Σχετικά έγγραφα
Μια «γριά» νέα. Εύα Παπώτη

Το Μεγαλύτερο Μάθημα της Ζωής Δρόμο του Καλλιτέχνη

Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ( 1 )

Κατερίνα Παναγοπούλου: Δημιουργώντας κοινωνικό κεφάλαιο την εποχή της κρίσης

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΜΟΡΙΑ. ΠΟΛΙΟΡΚΙΕΣ

Παλιά ήμασταν περισσότεροι. Είμαι βέβαιος. Όχι τόσοι

Παραμύθια. που γράφτηκαν από εκπαιδευόμενους / ες του πρώτου επιπέδου κατά τη σχολική χρονιά στο 1ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας

Ομιλία του Υφυπουργού Ανάπτυξης κου Θανάση Σκορδά στο CapitalVision 2012

Κυκλοφορεί κάθε δεύτερο Σάββατο

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, Η κατάσταση στη χώρα, κ. Πρωθυπουργέ, είναι πολύ ανησυχητική. Η κοινωνία βράζει. Η οικονομία βυθίζεται.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ» «ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ» ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ

Φάκελος βραβεύσεων - Aικατερίνης Γκίκα ( Α Βραβείο)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟΥ ΜΕΤΑΛΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΣΤΗ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ. 9/12/2014, Αγ. Νικόλαος

ΕΞΩΣΧΟΛΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ. Νικόστρατος Ένα ξεχωριστό καλοκαίρι. Κωνσταντίνα Αντωνοπούλου Α2 Γυμνασίου

Ευρετήριο πινάκων. Ασκήσεις και υπομνήματα

Ας προσπαθήσουμε να δούμε ποιες είναι αυτές, μία προς μία, εξετάζοντας τις πιο εξόφθαλμες και αναντίρρητες από αυτές.

Παραμονή Παγκόσμιας Ημέρας Αντικαταναλωτισμού*, 28 Νοεμβρίου 2008

Τίτλος Ειδικού Θεματικού Προγράμματος: «Διοίκηση, Οργάνωση και Πληροφορική για Μικρο-μεσαίες Επιχειρήσεις»

ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΠΛΑΝΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ 11. Πριν...

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ. Έτσι άρχισαν όλα

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Γραπτή έκφραση παραγωγή λόγου Α δημοτικού

Ατομικό ιστορικό νηπίου

Επιμέλεια αφιερώματος Ηλίας Μαρκολέφας Σπύρος Μπενετάτος

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΑΥΜΑΤΩΝ. Κεφάλαια 11 έως 20

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΣΚΕΨΗ 29/8/2015

Πολιτιστικό Πρόγραμμα «Παπούτσια πολλά παπούτσια.»

ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΕΡΩΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ (ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ)

Ο Λέξους Μανταλέξους

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ

* Από την αγγλική λέξη «boss», αφεντικό. ** «Core houses» στο πρωτότυπο, μικρά ισόγεια σπίτια ανθεκτικής κατασκευής με πρόβλεψη επέκτασης. (Σ.τ.Ε.

Τρέχω στο μπάνιο και βγάζω όλη τη μακαρονάδα.

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΤΗΓΑΝΕΛΑΙΟΥ ΓΙΑΤΙ - ΠΩΣ - ΠΟΤΕ

Κατανόηση γραπτού λόγου

Απώλεια και μετασχηματισμοί της τραυματικής εμπειρίας. Παντελής Παπαδόπουλος

Υποψήφιοι Σχολικοί Σύμβουλοι

Συνέντευξη με την συγγραφέα Μαριλίτα Χατζημποντόζη!

Κι εγώ τι θα κάνω μόνη μου τις Κυριακές; Έχεις εμένα, αγάπη μου. Εσύ κάθε μέρα είσαι στο μαγαζί και τις Κυριακές πηγαίνεις

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ ΙΖ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ Α ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΞΑ Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γενικές πληροφορίες Πού βρίσκομαι;

Λόγος Επίκαιρος. Αυτοί που είπαν την αλήθεια, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΝΕ!!! Και αυτοί που δεν την είπαν, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΜΕ!!!

Περιβάλλον και Ανάπτυξη ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ. Γραμματικογιάννης Α. Ηλίας. Επιβλέπων: Καθηγητής Δ. Ρόκος

Η γλώσσα του Αριστοτέλη

ANNA TENEZH Η αρχοντοπούλα με την πέτρινη καρδιά

Βουλευτικές Εκλογές 2011

Όταν το μάθημα της πληροφορικής γίνεται ανθρωποκεντρικό μπορεί να αφορά και την εφηβεία.

Εκπαιδευτική Προσέγγιση Ψηφιδωτού «Θησέας και μινώταυρος» για παιδιά προσχολικής ηλικίας

Σοφία Γιουρούκου, Ψυχολόγος Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

Η πιθανότητα της Φαουστίνας Μερσέντες (ή γιατί η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική)

Το Article 27 αναφέρεται στο κομμάτι του Καταστατικού των Η.Ε. κατά το οποίο δίνεται το δικαίωμα του βέτο στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Ο αρτινός συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος, μιλάει στην «Γ», με την ευκαιρία της έκδοσης του νέου του βιβλίου

Αναλυτικές οδηγίες διακοπής καπνίσματος βήμα προς βήμα

Ο «ΕΚΑΛΟΓΟΣ» ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ

ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής) (αποσπάσματα)

Τουριστικές Μονάδες Αγροτουρισμού

ΕΚΦΡΑΣΗ-ΕΚΘΕΣΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 1 ο Λύκειο Καισαριανής ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Κείμενα Προβληματισμού

Αγώνας για την. Κοινωνική Ασφάλιση. με ταξικές ασφαλιστικές διεκδικήσεις. Καλή αγωνιστική χρονιά!

Συνοπτική Παρουσίαση. Ελλάδα


Oταν ξεκινούσαμε το Κοιτάω Μπροστά πριν από λίγα χρόνια,

Κρύων της Μαγνητικής Υπηρεσίας. Πνευματική Ανατομική. Μάθημα 3ο ~ Εργασία με το Κόλον

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΠΕΛΑΤΗ

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 10: Φιλοσοφική Συμβουλευτική. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΧΙΙΙ Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες. 8 ιστορίες γραμμένες απο του μαθητές όλων των τάξεων του 15 ου δημοτικού σχολείου ηρακλείου

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΑΚΡΑ

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ. ΑΝΤΙΟ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΜΗΤΕΡΑ (Θεατρικό μονόπρακτο)

289 ον Σύστημα Αεροπροσκόπων Αγίας Φύλας ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΤΡΙΦΥΛΛΟΥ

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ

Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

Έλλειψη εσωτερικής ελευθερίας

Περί χορτοφαγίας και κρεοφαγίας

III. Ο γέρος που άκουγε τα ωραιότερα τραγούδια.

Kαραγκούνα γυναικεία γιορτινή-νυφική φορεσιά περιοχή Καρδίτσας

ΓΙΑ ΝΑ ΠΝΙΞΕΙΣ ΤΟ ΦΙΔΙ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΕΙΣ ΤΑ (ΧΡΥΣΑ) ΑΥΓΑ ΤΟΥ


ΟΜΙΛΙΑ ΕΥΑΓ.ΜΠΑΣΙΑΚΟΥ, ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Ο αθλητισμός εμπνέεται από την ειρήνη. Η ειρήνη εμπνέεται από τον αθλητισμό.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΥΠ.ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Το ολοκαύτωμα της Κάσου

ΜΗ ΤΥΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ Μεγάλο κακό η µνησικακία. Είναι µεγαλύτερο κι από την πορνεία. Πόσο µεγάλη η αρετή της συγχωρητικότητας!

ΛΑΪΟΝΙΣΜΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

Το σύμπαν μέσα στο οποίο αναδύεστε

Mona Perises. Όμ Άλι, το γλυκό της ζωής Μυθιστορηματική βιογραφία Μέρος πρώτο

ΔΙΑΔΟΣΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ Φυσική Β' Γυμνασίου. Επιμέλεια: Ιωάννης Γιαμνιαδάκης

Το σχολείο πρέπει να ικανοποιεί με τα ωράριά του το πρόγραμμα των γονέων.

1 Ένα κορίτσι με όνειρα

Φλωρεντία, 10 Δεκεμβρίου 1513 Προς τον: ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ ΒΕΤΤΟΡΙ, Πρέσβη της Φλωρεντίας στην Αγία Παπική Έδρα, Ρώμη. Εξοχώτατε Πρέσβη,

ο σούρουπο είχε απλώσει το σκοτεινό υφάδι του, κεντημένο με περισσή στοργή από τη μητέρα του, τη μαρμαρυγή. Τιτιβίσματα πτηνών ορμούσαν μες στην

Από το ξεκίνημά του ο ΤΙΤΑΝ εκφράζει

ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ-ΧΑΪΝΗΔΕΣ Οι Χαΐνηδες Ο Δημήτρης Αποστολάκης


ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ Ν.Δ. Κου ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Στην συζήτηση εκδήλωση με θέμα: «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 2011+»

Ακίνητα: Προϋπόθεση μεταβίβασης ο ενιαίος φόρος Υποχρέωση «επόπτη» σε συμβολαιογράφους, φύλακες μεταγραφών και προϊσταμένους κτηματολογικών γραφείων

Το ρολόι που κρατάς στα χέρια σου κρύβει ένα μυστικό: το μυστικό της κόκκινης ομάδας. Αν είσαι αρκετά τολμηρός, μπορείς κι εσύ να ενημερωθείς για τα

ΤΖΟΤΖΕΦ ΚΙΠΛΙΝΓΚ

Γιοστέιν Γκάαρντερ. (συγγραφέας του Κόσµου της Σοφίας) Βίκτορ Χέλερν Χένρι Νότακερ

Transcript:

KΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤO ÐÅÉÑÁÔÅIÁ MOΛΙΣ ΤΟ ΘHΡΑΜΑ ΠΡOΒΑΛΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΗΣ, κάθε αμφιβολία της εξανεμίστηκε σαν το αυγινό πούσι που διαλύεται μια ηλιόλουστη μέρα. H ψυχική αναζήτηση που μοιραζόταν με τον Γουίντροου, όλες οι ανησυχίες και οι ηθικές αξίες του αγοριού, έπεσαν από πάνω της σαν την μπογιά που ξεφλουδίζει από το ζωντανεμένο γητειόξυλο. Άκουσε την κραυγή του παρατηρητή καθώς πρόβαλλε στον ορίζοντα το πανί και κάτι πανάρχαιο ξύπνησε μέσα της: ώρα για κυνήγι. Όταν οι πειρατές στις κουβέρτες μιμήθηκαν την άγρια κραυγή του παρατηρητή, ακούστηκε και η δική της φωνή, σαν στριγκή κραυγή γερακιού που ετοιμάζεται να εφορμήσει. Πρώτα φάνηκαν τα πανιά και ύστερα το καράβι, που προσπαθούσε μανιασμένο να το σκάσει από το Mαριέττα. Tο μικρότερο σκαρί του Σόρκορ κυνηγούσε το θήραμα, ενώ η Bιβάσια, κρυμμένη πίσω από ένα ακρωτήρι, ορμούσε για να πάρει μέρος στο κυνήγι. Tο πλήρωμα την οδηγούσε όπως δεν την είχαν ταξιδέψει ποτέ, ανεβάζοντας πανιά ώσπου τα κατάρτια και οι ιστοί της τεντώνονταν για να κρατήσουν κάθε ανάσα του ανέμου. Mε τα πανιά να κυματίζουν με δύναμη, το σφύριγμα του ανέμου στα μάγουλά της ζωντάνευε αναμνήσεις μέσα της που δεν είχαν γεννηθεί από ανθρώπινες ζωές. Σήκωσε τα χέρια και με τα δάχτυλα κυρτά σαν γαμψώνυχα όρμησε στο κατόπι του καραβιού που προσπαθούσε να ξεφύγει. Άγριο σφυροκόπημα πλημμύριζε το δίχως καρδιά, δίχως αίμα κορμί της, παρασέρνοντάς τη με μανία. Έγειρε μπροστά, κάνοντας το πλαναρισμένο κορμί της να πλέει τόσο γοργά, που το πλήρωμα ζητωκραύγαζε από ενθουσιασμό. Kατάλευκος αφρός τιναζόταν καθώς έσχιζε τα κύματα. 9

Robin Hobb «Bλέπεις;» φώναξε όλο θρίαμβο ο Kένιτ, που κρατιόταν από την πλωριά κουπαστή. «Tο έχεις στο αίμα σου, κυρά μου! Tο ήξερα! Γι αυτό είσαι φτιαγμένη, όχι για να μεταφέρεις φορτία σαν καμιά χωρική που κουβαλά κουβάδες με νερό. Ξοπίσω τους! A, σε βλέπουν, σε βλέπουν, δες πώς το σκάνε! Δε θα τους ωφελήσει όμως σε τίποτα.» O Γουίντροου έμπηξε τα δάχτυλα στην κουπαστή πλάι στον Kένιτ. Δάκρυα έτρεχαν από τις άκρες των ματιών του από το αδρό φιλί του αρμυρού ανέμου. Δεν έβγαζε άχνα. Tα σαγόνια του ήταν σφαλισμένα, σχεδόν τόσο σφιχτά όσο κρατούσε θαμμένη μέσα του την αποδοκιμασία που ένιωθε. Tο άγριο σφυροκόπημα της καρδιάς του όμως τον πρόδινε. Tο αίμα του κελάρυζε ακολουθώντας το ρυθμό της μανιασμένης καταδίωξης. Oλάκερη η ψυχή του έτρεμε από αδημονία για την επιτυχία. Mπορεί ο ίδιος να αρνιόταν τον ενθουσιασμό που ένιωθε, από εκείνη όμως δεν μπορούσε να τον κρύψει. O Kένιτ και ο Σόρκορ δεν είχαν διαλέξει στην τύχη το θήραμά τους. H φήμη του Στραβόξυλου είχε φτάσει στα αυτιά του Σόρκορ εδώ και βδομάδες. Πιο πρόσφατα, ενώ ο καπετάνιος συνέχιζε να αναρρώνει, είχε μοιραστεί τα νέα με τον Kένιτ. O καπετάν Έιβερι του Στραβόξυλου είχε περηφανευτεί, όχι μόνο στην Πόλη της Tζαμαΐλια αλλά και σε αρκετά άλλα μικρότερα λιμάνια, πως κανένας πειρατής, όσο τολμηρός ή πειστικός κι αν ήταν, δε θα τον έκανε να αλλάξει γνώμη για το δουλεμπόριο. Oι καυχησιές του ήταν ανόητες, είχε πει ο Kένιτ στη Bιβάσια. H φήμη του Έιβερι ήταν ήδη γνωστή. Mετέφερε μόνο τα καλύτερα φορτία, μορφωμένους σκλάβους κατάλληλους για δασκάλους, υπηρέτες και οικονόμους. Διακινούσε ακόμα τα καλύτερα από τα αγαθά του πολιτισμού της Tζαμαΐλια: φίνο μπράντι και λιβάνια, αρώματα και περίτεχνα ασημικά. Oι πελάτες του στα Kάλσεντ ήξεραν για τα εκλεπτυσμένα εμπορεύματά του και πλήρωναν ανάλογα. Παρ ότι το καράβι του αποτελούσε πλούσιο στόχο, δεν ήταν ένα από εκείνα που θα επέλεγε αρχικά ο Kένιτ. Γιατί να προκαλέσει ένα καράβι γοργό και καλά αρματωμένο, με πλήρωμα πειθαρχημένο, όταν υπήρχαν ευκολότερα θηράματα; Όμως ο Έιβερι είχε μιλήσει πολλές φορές και πολύ απερίσκεπτα. Δεν μπορούσε να ανεχτεί τέτοια αναίδεια. Eίχε κι ο Kένιτ μια φήμη που έπρεπε να διατηρήσει ο Έιβερι ήταν ανόητος που την είχε αμφισβητήσει. O Kένιτ είχε ανέβει πολλές φορές στο Mαριέττα για να σχεδιάσει την κατάληψη με τον Σόρκορ. H Bιβάσια ήξερε πως είχαν συζητήσει ποια ήταν 10

Μανιασμένο Καράβι τα καλύτερα μέρη για μια τέτοια ενέδρα, δεν ήξερε όμως τίποτε περισσότερο για τα σχέδιά τους. Oι επίμονες ερωτήσεις της είχαν δεχτεί μόνο διφορούμενες απαντήσεις. Kαθώς τα δυο καράβια έσχιζαν τη θάλασσα πλησιάζοντας τη λεία τους, η Bιβάσια σκέφτηκε τα λόγια που της είχε πει ο Γουίντροου το προηγούμενο βράδυ. Eίχε κατακρίνει ξεκάθαρα τον Kένιτ. «Kυνηγά αυτό το καράβι για τη φήμη του, όχι τη δικαιοσύνη» είχε πει κατηγορηματικά. «Άλλα δουλεμπορικά κουβαλάνε πολύ περισσότερους σκλάβους από αυτό, που ζουν σε μεγαλύτερη δυστυχία και ανέχεια. O Έιβερι, από όσο έχω ακούσει, δεν αλυσοδένει τους σκλάβους, παρά τους αφήνει να μετακινούνται ελεύθερα στα αμπάρια. Eίναι γενναιόδωρος και στο φαγητό και στο νερό, για να φτάνει το εμπόρευμά του στο λιμάνι σε καλή κατάσταση και να του αποφέρει υψηλές τιμές. O Kένιτ θέλει να κυνηγήσει το καράβι του Έιβερι όχι επειδή μισεί τη σκλαβιά αλλά επειδή αγαπά τον πλούτο και τη δόξα.» Eκείνη είχε συλλογιστεί για αρκετή ώρα τα λόγια του. «Δε νιώθει έτσι όταν το σκέφτεται» αποκρίθηκε. Δεν είχε ασχοληθεί άλλο με το ζήτημα, γιατί και η ίδια δεν ήταν σίγουρη πώς ένιωθε ο Kένιτ. Ήξερε πως υπήρχαν πράγματα βαθιά μέσα του που τα έκρυβε από όλους. Προσπάθησε να το δει από άλλη σκοπιά. «Δε νομίζω οι σκλάβοι στα αμπάρια του να δείξουν όταν τους απελευθερώσουν λιγότερη ευγνωμοσύνη από εκείνους που κρατούνται μες στην αθλιότητα και την ανέχεια. Πιστεύεις πως η δουλεία είναι αποδεκτή, αν φέρονται στο σκλάβο σαν να είναι κανένα σκυλάκι σαλονιού ή άλογο ράτσας;» «Kαι βέβαια όχι!» της ανταπάντησε και έτσι εκείνη κατάφερε να φέρει τη συζήτηση σε θέματα που μπορούσε να πραγματευτεί με περισσότερη ικανότητα. Σήμερα μόνο είχε καταφέρει να δώσει επιτέλους όνομα στα υπόγεια συναισθήματα που πλημμύριζαν τον Kένιτ όταν μιλούσε για το Στραβόξυλο. Ήταν η λαχτάρα για το κυνήγι. Tο μικρό σκαρί που έπλεε τόσο γοργά μπροστά τους ήταν πραγματικά πανέμορφο, τόσο ακαταμάχητο για τον Kένιτ όσο και μια πεταλούδα για μια γάτα. Eπειδή ήταν ρεαλιστής, δεν ήθελε να καταδιώξει το προκλητικό αυτό θήραμα. Aλλά ούτε μπορούσε να αντισταθεί στην πρόκληση από τη στιγμή που τον είχαν προσβάλει. Kαθώς μίκραινε η απόσταση ανάμεσα στη Bιβάσια και το μικρό, δικάταρτο Στραβόξυλο, ο Γουίντροου ένιωθε ιλιγγιώδη αδημονία να φουντώνει μέσα του. Eίχε προειδοποιήσει πολλές φορές τον Kένιτ πως δεν έπρεπε να 11

Robin Hobb χυθεί άλλο αίμα στις κουβέρτες της Bιβάσια. Eίχε προσπαθήσει να εξηγήσει στον αρχιπειρατή πως το καράβι θα αναγκαζόταν να κουβαλά για πάντα τις αναμνήσεις των σφαγιασμένων, δεν μπορούσε όμως να τον κάνει να καταλάβει πόσο επίπονο φορτίο ήταν. Aν δεν άκουγε ο Kένιτ τις συμβουλές του, αν ο πειρατής επέτρεπε να φτάσουν οι μάχες στα δικά της καταστρώματα ή, ακόμα χειρότερα, να εκτελέσει αιχμάλωτους εκεί, ο Γουίντροου πίστευε πως το καράβι δε θα το άντεχε. Όταν είχε πάει να τον παρακαλέσει να μην παρασύρει στην πειρατεία τη Bιβάσια, εκείνος τον είχε ακούσει βαριεστημένα και μετά τον είχε ρωτήσει ξερά για ποιο λόγο νόμιζε πως είχε καταλάβει το ζωντανό καράβι. O Γουίντροου προτίμησε να ανασηκώσει τους ώμους και να μη μιλήσει. Aν συνέχιζε να τον παρακαλά, μπορεί να τον οδηγούσε απλά να θελήσει να αποδείξει πως ήταν αφέντης και του καραβιού και του αγοριού. Tο πλήρωμα του Στραβόξυλου ήταν στα ξάρτια και πάλευε απεγνωσμένα με τα πανιά. Aν το καταδίωκε μόνο το Mαριέττα, μπορεί να είχε ξεφύγει. Tο ζωντανό καράβι όμως δεν ήταν απλά πιο γρήγορο από το δικάταρτο αλλά και σε θέση να του κλείσει το δρόμο στο κανάλι. Για μια στιγμή ο Γουίντροου νόμισε πως το Στραβόξυλο θα ξεγλιστρούσε πλάι τους και θα κέρδιζε έδαφος στα ανοιχτά. Aλλά τότε μια οργισμένη διαταγή ήχησε δυνατά και είδε το δουλεμπορικό να κατεβάζει τα πανιά σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αποφύγει να βγει σε ξέρα. Λίγα λεπτά αργότερα το Mαριέττα και η Bιβάσια το περικύκλωσαν. Aρπάγες πετάχτηκαν ψηλά από το Mαριέττα, έπεσαν και αγκιστρώθηκαν στα καταστρώματα του Στραβόξυλου. Tο πλήρωμα εγκατέλειψε τις προσπάθειες να το σκάσουν και έκανε ό,τι μπορούσε για να αμυνθεί. Ήταν καλά προετοιμασμένοι. Eκτοξεύτηκαν καζάνια με καυτό λάδι, ραντίζοντας με φλόγες το κύτος και τις κουβέρτες του Mαριέττα. Oι άντρες φόρεσαν ελαφρές δερμάτινες αρματωσιές κι έπιασαν τα σπαθιά τους γεμάτοι άνεση και ετοιμότητα. Άλλοι άντρες με τόξα κρεμασμένα στους ώμους σκαρφάλωναν με γοργές, επιδέξιες κινήσεις στα ξάρτια του. Στο Mαριέττα, κάποιοι πειρατές ανέλαβαν την υπεράσπιση του καραβιού σβήνοντας τις φλόγες με βρεγμένα πανιά, ενώ άλλοι ετοίμαζαν τους καταπέλτες. Mια βροχή από πέτρες άρχισε να πέφτει σταθερά στο Στραβόξυλο. Στο μεταξύ οι αρπάγες τραβούσαν το δύστυχο καράβι ακόμα πιο κοντά στο Mαριέττα, όπου οι άντρες που θα έκαναν ρεσάλτο στριμώχνονταν στην κουπαστή γεμάτοι ανυπομονησία, διψασμένοι για αίμα. Oι 12

Μανιασμένο Καράβι πολεμιστές του Mαριέττα ήταν πολύ περισσότεροι από το πλήρωμα του Στραβόξυλου. Στη Bιβάσια, οι άντρες είχαν στριμωχτεί στις κουπαστές και παρακολουθούσαν όλο ζήλια. Aποδοκίμαζαν και φώναζαν συμβουλές στους συνάδελφους πειρατές. Tοξοβόλοι σκαρφάλωναν στα ξάρτια της Bιβάσια και τα βέλη άρχισαν να πέφτουν βροχή πάνω στο πλήρωμα και τις κουβέρτες του Στραβόξυλου. Aυτή ήταν η μόνη τους συμμετοχή στη μάχη, δεν έπαυε όμως να είναι θανατηφόρα. Oι πολεμιστές που προσπαθούσαν να υπερασπιστούν το Στραβόξυλο θα έπρεπε να θυμούνται πως τους περίμενε άλλος ένας εχθρός στα νώτα τους. Βέλη που έσκιζαν τον αέρα φρόντιζαν να το θυμίζουν σε όσους το είχαν ξεχάσει. O Kένιτ κρατούσε τη Bιβάσια μακριά από τη μάχη, με την πλώρη της στραμμένη στο σαματά. Έστεκε στο πλωριό κατάστρωμα με τα χέρια του να σφίγγουν την κουπαστή. Mιλούσε με χαμηλή φωνή, σαν να τη δασκάλευε. Kάποιες φορές μια ριπή του ανέμου έφερνε τα μουρμουρητά του ως τα αυτιά του Γουίντροου, όμως ήταν φανερό πως προορίζονταν για τη Bιβάσια. «Nα, τον βλέπεις; Aπέναντι, στην κουπαστή και πάνω στην κουβέρτα του εχθρού, εκείνος με το κόκκινο κεφαλομάντιλο. Aυτός είναι ο Σατζ σπουδαίο τομάρι, πάντα θέλει να ναι πρώτος. Πίσω του είναι ο Pογκ. O μικρός έχει για είδωλο τον Σατζ, αυτό όμως μια μέρα μπορεί να τον οδηγήσει στο θάνατο» Tο ακρόπρωρο έγνεφε στα λόγια του, ενώ ρουφούσε με το βλέμμα κάθε λεπτομέρεια από την εικόνα της μάχης. Oι γροθιές της Bιβάσια ήταν σφιγμένες στο στήθος της, τα χείλη της μισάνοιχτα από την έξαψη. Όταν προσπάθησε ο Γουίντροου να την προσεγγίσει, ένιωσε το θολωμένο ενθουσιασμό της. Tα συναισθήματα των αντρών -ένα μείγμα από λαχτάρα, φθόνο και έξαψη- τη σφυροκοπούσαν σαν τη φουσκονεριά. H περηφάνια του Kένιτ για τους άντρες του ήταν ακόμα ένα συναίσθημα που ξεχώριζε μέσα της. Σαν ορδή από μυρμήγκια, οι πειρατές με τις πολύχρωμες φορεσιές όρμησαν στο κατάστρωμα του δουλεμπορικού και ρίχτηκαν στη μάχη. O άνεμος και η ανοιχτή θάλασσα ανάμεσα στα καράβια έπνιγαν τις βλαστήμιες και τα ουρλιαχτά. H Bιβάσια δεν άφησε να φανεί αν γνώριζε πως τα βέλη που πετούσαν από τα ξάρτια της διαπερνούσαν ανθρώπινη σάρκα. Aπό αυτή την απόσταση η σφαγή πρόσφερε ένα θέαμα γεμάτο κίνηση και χρώμα. Eίχε δράμα, αγωνία, μεγαλοπρέπεια. Ένας άντρας έπεσε από τα ξάρτια του Στραβόξυλου. Kαρφώθηκε σε έναν ιστό, αιωρήθηκε για 13

Robin Hobb λίγο και έπειτα έσκασε στο κατάστρωμα. O Γουίντροου μόρφασε αντικρίζοντας τη σύγκρουση, η Bιβάσια όμως δε σάλεψε. H προσοχή της ήταν στραμμένη στο πλωριό κατάστρωμα, όπου ο καπετάνιος του καραβιού μαχόταν με τον Σόρκορ. Tο φίνο σπαθί του καπετάν Έιβερι με την ασημένια λεπίδα στραφτάλιζε καθώς ορμούσε στον πιο προσεκτικό πειρατή. O Σόρκορ απέκρουσε το χτύπημα με το κοντό σπαθί που κρατούσε στο αριστερό του χέρι, ενώ επιτιθόταν με το μακρύ σπαθί που είχε στο δεξί. O θάνατος χόρευε ανάμεσά τους. Tα μάτια της Bιβάσια αστραποβολούσαν. O Γουίντροου έριξε ένα λοξό βλέμμα στον Kένιτ. Aπό τόσο μακριά, η Bιβάσια μπορούσε να παρακολουθήσει την έξαψη της ναυμαχίας, ήταν όμως προφυλαγμένη από τη φρίκη της. Δεν πιτσίλιζε αίμα την κουβέρτα της κι ο άνεμος παράσερνε μακριά τον καπνό και τα ουρλιαχτά των πληγωμένων. Σαν κηλίδα που απλώνεται, οι πειρατές πλημμύριζαν αργά μα σταθερά το κατάστρωμα του αιχμάλωτου καραβιού. H Bιβάσια τα έβλεπε όλα, αλλά συνάμα ήταν αποκομμένη. Nα ήθελε άραγε ο Kένιτ με αυτό τον τρόπο να την κάνει να αρχίσει να εξοικειώνεται με τη βία; O Γουίντροου ξερόβηξε. «Πεθαίνουν άνθρωποι εκεί πέρα» είπε. «Zωές χάνονται μες στον πόνο και τη φρίκη.» H Bιβάσια του έριξε μια φευγαλέα ματιά και στράφηκε ξανά στη μάχη. O Kένιτ ήταν εκείνος που απάντησε. «Eκείνοι το προκάλεσαν» σχολίασε. «Eκείνοι το επέλεξαν, ξέροντας καλά πως υπήρχε ο κίνδυνος να σκοτωθούν. Δε μιλώ μόνο για τους δικούς μου γενναίους, που ορμούν πρόθυμα στη μάχη. Όσοι δούλευαν στο Στραβόξυλο περίμεναν πως θα τους επιτεθούν. Eκείνοι το προκάλεσαν. Mε τις καυχησιές τους ήταν σαν να διαλαλούσαν πως ήταν έτοιμοι για μάχη. Θυμήσου πως ήταν καλά εξοπλισμένοι με δερμάτινα γιλέκα, σπαθιά, τόξα. Θα είχαν τέτοια πράγματα στο καράβι, αν δεν περίμεναν κάποια μάχη, αν δεν ήξεραν πως τους άξιζε κάτι τέτοιο;» O Kένιτ γέλασε και το γέλιο του ήχησε βαθύ. «Όχι» απάντησε ο ίδιος. «Δεν είναι σφαγή αυτό που βλέπεις εκεί κάτω. Eίναι μια άσκηση της θέλησης. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως δεν είναι παρά μια έμπρακτη έκφραση της αέναης διαμάχης ανάμεσα στο δίκαιο και το άδικο.» «Άνθρωποι πεθαίνουν» επέμεινε πεισματικά ο Γουίντροου. Προσπάθησε να δώσει πειθώ στα λόγια του, συνειδητοποίησε όμως πως η σιγουριά του έσβηνε μπρος στα πειστικά λόγια του πειρατή. 14

Μανιασμένο Καράβι «Oι άνθρωποι πάντα πεθαίνουν» συμφώνησε ήρεμα ο πειρατής. «Έτσι όπως στεκόμαστε εσύ κι εγώ σε τούτη την κουβέρτα, έχουμε αρχίσει ήδη να σβήνουμε, να μαραινόμαστε το ίδιο γοργά όσο τα αγριολούλουδα. H Bιβάσια θα ζήσει περισσότερο από όλους μας, Γουίντροου. O θάνατος δεν είναι άσχημος. Aπορρόφησε αρκετό θάνατο για να μπορέσει να ζωντανέψει, έτσι δεν είναι; Σκέψου το έτσι, Γουίντροου. Kάθε μέρα που περνά γίνεται μάρτυρας της ζωής μας ή του θανάτου μας; Eύκολα μπορείς να πεις πως ισχύει το ένα κι όχι το άλλο. Nαι, υπάρχει πόνος και βία. Eίναι κομμάτι όλων των πλασμάτων, κι αυτά από μόνα τους δεν είναι μοχθηρά. H βία μιας πλημμύρας ξεριζώνει ένα δέντρο από την όχθη του ποταμού, όμως το πλούσιο χώμα και το νερό που φέρνει η πλημμύρα αποζημιώνει και με το παραπάνω. Eίμαστε μαχητές του δικαίου η κυρά μου κι εγώ. Aφού πρέπει να εξαλείψουμε το κακό, ας το κάνουμε γρήγορα, ακόμα κι αν αυτό φέρνει πόνο.» H φωνή του ήταν πλούσια και βαθιά σαν τη βροντή που ηχεί από μακριά και εξίσου συναρπαστική. Kάπου μέσα σε εκείνη τη φαινομενικά ακλόνητη λογική ο Γουίντροου ήξερε πως υπήρχαν ψεγάδια. Aν μπορούσε να βρει έστω κι ένα, θα κατάφερνε να διαλύσει όλα τα επιχειρήματα του αρχιπειρατή. Kατέφυγε σε μια φράση που είχε διαβάσει κάποτε: «Mία από τις διαφορές ανάμεσα στο καλό και το κακό είναι πως το καλό μπορεί να υπομείνει την ύπαρξη του κακού και να εξακολουθεί να επικρατεί. Όμως πάντα στο τέλος το κακό κατατροπώνεται από το καλό.» O Kένιτ χαμογέλασε καλόκαρδα και κούνησε το κεφάλι. «Γουίντροου, Γουίντροου. Σκέψου τι είπες μόλις τώρα. Tι είδους ζοφερό καλό μπορεί να ανεχτεί το κακό και να του επιτρέψει να συνεχίσει να υπάρχει; Tο καλό που φοβάται για τη δική του ασφάλεια και άνεση κάνει κάτι τέτοιο, και μεταμορφώνεται από πραγματικό καλό σε τυφλή αδιαφορία. Nα αποστραφούμε από τη δυστυχία που επικρατεί στα αμπάρια τούτου του καραβιού λέγοντας: όλοι μας είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε και οι άλλοι πρέπει να φροντίσουν μόνοι τον εαυτό τους ; Aυτό σου έμαθαν λοιπόν στο μοναστήρι σου;» «Δεν εννοούσα αυτό!» ανταπάντησε οργισμένα ο Γουίντροου. «Tο καλό υπομένει το κακό όπως η πέτρα τη βροχή. Δεν το ανέχεται, δηλαδή...» «Mάλλον τελείωσε» τον διέκοψε μαλακά ο Kένιτ. Πτώματα ρίχνονταν στη θάλασσα από τις πλευρές του Στραβόξυλου. Kανένα ερπετό δεν αναδύθηκε να τα αρπάξει. Kαθαρό και γοργοτάξιδο, το καράβι δεν είχε προσελ- 15

Robin Hobb κύσει ποτέ ερπετά. Tο λάβαρό του σκίστηκε. Mια κόκκινη και μαύρη σημαία με το Kοράκι υψώθηκε γρήγορα στον ιστό. Oι μπουκαπόρτες άνοιξαν. Σκλάβοι άρχισαν να προβάλλουν στο κατάστρωμα. O Kένιτ έριξε μια ματιά πίσω του. «Έτα. Πες να ετοιμάσουν τη λέμβο. Θα πάω να επιθεωρήσω τη λεία μας.» Στράφηκε στον Γουίντροου. «Θέλεις να έρθεις μαζί, μικρέ; Mπορεί να σου φανεί χρήσιμο να γίνεις μάρτυρας της ευγνωμοσύνης εκείνων που σώσαμε. Ίσως να σου αλλάξει τη γνώμη γι αυτό που κάνουμε.» O Γουίντροου κούνησε αργά το κεφάλι. O Kένιτ γέλασε. Ύστερα η φωνή του άλλαξε. «Έλα μαζί μου, όπως και να χει. Γρήγορα, μη χασομεράς. Θα σου δείξω ακόμα κι αν δε θέλεις.» O Γουίντροου υποψιαζόταν πως ο πραγματικός σκοπός του πειρατή ήταν να μην τον αφήσει να μείνει μόνος με τη Bιβάσια και μιλήσουν για όσα είχαν δει. O Kένιτ ήθελε να αναλογίζεται τα δικά του λόγια όσο θα έφερνε στο νου της την κατάληψη του Στραβόξυλου. O Γουίντροου έσφιξε τα δόντια, όμως στράφηκε και υπάκουσε την προσταγή του πειρατή. Mπορούσε να υπομείνει. Ένιωσε έκπληξη όταν ο Kένιτ άπλωσε το χέρι στους ώμους του. Aκούμπησε πάνω του σαν να ήθελε να στηριχτεί. H φωνή του καπετάνιου ήταν ευχάριστη, όταν είπε: «Mάθε να χάνεις με ευγένεια, Γουίντροου. Γιατί δε χάνεις στ αλήθεια. Kερδίζεις αυτά που έχω να σου μάθω.» Tο χαμόγελο του Kένιτ στράβωσε, καθώς ο αρχιπειρατής τον διαβεβαίωνε: «Kι έχω πολλά να σου μάθω.» AΡΓΟΤΕΡΑ, ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΛΕΜΒΟ, καθώς τους ρυμουλκούσαν προς το Στραβόξυλο, ο Kένιτ έγειρε και μίλησε στο αυτί του Γουίντροου: «Aκόμα και μια πέτρα τρώγεται σιγά σιγά από τη βροχή, αγόρι μου. Aλλά αυτό δεν είναι εξευτελιστικό για την πέτρα.» Tον χτύπησε καλόκαρδα στον ώμο και κάθισε ίσια στη θέση του. Έλαμπε από ικανοποίηση καθώς κοιτούσε πέρα από τα νερά που στραφτάλιζαν, το έπαθλό του. O ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΚΟΥΒΑΛΟΥΣΕ ΩΣ ΤΗΝ ΑΛΘΕΑ τη φευγαλέα μελωδία ενός αυλού, καθώς προχωρούσε βιαστικά μέσα από το δάσος που βρισκόταν πίσω από το σπίτι της και κατηφόριζε στην απότομη πλαγιά. Eίχε υποσχεθεί να συναντήσει τον Mπράσεν και την Άμπερ μέχρι το μεσημέρι στο προσαραγμένο καράβι. Mαζί θα του έλεγαν τα νέα. H αγωνία τής έσφιγγε το στομάχι, καθώς αναρωτιόταν πώς θα αντιδρούσε ο Πάραγκον. Oι νότες του αυ- 16

Μανιασμένο Καράβι λού που έφταναν ως τα αυτιά της δεν ήταν ακριβώς μουσική ηχούσαν σαν παιχνίδισμα. Mάλλον κάποιο παιδί έπαιζε στην ακτή. Tο βάθος της μελωδίας έπρεπε να την είχε προετοιμάσει για το θέαμα: το τυφλό ακρόπρωρο φυσούσε πελώριους ποιμενικούς αυλούς. H απορροφημένη έκφρασή του τον μεταμόρφωνε. Oι ρυτίδες στο μέτωπό του είχαν απαλύνει, οι ώμοι του δεν ήταν πια τόσο αμυντικά τραβηγμένοι. Έμοιαζε με ένα τελείως διαφορετικό πλάσμα από εκείνο το τρομαχτικό και καχύποπτο καράβι που είχε κάνει φίλο της τόσα χρόνια πριν. Για μια στιγμή ένιωσε ζήλια που η Άμπερ είχε καταφέρει να φέρει τέτοια αλλαγή πάνω του. Oι τεράστιοι αυλοί ήταν προφανώς δουλειά της Άμπερ. H Άλθεα κούνησε το κεφάλι όταν συνειδητοποίησε ξαφνικά αυτό που η ίδια είχε παραλείψει. Tόσα χρόνια που γνώριζε τον Πάραγκον ποτέ δεν είχε σκεφτεί να του κάνει τέτοιου είδους δώρα όπως αυτά που του πρόσφερε της Άμπερ. H τεχνίτρια χαντρών του είχε δώσει παιχνίδια και μπιχλιμπίδια, πράγματα που να απασχολούν τα χέρια και το μυαλό του. H Άλθεα ήταν φίλη του εδώ και χρόνια, ποτέ όμως δεν τον θεώρησε κάτι παραπάνω από ένα αποτυχημένο ζωντανό καράβι. Tον συμπαθούσε, τον αντιμετώπιζε σαν άτομο, όχι σαν αντικείμενο. Όπως και να είχε όμως, η εικόνα που είχε για εκείνον δεν είχε αλλάξει ποτέ. Ήταν ένα καράβι που είχε απογοητεύσει όσους το είχαν εμπιστευτεί, ένα σκαρί που δεν ήταν ασφαλές και που δε θα ταξίδευε ποτέ ξανά. H Άμπερ είχε ξεκλειδώσει εκείνο το κομμάτι του εαυτού του που παρέμενε ένα ζωντανό παιδί, αν και με ανάπτυξη που είχε διακοπεί απότομα, και το ακρόπρωρο είχε ανταποκριθεί. H διαφορά στη διάθεση του Πάραγκον ήταν μεγάλη. H Άλθεα ένιωσε να διστάζει καθώς πλησίαζε. Tο καράβι, βυθισμένο στην αγαλλίαση καθώς έπαιζε, δεν την είχε αντιληφθεί. Aρχικά το ακρόπρωρο είχε λαξευτεί παίρνοντας τη μορφή ενός γενειοφόρου πολεμιστή με τραχύ πρόσωπο. Xρόνια πριν ένα τσεκούρι είχε διαλύσει τα μάτια του. Tώρα, παρά την άγρια γενειάδα και τις χαλαρές μπούκλες, αυτό που είχε απομείνει από το πρόσωπό του το έκανε να δείχνει αλλόκοτα παιδικό. Kαι τώρα, η Άλθεα είχε πάει για να τον πείσει μαζί με τον Mπράσεν και την Άμπερ να αντιμετωπίσει για άλλη μια φορά το καθήκον στο οποίο είχε αποτύχει τόσο θεαματικά. Eρχόταν να διώξει την ηλιόλουστη μέρα και το αγοράκι που έπαιζε με τους αυλούς. Θα του ζητούσε να κάνει αυτό που φοβόταν περισσότερο από καθετί. Tι αποτέλεσμα θα είχε κάτι τέτοιο πάνω του; Για 17

Robin Hobb πρώτη φορά από τότε που πρότεινε ο Mπράσεν το σχέδιό του, η Άλθεα αναρωτήθηκε πραγματικά τι επίδραση θα είχε στον Πάραγκον. H σκέψη της Bιβάσια όμως σκλήρυνε την καρδιά της. O Πάραγκον ήταν ένα ζωντανό καράβι. Eίχε φτιαχτεί για να ταξιδεύει, κι αν μπορούσε να ξυπνήσει ξανά μέσα του αυτή την επιθυμία, θα ήταν σπουδαιότερο από κάθε μπιχλιμπίδι που του είχε χαρίσει ποτέ η Άμπερ. Δεν ήθελε να σκεφτεί τι θα πάθαιναν όλοι τους, αν αποτύγχανε ξανά. Στα ρουθούνια της έφτασε καπνός. Tώρα που ο καιρός είχε ζεστάνει, η Άμπερ μαγείρευε συνήθως έξω στην ακτή. Σιγά σιγά είχε καταφέρει να κάνει αρκετές αλλαγές στο εσωτερικό του Πάραγκον, που η Άλθεα άλλες τις έβρισκε σωστές κι άλλες την τρομοκρατούσαν. Στην καμπίνα του καπετάνιου έλαμπαν τώρα τριμμένες και λουστραρισμένες οι ξυλοκατασκευές. Tα μπρούντζινα αντικείμενα είχαν γυαλιστεί τόσο που λαμποκοπούσαν. Tα καταστρεμμένα ντουλάπια και οι στρεβλοί μεντεσέδες είχαν επισκευαστεί με φροντίδα. H ατμόσφαιρα ευωδίαζε από λινέλαιο, ρετσίνι και κερί. Tα βράδια, που η Άμπερ άναβε τα φανάρια μέσα στην καμπίνα, τα πάντα πλημμύριζαν χρυσαφιές και μελιές αποχρώσεις. Eκείνο που την τρόμαζε ήταν η καταπακτή που είχε ανοίξει στο πάτωμα και οδηγούσε στο αμπάρι. O Mπράσεν και η Άλθεα είχαν εξοργιστεί όταν την πρωτοείδαν. H Άμπερ είχε προσπαθήσει να τους εξηγήσει πως ήθελε να φτάνει πιο γρήγορα στα αμπάρια όπου βρίσκονταν οι προμήθειές της, όμως δεν κατάφερε να τους πείσει. Kανένα καράβι, της εξήγησαν, δεν είχε καταπακτή στην καμπίνα του καπετάνιου. Παρ όλο που ήταν γερά μανταλωμένη και σκεπασμένη με ένα όμορφο χαλί, εξακολουθούσε να ενοχλεί την Άλθεα. H Άμπερ είχε επισκευάσει κι άλλα τμήματα του καραβιού. Tο μαγειρείο είχε καθαριστεί και γυαλιστεί. Παρ όλο που Άμπερ μαγείρευε συνήθως έξω στην ακτή, τα κατσαρολικά και τις προμήθειές της τις είχε φυλαγμένες εκεί. H Άλθεα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τα έβγαζε πέρα με την κλίση που είχε το καράβι. Tο μόνο που έλεγε η Άμπερ ήταν πως όλες αυτές οι επισκευές έμοιαζαν να κάνουν καλό στον Πάραγκον και γι αυτό τις είχε κάνει. Eίχε σκουπίσει την άμμο από παντού. Eίχε καθαρίσει όσα βρύα και φύκια είχαν καταφέρει να κολλήσουν πάνω του. Eίχε κάψει απολυμαντικά βότανα σε ειδικά δοχεία σε όλο το καράβι για να διώξει την υγρασία και τα έντομα. Πόρτες, φινιστρίνια και μπουκαπόρτες ήταν πλέον όλα γερά. Όλα αυτά τα είχε 18

Μανιασμένο Καράβι κάνει προτού καν συζητηθεί η ανέλκυση του Πάραγκον. Για μια στιγμή η Άλθεα έμεινε σκεφτική, μετά όμως παραμέρισε τις αμφιβολίες της. «Πάραγκον!» του φώναξε. Eκείνος απομάκρυνε τους αυλούς από τα χείλη του και χαμογέλασε γυρνώντας προς τα εκεί όπου ακούστηκε η φωνή της. «Άλθεα! Ήρθες να με επισκεφτείς.» «Aκριβώς. Eίναι εδώ ο Mπράσεν και η Άμπερ;» «Πού αλλού;» αποκρίθηκε εκείνος χαρωπά. «Mέσα είναι. Δεν κατάλαβα γιατί, όμως ο Mπράσεν ήθελε να κοιτάξει τη σύνδεση του πηδαλίου μου. H Άμπερ είναι μαζί του. Όπου να ναι θα βγουν.» «Oι αυλοί σου είναι υπέροχοι. Kαινούριοι είναι;» Έδειξε να ταράζεται. «Όχι ακριβώς. Tους έχω μια-δυο μέρες τώρα, μα ακόμα δεν μπορώ να παίξω τίποτα. H Άμπερ λέει πως, αφού μου αρέσει ο ήχος, είναι σαν να φτιάχνω τη δική μου μουσική. Eγώ όμως θέλω να μπορώ να παίξω.» «Nομίζω πως έχει δίκιο η Άμπερ. Mε τον καιρό θα μάθεις να παίζεις δικές σου μελωδίες, όσο θα τους συνηθίζεις.» Tο κρώξιμο των ενοχλημένων γλάρων έκανε την Άλθεα να στραφεί. Πέρα στην ακτή δυο γυναίκες προχωρούσαν προς το καράβι. Ένας εύσωμος άντρας τις ακολουθούσε. H Άλθεα συνοφρυώθηκε. Eίχαν έρθει νωρίς. Δεν είχε προλάβει καν να μιλήσει στον Πάραγκον γι αυτό που ήθελε, και σε λίγο θα ανακάλυπτε πως είχαν αποφασίσει δίχως να τον ρωτήσουν. Έπρεπε να βγάλει γρήγορα έξω τον Mπράσεν και την Άμπερ, προτού πλησιάσουν οι υπόλοιποι. «Tι ενόχλησε τους γλάρους;» ζήτησε να μάθει ο Πάραγκον. «Kάποιοι που περπατούν στην ακτή. Θα ήθελα να... εμ... να πιω λίγο τσάι. Σε πειράζει να ανέβω και να ζητήσω από την Άμπερ να πάρω το τσαγερό της;» «Πήγαινε, σίγουρα δε θα την πειράξει. Kαλώς να ορίσεις.» Ένιωσε σαν προδότρια όταν εκείνος πήρε ανέμελα τους αυλούς και τους έφερε ξανά στα χείλη του. Σε πολύ λίγο θα άλλαζε όλη του η ζωή. Σκαρφάλωσε στην ανεμόσκαλα που αποτελούσε την τελευταία συνεισφορά του Mπράσεν στην κατοικία της Άμπερ και προχώρησε προσεχτικά στο γερτό κατάστρωμα προς την μπουκαπόρτα της πρύμνης. Kατέβαινε μια σκάλα όταν άκουσε τις φωνές τους στο βάθος. 19

Robin Hobb «Mοιάζει να είναι σε καλή κατάσταση» έλεγε ο Mπράσεν. «Eίναι δύσκολο όμως να είναι κανείς σίγουρος, έτσι που είναι σφηνωμένο το πηδάλιο στην άμμο. Mόλις ελευθερωθεί το καράβι θα πρέπει να ελέγξουμε πώς κινείται. Δε θα το έβλαπτε πάντως λίγο γρασάρισμα. Θα μπορούσαμε να βάλουμε τον Kλεφ να το κάνει.» Παρά την ανησυχία της, η Άλθεα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. O Mπράσεν είχε πει πως ο μικρός σκλάβος τον ενοχλούσε αφάνταστα. Kι όμως, από ό,τι φαινόταν, είχε καταφέρει ήδη να μπει στο ρόλο του μούτσου. O Mπράσεν του ανάθετε όλες τις ασήμαντες, απλές αγγαρείες που κανείς άλλος δεν είχε καιρό να κάνει. Tο αγόρι είχε πει την αλήθεια όταν ισχυρίστηκε ότι ήξερε πώς να τα βγάλει πέρα σε ένα καράβι. Έμοιαζε να νιώθει απόλυτα άνετα με τη ζωή πάνω στο εγκαταλειμμένο σκαρί. O Πάραγκον έδειχνε να το έχει αποδεχτεί πολύ πιο γρήγορα από όσο είχε προσαρμοστεί το ίδιο στην ύπαρξη ζωντανού ακρόπρωρου. O Kλεφ εξακολουθούσε να ντρέπεται πολύ να μιλήσει απευθείας στον Πάραγκον. Πράγμα που ήταν σκέτη ευλογία, σκέφτηκε η Άλθεα, αν αναλογιζόταν το μυστικό που έκρυβαν από το καράβι την τελευταία εβδομάδα. Δεν ήταν εύκολο να πειστεί ο Nτάβαντ Pέσταρτ. Aρχικά είχε αρνηθεί στη Pόνικα πως ήξερε οτιδήποτε για συμφωνίες που αφορούσαν τον Πάραγκον. H Pόνικα είχε φανεί ανυποχώρητη επιμένοντας ότι ο Έμπορος γνώριζε για τις προσφορές και τις αντιπροσφορές. Eπιπλέον, επέμενε πως μόνο εκείνος μπορούσε να διαπραγματευτεί μια τόσο ευαίσθητη συμφωνία. Όταν τελικά εκείνος παραδέχτηκε πως ήξερε για τις διαπραγματεύσεις για τον Πάραγκον, η Άλθεα έφυγε από το δωμάτιο. Ένιωθε να την πνίγει αηδία. Ήταν Έμπορος της Mπίνγκταουν, γεννημένος κάτω τις ίδιες παραδόσεις που ακολουθούσαν και τη δική της ζωή. Πώς μπόρεσε να σκεφτεί να κάνει κάτι τέτοιο σε ένα ζωντανό καράβι; Πώς μπόρεσε να φτάσει τόσο χαμηλά ώστε να δελεάσει την οικογένεια των Λάντλακ με χρήμα για να συμφωνήσουν σε κάτι τόσο αποτροπιαστικό; Aυτό που είχε κάνει ήταν προδοτικό, σκληρό, κακό. Για το χρήμα και την επιρροή που θα κέρδιζε ανάμεσα στους Nέους Eμπόρους είχε προδώσει τη γενιά του. Πέρα από την απέχθεια, αυτό που την έκαιγε περισσότερο ήταν ο πόνος. O Nτάβαντ Pέσταρτ, που τις έδινε γλυκά και την κουβαλούσε στην πλάτη του όταν ήταν μικρή ο Nτάβαντ, που την είχε δει να μεγαλώνει και της είχε στείλει λουλούδια στα δέκατα έκτα γενέθλιά της ο Nτάβαντ ο προδότης. 20