ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ ΤΑ ΑΛΩΝΙΑ Ο ΘΕΡΟΣ, ΟΙ ΘΗΜΩΝΙΕΣ, ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΧΝΙΣΜΑ Του Αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Πανταζή Για να ξεχωρίσουν και συγκεντρώσουν τον καρπό του σιταριού, από τα στάχυα, έπρεπε να λάβει χώρα µία ολόκληρη σειρά από έντονα κοπιαστικές εργασίες, οι οποίες αναφέρονται, µε τη σειρά που γίνονταν, κατωτέρω: Τα αλώνια (Τ αλώνια): α. Για αλώνισµα (αλώνιζµα) µε τα ζώα: Τα µόνιµα αλώνια: Τον παλιό καιρό τα σιτάρια τα αλώνιζαν µε τα άλογα και τα µουλάρια. Για να καλυφθούν οι ανάγκες αλωνίσµατος, όλων των χωριανών, υπήρχαν, σε διάφορα σηµεία µέσα και γύρω από το χωριό, οκτώ (8) αλώνια. Το αλώνια αυτά ήταν µόνιµα και χρησιµοποιούνταν, κάθε χρόνο, για τον ίδιο σκοπό. Τα πρόχειρα Αλώνια: Τα µόνιµα αλώνια, όµως, δεν επαρκούσαν για την κάλυψη όλων των αναγκών. Για το λόγο αυτό κατασκεύαζαν, περιστασιακά, και τα πρόχειρα αλώνια, τα οποία χρησιµοποιούνταν, για τη χρονιά που τα κατασκεύαζαν. Τα πρόχειρα αλώνια ήταν προϊόν συνεργασίας δύο τριών Κωσταλεξιωτών. Για την κατασκευή ενός τέτοιου αλωνιού επέλεγαν ένα οριζόντιο µέρος, στο οποίο, το έδαφος, ήταν σκληρό και χωρίς πέτρες. Κατάλληλα, για πρόχειρα αλώνια, ήταν τα µπαΐρια (µπαΐργια). 1 Τα µπαΐρια τα καθάριζαν από τα χορτάρια και τις πέτρες και ισοπέδωναν τις όποιες ανωµαλίες είχε το έδαφος. Στη συνέχεια έµπηγαν, στο κέντρο του αλωνιού και κατακόρυφα, τον στρίαρο (στρίαρου), για τον οποίο θα γράψουµε στη συνέχεια. Η τελική εργασία ήταν το χρήσιµο 2 της επιφάνειας του αλωνιού µε λάσπη, από ειδικό άσπρο χώµα το οποίο συγκέντρωναν από συγκεκριµένα µέρη που υπήρχε αυτό το χώµα. Μετά από αυτό το αλώνι ήταν έτοιµο. β. Για αλώνισµα µε τις αλωνιστικές (αλουνιστ κές) µηχανές: Στα αλώνια αυτά ο αλωνισµός γίνονταν µε τις αλωνιστικές µηχανές. Οι µηχανές αυτές εµφανίστηκαν πριν το 1940. γ. Θέσεις αλωνιών: Τα πάσης φύσεως µόνιµα αλώνια (αλώνισµα µε τα ζώα και αλώνισµα µε τις αλωνιστικές µηχανές) αναφέρονται στο ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Ι» - ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ, α/α 12 (Αλώνια) Ο θέρος (Ου θέρους) Με τη λέξη «θέρος» εννοούµε το θέρισµα, δηλαδή την κοπή και συγκέντρωση των σιταροκαλαµιών (σ ταρουκαλαµνιών), στην κορυφή των οποίων ήταν ο καρπός του σιταριού (σ ταργιού). Οι θεριστάδες (Θιρ στάδις): Αυτοί που θέριζαν τις σιταρικαλαµιές λέγονταν θεριστάδες. Το θέρισµα γίνονταν, 1 Χωράφια ακαλλιέργητα για πολλά χρόνια. 2 Χρίσιµο < από το αρχαίο ρήµα χρίζω = απαλείφω, επιχρίω.
από αυτούς, ως εξής: Αρχινούσαν το θέρισµα από µία άκρη του σιταροχώραφου και έπαιρνε, ο καθ ένας, µία σειρά προς την κατεύθυνση προς την οποία θα προχωρούσαν θερίζοντας. Η σειρά είχε πλάτος δύο µέτρα περίπου. Με το δεξί χέρι κρατούσαν το δρεπάνι (δριπάνι). Ένα δρεπάνι φαίνεται στην επόµενη φωτογραφία, Νο 1, ακουµπισµένο επάνω σε ένα κανάτι: 3 Φωτ. Νο 1: Το δρεπάνι Στη συνέχεια έχωναν το δρεπάνι, µε τη µύτη, χαµηλά µέσα στις σιταροκαλαµιές, ώστε να πιαστεί, µέσα σ αυτό, µία ποσότητα ίσια µε µία χεριά (χιργιά). 4 Την ποσότητα αυτή την κανόνιζε µόνος του, ο κάθε θεριστής, ανάλογα µε τη διάπλαση του χεριού του. Κατόπιν, µε το αριστερό τους χέρι, χούφτωναν τις σιταροκαλαµιές, που είχαν πιάσει µε το δρεπάνι, και τις έσπρωχναν προς τα εµπρός, ενώ, ταυτόχρονα, τραβούσαν το δρεπάνι προς τα πίσω και τις έκοβαν. Έτσι, η κοµµένη χεριά, έµενε στο αριστερό χέρι του θεριστή. Αυτή τη χεριά την άφηναν στο έδαφος. Η ίδια εργασία επαναλαµβάνονταν και για την επόµενη χεριά, την οποία τοποθετούσαν επάνω στην πρώτη, σε τρόπο ώστε, τα στάχυα των, να είναι προς την ίδια κατεύθυνση. Με τον τρόπο αυτόν συγκεντρώνονταν, στη συγκεκριµένη θέση, ένας µικρός σωρός από σιταροκαλαµιές. Συνεχιζόµενης της ίδιας εργασίας προχωρούσαν, οι θεριστάδες, αφήνοντας πίσω τους διαδοχικούς σωρούς σιταροκαλαµιών. Οι θεριστάδες και οι διαδοχικοί σωροί των σιταροκαλαµιών φαίνονται στην επόµενη φωτογραφία, Νο 2: 3 Το δρεπάνι είναι τροχισµένο, εσωτερικά, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να δηµιουργούνται µικρά και κοφτερά δοντάκια, µε κλίση προς τη λαβή του. Με τον τρόπο αυτό, το δρεπάνι, κόβει µε µεγάλη ευκολία τα χόρτα. 4 Χεριά: Όσο µπορεί να πιάσει η χούφτα του ενός χεριού. 2
Φωτ. Νο 2: Οι θεριστάδες και οι σιταροσωροί. Στην επόµενη φωτογραφία, Νο 3, φαίνεται η δεµατοποίηση των σιταροσωρών (σ ταρουσουρών): Φωτ. Νο 3: Η δεµατοποίηση των σιταροσωρών. Η εργασία του θερισµού ήταν πολύ επίπονη και κουραστική, γιατί έπρεπε να είσαι, συνέχεια, σκυµµένος, αναπνέοντας και τη σκόνη που σηκώνονταν από το ανακάτεµα των σιταροκαλαµιών. Και η κατάσταση, βέβαια, ήταν ακόµη χειρότερη, αν σκεφθεί κανείς ότι, αυτά, συνέβαιναν µέσα στο αβάσταχτο λιοπύρι και την ξεραΐλα του Θεριστή «τ θιρ στή», δηλαδή του µηνός Ιουλίου, µέσα στην καρδιά του καλοκαιριού. Όσο για νερό, άσ το. Το κουβαλούσαν µε βαρέλες (βαρέλις), λαγήνια (λαήνια) και βαρελάκια (βαριλάκια) και ήταν κατάζεστο από την πολύ ζέστη. Στην επόµενη φωτογραφία, Νο 4, φαίνονται όλα αυτά τα δοχεία, µε τα οποία κουβαλούσαν το νερό. 3
Φωτ. Νο 4: Βαρέλα, λαγήνια και βαρελάκι. Στη φωτογραφία αυτή βλέπουµε, από αριστερά προς τα δεξιά: Μία βαρέλα, ένα λαγήνι ειδικής µορφής, ένα κανονικό λαγήνι και,τέλος, ένα βαρελάκι. Θυµάµαι ότι έραβαν, γύρω γύρω από τα λαγήνια και τις βαρέλες, κοµµάτια από τσουβάλι, το οποίο το µούσκευαν µε νερό. Η εξάτµιση του νερού δηµιουργούσε κάποια ψύξη, η οποία διατηρούσε το νερό κάπως δροσερό. Να πούµε και για φαγητό; Και πάλι άσ το. Τις περισσότερες φορές σκορδόξιδο (σκουρδόξιδου) µε ψωµί. [αν υπήρχε καθάριο (καθάργιου), δηλαδή σιταρένιο, αλλιώς µποµπότα (µπουµπότα), δηλαδή ψωµί κατασκευασµένο από καλαµποκάλευρο. Για τις µικροµαννάδες, όµως, που δεν είχαν πεθερά ή µάννα, για να αφήσουν πίσω τα παιδιά τους, τα πράγµατα ήταν πολύ δύσκολα. Αναγκάζονταν να πάρουν µαζί τους τα µικρά, στο σιταροχώραφο, όπου οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες για την επιβίωσή τους. Η επόµενη φωτογραφία, Νο 5, µας το παρουσιάζει πολύ εύγλωτα. Φωτ. Νο 5: Μωρό το οποίο κοιµάται σε µπεσίκι (µπισίκι), 5 το οποίο το έχουν µεταφέρει στο χώρο, όπου στιβάζουν τις Θηµωνιές. Άλλες φορές έβαζαν το µωρό να κοιµηθεί σε ένα σαµάρι (σαµάρ ), το οποίο το γύριζαν ανάποδα. Οι συνθήκες υγιεινής, βέβαια, ήταν τροµερές από το ιδρώτα και τη µυρωδιά του σαµαριού. 5 Είδος κουνιστού ξύλινου κρεβατιού µωρού της παλιάς εποχής. 4
Οι δεµατάδες (διµατάδις): εµατάδες λέγονταν αυτοί που έρχονταν πίσω από τους θεριστάδες, συγκέντρωναν τους σιταροσωρούς σε µεγαλύτερους σωρούς και τους έδεναν σε δεµάτια. Οι δεµατάδες εργάζονταν ως εξής: Από το προηγούµενο απόγευµα θέριζαν µία ποσότητα σιταροκαλαµιών, από τις πιο καλά αναπτυγµένες. Η ποσότητα ανάλογη µε τον αριθµό των δεµατιών που υπολόγιζαν, ότι θα δέσουν την επόµενη ηµέρα. Αυτή την ποσότητα των σιταροκαλαµιών την έριχναν µέσα στο νερό και την πλάκωναν, από επάνω, µε πέτρες, ώστε να µένει συνέχεια µέσα σ αυτό. Μέσα στο νερό έµεναν, οι σιταροκαλαµιές, όλη τη νύχτα και, την επόµενη το πρωί, είχαν µαλακώσει τόσο πολύ, που, άµα προσπαθούσες να τις σπάσεις, λυγίζοντάς τις, δεν έσπαζαν. Το πρωί λοιπόν, της άλλης µέρας, έβγαζαν τις µουσκεµένες σιταροκαλαµιές από το νερό και τις άφηναν λίγο για να στραγγίσουν. Τώρα ήταν έτοιµες για να κατασκευάσουν τα δεµατικά (διµατ κά). Τα δεµατικά τα κατασκεύαζαν µε την ακόλουθη µέθοδο: Έπαιρναν δύο µέτριες χεριές από τη µαλακωµένη σιταροκαλαµιά και τις κρατούσαν, από µία, σε κάθε χέρι και από την πλευρά που ήταν τα στάχυα. Με έναν ειδικό τρόπο έδεναν τις χεριές τη µία µε την άλλη και δένονταν τόσο καλά που, όσο και να τις τραβούσες, δεν λύνονταν. Αυτό που προέκυπτε, από την ανωτέρω εργασία, ήταν το δεµατικό. Εν τω µεταξύ, οι θεριστάδες, είχαν προχωρήσει αρκετά στο θέρισµα και είχαν δηµιουργήσει, πίσω τους, σηµαντικό αριθµό από σιταροσωρούς, όπως φαίνεται στη φωτογραφία Νο 2. Έρχονταν, τώρα, ο δεµατάς και άπλωνε, στο έδαφος, ένα δεµατικό. Στη συνέχεια µάζευε σιταροσωρούς και τους έβαζε επάνω στο δεµατικό, σε τρόπο ώστε, αυτοί, να είναι στη µέση του δεµατικού και λίγο προς την κοµµένη πλευρά των σιταροκαλαµιών. Όταν συγκεντρώνονταν µία ποσότητα σιταροκαλαµιών, ανάλογα µε το µήκος του δεµατικού, τότε τις έδενε σφιχτά µε αυτό και πάλι µε έναν ειδικό κόµπο. Αυτό που προέκυπτε, µετά την εργασία αυτή, ήταν το δεµάτι (διµάτ ). Αυτός που δεµατοποιεί τις σιταροκαλαµιές φαίνεται στη φωτογραφία Νο 3. Είναι η γυναίκα που φαίνεται πίσω από τους θεριστάδες. Τέλος, τα δεµάτια, συγκεντρώνονταν σε ορισµένα σηµεία, για να είναι έτοιµα προς φόρτωση στα ζώα, προκειµένου να µεταφερθούν στο αλώνι, για να φτιάξουν τις θηµωνιές (θηµουνιές). Εδώ τελείωνε ο «θέρους». Η σταχοµαζώχτρα: Αφού τελείωνε η µεταφορά των δεµατιών από τα σιταροχώραφα, τότε έρχονταν, σ αυτά, οι σταχοµαζώχτρες. Οι σταχοµαζώχτρες ήταν γυναίκες των φτωχοτέρων γεωργών, οι οποίοι δεν είχαν δικά τους χωράφια και έψαχναν, στα θερισµένα σιταροχώραφα, για να µαζέψουν όσα στάχυα είχαν αποµείνει εκεί. Με τον τρόπο αυτό µάζευαν λίγο σιτάρι, για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Μία σταχοµαζώχτρα φαίνεται στην επόµενη φωτογραφία Νο 6: 5
Φωτ. Νο 6: Η Σταχοµαζώχτρα. Θαυµάστε την υπερηφάνεια και την κορµοστασιά της όµορφης Σταχοµαζώχτρας!!!!. Για να κλείσουµε όµως όµορφα «του Θέρου», σας παραθέτω, στη συνέχεια, ένα ποίηµα του χωριανού µας Βασίλη Αλεξίου από το βιβλίο του «Ο Αυλός της Ρούµελης». ΤΟΥ ΘΕΡΟΥ Βάλτε κορίτσια τις ποδιές κι αρπάξτε τα δρεπάνια κι αϊντέστε να θερίσουµε στον κάµπο, στα ρεβένια. Κι εσείς µανούλες µας γλυκιές, για χρίστε µας τ αλώνια, να ρθούµε ν αλωνίσουµε σιτάρια ευλογηµένα. Το στρίαρο στεργιώστε µας, γερόντοι πατεράδες. Μπάτε κορίτσια στη δουλειά και ανασκουµπωθείτε και τις χεριές σας, µια και µια, για αποθέστε κάτω, για να τις πάρω, ύστερα, δεµάτια να τις κάνω. Θα πεταχτώ, για µια στιγµή, στον άµπλα, στο αυλάκι, να πάρω τα δεµατικά, που τά χω να µουσκέψουν. Όταν θα αποστάσετε, κεί, στη φτελιά, ξαπλώστε, φάτε ψωµί πιέστε και το ξυδάρι. Πάρτε τραγούδια της χαράς, τα ζωντανά ν αλλάξω κι όταν θα ξαποστάσετε, για σηκωθείτε πάλι, τη µάχη να κερδίσουµε του θέρου π αρχινάµε, πριν µας αρπάξει βιαστικά ο σκάλος, το τριφύλλι.. Οι θηµωνιές (Οι θηµουνιές): Είπαµε προηγουµένως ότι τα δεµάτια ήταν έτοιµα για φόρτωµα στα ζώα. Τα ζώα που χρησιµοποιούσαν ήταν τα άλογα, τα µουλάρια και τα γουµάρια (τ άλουγα, τα µπ λάργια κι τα γ µάργια). Τα δεµάτια τα έδεναν στα σαµάρια (σαµάργια) των ζώων µε την τριχιά και µε έναν ειδικό τρόπο, ώστε να είναι στερεά δεµένα και να µην πέφτουν. Στην παρακάτω φωτογραφία, Νο 7, όπου απεικονίζονται δύο συµπαθητικά γαϊδουράκια, βλέπουµε καθαρά, στο πρώτο απ αυτά, το σαµάρι και την τριχιά που είναι κρεµασµένη απ αυτό. 6
Φωτ. Νο 7: Τα γαΐδουράκια 6 H µεταφορά των δεµατιών γίνονταν στο σηµείο, όπου θα κατασκευάζονταν οι θηµωνιές. Η θηµωνιά κατασκευάζονταν ως εξής: Ξεκαθάριζαν ένα κοµµάτι γης, δίπλα από το αλώνι, από τις πέτρες και τους θάµνους. Στη συνέχεια, τα δεµάτια που µεταφέρονταν, τα στοίβαζαν σε µορφή µεγάλης αχυροκαλύβας. Τα εξωτερικά δεµάτια, απ όλες τις πλευρές της «καλύβας», τα έβαζαν µε τα στάχυα προς το εσωτερικό, για να µην τα τρώνε τα ζώα και για να µη βραχούν σε περίπτωση βροχής. Στο επάνω µέρος τοποθετούσαν τα δεµάτια κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δηµιουργείται µία αχυρένια στέγη. Τούτο γίνονταν, για να στεγανοποιείται η θηµωνιά και να µην εισέρχεται, µέσα σ αυτή, το νερό της βροχής. Αν δεν κατασκεύαζαν τη στέγη, µε τη µορφή που προαναφέραµε και βρέχονταν τα δεµάτια, τότε θα σάπιζε το σιτάρι και θα γίνονταν άχρηστο τόσο για τους ανθρώπους, όσο και για τα ζώα. Στο τέλος κατασκεύαζαν, γύρω γύρω από τη θηµωνιά, ένα αρκετά βαθύ αυλάκι, µε έξοδο προς το χαµηλότερο σηµείο, ώστε να συγκεντρώνει και να εκτρέπει, εκτός θηµωνιάς, τα νερά της βροχής. Μία θηµωνιά βλέπουµε στη φωτογραφία Νο 5. Τώρα η θηµωνιά ήταν έτοιµη και, τα δεµάτια της, περίµεναν να αλωνιστούν. Το αλώνισµα µε τα άλογα και τα µουλάρια (Τ αλώνιζµα µι τ άλουγα κι τα µπ λάργια): Με τη λέξη αλώνισµα εννοούµε το διαχωρισµό των κόκκων του σιταριού από την καλαµιά. Αυτό είναι µία εργασία που γίνεται στο αλώνι. Για την καλύτερη κατανόηση του θέµατος σας παρουσιάζω, στην κατωτέρω φωτογραφία Νο 8, ένα σχεδίασµα, στο οποίο φαίνεται ο τρόπος µε τον οποίο γίνονταν το αλώνισµα. 6 Ο Κύριος που οδηγεί τα γαϊδουράκια είναι ο αείµνηστος Νικόλαος Κεφαλάς του ηµητρίου. 7
Φωτ. Νο 8: Σχεδίασµα αλωνιού την ώρα που γίνεται το αλώνισµα. Παρατηρώντας το σχεδίασµα µπορούµε να εξηγήσουµε ο τρόπος µε τον οποίο γίνονταν το αλώνισµα, ως εξής: Στην αρχή έπαιρναν τα δεµάτια από τη θηµωνιά, αρχίζοντας από την κορυφή της, και τα τοποθετούσαν στο αλώνι κυκλικά, γύρω γύρω από το στρίαρο 7, µε τα στάχυα προς τα επάνω. Μόλις τοποθετούσαν κάθε δεµάτι του έκοβαν το δεµατικό. Ο αριθµός των δεµατιών που τοποθετούσαν, µε αυτόν τον τρόπο, ήταν ανάλογος µε την έκταση του αλωνιού και µε τον αριθµό των αλόγων και µουλαριών που θα χρησιµοποιούσαν για το αλώνισµα. Έδεναν σταθερά, από το στρίαρο, µία µεγάλη και γερή τριχιά. Στη συνέχεια έδεναν το ένα ζώο δίπλα από το άλλο, µε άλλη τριχιά, µε έναν ειδικό τρόπο, ώστε, όταν αυτά θα έτρεχαν, να µην έπεφτε το ένα επάνω στο άλλο. Τελικά έδεναν την τριχιά των ζώων µε την τριχιά που ήταν δεµένη στο στρίαρο. Το συνολικό µήκος της τριχιάς αυτής, µαζί µε το µήκος το οποίο θα κάλυπταν τα ζώα, όταν θα έµπαιναν στο αλώνι, θα έπρεπε να είναι ίσο µε την ακτίνα του κύκλου του αλωνιού, που κάλυπταν τα τοποθετηµένα δεµάτια, µε κέντρο το στρίαρο. Θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι, για το αλώνισµα, χρησιµοποιούνταν άλογα και µουλάρια, τα οποία, από την προηγουµένη, τα καλίγωναν µε καινούρια πέταλα, για να κόβονται πιο εύκολα οι καλαµιές του σιταριού. Εδώ τελείωνε η προετοιµασία για το αλώνισµα. Τώρα έρχονταν η σειρά του αλωνιστή (τ αλουνιστή). Αλωνιστής ήταν αυτός που οδηγούσε τα ζώα κατά τη διάρκεια του αλωνίσµατος. Το οδήγηµα των ζώων γίνονταν ως εξής: Ξεκινούσε την περιφορά των ζώων κυκλικά. Στην αρχή ο διασκελισµός των ζώων ήταν πολύ δύσκολος, γιατί εµποδίζονταν από το ύψος των καλαµιών. Σιγά σιγά και όσο κατακερµατίζονταν οι καλαµιές, κάτω από τα πέταλα των ζώων, τόσο ο διασκελισµός γίνονταν ευκολότερος. Η κίνηση των ζώων γίνονταν προς την ίδια κατεύθυνση και, όσο αυτά γύριζαν, τόσο η µεγάλη τριχιά, που ήταν δεµένη σταθερά στο στρίαρο, τυλίγονταν γύρω από αυτόν. Με τον τρόπο αυτόν τα ζώα κινούνταν, σταδιακά, από την περιφέρεια προς το εσωτερικό του κύκλου του αλωνιού. Όταν τα ζώα πλησίαζαν πολύ το στρίαρο και εµποδίζονταν στην κίνησή τους, τότε τα σταµατούσε και τα έκανε µεταβολή και, το ζώο που ήταν εξωτερικό, γίνονταν εσωτερικό και η νέα κίνηση άρχιζε µε αντίθετη κατεύθυνση και από το κέντρου του κύκλου προς την περιφέρεια. Ο αλωνιστής περιφέρονταν µαζί µε τα ζώα, τα οποία τα σαλάγαγε 7 Ο στρίαρος ήταν ένας χοντρός και γερός πάσσαλος, το οποίο έµπηγαν βαθιά και στερεά στο έδαφος, στο κέντρο του αλωνιού. 8
(σαλάγαϊ) µε τις φωνές, ξαµώνοντας (ξαµώνουντας) 8, ταυτόχρονα, και το καµουτσίκι του (του καµ τσίκι τ ). Με τον τρόπο αυτό τα ανάγκαζε να κινούνται µε βηµατισµό τροχάδην. Στο ρόλο του αλωνιστή δεν ήταν µόνο ένας, αλλά εναλλάσσονταν, εκ περιτροπής, όλοι οι συµµετέχοντες στο αλώνισµα. Στο τέλος της διαδικασίας αυτής, άνθρωποι και ζώα (ανθρώπ κι ζά), είχαν ταινιάσει (τινιάσει) 9 από την πολύ την κούραση. Με το τέλος του αλωνίσµατος ήταν όλα έτοιµα, για να αρχίσει το λίχνισµα, µε το οποίο θα διαχωρίζονταν το σιτάρι (του σ τάρ ) από τα άχυρα. Στην επόµενη φωτογραφία, Νο 9, φαίνεται το πραγµατικό αλώνισµα µε τρία µουλάρια: Φωτ. Νο 9: Το πραγµατικό αλώνισµα µε τρία µουλάρια. Το λίχνισµα (Του λίχνιζµα): Για να είναι δυνατό να γίνει το λίχνισµα έπρεπε να φυσά αέρας. Αυτός ο αέρας και η φύση της τριµµένης σιταροκαλαµιάς και του σιταριού προσδιόριζε και τα εργαλεία, που έπρεπε να χρησιµοποιηθούν, για να πραγµατοποιηθεί το λίχνισµα. Τα εργαλεία αυτά φαίνονται στην επόµενη φωτογραφία Νο 10: 8 Ξαµώνοντας < από το Βυζαντινό εξαµώνω [και αυτό από το λατινικό examinare (= µετρώ)] = απλώνω το χέρι για να κτυπήσω. 9 Είχαν αποκάµει 9
Φωτ. Νο 10: Τα εργαλεία του λιχνίσµατος. Στη φωτογραφία βλέποµε, από δεξιά προς τα αριστερά, τα ακόλουθα: Ένα σιδερένιο Βουκούλι (φ κούλι), στην ένθετη φωτογραφία:. Ένα ξύλινο βουκούλι φτιαγµένο από χοντρή σανίδα. Ένα ξύλινο βουκούλι από κλαδί δέντρου. Το ξύλινο καρπολόγι (καρπουλόι), µε τη µορφή φτιαριού. Ο τρόπος χρησιµοποιήσεώς των θα αναφερθεί στη συνέχεια. Το λίχνισµα γίνονταν µε την ακόλουθη διαδικασία: Συγκέντρωναν το σιτάρι µε τα άχυρα, µετά το αλώνισµα, σε έναν µακρύ σωρό µε κατεύθυνση κάθετη προς την κατεύθυνση του ανέµου και τούτο για να πέφτουν τα άχυρα, κατά το λίχνισµα, έξω από το σωρό µε το σιτάρι. Κάρφωναν το σιδερένιο ή το ξύλινο, από κλαδί, «φ κούλι» µέσα στο σωρό και, το σιτάρι µε τα άχυρα που έπιανε, το τίναζαν ψηλά στον αέρα. Κατά τη φάση αυτή, ο αέρας, έπαιρνε τα άχυρα, σαν ελαφριά που ήταν, και τα έδιωχνε στο πλάι, έξω από το σωρό, ενώ, το σιτάρι, σαν βαρύ που ήταν, έπεφτε κατακόρυφα προς τα κάτω. Αυτό επαναλαµβάνονταν πολλές φορές, µέχρι να φύγει το πολύ άχυρο. Είχε µείνει, τώρα, το ψιλότερο άχυρο και πολύ σιτάρι. Στη συνέχεια χρησιµοποιούσαν το ξύλινο, από χοντρή σανίδα, βουκούλι, το οποίο µπορούσε να συλλάβει περισσότερο υλικό και να το πετάξει στον αέρα. Στη επόµενη φωτογραφία, Νο 11, βλέπουµε δύο γυναίκες που λιχνίζουν µε το ξύλινο, από χοντρή σανίδα, βουκούλι: 10
Φωτ. Νο 11: Οι δύο γυναίκες που λιχνίζουν. Τώρα, πλέον, τα πολλά τα άχυρα είχαν φύγει και το ξύλινο «φ κούλι» δεν µπορεί να συλλάβει υλικό και να το πετάξει ψηλά, για να φύγουν και τα πολύ ψιλά άχυρα. Για το λόγο αυτό έρχονταν η σειρά του καρπολογιού. Με το καρπολόγι έκαναν την ίδια δουλειά, όπως και µε τα βουκούλια και, τελικά, παρέµενε στο έδαφος καθαρό το σιτάρι και δίπλα, σωριασµένα, τα άχυρα. Στην επόµενη φωτογραφία, Νο 12, βλέπουµε και έναν άλλο πρακτικό τρόπο για το τελευταίο λίχνισµα: Φωτ. Νο 12: Το τελευταίο λίχνισµα. 11
Μετά από αυτό άρχιζε η µεταφορά του καρπού στα αµπάρια (αµπάργια) 10 του σπιτιού και του άχυρου στις αχυρώνες, για να έχουν τροφή, τα ζώα, το Χειµώνα. Η µεταφορά του άχυρου γίνονταν µε τα λεγόµενα βριζώνια. Τα βριζώνια που χρησιµοποιούσαν ήταν δύο ειδών, τα ξύλινα και τα σχοίνινα: Στις επόµενες φωτογραφίες, Νο 13 και Νο 14, βλέπουµε τα ξύλινα και τα σχοίνινα βριζώνια αντίστοιχα: Φωτ. Νο 13: Ξύλινα βριζώνια Φωτ. Νο 14: Σχοίνινα βριζώνια Τα ξύλινα βριζώνια ήταν κατασκευασµένα µε λεπτές και γερές ξύλινες βέργες. Τις βέργες τις έδεναν τη µία δίπλα στην άλλη, σε µία απόσταση ώστε να συγκρατούν το άχυρο, όταν γεµίζονταν µε αυτό, µε λεπτή τριχιά τη λεγόµενη καναβίδι (καναβίδ ). Τα δεσίµατα γίνονταν από ένα στις δύο άκρες των βεργών και ένα στη µέση. Ο αριθµός των βεργών ήταν ανάλογος µε την ποσότητα του αχύρου, που ήθελε, ο κατασκευαστής, να χωρέσει. Όταν σήκωναν όρθιες, οι βέργες, και τις άνοιγαν σχηµατίζονταν ένας όρθιος και ευρύς κύλινδρος, τον οποίο γέµιζαν µε άχυρο. Τα σχοίνινα βριζώνια κατασκευάζονταν από ένα δικτυωτό πλέγµα καναβιδιού σε σχήµα πεπλατυσµένης σφαίρας, τα οποία γεµίζονταν, µε άχυρο, µε έναν ειδικό τρόπο. Με τα βριζώνια αυτά µεταφέρονταν το άχυρο, όπως γράφεται προηγουµένως, στις αχυρώνες. Στη φωτογραφία Νο 7 βλέπουµε γεµάτα σχοίνινα βριζώνια φορτωµένα στο δεύτερο συµπαθητικό γαϊδαράκο. Είναι γεγονός ότι, στο χωριό µας, χρησιµοποιούσαν, σχεδόν αποκλειστικά, τα σχοίνινα βριζώνια. Εδώ τελειώνει ο θέρος και το αλώνισµα µε τη διαπίστωση ότι, όντως, ήταν και οι δύο πολύ σκληρές και επίπονες εργασίες. Εκείνο που ξεκούραζε στο τέλος, τους γεωργούς, ήταν η καλή παραγωγή και η αίσθηση ότι δεν πήγε χαµένος τόσος κόπος και τόσος ιδρώτας. Το αλώνισµα µε τις αλωνιστικές µηχανές (τ αλώνιζµα µι τ ς αλουνιστ κές µηχανές): Από πριν το 1940, ακόµη, είχαν εµφανιστεί οι αλωνιστικές µηχανές. Από την εµφάνιση των µηχανών αυτών τα πράγµατα άλλαξαν και, οι θηµωνιές, αντί να συγκεντρώνονται σε κάθε αλώνι χωριστά, συγκεντρώνονταν, όλων των χωριανών µαζί, σε ένα σηµείο το οποίο να ήταν επίπεδο και να επέτρεπε την πρόσβαση της αλωνιστικής µηχανής. Οι θηµωνιές τοποθετούνταν σε σειρές και, µεταξύ των σειρών, άφηναν 10 Αµπάρι < από το τουρκικό ambar = αποθήκη για σιτηρά, το κύτος του πλοίου. 12
κατάλληλο χώρο για την είσοδο της αλωνιστικής µηχανής. Τέτοιο σηµείο συγκεντρώσεως των θηµωνιών, υπήρχαν δύο, ένα στις ύο Γκορτσιές, Ανατολικά του Νεκροταφείου (ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, α/α 16) και ένα Νοτίως του υψώµατος Μάραθος (ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Γ», α/α 11). Στην- αρχή το αλώνισµα γίνονταν στο αλώνι των ύο Γκορτσιών, όταν, όµως, µε την κατασκευή του αντλιοστασίου, άρχισαν να φυτεύουν, τα χωράφια του αλωνιού, µε καπνό, µετέφεραν το αλώνι νοτίως του υψώµατος Μάραθος. Στα ορεινά χωριά, όπου δεν υπήρχε η δυνατότητα πρόσβασης των αλωνιστικών µηχανών, εξακολουθούσε να γίνεται το αλώνισµα µε τον παραδοσιακό τρόπο. Οι αλωνιστικές µηχανές αποτελούντο από δύο συγκροτήµατα: Τον Κύλινδρο (Κύλιντρα) και την Πατόζα. Στις επόµενες φωτογραφίες, Νο 15 και Νο 16, βλέπουµε έναν κύλινδρο και µια πατόζα, αντίστοιχα. Φωτ. Νο 15: Ο κύλιντρας Φωτ. Νο 16: Η πατόζα Ο κύλινδρος: Ήταν σαν αυτόν που βλέπετε στη φωτογραφία, ο οποίος, όµως, χρησιµοποιούνταν για την επίστρωση των οδών. Γι αυτό τόσος ο εµπρόσθιος τροχός, όσο και οι δύο οπίσθιοι, είναι λείοι, για την καλή πίεση και ισοπέδωση των υλικών της επιστρώσεως των οδών. Ο αλωνιστικός κύλινδρος είχε, στο εµπρόσθιο σύστηµα οδηγήσεως, δύο σιδερένιους τροχούς, ενώ, οι οπίσθιοι, ήταν και αυτοί σιδερένιοι, µε µεγάλα σιδερένια δόντια, περιφερειακά, για την καλύτερη πρόσφυση επί του εδάφους. Ο κύλινδρος ρυµουλκούσε την πατόζα και την τοποθετούσε στην κατάλληλη θέση µέσα στις θηµωνιές. Στη συνέχεια έπαιρνε θέση σε ορισµένη απόσταση από την πατόζα µε µέτωπο προς αυτήν. Κύλινδρος και πατόζα ενώνονταν µε έναν πολύ µεγάλο ιµάντα. ο οποίος τυλίγονταν γύρω από τον µεγάλο τροχό του Κυλίνδρου (Φωτ. Νο 15) και τον «τροχό λήψεως κίνησης από τον Κύλιντρα» της πατόζας (Φωτ. Νο 16). Κατ αυτόν τον τρόπο, ο ιµάντας, παίρνοντας την κίνηση από τον Κύλινδρο, την µετέδιδε στην πατόζα. Ο κύλινδρος λειτουργούσε µε ατµό, ο οποίος παράγονταν από ένα κατάλληλο σύστηµα νερού και φωτιάς από ξύλα. Το σύστηµα αυτό λειτουργούσε στο πίσω µέρος του Κυλίνδρου. Η πατόζα: Η πατόζα λάµβανε την κίνηση από τον Κύλινδρο, όπως αναφέρθηκε προηγουµένως. Η µεγάλη διαφορά της διαµέτρου του τροχού του κυλίνδρου, από αυτόν της πατόζας, είχε σαν συνέπεια, ο κινητήριος τροχός της πατόζας, να περιστρέφεται µε 13
µεγάλη ταχύτητα. Από τον τροχό αυτό έπαιρναν κίνηση και όλοι οι άλλοι τροχοί της πατόζας. Από ειδική καταπακτή, την κορυφή της πατόζας, έριχναν, µέσα σ αυτή, τα δεµάτια του σιταριού, αφού, πρώτα, τους έκοβαν το δεµατικό. Αυτός που έκαµε τη δουλειά αυτή τον έλεγαν «κόφτη». Στον κόφτη ανέβαζαν τα δεµάτια, µε µεγάλα βουκούλια, οι «πασσαδόροι» ( ηλαδή, αυτοί, έκαναν «πάσσα», τα δεµάτια, στον κόφτη). Από εκεί και πέρα, η πατόζα, διαχώριζε τον καρπό του σιταριού από τις καλαµιές, τις οποίες κατακερµάτιζε και τις συσσώρευε, στο πίσω µέρος, µε ένα µεγάλο χωνί και δηµιουργούνταν, έτσι, τα λεγόµενα «λαµνιά» του αχύρου. Ο καρπός του σιταριού έπεφτε, από το µέσο του δεξιού µέρους τις πατόζας µε έναν σωλήνα. Με έναν ειδικό µηχανισµό, ο καρπός, χύνονταν µέσα στα τσουβάλια και ήταν έτοιµος για µεταφορά. Κατά τη 10ετία του 1950 έκαµε την παρουσία της µία ευρεσιτεχνία του Γεωργίου Πλαστήρα. Ο Πλαστήρας προσάρµοσε µία πατόζα, δικής του επινοήσεως, επάνω στο σασί ενός µεγάλου οχήµατος, Η πατόζα, τώρα, έπαιρνε κίνηση από τον κινητήρα του οχήµατος και, έτσι, καταργήθηκε ο κύλινδρος. Είχαµε, δηλαδή, µία αυτοκίνητη αλωνιστική µηχανή. Τη µηχανή αυτή τη βλέπουµε στην επόµενη φωτογραφία Νο 17: Φωτ. Νο 17: Η αυτοκίνητη αλωνιστική µηχανή του Γεωργίου Πλαστήρα. Η µηχανή αυτή έτυχε της συµπαθείας και τις προτιµήσεως των χωρικών, τόσο γιατί ήταν ένα κατασκεύασµα Ελληνικό, όσο και γιατί ήταν ισάξια και, µάλλον, καλύτερη των λοιπών. Τη µηχανή αυτή τη βλέπουµε, σε πλήρη δράση, στην επόµενη φωτογραφία Νο 18: 14
Φωτ. Νο 18: Η αλωνιστική του Πλαστήρα σε πλήρη δράση. Η Μηχανή αλωνίζει στο Κωσταλέξι. Στο βάθος φαίνεται η Οίτη Τώρα, βέβαια, δεν υπάρχουν αυτές οι παλιές αλωνιστικές µηχανές. Η σύγχρονη τεχνολογία παρουσίασε νέες θεριζοαλωνιστικές µηχανές, οι οποίες θερίζουν και αλωνίζουν, ταυτόχρονα, τις σιταροκαλαµιές στα ίδια τα σιταροχώραφα. 15