ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ

Σχετικά έγγραφα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Αθήνα, 23 Ιανουαρίου 2019 Σ.Γ.Σ.

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... VII Συντομογραφίες... IX

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

*ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 18

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Β. ΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :.90./2012 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Αντί προλόγου.

ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου»

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 21722/2011 (αριθµός κατάθεσης αγωγής 22752/2008) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 8 Νοεμβρίου 1993 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΟΛ ΦΟΡ/ΓΙΑΣ & Δ. Π. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Φ/ΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (13η) ΤΜΗΜΑ Α

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 7 Συντομογραφίες... 9 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Εισαγωγικά

Συνυποβαλλόμενα έγγραφα θεμελίωσης εγγραπτέου δικαιώματος

ΕΠΙΚΑΡΠΙΑ- ΕΝΑΣΚΗΣΗ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ- ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ-ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ- ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ. Επιµέλεια : Καµπέλη Νάντια, ικηγόρος

T op 5 Cl ooding Mistakes in Java Applications

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

9.ΦΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ (ΚΠολΔ )

ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη


ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Α ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΣΥΣΤΑΣΗ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ Ή ΚΑΘΕΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΜΕ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ - ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ - ΑΝΑΒΙΩΣΗ 1

Η διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου στην πτώχευση

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4565,

Ζαμπυρίνης Μιχάλης Γκούμα Κατερίνα

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

* ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 44. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 26 Μαΐου 1997

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

1843 Ν. 187/91. Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Οκτωβρίου 2011 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 936 ΚΑΙ 1020 ΚΠΟΛΔ

Η ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΠΡΟΞΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ (VISA) ΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΥΝΕΝΩΣΗ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Ταχ. /νση :Ερµού ΠΡΟΣ: ΑΠΟ ΕΚΤΕΣ Ταχ. Κώδ. : ΑΘΗΝΑ ΠΙΝΑΚΑ ΙΑΝΟΜΗΣ Τηλέφωνο : FAX :

Ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόµος (ΚΕΦ.232)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Το εκκλητό των δικαστικών αποφάσεων

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Αθήνα, Απρίλιος 2009 Αργύριος Ν. Σταυράκης

ΑΣΤΙΚΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [01]

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

Πότε έχουμε εγκατάλειψη του ενός συζύγου από τον άλλο, που οδηγεί στο διαζύγιο;

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 4594/2014

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

41(Ι)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (ΔΙΑΚΑΤΟΧΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ) ΝΟΜΟ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Θέμα «Η απαγόρευση διαθέσεως στην αναγκαστική εκτέλεση σε συνδυασμό με την προσωρινή διαταγή του άρθρου ΚΠολΔ»

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Ζητήματα από τη διενέργεια του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

1. Συστήνεται Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ Α.Ε.» (στο εξής η «Εταιρεία»), με διάρκεια ενενήντα εννέα (99) έτη.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ. Τμήμα Πρώτο. Σύσταση της εταιρίας

Digesta OnLine Νοµικά ζητήµατα από το δίκαιο της ενέργειας

ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ ΤΗΣ Ι.Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών και Πολιτική Δικονομία

Η επικαρπία στα ακίνητα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε «Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» Άρθρο 59 Τροποποιήσεις Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Transcript:

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2018 2019 ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ του Κωνσταντίνου Ι. Βαθρακοκοίλη Α.Μ.: 7340010818001 ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ Επιβλέπων Καθηγητής: Γεώργιος Τσ. Ορφανίδης Αθήνα, Σεπτέμβριος 2019

Copyright [Κωνσταντίνος I. Βαθρακοκοίλης, Σεπτέμβριος 2019] Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανομή της παρούσας εργασίας, εξ ολοκλήρου ή τμήματος αυτής, για εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η ανατύπωση, αποθήκευση και διανομή για σκοπό μη κερδοσκοπικό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής φύσης, υπό την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή προέλευσης και να διατηρείται το παρόν μήνυμα. Οι απόψεις και θέσεις που περιέχονται σε αυτήν την εργασία εκφράζουν τον συγγραφέα και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 ΜΕΡΟΣ Α... 3 Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΥΣΗ... 3 2. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ... 3 2.1. ΕΝΝΟΙΑ, ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ... 3 2.2. Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ... 5 2.2.1. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ... 5 2.2.2. ΜΟΡΦΕΣ ΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ... 9 2.2.2.1. Η ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΙΑΝΟΜΗ... 9 2.2.2.2. Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΝΟΜΗ... 11 3. Η ΑΓΩΓΗ ΔΙΑΝΟΜΗΣ... 13 3.1. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ... 13 3.1.1. ΕΠΙ ΑΓΩΓΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΚΟΙΝΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ... 13 3.1.2. ΕΠΙ ΑΓΩΓΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΚΟΙΝΟΥ ΚΛΗΡΟΥ... 15 3.2. ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ... 16 3.2.1. Η ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ... 16 3.2.1.1. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ... 16 3.2.1.2. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ... 18 3.2.2. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΔΙΑΝΟΜΗΣ... 19 3.2.2.1. ΕΚΟΥΣΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ... 19 3.2.2.2. ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ... 21 3.3. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ... 23 3.3.1. ΤΟ ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ... 23 3.3.1.1. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΓΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ... 23 3.3.1.2. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ... 26 3.3.1.3. ΑΙΤΗΜΑ ΑΓΩΓΗΣ... 27 3.3.1.4. Η ΜΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΩΝ... 29 3.3.1.5. ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ... 30 3.3.2. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ... 31 3.3.2.1. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ... 31 3.3.2.2. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ... 32 3.4. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ... 33

3.5. Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ... 34 3.6. Η ΑΜΥΝΑ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ... 35 3.6.1. ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ... 35 3.6.2. ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΟΡΙΣΤΙΑΣ... 36 3.6.3. ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ... 38 3.6.4. ΛΟΙΠΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ... 41 3.6.4.1. ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΤΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ... 41 3.6.4.2. ΕΝΣΤΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ... 41 3.6.4.3. ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΔΙΑΝΕΜΗΤΟΥ... 42 3.6.4.4. ΕΝΣΤΑΣΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ... 42 3.6.4.5. ΕΝΣΤΑΣΗ ΕΠΙΣΧΕΣΗΣ... 44 3.7. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ... 45 3.7.1. ΙΔΙΩΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΣΣΟΥΣΑΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΥΣΙΑ ΔΙΑΝΟΜΗ ΜΕ ΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕΡΩΝ... 45 3.7.2. Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ... 46 ΜΕΡΟΣ Β... 49 ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ... 49 4. Η ΑΥΤΟΥΣΙΑ ΔΙΑΝΟΜΗ... 49 4.1. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ... 49 4.1.1. Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΟΥ ΣΕ ΜΕΡΗ... 49 4.1.1.1. ΤΟ ΝΟΜΙΚΑ ΕΦΙΚΤΟ... 49 4.1.1.2. ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΦΙΚΤΟ... 51 4.1.2. Η ΜΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΟΥ (ΤΟ ΣΥΜΦΟΡΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥΣΙΑΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ)... 51 4.1.3. Ο ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ... 52 4.2. ΜΟΡΦΕΣ ΑΥΤΟΥΣΙΑΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ... 53 4.2.1. Η ΑΥΤΟΥΣΙΑ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΟΥ... 53 4.2.2. ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΕΡΩΝ... 55 4.2.3. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΟΜΑΔΑΣ ΚΟΙΝΩΝΩΝ... 56 4.3. ΤΡΟΠΟΙ ΑΥΤΟΥΣΙΑΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ... 57 4.3.1. Η ΚΛΗΡΩΣΗ ΙΣΩΝ ΜΕΡΩΝ... 57 4.3.2. ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΑΝΙΣΩΝ ΜΕΡΩΝ... 60 4.3.2.1. ΓΕΝΙΚΑ... 60 4.3.2.2. ΙΔΙΩΣ Η ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ... 61

4.3.2.3. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΣΤΕΓΗΣ... 64 4.3.3. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥΣΙΑΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΜΕ ΣΥΣΤΑΣΗ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ... 65 4.3.4. ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΑΥΤΟΥΣΙΑΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΜΕ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ... 68 4.4. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥΣΙΑΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ... 69 4.4.1. ΚΤΗΣΗ ΕΝΟΧΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΑ ΠΕΡΙΕΛΘΟΝΤΑ ΜΕΡΗ... 69 4.4.2. ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ... 71 4.4.3. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΡΙΤΩΝ... 72 4.4.3.1. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ, ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ, ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΡΠΙΑΣ... 72 4.4.3.2. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ... 75 4.4.4. ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΟΥ... 77 5. Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΔΙΑ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ... 79 5.1. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ... 79 5.2. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ... 80 5.2.1. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ... 80 5.2.2. Η ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ... 82 5.2.3. ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ & Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ... 86 5.2.4. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ... 90 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ... 95 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ & ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ... 98

Σ Υ Ν Τ Ο Μ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ Α Κ Ρ Ω Ν Υ Μ Ι Α ΑιτΕκθ ΑΚ α.ν. ΑΠ άρ. αριθ. Αρμ. ΑρχΝ ΑχαΝομ βλ. Γνμδ Δ. ΔΕΕ εδ. ΕΔΠολ ΕΕΝ ΕιρΗγουμ ΕισΑΠ ΕισΝΑΚ ΕισΝΚΠολΔ ΕλλΔνη επ. ΕπισκΕμπΔ ΕΠολΔ ΕΣΔΑ ΕφΑθ ΕφΔυτΜακ ΕφΔωδ Αιτιολογική Έκθεση Αστικός Κώδικας αναγκαστικός νόμος Άρειος Πάγος άρθρο αριθμός Αρμενόπουλος (περιοδικό) Αρχείο Νομολογίας (περιοδικό) Αχαϊκή Νομολογία (περιοδικό) βλέπε Γνωμοδότηση Δίκη (περιοδικό) Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών (περιοδικό) εδάφιο Επιθεώρηση Δικαίου Πολυκατοικίας (περιοδικό) Εφημερίς Ελλήνων Νομικών (περιοδικό) Ειρηνοδικείο Ηγουμενίτσας Εισαγγελία Αρείου Πάγου Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα Εισαγωγικός Νόμος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό) επόμενα Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό) Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας (περιοδικό) Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Εφετείο Αθηνών Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας Εφετείο Δωδεκανήσου

ΕφΘεσ ΕφΛαρ ΕφΠατρ ΕφΠειρ κ.λπ. κεφ. ΚΠολΔ λ.χ. ΜΠρΑθ ΜΠρΚαβ ΜΠρΚαρδ ΜΠρΛαμ ΜΠρΤρικ ν. νδ ΝΔ ΝοΒ ΟλΑΠ ό.π. π.χ. παρ. ΠειρΝομολ περ. ΠερΔικ ΠολΔ ΠΠρΑθ ΠΠρΑρτ ΠΠρΓρεβ ΠΠρΔραμ ΠΠρΘεσ ΠΠρΘεσπρ ΠΠρΘηβ ΠΠρΠειρ ΠΠρΠρεβ ΠΠρΡοδ Εφετείο Θεσσαλονίκης Εφετείο Λάρισας Εφετείο Πατρών Εφετείο Πειραιά και λοιπά κεφάλαιο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας λόγου χάρη Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων νόμος νομοθετικό διάταγμα Νέον Δίκαιον (περιοδικό) Νομικό Βήμα (περιοδικό) Ολομέλεια Αρείου Πάγου όπως παραπάνω παραδείγματος χάριν παράγραφος Πειραϊκή Νομολογία περίπτωση Περιβάλλον και Δίκαιο (περιοδικό) Πολιτική Δικονομία Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας Πολυμελές Πρωτοδικείο Γρεβενών Πολυμελές Πρωτοδικείο Δράμας Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας Πολυμελές Πρωτοδικείο Θήβας Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά Πολυμελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου

ΠΠρΣερ σ. Συντ. τ. ΤΝΠ ΧρΙΔ Πολυμελές Πρωτοδικείο Σερρών σελίδα Σύνταγμα τόμος Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου (περιοδικό)

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα εργασία πραγματεύεται τα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν τόσο κατά τη διαγνωστική περί διανομής δίκη όσο και κατά τη συνακόλουθη διαδικασία, δηλαδή τη διανομή του επίκοινου πράγματος είτε αυτουσίως είτε δια της εκπλειστηριάσεώς του. Για την πληρέστερη θεώρηση του θέματος, έκρινα σκόπιμο στην απαρχή της παρούσας να γίνεται μια συνοπτική πλην, όμως, περιεκτική αναφορά στα χαρακτηριστικά της κοινωνίας δικαιώματος, όπως αυτή προβλέπεται στο ουσιαστικό δίκαιο, καθώς και στην εξώδικη και δικαστική λύση της. Ιδίως ως προς την τελευταία, η οποία επέρχεται με τη δικαστική διανομή, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η φύση της δίκης διανομής η δίκη αυτή, πέραν του διαπλαστικού της χαρακτήρα, αποτελεί, συγχρόνως, διπλή δίκη, στην οποία θεωρείται ότι όλοι οι διάδικοι τελούν μεταξύ τους σε σχέση αντιπαλότητας και αντιδικίας, ακόμα κι όταν αναπτύσσονται ανάμεσά τους δεσμοί αναγκαίας ομοδικίας, καθώς θεμελιώνουν αντικρουόμενα συμφέροντα και μπορούν να υποβάλλουν αυτοτελείς αιτήσεις επί τη βάσει πραγματικού διάφορου εκείνου της αγωγής, με σκοπό να επιτευχθεί η πλέον συμφέρουσα για τους κοινωνούς δικαστική διάπλαση της εννόμου σχέσεως της κοινωνίας. Εν συνεχεία, επιχειρείται η παρουσίαση των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης διανομής, όπως για παράδειγμα της καθ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας του δικαστηρίου στο οποίο φέρεται προς συζήτηση η αγωγή διανομής, καθώς και της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, ενώ, παράλληλα, παρατίθεται η ρύθμιση περί υποχρεωτικής συμμετοχής τρίτων στη δίκη αυτή. Ιδιαίτερης επεξεργασίας χρήζουν, περαιτέρω, τα ζητήματα, αφενός, των απαραίτητων εκείνων στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο, προκειμένου τούτο να είναι ορισμένο, όπως τα στοιχεία αυτά έχουν καθορισθεί από τη νομοθεσία και τη νομολογία, και, αφετέρου, της προστασίας του εναγομένου μέσω της ανάλυσης των συνηθέστερων αρνήσεων και ενστάσεων που δύναται να προβάλλει. Στο τελευταίο ως προς τη διαγνωστική περί διανομής δίκη κεφάλαιο της παρούσας εργασίας παρατίθενται τα δογματικά ζητήματα που έχουν ανακύψει στη θεωρία και τη νομολογία τόσο ως προς τη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά αποφάσεως διατάσσουσας την κλήρωση μερών όσο και ως προς την προβληματική περί παθητικής νομιμοποιήσεως των ενδίκων μέσων, που διαφοροποιείται από τις λοιπές αγωγές της τακτικής διαδικασίας εξαιτίας του διπλού χαρακτήρα της δίκης διανομής. Επιπλέον, αναλύεται εκτενώς η διαδικασία που ακολουθεί την έκδοση της τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, η οποία διατάσσει τη διανομή του επίκοινου πράγματος. Συγκεκριμένα, 1

ιδιαίτερο βάρος δίνεται στις προϋποθέσεις, τις μορφές και τους τρόπους της αυτούσιας διανομής, η οποία προκρίνεται από το νομοθέτη ως η ορθότερη, δικαιότερη και πλέον συμφέρουσα λύση για τους κοινωνούς, ενώ ξεχωριστής ανάλυσης θεώρησα ότι τυγχάνουν τα ειδικότερα ζητήματα της επιδίκασης επιχειρήσεων και της οικογενειακής στέγης, καθώς και η περίπτωση της αυτούσιας διανομής με σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών. Επιπλέον, λεπτομερώς παρουσιάζεται και η διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού που διατάσσεται από το δικαστήριο, όταν η αυτούσια διανομή του επικοίνου είναι ανέφικτη ή ασύμφορη. Η εκτενής περιγραφή της προδικασίας, της κύριας διαδικασίας, καθώς και της διανομής του πλειστηριάσματος κάθε άλλο παρά τυχαία είναι και τούτο, διότι ο νομοθέτης επεδίωξε, μεν, ως ορθότερο τρόπο δικαστικής λύσεως της κοινωνίας την αυτούσια διανομή, η νομολογία, δε, αντιμετωπίζει εύλογα πρακτικά κωλύματα στην εφαρμογή της λόγω των αυστηρών νόμιμων προϋποθέσεων που τίθενται προκειμένου να διαταχθεί από το δικαστήριο, με αποτέλεσμα συχνότερη λύση που επιλέγεται να είναι η πώληση του επικοίνου δια του εκούσιου πλειστηριασμού. Σημαντικό κεφάλαιο της παρούσας, τέλος, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, η προστασία των τρίτων με δικαιώματα στο επίκοινο πράγμα μετά τη δικαστική διανομή του πρόκειται για ενυπόθηκους, προσημειούχους και ενεχυρούχους δανειστές, επικαρπωτές, συντηρητικώς ή αναγκαστικώς κατασχόντες, αλλά και αναγγελθέντες με εκτελεστό τίτλο δανειστές. Η προστασία των εν λόγω τρίτων απασχόλησε το νομοθέτη, ο οποίος καθιέρωσε σχετικές με την τύχη των δικαιωμάτων τους διατάξεις μετά την αυτούσια διανομή, πλην, όμως, άφησε αρρύθμιστο το ζήτημα αυτό στη διαδικασία της πώλησης του επίκοινου δια πλειστηριασμού. Για το λόγο αυτό, έκρινα σκόπιμη την, κατά χρονολογική σειρά, παρουσίαση του ζητήματος της προστασίας των τρίτων στον εκούσιο πλειστηριασμό τόσο από θεωρητική όσο και από νομολογιακή σκοπιά, εκκινώντας ήδη από παλαιότερα διατυπωθείσες θέσεις και καταλήγοντας στην ανάπτυξη του σκεπτικού της με αριθ. 1/2016 απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. 2

ΜΕΡΟΣ Α Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΥΣΗ 2. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ 2.1. ΕΝΝΟΙΑ, ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ Με τον όρο «κοινωνία δικαιώματος» νοείται η νομική εκείνη κατάσταση, κατά την οποία ένα δικαίωμα ανήκει σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα από κοινού 1, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 785 εδ. α ΑΚ. Το δικαίωμα, επί του οποίου συνίσταται κοινωνία, θεωρείται ότι εντάσσεται στην περιουσία όλων των προσώπων αυτών, τα οποία ονομάζονται «κοινωνοί», και, μάλιστα, κατ ιδανικά μέρη 2. Τα ιδανικά αυτά μέρη, που απαντούν σε μορφή μαθηματικού κλάσματος 3, εκφράζουν τη συμμετοχή των κοινωνών στο επίκοινο ως προς τον τρόπο διοίκησης αυτού, την αναλογία τους στα ωφελήματα, τις δαπάνες και το προϊόν διανομής, καθώς και την προσωπική τους ευθύνη 4. Πρόκειται, δηλαδή, για ιδεατές μερίδες 5, που δεν διακρίνονται σωματικά, αλλά μόνο νοητά 6, ενώ, παράλληλα, επεκτείνονται σε ολόκληρο το επίκοινο 7, καταλαμβάνοντας κάθε τμήμα αυτού 8 αποτελούν, δε, αυτοτελή και αυθύπαρκτα δικαιώματα 9 και, ως εκ τούτου, είναι ελεύθερα μεταβιβαστές. Σύμφωνα με το γράμμα του άρ. 785 εδ. β ΑΚ, σε περίπτωση αμφιβολίας τα ιδανικά μερίδια λογίζονται ίσα. 1 Δεληγιάννης Ι., Κοινωνία δικαιώματος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 1 Σκούρας Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., Αστικός Κώδιξ, Ερμηνεία κατ άρθρο Νομολογία Βιβλιογραφία, Τόμος IV, Ειδικό Ενοχικό, άρ. 785 ΑΚ, Δίκαιο & Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 1982, σ. 149 Σπυριδάκης Ι., Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου, Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος, Τόμος δεύτερος (β μέρος), β έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2004, σ. 173. 2 Πρόκειται για τον απόλυτο ή, αλλιώς, εμπράγματο χαρακτήρα της κοινωνίας. 3 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα (κατ άρθρο), Τόμος Γ, Ημίτομος Γ, Ειδικό Ενοχικό, άρ. 785 ΑΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα, 2006, σ. 198. 4 Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα και ΕισΝΑΚ, άρ. 785 ΑΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2016, σ. 696. 5 Οι όροι «μέρος», «μερίδιο» και «μερίδα» εναλλάσσονται διαρκώς στις διατάξεις του ΑΚ και είναι ταυτόσημοι. 6 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 198. 7 Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία Σχόλια Νομολογία, Ειδικό Ενοχικό, Τόμος έκτος, άρ. 785 ΑΚ, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009, σ. 227. 8 Έτσι, για παράδειγμα, ο συγκύριος του 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου εξουσιάζει ολόκληρο το ακίνητο κατά το ιδεατό ποσοστό 1/3 και όχι ένα συγκεκριμένο τμήμα του ακινήτου αυτού, του οποίου η επιφάνεια αναλογεί στο 1/3 του όλου ακινήτου. 9 Βλ. Σπυριδάκη Ι., ό.π., σ. 174, κατά τον οποίο το άθροισμα των ιδανικών μερίδων αποτελεί το πλήρες δικαίωμα. 3

Παράλληλα με τον απόλυτο εμπράγματο χαρακτήρα της 10, η κοινωνία δικαιώματος έχει και ενοχική φύση, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τη δημιουργία ενοχικών σχέσεων μεταξύ των κοινωνών. Πράγματι, στο πλαίσιο της κοινωνίας τα εμπλεκόμενα πρόσωπα αποκτούν δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως για παράδειγμα, η συμμετοχή στη διοίκηση του επίκοινου, η δυνατότητα χρήσης αυτού, καθώς και η εξ αυτού λήψη καρπών 11. Μάλιστα, ενώ η κοινωνία δύναται να έχει ως γενεσιουργό λόγο είτε μονομερείς δικαιοπραξίες 12 είτε συμβάσεις 13 είτε άλλα νομικά γεγονότα 14, γίνεται δεκτό στο σύνολο της θεωρίας 15 ότι η κοινωνία παράγει πάντοτε ενοχή εξωδικαιοπρακτική, με την έννοια ότι όλες οι ενοχικές σχέσεις που δημιουργεί μεταξύ των κοινωνών ερείδονται στο νόμο και τούτο, διότι οι εκ της κοινωνίας απορρέουσες ενοχές θεμελιώνουν την ύπαρξή τους στο καθεαυτό γεγονός της ένταξης ενός δικαιώματος στην περιουσία περισσότερων προσώπων, ακόμη κι όταν η κοινωνία προέρχεται από κατάρτιση δικαιοπραξίας 16. Αντικείμενο της κοινωνίας αποτελούν μόνο τα δικαιώματα 17, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία του άρ. 785 εδ. α ΑΚ 18. Ελλείψει ειδικότερων διατάξεων, γίνεται δεκτό 19 ότι η φύση των δικαιωμάτων είναι κατ αρχήν 20 αδιάφορη και, ως εκ τούτου, αντικείμενο κοινωνίας μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε δικαίωμα 21, ιδιωτικού ή δημοσίου 22 δικαίου, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα. Κοινωνία μπορεί, κατά πρώτο λόγο, να συσταθεί επί εμπραγμάτων δικαιωμάτων, όπως 10 Βλ. υποσημείωση 2. 11 Βλ. Ζέπο Π., Ενοχικόν Δίκαιον, Β Μέρος Ειδικόν, Έκδοσις Δευτέρα, Αθήναι, 1965, σ. 659 και Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 230, σύμφωνα με τους οποίους η κοινωνία δεν αποτελεί αυτή καθεαυτή ενοχική σχέση, αλλά νομικό γεγονός εκ του οποίου απορρέουν ενοχικές σχέσεις. 12 Λόγου χάρη διαθήκη, με την οποία εγκαθίστανται περισσότεροι κληρονόμοι στην περιουσία ενός διαθέτη. 13 Όπως, για παράδειγμα, η πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας ενός ακινήτου σε περισσότερους αγοραστές. 14 Ενδεικτικά, αναφέρονται εδώ η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και η από κοινού δημιουργία έργου πνευματικής ιδιοκτησίας από περισσότερους. 15 Σκούρας Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 150 Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 230 Σπυριδάκης Ι., ό.π., σ. 174 Γεωργιάδης Α., Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, Τόμος ΙΙ, Δίκαιο & Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2007, σ. 792 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 199 Φίλιος Π., Ενοχικό δίκαιο, Ειδικό μέρος, Δεύτερος τόμος, Έβδομη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 56 Δεληγιάννης Ι., Κοινωνία δικαιώματος, σ. 3 Ζέπος Π., ό.π., σ. 659. 16 Γεωργιάδης Α., Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Δίκαιο & Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014, σ. 523. 17 Ως συνάγεται a contrario, δεν είναι δυνατό συσταθεί κοινωνία σε υποχρεώσεις. Όπως, δε, επισημαίνει ο Δεληγιάννης Ι., ό.π., σ. 19, όταν γίνεται αναφορά σε κοινωνία υποχρεώσεων ή συμφερόντων, δεν εννοείται η κοινωνία των άρ. 785 ΑΚ επ., αλλά υποδηλώνεται η ύπαρξη εις ολόκληρον οφειλής (άρ. 480 ΑΚ). 18 «Αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού» 19 Γεωργιάδης Α., Ενοχικό Δίκαιο, σ. 790. 20 Παρά τη μη ρητή αναφορά στο νόμο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποκλείεται η σύσταση κοινωνίας επί αυστηρώς προσωποπαγών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην προσωπικότητα (άρ. 57 ΑΚ), ή επί δικαιωμάτων φύσει ανεπίδεκτων κοινωνίας, λ.χ. το δικαίωμα στα κοινόχρηστα πράγματα (άρ. 967 968 ΑΚ). 21 Π.χ. το δικαίωμα στα προϊόντα της διανοίας και το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, βλ. Ζέπο Π., ό.π., σ. 661. 22 Βλ. και Τσετσέκο Φ., Η κοινωνία δικαιώματος, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1987, σ. 60, ο οποίος αναφέρει τα παραδείγματα της άδειας του αρτοποιού και της άδειας αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, με την εκεί παρατεθείσα νομολογία. 4

είναι για παράδειγμα η κυριότητα, η νομή, οι πραγματικές δουλείες, η επικαρπία, οι περιορισμένες προσωπικές δουλείες, το ενέχυρο και η υποθήκη 23. Περαιτέρω, ως προς τα ενοχικά δικαιώματα επικρατεί διχογνωμία σχετικά με το εάν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινωνίας ή όχι. Σύμφωνα με την παλαιότερα διατυπωθείσα στη θεωρία γνώμη 24, τα ενοχικά δικαιώματα είναι εκ του νόμου 25 αυτομάτως διαιρετά και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η σύσταση κοινωνίας επ αυτών. Κατά την άποψη αυτή, ακόμα και στις περιπτώσεις που το ενοχικό δικαίωμα έχει ως αντικείμενο αδιαίρετη παροχή 26, εφαρμογής τυγχάνουν οι ειδικότερες διατάξεις των άρ. 494 και 495 ΑΚ. Σήμερα, η θέση αυτή έχει εγκαταλειφθεί από τη θεωρία 27. Ιδίως όσον αφορά στις αδιαίρετες ενοχές, κρατούσα είναι σήμερα η γνώμη ότι το άρ. 480 ΑΚ δεν αποκλείει την εφαρμογή των περί κοινωνίας διατάξεων 28. 2.2. Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 2.2.1. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η κοινωνία δικαιώματος αποτελεί, όπως αναλύθηκε ανωτέρω 29, ένα πραγματικό γεγονός, μία νομική κατάσταση, από την οποία εκρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους κοινωνούς. 23 Όπως παρατηρεί η Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 231, ως προς τα δικαιώματα εμπράγματης ασφάλειας, αυτά υπάγονται σε καθεστώς κοινωνίας, μόνο στην περίπτωση που ασφαλίζουν κοινή απαίτηση συνεπώς, δεν αρκεί για τη σύσταση κοινωνίας η αξίωση των εμπραγμάτως ασφαλιζόμενων δανειστών να έχει ως αντικείμενο την ιδανική μερίδα κοινού πράγματος. 24 Μπαλής Γ., Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 1961, σ. 85. 25 Άρ. 480 και 1885 ΑΚ. 26 Όπως για παράδειγμα είναι η χρήση στην περίπτωση της συμμίσθωσης. 27 Δεληγιάννης Ι., Κοινωνία δικαιώματος, σ. 22 Σκούρας Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 153. Βλ. και Καυκά Κ., Ενοχικόν Δίκαιον (ερμηνεία κατ άρθρον), Ειδικόν Μέρος, Τόμος Β, Έκδοσις Εβδόμη, άρ. 785 ΑΚ, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 238, ο οποίος υποστηρίζει την εφαρμογή των διατάξεων των άρ. 480, 494 και 495 ΑΚ στις περιπτώσεις των αδιαίρετων ενοχών, θεωρεί, ωστόσο, ότι είναι δυνατή η επικουρική συμπληρωματική εφαρμογή των περί κοινωνίας διατάξεων, εφόσον οι διατάξεις αυτές είναι συμβατές με το χαρακτήρα του αδιαίρετου. 28 Έτσι και η ΕφΑθ 5469/2003, ΑρχΝ 2003.100, κατά την οποία «από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 574 επ., 494, 495 και 785 επ. ΑΚ προκύπτει ότι, εάν περισσότεροι μισθώσουν πράγμα (συμμισθωτές) τελούν μεταξύ τους σε κοινωνία δικαιώματος κατ ιδανικά μέρη. Συγχρόνως, όμως, επειδή το αντικείμενο του δικαιώματος, η χρήση, είναι αδιαίρετο, δημιουργείται μεταξύ τους και ενοχή εις ολόκληρον. Το δικαίωμα, δηλαδή, της χρήσης ανήκει σε όλους τους συμμισθωτές κοινωνούς, ως αδιαίρετο, και, επομένως, στην περίπτωση που ένας από τους μισθωτές παρεμποδίζεται από τους άλλους στην κοινή χρήση, δικαιούται να ζητήσει από τους τελευταίους να του επιτρέπουν να κάνει χρήση κι αυτός» ομοίως και η ΕφΑθ 6762/2005, ΕλλΔνη 2006.1112, σύμφωνα με την οποία «το ενοχικό δικαίωμα, εφόσον έχει ως αντικείμενο αδιαίρετη παροχή, όπως είναι επί μισθώσεως πράγματος η χρήση του μισθίου, αφού αυτή δεν επιδέχεται κτήση, άσκηση ή απώλεια κατ ιδανικά μέρη, δηλαδή κατάτμηση σε μέρη που να διαφέρουν από το όλο ποσοτικά, είναι επιδεκτικό κοινωνίας, χωρίς να προσκρούει τούτο στη διάταξη του άρ. 480 ΑΚ, επειδή η διάταξη αυτή δεν αποκλείει άλλη μορφής συμμετοχή στο δικαίωμα. Έτσι, στις περιπτώσεις συνεκμίσθωσης, η μίσθωση σε σχέση με τη ρύθμιση των εσωτερικών σχέσεων μεταξύ των πολλών μισθωτών διέπεται από τις περί κοινωνίας διατάξεις». 29 Βλ. κεφ. 2.1. 5

Γίνεται δεκτό ότι η κοινωνία δεν αποτελεί τον «αυτοσκοπό» 30 για τα μετέχοντα σ αυτήν πρόσωπα, αλλά την αναγκαία συνέπεια άλλων νομικών γεγονότων, τα οποία οδηγούν στην από κοινού κτήση δικαιωμάτων και, κατ επέκταση, τη δημιουργία της κοινωνίας 31. Οι κοινωνοί, επομένως, δεν έχουν κοινό σκοπό ως προς το επίκοινο 32 και, για το λόγο αυτό, ο ίδιος ο νόμος 33 προβλέπει το δικαίωμα κάθε κοινωνού να επιδιώξει τη λύση της κοινωνίας 34, χωρίς χρονικούς περιορισμούς 35 και ανεξάρτητα από το μέγεθος της ιδανικής του μερίδας στο επίκοινο 36, θεμελιώνοντας με τον τρόπο αυτόν την κεφαλαιώδη αρχή, που διέπει το δίκαιο της κοινωνίας, σύμφωνα με την οποία «ουδείς άκων μένει κοινωνός» 37. Ως προς το ζήτημα της νομικής φύσης του δικαιώματος λύσης της κοινωνίας, στη θεωρία κρατεί διχοστασία. Η ένταξη, αφενός, του δικαιώματος αυτού στο πλαίσιο των διατάξεων του Ενοχικού Δικαίου θεμελιώνει τη θέση υπέρ του χαρακτηρισμού του ως ενοχικής φύσεως αξίωση 38. Κάθε κοινωνός έχει αυτοτελές δικαίωμα να ζητήσει από τους λοιπούς κοινωνούς τη λύση της κοινωνίας 39 και, με τον τρόπο αυτό, να ανατραπεί η ένταξη του κοινού δικαιώματος στην περιουσία όλων των κοινωνών 40. Αφετέρου, η άποψη 41 ότι το δικαίωμα προς λύση της κοινωνίας είναι διαπλαστικό φαίνεται ότι είναι πειστικότερη 42 και τούτο, διότι η λύση της κοινωνίας επέρχεται με διανομή του επίκοινου 43, με την οποία καταλύονται τα υφιστάμενα επ αυτού δικαιώματα και δημιουργούνται νέα 44 με τη διανομή, δηλαδή, καταργείται η νομική κατάσταση της κοινωνίας και 30 Όπως παρατηρεί ο Γεωργιάδης Α., Ενοχικό Δίκαιο, σ. 791. 31 Π.χ. αν περισσότερα πρόσωπα εγκαθίστανται ως συγκληρονόμοι στην κληρονομία ενός διαθέτη, η κληρονομία γίνεται κοινή κατά το λόγο της μερίδας του καθενός, σύμφωνα με το άρ. 1885 ΑΚ. 32 Ως προς το σημείο τούτο, διαφέρει από την εταιρία του άρ. 741 ΑΚ, για τη σύσταση της οποίας απαιτείται η από περισσότερους επιδίωξη κοινού, κατά βάση οικονομικού, σκοπού. 33 Άρ. 795 εδ. α ΑΚ: «Κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση της κοινωνίας, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται από δικαιοπραξία ή από τον προορισμό του κοινού πράγματος για κάποιο διαρκή σκοπό». 34 ΑΠ 76/2004, Δ. 2004.1043: «Οι κοινωνοί είναι αμοιβαίως δανειστές και οφειλέτες ως προς την αξίωση για λύση της κοινωνίας». 35 Όπως σημειώνει ο Καυκάς Κ., ό.π., σ. 271, καμία σημασία δεν έχει αν το δικαίωμα του κοινωνού να αιτηθεί τη λύση της κοινωνίας ασκείται σε χρόνο ακατάλληλο για τα συμφέροντα των λοιπών συγκοινωνών. 36 Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 298. 37 Σκούρας Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 188 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 269 Κουτσουλέλος Κ., Πολιτική Δικονομία μετά τον νέο ν. 4512/2018, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 479. 38 Ζέπος Π., ό.π., σ. 672. 39 Φίλιος Π., ό.π., σ. 73. 40 Σπυριδάκης Ι., όπ., σ. 181. 41 Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 299 Σκούρας Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 189 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 270 Γεωργιάδης Α., Ενοχικό Δίκαιο, σ. 824. 42 Σύμφωνη και η νομολογία, βλ. ενδεικτικά ΕφΠατρ 21/2006, ΤΝΠ NOMOS. 43 Κατά τη διάταξη του άρ. 798 ΑΚ. 44 Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 299. 6

οι ενοχικές σχέσεις που παράγονται εξ αυτής, συγχρόνως, δε, διαπλάθεται μια νέα, εντελώς διαφορετική κατάσταση 45. Το δικαίωμα προς λύση της κοινωνίας είναι δυνατό να αποκλεισθεί σε τρεις περιπτώσεις: είτε όταν καταρτίσθηκε δικαιοπραξία απαγορεύουσα τη διανομή του επίκοινου είτε όταν το επίκοινο προορίζεται για κάποιο διαρκή σκοπό 46 είτε όταν ο αποκλεισμός αυτός προβλέπεται από τον ίδιο το νόμο. Η δικαιοπραξία έχει κατ αρχήν μορφή συμβάσεως, που περιέχει τη συμφωνία των κοινωνών περί αποκλεισμού της άσκησης του δικαιώματος λύσεως της κοινωνίας. Πρόκειται για δικαιοπραξία αναιτιώδη, με την έννοια ότι το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη κάποιας αιτίας, ενώ, παράλληλα, απαιτείται η συμφωνία όλων των κοινωνών, καθώς ο αποκλεισμός της λύσης της κοινωνίας εκφεύγει των ζητημάτων της τακτικής διοίκησης του επίκοινου και, συνεπώς, δεν είναι δυνατή η ρύθμισή του με απόφαση της πλειοψηφίας 47. Κατά την κρατούσα γνώμη 48, έχει ενοχική μόνον ενέργεια, δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο και, συνεπώς, είναι δυνατή η προφορική της κατάρτιση, ακόμα και όταν πρόκειται για αποκλεισμό λύσεως κοινωνίας εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου, καθώς με τη σύμβαση αυτή δεν συστήνεται, μετατίθεται ή αλλοιώνεται εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, ώστε να απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο κατ άρ. 369 ΑΚ. Συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή απαιτούνται μόνον, προκειμένου η δικαιοπραξία αυτή να είναι ισχυρή και κατά των ειδικών διαδόχων των κοινωνών, εν όψει των διατάξεων των άρ. 796 ΑΚ και 1115 εδ. α ΑΚ 49. Περαιτέρω, είναι δυνατός ο αποκλεισμός της λύσεως της κοινωνίας δυνάμει μονομερούς δικαιοπραξίας 50 ή με όρο που τίθεται εντός σύμβασης 51. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ο αποκλεισμός απαγορεύεται να υπερβαίνει τη δεκαετία 52. Εάν, επομένως, η δικαιοπραξία περί αποκλεισμού ορίζει χρόνο μεγαλύτερο των δέκα ετών, τότε δεν είναι άκυρη στο 45 Βλ. αναλυτικά κατωτέρω, κεφ. 2.2.2.2. 46 Άρ. 796 ΑΚ. 47 Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 300. 48 Σκούρας Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 191 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 270 Γεωργιάδης Α., Ενοχικό Δίκαιο, σ. 825. 49 ΑΠ 1333/1998, ΕλλΔνη 1998.1585 ΕφΑθ 6132/2002, ΕλλΔνη 2003.1398 ΕφΠειρ 812/2014, ΤΝΠ NOMOS ΠΠρΑθ 1520/2010, ΤΝΠ NOMOS. Contra Δεληγιάννης Ι./Κορνηλάκης Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Κοινωνία Δικαιώματος, Τόμος IV, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 195 ΕφΑθ 2502/1986, ΕλλΔνη 1986.1152, σύμφωνα με την οποία για την εγκυρότητα της συμφωνίας αποκλεισμού λύσεως της συγκυριότητας επί ακινήτου απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή. 50 Π.χ. με διάταξη τελευταίας βούλησης, με την οποία ο διαθέτης εγκαθιστά περισσότερα πρόσωπα κληρονόμους κοινωνούς στο επίκοινο απαγορεύοντάς τους να προβούν σε λύση της κοινωνίας. 51 Όταν, για παράδειγμα, ο δωρητής απαγορεύει στους δωρεοδόχους να λύσουν την κοινωνία του δικαιώματος που αποκτούν από κοινού. 52 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 795 εδ. β ΑΚ ορίζεται ότι «με δικαιοπραξία μπορεί να αποκλεισθεί η λύση της κοινωνίας το πολύ για δέκα χρόνια» και αποτελεί jus cogens. 7

σύνολό της, αλλά η ακυρότητα πλήττει μόνον το διάστημα πέραν της δεκαετίας 53, ενώ, εάν τυχόν επιδιωχθεί η δικαστική λύση της κοινωνίας με αγωγή κατά τη διάρκεια ισχύος της δικαιοπραξίας αποκλεισμού, τότε η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη 54. Το δικαίωμα προς λύση της κοινωνίας αποκλείεται, επίσης, στην περίπτωση που το κοινό πράγμα προορίζεται για κάποιο διαρκή σκοπό. Ο διαρκής αυτός σκοπός μπορεί είτε να έχει τεθεί με συμφωνία των κοινωνών ή με διάταξη τελευταίας βούλησης είτε να προκύπτει από τη φύση του επίκοινου 55. Γίνεται, συνεπώς, δεκτό ότι αποκλείεται η λύση της κοινωνίας επί διαχωρίσματος συνεχόμενων ακινήτων 56, όπως για παράδειγμα μεσότοιχου ή φράχτη, επί κοινής διόδου για συνεχόμενες οικίες ή, ακόμα, και επί κοινής αρδευτικής διόδου 57. Αντιθέτως, έχει κριθεί ότι δεν συνιστά διαρκή σκοπό η απλή εκμετάλλευση και χρήση του επίκοινου από τους κοινωνούς 58, η εξυπηρέτηση των επαγγελματικών αναγκών των κοινωνών 59 και η οίκηση εντός του κοινού ακινήτου των συγκυρίων αυτού και των τέκνων τους 60. Περαιτέρω, δεν αποκλείεται η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος λύσεως της κοινωνίας να προέρχεται και από τον ίδιο το νόμο. Τούτο συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση των άρ. 1021, 1022 και 1023 ΑΚ, όπου ο νομοθέτης επιβάλλει την αναγκαστική κοινωνία πάνω στο διαχώρισμα μεταξύ δύο συνεχόμενων ακινήτων 61 ή σε δένδρο που ευρίσκεται στην οροθετική γραμμή των ακινήτων αυτών. Γίνεται, επίσης, δεκτό ότι αποκλεισμός της άσκησης του δικαιώματος λύσεως της κοινωνίας εκ του νόμου προβλέπεται και στην περίπτωση των άρ. 175 και 176 ΑΚ 62, 53 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 271. 54 Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 301. 55 Όπως παρατηρεί ο Γεωργιάδης Α., Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, σ. 545: «ο περιορισμός αυτός έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να επέλθει λύση της κοινωνίας, όταν με αυτή διακυβεύεται η υλική ή νομική υπόσταση του κοινού αντικειμένου, επειδή αυτό είναι ταγμένο για την εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού». 56 Καυκά Κ., ό.π., σ. 273. 57 Βλ. και Σκούρα Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 191 και Βαθρακοκοίλη Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 274, με την εκεί παρατεθείσα σχετική νομολογία. 58 ΠΠρΡοδ 89/2015, ΤΝΠ NOMOS. 59 ΕφΘεσ 1962/1999, ΤΝΠ NOMOS ΠΠρΘεσ 28071/2005, ΤΝΠ NOMOS. 60 ΕφΑθ 6132/2002, ΕλλΔνη 2003.1398 ΠΠρΘεσ 22134/2012, ΤΝΠ NOMOS. Contra, ΠΠρΠειρ 1878/2013, ΕλλΔνη 2013.846, βάσει της οποίας η ενοίκηση των κοινωνών συζύγων στην κοινή συζυγική τους οικία αποτελεί διαρκή σκοπό του πράγματος, εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία επέρχεται οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. 61 ΑΠ 799/2006, ΝοΒ 2006.1710 ΕφΔωδ 75/2018, ΤΝΠ NOMOS. 62 Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 301 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 274 Σκούρας Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 192. 8

ιδίως στην περίπτωση που έχει απαγορευθεί με νόμο ή δικαστική απόφαση η διάθεση επίκοινου δικαιώματος με εμπράγματο χαρακτήρα 63. 2.2.2. ΜΟΡΦΕΣ ΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 2.2.2.1. Η ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΙΑΝΟΜΗ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 798 ΑΚ «η λύση της κοινωνίας επέρχεται με διανομή» και, μολονότι, όπως προαναφέρθηκε 64, η κοινωνία συνίσταται μόνον επί δικαιώματος, η λύση αυτής έχει νόημα, μόνον στην περίπτωση που το δικαίωμα επί του οποίου υπάρχει η κοινωνία εντοπίζεται επί κοινού αυθύπαρκτου πράγματος 65. Στην περίπτωση που οι κοινωνοί συμφωνούν ως προς τον τρόπο και το χρόνο λύσεως της κοινωνίας, τότε προβαίνουν σε εκούσια, εξώδικη διανομή. Η συμφωνία τους αυτή έχει τη μορφή της σύμβασης 66, στην κατάρτιση της οποίας πρέπει να συμμετέχουν όλοι οι κοινωνοί 67, καθώς η λύση της κοινωνίας, που επέρχεται με τη διανομή 68, δεν αποτελεί ζήτημα τακτικής διοίκησης του επίκοινου, ώστε να αρκεί η απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών 69. Αντικείμενο της σύμβασης εξωδίκου διανομής αποτελεί η λύση της κοινωνίας δια της αμοιβαίας μεταβίβασης των μερίδων των κοινωνών 70 με τον τρόπο αυτόν, καταργείται η ένταξη του κοινού δικαιώματος στην περιουσία όλων των κοινωνών κατ ιδανικές μερίδες και καθένας εξ αυτών λαμβάνει ένα διακεκριμένο μέρος του επίκοινου. Στην πραγματικότητα, στην έννοια της 63 ΠΠρΠρεβ 11/2008, Αρμ. 2008.1729, σύμφωνα με την οποία «η διανομή κάθε δικαιώματος είναι ανεπίτρεπτη, όταν υφίσταται απαγόρευση της εξουσίας διαθέσεως (εκποιήσεως) από το νόμο, τη δικαστική απόφαση ή τη δικαιοπραξία. Τέτοια περίπτωση απαγόρευσης από το νόμο και τη δικαιοπραξία συνιστά η σύσταση της επικαρπίας ως αμεταβίβαστης (εφ όρου ζωής) και η παρά την απαγόρευση του νόμου (άρ. 1166 εδ. α ΑΚ) διάθεση του εν λόγω δικαιώματος, στην οποία οδηγεί και η δικαστική του διανομή είτε με τη σύσταση επικαρπίας επί αυτοτελούς μέρους του κοινού πράγματος ή επί διαφορετικών αντικειμένων από τα περισσότερα στα οποία υφίσταται συνεπικαρπία (αυτούσια διανομή) είτε με την δια πλειστηριασμού πώληση της, τυγχάνει άκυρη». 64 Βλ. κεφ. 2.1. 65 Μακρής Δ., Η δικαστική διανομή, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 1. 66 Σκούρας Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 198 Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 312. 67 Εάν στη σύμβαση δεν συμμετείχαν όλοι οι κοινωνοί, τότε η σύμβαση διανομής είναι απολύτως άκυρη και δεν αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα ούτε ως προς τους κοινωνούς που την κατήρτισαν, βλ. Γνμδ ΕισΑΠ 7/2011, ΤΝΠ NOMOS. 68 Εννοιολογικά, οι όροι «λύση» και «διανομή» δεν ταυτίζονται. Βλ. και Πίψου Λ., Δικαστική Διανομή, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 23: «διαφορετικά, το άρ. 798 ΑΚ, που ορίζει ότι η λύση της κοινωνίας επέρχεται με διανομή θα αποτελούσε ταυτολογία». Η λύση σημαίνει την κατάργηση της κοινωνίας, την ανατροπή της ένταξης του κοινού δικαιώματος κατ' ιδανικά μέρη στις περιουσίες των κοινωνών. Η διανομή είναι ο τρόπος με τον οποίον επέρχεται η κατάργηση αυτή, αποτελεί δηλαδή το μέσο επίτευξης της λύσεως. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Μακρής Δ., ό.π., σ. 1, «η διανομή αφορά στο κοινό πράγμα, ενώ η λύση αφορά την κοινωνία επί του πράγματος». Για το λόγο αυτόν, η διανομή θεωρείται ως το λογικό επακόλουθο της λύσεως της κοινωνίας, βλ. και Παπαντωνίου Ν., Κληρονομικό Δίκαιο, 5 η Έκδοση αναθεωρημένη, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα, σ. 493. 69 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 284 Οικονομάκου Ι. σε Καράκωστα Ι., ό.π., σ. 312 Καυκάς Κ., ό.π., σ. 272. 70 ΑΠ 5/2017, ΤΝΠ NOMOS. 9

εξωδίκου διανομής περιέχονται δύο συμβάσεις. Η πρώτη εξ αυτών έχει χαρακτήρα ενοχικό, υποσχετικό 71. Συγκεκριμένα, όταν οι κοινωνοί συμφωνούν στον τρόπο αυτούσιας διανομής του κοινού πράγματος σε περισσότερα διακεκριμένα μέρη 72, υπόσχονται την αμοιβαία μεταβίβαση, την ανταλλαγή 73 των ιδανικών τους μερίδων και κάθε κοινωνός αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραδώσει την ιδανική του μερίδα στους αντισυμβαλλομένους του, ώστε καθένας εκ των κοινωνών να αποκτήσει πλήρες δικαίωμα επί συγκεκριμένου τμήματος του επίκοινου. Η ενοχική αυτή σύμβαση αποτελεί την αιτία 74 της δεύτερης, συνακόλουθης σύμβασης, με αντικείμενο την εκτέλεση της υποχρέωσης προς εξώδικη διανομή 75. Η τελευταία αυτή σύμβαση αποτελεί την εκποιητική δικαιοπραξία, με την οποία ακριβώς λύεται η κοινωνία, καθώς μεταβιβάζονται τα ιδανικά μερίδια μεταξύ των κοινωνών και ο καθένας εξ αυτών λαμβάνει πλήρες δικαίωμα επί συγκεκριμένου τμήματος του κοινού πράγματος 76 δεν είναι, δε, απαραίτητο οι δύο δικαιοπραξίες να συμπίπτουν χρονικά 77. Η εξώδικη διανομή είναι κατ αρχήν άτυπη δικαιοπραξία, σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης του άρ. 158 ΑΚ. Εάν, όμως, στην ενοχική σύμβαση της διανομής περιέχεται και η εκτέλεση της διανομής και η τελευταία αφορά σε διανομή κοινού εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου 78, τότε πρέπει να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί 79, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 369 και 1192 ΑΚ 80. 71 ΠΠρΑθ 1023/2016, ΤΝΠ NOMOS: «η σύμβαση διανομής ακινήτου είναι μία υποσχετική, ενοχική σύμβαση, η οποία περιέχει διάθεση και, ειδικότερα, απαλλοτρίωση έναντι ανταλλάγματος, το οποίο συνίσταται στο μέρος του διανεμητέου πράγματος που έλαχε στον κοινωνό ή στο χρηματικό αντιστάθμισμα που τυχόν θα του επιδικαστεί. Η σύμβαση αυτή έχει ανταλλακτικό χαρακτήρα και, ανεξάρτητα από τον τρόπο που διενεργείται, εφαρμόζονται σε αυτήν αναλόγως οι διατάξεις των άρ. 513 επ. ΑΚ. Με τη σύμβαση αυτή οι κοινωνοί αναλαμβάνουν την αμοιβαία υποχρέωση μεταβίβασης των μερίδων κυριότητας που έχουν στην κοινωνία αλλά και την παράδοσή της, ώστε ο καθένας από αυτούς να αποκτήσει πλήρες δικαίωμα κυριότητας στο κοινό ή σε τμήματα του κοινού πράγματος. Η συμβατική σχέση δεν παύει να είναι ανταλλαγή, κατά την έννοια του άρ. 573 ΑΚ, όταν εκτός από το πράγμα καταβάλλεται συμπληρωματικά προς εξισορρόπηση της αξίας των παροχών και χρηματικό ποσό». 72 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 284. 73 Για την ανταλλακτική φύση της εξώδικης σύμβασης διανομής βλ. ΟλΑΠ 26/1990, ΕλλΔνη 1990.1604, καθώς και Σκούρα Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 199, κατά τον οποίο «ο ανταλλακτικός χαρακτήρας της σύμβασης διανομής συνίσταται στο ότι η διανομή περιέχει διάθεση και, μάλιστα, απαλλοτρίωση με αντάλλαγμα, αφού ο καθένας κοινωνός εξέρχεται από την κοινωνία και λαμβάνει ανάλογο αντάλλαγμα». 74 Γεωργιάδης Α., Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, σ. 546. 75 Εάν, επομένως, η ενοχική σύμβαση είναι άκυρη, τότε άκυρη θα είναι και η εκποιητική. 76 Η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης διέπεται από τις διατάξεις των άρ. 513 επ., 374 επ. και 380 επ. ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά στην περίπτωση αυτή, λόγω του ανταλλακτικού χαρακτήρα της σύμβασης διανομής και της, κατ επέκταση, εφαρμογής του άρ. 573 ΑΚ, το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις αυτές. 77 Στην περίπτωση που η ενοχική δικαιοπραξία προηγείται της εκποιητικής, γίνεται λόγος για υποσχετική διανομή, ενώ εάν οι δύο συμβάσεις καταρτίζονται συγχρόνως, τότε πρόκειται περί διανομής με άμεση εκπλήρωση, βλ. Φίλιο Π., ό.π., σ. 77. 78 ΑΠ 201/2001, ΕλλΔνη 2001.1624 βλ., επίσης, Γεωργιάδη Α., Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, σ. 546. 10

2.2.2.2. Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΝΟΜΗ Για τη συνηθέστερη στην πράξη περίπτωση, κατά την οποία δεν συναινούν όλοι οι κοινωνοί στη λύση της κοινωνίας, προβλέπεται η δυνατότητα δικαστικής διανομής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 799 ΑΚ, κάθε κοινωνός, ανεξαρτήτως του μεγέθους της ιδανικής του μερίδας, έχει δικαίωμα προς άσκηση αγωγής κατά των λοιπών συγκοινωνών του με αίτημα τη λύση της κοινωνίας 81 δια αποφάσεως δικαστηρίου. Το δικαίωμα αυτό του κοινωνού είναι διαπλαστικό 82, καθώς με τούτο επιδιώκεται η κατάλυση της νομικής κατάστασης της κοινωνίας κατά συνέπεια, η απόφαση του δικαστηρίου που διατάσσει τη διανομή είναι διαπλαστική 83, δημιουργική νέου δικαιώματος επί ορισμένου τμήματος του επίκοινου πράγματος 84 και όχι απονεμητική του προϋπάρχοντος δικαιώματος 85. Το νέο αυτό δικαίωμα συνιστά μετουσίωση του παλαιού δικαιώματος 86 επί διακεκριμένου, αυτή τη φορά, τμήματος του επικοίνου και αποτελεί το «οικονομικό ισοδύναμο» 87 του ιδανικού μεριδίου του κοινωνού 88. Ο, δε, χαρακτηρισμός της φύσης της απόφασης διανομής ως διαπλαστικής ενισχύεται και από τις εξαιρετικά ευρείες εξουσίες που ο νόμος χορηγεί στο δικαστήριο 89. 79 ΑΠ 554/2011, ΧρΙΔ 2012.29, σύμφωνα με την οποία η διανομή επίκοινου ακινήτου συνιστά μετάθεση εμπράγματου δικαιώματος. 80 Επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 166 ΑΚ, στην περίπτωση της εκούσιας διανομής συγκυριότητας επί ακινήτου, για την εγκυρότητα του προσυμφώνου διανομής πρέπει αυτό να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο. 81 Ο τρόπος διανομής (αυτούσια ή δια πλειστηριασμού) δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα της αγωγής, βλ. και κατωτέρω, κεφ. 3.3.1.3. 82 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 286. 83 Βλ. ΠΠρΑθ 87/2011, ΤΝΠ NOMOS και ΜΠρΛαμ 308/2018, ΤΝΠ NOMOS, οι οποίες απέρριψαν το αίτημα των εναγόντων περί προσωρινής εκτελεστότητας της εκδοθησομένης απόφασης, καθώς η τελευταία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και δεν εκτελείται. 84 Καυκάς Κ., ό.π., σ. 276. 85 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 287. 86 Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Θεωρία Νομολογία, Τόμος Ι, άρ. 478, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2018, σ. 738. 87 Σκούρας Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 199. 88 Βλ. και Βαθρακοκοίλη Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 287, σύμφωνα με τον οποίο «το από τη διανομή προερχόμενο δικαίωμα αποκτάται, μεν, τυπικά το πρώτον με τη διανομή, ουσιαστικά, όμως, συνιστούσε στοιχείο περιουσιακό του κοινωνού και πριν τη διανομή, η οποία, όμως, περιουσία δεν αλλοιώνεται στην ουσία με τον τρόπο αυτό από τη μεταβολή που επήλθε τυπικά. Γι αυτό γίνεται δεκτό ότι το διηρημένο μέρος του κοινού πράγματος, που περιέρχεται από αυτούσια δικαστική διανομή, στον κοινωνό, ο οποίος στο μεταξύ είχε πτωχεύσει, εντάσσεται στην πτωχευτική και όχι στη μεταπτωχευτική περιουσία». 89 Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο τρόπος λύσης της κοινωνίας, εάν δηλαδή αυτή θα έχει τη μορφή της αυτούσιας διανομής ή της πώλησης δια πλειστηριασμού, εντάσσεται στις ευχέρειες του δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αγωγικού αιτήματος, βλ. ΠΠρΑθ 3984/2011, ΤΝΠ NOMOS. 11

Περαιτέρω, η αγωγή διανομής, εκτός από τη διαπλαστική της φύση, γίνεται δεκτό ότι έχει και «διπλό χαρακτήρα» (judicium dublex) 90 καθ όλη την πορεία της 91 και τούτο, διότι, δεδομένου ότι το αίτημα της αγωγής είναι η λύση της κοινωνίας, η θέση του ενάγοντος και του εναγομένου κοινωνού είναι απολύτως συμπτωματική 92, εξαρτώμενη από το ποιος κοινωνός ανέλαβε την πρωτοβουλία της ασκήσεως αγωγής διανομής 93. Ο ενάγων είναι, συγχρόνως, και εναγόμενος, ενώ ο κάθε εναγόμενος αντιδικεί, εκτός από τον ενάγοντα, και με κάθε συνεναγόμενό του, καθώς οποιοσδήποτε των εναγομένων δύναται με αίτησή του 94 να ζητήσει τη λύση της κοινωνίας με τρόπο διαφορετικό από τον επιδιωκόμενο με το δικόγραφο της αγωγής 95 και, σε περίπτωση παραδοχής της αίτησης αυτής, η δίκη να αποβεί, τελικώς, σε βάρος του ενάγοντα κοινωνού, όχι επειδή η αγωγή απερρίφθη, αλλά επειδή το δικαστήριο διέταξε τη λύση της κοινωνίας με τρόπο διαφορετικό από τον προτεινόμενο εκ του ενάγοντος κοινωνού 96, 97. Η αγωγή διανομής δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία με παράλληλη εφαρμογή των διατάξεων των άρ. 478 494 ΚΠολΔ 98. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για ειδική διαδικασία, αλλά για τακτική διαδικασία με ορισμένες αποκλίσεις 99. Ως εκ τούτου, είναι δυνατή η αντικειμενική σώρευση της αγωγής διανομής με άλλες, σχετικές με την κοινωνία, αγωγές στο ίδιο δικόγραφο 100. 90 ΑΠ 9/2017, ΤΝΠ ΤΕΤΡΑΒΙΒΛΟΣ ΑΠ 149/2012, ΤΝΠ NOMOS. 91 Συνεπώς, και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. 92 Βλ. και ΕφΘεσ 547/2014, ΤΝΠ NOMOS, σύμφωνα με την οποία, δεδομένων των αντίθετων συμφερόντων των κοινωνών, η δικονομική θέση του επιτιθέμενου και του αμυνόμενου είναι τυχαία και μπορεί να μεταβάλλεται στη δίκη διανομής. 93 ΠΠρΡοδ 122/2017, ΤΝΠ NOMOS. 94 Η αίτηση αυτή είναι δυνατό να υποβάλλεται με το δικόγραφο των προτάσεων και δεν είναι απαραίτητη η άσκηση ανταγωγής. 95 Βλ. και ΕφΠατρ 1157/2007, ΑχαΝομ 2008.192: «όπως συνάγεται από τις διατάξεις των αρ. 785, 798, 799 και 1113 ΑΚ, 333 και 478 ΚΠολΔ η αγωγή περί διανομής κοινού πράγματος δεν είναι μόνο διαπλαστική, ως επιδιώκουσα τη διάπλαση νέας έννομης σχέσεως με τη λύση της κοινωνίας, αλλά προσέτι είναι διπλού χαρακτήρα, διότι δημιουργεί δίκη και επί του προδικαστικού θέματος της συγκυριότητας κατά την οποία ο ενάγων είναι συγχρόνως και εναγόμενος και κάθε εναγόμενος είναι επίσης και αντίδικος των λοιπών συνεναγομένων του, αφού ο καθένας από τους διαδίκους μπορεί να υποβάλει αίτηση με βάση πραγματικό διαφορετικό από αυτό των λοιπών διαδίκων ως προς τα δικαιώματα ενός εκάστου επί του επικοίνου προς διανομή πράγματος και ν αποβεί η δίκη εις βάρος ή όφελος των λοιπών δια της διαπλάσεως της δίκης κατά τρόπο διάφορο από εκείνον που επιδιώκεται με την αγωγή». 96 ΟλΑΠ 321/1983, ΝοΒ 1983.1575 Καλαβρός Κ., Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2016, σ. 1100. 97 Μπόμπα Α., Δικονομικές συνέπειες του «διπλού» χαρακτήρα (judiction duplex) της δίκης διανομής (με αφορμή την ΕφΠειρ 389/1997), Αρμ. 1997.1547. 98 Βαθρακοκοίλης Β., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση (κατ άρθρο), Τόμος Γ, άρ. 478, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα, 1995, σ. 21. 99 Όπως παρατηρεί ο Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 807: «με τις ειδικές αυτές διατάξεις επιδιώκεται η συμμετοχή στη σχετική δίκη όλων των κοινωνών και, γενικότερα, όλων των ενδιαφερομένων, εκφράζεται η προτίμηση της αυτούσιας διανομής έναντι της διανομής με πλειστηριασμό, εκδηλώνεται σαφής βούληση αποφυγής της κατάτμησης ενιαίων περιουσιακών στοιχείων και ενισχύονται οι εξουσίες του δικαστηρίου». 100 Βλ. κατωτέρω, κεφ. 3.3.1.3 12

Ως διαπλαστική, η απόφαση διανομής δεν εκτελείται, εξαιρουμένης τυχόν καταψηφιστικής διάταξης που περιέχει για τη δικαστική δαπάνη. Συνεπεία αυτού και, ιδίως, στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο κοινωνός δεν συμμορφώνεται με τη δικαστική απόφαση διανομής και αρνείται να παραδώσει το πράγμα στο νέο δικαιούχο, τότε ο δικαιούχος πρέπει να ασκήσει νέα, καταψηφιστική αυτήν τη φορά, αγωγή με αίτημα την παράδοση του πράγματος 101. Τούτο, άλλωστε, είναι λογικό, καθώς αντικείμενο της δίκης διανομής είναι η λύση της κοινωνίας και, συνεπώς, η επ αυτής δικαστική απόφαση δεν πρέπει να περιλαμβάνει διατάξεις καταψηφιστικής φύσεως περί απόδοσης των τυχόν κατακρατούμενων από άλλους κοινωνούς του πρώην επίκοινου πράγματος. Κατά το συνήθως συμβαίνον, αγωγή διανομής ασκείται για τη λύση της συγκυριότητας επί κοινού πράγματος (άρ. 1113 ΑΚ) και της συγκληρονομίας επί κοινού κλήρου (άρ. 1884 ΑΚ) 102. Για το λόγο αυτό, επιχειρείται στην παρούσα η συγκριτική επισκόπηση της λύσεως των δύο αυτών μορφών κοινωνίας. 3. Η ΑΓΩΓΗ ΔΙΑΝΟΜΗΣ 3.1. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 3.1.1. ΕΠΙ ΑΓΩΓΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΚΟΙΝΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ Κατά την κρατούσα σε θεωρία 103 και νομολογία 104 γνώμη, για την ανεύρεση της καθ ύλην αρμοδιότητας της αγωγής διανομής κοινού πράγματος εφαρμογής τυγχάνει η διάταξη του άρ. 11 αριθ. 5 ΚΠολΔ, κατά την οποία «η αξία του αντικειμένου της διαφοράς προσδιορίζεται για τη διανομή από την αξία του αντικειμένου που πρέπει να διανεμηθεί». Η καθ ύλην αρμοδιότητα, 101 Ορφανίδης Γ. σε Κεραμέα Κ./Κονδύλη Δ./Νίκα Ν., Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2000, σ. 852. 102 Οι αγωγές αυτές είναι γνωστές ήδη από το ρωμαϊκό δίκαιο με τις ονομασίες actio communi dividundo (αγωγή διανομής επίκοινου πράγματος) και actio familiae erciscundae (αγωγή διανομής κληρονομίας), βλ. και Οικονομόπουλο Τ., Εγχειρίδιον Πολιτικής Δικονομίας, Κατά τον Κώδικα, Τόμος Πρώτος, Τεύχος Β, Βιβλιοπωλείον Γρηγ. Παρισιανού, Αθήναι, 1969, σ. 389. 103 Πίψου Λ., Δικαστική διανομή, σ. 48 Μακρής Δ., ό.π., σ. 14 Βαθρακοκοίλης Β., Ερμηνεία ΚΠολΔ, σ. 31, με την εκεί παρατεθείσα νομολογία Ορφανίδης Γ. σε Κεραμέα Κ./Κονδύλη Δ./Νίκα Ν., ό.π., σ. 848 Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., Ερμηνεία ΚΠολΔ, σ. 736 Κατράς Ι., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κατ άρθρο Νομολογία, Β Έκδοση, άρ. 478 ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2017, σ. 446. 104 ΑΠ 1644/2000, ΕλλΔνη 2001.679 ΜΠρΚαβ 12/2014, ΤΝΠ NOMOS βλ. και ΠΠρΑθ 226/2011, ΤΝΠ NOMOS, σύμφωνα, μάλιστα, με την οποία «για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, το Δικαστήριο, κατ αρχήν, βασίζεται στην αποτίμηση του ενάγοντος και αν αμφισβητηθεί, αυτή κρίνεται ελευθέρως από το Δικαστήριο, το οποίο δύναται και να στηριχθεί στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και ομολογίες των διαδίκων, όπως και στα προσκομιζόμενα από αυτούς έγγραφα, και μόνο αν δεν πεισθεί από τα υπάρχοντα αυτά στοιχεία, διατάσσει απόδειξη. Σε κάθε περίπτωση, ως αξία του αντικειμένου, που πρόκειται να διανεμηθεί, νοείται η αγοραία αξία αυτού, ακόμη και όταν ισχύει το σύστημα αντικειμενικής εκτίμησης». 13

επομένως, καθορίζεται ανάλογα με την κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 105 χρηματική αξία ολόκληρου του επικοίνου 106, που πρόκειται να διανεμηθεί, ενώ, στην περίπτωση που πρόκειται να διανεμηθούν περισσότερα κοινά πράγματα, με την συνολική αξία αυτών. Τούτο συμβαίνει, διότι αντικείμενο της αγωγής διανομής δεν είναι η αναγνώριση της συγκυριότητας και η απόδοση στον κοινωνό της ιδανικής του μερίδας, ώστε η καθ ύλην αρμοδιότητα να καθορίζεται με βάση το ύψος του ιδανικού μεριδίου του ενάγοντος κοινωνού, αλλά η λύση της κοινωνίας, η διάπλαση, δηλαδή, της νομικής αυτής κατάστασης, μέσω της κατάλυσης της κοινότητας δικαιώματος επί του πράγματος κατ ιδανικές μερίδες και η δημιουργία νέων δικαιωμάτων σε διακεκριμένα μέρη του επίκοινου ή η πώληση με πλειστηριασμό 107. Γίνεται, περαιτέρω, πάγια δεκτό ότι η αξία του προς διανομή κοινού πράγματος μπορεί να προσδιορίζεται και με το δικόγραφο των προτάσεων 108, ενώ έλλειψη της αναφοράς της αξίας του στο αγωγικό δικόγραφο δεν προκαλεί άνευ άλλου αοριστία 109. Κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίο έχει την κατοικία του και, εάν δεν έχει κατοικία, τη διαμονή του ο εναγόμενος κοινωνός, κατ άρ. 22 και 23 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επίσης, όταν ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, τότε αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία και, εάν δεν έχει κατοικία, τη διαμονή του οποιοσδήποτε εκ των εναγομένων συγκοινωνών, όπως ορίζει η διάταξη του άρ. 37 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, στην περίπτωση διανομής κοινού ακινήτου, αποκλειστικά αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται αυτό 110. Για το ζήτημα της κατά τόπον αρμοδιότητας σε περίπτωση που στην ίδια αγωγή ζητείται η διανομή περισσότερων ακινήτων, τα οποία ευρίσκονται σε περιφέρειες διαφορετικών δικαστηρίων, κρατεί διχοστασία. Σύμφωνα με μία γνώμη 111, αρμόδιο είναι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται το πρώτον της υπόθεσης λόγω συνάφειας κατ άρ. 31 ΚΠολΔ, ενώ κατ άλλη άποψη 112 πρέπει να χωρισθούν οι αγωγές και να δικασθούν από 105 Κατ άρ. 10 ΚΠολΔ. 106 Σε αντίθεση με την παλαιότερα διατυπωθείσα από τη νομολογία γνώμη ότι η καθ ύλην αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση την αξία του ιδανικού μεριδίου του ενάγοντος κοινωνού, βλ. Μακρή Δ., ό.π., σ. 14. 107 Κατ εξαίρεση, το Μονομελές Πρωτοδικείο θεμελιώνει, σύμφωνα με το άρ. 17 αριθ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, εξαιρετική αρμοδιότητα να δικάσει αγωγές διανομής κοινού χώρου σε καθεστώς οροφοκτησίας, ο οποίος δεν είχε προηγουμένως διανεμηθεί με συμφωνία των συνιδιοκτητών, βλ. και ΕφΑθ 1214/1992, ΕΔΠολ 1993.70, όπου το δικαστήριο εκλήθη να διανείμει ακάλυπτο χώρο προσφυγικής τετρακατοικίας. 108 Ορφανίδης Γ. σε Κεραμέα Κ./Κονδύλη Δ./Νίκα Ν., ό.π., σ. 848. 109 Μιχαηλίδης Ι. σε Απαλαγάκη Χ., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1 590), άρ. 478 ΚΠολΔ, 4η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2016, σ. 1200. 110 Όπως ορίζει η διάταξη του άρ. 29 παρ. 1 ΚΠολΔ. 111 ΠΠρΑθ 12148/1982, ΕλλΔνη 1982.511 Ορφανίδης Γ. σε Κεραμέα Κ./Κονδύλη Δ./Νίκα Ν., ό.π., σ. 849. 112 Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ, σ. 301 Τσετσέκος Φ., ό.π., σ. 220 Σκούρας Θ. σε Γεωργιάδη Α./Σταθόπουλο Μ., ό.π., σ. 201. 14

τα δικαστήρια, καθένα από τα οποία είναι κατά τόπον αρμόδια για το κάθε ακίνητο ξεχωριστά, ώστε να εφαρμόζεται το άρ. 29 ΚΠολΔ. Μάλλον κρατούσα φαίνεται ότι είναι η τρίτη άποψη, κατά την οποία εφαρμόζεται η δωσιδικία της πραγματικής ταυτότητας δικαίου, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρ. 37 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «διαφορές ανάμεσα στα ίδια πρόσωπα, οι οποίες έχουν την ίδια βάση και αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επάνω σε ακίνητα που βρίσκονται στις περιφέρειες διαφορετικών δικαστηρίων, μπορούν να εισαχθούν σε ένα από τα δικαστήρια αυτά» 113. 3.1.2. ΕΠΙ ΑΓΩΓΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΚΟΙΝΟΥ ΚΛΗΡΟΥ Αναφορικά με το ζήτημα της καθ ύλην αρμοδιότητας, ισχύουν mutatis mutandis όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω περί αγωγής διανομής κοινού πράγματος και, κατά συνέπεια, εφαρμόζεται και στην περίπτωση της αγωγής διανομής κοινού κλήρου το άρ. 11 αριθ. 5 ΚΠολΔ 114. Ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητα, αυτή ρυθμίζεται βάσει της διάταξης του άρ. 30 παρ. 1 ΚΠολΔ. Συνεπώς, όταν αντικείμενο της αγωγής διανομής είναι το σύνολο της κληρονομίας, η αγωγή υπάγεται στην αποκλειστική δωσιδικία της κληρονομίας, στην αποκλειστική αρμοδιότητα, δηλαδή, του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε, είχε την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του 115. Η δωσιδικία της κληρονομίας τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ζητείται η δικαστική διανομή ενός μόνον ακινήτου, το οποίο, όμως, εξαντλεί ολόκληρη την κληρονομία 116. Εξ αντιθέτου, επομένως, συνάγεται ότι, όταν ζητείται η διανομή πράγματος, το οποίο αποτελεί, μεν, κληρονομιαίο στοιχείο, δεν εξαντλεί, δε, την κληρονομία, τότε δεν εφαρμόζεται η δωσιδικία της κληρονομίας 117, αλλά η γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου για κινητό πράγμα και η αποκλειστική δωσιδικία της τοποθεσίας του ακινήτου για ακίνητο 118. Το forum hereditatis δεν εφαρμόζεται, επίσης, όταν ζητείται η διανομή πράγματος, κινητού ή ακινήτου, το 113 Πίψου Λ., Δικαστική διανομή, σ. 52, σύμφωνα με την οποία με τον τρόπο αυτόν «επιτυγχάνεται η ενιαία λύση της διαφοράς και αποφεύγονται οι αντιφατικές αποφάσεις». 114 Μακρής Δ., ό.π., σ. 115. 115 Σημειώνεται εδώ ότι το forum hereditatis υπερισχύει όλων των άλλων αποκλειστικών δωσιδικιών. 116 ΕφΠατρ 1013/2002, ΑχαΝομ 2003.373. 117 ΠΠρΠειρ 983/1979, Αρμ. 1981.42. 118 Ορφανίδης Γ. σε Κεραμέα Κ./Κονδύλη Δ./Νίκα Ν., ό.π., σ. 848 Βαθρακοκοίλης Β., Ερμηνεία ΚΠολΔ, σ. 22 Μιχαηλίδης Ι. σε Απαλαγάκη Χ., ό.π., σ. 1201 Πίψου Λ., Δικαστική διανομή, σ. 52 Μακρής Δ., ό.π., σ. 115. 15