Σωτηρία Α. Καρολίδου ( ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΕ ΕΥΑΙΣΘΗΤΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ [1]

Σχετικά έγγραφα
Διαπολιτισμική Συμβουλευτική

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Διαπολιτισμική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία με μετανάστες

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Γεωργία Ζαβράκα, MSc. Ψυχολόγος Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Περιφερειακή Στρατηγική για την κοινωνική ένταξη (ΠΕΣΚΕ) Μονάδα Α1 Προγραμματισμού & Αξιολόγησης Προγράμματος

«Η απασχόληση Ψυχολόγων και Παιδαγωγών στις δράσεις της Ιατρικής Παρέμβασης»

Διαχείριση κρίσεων: Ψυχοκοινωνικές. Γεωργία Κιζιρίδου, Εξελικτική Σχολική Ψυχολόγος, MSc, Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 3. ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Πρωτόγονη και αρχαία περίοδος. Ελληνική και Ρωμαϊκή περίοδος.. Μεσαίωνας..

ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ ε.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

Εισαγωγή στην Ειδική Εκπαίδευση

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ

Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο

ΠΡΟΩΡΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΣΧΟΛΕΙΟΥ (Π.Ε.Σ.) ΠΡΑΓΑ 25-29/1/2016

«Ενισχύοντας την κοινωνική ένταξη των μαθητών με διαφορετική πολιτισμική προέλευση»

Η Ψυχική υγεία του παιδιού και ο ρόλος του ευρύτερου περιβάλλοντος

Γράφει: Βασιλειάδης Γρηγόρης, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής, Διδάκτωρ Ψυχολογίας (Ph.D.)

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

Η διαφορετικότητα είναι μια σύνθετη έννοια, η οποία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την έννοια της ποικιλομορφίας.

Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική & Φεμινιστική Συμβουλευτική

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Μετανάστευση και ψυχική υγεία:

Κλίμακα. Φορέας Ανάπτυξης Ανθρώπινου & Κοινωνικού Κεφαλαίου. Ρομά και εκπαίδευση ΚΕΝΤΡΟ ΗΜΕΡΑΣ ΓΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΟΜΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ

Σχολικό πλαίσιο Οικογένεια με αυτιστικό παιδί Δώρα Παπαγεωργίου Κλινική Ψυχολόγος

Ειδική Αγωγή αναπόσπαστο τµήµα ολόκληρης της Εκπαίδευσης. µάθηση Απορρίπτοντας στερεότυπες αντιλήψεις και κατηγοριοποιήσεις

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΙΚΑ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΣΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ»

Η Ψυχολογική Διάσταση της Κώφωσης. Ελενα Τρύφωνος Εκπαιδευτική Ψυχολόγος Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

Εννοιολόγηση της αναπηρίας. Κατηγορίες ατόμων που ανήκουν στα άτομα με αναπηρία.

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ & ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΤΟ ΣΕΒΑΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΈΚΘΕΣΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ: ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΝΘΗΚΩΝ, ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

"Η Ενίσχυση της Κοινωνικής Λειτουργικότητας του Χρόνιου Ασθενή και της Οικογένειάς του μέσα από την Κατ Οίκον Φροντίδα"

ΚΕΝΤΡΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

αντιπροσωπεύουν περίπου το τέσσερα τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού διαμορφώνονται νέες συνθήκες και δεδομένα που απαιτούν νέους τρόπους

ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας και η προώθηση του σεβασμού και της ισότητας»

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Υ.Α Γ2/6646/ Επιµόρφωση καθηγητών στο ΣΕΠ και τη Επαγγελµατική Συµβουλευτική

Διάλεξη 1η Εισαγωγή Στην Ειδική Φυσική Αγωγή: Ορισμοί, Έννοιες

Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Νιάκα Ευγενία Σχολική Σύμβουλος

Παναής Κασσιανός, δάσκαλος Διευθυντής του 10ου Ειδικού Δ.Σ. Αθηνών (Μαρασλείου)

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

«Μαζί για την γυναίκα» Κακοποίηση: Ισότητα και Ενεργή Κοινωνία

Πρόγραμμα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης E-Learning. Συναισθηματική - Διαπροσωπική Νοημοσύνη. E-learning. Οδηγός Σπουδών

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΦΤΩΧΕΙΑ

Παράγοντες Προστασίας και Κινδύνου

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. 2 ο Λύκειο Αμαρουσίου Β Τάξη 1 ο project Σχολικό Έτος: Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα Σπανού

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

Δρ. Ευριπιδου Πολυκαρπος Παθολογος-Διαβητολογος C.D.A. College Limassol

Προσωπο-κεντρική θεωρία (person-centred) [πρώην Πελατο-κεντρική θεωρία ]

html

Ο ρόλος της οικογένειας στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές των μαθητών

Θεωρητικές προσεγγίσεις της επιπολιτισμοποίησης. Επίπεδα ανάλυσης Περιγραφικά μοντέλα Στρατηγικές επιπολιτισμοποίησης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Μελη: Μπετυ Υφαντη Μαρουσα Μακρακη Γεωργια Οικονομου Ευα Μιχαλη. Ομαδα: Αγωνιστριες κατα της βιας

Εκπαίδευση, κοινωνικός σχεδιασμός. Ρέμος Αρμάος MSc PhD, Υπεύθυνος εκπαίδευσης στελεχών ΚΕΘΕΑ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ (SYLLABUS) ΣΕΚ νέοι θεσμοί κοινωνικής προστασίας διαδικασίες μέθοδοι μορφές παρέμβασης σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες

Θέμα πτυχιακής Μαθησιακές δυσκολίες και Κακοποίηση παιδιών

Υποστήριξη της λειτουργίας των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών (ΣΕΜ)

Αειφόρα σχολεία και προαγωγή της Υγείας

Ο ρόλος του νοσηλευτή ως σύμβουλος στις μεθόδους αφαίρεσης. Γεωργία Γερογιάννη Λέκτορας Εφαρμογών Τμήμα Νοσηλευτικής Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Ομάδα μαθητών :Τρασάνη Κλαρίσα, Μάλλιαρη Ελένη, Πολυξένη Αθηνά Τσαούση, Κοτσώνη Ζωή Ανθή, Αθανασοπούλου Ευφροσύνη, Θεοδωροπούλου Θεώνη

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Το νέο κοινωνιολογικό πλαίσιο του πολυπολιτισμικού σχολείου

ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρίες

Δομές Κοινωνικής Υποστήριξης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στην Ελλάδα

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Επεξηγήσεις συμβόλων/αρχικών γραμμάτων:

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

ΜΈΡΟΣ I ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Μορφές, Μοντέλα, Ατομικοί, Ψυχοκοινωνικοί, Σχολικοί, Οικογενειακοί παράγοντες

ΔΡΑΣΗ 2: «Ενέργειες ενημέρωσης, προβολής και δημοσιότητας»

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

θέραπειν Αγίας Σοφίας 3, Ν. Ψυχικό, Τ ,

ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΠΟΔΙΟΥ

ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ» Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ. Φιλία Ίσαρη Επίκουρη Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

«Η ειδική αγωγή στην Ελλάδα»

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

ΑΙΘΟΥΣΑ 4. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 2 Θετικές σχέσεις: θεωρία και πράξη

Έμφυλες ταυτότητες v Στερεότυπα:

«Το κοινωνικό στίγµα της ψυχικής ασθένειας»

ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α. «Άτομα με αναπηρία και εργασία: εμπόδια και δικαιώματα» Εισηγητής: Γιάννης Λυμβαίος. Γεν. Γραμματέας ΕΣΑμεΑ

σχέσης των Ρόµηδων µαθητών µε τους εκπαιδευτικούς, τους συµµαθητές, τους γονείς, την τοπική- ευρύτερη κοινότητα και αντίθετα. Το σύνολο των ενεργειών

Παροχή τεχνικής υποστήριξης στα μέλη των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών (ΣΕΜ), παροχή κατάρτισης στους εμπλεκόμενους σε αυτά σχετικά με τη λειτουργία

ΠΡΟΣ: Οι Υπουργοί Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων

Δρ. Γεώργιος Κ. Ζάχος Διευθυντής Βιβλιοθήκης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Transcript:

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΕ ΕΥΑΙΣΘΗΤΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ [1]

Σωτηρία Α. Καρολίδου Φιλόλογος Θεολόγος Μέλος 1 ου ΚΕΣΥ Β Θεσσαλονίκης Συμβουλευτική στον Επαγγελματικό Προσανατολισμό Υποψήφια Διδάκτωρ Θεολογίας Α.Π.Θ. M.Sc. Διαχείριση Κρίσεων στην Εκπαίδευση M.Sc. Εκπαίδευση και Αναπηρία. Συναισθηματικές Συγκινησιακές Δυναμικές Μ.Α. Κατεύθυνση Ιστορίας της Εκκλησίας και Δογματικής Θεολογίας Σύμβουλος Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΠΕΣΥΠ ΑΣΠΑΙΤΕ) Πιστοποιημένη Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων της Μη Τυπικής Εκπαίδευσης sotiriakarolidou@acadimia.com [2]

Πίνακας Περιεχομένων 1. Κοινωνία - Κοινωνικές Ομάδες 6 1.1. Ευάλωτες / Ευπαθείς Ομάδες (Συνήγορος του Πολίτη) 7 2. Κοινωνικός Αποκλεισμός 15 2.1. Ορισμός Κοινωνικού Αποκλεισμού 16 2.2. Οι αιτίες του κοινωνικού αποκλεισμού 22 3. Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναπηρίας 26 3.1. Αυτοαντίληψη ατόμων με αναπηρία 28 3.2. Συμβουλευτική σε άτομα με αναπηρία 29 3.3. Η σημασία της συμβουλευτικής παρέμβασης 31 3.4. Συμβουλευτική γονέων και προγράμματα παρέμβασης 33 4. Συμβουλευτική σε πολυπολιτισμικό και διαπολιτισμικό περιβάλλον 39 4.1. Αποσαφήνιση Εννοιών 40 4.2. Αρχές της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής 41 4.3. Χαρακτηριστικά του συμβούλου 43 4.4. Εμπόδια στη διαπολιτισμική συμβουλευτική 44 4.5. Διαστάσεις και Εννοιολογικό Πλαίσιο της Πολιτισμικής Επάρκειας 44 [3]

5. Συμβουλευτική και Επανένταξη ανέργων 48 5.1. Είδη της Ανεργίας 50 5.2. Συνέπειες της Ανεργίας για το Κοινωνικό Σύνολο και το Άτομο 51 5.3. Ψυχοκοινωνική Υποστήριξη σε ανέργους 52 6. Συμβουλευτική Κρατουμένων 54 6.1. Ψυχολογικές συνέπειες εγκλεισμού 54 6.2. Στόχοι Συμβουλευτικής Κρατουμένων 55 6.3. Συμβουλευτική στη φυλακή 58 6.4. Ο ρόλος του Εμψυχωτή/Συμβούλου 59 7. Ψυχοκοινωνική Στήριξη του απεξαρτημένου ατόμου 62 8. Ψυχική υγεία των αστέγων 68 9. Συμβουλευτική σε πάσχοντες (χρόνιες ασθένειες) 71 9.1. Η αξία της Συμβουλευτικής 73 9.2. Η αυτοαφήγηση ως συνιστώσα της θεραπείας και της συμβουλευτικής μέσω της αφήγησης 76 10. Συμβουλευτική και Μονογονεϊκές Οικογένειες 78 10.1. Έγκαιρη Συμβουλευτική Παρέμβαση 80 11. Συμβουλευτική και Κακοποίηση 83 11.1. Συμβουλευτική Διαδικασία 83 [4]

11.2. Φεμινιστική Συμβουλευτική 84 12. Συμβουλευτική Υποστήριξη μετά από καταστροφές 88 [5]

1. Κοινωνία - Κοινωνικές Ομάδες Κοινωνία είναι ένα σύνολο ανθρώπων με τα εξής χαρακτηριστικά: Οργάνωση. Οι σχέσεις των ανθρώπων ρυθμίζονται από γραπτούς και άγραφους κανόνες. Αυτοτέλεια. Κάθε κοινωνία διακρίνεται από τις υπόλοιπες. Για παράδειγμα, η κοινωνία ενός μικρού χωριού είναι ξεχωριστή και διακριτή από τις υπόλοιπες. Επιπλέον, τα μέλη κάθε κοινωνίας ανήκουν σε διάφορα άλλα υποσύνολα, όπως κοινωνικές τάξεις (π.χ. αστική ή εργατική), κοινωνικές ομάδες (π.χ. φαντάροι, ηλικιωμένοι) κ.λπ. Διάρκεια. Η διάρκεια της κοινωνίας είναι ανεξάρτητη από τη διάρκεια ζωής των μελών της. Ταυτότητα. Τα άτομα έχουν συνείδηση ότι αποτελούν ένα ξεχωριστό σύνολο. Διαφοροποίηση Διαφορετικότητα. Τα άτομα ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, με διαφορετικές αξίες ή συμφέροντα. Κοινωνία είναι ένα σύνολο ανθρώπων που έχει διάρκεια στον χρόνο και διακρίνεται με βάση τον πολιτισμό του. Είναι ένα οργανωμένο σύνολο ατόμων και όχι ένα απλό άθροισμα, εφόσον μέσα από τις σχέσεις τους οι άνθρωποι δημιουργούν τον πολιτισμό τους. Είναι σχετικά αυτόνομη, εφόσον έχει έναν δικό της πολιτισμό, αλλά συγχρόνως δέχεται και επιδράσεις από τις άλλες κοινωνίες. Η κοινωνία αποτελείται από κοινωνικές ομάδες, δηλαδή σύνολα ατόμων με κοινή ταυτότητα και σκοπό, όπως, για παράδειγμα, οι καθηγητές ενός σχολείου, μια ομάδα ποδοσφαίρου κ.λπ. (Μάραντος, Θεριανός, ΕΣΠΑ: 2007-2013). [6]

Θα μπορούσατε να δώσετε έναν ορισμό για την «Κοινωνία»; Με τον όρο κοινωνία εννοείται το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε κάποιον τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο και έχει ευρεία (ανθρωπότητα) ή στενή εφαρμογή (ομάδες ανθρώπων στο χώρο και τον χρόνο) ως έννοια. Σε έναν εναλλακτικό ορισμό ως κοινωνία φέρεται η διαρκής στο χρόνο συνεργατική ομάδα, τα μέλη της οποίας ανέπτυξαν οργανωμένα πρότυπα σχέσεων μέσω της διαρκούς αλληλεπίδρασής τους. https://el.wikipedia.org/wiki/%ce%9a%ce%b1%cf%84%ce%b7%ce%b3%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1:%ce%9a%ce%bf%ce%b9%ce%bd %CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1 1.1. Ευάλωτες / Ευπαθείς Ομάδες (Συνήγορος του Πολίτη) 1 Ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, ευπαθείς ή ομάδες υψηλού κινδύνου ονομάζονται εκείνες οι ομάδες του πληθυσμού που έχουν περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση σε κοινωνικά και δημόσια αγαθά και δυσκολεύονται ή αδυνατούν σε πολλά επίπεδα και σε διάφορους τομείς να έχουν ποιότητα ζωής (π.χ. στέγη, εργασία, ικανοποιητικό εισόδημα, εκπαίδευση, ιατρική περίθαλψη, κοινωνική ασφάλιση κ.ά.). Πρόκειται κυρίως για (ΕΚΚΕ, 2014): 1 https://www.synigoros-solidarity.gr/452/evalotes-efpatheis-omades [7]

αστέγους, ανέργους/μακροχρόνια άνεργους, άτομα με αναπηρία (ΑμεΑ), πάσχοντες (σοβαρά παθολογικά προβλήματα, ψυχικές ασθένειες), αποφυλακισμένους, χρήστες και πρώην χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών, οροθετικούς, άτομα από θρησκευτικές ή πολιτισμικές μειονότητες, ρομά / τσιγγάνους, μονογονεϊκές οικογένειες, ανήλικους παραβάτες, κακοποιημένες γυναίκες, θύματα εμπορίας (trafficking), πρόσφυγες, μετανάστες, παλιννοστούντες, πληγέντες από θεομηνίες και φυσικές καταστροφές (πυρόπληκτοι, σεισμοπαθείς, πλημμυροπαθείς). [8]

O Νόμος 4019/2011 (ΦΕΚ 216 Α ) 2 για την Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 4 τις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού: α) «Ευπαθείς Ομάδες Πληθυσμού», γενικά, νοούνται οι κοινωνικές ομάδες πληθυσμού, των οποίων η συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή δυσχεραίνεται, είτε εξαιτίας κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων ή σωματικών ή ψυχικών διαταραχών, είτε εξαιτίας απρόβλεπτων γεγονότων, τα οποία επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία της τοπικής ή ευρύτερα περιφερειακής οικονομίας. β) Οι Ευπαθείς Ομάδες Πληθυσμού διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: i) Στις Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού και ii) Στις Ειδικές Ομάδες Πληθυσμού γ) «Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού» νοούνται οι ομάδες εκείνες του πληθυσμού που η ένταξή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή εμποδίζεται από σωματικά και ψυχικά αίτια. Σε αυτές ανήκουν: άτομα ιδίως με αναπηρίες, με προβλήματα ψυχικής υγείας ή νοητικής υστέρησης και άτομα εξαρτημένα ή απεξαρτημένα από ουσίες, δ) «Ειδικές Ομάδες Πληθυσμού» νοούνται οι ομάδες εκείνες του πληθυσμού, οι οποίες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ως προς την ομαλή ένταξή τους στην αγορά εργασίας από οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά αίτια. Σε αυτές ανήκουν ιδίως: οι άνεργοι νέοι, οι άνεργοι άνω των 50 ετών, οι γυναίκες άνεργες, 2 http://www.synigoros-solidarity.gr/solidarity/assets/uploads/2015/11/n-4019-2011.pdf [9]

οι αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, οι αναλφάβητοι, οι μακροχρόνια άνεργοι, οι κάτοικοι απομακρυσμένων ορεινών και νησιωτικών περιοχών, οι πρώην ή οι νυν τρόφιμοι φυλακών, οι ανήλικοι παραβάτες, τα άτομα με γλωσσικές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και οι μετανάστες. Οι ομάδες αυτές κουβαλούν συχνά το «στίγμα» της αποτυχίας, ζουν αδρανείς, απομονωμένοι, βιώνοντας τον κοινωνικό ρατσισμό που τους δείχνουν οι άλλοι αλλά και το δικό τους άγχος, φόβο, ανασφάλεια και θυμό. Κάποτε έχουν εντάσεις ακόμα και μεταξύ τους. Τα κοινωνικά προβλήματα διογκώνονται και τα άτομα ζουν κοινωνικά αποκλεισμένα. Το κόστος είναι ψυχολογικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό και φυσικά οικονομικό. Τον Δεκέμβριο του 2015 ο Συνήγορος εξέδωσε τον «Οδηγό δικαιωμάτων και παροχών για ευάλωτες ομάδες» 3. Η σύνταξη και η έκδοση του Οδηγού εντάσσεται στο πλαίσιο των δράσεων του έργου «Πρωτοβουλίες του Συνηγόρου του Πολίτη για την ενίσχυση των μέτρων καταπολέμησης των διακρίσεων κατά ομάδων ευάλωτων στον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό», το οποίο χρηματοδοτείται από τον ΕΟΧ (Χρηματοδοτικό Μηχανισμό του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου - EEA GRANTS 2009-2014). Σκοπός του Οδηγού είναι να συμβάλει στην κάλυψη του ελλείμματος πληροφόρησης των πολιτών που εντάσσονται στις ευάλωτες ομάδες σχετικά με τα δικαιώματά τους και τις παροχές που δικαιούνται. 3 http://www.synigoros-solidarity.gr/solidarity/assets/uploads/2016/02/odigos-dikaiwmatwn-paroxwn-gia-eyalotes-omades-2015.pdf [10]

Δραστηριότητα Παίζουμε σε ομάδες το παιχνίδι «Μάντεψε ποιος» (μια παραλλαγή του)!! Ένα άτομο από κάθε ομάδα κρατάει μια από τις παρακάτω κάρτες και τα μέλη της ομάδας του προσπαθούν να του εξηγήσουν, χωρίς να πουν λέξεις που να προέρχονται από τη λέξη που ψάχνουμε, την εικόνα και το περιεχόμενό της, που αποτελεί κατηγορία των ευάλωτων, ευπαθών κοινωνικά ομάδων. (Μπορούμε να κάνουμε τη δραστηριότητα πιο δύσκολη, αν χρησιμοποιήσουμε ΜΗ λεκτική επικοινωνία!!! [11]

[12]

[13]

[14]

2. Κοινωνικός Αποκλεισμός Θα μπορούσατε να δώσετε έναν ορισμό για τον «Αποκλεισμό»; η αδυναμία μετακίνησης από και προς μια περιοχή λόγω εμποδίων (συνώνυμα: παρεμπόδιση) η απομόνωση μιας περιοχής με στρατιωτικά ή άλλα μέσα, ώστε να μην επιτρέπεται η είσοδος ή έξοδος ανθρώπων ή αγαθών (συνώνυμα: εμπάργκο) η ενέργεια με την οποία κάποιος που συμμετείχε σε μια συλλογική διαδικασία αποβάλλεται από αυτήν https://el.wiktionary.org/wiki/%ce%b1%cf%80%ce%bf%ce%ba%ce%bb%ce%b5%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82 [15]

Θα μπορούσατε να αναφέρετε τους άξονες του «Κοινωνικού Αποκλεισμού»; 2.1. Ορισμός Κοινωνικού Αποκλεισμού (Σηφάκη, Σπανού, 2010) «Ο αριθµός των θεωριών που έχουν διατυπωθεί για τον κοινωνικό αποκλεισµό, είναι ίδιος µε τον αριθµό των µελετητών του φαινοµένου. Καθένας έχει διατυπώσει µια διαφορετική θεωρία» (Farrington, 2008) Ο κοινωνικός αποκλεισµός, παρ όλο που εµφανίζεται σε κείµενα Γάλλων κοινωνιολόγων από το 60-70 (Littlewood & Herkommer, 1999), εµφανίζεται στις κοινωνικές επιστήµες και τον πολιτικό λόγο ως κύριο εργαλείο κατηγοριοποίησης, ανάλυσης και ερµηνείας των κοινωνικών προβληµάτων (Πετράκη, 1998) και ως το «µείζον κοινωνικό θέµα της εποχής µας» από τα τέλη της δεκαετίας του 80, οπότε εισάγεται στις επίσηµες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον Jacques Delors (Room, Britton, 2006) και κυριαρχεί τελικά από τη δεκαετία του 1990 µέχρι και σήµερα. [16]

Ως έννοια, έχει δεχτεί κριτική από πολλές πλευρές. Πολλοί είναι οι µελετητές, οι οποίοι θεωρούν πως ο κοινωνικός αποκλεισµός δεν µπορεί να θεωρηθεί έννοια, καθώς δεν πληροί βασικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, καθώς προκειµένου ένας όρος να θεωρηθεί έννοια, θα πρέπει να έχει µια σαφή και συγκεκριµένη σηµασία και να αφορά ένα µόνο αντικείµενο (Καυταντζόγλου, 2006). Η βιβλιογραφία, κυρίως από το 90 και µετά είναι τεράστια και προέρχεται από πολλούς επιστηµονικούς τοµείς (κοινωνιολογία, κοινωνική ψυχολογία, πολιτική οικονοµία, πολιτική φιλοσοφία, δίκαιο, ευρωπαϊκή πολιτική κ.λπ.) (Καυταντζόγλου, 2006). Οι προσπάθειες ορισµού του φαινοµένου του κοινωνικού αποκλεισµού έχουν οδηγήσει στη διατύπωση δεκάδων ορισµών, κυρίως από τον χώρο της κοινωνιολογίας, δικαιώνοντας το S. Paugam, ο οποίος υπενθυµίζει στους κοινωνικούς επιστήµονες ότι είναι µάταιη η αναζήτηση ορισµών για τόσο ευαίσθητα πολιτικά και κοινωνικά θέµατα, όπως η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισµός, καθώς είναι έννοιες οι οποίες µεταβάλλονται αναλογα µε τη στιγµή και τη συνθήκη, οπότε είναι απίθανο να βρεθεί τελικά ένας πλήρης ορισµός (Littlewood & Herkommer, 2000). Ο Paugam, χωρίς να διατυπώνει ορισµούς για τον κοινωνικό αποκλεισµό, αναφέρει τρεις άξονες στους οποίους θεωρεί ότι κινείται το φαινόµενο: ο πρώτος άξονας σχετίζεται µε τις κοινωνικές ανισότητες (ανεργία, φτώχεια), ο δεύτερος µε την απώλεια των ανθρώπινων δικαιωµάτων και ο τρίτος µε τη διάρρηξη των κοινωνικών και οικογενειακών δεσµών. Με τους τρείς άξονες που αναφέρει, καταφέρνει να καλύψει όλο το φάσµα των ζητηµάτων που πραγµατεύεται ο κοινωνικός αποκλεισµός (Ματσα, 2006). [17]

Ο όρος χρησιµοποιείται για να δηλώσει κάτι τετελεσµένο, κάτι που έχει εδραιωθεί και επηρεάζει συγκεκριµένες οµάδες του πληθυσµού η διαδικασία όµως που οδήγησε σε αυτό το τετελεσµένο γεγονός δεν περιγράφεται, ούτε εµπλέκονται άλλα πρόσωπα, φορείς και συστήµατα πέρα απο τους ίδιους τους αποκλεισµένους (Σηφάκη, Σπανού, 2010). Παρακάτω παραθέτουµε µερικούς απο τους πιο δηµοφιλείς ορισµούς που χρησιµοποιούνται: Ο Munck (2005), ορίζει τον κοινωνικό αποκλεισµό ως µια πολυδιάστατη διαδικασία στην οποία συνδυάζονται διάφορες µορφές αποκλεισµού: αποκλεισµός απο τη λήψη αποφάσεων, αποκλεισµός από πολιτικές διαδικασίες, αποκλεισµός από την προσβαση στην εργασία και σε υλικές πηγές αλλά και αδυναµία ενσωµάτωσης σε καθηµερινές πολιτισµικές δραστηριότητες. Ο Graham Room (1990), ο οποίος είχε αρχικά ασχοληθεί µε τη µελέτη της φτώχειας και συνδέει στενά τα δύο φαινόµενα, ορίζει τον κοινωνικό αποκλεισµό ως µία κατάσταση στην οποία άτοµα υποφέρουν από γενικευµένες µειονεξίες στην εκπαίδευση, στις δεξιότητες τους, στις οικονοµικές πηγές και σε άλλους τοµείς [18]

οι δυνατότητες των ατόµων για πρόσβαση σε σηµαντικούς κοινωνικούς θεσµούς στους οποίους συναντά κανείς ευκαιρίες, είναι σηµαντικά λιγότερες από ότι για τον υπόλοιπο πληθυσµό και αυτές οι µειονεξίες παραµένουν για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Μιλάµε δηλαδή για πολλαπλή αποστέρηση σε οικονοµικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο (Robila, 2006). Ιδιαίτερα διαδεδοµένος και µε έµφαση στη συµµετοχή είναι ο ορισµός των Burchardt et al., σύµφωνα µε τον οποίο «ένα άτοµο είναι κοινωνικά αποκλεισµένο, εάν α) κατοικεί σε µια γεωγραφική περιοχή µιας κοινωνίας, β) αυτός ή αυτή δεν συµµετέχει στις φυσιολογικές δραστηριότητες των πολιτών σε αυτή την κοινότητα.» Ως φυσιολογικές δραστηριότητες ορίζονται: η κατανάλωση, η αποταµίευση, η συµµετοχή στην παραγωγική διαδικασία, η συµµετοχή στα κοινά και η κοινωνική αλληλεπίδραση (Percy-Smith, 2002). [19]

Ένα βασικό στοιχείο του λόγου περί αποκλεισµού είναι µία σαφής χωρική διάσταση που αποδίδει στην κοινωνία. Η κοινωνία αναπαρίσταται ως ένας χώρος που αποτελείται από το «εντός» και το «εκτός», µε σαφή όρια ανάµεσά τους, όπου το «εντός» χαρακτηρίζεται από αρµονία και συνοχή, ενώ το «εκτός» από απειλητικά για τη συνοχή της κοινωνίας χαρακτηριστικά. Αυτή η άποψη ευνοοεί την εικόνα µίας κοινωνίας χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις και ανισότητες και, κατά συνέπεια, τη διατήρηση του status quo (Παπαϊωάννου, 2006). Ο Mazel (1996) περιγράφει πέντε στάδια που οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό: Δραστηριότητα Δίνονται τα στάδια που οδηγούν στον Κοινωνικό Αποκλεισμό: 1. Το στάδιο του κινδύνου 2. Το στάδιο της απειλής 3. Το στάδιο της αποσταθεροποίησης 4. Το στάδιο της έκπτωσης 5. Το στάδιο του πραγματικού αποκλεισμού Α) Θα μπορούσατε να αναφέρετε τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε σταδίου; Β) Ποια θεωρείτε πως είναι η σωστότερη κατάταξη των σταδίων αυτών; [20]

Το στάδιο του κινδύνου. Αφορά κατηγορίες πληθυσμού που έχουν χαρακτηριστικά που τις καθιστούν ευάλωτες (π.χ αναλφαβητισμός, σχολική αποτυχία, κακές συνθήκες στέγασης κ.λ.π). Το στάδιο της απειλής. Αφορά μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων (π.χ μια γυναίκα που γίνεται αρχηγός μιας μονογονεικής οικογένειας, έναν απολυόμενο μεγάλης ηλικίας κ.λ.π). Το στάδιο της αποσταθεροποίησης. Είναι το αποτέλεσμα των τρόπων με τους οποίους τα άτομα αντιμετωπίζουν το προηγούμενο στάδιο της απειλής. Οι τρόποι αυτοί εξαρτώνται από τους οικογενειακούς, κοινοτικούς και κοινωνικούς δεσμούς που αυτά διατηρούν. Εάν αυτοί οι δεσμοί είναι ασθενείς ή ανύπαρκτοι η αποσταθεροποίηση μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό. Το στάδιο της έκπτωσης. Είναι το αποτέλεσμα της ρήξης των κοινωνικών δεσμών και της αδυναμίας επαναδημιουργίας τους. Εάν αυτή η έκπτωση διαιωνιστεί, παγιώνεται και οδηγεί στον κοινωνικό αποκλεισμό. Το στάδιο του πραγματικού αποκλεισμού. Συνίσταται στην πλήρη ρήξη των κοινωνικών δεσμών που συνδέονται με την απασχόληση, την οικογένεια, την κατοικία κ.λ.π. Τα άτομα που βρίσκονται στο στάδιο αυτό, καταλήγουν να χαρακτηρίζονται από την απάθεια, την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για την κοινωνία στην οποία ζουν και την αδιαφορία για οποιαδήποτε προσπάθεια επανένταξής τους σε αυτή. [21]

2.2. Οι αιτίες του κοινωνικού αποκλεισμού (Βαρκάδου, Κούκου, 2008: 12-13) Σύγκριση και ανωτερότητα Στον άνθρωπο δεν είναι ευχάριστο να ζει μόνος του. Αντίθετα, υπάρχει έμφυτη η ανάγκη της επικοινωνίας και της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον και τους άλλους ανθρώπους. Μέσα στο περιβάλλον συντελείται η μάθηση, η απόκτηση εμπειριών και βιωμάτων, μέσα στο περιβάλλον δημιουργούνται οι συνθήκες για εξέλιξη και αυτοπραγμάτωση. Αυτές είναι και οι αιτίες που οδήγησαν στην δημιουργία οργανωμένων κοινωνιών. Η ένταξη ενός ατόμου σε μια κοινωνία ή έστω μια κοινωνική ομάδα, που διαθέτει κύρος και δύναμη, γίνεται βαθμιαία σε δυο επίπεδα: Στο πρώτο επίπεδο τα άτομα συγκρίνονται με τους άλλους και αποκτούν επίγνωση για το ποια και πως είναι, τι ικανότητες έχουν και σε ποια θέση του κοινωνικού πεδίου βρίσκονται. Στο δεύτερο επίπεδο τα άτομα, αν αυτή η θέση που κατέχουν δεν παρέχει δυνατότητες εξέλιξης και θετική αξιολόγηση του εαυτού, προσπαθούν να μετακινηθούν σε μια άλλη θέση, καλύτερη, μια θέση με περισσότερο κύρος, δύναμη και επιρροή. Σ αυτό το δεύτερο επίπεδο, αλλαγής της θέσης, τα άτομα έχουν δυο επιλογές: 1. Να προσπαθήσουν να κατακτήσουν αξιοκρατικά και με έντιμα μέσα μια καλύτερη κοινωνική θέση. 2. Να μειώσουν τους άλλους με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίσουν μια καλύτερη θέση για τον εαυτό τους και με το λιγότερο κόστος ψυχικής ενέργειας. Η γένεση και η διατήρηση των κοινωνικών διακρίσεων στηρίζεται στη μειωτική για τους άλλους ψυχολογική διαδικασία. Και επειδή σταθερά θέλουμε να βελτιώνουμε τη θέση μας, επίσης σταθερά προσπαθούμε να υποβαθμίζουμε την θέση των άλλων, κατασκευάζοντας στερεότυπα [22]

και προκαταλήψεις ή αποδίδοντας δυσμενή χαρακτηριστικά προσωπικότητας σε άτομα και σε ομάδες ατόμων, όπως π.χ. οι άνθρωποι με αναπηρία θεωρούνται δύστροποι και κακότροποι άνθρωποι, οι Αλβανοί αναξιόπιστοι, και οι Ρουμάνοι απατεώνες. Ουσιαστικά πρόκειται για απόρριψη, άλλοτε ανοικτή και άλλοτε υποσυνείδητη. Ισχύς και αδυναμία. Η αίσθηση του ανήκειν σε μια ομάδα κύρους Αυτή η ανάγκη για συνεχή διατήρηση και βελτίωση της κοινωνικής θέσης του ατόμου οδήγησε στην οργάνωση υποομάδων μέσα στην κοινωνία. Τα άτομα προσπαθούν να ενταχθούν στην καλύτερη, ισχυρότερη και μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα, αυτή, που θεωρούν πιο αξιόπιστη και ικανή να τους προσδώσει, πέραν των ατομικών τους θετικών χαρακτηριστικών, και κάποια περισσότερα στοιχεία θετικής αυτοαξιολόγησης και κοινωνικής δύναμης. Η ανάγκη και αίσθηση του ανήκειν σε μια ισχυρή ομάδα εξηγεί τους λόγους της δημιουργίας, καλλιέργειας και διατήρησης των κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ των ομάδων. Η επιθυμία διάκρισης μας οδηγεί, π.χ., να προσπαθούμε τα παιδιά μας να σπουδάσουν για να γίνουν διακεκριμένα, να κάνουμε παρέα με ξεχωριστούς ανθρώπους, να υπερηφανευόμαστε για την καταγωγή και τους προγόνους μας. Όμως, δεν είναι δυνατόν να είμαστε όλοι διακεκριμένοι, πλούσιοι, έξυπνοι, όμορφοι, μορφωμένοι και υγιείς. Κι έτσι, αναπτύσσουμε τον ανταγωνισμό και την επιθετικότητα, προκειμένου να αποκλεισθούν όσο γίνεται περισσότεροι από το μοίρασμα του αγαθού της διάκρισης και της δύναμης. Για το άτομο, η αίσθηση και η ανάγκη του ανήκειν σε μια ομάδα και κατά προτίμηση σε μια μεγάλη ομάδα είναι πολύ ισχυρή. Μέσω της ομάδας αισθάνεται ότι μπορεί να διατηρήσει ακόμα και να βελτιώσει τη θέση του, να αντέξει καλύτερα τη σύγκριση και τον ανταγωνισμό. Η απόκτηση μιας ομαδικής κοινωνικής ταυτότητας είναι πιο εύκολη, πιο άκοπη θα λέγαμε, και γι αυτό το λόγο, όπως προαναφέρθηκε, είναι τόσο ορατή η ανάγκη των ανθρώπων να οργανωθούν και να ανήκουν κάπου. Κι αυτό δεν γίνεται σχεδόν ποτέ ανώδυνα και αναίμακτα για τους άλλους. Οι περισσότερες ομάδες πλειοψηφίας εκπέμπουν με ιδιαίτερα δυναμικό και παράλογο τρόπο ένα μήνυμα διεκδίκησης, [23]

αναπτύσσουν μια επίσης παράλογη επιχειρηματολογία, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο κομμάτι από τις κοινωνικές παροχές και διακρίσεις. Ένα τέτοιο παράλογο επιχείρημα, ένα αδικαιολόγητο «πάτημα» είναι και η κατάσταση αδυναμίας κάποιων συνανθρώπων μας. Με κριτήριο την φυσική, ψυχική, πνευματική και κοινωνική αδυναμία, τα κάποια άτομα αποκλείονται από τις ίσες ευκαιρίες και δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μια ισότιμη και δίκαιη κοινωνική θέση. Αίσθηση του ανήκειν σε μια ομάδα ντροπής Οι αδύναμες ή ευπαθείς ομάδες έχουν δεχθεί κατ επανάληψη την βάναυση μεταχείριση και το στίγμα του αποκλεισμού. Η αδυναμία των ατόμων μιας ομάδας, εξαιτίας της φτώχειας, της χαμηλής κοινωνικής διαστρωμάτωσης ή της άσκησης κάποιου δήθεν ταπεινού επαγγέλματος ή της αρρώστιας, (καρκινοπαθείς, ΑΙDS, χρόνιες ασθένειες κλπ.,) φέρνει στην επιφάνεια την αιώνια και αρχέτυπη σύγκρουση των ανθρώπων για δύναμη και επικράτηση, «τον πόλεμο» με βασικό κίνητρο το μοίρασμα των αγαθών - συμβολικών και υλικών - μεταξύ των λίγων. [24]

[25]

3. Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναπηρίας (Δουκάκη, Λευίτη, Τυροβολά: 12-13) Άτομα με ειδικές ανάγκες θεωρούνται, τα πρόσωπα τα οποία από οργανικά, ψυχικά ή κοινωνικά αίτια παρουσιάζουν καθυστερήσεις, αναπηρίες ή διαταραχές στη γενικότερη ψυχοσωματική κατάσταση ή στις επιμέρους λειτουργίες τους και σε βαθμό που δυσκολεύεται ή παρεμποδίζεται σοβαρά η παρακολούθηση της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, η δυνατότητα ένταξής τους στην παραγωγική διαδικασία και η αλληλοαποδοχή τους με το κοινωνικό σύνολο. Στα άτομα αυτά περιλαμβάνονται ιδίως: α) οι τυφλοί και όσοι έχουν σοβαρές διαταραχές στην όραση, β) οι κωφοί και βαρήκοοι, γ) όσοι έχουν κινητικές διαταραχές, δ) όσοι έχουν νοητική καθυστέρηση, ε) όσοι εμφανίζουν επιμέρους δυσκολίες στη μάθηση (δυσλεξία, διαταραχή λόγου και άλλα) στ) όσοι πάσχουν από ψυχικές νόσους, ζ) οι επιληπτικοί, η) οι χανσενικοί, θ) όσοι πάσχουν από ασθένειες που απαιτούν μακρόχρονη θεραπεία και παραμονή σε νοσηλευτικά ιδρύματα, κλινικές και ι) κάθε άτομο νηπιακής, παιδικής ή εφηβικής ηλικίας, που δεν ανήκει σε μία από τις προηγούμενες περιπτώσεις και που παρουσιάζει διαταραχή της προσωπικότητας από οποιαδήποτε αιτία (Ν. 1566/85, αρ.32, παρ.2). Ο ορισμός ή καλύτερα η περιγραφή του φαινομένου της αναπηρίας συχνά προκαλεί σύγχυση από τη διαφορετική χρήση ορολογιών. Οι αμφιβολίες ξεκινούν από την έλλειψη μιας καθολικά εφαρμόσιμης αρχής ή αναφοράς, με βάση την οποία να καθίσταται εφικτή η [26]

αξιολόγησή της. Η πολυπλοκότητα και ο δυναμισμός του φαινομένου είναι γεγονός. Οι περισσότεροι ειδικοί, αν και πάντοτε εκφράζουν με τις θεωρίες τους την ιδεολογική τους θέση, καταλήγουν να συμφωνούν στο ότι η αναπηρία: Είναι μια κατάσταση που είτε υπάρχει εκ γενετής είτε είναι επίκτητη Είναι μια λειτουργική βλάβη, που δυσκολεύει ουσιαστικά τη ζωή του αναπήρου Είναι συνέπεια βλάβης, των λειτουργιών ή της ανάπτυξης, ή τραυματικών επιδράσεων των συστημάτων στάσης ή κίνησης (Κανατάς 2005). «Άλλοι ερευνητές, όπως ο Jantzen, αναφέρουν «ότι η αναπηρία δεν μπορεί να θεωρείται ένα φυσικό φαινόμενο. Γίνεται φανερή και αρχίζει να υπάρχει ως αναπηρία μόνον από τη στιγμή που κάποια γνωρίσματα και χαρακτηριστικές εκδηλώσεις των γνωρισμάτων ενός ατόμου συγκριθούν προς τις εκάστοτε αντιλήψεις για το ελάχιστο όριο των υποκειμενικών και των κοινωνικών ικανοτήτων» (Κανατάς 2005: 29). «Σύμφωνα με τον Δημητρόπουλο, (1995) «άτομο με ειδικές ανάγκες είναι το άτομο το οποίο δεν είναι σε θέση να συμμετέχει σ' όλες τις δραστηριότητες και να απολαμβάνει όλων των αγαθών που προσφέρει στα υπόλοιπα μέλη της η κοινωνία στην οποία ζει εξαιτίας της κατάστασης κάποιου ή κάποιων από τα ψυχοσωματικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά του» (Κανατάς, 2005: 29). «Ο Χαρτοκόλλης (1981) αναφέρει ότι «αναπηρία σημαίνει μια ανίατη λειτουργική βλάβη, έλλειψη ή ανωμαλία, συγγενή ή επίκτητη, συνήθως αποτέλεσμα ή κατάλοιπο αρρώστιας ή ατυχήματος, μια ανωμαλία που να εμποδίζει κατά κάποιο τρόπο την εκπλήρωση βασικών κοινωνικών αναγκών, όπως η κίνηση και η εργασία» (Κανατάς 2005: 29). «Ο Klee (1980) θεωρεί ότι «μέτρο της αναπηρίας ( ) είναι η μείωση της εργατικής δύναμης. Η μείωση της εργατικής δύναμης μετράει στο κατά πόσον η σωματική και η νοητική ικανότητα απόδοσης είναι υποδεέστερη σε σχέση με μια «κανονική» εργατική δύναμη» (Κανατάς 2005: 29). «Ο Friedson (1966) παρατηρεί ότι αυτό το οποίο είναι κοινό σε όλες τις πράξεις καθορισμού κάποιου ως αναπήρου και που έχει ανάγκη επανένταξης, δεν είναι σύνολο φυσικών χαρακτηριστικών, τα [27]

οποία πάντα είναι αναπηρίες, αλλά μάλλον η πράξη αυτή καθαυτή του καθορισμού, η οποία μπορεί να είναι μάλλον μια «ενοχοποίηση» παρά μια δήλωση της πραγματικότητας» (Κανατάς, 2005: 30). «Ο Bleidick (1976) ορίζει το ανάπηρο άτομο: βάσει μιας αθεράπευτης μειονεκτικότητας π.χ. εγκεφαλική παράλυση (ορισμός προσανατολισμένος στο άτομο) βάσει των προσαπτόμενων διαδικασιών της συμπεριφοράς και των προσδοκιών της κοινωνίας π.χ. χοντρός, μύωπας κ.α. (ορισμός προσανατολισμένος στην αλληλεπίδραση) βάσει ενός υποχρεωτικού εκπαιδευτικού-επαγγελματικού διαχωρισμού, π.χ. ειδικός μαθητής (ορισμός προσανατολισμένος στο εκπαιδευτικό σύστημα) βάσει της παραγωγής και των ταξικών σχέσεων της κοινωνίας (ορισμός προσανατολισμένος στην πολιτική οικονομία π.χ. μέσω της αναμενόμενης απόδοσης της κοινωνίας» (Κανατάς, 2005: 30). Ωστόσο παρατηρείται ότι σε μεγάλο βαθμό ότι δεν έχουν πρόσβαση και δικαιώματα στην εκπαίδευση, στην απασχόληση, στην πρόληψη της αναπηρίας και στην πρόσβαση σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής γενικότερα. 3.1. Αυτοαντίληψη ατόμων με αναπηρία Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αυτοαντίληψης των ατόμων, και ακόμη περισσότερο των ατόμων με αναπηρίες διαδραματίζουν οι γονείς. Ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς ανατρέφουν τα παιδιά τους διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ομαλή κοινωνικοποίησή τους και στη διαμόρφωση της αυτοαντίληψης τους. Στις οικογένειες που επικρατεί η αυταρχικότητα, η αδιαφορία, η έλλειψη αγάπης δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αρνητική στάση του ατόμου απέναντι στον εαυτό του. Σε σημαντικό βαθμό επιδρούν στην αυτοαντίληψη τους οι δάσκαλοι και οι φίλοι τους (Savin Williams & Berndt, 1990). Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στη συναισθηματική τους κατάσταση με ψυχολογική - συμβουλευτική υποστήριξη που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους και στην επιβράβευση. [28]

Επιπλέον, με βάση τις ψυχοκοινωνικές δυσκολίες ανάλογα με την αναπηρία ή τις ειδικές εκπαιδευτικές, διαπιστώνεται ένας βασικός διαχωρισμός ανάμεσα στις ψυχοκοινωνικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν παιδιά με εμφανή αναπηρία και σε εκείνες που αντιμετωπίζουν παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες δεν είναι ορατές. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι συνέπεια των διακριτών αναπηριών είναι η πρόκληση ψυχοκοινωνικών δυσκολιών που σχετίζονται με το είδος της αναπηρίας, τη στάση των ανθρώπων χωρίς αναπηρία απέναντι στην αναπηρία και με την αλληλεπίδραση τους με τα άτομα που έχουν εμφανή ανεπάρκεια. Αντίθετα, αποτέλεσμα των μη ορατών μαθησιακών δυσκολιών είναι η εμφάνιση ψυχοκοινωνικών δυσκολιών σχετικών με την αυτοεικόνα των μαθητών, την συνεχή προσπάθεια τους να αποδεικνύουν ότι μπορούν και απομόνωση τους. Έτσι, λοιπόν, βλέπουμε τον ρόλο που διαδραματίζει η ορατή ή μη ανεπάρκεια/αναπηρία στην ύπαρξη ψυχοκοινωνικών δυσκολιών στα άτομα. 3.2. Συμβουλευτική σε άτομα με αναπηρία Συμβουλευτική ονομάζεται η προσέγγιση που προσφέρει ψυχολογική βοήθεια ή στήριξη σε μαθητές ή σε γονείς μαθητών και γενικότερα σε άτομα ανήλικα και ενήλικα, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους (ανάγκες που πηγάζουν από το σχολείο, συμμαθητές, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον). Η συμβουλευτική στην εκπαίδευση, πιο συγκεκριμένα, επιδιώκει την καλή συνεργασία μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας. Όσον αφορά στα άτομα με αναπηρίες και την οικογένειά τους η συμβουλευτική και οι συμβουλευτικές δεξιότητες επιδιώκουν: να ενισχύσουν την ψυχική τους υγεία, να μειώσουν το άγχος, να αντιμετωπίσουν ρεαλιστικά το πρόβλημα, να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση, [29]

να διαμορφώσουν θετικές στάσεις απέναντι στους άλλους ανθρώπους, γεγονός που θα ενισχύσει και την αντίληψη της προσωπικής τους αξίας. Στη Συμβουλευτική μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρία σχήματα επικοινωνίας: Σχήματα Επικοινωνίας στη Συμβουλευτική 1. Τη μη ανακλαστική συμβουλευτική, η οποία εμπεριέχει περισσότερο μια συμμετρική παράλληλη δομή επικοινωνίας, στην οποία τόσο ο σύμβουλος όσο και ο συμβουλευόμενος μπορούν ν αλλάξουν ρόλους ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση. 2. Τη μεταβατική συμβουλευτική, που ακολουθεί το μοντέλο του μεσολαβητή, δηλαδή αυτός, που ζητάει συμβουλή αναλαμβάνει ένα μέρος της υπευθυνότητας μέσω της συμβουλευτικής διαδικασίας, ώστε αυτός να λειτουργεί ως σύμβουλος ο ίδιος από μόνος του. 3. Την ανακλαστική συμβουλευτική (Σιδέρη, 1992: 212). Η ανακλαστική συμβουλευτική αναφέρεται σε μια συμμετρική κάθετη επικοινωνία. Ειδικότερα, στον χώρο της εκπαίδευσης, ο/η εκπαιδευτικός, λόγω της καθημερινής επαφής με τον/την μαθητή/τρια και τη συχνή επικοινωνία με την οικογένειά του/της, μπορεί: να αναπτύξει μια ουσιαστική σχέση μαζί τους, να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, να τους στηρίξει ψυχολογικά και να προσφέρει ανεκτίμητη βοήθεια. Βασική προϋπόθεση γι αυτό είναι: α) να διαθέτει γνώσεις και δεξιότητες συμβουλευτικής, [30]

β) να βασίζεται σε κάποιες αρχές συνεργασίας με τους γονείς. Υπάρχουν αρκετές επιφυλάξεις ως προς την εκτέλεση συμβουλευτικού έργου από τον εκπαιδευτικό. Οι αντιρρήσεις σχετίζονται με την εκπαίδευση και τη κατάρτιση του εκπαιδευτικού στο τομέα της συμβουλευτικής. Επιπλέον ανακύπτει το ζήτημα του χρόνου, γιατί, αν ο εκπαιδευτικός αναλάβει το ρόλο του συμβούλου, τότε προκύπτει το πρόβλημα της υλοποίησης του σχολικού προγράμματος (Δημητρόπουλος, 1992: 54). Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι ο/η εκπαιδευτικός μπορεί να αναλαμβάνει συμβουλευτικό ρόλο, αφού έρχεται σε καθημερινή βάση σε άμεση επαφή και επικοινωνία με τους μαθητές, άρα είναι αυτός που θα τους παρέχει βοήθεια και υποστήριξη για να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες τους. Επικοινωνεί αρκετές ώρες καθημερινά με τους μαθητές του για αυτό το λόγο μπορεί να αναπτύξει μαζί τους μια ουσιαστική σχέση, η οποία θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν δυσκολίες που σχετίζονται με τα μαθήματα, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις συγκρούσεις και τις επιλογές που καλούνται να λάβουν (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2001: 20). Παρατηρείται ότι ο ρόλος του/της εκπαιδευτικού στο σύγχρονο σχολείο δεν περιορίζεται στην απλή μετάδοση της γνώσης αλλά, με αφετηρία τους στόχους που θέτει και τα συγκεκριμένα προβλήματα των μαθητών, γίνεται ρόλος συμβουλευτικός, συνεργατικός και παρωθητικός (Παπάς, 1995: 262-267) 3.3. Η σημασία της συμβουλευτικής παρέμβασης (Αρμετάκη, 2014: 53-55) Η αναγνώριση των αναγκών και των συναισθηματικών αντιδράσεων των γονέων όσο δύσκολο εγχείρημα και αν είναι καθώς εμπλέκονται πλήθος παραγόντων μπορεί να επιφέρει καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα που κατ επέκταση θα ωφελήσει και το παιδί με ειδικές ανάγκες (Πλεξουσάκης, 2010). [31]

Σύμφωνα με έρευνα του Πλεξουσάκη (2010), η συμβουλευτική και η ψυχοθεραπεία συνέβαλαν, ώστε οι γονείς ύστερα από τη δημιουργία μιας επιτρεπτικής θεραπευτικής σχέσης αποδοχής και εμπιστοσύνης με τον θεραπευτή, να αναγνωρίσουν δικές τους ανάγκες και συναισθηματικές αντιδράσεις, να ξεκινήσουν μια διαδικασία προσαρμογής διερχόμενοι από διάφορα στάδια, να αναγνωρίσουν, να διερευνήσουν και να διαχειριστούν καταστάσεις εσωτερικές όπως το ναρκισσιστικό πλήγμα, συναισθήματα θλίψης, ενοχής, θυμού, αισθήματα μοναξιάς και αβοηθησιάς, να αναπτύξουν ένα πλάνο για την αντιμετώπιση των δυσκολιών και την εκπαίδευση του παιδιού τους, να βελτιώσουν την επικοινωνία με τα παιδί (Πλεξουσάκης, 2010). Μια ακόμα βασική παράμετρο της συμβουλευτικής παρέμβασης συνιστά η γνωσιακή αναδόμηση (τροποποίηση αντιλήψεων, γνωστικών σχημάτων) των γονέων σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες του παιδιού τους. Οι γονείς θα πρέπει να μάθουν να βλέπουν το παιδί ως ένα παιδί με ιδιαιτερότητες αλλά συγχρόνως και με φυσιολογικές ανάγκες. Μόνο όταν οι γονείς με τη βοήθεια των ειδικών μπορέσουν να «ανακαλύψουν το κανονικό παιδί» θα μπορέσουν να δουν στο παιδί τους τις θετικές του πλευρές και να εξοικειωθούν με το πρόβλημα του. Βασικός στόχος της συμβουλευτικής και ψυχοπαιδαγωγικής παρέμβασης δεν είναι μόνο να βοηθήσουν τους γονείς να αντιμετωπίσουν τα συγκεκριμένα προβλήματα του παιδιού τους αλλά κυρίως να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν αυτά τα προβλήματα (Κουρκούτας, 2010). Είναι σημαντικό οι ειδικοί να κατανοήσουν από την αρχή τις αντιλήψεις των γονέων για την αναπηρία των παιδιών τους και να διερευνήσουν το πώς οι αντιλήψεις αυτές επηρεάζουν τον τρόπο που οι γονείς διαχειρίζονται την καθημερινότητα του αλλά και τον τρόπο που αντιδρούν σε προβλήματα συμπεριφοράς του ίδιου του παιδιού. Οι ειδικοί θα πρέπει να ωθήσουν τους γονείς να συνειδητοποιήσουν ότι τα παιδιά με αναπηρίες μπορεί να είναι υπεύθυνα για τη συμπεριφορά τους αλλά κυρίως ότι είναι ικανά να εκπαιδευτούν και να αλλάξουν συμπεριφορές (Κουρκούτας, 2010). [32]

Πρέπει επίσης, να βοηθήσουν τους γονείς να επενδύσουν στο παιδί τους με ένα ρεαλιστικό τρόπο και να τροποποιήσουν τις λαθεμένες αντιλήψεις τους για τις πραγματικές δυνατότητες εξέλιξης του. Η περίοδος κατά την οποία οι σύμβουλοι συναντούν τους γονείς είναι πολύ σημαντική και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το είδος και την κατεύθυνση των συμβουλευτικών παρεμβάσεων που πρέπει να ακολουθηθούν. Κατά την πρώιμη παρέμβαση η έμφαση δίνεται στην πλαισίωση, καθοδήγηση, πληροφόρηση και συναισθηματική υποστήριξη των γονέων ώστε να μπορέσουν να επεξεργαστούν αποτελεσματικότερα τις συναισθηματικές τους εντάσεις. Σε άλλες περιόδους η έμφαση μπορεί να δοθεί στη σταθεροποίηση της συμπεριφοράς των γονέων και τη ρεαλιστική αντιμετώπιση των παιδιών. Οι προσδοκίες τους δε θα πρέπει να είναι πολύ υψηλές και θα πρέπει να ενισχύεται και η ενεργός παρέμβαση και η καθοδήγηση προς επιστημονικά αποδεκτούς τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών των παιδιών (Κουρκούτας, 2010). Από τα παραπάνω γίνεται φανερή η επιτακτική ανάγκη μιας ενταξιακής πολιτικής, που δεν θα αφορά αποκλειστικά το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά θα αφορά όλα τα επίπεδα και τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Μια τέτοια προσέγγιση περιλαμβάνει όχι μόνο τον εντοπισμό των βασικών αναγκών του ατόμου με ειδικές ανάγκες αλλά και την ψυχοκοινωνική, επαγγελματική ολοκλήρωση του ατόμου σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνδυασμένη με μια διεπιστημονική προσέγγιση. Το ενταξιακό πλαίσιο δε μειώνει την υστέρηση, το έλλειμμα (μεταβλητή που δεν τροποποιείται εύκολα), αλλά συμβάλλει στη μείωση της «κοινωνικής» αναπηρίας καθώς επιδρά σε στοιχεία του πλαισίου που περιθωριοποιούν το άτομο (Caldin, 2010). 3.4. Συμβουλευτική γονέων και προγράμματα παρέμβασης Όταν μια οικογένεια αποκτά ένα παιδί με αναπηρία το άγχος των γονέων είναι μεγάλο, καθώς: προκύπτουν νέα δεδομένα για την οικογένεια σε όλα τα επίπεδα [33]

δυσκολεύονται να αποδεχτούν τη συνθήκη της αναπηρίας στο οικογενειακό τους περιβάλλον και βιώνουν μεγάλη δυσκολία προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα. Οι γονείς βιώνουν απογοητεύσεις και κρίσεις, αφού: η προσδοκία τους για το υγιές παιδί έχει χαθεί, ενώ οι αυξανόμενες καθημερινά απαιτήσεις φροντίδας του παιδιού τους κουράζουν ψυχικά αλλά και σωματικά απουσιάζει η υποστήριξη και οι προοπτικές εκπαίδευσης. Είναι γεγονός ότι οι γονείς έχουν ανάγκη από: στήριξη σε όλα τα επίπεδα (προσωπικό, κοινωνικό, οικονομικό) παροχή εξειδικευμένης βοήθειας από ειδικούς, ώστε να αποδεχτούν τη συνθήκη της αναπηρίας και να μπορέσουν ανταποκριθούν σε έναν ρόλο με ιδιαίτερα αυξανόμενες απαιτήσεις ψυχοκοινωνική υποστήριξη, καθώς διαταράσσεται και απειλείται πολλές φορές η σχέση των μελών της οικογένειας και κατά κύριο λόγο ο συζυγικός δεσμός. [34]

ΠΑΙΔΙ ΑΔΕΡΦΙΑ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ/ΓΙΑΓΙΑΔΕΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΗΤΕΡΑ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΦΙΛΟΙ/ΕΣ Κατά συνέπεια, η παρέμβαση αφορά σε μια οικογενειοκρατική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία, όλα τα μέλη της οικογένειας έχουν την ανάγκη βοήθειας, με σκοπό την ομαλή προσαρμογή τους στη νέα πραγματικότητα, με το μικρότερο δυνατό κόστος στις σχέσεις τους. Η οικογενειοκεντρική προσέγγιση έχει ως βάση της τη θεωρία των συστημάτων και η οικογένεια αντιμετωπίζεται ως ένα δυναμικό σύνολο, της οποίας τα μέλη αλληλεπιδρούν και αλληλεξαρτώνται (Σάλμοντ, 2004). Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένα μέλος επηρεάζει όλη την οικογένεια, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ισορροπία όλου του συστήματος, να αλλάζουν οι ανάγκες και οι προτεραιότητές του. [35]

Εξατομικευμένο οικογενειακό πρόγραμμα (οικογενειακή προσέγγιση) αξιολόγηση αναγκών του παιδιού καταγραφή χαρακτηριστικών της οικογένειας και της λειτουργικότητάς της εξαγωγή συμπερασμάτων στοχοθεσία προγράμματος έγκαιρης παρέμβασης Εξατομικευμένο οικογενειακό πρόγραμμα Δυναμική Διαδικασία Επαναξιολογείται Επιδέχεται διορθωτικές παρεμβάσεις [36]

Οικογένεια Ειδικοί Συνεργασία Επικοινωνία Μια ακόμα βασική παράμετρο της συμβουλευτικής παρέμβασης συνιστά η γνωσιακή αναδόμηση, η τροποποίηση δηλαδή των αντιλήψεων, και των γνωστικών σχημάτων των γονέων σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες του παιδιού τους. Βασικός στόχος της συμβουλευτικής παρέμβασης είναι να βοηθήσουν τους γονείς: να αντιμετωπίσουν τα συγκεκριμένα προβλήματα του παιδιού τους, να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν αυτά τα προβλήματα, να επενδύσουν στο παιδί τους με ένα ρεαλιστικό τρόπο και να τροποποιήσουν τις εσφαλμένες αντιλήψεις τους για τις πραγματικές δυνατότητες εξέλιξης του (Κουρκούτας, 2010). [37]

Από τα παραπάνω γίνεται φανερή η επιτακτική ανάγκη μιας ενταξιακής πολιτικής, που δεν θα αφορά αποκλειστικά το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά θα αφορά όλα τα επίπεδα και τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Μια τέτοια προσέγγιση περιλαμβάνει: τον εντοπισμό των βασικών αναγκών του ατόμου με ειδικές ανάγκες αλλά και την ψυχοκοινωνική, επαγγελματική ολοκλήρωση του ατόμου, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, συνδυασμένη με μια διεπιστημονική προσέγγιση (Caldin, 2010). Επίπεδα δράσης του Συμβούλου Με βάση τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο/η σύμβουλος ενεργεί σε τρία επίπεδα: Σε επίπεδο κοινωνικής δράσης, ενημερώνοντας, ευαισθητοποιώντας και μορφώνοντας το κοινωνικό σύνολο, ώστε να ενσωματώσει στους κόλπους του το άτομο που έχει κάποιες ιδιαιτερότητες. Σε επίπεδο υποστηρικτικό, ενδυναμώνοντας και ενθαρρύνοντας το άτομο, ώστε να αντεπεξέλθει στην καταπίεση, στην απόρριψη ή ακόμη και στις επιθέσεις που τις περισσότερες φορές άκριτα δέχεται και να αναλάβει μαχητικό ρόλο, μη θεωρώντας τον εαυτό του μόνιμο θύμα μιας κατάστασης. Σε επίπεδο πληροφόρησης, ενημερώνοντας το άτομο για τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές που του προσφέρονται στο συγκεκριμένο στάδιο της ζωής του, καθώς και για τις ρυθμίσεις και τις παροχές του κράτους για άτομα σαν κι αυτόν. Όμως, ένα ακόμη σημαντικό επίπεδο δράσης είναι το προσωπικό, σε σχέση δηλαδή με τον ίδιο του τον εαυτό. [38]

Σε αυτό το επίπεδο ο/η σύμβουλος προσπαθεί να καταλύσει προσωπικά στερεότυπα και να συμφιλιωθεί με την έννοια του διαφορετικού (Ανδριανός, Γόγαλης, Ζαχαροπούλου, 2000). Από την παραπάνω ανάλυση γίνεται φανερό πως η συμβουλευτική γονέων που έχουν παιδί με αναπηρία συνιστά ένα ξεχωριστό κομμάτι της συμβουλευτικής που μόνο τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναπτύσσεται, ενώ η ελληνική πραγματικότητα καταδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω οργάνωση του θεσμού τόσο σε ποσοτικό όσο και ποιοτικό επίπεδο. 4. Συμβουλευτική σε πολυπολιτισμικό και διαπολιτισμικό περιβάλλον Οι σύγχρονες κοινωνίες τα τελευταία χρόνια, έχουν μετατραπεί σε πολυπολιτισμικές, καθώς: η παγκοσμιοποίηση, οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών και η ραγδαία εξέλιξη στα μέσα μαζικής μεταφοράς, οδήγησαν μεγάλες μάζες πληθυσμών να μετακινηθούν και να μεταναστεύσουν. Ταυτόχρονα, οι πόλεμοι που διαδραματίζονται σε πολλά μέρη του πλανήτη έχουν δημιουργήσει τεράστια κύματα προσφύγων κυρίως προς τις χώρες της Δύσης. Οι αλλαγές αυτές που διαδραματίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο επηρεάζουν τόσο το εσωτερικό των χωρών στις οποίες συμβαίνουν όσο και των χωρών της δύσης που γίνονται αποδέκτες του πληθυσμού που προσφεύγει σε αυτές, με αποτέλεσμα η πολυπολιτισμική ποικιλομορφία να χαρακτηρίζει τις καθημερινές καταστάσεις. Η πολιτισμική ποικιλομορφία, λοιπόν, επηρεάζει την κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική κατάσταση των σύγχρονων κοινωνιών και κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα της συμβουλευτικής στις ομάδες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ένταξης [39]

καθώς και την αναγκαιότητα της ειδικής εκπαίδευσης και εξειδίκευσης των συμβούλων σε πολυπολιτισµικά θέματα (Κουλούρη - Αντωνοπούλου, 2009). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι επαγγελματίες ψυχική υγείας, ψυχολόγοι, σύμβουλοι και κοινωνικοί λειτουργοί είναι αναγκαίο να ενημερώνονται για την άσκηση της συμβουλευτικής πολιτισμικά διαφορετικών πληθυσμών και ομάδων (Παπαστυλιανού, 2003). 4.1. Αποσαφήνιση Εννοιών Πολιτισμός (Αναστασιάδου, Καρολίδου, Τίγκα, 2016) Είναι σημαντικό αρχικά να αποσαφηνιστούν κάποιοι όροι που σχετίζονται με τη διαπολιτισμική συμβουλευτική. Μια έννοια που έχει άμεση σχέση με την διαπολιτισμική συμβουλευτική είναι ο πολιτισμός. Αν και υπάρχουν πολύ ορισμοί για την έννοια του πολιτισμού, ένας ορισμός που συνδέεται με το πλαίσιο της συμβουλευτικής είναι ότι πολιτισμός είναι ένα σύνολο από νοήματα που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή. Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι ο πολιτισμός ως έννοια δεν αναφέρεται μόνο στην εθνικότητα και την ιθαγένεια αλλά και στο φύλο, την ηλικία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την αναπηρία και την συμμετοχή σε θρησκευτικές ομάδες (Welfel, 1998). Παρόμοιο ορισμό για την έννοια του πολιτισμού έδωσε και ο συμβουλευτικός ψυχολόγος Pedersen, όπου, σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο κάθε άνθρωπος ανήκει σε πολλούς πολιτισμούς ταυτόχρονα (Pedersen, 2000). Πολυπολιτισμικότητα και Διαπολιτισμικότητα (Αναστασιάδου, Καρολίδου, Τίγκα, 2016) Σημαντικές, επίσης, έννοιες στα πλαίσια της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής είναι η πολυπολιτισμικότητα και η διαπολιτισμικότητα. Η πολυπολιτισμικότητα (Multiculturalism) είναι ένας αναλυτικός όρος και αναφέρεται στην παρουσία και συνύπαρξη διαφορετικών [40]

πολιτισμικών ομάδων, ενώ ο όρος διαπολιτισμικότητα (cross-cultural, inter-cultural, trans-cultural) είναι κυρίως κανονιστικός και αναφέρεται στην αλληλεπίδραση και στον τρόπο που θα έπρεπε να συνυπάρχουν οι διαφορετικές πολιτισμικά ομάδες (Δαµανάκης, 1998). Σημαντική διαφορά των δυο όρων είναι ότι η πολυπολιτισμικότητα υποδηλώνει τις διακριτές διαδικασίες που πραγματοποιούνται από τη μετανάστευση και την προσφυγιά, ενώ η διαπολιτισμικότητα αναφέρεται στις κοινωνικές, πολιτικές και παιδαγωγικές δραστηριότητες που υλοποιούνται, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που προέρχονται από τις καταστάσεις της μετανάστευσης και της προσφυγιάς (Κρίβας, 2007). Aξιοσημειωτη ειναι η σημασία του πολυπολιτισμού καθώς υπερτονίστηκε ως η τέταρτη δύναμη στη συμβουλευτική, έπειτα από την ψυχανάλυση, τον συμπεριφορισμό και την ανθρωπιστική ψυχολογία (Ponderotto κ.α., 2001). 4.2. Αρχές της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής (Αναστασιάδου, Καρολίδου, Τίγκα, 2016) Η διαπολιτισμική συμβουλευτική έχει κάποιες προϋποθέσεις οι οποίες είναι σημαντικές, ώστε να καθίσταται αποτελεσματική. Έτσι σημαντική είναι η αποδοχή και ο σεβασμός της πολιτισμικής διαφορετικότητας που δεν γίνεται αντιληπτή ως παθολογία ή κατωτερότητα αλλά θεωρείται ως µία θετική και επιθυμητή ιδιότητα που εμπλουτίζει την πλήρη κλίμακα του ανθρώπινου δυναμικού. Είναι απαραίτητο να υπάρχει πολιτισμική συνείδηση και σεβασμός κάθε πολιτισμικής ομάδας. Επίσης, πολύ σημαντική προϋπόθεση είναι η αναγνώριση ότι κάθε πολιτισμικά κατάλληλη παρέμβαση θα πρέπει να περιλαμβάνει το ίδιο το άτομο, την οικογένεια, το σχολείο και την κοινωνία (Κλεφτάρας, 2009). Η αποτελεσματική πολυπολιτισµική συμβουλευτική δεν έχει να κάνει μόνο µε την ικανότητα να «βλέπει» κανείς τους ανθρώπους µε πολιτισμικούς όρους, αλλά και µε τη δυνατότητα να αξιοποιεί αυτή του την αντίληψη στην αποστολή του να βοηθά τους ανθρώπους στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν (Mc Leod, 2005). [41]

Πολύ σημαντική, επίσης, είναι η κατανόηση του ιστορικού μετανάστευσης ή μετακίνησης στη νέα πολιτισμική κοινωνία (Eleftheriadou, 1996). Θα πρέπει να σημειωθεί πως είναι πολύ σημαντική η κατανόηση του ρόλου που διαδραμάτισαν στην ζωή του συμβουλευόμενου σοβαρά ζητήματα, όπως είναι ο ρατσισμός, ο σεξισμός, οι διακρίσεις, τα οικονομικά προβλήματα, ο αποκλεισμός από την εκπαίδευση, οι κακές συνθήκες διαβίωσης (Νelson - Jones, 2003). Επίσης, σημαντική στη διαπολιτισμική συμβουλευτική είναι η διατήρηση μιας «ανοιχτής στάσης» απέναντι στον τρόπο που ο συμβουλευόμενος παρουσιάζει την κουλτούρα του, ανεξάρτητα από το πώς αυτή μπορεί να παρουσιάζεται π.χ. από τα ΜΜΕ. Σύμφωνα µε τον Κλεφτάρα (2009), για να κατανοήσει ο σύμβουλος την κουλτούρα και τις πολιτισμικές αξίες του συμβουλευόμενου του θα πρέπει να κατανοήσει τι θεωρείται δεδομένο στην κουλτούρα της ομάδας στην οποία ανήκει αυτός. Μια ακόμα βασική αρχή της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής είναι τα προσωπικά προβλήματα του συμβουλευόμενου να μην γίνονται αντιληπτά μόνο ως ατομικά αλλά ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού και κοινωνικού πλαισίου. Επίσης, σημαντική προϋπόθεση στην άσκηση της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής είναι η επίγνωση, όσον αφορά στον εθνοκεντρισμό και στα στερεότυπα που εμφανίζονται, όταν κανείς έρχεται σε επαφή µε άλλες πολιτισμικές ομάδες. Τέλος, πολύ χρήσιμο είναι να δοθεί έμφαση στον ρόλο που έχουν παίξει στη ζωή του συμβουλευόμενου οι έννοιες της φυλής και του πολιτισμού και να γίνει εξερεύνηση της σχέσης που έχει µε την κυρίαρχη κουλτούρα. Θα πρέπει ακόμα να αναφερθεί πως τα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες θεωρούν υπεύθυνους τους εαυτούς τους για την κατάσταση που βιώνουν. Για αυτό τον λόγο θα πρέπει ο διαπολιτισμικός σύμβουλος να εμπνεύσει με την στάση του εμπιστοσύνη στον συμβουλευόμενο, να τον απελευθερώσει από ενοχές, να του τονώσει την αυτοπεποίθηση χαρακτηριστικά του αναγνωρίζονται και γίνονται σεβαστά. και να τον κάνει να νιώσει πως η κουλτούρα του και τα ιδιαίτερα [42]

4.3. Χαρακτηριστικά του συμβούλου (Αναστασιάδου, Καρολίδου, Τίγκα, 2016) Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, βασική προϋπόθεση για τη διαπολιτισμική συμβουλευτική είναι η δημιουργία μιας ποιοτικής σχέσης μεταξύ συμβούλου και συμβουλευόμενου με κυρίαρχα στοιχεία την αποδοχή, την αυθεντικότητα, τον σεβασμό και την ενσυναίσθηση. Οι Sue & Sue (1990) οργάνωσαν τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ο επαρκής διαπολιτισμικός σύμβουλος, τα σημαντικότερα από τα οποία θα μπορούσαν να είναι τα παρακάτω: α) Να έχει αυτογνωσία και να βρίσκεται σε μία ενεργή διαδικασία επίγνωσης των δικών του επόψεων, αξιών και προκαταλήψεων και να συνειδητοποιεί πως το δικό του πολιτισμικό σύστημα αντανακλάται στη συμβουλευτική διαδικασία και ότι θα πρέπει να το διαχειρίζεται κατάλληλα. β) Να μην κάνει αρνητικές κρίσεις για τον συμβουλευόμενο αλλά να προσπαθεί να κατανοεί την κοσμοθεωρία και την κουλτούρα του με σεβασμό και εκτίμηση. γ) Να αναπτύσσει και να ασκεί κατάλληλες στρατηγικές και δεξιότητες που σχετίζονται με τους πολιτισμικά διαφορετικούς συμβουλευόμενους. Για τους Constantine κ.ά. (2004), τα χαρακτηριστικά ενός πολυπολιτισµικά ικανού συμβούλου, περιλαμβάνουν την αυτογνωσία, το ανοικτό μυαλό, τις γνώσεις και την επίγνωση των πολιτισμικών ζητημάτων, την αφοσίωση στην ενεργή ακρόαση, την ευελιξία, την επιδεξιότητα αναφορικά µε τις πολιτισμικές παρεμβάσεις, την αφοσίωση σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και την έκθεση σε ευρείες και διαφορετικές εμπειρίες ζωής. Από τα παραπάνω, λοιπόν, προκύπτει πως η πολιτισμική επάρκεια των συμβούλων είναι μια αέναη διαδικασία και δεν φτάνει ποτέ στο τέλος αλλά συνεχώς εξελίσσεται και βελτιώνεται. [43]

4.4. Εμπόδια στη διαπολιτισμική συμβουλευτική (Αναστασιάδου, Καρολίδου, Τίγκα, 2016) Δεν είναι λίγες οι φορές που παρουσιάζονται εμπόδια κατά τη διαδικασία της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής, με συνέπεια να επηρεάζεται αρνητικά η αποτελεσματικότητά της. Χαρακτηριστικά, κάποια από τα εμπόδια αυτά είναι: οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της κάθε κουλτούρας που δεν γίνεται κατανοητή από τις άλλες, η έλλειψη ανεκτικότητας της διαφορετικότητας, οι ρατσιστικές στάσεις και η δογματική και επικριτική στάση των αξιών και απόψεων των άλλων, η έλλειψη διαπολιτισμικών εργαλείων από την πλευρά του συμβούλου, η δυσκολία επικοινωνίας με τη γλώσσα αλλά και η γενικότερη δυσκολία με τους διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας (άγγιγμα, χειραψία, βλεμματική επαφή) είναι χαρακτηριστικά εμπόδια που οδηγούν σε αναποτελεσματική συμβουλευτική παρέμβαση. Επομένως, είναι απαραίτητη η πολιτισμική επάρκεια των συμβούλων που δουλεύουν με διαπολιτισμικές ομάδες και άτομα. 4.5. Διαστάσεις και Εννοιολογικό Πλαίσιο της Πολιτισμικής Επάρκειας (Αναστασιάδου, Καρολίδου, Τίγκα, 2016) Οι πιο πολλές προσπάθειες να αποσαφηνιστούν τα κριτήρια της πολιτισμικής επάρκειας στην διαπολιτισμική συμβουλευτική κατέληξαν στην οργάνωσή τους σε τρεις διαστάσεις: α) στάσεις και πεποιθήσεις, β) γνώσεις και γ) δεξιότητες. [44]

Η πρώτη διάσταση αναφέρεται στην αυτογνωσία των συμβούλων και εξετάζει τις στάσεις και πεποιθήσεις τους για τις εθνικές και πολιτισμικές ομάδες, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που μπορεί να διαθέτουν και τη γενικότερη αντίληψη τους για την πολυπολιτισµικότητα. Η δεύτερη διάσταση αφορά στην επίγνωση εκ µέρους του συμβούλου της διαφορετικής κοσμοθεωρίας που διαθέτουν οι πολιτισμικά διαφορετικοί «πελάτες» και η τρίτη διάσταση αναφέρεται στην υιοθέτηση εκ μέρους των συμβούλων κατάλληλων στρατηγικών και τεχνικών, δηλαδή μίας ευαισθητοποιημένης πολιτισμικά μεθοδολογίας. Έτσι, λοιπόν, ο πολιτισμικά επαρκής σύμβουλος θα πρέπει ανάμεσα στα άλλα να ανταποκρίνεται κυρίως στα παρακάτω κριτήρια (Sue, Arredondo & McDavis, 1992): Ι) Επίγνωση των προσωπικών αξιών και προκαταλήψεών του α) Στάσεις και πεποιθήσεις 1.Να έχει μετακινηθεί από την πολιτισμική άγνοια στην πολιτισμική συνειδητοποίηση και ευαισθητοποίηση σχετικά µε τη δική του πολιτισμική κληρονομιά και να διατηρεί μία στάση σεβασμού για το «διαφορετικό». 2. Να έχει επίγνωση για το πώς το δικό του πολιτισμικό υπόβαθρο αλλά και οι εμπειρίες του, οι στάσεις οι αξίες και οι προκαταλήψεις του επιδρούν στις ψυχολογικές διεργασίες. β) Γνώσεις 1. Να κατέχει γνώσεις για τη δική του πολιτισμική κληρονομιά και να αντιλαμβάνεται τον τρόπο που αυτή επηρεάζει, σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο, τις αντιλήψεις και τις προκαταλήψεις του για το τι είναι «φυσιολογικό» και για το πώς επηρεάζει τη συμβουλευτική διαδικασία. 2. Να έχει επίγνωση και κατανόηση για το πώς φαινόμενα, όπως η καταπίεση, ο ρατσισμός, η περιθωριοποίηση και τα στερεότυπα τους επηρεάζουν στην προσωπική και στην επαγγελματική του ζωή. Αυτό τον κάνει να αναγνωρίζουν τις δικές του ρατσιστικές στάσεις, πεποιθήσεις και συναισθήματα. [45]

γ) Δεξιότητες Να προσπαθεί να γίνει πιο αποτελεσματικός και να αυτοβελτιωθεί μέσα από εκπαιδευτικές, συμβουλευτικές και επιμορφωτικές ευκαιρίες και όντας ικανός να αναγνωρίζει τα όρια των ικανοτήτων του, αναζητά εποπτεία, περαιτέρω εκπαίδευση και κατάρτιση και καταφεύγει σε πιο καταρτισμένα πρόσωπα και πηγές. ΙΙ) Κατανόηση της κοσμοθεωρίας των πολιτισμικά διαφορετικών συµβουλευόµενων α) Στάσεις και πεποιθήσεις Να έχει επίγνωση ότι οι τυχόν αρνητικές συναισθηματικές του αντιδράσεις απέναντι σε άλλες φυλετικές και εθνικές ομάδες μπορεί να αποβούν ιδιαίτερα επιζήμιες κατά τη διάρκεια της συμβουλευτικής διαδικασίας και επίσης, επίγνωση των στερεοτύπων που διαθέτει για τις φυλετικές και εθνικές ομάδες. β) Γνώσεις Να κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις και πληροφορίες για το πολιτισμικό και ιστορικό υπόβαθρο της πολιτισμικής ομάδας µε τα άτομα της οποίας δουλεύει. Να αναγνωρίζει ότι μεταβλητές όπως η φυλή, ο πολιτισμός, η εθνικότητα κ.ά. μπορούν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, τις επιλογές που κάνει κανείς στον επαγγελματικό τοµέα και στην εμφάνιση ψυχολογικών διαταραχών. γ) Δεξιότητες Να ενημερώνεται διαρκώς για νέα ερευνητικά και επιστημονικά δεδομένα όσον αφορά στην ψυχική υγεία και τις ψυχικές διαταραχές των διαφόρων φυλετικών και εθνικών ομάδων και να εμπλέκεται σε εκπαιδευτικές εμπειρίες που θα εμπλουτίσουν τις γνώσεις και τις διαπολιτισμικές ικανότητές του. ΙΙΙ) Στρατηγικές και τεχνικές παρέμβασης α) Στάσεις και πεποιθήσεις [46]

Να σέβεται τις θρησκευτικές ή/και πνευματικές πεποιθήσεις και αξίες των συµβουλευόµενων, καθώς αυτές επηρεάζουν την κοσμοθεωρία του. β) Γνώσεις Να έχει ξεκάθαρη και ακριβή γνώση και κατανόηση των γενικών χαρακτηριστικών της συμβουλευτικής και της θεραπείας ότι δηλαδή είναι πολιτισμικά και ταξικά προσδιορισμένη και πως αυτά συγκρούονται µε τις πολιτισμικές αξίες των διαφόρων μειονοτικών ομάδων. Να είναι ενήμερος για τα θεσμικά εμπόδια που παρεμποδίζουν τα µέλη των μειονοτικών ομάδων να αποκτήσουν πρόσβαση στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. γ) Δεξιότητες Να χρησιμοποιεί μία ευρεία γκάμα από λεκτικές και µη λεκτικές βοηθητικές πρακτικές και να επικοινωνεί αποτελεσματικά και στα δύο επίπεδα. Να μη δεσμεύεται από μία µόνο μέθοδο ή προσέγγιση, καθώς αναγνωρίζει ότι μπορεί να είναι πολιτισμικά προσδιορισμένες και να είναι ικανός να ασκεί θεσμικές παρεμβάσεις για λογαριασμό των πελατών του και να τους βοηθά να καταλάβουν ότι το πρόβλημα τους δεν είναι ατομικό αλλά έχει τις ρίζες του σε φαινόμενα, όπως ο ρατσισμός και οι διακρίσεις. Το παραπάνω μοντέλο έχει ευρεία αποδοχή στους κόλπους της συμβουλευτικής αλλά έχει δεχτεί κριτική ως προς την δυνατότητα εφαρμογής του (Constantine & Ladany, 2001). Ακολουθώντας την πορεία και τους λόγους εξέλιξης της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής, τους τρόπους άσκησής της αλλά και τον σκοπό της, συμπεραίνουμε την αναγκαιότητα για διαπολιτισμική εκπαίδευση και εξειδίκευση των συμβούλων που εργάζονται σε διαπολιτισμικά περιβάλλοντα. [47]

5. Συμβουλευτική και Επανένταξη ανέργων Σύνταγμα της Ελλάδας Άρθρο 22: Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Ο όρος ανεργία αφορά στην αδυναμία του ατόμου να βρει εργασία που να ανταποκρίνεται: Στις γνώσεις Στα προσόντα Στις ικανότητες και Στις κλίσεις και δεξιότητές του και, κατά συνέπεια, θα αμείβεται ανάλογα. [48]

Ανεργία ακούσια αργία των ατόμων υποδηλώνει επίσης, την έλλειψη ή την περιορισμένη προσφορά εργασίας με άμεση συνέπεια να μην βρίσκουν δουλειά ανάλογη των προσόντων τους άτομα ικανά να προφέρουν Άνεργο χαρακτηρίζεται ένα άτομο που ενώ είναι ικανό, πρόθυμο και διαθέσιμο να απασχοληθεί, δεν δύναται να βρει εργασία. Τα άτομα αυτά, ενώ πληρούν όλες τις πνευματικές, σωματικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις, για κάποιους λόγους δεν βρίσκουν δουλειά (Λιανός & Νταούλη-Ντεμούση, 1998) [49]

5.1. Είδη της Ανεργίας Η ανεργία διακρίνεται σε κατηγορίες, ανάλογα με το αίτιο που την προκαλεί. Τα αίτια τα οποία δημιουργούν την ανεργία, καθορίζουν τη σοβαρότητα της και τον τρόπο αντιμετώπισή της. Διακρίνουμε τα παρακάτω είδη ανεργίας: Είδη Ανεργίας (Δεδουσόπουλος, Γιαλέρης, Σχιστού, Τεντες, Χατζηανδρέου, 2000) 1. Κυκλική ανεργία ή ανεργία ανεπαρκούς ζήτησης. Το είδος αυτό ανεργίας εμφανίζεται, όταν οι καταναλωτές ζητούν λιγότερα προϊόντα από αυτά που παράγουν οι παραγωγικές μονάδες. Με τη σειρά τους οι παραγωγικές μονάδες μειώνουν την παραγωγή τους, με αποτέλεσμα να μην προσλαμβάνουν νέο προσωπικό, αλλά και να κάνουν απολύσεις στους ήδη εργαζόμενους. 2. Διαρθρωτική ανεργία. Η διαρθρωτική ανεργία υπάρχει σε μια περιοχή, όταν οι επιχειρήσεις επιθυμούν να προσλάβουν εργαζόμενους με διαφορετικά εργασιακά προσόντα από εκείνα που διαθέτουν οι άνεργοι της περιοχής. Στη διαρθρωτική ανεργία υπάρχουν άνεργοι που ψάχνουν να βρουν δουλειά και επιχειρήσεις που έχουν κενές θέσεις, αλλά τα προσόντα των πρώτων δεν αντιστοιχούν με τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων. 3. Εποχική ανεργία. Υπάρχουν εργασίες οι οποίες συνδυάζονται με ορισμένες εποχές του έτους όπως π.χ. ο τουρισμός, οι γεωργικές ασχολίες, η εμφάνιση τον Δεκέμβριο καταστημάτων με χριστουγεννιάτικα είδη, τα παγωτά το καλοκαίρι κ.ά. Τα άτομα που ασχολούνται με αυτές τις εργασίες είτε αλλάζουν εργασία ανάλογα με την εποχή (εάν αυτό τους είναι δυνατό) είτε παραμένουν άνεργα περιμένοντας πάλι την κατάλληλη εποχή. 4. Ανεργία τριβής. Πολλές φορές οι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν την εργασία που έχουν, αναζητώντας μια καλύτερη. Το χρονικό διάστημα (μικρό ή μεγάλο) που μεσολαβεί κατά τη μετάβαση από τη μια εργασία στην άλλη, τα άτομα αυτά είναι άνεργα. Το χρονικό διάστημα αυξάνεται όσο μεγαλύτερη είναι η ανεργία στην περιοχή και όσο μικρότερη είναι η πληροφόρηση για τις υπάρχουσες [50]

ευκαιρίες απασχόλησης. 5.2. Συνέπειες της Ανεργίας για το Κοινωνικό Σύνολο και το Άτομο Κοινωνικό σύνολο Παρατηρείται μεγάλη μείωση της κατανάλωσης και της παραγωγής προϊόντων, με αποτέλεσμα τη μείωση του βιοτικού επιπέδου. Η οικονομία παράγει λιγότερα εμπορεύματα από όσο θα μπορούσε, καθώς ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού είναι χωρίς εργασία. Το υψηλό ποσοστό ανεργίας συνοδεύεται με αύξηση της εγκληματικότητας, της φτώχειας, με κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές. Άτομο Αντιμετωπίζει, συνήθως, τεράστια οικονομικά προβλήματα. Το πρόβλημα της επιβίωσης είναι έντονο Το άνεργο άτομο αισθάνεται έντονη απογοήτευση, νιώθει άχρηστο και απομονωμένο από το κοινωνικό σύνολο και μπορεί να οδηγηθεί σε νοσηρές καταστάσεις Εμφανίζονται υψηλά ποσοστά ψυχικών διαταραχών, αλκοολισμού και εξάρτησης από ναρκωτικά. [51]