30/ 11 / 2014 Διάρκεια: 3 ώρες Μαθητής/τρια:.. Τμήμα Μονάδες /100 ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ Μίαν ἡμέραν τὴν ἐπλησίασα ἀπαρατήρητος, ἐνῷ ἔκλαιε γονυπετὴς πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος. - Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καὶ ἄφησέ μου τὸ κορίτσι. Τὸ βλέπω πῶς εἶνε γιὰ νὰ γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ ἐβάλθηκες νὰ μοῦ πάρῃς τὸ παιδί, γιὰ νὰ μὲ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε! Μετά τινας στιγμὰς βαθείας σιγῆς, καθ' ἥν τὰ δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπὶ τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καὶ ἔπειτα ἐπρόσθεσεν - Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου τὸ κορίτσι! Ὅταν ἤκουσα τὶς λέξεις ταῦτας, παγερὰ φρικίασις διέτρεξε τὰ νεῦρα μου καὶ ἤρχησαν τὰ αὐτία μου νὰ βοΐζουν. Δὲν ἠδυνήθην ν' ἀκούσω περιπλέον. Καθ' ἥν στιγμὴν εἶδον, ὅτι ἡ μήτηρ μου, καταβληθεῖσα ὑπὸ φοβερὰς ἀγωνίας, ἔπιπτεν ἀδρανῆς ἐπὶ τῶν μαρμάρων, ἐγὼ ἀντὶ νὰ δράμω πρὸς βοήθειάν της, ἐπωφελήθην τὴν εὐκαιρίαν νὰ φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας, τρέχων ὡς ἔξαλλος καὶ ἐκβάλλων κραυγὰς, ὡς ἐὰν ἠπείλει νὰ μὲ συλλάβῃ ὁρατὸς αὐτὸς ὁ θάνατος. Οἱ ὀδόντες μου συνεκρούοντο ὑπὸ τοῦ τρόμου, καὶ ἐγὼ ἔτρεχον, καὶ ἀκόμη ἔτρεχον. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσω, εὐρέθην ἔξαφνα μακρὰν, πολὺ μακρὰν τῆς ἐκκλησίας. Τότε ἐστάθην νὰ πάρω τὴν ἀναπνοήν μου, κ' ἐτόλμησα νὰ γυρίσω νὰ ἰδῶ ὀπίσω μου. Κανεὶς δὲν μ' ἐκυνήγει. Ἤρχησα λοιπὸν νὰ συνέρχωμαι ὀλίγον κατ' ὀλίγον, καὶ ἤρχησα νὰ συλλογίζομαι. Ἀνεκάλεσα εἰς τὴν μνήμην μου ὅλας τὰς πρὸς τὴν μητέρα τρυφερότητας καὶ θωπείας μου. Προσεπάθησα νὰ ἐνθυμηθὼ μήπως τῆς ἔπταισα ποτέ, μήπως τὴν ἀδίκησα, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθην. Ἀπεναντίας εὔρισκον, ὅτι ἀφ' ὅτου ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ ἀδελφή μας, ἐγὼ, ὄχι μόνον δὲν ἠγαπήθην, ὅπως θὰ τὸ ἐπεθύμουν, ἀλλὰ τοῦτ' αὐτὸ παρηγκωνιζόμην ὁλονὲν περισσότερον. Ἐνθυμήθην τότε, καὶ μοῖ ἐφάνη ὅτι ἐνόησα, διατὶ ὁ πατήρ μου ἐσυνείθιζε νὰ μὲ ὀνομάζη τὸ ἀδικημένο του. Καὶ μὲ ἐπῆρε τὸ παράπονον καὶ ἤρχησα νὰ κλαίω. Ὦ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δὲν μὲ ἀγαπᾶ καὶ δὲν μὲ θέλει! Ποτέ, ποτὲ πλέον δὲν πηγαίνω εἰς τὴν ἐκκλησίαν! Και διηυθύνθην πρὸς τὴν οἰκίαν μας, περίλυπος καὶ ἀπηλπισμένος. Ὁ Γιωργῆς ἤμην ἐγώ. Καὶ τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην τὴν εἶχον δώσει ἀληθῶς, ἀλλὰ πολὺ προτήτερα. Ἦτο καθ' ἣν ἐποχὴν ἡ μήτηρ μας εἰργάζετο διὰ νὰ θρέψῃ τὴν πρώτην μας θετὴν ἀδελφὴν καθὼς καὶ ἡμᾶς. Ἐγὼ τὴν συνώδευον κατὰ τὰς διακοπὰς τῶν μαθημάτων, παίζων παρ' αὐτῇ, ἐνῶ ἐκείνη ἔσκαπτεν ἢ ἐξεβοτάνιζεν. Μίαν ἡμέραν διακόψαντες τὴν ἐργασίαν ἐπεστρέφομεν ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς
φεύγοντες τὸν ἀφόρητον καύσωνα, ὑφ' οὗ ὁλίγον ἔλειψε νὰ λιποθυμήσῃ ἡ μήτηρ μου. Καθ' ὁδὸν κατελήφθημεν ὑπὸ ραγδαιοτάτης βροχῆς, ἐξ ἐκείνων, αἵτινες συμβαίνουσι παρ' ἡμῖν συνήθως, μετὰ προηγηθείσαν ὑπερβολικὴν ζέστην ἢ λαύραν, καθὼς τὴν ὀνομάζουν οἱ συντοπίται μου. Δὲν ἤμεθα πλέον πολὺ μακρὰν τοῦ χωρίου, ἀλλ' ἔπρεπε νὰ διαβῶμεν ἕνα χείμαρρον, ὅστις πλημμυρήσας ἐκατέβαινεν ὁρμητικώτατος. Ἡ μήτηρ μου ἠθέλησε νὰ μὲ σηκώσῃ εἰς τὸν ὦμον της. Ἀλλ' ἐγὼ ἀπεποιήθην. - Εἶσαι ἀδύνατη ἀπὸ τὴ λιποθυμία, τῇ εἶπον. Θὰ μὲ ρίψῃς μὲσ' στὸν ποταμό. Καὶ ἐσήκωσα τὰ φορέματά μου καὶ εἰσῆλθον δρομαῖος εἰς τὸ ρεῦμα, πρὶν ἐκείνη προφθάσῃ νὰ μὲ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῇ εἰς τὰς δυνάμεις μου πλέον ἢ ὅτι ἔπρεπε. Διότι πρὶν σκεφθῶ νὰ ὑποχωρήσω, τὰ γόνατά μου ἐλύγισαν, οἱ πόδες μου ἔχασαν τὸ στήριγμα των, καὶ, ἀνατραπείς, παρεσύρθην ὑπὸ τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου. Μία σπαρακτικὴ κραυγὴ φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνὴ τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τὰ ρεύματα διὰ νὰ μὲ σώσῃ. Πῶς δὲν ἔγεινα αἰτία νὰ πνιγῇ καὶ ἐκείνη μετ' ἐμοῦ, εἶναι θαύμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος ἔχει κακὴν φήμην παρ' ἡμῖν. Καὶ ὅταν λέγουν περί τινος τὸν ἐπῆρε τὸ ποτάμι, ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν χείμαρρον. Καὶ ὅμως ἡ μήτηρ λιγόθυμος καθὼς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρημένη ἀπὸ ἐπαρχιακὰ φορέματα, ἰκανὰ νὰ πνίξουν καὶ τὸν δεξιώτερον κολυμβητήν, δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκθέσῃ τὴν ζωὴν αὐτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νὰ μὲ σώσῃ, καὶ ἂς ἤμην ἐκεῖνο της τὸ τέκνον, τὸ ὁποῖον προσέφερεν ἄλλοτε εἰς τὸν θεὸν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ τῆς θυγατρός της. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν οἶκον καὶ μὲ ἀπέθεσε χαμαὶ ἀπὸ τὸν ὦμον της, ἤμην ἀκόμη παραζαλισμένος. Διὰ τοῦτο, ἀντὶ νὰ αἰτιαθῶ τὴν ἀπρονοησίαν μου διὰ τὸ συμβάν, ἀπέδωκα αὐτὸ εἰς τὰς ἐργασίας τῆς μητρός μου. - Μή δουλεύεις πιά, μάνα, τῇ εἶπον, ἐνῷ ἐκείνη μ' ἐνέδυε στεγνὰ φορέματα. - Ἀμ' ποιός θὰ μᾶς θρέψῃ, παιδί μου, 'σὰν δὲν δουλεύω ἐγώ; -Ἠρώτησεν ἐκείνη στενάξασα. - Ἐγώ, μάνα! ἐγώ! - τῇ ἀπήντησα τότε μετὰ παιδικοῦ στόμφου. - Καὶ τὸ ψυχοπαίδι μας; - Κ' ἐκεῖνο ἐγώ! Ἡ μήτηρ ἐμειδίασεν ἀκουσίως, διὰ τὴν ἐπιβλητικὴν στάσιν, ἣν ἔλαβον προφέρων τὴν διαβεβαίωσιν ταύτην. Ἔπειτα διέκοψε τὴν ὁμιλίαν ἐπειποῦσα - Ἄμ' θρέψε δὰ πρῶτα τὸν ἑαυτό σου καὶ ὕστερα βλέπουμε. Δὲν παρῆλθε πολὺς καιρὸς καὶ ἀπηρχόμην εἰς τὰ ξένα.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 1. Ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος παρατηρεί σχετικά με τη λειτουργία του αφηγητή στο συγκεκριμένο διήγημα: «... χάρη στη χρονική διάρκεια της αφήγησης χωρίζεται στα δύο η οπτική γωνία του αφηγητή: είναι αφ ενός ένα αδύναμο μικρό παιδί... και αφ ετέρου ένας μορφωμένος ενήλικας...». Να επαληθεύσετε την παραπάνω άποψη επισημαίνοντας δύο σημεία στα οποία γίνεται αισθητή η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στη νεαρή συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα και να σχολιάσετε τη λειτουργία της. Μονάδες 12 2. Να σχολιάσετε τον τρόπο με τον οποίο εγγράφεται στη συνείδηση του αφηγητή ο κλειστός και ανοιχτός χώρος φέρνοντας και ένα παράδειγμα από τα αποσπάσματα που σας δόθηκαν. Μονάδες 8 3. Βασικά χαρακτηριστικά του αφηγηματικού λόγου στο «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι, μεταξύ άλλων, η περιγραφή, ο διάλογος, η προσήμανση και η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Να επαληθεύσετε την ύπαρξη των χαρακτηριστικών αυτών στο απόσπασμα, επισημαίνοντας ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση, και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους. Μονάδες 20 4. Ποια χαρακτηριστικά της γλώσσας του Γ. Βιζυηνού εντοπίζετε στο συγκεκριμένο απόσπασμα; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο. Μονάδες 15 5. «Ανεκάλεσα εις την μνήμη μου περίλυπος και απελπισμένος»: Να σχολιάσετε την απήχηση των λόγων της μητέρας στο μικρό Γιωργή, στηριζόμενοι στο περιεχόμενο της αναδρομικής αφήγησης σε ένα κείμενο 120 περίπου λέξεων. Μονάδες 25 6. Να συγκρίνετε το απόσπασμα από το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη, «Η Μαυρομαντηλού» με το απόσπασμα από το «Αμάρτημα της μητρός μου», όπου περιγράφεται η διάσωση του Γιωργή από τη μητέρα του στο ποτάμι και να επισημάνετε ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο. (μία για τα παιδιά και μία για τις μητέρες). Αλ. Παπαδιαμάντης, Η Μαυρομαντηλού Εκεί, καθώς επέμενε να εκτελή τους μίμους του ο μικρός, άδιαφορών πρός τας κραυγάς της μητρός του, κύπτων ολίγον βαθύτερον, ολισθαίνει, εκβάλλει πεπνιγμένην κραυγήν, και πίπτει μετά πλαταγισμού εις την θάλασσαν. Το κύμα θα είχε βάθος πλέον ή διπλούν αναστήματος ανδρός. Βυθίζεται εις τον πόντον, και πάλιν ανέρχεται εις την επιφάνειαν, και ασπαίρει, και παραδέρνει και είτα βυθίζεται εκ δευτέρου. Ή γυνή μιαν αφήκε σπαρακτικήν, διάτορον κραυγήν, και πελιδνή, περίτρομος, άγρια, καθώς εκράτει τον κόπανόν της, επιβαίνει εις το κύμα. Φθάνει μέχρι της οσφύος, είτα μέχρι του στέρνου, και με τον κόπανον αγωνιά να φθάση το παιδίον, πνιγόμενον ήδη και το δεύτερον εξαφανισθέν. Αλλ ως ήτο επόμενον, δια της δίνης, ην εσχημάτιζεν ο κόπανος εις το κύμα, απεμάκρυνε μάλλον το αγωνιών σώμα, ή τό προσήγγιζεν εις την χείρα της μητρός. Αύτη έκραξε και πάλιν βοήθειαν, αλλά την στιγμήν εκείνην ουδείς των επιστρεφόντων εις την πολίχνην χωρικών ευρίσκετο εκεί πλησίον. Όλοι είχον υπερβή την χθαμαλήν ακτήν, την χωρίζουσαν την αγκάλην ταύτην από της άλλης γείτονος αμμουδιάς, και είχον προπορευθή πλείονα ή χίλια βήματα. Μονάδες 20 καλή επιτυχία! Επιμέλεια θεμάτων : Παναγιώτης Κ. Ζαχαράκης
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Η αφήγηση στο συγκεκριμένο διήγημα γίνεται από τον ενήλικα Γιωργή που γνωρίζει το αμάρτημα της μητέρας του. Πρόκειται για έναν εξωδιηγητικό ομοδιηγητικό αφηγητή (ή δραματοποιημένο), δηλαδή έναν αφηγητή που αφηγείται μια ιστορία στην οποία συμμετέχει ο ίδιος άλλοτε ως αυτόπτης μάρτυρας και άλλοτε ως πρωταγωνιστής (αυτοδιηγητικός αφηγητής), όπως στη σκηνή της προσευχής, ή ως συμπρωταγωνιστής, όπως στη σκηνή της διάσωσης. Ένας τέτοιος αφηγητής είναι σε θέση να γνωρίζει μόνο όσα πέφτουν στην προσωπική του αντίληψη κατά τη διάρκεια της δράσης και τα αφηγείται από τη δική του οπτική γωνία (εσωτερική εστίαση). Ωστόσο, επιλέγει (στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης) μια περιορισμένη οπτική γωνία και αφηγείται την ιστορία με βάση την αντίληψη που είχε για τα πράγματα όταν ήταν μικρό παιδί. Έτσι η εστίαση της αφήγησης τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες, τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης και να οδηγούμαστε σταδιακά μαζί με το μικρό Γιωργή στην αποκάλυψη της αλήθειας. Επομένως, η περιορισμένη αφηγηματική προοπτική ενισχύει τον αινιγματικό χαρακτήρα του κειμένου. Σε ορισμένα σημεία, ωστόσο, είναι φανερή η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα. Αισθανόμαστε, δηλαδή, ότι ο ώριμος Γιωργής παρεμβαίνει στο λόγο του μικρού Γιωργή, φωτίζοντας τα γεγονότα από μια πιο ώριμη προοπτική. Η διάσταση μεταξύ των δύο αφηγητών στα συγκεκριμένα αποσπάσματα γίνεται φανερή στα σημεία που ο ώριμος αφηγητής ελέγχει και επικρίνει τη συμπεριφορά των παιδικών του χρόνων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: «Είχον εμπιστευθεί εις τας δυνάμεις μου πλέον ή ό,τι έπρεπε» (σ. 142) «Διά τούτο, αντί να αιτιαθώ την απρονοησίαν u956 μου δια το συμβάν, απέδωκα αυτό εις τας εργασίας της μητρός μου» (σ. 143) Σ όλα τα παραπάνω αποσπάσματα ο ώριμος αφηγητής, ο οποίος αντιλαμβάνεται την αφέλεια, και την ανωριμότητα των παιδικών του χρόνων επικρίνει την υπερβολική εμπιστοσύνη που έδειξε στις δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να εκθέσει σε κίνδυνο τη ζωή του και τη ζωή της μητέρας του καθώς και την επιπόλαιη κρίση του, που τον έκανε να «αιτιαθεί» την κοπιαστική εργασία της μητέρας του για το συμβάν. 2. Βλέπε φυλλάδιο 3. Η χρήση της περιγραφής στο διήγημα είναι περιορισμένη. Ο ίδιος ο Βιζυηνός ομολογούσε σχετικά με τις περιγραφές: «Δεν αγαπώ τας παρεκβολάς εν τοις διηγήμασιν». Πίστευε πως διέκοπταν και καθυστερούσαν τη δράση, πως συντελούσαν σ ένα αδικαιολόγητο άπλωμα της αφήγησης. Γι αυτό και οι περιγραφές στο έργο του Βιζυηνού δεν αποτελούν παρέμβλητα ξένα σώματα αλλά οργανικά μέρη της αφήγησης που επιτελούν πολλαπλό ρόλο: συμπληρώνουν κενά, δημιουργούν αντιθέσεις, εντείνουν δραματικές καταστάσεις, στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα. Στη σκηνή της προσευχής χαρακτηριστική είναι η περιγραφή των αντιδράσεων του Γιωργή, όταν άκουσε τα λόγια της μητέρας του: «παγερά φρικίασις διέτρεξε τα νεύρα μου και ήρχισαν τα αυτιά μου να βοϊζουν», «τρέχων ως έξαλλος εκβάλλων κραυγάς», «Οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου και εγώ έτρεχον, και ακόμη έτρεχον»). Μέσα από αυτήν τη δυναμική περιγραφή (δραματική μέθοδος), σκιαγραφείται η ψυχολογία του παιδιού μέσα από τις αντιδράσεις του. Προβάλλεται ο τρόμος και ο πανικός που τον κυρίευσαν και τον έτρεψαν σε άτακτη φυγή. Η περιγραφή εντείνει τη δραματικότητα της σκηνής, καθώς παρουσιάζει τη Δεσποινιώ να διαπράττει στην απόγνωσή της ένα δεύτερο αμάρτημα, επιφέροντας ένα βαρύ τραύμα στην παιδική ψυχή του γιου της. (Μπορεί να δοθεί και ως παράδειγμα η σκηνή στο ποτάμι).
Επίσης ο Βιζυηνός δεν παραλείπει να χρησιμοποιήσει τη σκηνική μέθοδο, η οποία στηρίζεται στη χρήση διαλόγων και μονολόγων. Με τη σκηνική μέθοδο ο χρόνος της ιστορίας εξισώνεται σχεδόν με το χρόνο της αφήγησης (ισοχρονία), καθώς ο λόγος εκφέρεται από τα ίδια τα πρόσωπα του έργου χωρίς τη μεσολάβηση του αφηγητή. Έτσι ο αναγνώστης έχει την ψευδαίσθηση ότι δεν ακούει μια φωνή που διηγείται αλλά ότι είναι παρών στα διαδραματιζόμενα και η αφήγηση αποκτά αμεσότητα, ζωντάνια και θεατρικότητα. Μάλιστα η χρήση δημοτικής γλώσσας στα διαλογικά μέρη, πέρα από το ότι διακόπτει τη μονοτονία της καθαρεύουσας, ενισχύει την αληθοφάνεια και το ρεαλισμό της αφήγησης. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο διάλογος του Γιωργή με τη μητέρα του μετά το επεισόδιο στο ποτάμι (-Μη δουλεύεις πια, μάνα - Αμ θρέψε δα πρώτα τον εαυτό σου κι ύστερα βλέπουμε). Ο διάλογος αναφέρεται στην περίφημη υπόσχεση του Γιωργή που επικαλέστηκε η Δεσποινιώ πολλά χρόνια μετά για να πιέσει τους άλλου δύο γιους της να συναινέσουν στην υιοθεσία της Κατερινιώς. Μέσα από το διάλογο φαίνεται η συγκινητική αφέλεια και η επιπολαιότητα του μικρού Γιωργή, που πίστεψε ότι θα μπορούσε, στην ηλικία των δέκα ετών να συντηρήσει μητέρα και αδερφή. Φωτίζεται έτσι η ψυχολογία του, καθώς προβάλλεται η χαρά και η ευγνωμοσύνη που προκάλεσε στην τραυματισμένη ψυχή του η αυτοθυσία της μάνας του, αλλά καταδεικνύεται και το πραγματικό περιεχόμενο της υπόσχεσης, που καθιστά άξια απορίας την απόφαση της Δεσποινιώς να την επικαλεστεί. Στο Αμάρτημα της μητρός μου, και γενικότερα στα διηγήματα του Βιζυηνού, κυριαρχεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία προσδίδει στη αφήγηση αληθοφάνεια, την εγκυρότητα και την αυθεντικότητα της προσωπικής μαρτυρίας, που απαιτεί η τεχνική του ρεαλισμού. Την πρωτοπρόσωπη αφήγηση τη συνδυάζει με μια εστίαση της αφήγησης με περιορισμένη προοπτική (εσωτερική), κατά την οποία ο αφηγητής δε γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν ή όλα όσα σκέπτονται οι χαρακτήρες και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει την αινιγματική συμπεριφορά τους. Για να το πετύχει βέβαια αυτό ο ώριμος αφηγητής περιορίζεται στα όρια της παιδικής συνείδησης, που αγνοούσε την αλήθεια και βρισκόταν σε πλάνη. Χαρακτηριστική στο απόσπασμα που δίνεται είναι η αδυναμία του μικρού παιδιού να ερμηνεύσει την προσευχή της μητέρας του, γι αυτό και καταλήγει απελπισμένος στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι δεν τον αγαπά και δεν τον θέλει (Ανεκάλεσα εις τη μνήμη μου Προσεπάθησα να ενθυμηθώ Ώ! είπον, η μητέρα μου δε με αγαπά και δε με θέλει!). Ο συγγραφέας κάνει αυτή την επιλογή για να μπορεί να προχωρεί ο αφηγητής προς τη λύση του αινίγματος παράλληλα με τον αναγνώστη. Τέλος, σε αρκετά σημεία ο αφηγητής χρησιμοποιεί προσημάνσεις, πρόωρες ενδείξεις με τις οποίες καταφέρνει να εξάψει την περιέργεια του αναγνώστη, που την έχει ήδη διεγείρει ο τίτλος, και να δημιουργήσει προσδοκίες. Καθυστερώντας όμως τη στιγμή της ικανοποίησης τους συμβάλλει στη δημιουργία δραματικής έντασης, κορυφώνοντας την αγωνία του αναγνώστη. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, δίνει μια πρόωρη ένδειξη (προσήμανση) για την αμαρτία («Ενθυμήθηκες την αμαρτία μου ), με την οποία η περιέργεια του αναγνώστη διεγείρεται, γιατί καταλαβαίνει ότι το αμάρτημα του τίτλου έχει κάποια σχέση με την απεγνωσμένη προσευχή της Δεσποινιώς.
4. Βλέπε φυλλάδιο 5. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Γιωργής κάνει αναδρομή στο παρελθόν, προκειμένου να αιτιολογήσει την προσευχή της μητέρας του. Ανίκανος να εντοπίσει κάποια προσωπική ευθύνη, συνειδητοποιεί ότι πάντα παραγκωνιζόταν εξαιτίας της Αννιώς και για πρώτη φορά παραδέχεται ότι αισθάνεται αδικημένος (όπως τον αποκαλούσε και ο πατέρας του), γεγονός που αντικειμενικοποιεί τα αισθήματα παραγκωνισμού που ο ίδιος έτρεφε και που αναιρεί δύσκολα την αποκτημένη βεβαιότητά του για την «ίση και αδέκαστη» μητρική στοργή. Ύστερα από μια τόσο τραγική συνειδητοποίηση το παιδί αισθάνεται πίκρα και παράπονο και ξεσπά σε κλάματα, ενώ συγχρόνως αποφασίζει να μην ξαναβοηθήσει ποτέ τη μάνα του και την άρρωστη αδελφή του και φεύγει για το σπίτι «περίλυπος και απελπισμένος». Η παιδική ψυχή έχει πληγωθεί και οι σχέσεις μητέρας και γιου έχουν έρθει σε ρήξη, που μόνο μια πράξη αληθινής αυταπάρνησης θα μπορέσει να αποκαταστήσει. Λέξεις 124 6. Και στα δύο αποσπάσματα περιγράφεται μια σκηνή διάσωσης με πρωταγωνιστές ένα μικρό παιδί και η μητέρα του. Μια πρώτη ομοιότητα που αφορά τα παιδιά είναι: Ο μικρός Γιωργής παρουσιάζεται απερίσκεπτος και επιπόλαιος, να υποτιμά τον κίνδυνο και να αγνοεί τις προειδοποιήσεις της μητέρας του, με αποτέλεσμα τη μοιραία πτώση του στο νερό. Στο διήγημα του Παπαδιαμάντη ο μικρός «επέμενε να εκτελή τους μίμους του, άδιαφορών πρός τας κραυγάς της μητρός του» με αποτέλεσμά ένα μοιραίο ολίσθημα που τον έριξε στη θάλασσα και στο διήγημα του Βιζυηνού ο μικρός Γιωργής περιφρονώντας την πρόταση της μητέρας του να τον σηκώσει στους ώμους της «εισήλθε δρομαίος εις το ρεύμα», δείχνοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Επομένως, είναι φανερό ότι και στα δύο αποσπάσματα τα δύο παιδιά χαρακτηρίζονται από επιπολαιότητα και ανυπακοή προς τις μητέρες τους. Μια ακόμη ομοιότητα εντοπίζεται και στη στάση των μητέρων η οποία χαρακτηρίζεται από αυταπάρνηση και αυτοθυσία. Αρχικά αντιδρούν με σπαρακτικές κραυγές και χωρίς δεύτερη σκέψη πέφτουν στο νερό για να σώσουν τα παιδιά τους. «Μια σπαρακτική κραυγή φρίκης είναι παν ό,τι ενθυμούμαι» ομολογεί ο Γιωργής και αμέσως μετά τη μητέρα του να πέφτει «εις τα ρεύματα» για να τον σώσει. Και ο αφηγητής στο άλλο διήγημα αναφέρει: «Ή γυνή μιαν αφήκε σπαρακτικήν, διάτορον κραυγήν, και πελιδνή, περίτρομος, άγρια, καθώς εκράτει τον κόπανόν της, επιβαίνει εις το κύμα». Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι και στα δύο διηγήματα οι μητέρες καταβάλλουν υπεράνθρωπη προσπάθεια, η οποία μάλιστα δυσχεραίνεται από κάποιες αντικειμενικές δυσκολίες, γεγονός που τονίζει ακόμη περισσότερο το μέγεθος της αυτοθυσίας τους. Στο διήγημα του Βιζυηνού η Δεσποινιώ εμποδίζεται από τα βαριά επαρχιακά της φορέματα αλλά και από την κούραση και τη λιποθυμία, ενώ στο διήγημα του Παπαδιαμάντη η μητέρα κρατά έναν «κόπανον» στο χέρι που σχηματίζει μια δίνη, η οποία την απομακρύνει από το παιδί της που πνίγεται (Αλλ ως ήτο επόμενον, δια της δίνης, ην εσχημάτιζεν ο κόπανος εις το κύμα, απεμάκρυνε μάλλον το αγωνιών σώμα, ή τό προσήγγιζεν εις την χείρα της μητρός).