Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ - Τάτση Κωνσταντίνα - Τσουμάνη Αλεξία - Λεουτσάκου Νικολέτα - Σπίγγου Ελισαβετ Γιάννενα 2003 Μια φορά κι έναν καιρό στους πρόποδες των πανύψηλων βουνών της οροσειράς των Ιμαλαΐων ανάμεσα σχεδόν στις απρόσιτες κοιλάδες του Θιβέτ 1 ζούσε ένας φτωχός αλλά τίμιος άνθρωπος. Ήταν μόνος και τριγυρνούσε σε πολιτείες και χωριά ζητώντας ελεημοσύνη. Κάποτε, καθώς πήγαινε στο δρόμο έριξε τυχαίο βλέμμα στον ουρανό και είδε να πετάει χαμηλά ένα αρπακτικό πούλι κρατώντας στο ράμφος του ένα μικρό φίδι. Έβγαλε αμέσως το κάλυμμα του κεφαλιού του που Ήταν από προβιά το παπαχι 2 του και το έριξε εναντίον στο πουλι 3. Εκείνο φοβήθηκε και άφησε το φιδάκι που έπεσε κοντά στα ποδιά του φτωχού. Ήταν ακόμα ζωντανό και ο καλός άνθρωπος το σήκωσε, το έβαλε μέσα στο παπάχι του και συνέχισε το δρόμο του. σχεδόν αμέσως το τον έφτασε από πίσω κάποιο καραβανι 4, που είχε δυο επιβάτες έναν λευκό κι ένα μαυρο 5. οι επιβάτες τον σταμάτησαν και ρώτησαν : - Μήπως είδες το Βασιλόπουλο μας 6 ; Ο φτωχός απάντησε φοβισμένα: - Όχι, δεν είδα κανένα Βασιλόπουλο εγώ. Μόνο πριν από λίγο πετούσε ένα αρπαχτικό πούλι κρατώντας το ράμφος του ένα φιδάκι. Έριξα το παπάχι μου κι έσωσα το φιδάκι. Οι άνθρωποι του καραβανιού ξέσπασαν χαρούμενοι: - Το φιδάκι αυτό είναι ο γιος του βασιλιά μας, του βασιλιά των δρακων 7. το παιδί έπαιζε στην όχθη της λίμνης και η κακιά μάγισσα μεταμορφώθηκε σε αρπαχτικό πούλι και, άρπαξε το Βασιλόπουλο και το πήρε μαζί της. Ευτυχώς βρέθηκες εσύ στο δρόμο κι έσωσες το Βασιλόπουλο. Τώρα σε περιμένει αμοιβή. - Αν είναι το Βασιλόπουλο σας το φιδάκι, σας το δίνω ευχαρίστως, δε μου χρειάζονται αμοιβές. - Πρέπει οπωσδήποτε να πάρεις την αμοιβή σου. Αύριο το πρωί έλα στην όχθη της λίμνης και ο βασιλιάς των Δράκων θα σε ανταμείψει. Έχε το νου σου,
μην ξεχάσεις να έρθεις, επέμεναν οι άνθρωποι του βασιλιά. Πήραν ύστερα το φιδάκι κι έφυγαν. Ολάκερη τη μέρα περιφερόταν εδώ κι εκεί ο φτωχός μας αλλά δε μπόρεσε να εξοικονομήσει ούτε μια μπουκιά ψωμι 8. Αδυνατισμένος και με το κεφάλι κρεμασμένο, γύρισε με άδεια χέρια στην καλύβα του. Μια γρια γειτόνισσα τον λυπήθηκε και του εφερε ενα ποτήρι αραιό χυλό. ύστερα διηγήθηκε την πρωινή ιστορία στη γρια. Του λέει η γρια: - Σε καλεί ο βασιλιάς των Δράκων κι εσύ δε θα πας; Αύριο πρωί πήγαινε χωρίς άλλο στην όχθη της λίμνης κι άμα σε ρωτήσει ο βασιλιάς των Δράκων τι επιθυμείς, ζήτησε μόνο το παρδαλό κουτάβι, που είναι ξαπλωμένο στο κατώφλι του παλατιού, κι ένα ξύλινο σφυρί. Τίποτε άλλο μη ζητήσεις. Την άλλη μέρα πρωί πρωί ο φτωχός πήγε στη λίμνη. Μόλις πλησίασε στην όχθη από τα βάθη της λίμνης βγήκε να τον προϋπάντηση ο βασιλιάς των Δράκων. - Χαίρομαι για τον ερχομό σου, είπε ο βασιλιάς, έσωσες τη ζωή του παιδιού μου κι εγώ θέλω να σε ανταμείψω ζητά ο,τι επιθυμείς κι εγώ θα εκπληρώσω την επιθυμία σου! Ο φτωχός έκανε πως σκέφτεται κι απάντησε: - Δε μου χρειάζεται τίποτε, εφόσον όμως θέλετε να με ανταμείψετε οπωσδήποτε τότε παρακαλώ να μου δώσετε το παρδαλό κουτάβι, που είναι ξαπλωμένο μπροστά στο κατώφλι του παλατιού κι ένα ξύλινο σφυρί. Άλλο τίποτα δε θέλω. Άκουσε ο βασιλιάς την απαίτηση του φτωχού κι έπεσε σε συλλογή. Στο τέλος είπε: - Σε κανέναν άλλο δε θα έδινα εγώ ποτέ αυτά τα δυο πράγματα, εσύ όμως πρόσφερες τεράστια υπηρεσία στην οικογένεια μου, για αυτό θα εκπληρώσω την παράκληση σου. Με αυτά τα λόγια βούτηξε στο νερό κι έφερε από το πυθμένα της λίμνης το ξύλινο σφυρί και το παρδαλό κουτάβι και τα παρέδωσε στο φτωχό. - Αν σου τύχει καμία ανάγκη, έλα πάλι εδώ, πρόσθεσε ο αρχιδράκος, πριν βουτήξει και χαθεί στα βάθη της λίμνης.
Ο φτωχός μας πήρε το κουτάβι και το ξύλινο σφυρί και γύρισε στο σπίτι του. Στο δρόμο κουράστηκε πολύ και πείνασε, αφού από χθες το βράδυ δεν έβαλε στο στόμα του ούτε ψίχουλο. «Τι βλάκας είμαι εγώ; Αντί να ζητήσω κανένα πολύτιμο αντικείμενο, πήρα τούτα τα άχρηστα πράγματα. Τουλάχιστον να ζητούσα τίποτε φαγώσιμο, τότε δε θα υπέφερα από την πεινά». Αυτά σκεφτόταν με πικρία, καθώς βάδιζε στο δρόμο. Τον είχε πιάσει τέτοιος θυμός για την αλόγιστη συμπεριφορά του, ώστε σήκωσε το σφυρί και χτύπησε το κουτάβι. Το σκυλάκι κλαψούρισε, έκαμε δυο βήματα στο πλάι, και ξαφνικά, να σου παρουσιάστηκαν μπροστά στο φτωχό ένα ποτήρι αχνιστό τσαι 9 με γάλα, κρέας, βούτυρο, καβουρδισμένο κριθαρένιο αλεύρι και ξερό τυρι 10. (το σφυρί δεν Ήταν απλό, αλλά μαγεμένο). Ο φτωχός δε χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ, ρίχτηκε στο φαΐ και, αφού χόρτασε, αποκοιμήθηκε. Πόση ώρα κοιμήθηκε ο φτωχός είναι άγνωστο. Όταν ξύπνησε, ένα δυνατό φως τον τύφλωνε. Μισόκλεισε τα μάτια του, ύστερα τα άνοιξε πάλι κι έριξε γύρω του ένα βλέμμα: που να βρισκόταν άραγε; Η έρημη κοιλάδα είχε εξαφανιστεί, σα να μην υπήρχε ποτέ, ο ίδιος είναι ξαπλωμένος μέσα σε πλούσια κάμαρα ενός μεγάλου σπιτιού και στο χέρι κρατάει το ξύλινο σφυρί, όπως το κρατούσε πριν κοιμηθεί. Στο δωμάτιο δεν υπάρχει άλλη ψυχή, Μόνο το παρδαλό κουτάβι είναι ξαπλωμένο κοντά στα ποδιά του. Κοιτάζει από το παράθυρο: γύρο από το σπίτι του είναι πολλά βοηθητικά κτίρια, αποθήκες γεμάτες διάφορα αγαθά, στο στάβλο χλιμιντρίζουν άλογα, στο μαντρί μουγκρίζουν βόδια και αγελαδες 11. Ως χθες ο φτωχός δεν ήξερε τι θα πει νοικοκυριο και Τώρα βλέπει μαζεμένο τόσο πλούτο. Σηκώθηκε αμέσως και έβγαλε τα ζώα στη βοσκή. Το βράδυ, σαν έφερε πίσω τα ζώα, στο δωμάτιο βρήκε διάφορα νόστιμα φαγητά. Ποιος να τα είχε ετοιμάσει; Την άλλη μέρα Έβγαλε πάλι τα ζωντανά στη βοσκή. Το βράδυ σαν γύρισε στο σπίτι βρήκε πάλι ετοιμασμένα, άγνωστο από ποιον, πολλά φαγητά. Ο φτωχός έμεινε έκπληκτος. Την τρίτη μέρα σαλάγησε τα ζώα στη βοσκή, τα άφησε εκεί και ο ίδιος γύρισε, χωρίς να κάνει θόρυβο και έριξε μια μάτια από το παράθυρο μέσα στο δωμάτιο. Και τι νομίζετε ότι είδε ο φτωχός; Το παρδαλό σκυλάκι του χτυπήθηκε Μόνο του στο πάτωμα, μεταμορφώθηκε σε ωραιότατο κορίτσι αφήνοντας κάτω Μόνο το σκυλίσιο τομάρι. Το κορίτσι έβαλε στην άκρη το τομάρι και άρχισε να συγυρίζει το δωμάτιο, να μαγειρεύει. Δε
χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ ο φτωχός, πήδηξε μέσα στο δωμάτιο, άρπαξε το σκυλίσιο τομάρι και το πέταξε στη φωτιά. Από εκείνη τη στιγμή, το κορίτσι, που Ήταν θυγατέρα του βασιλιά των Δράκων, έγινε γυναίκα του, και έζησαν οι δυο τους αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. Κάποτε ο βασιλιάς εκείνης της χώρας μαζί με την ακολουθία του πήγαν για κυνήγι. Στο δρόμο τους έπιασε βροχή, και ψάχνοντας για καταφύγιο έφτασαν στο σπίτι, όπου ζούσε το αντρόγυνο. Η σύζυγος του φτωχού ήξερε, πως εκείνος ο βασιλιάς Ήταν κακός άνθρωπος, ικανός για την πιο ποταπή πράξη. Έτρεξε λοιπόν γρήγορα στην κουζίνα, μουτζουρώθηκε με καπνιά πρώτα και έπειτα βγήκε να προϋπάντηση το βασιλιά και την ακολουθία του. Η νοικοκυρά κέρασε πολλές φορές τους μουσαφιραίους και ο ατμός του ζεστού τσαγιού ξέπλυνε σιγά σιγά την καπνιά από το πρόσωπο της. Έτσι, όταν ήρθε η σειρά να ξαναδώσει τσάι στο βασιλιά, εκείνος είδε την ομορφιά ανθισμένου λωτου 12. Στο μυαλό του γεννήθηκαν αμέσως πονηρές σκέψεις: να πάρει δική του την καλλονή αυτή. λέει λοιπόν στο νοικοκύρη: - Άντε να κάνουμε μαζί ένα στοίχημα: οποίος από τους δυο μας παρουσιάσει Αύριο πιο μακρύ χαδακ 13 εκείνος θα είναι ο άντρας της γυναίκας αυτής. Αν όμως αρνηθείς να κανείς το στοίχημα, τότε θα διατάξω απλούστατα να πάρουν τη γυναίκα στο παλάτι. Ο φτωχός έγινε θηρίο, αλλά δεν το έδειξε. σκέφτεται: «Από πού να βρω εγώ τέτοιο μακρύ χάδακ, όπως του βασιλιά;». Φοβάται όμως την οργή του βασιλιά και δε λέει τίποτα. Μόλις έφυγαν οι ξένοι, ο φτωχός μαζεύτηκε σε μια γωνία καταπικραμένος. - Μη φοβάσαι μη πικραίνεσαι, τον παρηγορεί η γυναίκα του. Πάρε το ξύλινο σφυρί και πήγαινε στην όχθη της λίμνης. εκεί να χτυπήσεις τρεις φορές με το σφυράκι πάνω στην πέτρα και τότε θα βγει ο απεσταλμένος του πατέρα μου. Να του πεις Έτσι: «Δανείστε μου, σας παρακαλώ, το βασιλικό κουτι 14 με το χάδακ του βασιλικού παλατιού». Αν πάρεις το βασιλικό κουτί με το χάδακ, τότε θα κερδίσεις το στοίχημα με το βασιλιά. Δεν είναι δύσκολο. Γιατί πικραίνεσαι από τώρα; Υπάκουσε ο φτωχός τη γυναίκα του, πήγε στην όχθη της λίμνης και χτύπησε τρεις φορές με το σφυράκι πάνω στην πέτρα. τότε από τη λίμνη βγήκε ένας ωραίος νέος, ο γιος του βασιλιά των Δράκων. Ο φτωχός του τα είπε όλα, όπως
τον είχε ορμηνέψει η γυναίκα του και ο γιος του αρχιδρακου του έφερε αμέσως το βασιλικό κουτί, ένα μικρό μα όμορφο, περίτεχνο και βαρύ κουτί. Ο φτωχός πήρε το κουτί και γύρισε στο σπίτι του. Την άλλη μέρα μαζεύτηκε κόσμος να δει τι θα απογίνει με το στοίχημα ανάμεσα στο βασιλιά και το φτωχό. Ο άνθρωπος μας άνοιξε το βασιλικό κουτί και άρχισε να βγάζει από μέσα ένα χάδακ από αρωματισμένο μεταξωτό ύφασμα. Μα τι χάδακ ήταν αυτό! Έβγαινε, έβγαινε και τελειωμό δεν είχε, ώσπου σκέπασε όλο το βουνό. Ήρθαν μετά οι άνθρωποι του βασιλιά, κουβάλησαν όλα τα χάδακ από τις βασιλικές αποθήκες, αλλά δε μπόρεσαν να σκεπάσουν ούτε το μισό βουνό. Για τον κόσμο ήταν ολοκάθαρο ότι ο φτωχός είχε κερδίσει τι στοίχημα. Θύμωσε ο βασιλιάς, έγινε έξω φρένων. Σκέφτηκε λίγο και λέει στο φτωχό: - Το πρώτο στοίχημα δεν πιάνεται. Αύριο θα αναμετρηθούν στη δύναμη τα γιακ 15 μας. Αν το γιακ μου νικήσει το δικό σου στην πάλη, θα πάρω εγώ τη γυναίκα. Έρχεται στο σπίτι ο φτωχός και διηγείται στη γυναίκα του τον καινούριο όρο του βασιλιά. - Μη φοβάσαι, τον παρηγορεί η γυναίκα του, πήγαινε στη λίμνη, δώσε πίσω το βασιλικό κουτί με το χαδάκι και ζήτησε από το βασιλιά των Δράκων το κουτί εκείνο με το γιακ. Αν φέρεις εκείνο το βασιλικό κουτί, τότε θα κερδίσεις εύκολα το στοίχημα. Ο φτωχός ακολούθησε τις οδηγίες της γυναίκας του, πήγε στην οχθη της λίμνης και έφερε στο σπίτι ένα βασιλικό κουτί πολύ πιο βαρύ από το πρώτο. Την άλλη μέρα οι άνθρωποι του βασιλιά σαλάγησαν στην πεδιάδα εκατό γιακ τα πιο αγριωπα. Βλεπει ο φτωχός τα γιακ του βασιλιά, ανοίγει το βασιλικό κουτί του και από μέσα πετιέται ένα ρωμαλέο γιακ με χρυσά κέρατα και χρυσές οπλες 16. Όσο να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, το γιακ του φτωχού τσάκισε τους αντίπαλους του, που το έβαλαν στα ποδιά σα να ήταν προβατάκια. Έχασε λοιπόν και αυτή τη φορά ο βασιλιάς, όμως τα αμαρτωλά σχέδια για τη γυναίκα του φτωχού δεν τον άφηναν. -Δε λογαριάζεται ούτε το στοίχημα τούτο, είπε με κακιά. Αύριο θα διαγωνιστούν στο τρέξιμο τα άλογα μας. Οποίος κερδίσει, εκείνος θα γίνει άντρας της γυναίκας αυτής.
Ο φτωχός πήγε πάλι θλιμμένος στη γυναίκα του και της διηγήθηκε για τις νέες απαιτήσεις του βασιλιά. -Μη νοιάζεσαι, του λέει ήρεμη η γυναίκα του, πήγαινε στην όχθη της λίμνης, δώσε το βασιλικό κουτί με το γιακ και δανείσου το κουτί εκείνο με το καθαρόαιμο άλογο ιπποδρομίου. Όπως και προηγούμενα, πήγε ο φτωχός στην όχθη της λίμνης, επέστρεψε την κασετίνα με το γιακ και έφερε στο σπίτι το βασιλικό κουτί με το καθαρόαιμο άλογο ιπποδρομίου του αρχιδράκου. Την άλλη μέρα οργάνωσαν ιπποδρομίες. Το άλογο των Δράκων άφησε πολύ πίσω τα άλογα του βασιλιά. Ο φτωχός ξανακέρδισε τον αγώνα. Ωστόσο ούτε αυτή τη φορά συμφώνησε ο βασιλιάς. -Αύριο θα σκορπίσουμε τον κάμπο σουσαμοσπορο 17. οποίος από τους δυο μας μαζέψει περισσότερο σπόρο, σε εκείνον θα μείνει η γυναίκα, είπε. Μίλησε ο φτωχός στη γυναίκα του για το καινούριο τέχνασμα του βασιλιά κι εκείνη του λέει πάλι: -Πήγαινε, δώσε το βασιλικό κουτί με το άλογο και ζήτησε το κουτί με τα σπουργίτια. Ο φτωχός συμμορφώθηκε, έφερε στο σπίτι την κασετίνα με τα σπουργίτια. Την άλλη μέρα ο βασιλιάς κάλεσε όλους τους δούλους και τους αυλικούς του και τους διέταξε να μαζέψουν το σκορπισμένο σουσαμόσπορο από τον κάμπο. Ο φτωχός από τη μεριά του άνοιξε το βασιλικό κουτί, όπου βγήκε ολάκερο σύννεφο από σπουργίτια. Τα πούλια σκόρπισαν στον κάμπο και μάζεψαν τον περισσότερο σουσαμόσπορο. Οι άνθρωποι του βασιλιά μπόρεσαν να συγκεντρώσουν μόνο το ένα πέμπτο του σπόρου. Ώστε και αυτή τη φορά κέρδισε ο φτωχός το διαγωνισμό. Ο βασιλιάς οργίστηκε ακόμη περισσότερο. - Οι προηγούμενοι αγώνες μας ακυρώνονται όλοι, δήλωσε. Αύριο θα διαγωνιστούμε στο σπαθι 18 και στο κοντάρι. Οποίος νικήσει, αυτός θα κρατήσει τη γυναίκα δική του. Φοβήθηκε ο φτωχός, πηγαίνει στη γυναίκα του και της λέει τα νέα. - Πήγαινε στην όχθη της λίμνης, δώσε πίσω το βασιλικό κουτί με τους σπουργίτες και δανείσου εκείνο με το στρατό. Αν αποκτήσεις αυτό το κουτί, δε θα πρέπει να φοβάσαι το βασιλιά.
πηγαίνει ο φτωχός στην όχθη της λίμνης και ζητάει το κουτί με το στρατό. Ο γιος του αρχιδράκου έφερε το καινούριο κουτί και του το έδωσε. Το νέο βασιλικό κουτί ήταν πιο μεγάλο, πιο όμορφο και πιο βαρύ από τα προηγούμενα. Ωστόσο, ο φτωχός ένιωθε μια ανησυχία και στο γυρισμό αποφάσισε να ανοίξει το κουτί και να δει τι λογής στρατός υπάρχει μέσα. Μόλις μισάνοιξε το καπάκι από το κουτί πετάχτηκαν έξω σιδερένιοι άνθρωποι με σιδερένια σφυριά στα χέρια. - Χαο! Χαο! Ποιον χρειάζεται να χτυπήσουμε, φώναξαν. Για μια στιγμή ο φτωχός τα έχασε, γρήγορα όμως συνήλθε και έδειξε τους ογκολίθους, που ήταν σκορπισμένοι γύρω: -Άντε λοιπόν, τσακίστε αυτές τις πέτρες! Οι σιδερένιοι άνθρωποι χτύπησαν με τα σιδερένια σφυριά τους ογκολίθους και σε μια στιγμή τους έκαναν σκόνη. Ύστερα μπήκαν πάλι μέσα στο κουτί. Την επόμενη μέρα οπλίστηκε ο βασιλιάς και με στρατό μεγάλο πήρε το δρόμο για το σπίτι του φτωχού. Εκείνος άνοιξε γρήγορα το κουτί, πετάχτηκαν από μέσα οι σιδερένιοι άνθρωποι με τη κραυγή: «Χαο Χαο! Ποιον να χτυπήσουμε;» -Χτυπάτε το σκληρό βασιλιά, έκραξε ο φτωχός. Τι παθαίνει ένα αυγό άμα πέσει πάνω στις πέτρες; Το ίδιο έπαθε ο στρατός του βασιλιά. Σε λίγες στιγμές τον άλεσαν οι σιδερένιοι στρατιώτες του βασιλικού κουτιού, όπως οι μυλόπετρες αλέθει το σιτάρι. Ο βασιλιάς είχε την ίδια τύχη με τους στρατιώτες του. Ύστερα από αυτό ο φτωχός έγινε βασιλιάς και στο πλάι του βασίλισσα η κόρη του αρχιδράκου.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ «Την άλλη μέρα μαζεύτηκε ο κόσμος να δει τι θα απογίνει με το στοίχημα ανάμεσα στο φτωχό και το βασιλιά. Ο άνθρωπος μας άνοιξε το βασιλικό κουτί και άρχισε να βγάζει από μέσα ένα χάδακ από αρωματισμένο μεταξωτό ύφασμα. Μα τι χάδακ ήταν εκείνο! Έβγαινε, Έβγαινε από το κουτί και τελειωμό δεν είχε, ώσπου σκέπασε όλο το βουνό. Ήρθαν μετά οι άνθρωποι του βασιλιά, κουβάλησαν όλα τα χάδακ από τις βασιλικές αποθήκες, αλλά δε μπόρεσαν να σκεπάσουν ούτε το μισό βουνό..» 1 ο ΠΡΟΒΛΗΜΑ: Ας υποθέσουμε ότι οι βασιλικές αποθήκες ήταν 4. Η καθεμία είχε σχήμα κύβου και ύψος 4μ. Όλες τους ήταν γεμάτες χάδακ ως τα ¾ του όγκου τους. Ένα χάδακ διπλωμένο σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου έχει ύψος 5εκ., μήκος 3εκ. και πλάτος 40 εκ. α) Ποσά χάδακ περιείχαν οι βασιλικές αποθήκες; β) Με ποσά βασιλικά χάδακ ισοδυναμεί το χάδακ του φτωχού; ΛΥΣΗ: α) Ως πρώτη σκέψη φαίνεται σκόπιμο να βρούμε τον όγκο του ενός χάδακ και τον όγκο της μίας αποθήκης, δηλαδή Vχάδακ: ύψος x μήκος x πλάτος = 5εκ.x 3εκ.x 40εκ. = 600 κυβ. εκ. Vαποθήκης: ύψος x μήκος x πλάτος = 4μ.x 4μ.x 4μ. = 64 κυβ. μ. Για να βρούμε λοιπόν πόσα χάδακ περιείχε η μία βασιλική αποθήκη, θα πρέπει να διαιρέσουμε τον όγκο της μίας αποθήκης δια εκείνου του ενός χάδακ, αλλά πρώτα πρέπει να βρούμε τον όγκο εκείνο της αποθήκης, ο οποίος περιέχει χάδακ δηλαδή τα ¾ του συνολικού όγκου της αποθήκης και να μετατρέψουμε τα δύο μεγέθη στις ίδιες μονάδες Vαποθήκης με χάδακ: ¾ 64 κυβ. μ.= 48 κυβ. μ. Θα μετατρέψουμε λοιπόν τα κυβικά μέτρα σε κυβικά εκατοστά Vαποθήκης με χάδακ: 48 x 1.000.000 = 48.000.000 κυβ. εκ. Αριθμός χάδακ σε 1 αποθήκη: 48.000.000 κυβ. εκ./ 600 κυβ. εκ.= 80.000 χάδακ
Επομένως για να βρεθεί ο συνολικός αριθμός πολλαπλασιάζουμε τον αριθμό των χάδακ σε μια αποθήκη με το συνολικό αριθμό των αποθηκών 80.000 χάδακ x 4 αποθήκες = 320.000 χάδακ β) Αν αναλογιστούμε ότι το χάδακ του φτωχού σκέπασε όλο το βουνό σε αντίθεση με όλα τα χάδακ από τις βασιλικές αποθήκες, τα οποία σκέπασαν κάτι λιγότερο απο το μισό βουνό, τότε εύλογα συμπεραίνουμε ότι το χάδακ του φτωχού ισοδυναμεί με τα διπλάσια περίπου χάδακ από όσα περιείχαν ήδη οι βασιλικές αποθήκες. Πιο αναλυτικά 320.000 + 320.000= 640.000 ή 2 x 320.000= 640.000 χάδακ περίπου «Την άλλη μέρα ο βασιλιάς κάλεσε όλους τους δούλους και τους αυλικούς του και τους διέταξε να μαζέψουν το σκορπισμένο σουσαμόσπορο από τον κάμπο. Ο φτωχός από τη μεριά του άνοιξε το βασιλικό κουτί, όπου βγήκε ολάκερο σύννεφο από σπουργίτια. Τα πούλια σκόρπισαν στον κάμπο και μάζεψαν τον περισσότερο σουσαμόσπορο. Οι άνθρωποι του βασιλιά μπόρεσαν να συγκεντρώσουν μόνο το ένα πέμπτο του σπόρου» 2 ο ΠΡΟΒΛΗΜΑ: Αν οι σπόροι του χωραφιού ήταν 80.000 και οι δούλοι του βασιλιά κατάφεραν να μαζέψουν το 1/5: α) Ποσά ήταν συνολικά τα πούλια που έστειλε ο φτωχός, αν το καθένα έφαγε 50 σπόρους; β) Πόση ώρα πέρασε για να φανέ τα πούλια όλους τους σπόρους, αν το καθένα έτρωγε 50 σπόρους μέσα σε 2 λεπτά; ΛΥΣΗ: α) Αρχικά, για να βρούμε πόσα ήταν τα πουλιά που έστειλε ο φτωχός, θα μας βοηθούσε να βρίσκαμε τον ακριβή αριθμό των σπόρων που έφαγαν. Αυτό θα επιτευχθεί, αν αφαιρέσουμε τον αριθμό των σπόρων που μάζεψαν οι δούλοι του βασιλιά από το συνολικό αριθμό των σπόρων.
1/5 80.000 = 80.000/ 5= 16.000 σπόρους μάζεψαν οι δούλοι του βασιλιά. Δηλαδή τα πουλιά του φτωχού έφαγαν: 80.000-16.000= 64.000 σπόρους Για να βρούμε τώρα τον αριθμό των πουλιών, θα διαιρέσουμε τον αριμό των σπόρων που έφαγαν τα ίδια διά τον αριμό των σπόρων που έφαγε το καθένα 64.000 : 50= 1280 πουλιά β) Για να βρούμε τέλος την ώρα που πέρασε μέχρι τα πουλιά να φάνε τους σπόρους, πρέπει να... «Την επομένη οπλίστηκε ο βασιλιάς και με στρατό μεγάλο πήρε το δρόμο για το σπίτι του φτωχού. Εκείνος άνοιξε γρήγορα το κουτί, πετάχτηκαν από μέσα οι σιδερένιοι άνθρωποι με τη κραυγή: Χαο! Χαο! Ποιον να χτυπήσουμε; - Χτυπάτε το σκληρό βασιλιά!, έκραξε ο φτωχός. Τι παθαίνει ένα αυγό άμα πέσει πάνω στις πέτρες; Το ίδιο έπαθε και ο στρατός του βασιλιά. Σε λίγες στιγμές το άλεσαν οι σιδερένιοι στρατιώτες του βασιλικού κουτιού, όπως η μυλόπετρα αλέθει το σιτάρι. Ο βασιλιάς είχε την ίδια τύχη με τους στρατιώτες του» 3 ο ΠΡΟΒΛΗΜΑ: Ας υποθέσουμε ότι οι σιδερένιοι στρατιώτες ήταν 300. Ο καθένας τους εξόντωνε 600 βασιλικούς στρατιώτες σε 10 μόλις δευτερόλεπτα. Η διάρκεια της μάχης ήταν μόνο 1 λεπτό. Πόσοι ήταν τελικά οι στρατιώτες του βασιλιά που εξοντώθηκαν στη μάχη μαζί με το βασιλιά; ΛΥΣΗ: Θα μας βοηθήσει πολύ στο να βρούμε τον ακριβή αριθμό των στρατιωτών, το να βρούμε πόσους στρατιώτες εξόντωναν συνολικά όλοι οι σιδερένιοι στρατιώτες σε 10 δευτερόλεπτα:
300 x 600= 180.000στρατιώτες ανά 10 δευτερόλεπτα Αν λοιπόν στα 10 δευτερόλεπτα εξοντώνουν 180.000 στρατιώτες, τότε στο 1 λεπτό (= 60 δευτερόλεπτα) πόσους στρατιώτες εξοντώνουν; 180.000 x 6= 1.080.000 στρατιώτες στη διάρκεια της μάχης και ένας ο βασιλιάς 1.080.000+ 1= 1.080.001 στρατιώτες