ΕΛΕΝΗ Χ. ΧΑΤΖΗΜΑΥΡΟΥ Η Φιλόλογος, δρ. Κλασικής Φιλολογίας Η ΜΗ ΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙ Η ΚΑΙ Η ΦΟΝΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΙΑΜΑΝΤΗ ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων (Ευρ., Μήδ. 1079) «Καρδιά! αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπόφαση» (Παπαδιαμ., Φόνισσα σ. 75 1 ) Στην Έξοδο της Μήδειας του Ευριπίδη η πρωταγωνίστρια έχει πλέον ολοκληρώσει το εκδικητικό της σχέδιο με τον φόνο των παιδιών της και αντιμετωπίζει τον απελπισμένο Ιάσονα από το άρμα του Ήλιου. Η ίδια πρόκειται να μεταβεί σε άλλη σφαίρα του μύθου, στην Αθήνα, όπου θα ζήσει για ένα διάστημα πλάι στον Αιγέα, πριν να επιστρέψει οριστικά στην Ανατολή για τα παιδιά καθιερώνεται λατρεία στο ιερό της Ήρας Ακραίας η καταστροφή του Ιάσονα θα βρει την υλική της έκφραση με τον αντι-ηρωικό του θάνατο από ένα θραύσμα της ερειπωμένης πλέον Αργούς. Αιώνες μετά μία άλλη παιδοκτόνος, η Φραγκογιαννού του Α. Παπαδιαμάντη «εὗρε τὸν θάνατον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης» (σ. 157) 2. Ο απολογισμός θυμάτων στην περίπτωσή της είναι πλουσιότερος έχει φονεύσει, εκτός από την εγγονή της, άλλα τρία κορίτσια, ενώ απέφυγε να βοηθήσει ένα τέταρτο τη στιγμή που αυτό έπεσε στο πηγάδι. 1. Για τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη οι παραπομπές γίνονται στο αναδημοσιευμένο κείμενο από τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη (Αθήνα 1988). 2. Στην πορεία του κειμένου η υπογράμμιση ανήκει στη συντάκτρια του άρθρου. ΣΙΡΙΣ 7 (2003-2007) 131-157
132 Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή Σύμφωνα με τον Άγρα 3 «ο Παπαδιαμάντης, όπως παντού αλλού, έτσι και στη «Φόνισσα», δεν είναι, δεν γίνεται δραματικός. Μήτε Μήδεια ειν η Φραγκογιαννού, μήτε η συνείδησή της γίνεται το πεδίον όπου να συγκρουσθούν σφοδρά μεταξύ τους η κληρονομική ευλάβεια με την προσωπική πείρα, η θρησκευτική αγωγή με την ενδόμυχη βούληση» 4. Ο Ξενόπουλος 5 από την άλλη υποστηρίζει ότι «η γριά Φραγκογιαννού ( ) είναι καθαυτό τραγική ηρωίς. Το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη είναι τραγωδία μεγαλοπρεπεστάτη». Η παιδοκτονία αποτελεί τον ελάχιστο συνδετικό κρίκο Μήδειας- Φραγκογιαννούς και δημιουργεί προβληματισμό ως προς τα κοινά στοιχεία που μπορεί να οδήγησαν τις δύο ηρωίδες σε ανάλογη δράση στην αρχαία και στη νεότερη εποχή. Επιπλέον, στη Φόνισσα ανιχνεύονται μοτίβα οικεία από το αρχαίο δράμα 6, που μεταβολίζονται όμως σε άλλους ήρωες ή σε διαφοροποιημένες καταστάσεις. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι ο εντοπισμός των σημείων στα οποία οι δύο μορφές, Μήδεια και Φραγκογιαννού, συναντιούνται καθώς και η κατάδειξη των διαφορών τους, προκειμένου να διαφανεί πώς το οικογενειακό δράμα μετατρέπεται σε ψυχογραφικό αφήγημα που ταυτόχρονα προβάλλει ευρύτερα κοινωνικά φαινόμενα. Ποια είναι όμως η μυθολογική εκδοχή που πραγματεύεται ο Ευριπίδης στη Μήδεια κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου; Η πρωταγωνίστρια, οργισμένη με τον σύζυγό της Ιάσονα, που εγκατέλειψε την οικογένειά του, προκειμένου να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, και με τον τελευταίο, επειδή την εξόρισε μαζί με τα παιδιά της, αποφασίζει να εκδικηθεί. Το σχέδιό της καταλήγει σε ολοσχερή και ανελέητη καταστροφή των αντιπάλων της, που δεν περιορίζεται στη θανάτωσή τους. Η ηρωίδα α- φαιρεί από τους εχθρούς της ό,τι είναι γι αυτούς πιο σημαντικό. Ο 3. Βλ. Τ. Άγρα, «Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη» (αποσπ.), στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005 [1936], σ. 132. 4. Βλ. επίσης Κ. Χατζόπουλου, «Παπαδιαμάντης», στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005 [1912-1913], σ. 97. 5. Γ. Ξενόπουλου, ό.π., σ. 89. 6. Βλ. την παρατήρηση του Π. Νιρβάνα, «Το έργον του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη» (αποσπ.), στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005 [1908], σ. 74: «ύο θεότητες θα του απλώσουν τα χέρια στο αντικρινό ακρογιάλι της ζωής: Η Παναγία και η Περσεφόνη».
Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 133 Κρέων παρακολουθεί τον μαρτυρικό θάνατο της κόρης του, ανακαλώντας τη χαρακτηριστική για τον πόλεμο ηροδότεια ρήση 7. Η έμμεση ταύτιση από την πλευρά του της διακυβέρνησης με την εξυπηρέτηση όχι του κοινού καλού, αλλά ίδιων σκοπών (στ. 329) οδηγεί στον εναγκαλισμό της φλεγόμενης θυγατέρας του και τη συνακόλουθη αυτοκτονία του, γεγονός που σημαίνει και το τέλος της εξουσίας του (στ. 1204 κ.ε.). Στερείται συνεπώς ό,τι συνιστά γι αυτόν τον προσωπικό του κόσμο σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Και ο Ιάσονας δεν έχει πλέον οικογένεια, αφού χάνει συζύγους παλαιά και νέα καθώς και τους απογόνους του 8 δεν μπορεί να έχει καμιά πρόσβαση στην εξουσία και του αναλογεί τέλος ένας άδοξος θάνατος: κατά την Έξοδο του δράματος επιβεβαιώνεται πλέον η απώλεια της ηρωικής του ταυτότητας (στ. 1386-1388). Η επιβίωση, με τίμημα την αφαίρεση των ευσήμων και την κατάβασή του από το βάθρο των ηρώων, αποτελεί προφανώς πιο σκληρή τιμωρία από έναν ηρωικό θάνατο 9. Είναι προφανές ότι η εκδίκηση της Μήδειας ενσκήπτει δριμύτατη στους εχθρούς της. Θεωρώντας ότι η αδικία που υφίσταται αντικατοπτρίζει σε μείζονα βαθμό τη δύσκολη θέση της γυναίκας, σε μία από τις συναντήσεις με τον Χορό των γυναικών της Κορίνθου, η πρωταγωνίστρια κάνει λόγο γενικά για τη μοίρα του γυναικείου φύλου και επιμένει ιδιαίτερα στην εξάρτηση από τους άντρες: πάντων δ ὅσ ἔστ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῆι πόσιν πρίασθαι δεσπότην τε σώματος λαβεῖν κακοῦ γὰρ τοῦτ ἔτ ἄλγιον κακόν. κἀν τῶιδ ἀγὼν μέγιστος, ἢ κακὸν λαβεῖν ἢ χρηστόν οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ γυναιξὶν οὐδ οἷόν τ ἀνήνασθαι πόσιν. ἐς καινὰ δ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν, οἵωι μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτηι. 7. Βλ. Ιστορ. 1. 87. 17-19 (οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται ἐν μὲν γὰρ τῇ οἱ παῖδες τοὺς πατέρας θάπτουσι, ἐν δὲ τῷ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας). 8. Βλ. στ. 783 κ.ε., 792 κ.ε.,991 κ.ε., 1347 κ.ε. 9. Βλ. P. E. Easterling, «The Infanticide in Euripides Medea», στo: J. Mossmann (επιμ.), Euripides, Oxford Univ. Press, Easterling 2003 [1977], σ. 194.
134 Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή κἂν μὲν τάδ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ πόσις ξυνοικῆι μὴ βίαι φέρων ζυγόν, ζηλωτὸς αἰών εἰ δὲ μή, θανεῖν χρεών. ἀνὴρ δ, ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών, ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης [ἢ πρὸς φίλον τιν ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς] ἡμῖν δ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν. λέγουσι δ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον ζῶμεν κατ οἴκους, οἱ δὲ μάρνανται δορί, κακῶς φρονοῦντες ὡς τρὶς ἂν παρ ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ. (στ. 230-251) Αν η μοίρα της γυναίκας είναι το μέσο με το οποίο μπορεί να προσεγγίσει η Μήδεια τον Χορό και να εξασφαλίσει τη συμπαράστασή του, για τη Φραγκογιαννού αποτελεί κυρίαρχη έγνοια η τελευταία μοιάζει να ξεχωρίζει από τις γυναίκες του αρχαίου Χορού 10 αποτελώντας την πρωταγωνίστρια στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 11 : 10. Βλ. ιδιαίτερα στη Μήδεια στ. 414 κ.ε. στους οποίους φαίνεται να «στρατεύεται» η Χαδούλα. 11. Για μια συνοπτική ανασκόπηση των ερμηνειών που έχουν δοθεί, βλ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Μικρή εισαγωγή στην πρόσληψη του Παπαδιαμάντη», στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005, σσ. 47-48, 50: «Περί τίνος πρόκειται; Ιδού μερικές από τις απαντήσεις: Πρόκειται για το άχθος της προικοδότησης των νεαρών κοριτσιών, ή ευρύτερα για την προβληματική θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία του 19 ου αιώνα, για τη φθίνουσα κατάσταση της αγροτικής Ελλάδας πριν από την αστικοποίηση (Layoun), για την προβληματική συνείδηση της κόρης απέναντι στη μάνα που φοβάται και μισεί (Ασλανίδης), για την αυτο-αποθέωση του ανθρώπου και εν τέλει την καταστροφή του, όταν βασίζεται στον ορθολογισμό (Ν.. Τριανταφυλλόπουλος [ ]), για την πεμπτουσία του παπαδιαμαντικού μύθου (της αβύσσου και του θανάτου: Σωνιέ), για τον πειρασμό της ηθογραφίας που πασχίζει, αυτοβασανιζόμενη, να υπερβεί τον εαυτό της (Παπαγιώργης), για τη σύγκρουση μιας γυναίκας, που υπερβαίνει τα φυλετικά όρια της κοινωνίας της, με το κοινωνικό της περιβάλλον (Γκασούκα), για το μυθιστόρημα ενός προσώπου «που δεν είναι το σύμβολο της εξεγερμένης γυναίκας (μια νεότερη Μήδεια), είναι το σύμβολο του καταπιεσμένου άντρα, που είναι υποχρεωμένος από ένα δυναστευτικό οικογενειακό-κοινωνικό καθεστώς να σηκώσει το βάρος των θηλυκών» (Καργάκος), για ένα «δικαστικό» μυθιστόρημα με θέμα το έγκλημα, στο ο- ποίο όμως η ιδιάζουσα χρήση της ρητορικής μετατρέπει την ηθογραφία σε εξερεύνηση της ψυχής, της ιδεολογίας και της κοινωνίας (M. Peri), για τη διαφοροποίηση του απόλυτου κακού που είναι ακατανόητο και άφατο απέναντι στο αναγνωρίσιμο καθημερινό κακό (Ζουμπουλάκης), για την κατασκευή ενός δαρβινικού κοσμοειδώλου τόσο στο επίπεδο της φύσης, όσο και του κοινωνικού συστήματος καθώς και για την προβολή της
Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 135 «Ἐνθυμεῖτο (ενν. ἡ ελχαρὼ) ὅτι καὶ ἄλλοτε συνέβη, ἡ γραῖα, μεταξὺ γυναικῶν καὶ γραϊδίων τῆς γειτονιᾶς, νὰ ἐκφράσῃ, μετὰ σείσματος ἐκφραστικοῦ τῆς κεφαλῆς, εἰς ὥρας καθ ἃς ἐγίνετο λόγος περὶ τῆς μεγάλης πληθώρας τῶν νεαρῶν κορασίων, περὶ τῆς σπάνεως, περὶ τοῦ ξενιτευμοῦ καὶ τῶν ὑπερμέτρων ἀπαιτήσεων τῶν γαμβρῶν, περὶ τῶν βασάνων ὅσα ὑπέφερε μία χριστιανὴ διὰ νὰ ἀποκαταστήσῃ «τ ἀδύνατα μέρη», τουτέστι τὰ θήλεα, νὰ ἐκφράσῃ, λέγω, παραπλήσια αίσθήματα» (σ. 23). «Λοιπὸν ἠξεύρει ὅλος ὁ κόσμος τί σημαίνει μία μήτηρ νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ πατὴρ διὰ τὰς κόρας της, καὶ νὰ μὴν εἶναι συγχρόνως καὶ πατὴρ διὰ τὰς κόρας της, καὶ νὰ μὴν εἶναι τοὐλάχιστον μήτε χήρα. Ὀφείλει ἡ ἰδία καὶ νὰ ὑπανδρεύσῃ καὶ νὰ προικίσῃ καὶ προξενήτρια καὶ πανδρολόγισσα νὰ γίνῃ. Ὡς ἀνὴρ ὀφείλει νὰ δώσῃ οἰκίαν, ἄμπελον, ἀγρὸν, ἐλαιῶνα, νὰ δανεισθῇ μετρητά, νὰ τρέξῃ εἰς τοῦ συμβολαιογράφου, νὰ ὑποθηκεύσῃ. Ὡς γυνή, πρέπει να κατασκευάσῃ ἣ νὰ προμηθευθῇ «προῖκα», τουτέστι παράφερνα, ἤτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτὰς ἐσθῆτας μὲ χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ὡς προξενήτρια πρέπει ν ἀνιχνεύσῃ γαμβρόν, νὰ τὸν κυνηγήσῃ, νὰ τὸν ἁλιεύσῃ, νὰ τὸν ζωγρήσῃ. Καὶ ὁποῖον γαμβρόν!» (σ. 47 12 ). Πεπεισμένη για την τραγική μοίρα της γυναίκας, η οποία επιβαρύνει τους γονείς της μέχρι να παντρευτεί και στη συνέχεια περνά μια δύσκολη ζωή πλάι στον σύζυγό της, η Χαδούλα δεν περιορίζεται στην ευχή να μη γεννιούνται πλέον κορίτσια και στην ικανοποίησή της, όταν κάποια από αυτά πεθαίνουν σε μικρή ηλικία (σ. 49). Η εμμονή της την οδηγεί στην ανάληψη δράσης αποφασίζει να πνίξει την εγγονή της και στη συνέχεια πνίγει και άλλα μικρά κορίτσια. Είναι όμως αποκλειστικά «κοινωνικά» τα κίνητρα της Χαδούλας; Τι συμβαίνει με την προσωπική της ιστορία; Η μοίρα της συμφωνεί απόλυτα με τη διάγνωσή της για τη «γενικότερη εξέλιξη» των γυναικών ή μπορούν να εντοπιστούν αποκλίσεις στη δική της περίπτωση; Αναγνωρίζονται σημεία από την άλλη στα οποία οι διαδροαναντιστοιχίας τους με ηθικές, ανθρωπιστικές ή θρησκευτικές αξίες (Τζ. Πολίτη), για την αμφισβήτηση της ιδέας της προόδου και για την επιστροφή σε μια προκοινωνική συνθήκη που εξεικονίζεται μέσω της φύσεως (Τζιόβας), για τη διαλεκτική μεταξύ ανδρικής και γυναικείας φωνής με την τελική υιοθέτηση (εκ μέρους του συγγραφέα) του γυναικείου γένους της αφηγηματικής φωνής (Αθανασόπουλος), κοκ. ( ) Οι πολλαπλές αναγνώσεις μάς δείχνουν ότι το παπαδιαμαντικό κείμενο δεν μπορεί να μπει σε κουτάκια, ίσως διότι είναι ένα κείμενο οριακό», βλ. ό.π. για σχετική βιβλιογραφία. 12. Βλ. επίσης σσ. 71-72.
136 Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή μές της Μήδειας και της Φραγκογιαννούς συγκλίνουν ή αντιπαρατίθενται; Προκειμένου να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, είναι απαραίτητο να εξεταστούν παράλληλα οι δύο μορφές ως προς την καταγωγή και τη σύνδεση με τη μαγεία, τη σχέση με τον πατρώο οίκο και τον σύζυγό τους, τη στάση τους απέναντι στα παιδιά και τους φόνους που διαπράττουν, την ανδροπρεπή προσωπικότητά τους καθώς και τη σχέση τους με το θείο. α. Καταγωγή Σύνδεση με τη μαγεία Η Μήδεια κατάγεται από την Κολχίδα φτάνει στην Ελλάδα ως ξένη στο πλευρό του Ιάσονα 13. Ο τελευταίος προβάλλει ως «δώρο» για την πρώην σύζυγό του την άφιξή της από την «πρωτόγονη» Α- νατολή στην «πολιτισμένη» πατρίδα του: πρῶτον μὲν Ἑλλάδ ἀντὶ βαρβάρου χθονὸς/ γαῖαν κατοικεῖς καὶ δίκην ἐπίστασαι/ νόμοις τε χρῆσθαι μὴ πρὸς ἰσχύος χάριν / πάντες δέ σ ἤισθοντ οὖσαν Ἕλληνες σοφὴν/ καὶ δόξαν ἔσχες εἰ δὲ γῆς ἐπ ἐσχάτοις/ ὅροισιν ὤικεις, οὐκ ἂν ἦν λόγος σέθεν (στ. 536-541). Η εγγονή του Ήλιου αναγνωρίζει από την πλευρά της το σφάλμα της να ακολουθήσει τον αρχηγό των Αργοναυτών ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις/ πεισθεῖσ (στ. 801-802) και τον κατηγορεί ότι την εγκατέλειψε εξαιτίας της βάρβαρης προέλευσής της: βάρβαρον λέχος/ πρὸς γῆρας οὐκ εὔδοξον ἐξέβαινέ σοι (στ. 591-592). Προσδίδει μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει μακριά από την πατρίδα της και την οικογένειά της 14. Μπορεί επομένως να θεωρηθεί ότι το έγκλημα της παιδοκτονίας διαπράττεται στα όρια του ελληνικού κόσμου 15 ω- στόσο, η ειρωνεία είναι διάχυτη, αφού ηθικός αυτουργός είναι ο Ιάσονας. Το ανοίκειο στοιχείο δεν λείπει και από τη Φόνισσα παραμερίζεται όμως και ανιχνεύεται υπαινικτικά στο όνομα της Χαδούλας, που αποκαλείται «Φράγκισσα, ἢ ἄλλως Φραγκογιαννού» (σ. 7) το γνώρισμα αυτό δεν φαίνεται να διαδραματίζει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην πορεία της υπόθεσης 16. 13. Βλ. στ. 131-132. 14. Βλ. στ. 255-258. 15. Βλ. στ. 1329 κ.ε. 16. Ο Γ. Ξενόπουλος, «Το έργον του Παπαδιαμάντη», στο: Γ. Φαρίνου- Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005 [1910-1911], σ. 83, βέβαια κάνει λόγο για «βαθείαν περιφρόνησιν (ενν. του Παπαδιαμάντη) προς ό,τι μας έρχεται από τα ξένα από το φραγκολούλουδο ως την Φραγκοπαναγιάν».
Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 137 Η «βάρβαρη» προέλευση συνδέει τη Μήδεια με τη μαγεία. Ο Ευριπίδης δεν επιθυμεί βέβαια να τονίσει το στοιχείο αυτό κάνει λόγο για στενή επαφή με την Εκάτη 17, αλλά καθιστά πιο ορθολογική την πτυχή αυτή της ηρωίδας χαρακτηρίζοντάς τη «σοφή» 18. Της επιτρέπει όμως να χρησιμοποιήσει «φάρμακα» 19, προκειμένου να πετύχει τη δολοφονία του Κρέοντα και της κόρης του. Η αναγνώριση της σοφίας της από τον βασιλιά της Κορίνθου 20 δεν αποτελεί αρκετά ισχυρό παράγοντα για να αποτραπεί η τιμωρία εις βάρος του, αφού παρά το γεγονός ότι τον οδηγεί στην απόφασή του να την εξορίσει μαζί με τα παιδιά της, δεν τον εμποδίζει να της παραχωρήσει μία ακόμη μέρα παραμονής στην πόλη του, στο διάστημα της οποίας τελείται το εκδικητικό της σχέδιο. Στην περίπτωση της Φραγκογιαννούς η γνώση της μαγείας προβάλλεται ιδιαίτερα στη μητέρα της, που«ἤξευρε μάγια» 21 γενικότερα η γριά ελχαρώ χαρακτηρίζεται «κακὴ, βλάσφημος καὶ φθονερά» (σ. 9) αναγνωρίζεται μάλιστα ως «μία ἀπὸ τὰς στρίγλας τῆς ἐποχῆς της» (ό.π.). Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις που καταγράφει ο Ν. Πολίτης (1994) προσδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη βλάβη που μπορούν να επιφέρουν οι στρίγκλες στις γυναίκες και στα παιδιά, ιδιαίτερα τα νεογέννητα 22. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η πρωταγωνίστρια αποδεικνύεται τελικά στην πορεία της αφήγησης να πραγματώνει τον χαρακτηρισμό που της αποδίδει η μητέρα της, 17. Βλ. στ. 395-397 (τὴν δέσποιναν ἣν ἐγὼ σέβω/ μάλιστα πάντων καὶ ξυνεργὸν εἱλόμην,/ Ἑκάτην, μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς). 18. Βλ. στ. 408-409, 539-541 και αναλυτικά στους στ. 292-305. 19. Βλ. στ. 384-385, 787-789, 804-806, 1125-1126 και αναλυτική περιγραφή στους στ. 1167-1220. Στους στ. 717-718 γίνεται λόγος για τα φάρμακα με τα οποία η Μήδεια θα τερματίσει την ατεκνία του Αιγέα. 20. Σοφὴ πέφυκας καὶ κακῶν πολλῶν ἴδρις (στ. 285) γυνὴ γὰρ ὀξύθυμος, ὡς δ αὔτως ἀνήρ,/ ῥάιων φυλάσσειν ἢ σιωπηλὸς σοφή (στ. 319-320). 21. Βλ. σσ. 9-11 για τις δύο σκηνές κυνηγιού με στόχο τη ελχαρώ. 22. Βλ. Ν. Πολίτη, Παραδόσεις, τόμ. 2, Αθήνα 1994, Α 371 αρ. 822 «οι στρίγκλες είναι γριές φτωχές και ελεεινές, που δεν μπορούν να κάμουν καλό σε άνθρωπο, και όλο σε μαγικά είναι παραδομένες. Και κάνουν πράματα που αρέσουν του διαβόλου, σκόνες και αλοιφές και βότανα και άλλα τέτοια. Τους άνδρες δεν τους πολυπειράζουν, αλλά πολύ κακό κάνουνε στις γυναίκες και τα παιδιά, αν τους φέρουνε κανένα εμπόδιο στα μάγια τους και με την ανάσα τους μόνο και το φύσημά τους, μπορούν ή να τα κάνουν παλαβά ή και να τα θανατώσουν. Πηγαίνουν στα μωρά τα νεογέννητα που κλαιν και τους βυζαίνουν το αίμα τους και τ αφήνουν σαν ξερά. Αυτά, κι αν δεν πεθάνουν, μινέσκουν ελεεινά κι αρρωστιάρικα όλη τους τη ζωή. Γι αυτό, προτού να βαφτιστεί το παιδί, ποτέ δεν τ αφήνουν μονάχο (πολλαχού)».
138 Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή γίνεται δηλαδή «Στριγλίτσα» (σσ. 18, 19): στρέφεται ενάντια στα κορίτσια. Στις αναδρομές που παρεμβάλλονται στην αφήγηση αναφέρεται επίσης ότι η Φραγκογιανννού καθίσταται «χάρις εἰς τὴν φύσιν κ εἰς τὰ μαθήματα τῆς μητρός της, τὰ ἑκούσια καὶ τὰ ἀκούσια, ( ) πολὺ πονηρὴ, ἀναλόγως τῆς ἡλικίας της» (σσ. 17-18), ενώ «μὲ τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν πεῖραν τοῦ κόσμου ἐγένετο πολὺ σοφωτέρα» (σ. 21). Επιπλέον επανέρχεται συχνά η πολύ καλή γνώση των βοτάνων που διαθέτει και η χρήση τους για ιαματικούς σκοπούς, ιδιαίτερα για γυναίκες: μνημονεύεται ως «ψευδογιάτρισσα» (σ. 29) και αναφέρεται αναλυτικά πως «ἔδιδε βότανα, ἔκαμνε κηραλοιφάς, ἐξετέλει ἐντριβάς, ἐθεράπευε τὴν βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διὰ τὰς πάσχουσας, διὰ τὰς χλωρωτικὰς καὶ ἀναιμικὰς κόρας, διὰ τὰς ἐγκύους καὶ τὰς λεχούς, καὶ τὰς ἐκ μητρικῶν ἀλγηδόνων πασχούσας» (ό.π. 23 ). Η Φραγκογιαννού διατυπώνει μάλιστα την ευχή «νὰ εἶχε κανεὶς στερφοβότανο ( ) ἂς ἦτον καὶ παλληκαροβότανο» (σ. 72) στην περίπτωση της Μαρούσας καλείται τελευταία από «τὰς ψευτομαμμές» «ὡς σοφωτέρα ὅλων τῶν ἄλλων» (σ. 103) και επιφέρει την έκτρωση. β. Σχέση με πατρώο οίκο Ποια είναι όμως η σχέση των δύο ηρωίδων με την οικογένειά τους; Μετά τη γνωριμία της με τον Ιάσονα η σύγκρουση της Μήδειας με τον πατρώο οίκο είναι σφοδρότατη. Η ηρωίδα, προκειμένου να βοηθήσει τον γιο του Αίσονα, προδίδει τον πατέρα της, ενισχύει τους Αργοναύτες στην προσπάθειά τους να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους και δεν διστάζει να σκοτώσει τον αδελφό της σύμφωνα με τον Ευριπίδη παρέστιον (στ. 1334) στην προσπάθειά της να πετύχει την καθυστέρηση της καταδίωξης από τον Αιήτη και την α- σφαλή απομάκρυνση από την Κολχίδα. Η νεαρή κοπέλα στρέφεται ενάντια στην οικογένεια και στην πατρίδα της, καθώς παρασύρεται από το ερωτικό πάθος και πείθεται από τους όρκους του Ιάσονα 24. Η 23. Βλ. σ. 29 για τον τρόπο που συγκέντρωνε τα βότανα και πώς κατασκεύαζε από αυτά «διάφορα μαντζούνια, τὰ ὁποῖα ἐσύσταινεν ὡς ἀλάνθαστα ἰατρικὰ». Βλ. επίσης σσ. 67 (όπου και πάλι προσδίδεται έμφαση σε ένα βότανο, το οποίο «λέγουν ὅτι εἶναι φάρμακον διὰ τὰς λεχοὺς τὰς πυρέσσουσας»), 107, 113-114, 135. 24. Όπως επισημαίνει ο D. J. Mastronarde, Euripides Medea, Cambridge University Press. 2002, σσ. 9 και 167-168 ad στ. 21-22 o δεσμός της πρωταγωνίστριας με τον Ιάσονα δεν συνιστά απλή συζυγία, αλλά έχει τον χαρακτήρα ένορκης συμφωνίας μεταξύ ηρώων, βλ. ενδεικτικά στ. 161 κ.ε. Πρόκειται για ένα συστατικό του μυθολογικού παρελθό-
Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 139 απόφασή της να εγκαταλείψει με τον τρόπο αυτό την Κολχίδα αντιμετωπίζεται από τον Χορό ως ένα είδος «μανίας» (ερωτικής): σὺ δ ἐκ μὲν οἴκων πατρίων ἔπλευσας/ μαινομέναι κραδίαι, διδύμους ὁρίσασα πόντου/ πέτρας (στ. 431-435). Όταν γκρεμίζει βίαια τη γέφυρα που τη συνδέει με την οικογένεια και την πατρίδα της 25, δεν υπολογίζει ότι μπορεί κάποια στιγμή να χρειαστεί τη βοήθεια των συγγενών της. Με τον τρόπο αυτό εξαρτάται πλέον αποκλειστικά από τον Ιάσονα. Οι αναφορές στο στάδιο αυτό του μυθολογικού της παρελθόντος είναι συχνές στο ευριπίδειο δράμα, αφού η Μήδεια θυμάται συχνά τους οικείους της, αλλά συναισθάνεται ταυτόχρονα την αδυναμία λόγω της προδοσίας της και του φόνου του αδελφού της να καταφύγει στη δική τους συνδρομή: ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην/ αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν (στ. 166-167) ὦ πατρίς, ὥς σου κάρτα νῦν μνείαν ἔχω (στ. 328) 26. Τι συμβαίνει όμως με τα άλλα μέλη της οικογένειάς της; Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, ενώ μνημονεύεται συχνά ο παππούς της από την πλευρά του πατέρα της, ο θεός Ήλιος, απουσιάζει σχεδόν η μητέρα της, που σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση α- ποτελεί ούτως ή άλλως μία μυστηριώδη μορφή 27. Η τελευταία μνημονεύεται μία μόνο φορά στην πορεία του δράματος, όταν η Μήδεια ομολογεί τη δυσχερέστατη θέση της στον Χορό: οὐ μητέρ, οὐκ ντος που είτε μαρτυρούνταν στην παράδοση είτε αποτελεί εύρημα του Ευριπίδη υπογραμμίζεται στην πορεία του δράματος, βλ. D. Kovaks, «Zeus in Euripides Medea», AJP 114 (1993) 51 κ.ε. D. J. Mastronarde, ό.π., σ. 166 ad στ. 17 και P. E. Easterling, ό.π., σ. 190 και ό.π., σημ. 13 (για χωρία). Ωστόσο, είναι απαραίτητο να αποφευχθεί μέσω της έμφασης που προσδίδεται από τους μελετητές στην ένορκη δέσμευση του Ιάσονα η μείωση του συναισθηματικού δεσμού της πρωταγωνίστριας με τον σύζυγό της και η αναγωγή του στην έκφραση ενός αυστηρού τυπικού υποχρεώσεων. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν αδικαιολόγητη η ένταση του θυμού που αισθάνεται η ηρωίδα. 25. Βλ. στ. 476 κ.ε., 515 και P. E. Easterling, ό.π., σ. 193. Για τη σημασία της εγκατάλειψης της πόλεως, βλ. R. Friedrich, «Medea apolis: Οn Euripides dramatization of the crisis of the polis», στο: A. H. Sommerstein & St. Halliwell & J. Henderson & B. Zimmermann (επιμ.), Tragedy, Comedy and the polis. Papers from the Greek Drama Conference (Nottingham, 18-20 July 1990), Bari 1993, σσ. 226 κ.ε. 26. Βλ. επίσης στ. 30-35, 441-443, 502-503, 645-648, 800-802. 27. Βλ. Επιμ. Κρ. απ. 14 Fowler, όπου μνηνονεύονται ποικίλες παραλλαγές σχετικά με την ταυτότητά της: ὁ τὰ Ναυπάκτια πεποιηκὼς Εὐρυλύτην αὐτὴν λέγει, ιονύσιος δὲ ὁ Μιλήσιος Ἑκάτην μητέρα Μηδείας καὶ Κίρκης, ὡς προείρηται, Σοφοκλῆς <δὲ> Νέαιραν μίαν τῶν Νηρηΐδων, Ἡσίοδος δὲ Ἰδυῖαν Ἐπιμενίδης δέ φησι Κορίνθιον τῷ γένει τὸν Αἰήτην, μητέρα δὲ αὐτοῦ Ἐφύραν φησί. ιοφάνης δὲ ἐν τῇ α τῶν Ποντικῶν ἱστοριῶν Ἀντιόπην φησὶν Αἰήτου μητέρα. Στον Απολλ. Ρόδ. μνημονεύεται το όνομα Εἰδυῖα: ἐκ δ αὐτὴ Εἰδυῖα δάμαρ κίεν Αἰήταο (3. 269).
140 Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή ἀδελφόν, οὐχὶ συγγενῆ/ μεθορμίσασθαι τῆσδ ἔχουσα συμφορᾶς (στ. 257-258). Στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα η μνεία της αποδεικνύεται πολύ αόριστη όπως ανακαλείται ο αδελφός της ως πρόσωπο που θα μπορούσε σύμφωνα με τα ευρύτερα κοινωνικά συμφραζόμενα να προστατεύσει την κοπέλα σε κάποια δύσκολη στιγμή, έτσι και η ανάμνηση της μητέρας της παραπέμπει περισσότερο στον καθιερωμένο ρόλο της, να περιθάλπει δηλαδή με στοργή την κόρη της, όταν αυτή χρειάζεται φροντίδα. Πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα ο «αδελφός» και η «μητέρα» στο χωρίο αυτό αντιστοιχούν μάλλον σε αναμενόμενους κοινωνικούς ρόλους, οι οποίοι όμως στην περίπτωση της Μήδειας δεν φαίνεται να εκπληρώνονται. Στην πορεία του δράματος διευκρινίζεται ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να συμβεί αυτό στην περίπτωση του Άψυρτου, ενώ παραμένει ομιχλώδες το τοπίο όσον αφορά τη μητέρα της ηρωίδας. Αν στην περίπτωση της Μήδειας η μητέρα ήταν και παραμένει απούσα, στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη η προσωπικότητα της μητέρας της πρωταγωνίστριας καθώς και η μεταξύ τους σχέση αποβαίνουν παράγοντες καθοριστικοί για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της Φραγκογιαννούς. Η γριά ελχαρώ χαρακτηρίζεται εκτός των άλλων «ἰδιοτελὴς γραῖα» (σ. 17), η οποία φαίνεται ιδιαίτερα αποφασιστική στον περιορισμό της προίκας που παρέχεται στη Χαδούλα, όταν πρόκειται να παντρευτεί 28. Μετά την επιγραμματική αναφορά των περιουσιακών στοιχείων που παραχωρούνται στην πρωταγωνίστρια (σ. 13) και τη διεξοδικότερη στη συνέχεια απαρίθμηση ακίνητου και κινητού «πλούτου» (σ. 17) παρουσιάζεται η μητέρα της να μην παραδέχεται την έλλειψη στην προίκα που παρατηρείται από την κουνιάδα της ηρωίδας 29, ενώ κλιμακώνεται η συμπεριφορά αυτή με την απαγόρευση «προσχήματι μὲν διὰ τὴν σεμνότητα» (σ. 18) στενής συναναστροφής των μελλόνυμφων, για να μην υποκινηθεί ο γαμπρός να απαιτήσει μεγαλύτερη προίκα 30. Μάταια προσπαθεί η Χαδούλα να ειδοποιήσει με νεύματα τον γαμπρό και την αδελφή 28. Βλ. Γ. Βελουδή, «Η Φόνισσα είμαι εγώ», εφημ. Το Βήμα 13-10-2002, σ. 55 σχετικά με τις «τρομερές κοινωνικές στρεβλώσεις, που επέφερε, από τις αρχές ήδη του 19 ου αιώνα, στον τόπο του Παπαδιαμάντη το οικονομικό, καταρχήν, πρόβλημα της προικοδότησης των θηλυκών παιδιών στις φτωχές αγροτικές οικογένειες». εν είναι άγνωστο φαινόμενο όπως φαίνεται «αι μυστικαί βρεφοκτονίαι των θηλυκών». 29. «Ἀπήντησεν ὅτι «τὰ ὅσα ἔδωσε, εἶναι καλῶς δοσμένα, καὶ εἶναι ἀρκετά»» (σ. 17). 30. Βλ. σ. 18.
Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 141 του, προκειμένου να εγείρουν μεγαλύτερες απαιτήσεις η μόνη που αντιλαμβάνεται τις κινήσεις της και τη σταματά είναι η μητέρα της 31. εν δίνει όμως συνέχεια, για να μην εμπλακεί στην υπόθεση και ο σύζυγός της, ο οποίος «πιθανῶς θὰ ἐκάμπτετο εἰς τὰς ἱκεσίας καὶ τὰ κλαύματα τῆς μοναχοκόρης, καὶ θὰ ἔδιδε περισσοτέραν προῖκα» (σσ. 19-20). Έτσι όμως παρέχεται η αφορμή για να αποκαλυφθεί η άσχημη συμπεριφορά της μάνας απέναντι στην κόρη, αφού μαρτυρείται ως συνήθης τακτική της πρώτης να επιτίθεται με νυχιές, τσιμπιές, δαγκωματιές στη Χαδούλα 32. Η προίκα της τελευταίας φαίνεται να την κυνηγά μέχρι το τέλος της ζωής της: το σημείο που αντικρίζει λίγο πριν πνιγεί είναι «τὸ Μποστάνι, ἡ ἔρημος βορειοδυτικὴ ἀκτή, ὅπου τῆς εἶχον δώσει ὡς προῖκα ἕνα ἀγρόν, ὅταν νεάνιδα τὴν ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν ἐκουκούλωσαν, καὶ τὴν ἔκαμαν νύφην οἱ γονεῖς της» (σ. 157). Είναι ενδιαφέρων από την άλλη ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται να μεταβολίζεται στην ιστορία της Φραγκογιαννούς ο φόνος του Άψυρτου από τη Μήδεια. Η Χαδούλα δεν σκοτώνει τον αδελφό της, προκειμένου να επιτευχθεί η ερωτική της ένωση με τον αγαπημένο της. Ο γιος της όμως Μῶρος είναι εξαιρετικά ατίθασος και καταλήγει, μετά από πολλές περιπέτειες, στη φυλακή, επειδή διέπραξε φόνο στο πλοίο όπου επέβαινε 33. Πριν όμως φτάσει εκεί, έχει ήδη τραυματίσει την αδελφή του, «τυφλὸς ἐκ μανίας», επειδή «ἐφαντάσθη ἐν τῷ παραλογισμῷ τῆς μέθης του, ὅτι ἡ ἀδελφή του ἤθελε ν ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς χωροφύλακας» (σ. 40). Η ευριπίδεια εκδοχή για τον φόνο του Άψυρτου από την αδελφή του αντιστρέφεται στο σημείο αυτό, αφού ο αδελφός είναι εκείνος που επιτίθεται στην Αμέρσα, επειδή θεώρησε ότι αυτή επιχειρεί να εμποδίσει την απόδρασή του από τους χωροφύλακες. Καθώς όμως η Φραγκογιαννού και οι κόρες της είναι εξοικειωμένες με την ατίθαση συμπεριφορά του, η Αμέρσα, παρά τον τρόμο της και τον πόνο που αισθά- 31. Βλ. σ. 19. 32. Βλ. σ. 20. 33. Βλ. σσ. 35 κ.ε., 52 κ.ε.: «Ὁ Μῶρος ἢ Μοῦρος ἦτο φύσει ὁρμητικὸς καὶ παράφορος, ἂν καὶ εἶχε πολὺ δεξιόν, θηλυκὸν νοῦν, ὅπως ἔλεγεν ἡ μάννα του νοῦν ὁ ὁποῖος ἐγέννα» (σ. 35) σταδιακά περιγράφεται πώς «δὲν ἄφηνε σχεδὸν κανένα ἄνθρωπον ἀπείρακτον» (σ. 36) απειλεί την ίδια τη μητέρα του (σ. 37) και επιτίθεται στην αδελφή του (σσ. 39) επιβιβάζεται σε ένα πλοίο για να διαφύγει της σύλληψης (σ. 55) σκοτώνει όμως στη διάρκεια του ταξιδιού έναν άνθρωπο (σ. 55) και η μητέρα του, όσο κι αν προσπαθεί, ακόμη και με τη συνδρομή της συζύγου του θύματος, δεν καταφέρνει να τον αποφυλακίσει (σσ. 55-60).
142 Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή νεται, δεν του κρατά κακία ούτε τον προδίδει 34. Επιπλέον, παρά την κατάρα της μάνας εις βάρος του γιου της 35, ο τραυματισμός αυτός δεν επιφέρει την ενδοοικογενειακή σύγκρουση ούτε την αποκήρυξη του άσωτου γιου. Η μητέρα διαψεύδει το επεισόδιο στη γειτονιά και αγωνιά να μάθει αν κατάφερε ο γιος της να δραπετεύσει με κάποιο πλοίο. Ακόμη κι όταν ειδοποιείται για τον φόνο που αυτός διέπραξε, καταβάλλει έντονες προσπάθειες μάταια βέβαια να πετύχει την αποφυλάκισή του 36. γ. Σχέση με σύζυγο Αν η σχέση της Μήδειας στο ομώνυμο ευριπίδειο δράμα με τον Ιάσονα βρίσκεται στο τελικό στάδιο, πώς μπορεί να σκιαγραφηθεί η συζυγική ζωή της Χαδούλας; Στην πορεία της Φόνισσας επανέρχεται το μοτίβο της αδυναμίας του μαστρο-γιάννη: η πρωταγωνίστρια ή- ταν εκτός από σκλάβα «συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ» (σ. 8) ως «τρίτης τάξεως μαραγκός» πληρωνόταν ελάχιστα και, αν δεν παρενέβαινε η γυναίκα του, θα έπαιρνε μειωμένη αμοιβή και θα τα ξόδευε όλα στο ποτό 37. Προσδίδεται ιδιαίτερη έμφαση επιπλέον στο γεγονός ότι το σπίτι όπου έμεναν αποκτήθηκε χάρη στις νόμιμες και μη «οικονομίες» της Φραγκογιαννούς 38. Η ίδια αναγκάζεται να κοπιάσει σαν μάνα και πατέρας, για να παντρέψει τη ελχαρώ 39. Έχει μάλιστα απόλυτη συναίσθηση της «υπεροχής» της σε σχέση με τον άντρα της άραγε είναι τυχαίο το γεγονός ότι, με εξαίρεση την εγγονή της, τα άλλα κορίτσια που σκοτώνει έχουν πατέρα κάποιον συνονόματό του; Η μορφή του Ιάσονα παρουσιάζεται αντίστοιχα υποδεέστερη σε σχέση με τη Μήδεια στον κόσμο των ηρώων ο αρχηγός των Αργοναυτών εμφανίζεται ιδιαίτερα αντιηρωικός: αναφέρεται ότι έφερε σε αίσιο τέλος την αποστολή του στην Κολχίδα χάρη στη βοήθεια που του παρείχε η κόρη του Αιήτη (στ. 476 κ.ε.), ενώ η τελευταία φέρεται 34. Βλ. σσ. 42-45. 35. «Ὁ Θεὸς κ ἡ γῆς νὰ τὸν εὕρῃ! κατηράσθη ἰδοῦσα τὸ αἷμα ἡ μάννα της» (σ. 54). 36. Βλ. σημ. 31. 37. Βλ. σ. 25 βλ. επίσης σ. 47 όπου αναφέρεται ότι «ὁ γέρων δὲν διέπρεπεν ἐπὶ δραστηριότητι». 38. Βλ. σσ. 24 κ.ε. Το σημαντικότερο τμήμα του αποθέματός της προέρχεται από όσα έκλεψε από τον πατέρα της (σσ. 26-27) και από το κομπόδεμα της μητέρας της, η οποία με τη σειρά της είχε αφαιρέσει τα χρήματα αυτά από τον σύζυγό της (σσ. 27 κ.ε.). 39. Βλ. σσ. 47 κ.ε.
Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 143 να τον στήριξε και ενάντια στον Πελία στην Ιωλκό (στ. 486 κ.ε.). Παρά τη συμβολή της Μήδειας στη ζωή του, ο Ιάσονας δεν διστάζει αργότερα, παραβιάζοντας τους όρκους του, να εγκαταλείψει την οικογένειά του στην επιθυμία του να αποκτήσει πρόσβαση στον βασιλικό οίκο της Κορίνθου. δ. Στάση απέναντι στα παιδιά φόνοι Ανάλογοι όροι δεν συνιστούν προφανώς τις καλύτερες προϋποθέσεις για την ανατροφή των παιδιών. Εξαιτίας της διαμάχης με τον πατέρα τους η Μήδεια εμφανίζεται να αντιμετωπίζει από την έναρξη του δράματος εχθρικά τα τέκνα της: στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ ὁρῶσ εὐφραίνεται (στ. 36). Για τον λόγο αυτό η Τροφός τα παροτρύνει να κινηθούν προς το βάθος του σπιτιού και να μην πλησιάζουν τη μητέρα τους -ὄμμα νιν ταυρουμένηι (στ. 92)- όσο διατηρείται η οργή της 40 : τόδ ἐκεῖνο, φίλοι παῖδες μήτηρ/ κινεῖ κραδίαν, κινεῖ δὲ χόλον./ σπεύδετε θᾶσσον δώματος εἴσω/ καὶ μὴ πελάσητ ὄμματος ἐγγὺς/ μηδὲ προσέλθητ, ἀλλὰ φυλάσσεσθ / ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν/ φρενὸς αὐθαδοῦς./ ἴτε νυν, χωρεῖθ ὡς τάχος εἴσω./ δῆλον ἀπ ἀρχῆς ἐξαιρόμενον/ νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ ἀνάψει/ μείζονι θυμῶι τί ποτ ἐργάσεται/ μεγαλόσπλαγχνος δυσκατάπαυστος/ ψυχὴ δηχθεῖσα κακοῖσιν; (στ. 98-110) Με τον τρόπο αυτό προετοιμάζεται ταυτόχρονα το κοινό για την τελική έκβαση της πλοκής. Η ηρωίδα φτάνει μάλιστα στο σημείο να καταραστεί τα παιδιά της: ὦ κατάρατοι/ παῖδες ὄλοισθε στυγερᾶς ματρὸς/ σὺν πατρί, καὶ πᾶς δόμος ἔρροι (στ. 112-114). Παρά την προσπάθεια της Τροφού να την αποτρέψει από την εμπλοκή των παιδιών στη διαμάχη με τον πατέρα τους 41, η Μήδεια δεν διστάζει να τα χρησιμοποιήσει στο εκδικητικό της σχέδιο ως φορείς των δώρων που καταστρέφουν τον Κρέοντα και την κόρη του 42 και στη συνέχεια ως δέκτες της οργής της εναντίον του Ιάσονα, ο ο- ποίος στερείται τους απογόνους του από το φονικό χέρι της μητέρας 40. Βλ. στ. 89-95. 41. Βλ. στ. 115 κ.ε.: ἰώ μοί μοι, ἰὼ τλήμων./ τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας/ μετέχουσι; τί τούσδ ἔχθεις; οἴμοι,/ τέκνα, μή τι πάθηθ ὡς ὑπεραλγῶ. 42. Ασφαλώς δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι ο Κρέων καταστρέφεται μέσω της κόρης του. Πρόκειται για την πάγια τακτική της Μήδειας να εξαρθρώνει τους αντιπάλους της μέσω των παιδιών τους με έναν τρόπο τραγικό, που εγγυάται όμως ταυτόχρονα ότι δεν μένουν απόγονοι (τουλάχιστον οι πολύ στενοί συγγενείς) για να εκδικηθούν τον φόνο.
144 Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή τους 43. Καθώς μάλιστα τα παιδιά ενοχοποιούνται ως προς τον βασιλικό οίκο Κορίνθου, ο θάνατός τους πλέον είναι σίγουρος αν δεν τα σκοτώσει η μητέρα τους, θα βρουν σκληρό θάνατο από τους Κορίνθιους συγγενείς του Κρέοντα: μὰ τοὺς παρ Ἅιδηι νερτέρους ἀλάστορας,/ οὔτοι ποτ ἔσται τοῦθ ὅπως ἐχθροῖς ἐγὼ/ παῖδας παρήσω τοὺς ἐμοὺς καθυβρίσαι./ πάντως σφ ἀνάγκη κατθανεῖν ἐπεὶ δὲ χρή,/ ἡμεῖς κτενοῦμεν οἵπερ ἐξεφύσαμεν (στ. 1059-1063). Πρόκειται ενδεχομένως για ένα ακόμη τέχνασμα της μητέρας τους, που θα εμποδίσει, την έσχατη έστω στιγμή, τη μητρική αγάπη να υ- περισχύσει του εκδικητικού της σχεδίου; Η ίδια η Μήδεια στη σκληρή πάλη που γίνεται μέσα της αναγνωρίζει την κυριαρχία της οργής στα σχέδιά της: Καὶ μανθάνω μὲν οἷα δρᾶν μέλλω κακά,/ θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων,/ ὅσπερ μέγιστος αἴτιος κακῶν βροτοῖς (στ. 1078-1080). Είναι ιδιαίτερα έντονη η στιγμή του αποχαιρετισμού της μητέρας από τα παιδιά της. Ο τρόπος με τον οποίο αγγίζει τα χέρια τους, το πρόσωπο, το μαλακό τους δέρμα, το στόμα, η ευχή που τους δίνει σαν να ξεκινούν για ταξίδι οι κινήσεις της παραπέμπουν σε μάνα στοργική που φέρεται με τρυφερότητα στα παιδιά της και όχι σε στυγνή δολοφόνο: παῖδας προσειπεῖν βούλομαι δότ, ὦ τέκνα,/ δότ ἀσπάσασθαι μητρὶ δεξιὰν χέρα./ ὦ φιλτάτη χείρ, φίλτατον δέ μοι στόμα/ καὶ σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων./ εὐδαιμονοῖτον, ἀλλ ἐκεῖ τὰ δ ἐνθάδε/ πατὴρ ἀφείλετ ὦ γλυκεῖα προσβολή,/ ὦ μαλθακὸς χρὼς πνεῦμά θ ἥδιστον τέκνων./ χωρεῖτε χωρεῖτ οὐκέτ εἰμὶ προσβλέπειν/ οἵα τε πρὸς ὑμᾶς ἀλλὰ νικῶμαι κακοῖς (στ. 1069-1077) 44. Η τραγικότητα της μορφής της γίνεται αντιληπτή και από την ίδια: τήνδε γε / λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν / κἄπειτα θρήνει καὶ γὰρ εἰ κτενεῖς σφ, ὅμως / φίλοι γ ἔφυσαν δυστυχὴς δ ἐγὼ γυνή (στ. 1247-1250). Στο μυθιστόρημα της νεότερης εποχής η Χαδούλα δεν απειλεί τη ζωή των δικών της παιδιών αντίθετα προσπαθεί να συμπαρασταθεί στους γιους και τις κόρες της ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά τους. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Μώρου. Ωστόσο, η δύσκολη ζωή που πέρασε πλάι στους γονείς της με μία μητέρα που ουσιαστικά την κατατρέχει ανατρέποντας τον καθιερωμένο ρόλο της καθώς και τα εξίσου δύσκολα χρόνια πλάι στον αδύναμο σύζυγό της που την 43. Βλ. στ. 780 κ.ε. όπου ανακοινώνεται η τελική μορφή του σχεδίου και στ. 1310 κ.ε. όπου ο Ιάσονας συνειδητοποιεί πλέον την απώλεια των παιδιών του αλλά και γενικότερα της δυνατότητάς του να έχει απογόνους. 44. Βλ. επίσης στ. 899 κ.ε.
Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 145 ανάγκασαν να γίνει μάνα και πατέρας μαζί για τα παιδιά της τής καλλιεργούν την πεποίθηση ότι τα κορίτσια είναι βάρος για τους γονείς τους και τα ίδια δυστυχή στη ζωή τους 45. Έτσι οδηγείται προς το τέλος της ζωής της («σχεδὸν ἑξηκοντοῦτις», σ. 7) στο έγκλημα θεωρώντας ότι ανακουφίζει την κοινωνία από ένα βάρος και τα κορίτσια από μία δύσκολη ζωή. Προηγούνται ασφαλώς οι σκέψεις της ότι δεν είναι απαραίτητα τόσα κορίτσια και ότι είναι τυχερά όσα χάνονται σε μικρή ηλικία 46, πριν προχωρήσει στην πρακτική εφαρμογή της «κοσμοθεωρίας» της 47. Εφόσον τα δικά της κορίτσια είναι πλέον μεγάλα, στρέφεται στη συνονόματη εγγονή της. Το όνομα δεν είναι ασφαλώς τυχαίο, ιδιαίτερα εφόσον η αντίληψη ότι μαρτυρεί τη μοίρα του φερώνυμου προσώπου είναι βαθιά καλλιεργημένη ακόμη και σήμερα 48 είναι προφανές ότι η ιδέα να ξαναπεράσει η εγγονή της τα δικά της βάσανα τής είναι ιδιαίτερα επαχθής 49. Προσδοκά να επέλθει ο φυσικός θάνατος που θα απαλλάξει γονείς και παιδί από την ταλαιπωρία 50, 45. Βλ. σσ. 8-9: «Εἰς τοὺς λογισμούς της, συγκεφαλαιοῦσα ὅλην τὴν ζωήν της, ἔβλεπεν ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε κάμει ἄλλο τίποτε εἰμὴ νὰ ὑπηρετῇ τοὺς ἄλλους. Ὅταν ἦτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τοὺς γονεῖς της. Ὅταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της καὶ ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρός της καὶ τῆς ἀδυναμίας ἐκείνου, ἦτο συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ ὅταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δοῦλα τῶν τέκνων της ὅταν τὰ τέκνα της ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της ( ) Εἶχε «παραλογίσει» ἀναπολοῦσα ὅλ αὐτὰ τὰ πάθη της εἰς τὸ πεζόν ( ) Τῆς εἶχεν ἐπανέλθει ὁ βίος της, ὁ ἀνωφελὴς καὶ μάταιος καὶ βαρύς». 46. Βλ. τις σκέψεις που κάνει για την εγγονή της στις σσ. 8, 14. 47. Βλ. σσ. 23-24: «τὴν ἤκουσαν νὰ δογματίζῃ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν συμφέρει νὰ κάμῃ πολλὰ κορίτσια, καὶ ὅτι τὸ καλύτερον εἶναι νὰ μὴ πανδρεύεται κανείς. Ἡ δὲ συνήθης εὐχή της πρὸς τὰ μικρὰ κοράσια ἦτο «νὰ μὴ σώσουν! Νὰ μὴν πᾶνε παραπάνω!». Καὶ ἄλλοτε προέβη ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε νὰ εἴπῃ: Τί νὰ σᾶς πῶ! Ἔτσι τοῦ ρχεται τ ἀνθρώπου, τὴν ὥρα ποὺ γεννιῶνται, νὰ τὰ καρυδοπνίγῃ!», βλ. επίσης σσ. 49-51. 48. Βλ. Μ. Ζ. Κοπιδάκη, «Ελένη: What s in a name?», στο: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Περίοδος Εξορμήσεως 1992-1993: Κύκλος Ελένη, Αθήνα, σ. 6: «σήμερα ( ) δεν διανοούμεθα καν ότι ένα παιδί θα μπορούσε να λάβει το όνομα «Ιούδας» ή ( ) προβαίνουμε σε αποτιμήσεις του τύπου: όνομα και πράγμα?? για βιβλιογραφία, βλ. E. Χατζημαυρουδή, Ίβυκος Μυθολόγος. Έρις και Έρως, διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη 2005, σ. 241 σημ. 1. 49. Βλ. σ. 24: «Τὸ μικρὸν ἐβαπτίσθη, καὶ ὠνομάσθη Χαδούλα, μὲ τ ὄνομα τῆς μάμμης του τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἐκείνην νὰ μορφάζῃ σείουσα τὴν κεφαλήν, καὶ νὰ ψιθυρίζῃ «μὴν τύχῃ καὶ χαθῇ τ ὄνομα!»». 50. Βλ. σ. 22: «Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀπλήστως ἀπὸ ἡμερῶν παραμόνευε νὰ ἴδῃ συμπτώματα σπασμῶν εἰς τὸ μικρὸν ἀσθενὲς πλάσμα -ἐπειδὴ τότε ἤξευρεν ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ ἐσώζετο- πλὴν εὐτυχῶς τοιοῦτον πρᾶγμα δὲν ἔβλεπε. «Εἶναι γιὰ νὰ βασανίζεται καὶ νὰ μᾶς βασανίζῃ», εἶχεν ὑποψιθυρίσει, χωρὶς κανεὶς νὰ τὴν ἀκούσῃ, μέσα της», βλ. επίσης τη συμπεριφορά της (σ. 23) και την αντίδρασή της στην επίσκεψη της Αμέρσας προκει-
146 Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή ενώ τονίζεται ιδιαίτερα το «αλλόκοτον» της γριάς το διάστημα αυτό 51. Ιδιαίτερα στην τελευταία σκηνή είναι χαρακτηριστική η περιγραφή: τα «βλοσυρὰ ὄμματα» (σ. 51) ανακαλούν το ὄμμα νιν ταυρουμένην/ τοῖσδ της Μήδειας (στ. 92-93) γίνεται λόγος για χειρονομία απειλητική (σ. 51) που συνοδεύεται από την απαίτηση να «σκάσει» το μωρό (σ. 52) επαναλαμβάνεται σωρευτικά ότι «ἄρχισε πράγματι «νὰ ψηλώνῃ ὁ νοῦς της»», ότι «εἶχε «παραλογίσει»» 52 αιτία της πράξης της δεν είναι η οργή και κάποιο εκδικητικό σχέδιο αλλά η παράλογη κοσμοθεωρία της, που την ωθεί να υποκαταστήσει το έργο της φύσης ενισχύοντας την παιδική θνησιμότητα στα κορίτσια 53. Έτσι εξηγείται και η αμφίσημη απάντηση που δίνει στην κόρη της μετά τον θάνατο της εγγονής της το επόμενο πρωί: «Ἡσύχασε κι αὐτὸ τώρα πλιά» (σ. 61) 54. Παρά τις τύψεις που συνοδεύουν το πρώτο της έγκλημα 55 η Χαδούλα παρερμηνεύει τη συνάντηση με τα δύο κορίτσια του Γιάννη του Περιβολά αμέσως μετά το αίτημά της στον Άη Γιάννη τον Κρυφό να της στείλει κάποιο σημάδι ότι η κοσμοθεωρία της είναι σωστή και διευρύνει τους ορίζοντες της εγκληματικής της δράσης εκτός των ο- ρίων της οικογένειάς της: «Τί λευθεριὰ θὰ τῆς ἔκαναν τῆς φτωχιᾶς, τῆς Περιβολοῦς, ἀνίσως ἔπεφταν μὲς στὴ στέρνα κ ἐκολυμποῦσαν!» σκέφτεται «σχεδὸν ἀκουσίως» (σ. 73). Και πάλι όμως θεωρεί ότι δεν κάνει κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί με «τρόπο φυσικό»: «τί τ ἀφήνει ἐδῶ, κεῖνος ὁ πατέρας τους, μικρὰ κορίτσια ( ) Τάχα δὲν μποροῦν νὰ πέσουν καὶ μοναχά τους μέσα;» (σ. 74). Καταλαβαίνει ότι πρέπει να ενεργήσει γρήγορα, για να μην ακουστεί. Η συνέχεια είναι ιδιαίτερα δραματική: «ᾘσθάνθη μέσα της φοβερὰν πάλην. Εἶτα εἶπε, σχεδὸν μεγαλοφώνως: «Καρδιά! αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπόφαση»» (σ. 75). Θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων (στ. 1079) ήταν η μένου να δει πώς είναι το μωρό (σ. 33). Ενδεικτική είναι γενικότερα η στάση απέναντι στις παιδικές αρρώστιες και την παιδική θνησιμότητα, βλ. για παράδειγμα σ. 50. 51. Χωρίς να θεωρείται ασφαλώς ότι δεν έχει συναίσθηση των πράξεών της. 52. Βλ. για παράδειγμα σσ. 8, 14, 23, 51. 53. Βλ. αναλυτικότερα Τζ. Πολίτη, «αρβινικό Κείμενο και η «Φόνισσα»» (αποσπ.), στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005. 54. Στην απόκρυψη του λυγμού της όταν θυμάται το προφητικό όνειρο της Αμέρσας (σ. 62) αντιστοιχεί η σκυθρωπή στάση της Μήδειας, όταν σχεδιάζει με τον Ιάσονα τη μεταφορά των δώρων από τα παιδιά στην κόρη του Κρέοντα, προκειμένου να τους παραχωρηθεί άδεια παραμονής στην Κόρινθο (στ. 899 κ.ε.). 55. Βλ. σσ. 65 κ.ε.
Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 147 τραγικά αντίστοιχη διαπίστωση της Μήδειας που επισφράγισε την εσωτερική της πάλη 56. Η επιτυχημένη προσπάθεια της Χαδούλας να παρουσιάσει τον φόνο στη συνέχεια ως πνιγμό φυσικό την καθιστά ἰάτρισσαν (σ. 81) και στη συνέχεια παρηγορήτραν (σ. 82). «Ἐδοκίμασεν ὅλα τὰ σπάνια καὶ ἀπερίγραπτα συναισθήματα τῆς φόνισσας μεταβαλλομένης αἴφνης εἰς ἰάτρισσαν τῶν ἰδίων θυμάτων της» (σ. 81). Στη συνέχεια, όταν η Ξενούλα πέφτει στο πηγάδι, «ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠθέλησε νὰ φωνάξῃ καὶ νὰ τρέξῃ εἰς βοήθειαν» (σ. 86). Η πρώτη της αντίδραση είναι να σώσει το κορίτσι, παραμένει όμως α- δρανής: «τὴν μὲν κραυγὴν της ἡ ἰδία ἔπνιξεν εἰς τὸν λάρυγγα, πρὶν τὴν ἐκβάλῃ, αἱ δὲ κινήσεις παρέλυσαν καὶ τὸ σῶμά της ἐπάγωσεν» (ό.π.). εν σκοτώνει η ίδια την Ξενούλα, αλλά με τη σιωπή και τη φυγή της καθιστά αναπότρεπτο τον θάνατό της. Ενώ όμως την καταδιώκουν οι τύψεις και οι εφιάλτες 57, μαζί με την αστυνομία, λίγο πριν από το τέλος σκοτώνει με δύο κινήσεις τη νεογέννητη κόρη του Γιάννη του Λυρίγγου 58. Η γιαγιά του μωρού, που είχε αποκοιμηθεί, πρόλαβε μόνο να δει τη Φραγκογιαννού «ν ἀποσύρῃ τὴν χεῖρά της καὶ ν ἀποχωρῇ, ἀνεγειρομένη ἐπὶ τῶν γονάτων, ὀπίσω εἰς τὴν θέσιν της» (σ. 142). Σαν φάντασμα πλέον απομακρύνεται και με χαρακτηριστική ετοιμότητα εξαπατά ακόμη και τον πατέρα του κοριτσιού με το παράλογο επιχείρημα ότι η γυναίκα του, αν και λεχούσα, έχει κι άλλο παιδί στην κοιλιά της 59. Η ειρωνεία ασφαλώς έγκειται στο γεγονός ότι όχι απλώς δεν υπάρχει άλλο παιδί, αλλά ακόμη και αυτό που είχε γεννηθεί κείται πλέον νεκρό. Κοντά στα εγκλήματα που διέπραξε η Φόνισσα είναι απαραίτητο να εξεταστεί και η επίσκεψή της στο καλύβι του Καμπαναχμάκη 60, όπου βρίσκεται μόνη της με τα παιδιά και παρόλα αυτά δεν τα σκοτώνει. Τα χαϊδεύει βέβαια «τόσον δυνατά, ὥστε ᾐσθάνθησαν πόνον, καὶ τὸ ἓν φώναξε: -Μάννα!» (σ. 135). Καθώς μάλιστα το μικρότερο από τα κορίτσια, το αφνώ, αποκοιμήθηκε, «ἡ Γιαννοὺ ἐπιμόνως τὸ ἐχάδευεν ὑπὸ τὸ κατωσάγονον, καὶ πότε ἡ χείρ της ἐγλίστρα πρὸς τὸν τράχηλον, καὶ ἴσως εἶχε κλίσιν νὰ θλίψῃ κάπως δυνατώτερα τὸν 56. Βλ. ιδιαίτερα στ. 1040 κ.ε.: καρδίαν γὰρ οἴχεται (στ. 1042) χαιρέτω βουλεύματα (στ. 1044). 57. Βλ. σσ. 104 κ.ε., 112, 118, 120 κ.ε., 149. 58. Βλ. σσ. 142 κ.ε. 59. Βλ. σσ. 143 κ.ε. 60. Βλ. σσ. 135 κ.ε.
148 Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή λαιμὸν τοῦ κορασίου» (σ. 137) 61. Ωστόσο, η ευχάριστη συζήτηση με το Γιώργη φαίνεται να αναστέλλει τη δράση της, όπως μαρτυρείται και από την ευχή που δίνει και στα τρία παιδιά: «Να ζήσετε!» (σ. 136). Από την άποψη αυτή η αιφνίδια άφιξη του πατέρα τους αποτελεί μάλλον τον εξωτερικό παράγοντα που ματαιώνει ένα έγκλημα το οποίο πιθανότατα δεν υπήρχε πρόθεση από τη γριά να τελεστεί. εν είναι τυχαία η παρουσία του αγοριού, που φαίνεται να κατευνάζει το πάθος της η δράση της στοχεύει αποκλειστικά στα κορίτσια 62. Καθώς η Φραγκογιαννού φαίνεται να καθιστά «κοσμοθεωρία» της την τραγική μοίρα της γυναίκας για την οποία γίνεται ήδη λόγος στο ευριπίδειο δράμα και «αποστολή» της την απελευθέρωση γονιών και κοριτσιών από ένα δυσβάσταχτο βάρος, χρησιμοποιεί μέσο διαφορετικό από την αρχαία πρόδρομό της εκεί που η κόρη του Αιήτη επιλέγει για τα παιδιά της το ξίφος 63, η κόρη της ελχαρώς καταφεύγει ακολουθώντας την παράδοση της στρίγκλας στον πνιγμό. Πρόθεση βέβαια της Μήδειας είναι να παράσχει στα παιδιά της έναν θάνατο ηρωικό πριν από την καθιέρωση της λατρείας τους κατά την Έξοδο, ενώ στην περίπτωση της Φραγκογιαννούς δεν μπορεί να παραγνωριστεί ο εξωτερικός παράγοντας, η επιθυμία της δηλαδή να ενεργήσει όσο γίνεται πιο ήσυχα. Το ίδιο τέλος βέβαια σηματοδοτεί και τη δική της πορεία. ε. Ανδροπρεπής στάση Στις δύο ηρωίδες αναγνωρίστηκε από τους μελετητές ένα κοινό χαρακτηριστικό: η ανδροπρεπής συμπεριφορά της κόρης του Αιήτη 64 61. Πρόκειται για ενέργειες που ενισχύουν την ένταση και την αγωνία. 62. Μήπως επίσης δεν αποτελεί σύμπτωση η διαφοροποίηση του πατρώνυμου των παιδιών; Ο πατέρας τους δεν ονομάζεται «Γιάννης» όπως συμβαίνει αντίθετα με τα ξένα κορίτσια που πνίγει η Χαδούλα και τον άντρα της. 63. Βλ. στ. 1278. 64. Για την ανδροπρεπή συμπεριφορά της Μήδειας βλ. R. Rehm, «Medea and the λόγος of the Heroic», Eranos 87 (1989) 97-115. A. P. Burnett, Revenge in Attic and Later Tragedy, University of California Press. 1998, σ. 206 και D. J. Mastronarde, ό.π., σσ. 14, 20, 27 (όπου αναφέρονται ως παραδείγματα συμπεριφοράς που ταιριάζει σε άνδρες οι ακόλουθες ενέργειες: «έχει ανταλλάξει όρκους ως ίση με τον Ιάσονα, έχει μια σχέση με τον Αιγέα που προσιδιάζει στην ξενίαν, αγωνίζεται για την τιμή, τη φήμη, και την εκδίκησή της, και χρησιμοποιεί εκφράσεις και εικόνες από σφαίρες που συνδέονται τυπικά με τους άντρες [στρατιωτική, αθλητική, πολιτική]»). Ο τελευταίος επισημαίνει επίσης (ό.π. σ. 164 ad στ. 11) ότι η σχέση της Μήδειας με το λαό της Κορίνθου αποτελεί ένδειξη της αφομοίωσης από την πλευρά της αρσενικών χαρακτηριστικών και προνομίων, πρβλ.
Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 149 αντιστοιχεί στο «ἦθος ἀνδρικόν» της Χαδούλας, που διακρίνεται μάλιστα και στην εξωτερική της εμφάνιση «μὲ δύο μικρὰς ἄκρας μύστακος ἄνω τῶν χειλέων της» (σσ. 7-8) 65. Το ίδιο παρατηρείται και για την κόρη της την Αμέρσα: «ἦτο ἄφοβος, κ ἐνέπνεε πεποίθησιν, ὡς νὰ ἦτο ἀνήρ» (σ. 34), ενώ στην πορεία της πλοκής χαρακτηρίζεται «ἀνδροκόρη» (σ. 48). στ. Σχέση με το θείο Ενδιαφέρον παρουσιάζει από την άλλη η σχέση των δύο ηρωίδων με τη θρησκεία. Η χρήση της μαγείας καθιστά ιδιόμορφη τη σύνδεση της Χαδούλας με την ορθοδοξία. ιατηρεί μία επιφανειακή επικοινωνία με τον πνευματικό της, στον οποίο δεν αποκαλύπτει παρά ασήμαντα όπως φαίνεται πταίσματα, «πολὺ μικρὰ πράγματα ( ), ἀκριβῶς ἐκεῖνα μόνον τὰ συνήθη ἁμαρτήματα, ὅσα ἐκεῖνος ἤξευρε προτοῦ νὰ τὰ εἴπῃ αὐτή δηλαδὴ κακολογίαν, θυμούς, γυναικείας κατάρας καὶ τὰ τοιαῦτα» (σ. 26) 66. ιατηρεί όμως μεγάλες ελπίδες για τον γέροντα Ακάκιο, που κατοικούσε στον Άγιο Σώστη, ο οποίος «εἶχε τὸ σπάνιον χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν λογισμῶν» (σ. 150). Θεωρεί ότι θα μπορούσε ο ίδιος να αναγνωρίσει τις αμαρτίες της πριν ακόμη τις ακούσει και να τη βοηθήσει να σωθεί όχι μόνο η ψυχή της αλλά και το σώμα της («εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον, εἰ δυνατόν», σ. 151) 67. Μετά τον φόνο της εγγονής της, «ὅταν ἐμβῆκεν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἄρχισε νὰ συχνάζῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἔκαμνε πολλὰς καὶ βαθείας γονυκλισίας, ἐμελέτα νὰ ἐξομολογηθῇ, καὶ ἀνέβαλλεν» (σσ. 65-66), ενώ περιγράφεται πώς τηρεί τη νηστεία. Επισκέφτεται τον W. V. Harris, «The rage of women», στο: S. Braund & G. W. Most (επιμ.), Ancient Anger. Perspectives from Homer to Galen, Yale Classical Studies 32, Cambridge University Press 2003, σ. 140: «παρά την «αρσενική» αποφασιστικότητά της η Μήδεια σκιαγραφείται σαν μία αντιπροσωπευτική γυναίκα: πρὸς δὲ καὶ πεφύκαμεν/ γυναῖκες, ἐς μὲν ἔσθλ ἀμηχανώταται,/ κακῶν δὲ πάντων τέκτονες σοφώταται» (στ. 407-409). Στο ίδιο άρθρο η ηρωίδα χαρακτηρίζεται «κατά το ήμισυ αρσενική» ( quasi-masculine, W. V. Harris ό.π., σ. 141). 65. Βλ. Γ. Βελουδή, ό.π., σ. 55: «όπως ο πλάστης της Παπαδιαμάντης έτσι και η Φραγκογιαννού είναι (και) άντρας βιολογικά και κοινωνικά». 66. Βλ. επίσης σ. 72: «ὅσον ἀφορᾷ τὸ στερφοβότανο, ὁ πνευματικὸς τῆς εἶχεν εἰπεῖ πρὸ χρόνων ὅτι εἶναι μεγάλη ἁμαρτία», γεγονός βέβαια που δεν διαδραματίζει ανασταλτικό ρόλο για την έκτρωση της Μαρούσας. 67. Ανατρέχει μάλιστα και σε άλλο αντίστοιχο παράδειγμα κάποιου Αγίου που προστάτευσε το δολοφόνο του αδελφού του (βλ. σ. 151).
150 Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή ναΐσκο του Άη Γιάννη του Κρυφού, του αγίου που επικαλούνταν «ὅλοι ὅσοι εἶχον «κρυφὸν πόνον» ἢ κρυφὴν ἁμαρτίαν» (σ. 69) επισημαίνεται ότι «προέκρινε τὸν ναὸν τὸν ἀλειτούργητον, ἀφοῦ καὶ εἰς τὴν ἐνοριακὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐσύχναζεν ὅλην τὴν σαρακοστήν, ἐτόλμα μόνον να εἰσέρχεται μᾶλλον εἰς τὸν νάρθηκα, ὄπισθεν τοῦ ἑνὸς φύλλου τῆς γυναικείας πύλης, τοῦ κλεισμένου μὲ τὸν σύρτην -ὡς νὰ ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ εἶν ἑτοίμη πρὸς φυγήν, ἅμα τὴν ἐδίωκέ τις ( ) ἐφοβεῖτο τὸν Ἀρχάγγελον, τὸν ἀγριωπόν, ὅστις ἦτο ζωγραφισμένος μεγαλωστὶ ἐπὶ τῆς βορείας πύλης τοῦ ναοῦ, μὲ τὴν ρομφαίαν του τὴν φλογίνην εἰς τὴν χεῖρα» (σ. 70) 68. Από τον Άη Γιάννη ζητά ένα «σημεῖο» (ό.π.) ότι ο φόνος της εγγονής της αποτελούσε «σωστή ενέργεια» την αλήθεια ασφαλώς την κρύβει μέσα της, αφού «ἐντρέπετο νὰ βλέπῃ τὴν κόρην της, τὴν ελχαρώ, καὶ ἀπέφευγε ν ἀντικρύσῃ τὸ βλέμμα της» (σ. 66), ενώ σκέφτεται να κάνει «μιὰ καλὴ πράξη, ἕνα ψυχικό, γιὰ νὰ γαληνιάσ ἡ ψυχή (της) κ ἡ καρδούλα (της)» (σ. 70). Η κατάσταση περιπλέκεται βέβαια όταν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να πνίξει τα δύο επόμενα θύματά της και σκέφτεται, «σχεδὸν ἀκουσίως» (σ. 73), ότι έχει μπροστά της το σημάδι που ζήτησε από τον Άη Γιάννη 69 μπροστά στην πτώση της Ξενούλας στο πηγάδι αναλογίζεται μάλιστα μήπως η εξέλιξη αυτή προέκυψε ως αποτέλεσμα της προσευχής της «καὶ δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλῃ πλέον χεῖρας, ἀλλὰ μόνον ἤρκει νὰ ηὔχετο, καὶ ἡ εὐχή της εἰσηκούετο» (σ. 86). Όταν καταδιώκεται πλέον, ζητά τη συνδρομή της Παναγίας παραδεχόμενη εν μέρει μόνο την αμαρτία της, αφού διατηρεί τη σκέψη ότι ενήργησε με γνώμονα το καλό 70. Γενικότερα αναγνωρίζεται η προφανής απόκλιση της Φραγκογιαννούς από τη θρησκεία, που επιτείνεται με τις παιδοκτονίες, ενώ γίνεται έκδηλη η προσπάθειά της να ερμηνεύσει τους φόνους ως «θέλημα θεού». Τα νήματα περιπλέκονται περισσότερο στο ευριπίδειο δράμα στην τραγωδία άλλωστε δεν μπορεί ο θεατής ή ο αναγνώστης να προσδοκά πάντα όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην Ιλιάδα την άμεση αναφορά στη θεία παρέμβαση, τη σαφή αποδοχή ή άρνηση της ανθρώπινης προσευχής από τους θεούς, αλλά οφείλει να ανιχνεύει στα δρώμενα τη σύγκλιση των θεών ή την απόρριψη από την 68. Βλ. Ν. Πολίτη, ό.π., Α 372 αρ. 828, όπου περιγράφεται πώς δύο στρίγκλες φεύγουν από την εκκλησία κάθε Κυριακή τη στιγμή που πρόκειται «να έβγουν τα άγια». 69. Βλ. σ. 73. 70. Βλ. επίσης σ. 103 όπου ανάλογη είναι η σκέψη που κάνει σχετικά με την έ- κτρωση της Μαρούσας.
Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 151 πλευρά τους των ανθρώπινων επιθυμιών 71. Στην περίπτωση της Μήδειας έχουν εκφραστεί αντικρουόμενες απόψεις επαληθεύοντας την άποψη του Mastronarde 72 ότι στο συγκεκριμένο δράμα ο δημιουργός επιτρέπει στο κοινό να επιλέξει είτε την παρουσία είτε την αποχή των θεών. Σημαντική υπήρξε προς την πρώτη κατεύθυνση η συμβολή του Kovaks 73, ο οποίος υποστήριξε ότι ο ίας ή οι θεοί γενικά τιμωρούν τον Ιάσονα μέσω της δράσης της Μήδειας, ενώ ταυτόχρονα τιμωρούν και την ηρωίδα για τον φόνο του αδελφού της. Υιοθετώντας τη θεώρηση αυτή ο Wildberg 74 προσδίδει έμφαση στη θεϊκή διάσταση της πλοκής. ιαμετρικά αντίθετη υπήρξε η άποψη της Easterling 75 ότι «δεν δημιουργείται (στο έργο) η αίσθηση θεϊκής υποκίνησης ή συναίνεσης ή ελέγχου» και ότι η θεϊκή καταγωγή της πρωταγωνίστριας «δεν έχει θεολογική σημασία», καθώς η λειτουργία του μυθολογικού αυτού στοιχείου περιορίζεται στην υπογράμμιση της ηρωικής ταυτότητας της Μήδειας και στην προετοιμασία της Εξόδου. Ο Mastronarde 76 σε άλλο σημείο της Εισαγωγής του ακολουθεί τη μέση οδό προσδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην προσωπική ευθύνη και τον ανθρώπινο παράγοντα στο πλαίσιο πάντως ενός κόσμου που δεν λειτουργεί χωρίς τους θεούς. Ειδικότερα, στο δράμα γίνεται λόγος αόριστα για τον ρόλο που διαδραματίζει η ἄτη 77, είναι συχνές οι αναφορές σε δεύτερο και σε 71. Βλ. ενδεικτικά J. D. Mikalson, «Unanswered prayers in Greek Tragedy», JHS 109 (1989) 95. 72. D. J. Mastronarde, ό.π., σ. 32. 73. D. Kovaks, ό.π., σσ. 45-70. Βλ. την ενδιαφέρουσα παρατήρηση του B. M. W. Knox, «The Medea of Euripides», στο: Word and Action, Βαλτιμόρη: The Johns Hopkins University Press 1979 [1977], σ. 301: «Όλοι οι σοφόκλειοι ήρωες αισθάνονται κάποια στιγμή εγκαταλελειμμένοι από θεούς και ανθρώπους ( ). Ωστόσο η Μήδεια από την πρώτη της εμφάνιση δεν έχει αμφιβολία ότι οι θεοί υποστηρίζουν τον σκοπό της». 74. C. Wildberg, Hyperesie und Epiphanie. Ein Versuch Ueber die Bedeutung der Goetter in den Dramen des Euripides, Zetemata 109, Μόναχο 2002, σσ. 50 κ.ε. 75. P. E. Easterling, ό.π., σ. 187. 76. D. J. Mastronarde, ό.π., σσ. 32 κ.ε. 77. Όταν η Μήδεια, για παράδειγμα, καταριέται τον δόμον του συζύγου της (στ. 112-114), η Τροφός σχολιάζει με τη γνώμην: τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν/ τοὔνομα νικᾶι, χρῆσθαί τε μακρῶι/ λῶιστα βροτοῖσιν τὰ δ ὑπερβάλλοντ / οὐδένα καιρὸν δύναται θνητοῖς,/ μείζους δ ἄτας, ὅταν ὀργισθῆι/ δαίμων οἴκοις, ἀπέδωκεν (στ. 125-130). Μόλις ο Κρέοντας από την άλλη ανακοινώνει την ποινή της εξορίας στην η- ρωίδα, αυτή αντιδρά σχεδόν θρηνητικά κάνοντας λόγο μεταξύ των άλλων και για την αδυναμία της να ξεφύγει εύκολα από την άτη: αἰαῖ πανώλης ἡ τάλαιν ἀπόλλυμαι / ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων,/ κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις (στ. 277-279), βλ. επίσης στ. 362-363.