήθελε να με σκοτώσει! Β. Ναι, ναι, αυτό ήθελε, κύριε πρόεδρε, ακριβώς αυτό! Α. Εκ προμελέτης, κύριε πρόεδρε! Β. Εκ προμελέτης, κύριε πρόεδρε. Μάλιστα! ΑΡΘΟΥΡΟΣ: (Ενώ οι τραγουδίστριες μένουν πάλι στοπ-καρέ) Αποτέλεσμα; Να καταδικαστώ να της πληρώσω όλα τα έξοδα νοσηλείας. Και να της δώσω κι ένα εφάπαξ από πάνω για ψυχική οδύνη. Και να της καταβάλω κάθε μήνα κι ένα επίδομα, εφ' όρου ζωής, παρακαλώ, μια κι έτσι ανάπηρη, ήταν ανίκανη να εργασθεί. (Βγαίνουν οι τραγουδίστριες πολύ ευχαριστημένες και υπερήφανες που κέρδισαν τη δίκη.) Της έφεξε της παλιογυναίκας. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ήθελε απλώς να με εκνευρίσει, να της ρίξω κανένα χαστούκι, και μετά να με εκβιάσει ότι θα μου υπέβαλε μήνυση, κι έτσι να αναγκαστώ εγώ, για να μην την υποβάλει, να την χαρτζιλικώσω. Άκουσε η βρώμα ότι είχα περιουσία, και κατάστρωσε το σχέδιό της. Τα πράγματα, δυστυχώς, εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα γι' αυτήν. Έσπασε η λεκάνη της. Δεν βαριέσαι, όμως, σε καλό της βγήκε. Επί είκοσι χρόνια με απομυζούσε. Μήνας έμπαινε, μήνας έβγαινε, τα 23
λεφτουδάκια μου τα εισέπραττε κανονικά. Ως την περασμένη εβδομάδα όμως, που τα τίναξε. Μόλις μου το 'πε ο δικηγόρος μου, η πρώτη μου δουλειά, όταν γύρισα σπίτι, ήταν να γράψω με μεγάλα κόκκινα γράμματα πίσω από την εξώπορτα "Η γριά πέθανε, το βάρος έφυγε". Να το βλέπω κάθε φορά που πάω να βγω και να ανακουφίζομαι. Πόσο χαρούμενος είμαι τώρα πια που δεν ζει η παλιόγρια! Τι ψάχνεις, όμως Όλες τους το ίδιο συμφεροντολόγες δεν είναι; Και η μάνα μου και η αδελφή μου και η άλλη, η τραγουδίστρια, που ήταν να την παντρευτώ κιόλας, αλλά και οι άλλες που έτυχε να συναντήσω. Πάντα κάτι ήθελαν από μένα. Και μετά, όταν δεν είχαν να πάρουν τίποτα, ως δια μαγείας άλλαζαν -δεν ήθελαν να με βλέπουν. Πόσες φορές δεν είπα για το μικρό μου κοριτσάκι "καλύτερα που δεν έζησες, ψυχούλα μου". Στους λίγους μήνες της ζωής του μόνο ευχάριστες στιγμές μπορώ να θυμάμαι μαζί του. Δεν μιλούσε και το μυαλουδάκι της δεν είχε πήξει ακόμη, για να στήνει, όπως οι άλλες, ίντριγκες, να σε παραπλανά και να σε παρασύρει. Μόνο με κοιτούσε με τα γαλανά ματάκια της και με το κλάμα της με καλούσε κοντά της να της δώσω νερό, να φάει και, κυρίως, να της δείξω αγάπη και θαλπωρή. Ναι, αγάπη και θαλπωρή. Είμαι βέβαιος κάθε φορά που την κοιτούσα και την άγγιζα τρυφερά πως καταλάβαινε ότι ήθελα να της δώσω ό, τι στερήθηκα εγώ -κι ας μη μπορούσε να μου το πει. Το ένιωθα. Όπως νιώθω όλα αυτά τα χιλιάδες βουβά άχρηστα πεταμένα πράματα που τα μαζεύω από δω κι από κει ότι καταλαβαίνουν πως κάποιος που απελπισμένα ψάχνει στην ζωή του για αγάπη, είναι έτοιμος να τους την προσφέρει. Ενώ αν είχε μεγαλώσει η κορούλα μου, θα είχε γίνει σαν την γαϊδούρα την μάνα της. Δεν λες που δεν την παντρεύτηκα. Τι ανοησία, κι ο γάμος: να μοιράζεσαι τα δικαιώματά σου και να διπλασιάζεις τις υποχρεώσεις σου. Λαμπρά! Τελικά, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι κανείς ο εαυτός του όσο είναι μόνος. Εντάξει, δεν λέω ότι ήμουν κανένας κούκλος για να αρέσω στις γυναίκες, αλλά, αν δεν τους έκανα, ας μου το δείχνανε από την αρχή. Γιατί, δηλαδή; Το συμφέρον, όμως, βλέπεις δεν τις αφήνει. Έφταιγα, όμως, κι εγώ. Αφού τις ήξερα τι άτιμες είναι, τι ήθελα μαζί τους; Καλά έκανε και μου τα 'χωσε μια μέρα ένας φοιτητής μου -από τους τρειςτέσσαρις, δηλαδή, όλους κι όλους που είχα-, όταν συναντηθήκαμε τυχαία στον δρόμο. (Κάνοντας ανάλογες κινήσεις σαν να έχει μπροστά του μια σέξι γυναίκα) Είχα βγει ραντεβού με μια έτσι πολύ Πού την θυμήθηκα τώρα κι αυτήν ΜΑΡΙΖΑ: Ήρθα! ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Καλώς το μου! (Φιλιούνται) Έλα πες μου, πες μου πού θες να πάμε; ΜΑΡΙΖΑ: Δεν με νοιάζει! Μαζί σου, όπου και να πάμε είναι μαγευτικά! 24
ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Μωρό μου! ΦΟΙΤΗΤΗΣ: (Μπαίνει) Κύριε καθηγητά! ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Κύριε Παπαϊωάννου! ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Δεσποινίς! ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Ο κύριος Παπαϊωάννου, φοιτητής μου. ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Χαίρω πάρα πολύ! ΜΑΡΙΖΑ: Μαρίζα Παπαηλιού! ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Κύριε καθηγητά, άλλα μας λέγατε στο μάθημα ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Άλλα; Πώς άλλα, δηλαδή; ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Μας λέγατε ότι την ευτυχία -αν, τελικά, υπάρχει τέτοιο πράγμα πάνω στην γη- μπορούμε να την αποκτήσομε μόνον εφόσον απέχομε από τις ηδονές, από αυτό που συνηθίζομε να ονομάζομε "χαρές της ζωής". Και τώρα τι βλέπω; Κάνετε το αντίθετο, το εντελώς αντίθετο μάλιστα! Δάσκαλε που δίδασκες ΜΑΡΙΖΑ: Αχ, μη το λέτε, είναι πολύ καλός! ΑΡΘΟΥΡΟΣ: Αγαπητέ μου, σας διαφεύγει μια μικρή λεπτομέρεια. Αν με ρωτήσετε πού είναι η τάδε οδός, θα σας δείξω απλώς πού να πάτε να την βρείτε. Δεν θα κουβαληθώ κι εγώ μαζί σας ως εκεί. Αλλιώς, αγαπητέ μου, αν το έκανα θα με περνούσατε σίγουρα για ηλίθιο. (Ο φοιτητής φλερτάρει την Μαρίζα και μετά την παίρνει και φεύγουν) Τι να πεις, όμως. Όλη μας η ζωή είναι βουτηγμένη μέσα στην αντίφαση έτσι, που να μην βγάζεις άκρη. Αν κάνεις το ένα, θα έλθεις αντιμέτωπος με το άλλο, το αντίθετο. Είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα σε μια δύναμη που δεν μπορούμε να ξεφύγομε μακριά της ούτε πόντο. Πέρα από αυτήν, δεν υπάρχει τίποτε. Απολύτως τίποτε. Θάνατος και πάλι θάνατος. Αν, κάποια στιγμή, σε εγκαταλείψει η δύναμη αυτή, τότε πάει, πέθανες. Ή κι ο ίδιος -μην αντέχοντας το μαρτύριο να σου λέει η δύναμη αυτή διαρκώς κάνε αυτό και μετά εκείνο κι ύστερα το άλλο- αν επιχειρήσεις να της ξεφύγεις, ο θάνατος πάλι θα σε περιμένει εκεί, στην γωνία. Όπως ο πατέρας μου, που, όταν της γύρισε την πλάτη του για να μην έχει πάρε-δώσε μαζί της, τότε απλά τέλος Έτσι θέλησε Θέληση. Ναι, ακριβώς, αυτή είναι η δύναμη που μας κρατάει στην ζωή. Η θέληση. Όταν μας εγκαταλείψει ή φύγομε εμείς μακριά από την επιρροή της, τότε πάει, ξοφλήσαμε, δεν μπορούμε να ζούμε πια. Θέληση, ίσον θέληση για ζωή. Ο κόσμος! Δεν ξέρω πώς φτιάχτηκε Αν τον δημιούργησε κάποιος Ούτε και 25