ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΡΑΧΕΙΑΣ ΠΕΥΚΗΣ ( Pinus brutia) ΣΕ ΚΑΜΕΝΗ ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ



Σχετικά έγγραφα
Δομή της παρουσίασης.

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Αναδάσωση. Εισαγωγή. Το δάσος. Η φωτιά. Αναδάσωση: φυσική ή τεχνητή;

Μεταπυρική Διαχείριση Δασών Ψυχρόβιων Κωνοφόρων

ΥΛΗ Προστασία και Διαχείριση Περιβάλλοντος Ευριπίδου 18, Αθήνα

Ο.Ε.Φ. / Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

Τα καμένα δάση της Ευρωστίνης

Δάση & Πυρκαγιές: αναζητείται ελπίδα

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΜΑΖΟΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΛΕΠΙΟ ΠΕΥΚΗ (PINUS HALEPENSIS) ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΑΤΟΪΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ»

Αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης των περιοχών έρευνας από δασοκομική και οικοφυσιολογική άποψη

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Πάρνηθας. Ομάδα έργου: Γ. Ζαρείφης Ηλ. Ντούφας Γ. Πόθος Κ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Άσκηση: Αναπαραγωγική Βιολογία Μεσογειακών πεύκων

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

Πέτρος Κακούρος και Αντώνης Αποστολάκης

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

LIFE08 NAT/CY/ Δράση Γ.5: Εμπλουτισμός των πληθυσμών των υπό μελέτη ειδών

ΣΗΨΙΡΡΙΖΙΕΣ ΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΡΩΝ ΑΠΟ ΜΥΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ARMILLARIA

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

Ολοκληρωμένη διαχείριση ζιζανίων

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΑ ΔΑΣΗ ΜΑΣ ΣΧ. ΕΤΟΣ

Περιβαλλοντικά Συστήματα

Προσαρµογήτης ιαχείρισηςτων ασώνστηνκλιµατικήαλλαγήστηνελλάδα: ασαρχείο Πάρνηθας


ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11

Οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στα ξηροθερμοόρια δασικών ειδών: Η Δασική πεύκη Πιερίων

ΑΣΚΗΣΗ. Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες

AdaptFor Προσαρμογή της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΥΠΟΕΡΓΟ 6 Αξιοποίηση βιοχημικών δεδομένων υποδομής Αξιολόγηση κλιματικών και βιογεωχημικών μοντέλων. Πανεπιστήμιο Κρήτης - Τμήμα Χημείας

Σχεδιάζοντας με οικολογικά κριτήρια τη μεταπυρική διαχείριση των δασών μας

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου;

ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΣΟΠΟΝΙΑΣ

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΚΑ ΦΥΤΑ

"ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΩΝ ΦΡΥΓΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ"

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΜΑΚΡΑΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Oι Κατηγορίες Κλιμάτων :

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Πρόλογος Οργανισμοί...15

Η φινλανδική λέξη τούνδρα υποδηλώνει τις επίπεδες και χωρίς δέντρα περιοχές, που απαντώνται στο βόρειο ημισφαίριο και παρεμβάλλονται ανάμεσα στους

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑ ΠΑΝΙΔΑ

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη

Συντήρηση φυτικού και ζωικού βασιλείου. Σύνολα ομοειδών αντικειμένων παρουσιάζουν κοινές ιδιότητες

Ανακοίνωση για υπηρεσίες οικοφυσιολόγου

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα»

Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΝ ΡΑ (ΣΕΛ. 3) 2. ΠΟΣΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥΝ ΡΑΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ 3. ΖΩΑ ΚΑΙ ΦΥΤΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ 4. ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ (ΣΕΛ.

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας

Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Κατεύθυνση Τεχνολογιών Φυσικού Περιβάλλοντος. ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

''Σεπτέμβριος 2015: οι ακραίες μέγιστες θερμοκρασίες στο 1ο δεκαήμερο και κλιματολογικά στοιχεία του μήνα''

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ

Τα Ελληνικά δάση και η Κλιματική Αλλαγή

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ. Κωνσταντίνος Λιαρίκος. Κωνσταντίνος Λιαρίκος, Κατανοώντας το ζήτημα των αλλαγών χρήσεων γης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Οι δράσεις αποκατάστασης του καμένου δάσους μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία

LIFE10 NAT/CY/ Βελτίωση της κατάστασης διατήρησης του οικότοπου προτεραιότητας 9560* στην Κύπρο

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 1 ο ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΑΠΕΙΛΕΣ

Διαχείριση και Προστασία των Κυπριακών Δασών

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Περιβαλλοντικά Συστήματα

Νεοφυτικός αιώνας (περίοδος των Αγγειοσπέρμων)

ΦΥΣΙΚΗ -ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΕΔΑΦΟΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Ιδίως των μεταλλείων και λατομείων)

Η παρακολούθηση των δασών στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

Κ ι λ µα µ τι τ κές έ Α λλ λ α λ γές Επι π πτ π ώ τ σει ε ς στη τ β ιοπο π ικιλό λ τη τ τα τ κ αι τ η τ ν ν ά γρια ζ ωή

Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωγραφική εξάπλωση των εντόμων-εισβολέων

1. Τα αέρια θερµοκηπίου στην ατµόσφαιρα είναι 2. Η ποσότητα της ηλιακής ακτινοβολίας στο εξωτερικό όριο της ατµόσφαιρας Ra σε ένα τόπο εξαρτάται:

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

LIFE PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα μέσω μιας δομημένης προσέγγισης

Η ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

Απόψεις για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής

Οικολογικό περιβάλλον της ελιάς Γεωγραφικό πλάτος

ΓΕΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΚΛΙΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ και ΚΛΙΜΑ ΕΛΛΑ ΟΣ

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Θ Δημοτικό Σχολείο Πάφου. «Κουπάτειο» Τάξη : Δ

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Βελτίωση και Προστασία Δασογενετικών Πόρων. Στρατηγικές Βελτίωσης

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ

Κλιματική αλλαγή και συνέπειες στον αγροτικό τομέα

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΜΣ «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΡΑΧΕΙΑΣ ΠΕΥΚΗΣ ( Pinus brutia) ΣΕ ΚΑΜΕΝΗ ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΦΕΒΡΑΝΟΓΛΟΥ ΠΕΤΡΟΣ ΑΜ:145/200428 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΟΥΤΣΙ ΟΥ, Λέκτορας Τµήµα Περιβάλλοντος Πανεπιστήµιο Αιγαίου ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2005

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΜΣ «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΡΑΧΕΙΑΣ ΠΕΥΚΗΣ ( Pinus brutia) ΣΕ ΚΑΜΕΝΗ ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΦΕΒΡΑΝΟΓΛΟΥ ΠΕΤΡΟΣ ΑΜ:145/200428 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΟΥΤΣΙ ΟΥ, Λέκτορας Τµήµα Περιβάλλοντος Πανεπιστήµιο Αιγαίου ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2005 1

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θεωρώ υποχρέωση µου να ευχαριστήσω θερµά την υπεύθυνη Καθηγήτρια µου και µέλος της Τριµελούς Επιτροπής, Λέκτορα του τµήµατος Περιβάλλοντος του Πανεπιστηµίου Αιγαίου ρ. Ευγενία Κουτσίδου, για την πολύτιµη βοήθεια της στην προετοιµασία και οργάνωση της διπλωµατικής µου διατριβής, την πρόθυµη και υποµονετική καθοδήγηση της καθ όλη τη διάρκεια της συγγραφής της και την αµέριστη συµπαράσταση της. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την φίλη και συνάδελφο, µεταπτυχιακή φοιτήτρια του Π.Μ.Σ Γεωργία και Περιβάλλον, του τµήµατος Περιβάλλοντος του Πανεπιστηµίου Αιγαίου, Ελένη Αλατζά για την πολύτιµη βοήθεια της κατά τη διάρκεια των πειραµατικών µετρήσεων αυτής της διατριβής και για την ηθική συµπαράσταση της. Εκφράζω την ευγνωµοσύνη µου στους γεωπόνους και φίλους µου Αναστάσιο Κατσιλέρο και ηµήτρη Βασιλόπουλο για την βοήθεια τους στην ανάλυση των αποτελεσµάτων αυτής της εργασίας και τις χρήσιµες υποδείξεις τους για την χρήση του στατιστικού προγράµµατος JMP SAS Institute που χρησιµοποίησα για την ανάλυση αυτή. Τέλος ευχαριστίες αλλά και ευγνωµοσύνη θα ήθελα να εκφράσω σε όλους εκείνους που µε στήριξαν υλικά και κυρίως ηθικά σε όλο το χρονικό διάστηµα που απαιτήθηκε για την ολοκλήρωση της διατριβής αυτής. 2

Στην οικογένεια µου 3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ 6 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 7 1.1 Η ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 7 1.1.1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ 7 1.1.2 ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΛΙΜΑ 9 1.1.3 Η ΕΠΙ ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΣΤΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 11 1.1.4 ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ 13 1.1.5 Η ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ 14 1.2 ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΤΩΝ ΚΑΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ 16 1.3 ΤΡΑΧΕΙΑ ΠΕΥΚΗ (Pinus brutia) 19 1.3.1 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 19 1.3.2 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΠΕΥΚΟ ΑΣΩΝ 20 1.3.3 ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ 24 1.3.4 ΥΠΕΡΓΕΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ 26 1.3.5 Ε ΑΦΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ 28 1.3.6. ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ 29 1.3.7 ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΑΡΤΙΒΛΑΣΤΩΝ 30 1.3.8 ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΝΕΑΡΩΝ ΠΕΥΚΩΝ (Pinus brutia) 31 1.3.9 ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΚΑΙ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΛΙΜΑ, Ε ΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 32 1.4 ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΠΕΥΚΟ ΑΣΟΥΣ 33 1.5 ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 35 2. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ 36 2.1 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 36 2.2 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 37 2.3 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 39 4

2.4 ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ 41 3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 44 3.1.1 ΈΚΘΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ. 45 3.1.2. ΈΚΘΕΣΗ ΥΤΙΚΗ. 47 3.1.3. ΈΚΘΕΣΗ ΒΟΡΕΙΑ. 49 3.2 ΕΙΚΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ 52 3.3 ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΥΓΡΑΣΊΑΣ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΥ ΦΥΤΑΡΙΩΝ 54 3.4 ΥΨΟΣ ΦΥΤΑΡΙΩΝ 58 3.4.1 ΥΨΟΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ 58 3.4.2 ΥΨΟΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΖΩΝΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΛΑΓΙΑΣ 61 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ 63 5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 67 5

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην παρούσα εργασία µελετήθηκε η µεταπυρική αναγέννηση τραχείας πεύκης (Pinus brutia), 13 χρόνια µετά από πυρκαγιά που αποτέφρωσε 4160 στρέµµατα πευκοδάσους στην Λέσβο. Η µελέτη έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2005. Στην περιοχή µελέτης ελήφθησαν συνολικά 90 δοκιµαστικές επιφάνειες (10 m x 10 m), από τρεις περιοχές µε διαφορετική έκθεση ( υτική, Ανατολική Νοτιοανατολική, Βόρεια). Κάθε περιοχή (πλαγιά) χωρίστηκε σε τρεις ζώνες (χαµηλή, µεσαία, υψηλή). Τα φυτάρια κατατάχθηκαν σε τέσσερις κλάσεις ως προς το ύψος τους (1-30 cm, 31-60 cm, 61-100 cm και >100 cm). Για κάθε θέση επί της πλαγιάς, σε κάθε περιοχή υπολογίστηκε ο δείκτης φυσικής αναγέννησης. Στις περιοχές που µετρήθηκε η αναγέννηση υπολογίστηκαν µε ακρίβεια οι κλίσεις του εδάφους για κάθε ζώνη επί της πλαγιάς. Επιπλέον προσδιορίστηκε η υγρασία του εδάφους για πληρέστερη συσχέτιση του εδάφους και της αναγέννησης. Συνολικά, η µέση πυκνότητα φυταρίων για την περιοχή µελέτης ήταν 0,25 φυτάρια/m 2. Όπως προέκυψε από την ανάλυση των αποτελεσµάτων της µελέτης, ο είκτης Αναγέννησης επηρεάζεται στατιστικά σηµαντικά από την θέση επί της πλαγιάς. Αντίθετα, η έκθεση της περιοχής δεν επηρέασε στατιστικά σηµαντικά την φυσική αναγέννηση. Αναφορικά µε το ύψος, δεν παρατηρούνται στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των εκθέσεων, αλλά µόνο µεταξύ των ζωνών της κάθε πλαγιάς. Τα περισσότερα φυτάρια είχαν ύψος 61-100 cm (ποσοστό 44,8%), το 28% είχε ύψος 31-60 cm, ακολουθούν τα φυτάρια µε ύψος µεγαλύτερο από ένα µέτρο (21,9%) και τέλος ένα µικρό ποσοστό (5,3%) είχε ύψος µέχρι 30 cm. 6

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Η ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 1.1.1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ Η φωτιά είναι ένα φυσικό φαινόµενο που συνοδεύει τα χερσαία οικοσυστήµατα από τη στιγµή που εµφανίστηκαν στη γη (Komarex, 1973; Agee, 1974). Πολύ πριν µάθει ο άνθρωπος να την χρησιµοποιεί, οι κυριότερες φυσικές αιτίες ανάφλεξης της βλάστησης ήταν οι κεραυνοί και η ηφαιστειακή δραστηριότητα (Taylor, 1973). Σε ορισµένες περιοχές, όπως στις κεντροδυτικές ΗΠΑ, οι κεραυνοί εξακολουθούν να διαδραµατίζουν και σήµερα σηµαντικό ρόλο ως φυσικό αίτιο εκδήλωσης πυρκαγιών (Taylor, 1973). Η φωτιά αποτελεί αναπόσπαστο κοµµάτι πολλών οικοσυστηµάτων, συµπεριλαµβανοµένων και των Μεσογειακών. Ο άνθρωπος από πολύ νωρίς την χρησιµοποίησε σαν διαχειριστικό µέσο. Έχει αναφερθεί ότι από την Παλαιολιθική εποχή χρησιµοποιήθηκε εσκεµµένα για την διευκόλυνση του κυνηγιού και της συγκέντρωσης της τροφής. Οι πρώτες µαρτυρίες για ανθρωπογενείς αλλαγές στα Μεσογειακά οικοσυστήµατα µέσω της χρήσης της φωτιάς αναφέρονται στη Νεολιθική εποχή (Navef, 1975). Έκτοτε στη Μεσογειακή λεκάνη αναπτύχθηκαν πολλοί πολιτισµοί, ορισµένοι από αυτούς µε µεγάλη πυκνότητα πληθυσµού, βασισµένοι στη χρήση της φωτιάς και στη γεωργία. Σύµφωνα µε την Ελληνική Μυθολογία, ο Προµηθέας έκλεψε τη φωτιά από τους Θεούς και την δώρισε στον άνθρωπο. Η ιστορική αναδροµή στους προσωκρατικούς φιλοσόφους αποκαλύπτει ότι στα στοιχεία του σύµπαντος, εκτός από τον αέρα, τη γη (Αναξιµένης) και το νερό (Θαλής), συµπεριλαµβάνεται και η φωτιά (Ηράκλειτος). Πλήθος αναφορών, σχετικών µε τις δασικές πυρκαγιές, στον Όµηρο και τους κλασσικούς συγγραφείς αποδεικνύουν ότι η φωτιά είναι στοιχείο άµεσα συνδεδεµένο µε το Μεσογειακό κλίµα. Στους προϊστορικούς χρόνους, η Ελλάδα πιστεύεται ότι ήταν πλήρως καλυµµένη µε πυκνά δάση και µοναδική εξαίρεση αποτελούσαν οι ψηλές κορυφές. Σύµφωνα µε την ίδια πηγή, η µείωση της δασοκάλυψης ήταν αποτέλεσµα της φωτιάς και 7

ξεκίνησε από την εισβολή στη χώρα φυλών (Αχαιοί και ωριείς) που την χρησιµοποίησαν ως εργαλείο. Υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά που κάνουν τα Μεσογειακά οικοσυστήµατα να διαφέρουν από αυτά της υπόλοιπης Ευρώπης. Οι διαφορές αυτές σχετίζονται µε το κλίµα, τις έντονες ανθρωπογενείς επιδράσεις και το ρόλο της φωτιάς (Pausas and Vallejo, 1999). Η φωτιά θεωρείται ως ένας οικολογικός παράγοντας που συνόδευσε για χιλιετίες το Μεσογειακό κλίµα και τα Μεσογειακά οικοσυστήµατα. Η συχνή παρουσία της επέδρασε στην εξέλιξη της Μεσογειακής χλωρίδας, καθώς και στη διαµόρφωση των Μεσογειακών τοπίων µε την παρούσα µορφή (Le Houerou, 1987; Navef, 1991). Η χρήση της από τον άνθρωπο έχει ανατρέψει σε πολλές περιπτώσεις την ισορροπία που δηµιουργήθηκε από τη µακροχρόνια φυσική δράση της σε αυτά τα οικοσυστήµατα (Traubaud, 1981). Από τη στιγµή που ο άνθρωπος κατάφερε να προκαλέσει την εκδήλωση της φωτιάς, τη χρησιµοποίησε µε µεγάλη συχνότητα σε συνδυασµό µε άλλες δραστηριότητες, όπως η κτηνοτροφία και η γεωργία, µε καταστροφικά πολλές φορές αποτελέσµατα (Traubaud, 1981). Όταν η κανονική συχνότητα εµφάνισης της πυρκαγιάς αυξηθεί από ανθρωπογενείς ενέργειες, τότε επιδρά ως καταστρεπτικός παράγοντας, ακόµα και για αυτά οικοσυστήµατα. ιαπλάσεις φρυγάνων σε άγονα εδάφη είναι αποτέλεσµα επανειληµµένων πυρκαγιών. Την κατάσταση αυτή επιτείνει ο συνδυασµός των κλιµατικών και τοπογραφικών συνθηκών που επικρατούν στις παραµεσόγειες περιοχές, καθώς και η υπερβόσκηση που συνήθως ακολουθεί και έχουν σαν αποτέλεσµα την έντονη διάβρωση, σοβαρή υποβάθµιση και συχνά αποβράχωση του τόπου. Οι διαφορές στην εµφάνιση των πυρκαγιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες αντανακλούν τις πρόσφατες κοινωνικοοικονοµικές αλλαγές που σηµειώθηκαν στις Ευρωπαϊκές παραµεσόγειες χώρες. Η βιοµηχανοποίηση των χωρών αυτών οδήγησε σε ερήµωση των αγροτικών περιοχών ή σταδιακή αστικοποίηση τους, αύξηση της γεωργικής εκµηχάνισης και µείωση της βοσκητικής πίεσης και της υλοτοµίας (Le Houerou, 1993). Οι αλλαγές στις παραδοσιακές χρήσεις γης και του τρόπου ζωής είχαν σαν αποτέλεσµα την εγκατάλειψη µεγάλων καλλιεργούµενων περιοχών, οι οποίες σταδιακά καλύφθηκαν εκ νέου µε φυσική βλάστηση, αυξάνοντας έτσι την καύσιµη ύλη 8

(Rego, 1992). Στη Νότια Ευρώπη η ανθρώπινη δραστηριότητα αύξησε δραµατικά την συχνότητα των πυρκαγιών σαν συνέπεια της εγκατάλειψης της γης και της τουριστικής πίεσης. Οι Pinol και Terradas (1996) βρήκαν ότι υπάρχει σηµαντική συσχέτιση ανάµεσα στην πυκνότητα του πληθυσµού και την συχνότητα εµφάνισης των πυρκαγιών στις Μεσογειακές περιοχές της Ιβηρικής χερσονήσου. Αυτή η τάση δεν παρατηρήθηκε σε περιοχές της λεκάνης της Μεσογείου όπου οι χρήσεις γης διατήρησαν το παλιότερο κοινωνικοοικονοµικό σύστηµα. 1.1.2 ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ - ΚΛΙΜΑ O Le Houerou (1987) επισηµαίνει πως η φύση, η δοµή και η σύνθεση των Μεσογειακών δασών και θαµνώνων καθιστούν τα συγκεκριµένα οικοσυστήµατα εύφλεκτα, αποδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις µετεωρολογικές συνθήκες. Το Μεσογειακό κλίµα χαρακτηρίζεται από χειµερινές βροχοπτώσεις µε µεγάλη διακύµανση από έτος σε έτος (µέσο ετήσιο ύψος βροχής 275-975 mm) και ξηρό θερµό καλοκαίρι. Στη διάρκεια ενός τουλάχιστον από τους χειµερινούς µήνες η µέση θερµοκρασία πρέπει να είναι µικρότερη από 15 ο C και η συνολική διάρκεια παγετού µικρότερη του 3% του έτους. Το Μεσογειακό κλίµα χαρακτηρίζει διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της γης, όπως η Καλιφόρνια, η κεντρική Χιλή, η νότια και νοτιοδυτική Αυστραλία και φυσικά η λεκάνη της Μεσογείου. Οι περιοχές αυτές βρίσκονται µεταξύ 32 ο 42 ο βόρεια και νότια του Ισηµερινού (Αριανούτσου Φαραγγιτάκη, 1979; Margaris, 1980). Οι πυρκαγιές τείνουν να συγκεντρώνονται το καλοκαίρι, όταν οι θερµοκρασίες είναι υψηλές και η υγρασία της ατµόσφαιρας χαµηλή. Οι υψηλές θερµοκρασίες που επικρατούν στις Μεσογειακές χώρες κατά τους θερινούς µήνες, σε συνδυασµό µε την εξαιρετικά χαµηλή διαθεσιµότητα νερού την ίδια περίοδο, προκαλούν ταχεία αποξήρανση, τόσο στα ποώδη φυτά του υπορόφου των οικοσυστηµάτων, όσο και σε δοµές των πολυετών θάµνων και δέντρων. Τα είδη αποβάλλουν µαζικά φύλλα και κλαδιά, τα οποία µαζί µε τα νεκρά ποώδη φυτά συγκροτούν µια πολύ εύφλεκτη στρωµνή. Τα ίδια φυτά εξάλλου παράγουν ουσίες που τα καθιστούν εύφλεκτα, όπως ρητίνη, αιθέρια έλαια κλπ. Στην Ελλάδα το 90% της έκτασης που καίγεται κάθε χρόνο αντιστοιχεί σε Μεσογειακά οικοσυστήµατα (24% σε πευκοδάση και 66% σε φρύγανα και µακί, Αριανούτσου, 1998). 9

Μελέτες σχετικές µε το κλίµα της Μεσογειακής λεκάνης προβλέπουν αύξηση της θερµοκρασίας, µείωση των βροχοπτώσεων κατά τους καλοκαιρινούς µήνες και κατ επέκταση µελλοντική έλλειψη νερού (Hougthon et al., 1996). Οι αλλαγές αυτές θα οδηγήσουν σε αύξηση της πιθανότητας εκδήλωσης και µετάδοσης των πυρκαγιών (Pinol et al., 1998). Οι κλιµατικές αλλαγές που προβλέπεται να συµβούν στο µέλλον είναι πιθανόν να προκαλέσουν αύξηση του κινδύνου πυρκαγιών, όχι µόνο στην περιοχή της Μεσογείου, αλλά και σε άλλες περιοχές του πλανήτη (Torn and Friend, 1992). Υπολογίστηκε ότι πριν από την εµφάνιση του ανθρώπου, τα µεσογειακά δάση καίγονταν από φυσικές αιτίες κάθε 100-120 χρόνια. Από τα δασικά είδη, τα περισσότερο εύφλεκτα είναι τα κωνοφόρα, διότι περιέχουν µεγάλες ποσότητες αιθέριων ελαίων και σε µικρότερο βαθµό τα πλατύφυλλα είδη. Αναµφίβολα, οι πυρκαγιές των δασών της χαλεπίου και τραχείας πεύκης είναι πιο συνηθισµένες, αλλά ταυτόχρονα και οι πιο καταστρεπτικές, επικίνδυνες και δύσκολες στην αντιµετώπισή τους. Αυτό οφείλεται στο ότι στα δάση αυτά υπάρχει συνήθως σωρευµένο στο έδαφος παχύ φυλλόστρωµα και πυκνός υπόροφος από αείφυλλα πλατύφυλλα (πουρνάρι, σχίνος, φυλλίκι, κουµαριά) και φρύγανα, στοιχεία που, αν συνδυαστούν µε τα χαρακτηριστικά της κλιµατικής και εδαφικής ζώνης την οποία αναπτύσσονται τα πευκοδάση της χαλεπίου και τραχείας πεύκης και την ανθρώπινη πίεση που δέχονται, ανεβάζουν σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα τους δείκτες επικινδυνότητας εκδήλωσης, εξάπλωσης και καταστρεπτικότητας της πυρκαγιάς. Τα είδη που αποτελούν τον υπόροφο των συστάδων είναι εξαιρετικά εύφλεκτα και αποτελούν εστίες υψηλού κινδύνου πρόκλησης πυρκαγιών (Τσιτσώνη, 1991). Στην Ελλάδα τα Μεσογειακά οικοσυστήµατα καλύπτουν ένα ποσοστό 40% περίπου της συνολικής έκτασης της χώρας (Arianoutsou Faraggitaki, 1984). Τα οικοσυστήµατα αυτά διακρίνονται σε τρεις µεγάλες κατηγορίες: α. Φρύγανα (κυριαρχούνται από εποχιακά διµορφικούς θάµνους και ηµιθάµνους), β. Μακί (θαµνώδη µε αείφυλλα, σκληρόφυλλα φυτά) και γ. Μεσογειακά πευκοδάση, µε κυρίαρχα δασικά είδη τη χαλέπιο και την τραχεία πεύκη (Pinus halepensis και P. Brutia, αντίστοιχα). Η τελευταία κατηγορία των Μεσογειακών οικοσυστηµάτων συγκροτεί τα σηµαντικότερα και ίσως περισσότερο ευπαθή δασικά οικοσυστήµατα της Νότιας Ευρώπης. 10

1.1.3 Η ΕΠΙ ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΣΤΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Η φωτιά προκαλεί σοβαρές άµεσες, έµµεσες και µακροχρόνιες επιπτώσεις τόσο στο βιοτικό, όσο και στο αβιοτικό µέρος των οικοσυστηµάτων. Για ένα δασικό οικοσύστηµα οι πυρκαγιές αποτελούν µια απότοµη και καταστρεπτική αλλαγή στην κατάσταση της οικονοµίας των θρεπτικών στοιχείων. Οικοσυστήµατα που διατηρούνταν για δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια µε µια ισορροπία ροής των θρεπτικών στοιχείων, µετατοπίζονται βίαια σε κατάσταση πλήρους αποδιοργάνωσης τους. Ένα τµήµα του οικοσυστήµατος, η ζώσα βιοµάζα και ο δασικός τάπητας, καταστρέφεται σχεδόν ολοσχερώς, ελευθερώνοντας σε βραχύτατο χρονικό διάστηµα όλα τα στοιχεία θρέψης και ενέργειας που ήταν εκεί αποθηκευµένα. Οι σηµαντικότερες άµεσες συνέπειες της πυρκαγιάς συνοψίζονται στην αύξηση της θερµοκρασίας του αέρα και της επιφάνειας του εδάφους, στην αποτέφρωση του συνόλου ή µέρους του υπέργειου οργανικού υλικού, σε βαθµό ανάλογο της έντασης και προώθησης του µετώπου και στην καταστροφή της πανίδας της περιοχής. Μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς ακολουθεί µια αλληλουχία γεγονότων που αναφέρονται ως έµµεσα αποτελέσµατα. Πρόκειται για τις διαδικασίες που οδηγούν στην αποκατάσταση της αρχικής δοµής και δυναµικής των οικοσυστηµάτων. Στις αρχικές φάσεις της διαδοχής κυριαρχούν στη βλάστηση τα ετήσια φυτά που σπερµοβλαστούν, τα γεώφυτα των οποίων τα υπόγεια τµήµατα δεν επηρεάζονται από τη φωτιά και οι θάµνοι που παραβλαστάνουν (Naveh, 1973; Αριανούτσου-Φαραγγιτάκη, 1979). Στη συνέχεια τα ποώδη φυτά υποχωρούν καθώς τα ξυλώδη καλύπτουν το χώρο και σταδιακά η βλάστηση επανακτά τη φυσιογνωµία που είχε πριν τη πυρκαγιά. Η φωτιά µεταβάλλοντας τα χαρακτηριστικά της βλάστησης επηρεάζει έµµεσα την θερµοκρασία και την υγρασία του εδάφους. Επιπλέον, η βλάστηση και οι οργανικοί ορίζοντες του εδάφους συνιστούν το χώρο δραστηριότητας, αναζήτησης τροφής και καταφυγίου των ζώων. Κατά συνέπεια η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ζώων επηρεάζεται από τις µεταβολές που προκαλεί η φωτιά στη βλάστηση. Στα αρχικά στάδια της πορείας επανάκαµψης της βλάστησης η µικρή πυκνότητα του θαµνώδους ορόφου και η µείωση της κάλυψης του εδάφους ευνοούν τις µετακινήσεις των µεγάλων θηλαστικών και πουλιών (Lyon et al., 1978; Chandler et al., 1983). Από την άλλη πλευρά, η µείωση του όγκου των φυλλωµάτων και των βλαστών έχει σαν αποτέλεσµα τη µείωση του αριθµού των ειδών της επιφυτικής 11

πανίδας. Εξαιτίας των µεταβολών της φυσιογνωµίας της βλάστησης µεταβάλλεται µακροχρόνια και η διαθεσιµότητα τροφής για τα περισσότερα ζώα. Παρά τις καταστρεπτικές συνέπειες των πυρκαγιών, η φωτιά εµφανίζεται όπως προαναφέρθηκε σαν ένας σηµαντικός οικολογικός παράγοντας για πολλά χερσαία οικοσυστήµατα (De Bano et al., 1979). Οι πυρκαγιές, εµφανιζόµενες κατά τη διάρκεια χιλιετηρίδων σε σχεδόν τακτά χρονικά διαστήµατα, δηµιούργησαν µια «πυρόφυλη» σύνθεση βλάστησης και ένα αντίστοιχο «πυρόφυλο» οικοσύστηµα, στο οποίο η φωτιά σαν οικολογικός παράγοντας βοηθά τη διατήρηση και ανανέωση του (Ντάφης, 1986). Η φωτιά έχει παίξει σοβαρό ρόλο στη διαµόρφωση και τη δυναµική των Μεσογειακού τύπου οικοσυστηµάτων, καθώς είναι καθοριστική παράµετρος στα πλαίσια του φυσικού κύκλου διαδοχής της βλάστησης (Traubaud, 1981). Τα µεσογειακά ξηροθερµικά πευκοδάση θα εξαφανίζονταν από το συναγωνισµό των πλατύφυλλων εάν η πυρκαγιά δεν δηµιουργούσε την «πυριγενή» κλίµακα. Χαρακτηριστικές είναι οι ιδιότητες της χαλεπίου και τραχείας πεύκης οι κώνοι των οποίων ανοίγουν ευκολότερα µετά την επίδραση υψηλών θερµοκρασιών και τα σπέρµατα τους δεν βλαστάνουν αν δεν προηγηθεί ένα ικανοποιητικό ύψος βροχής που θα εξασφαλίσει την επιβίωση των αρτίφυτων (Ντάφης, 1986). Αυτά έχοντας µικρή ανταγωνιστική ικανότητα ευνοούνται από τις συνθήκες έλλειψης συναγωνισµού που δηµιουργούνται στην καµένη έκταση. Αποτέλεσµα αυτών είναι η φυσική αναγέννηση του δάσους χωρίς πλέον την παρεµπόδιση του πυκνού υπορόφου. Η επίδραση της πυρκαγιάς δεν είναι η ίδια σε όλες τις φυτοκοινωνίες των Μεσογειακών οικοσυστηµάτων. Σηµαντικοί παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται είναι η εποχή και συχνότητα εµφάνισης της πυρκαγιάς, η αλληλεπίδραση της πυρκαγιάς µε την βόσκηση και την υλοτοµία, η ευφλεκτικότητα της βλάστησης και η ποσότητα της καύσιµης ύλης, οι µετεωρολογικές συνθήκες πριν και µετά την πυρκαγιά, καθώς και το βιοτικό ιστορικό της καµένης περιοχής (Navef, 1994). Αντίθετα µε τα Μεσογειακά οικοσυστήµατα, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η φωτιά, σαν κυκλικά επαναλαµβανόµενο φαινόµενο, αποτέλεσε παράγοντα για την εξέλιξη των δασικών οικοσυστηµάτων της Μεσευρώπης (Baumgartner et al., 1967). Αλλά και στην Ελλάδα σε δάση άλλων ειδών, όπως οξιά, ελάτη, ερυθρελάτη, καστανιά, 12

η πυρκαγιά έχει ως αποτέλεσµα να δηµιουργεί εκτός από το φαινόµενο της διάβρωσης, έντονη έκπλυση θρεπτικών στοιχείων και προβλήµατα στην αναγέννηση. 1.1.4 ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ Η φωτιά είναι ένα σύµπλοκο φυσικό φαινόµενο που µπορεί να περιγραφεί από πλήθος παραµέτρων. Μεταξύ αυτών οι κυριότερες είναι η ένταση, η έκταση εξάπλωσης σε σχέση µε την ποιότητα του ανάγλυφου και η συχνότητα (Walter, 1977). Η εποχή εκδήλωσης της πυρκαγιάς είναι επίσης καθοριστικής σηµασίας παράµετρος στις περιοχές που η βλάστηση ή η πανίδα εµφανίζουν έντονη εποχικότητα της δραστηριότητας τους, κάτι που συµβαίνει στα Μεσογειακά οικοσυστήµατα. Η ένταση της φωτιάς είναι το µέτρο της θερµότητας που αποδίδεται από την καύση του οργανικού υλικού ανά µονάδα καιόµενης επιφάνειας και χρόνου. Η παράµετρος αυτή είναι συνάρτηση της ποσότητας της καύσιµης ύλης, του θερµιδικού της περιεχοµένου και της έντασης του ανέµου. Από την τελευταία εξαρτάται η παροχή οξυγόνου και η ταχύτητα µετακίνησης του µετώπου της φωτιάς. Η έκταση στην οποία εξαπλώνεται η φωτιά έχει ιδιαίτερη σηµασία για τους µικρούς πληθυσµούς, µε περιορισµένη ικανότητα διασποράς. Αυτοί είναι δυνατόν να καταστραφούν εξ ολοκλήρου εάν η έκταση της φωτιάς υπερβεί το χώρο εξάπλωσης τους. Από την ίδια παράµετρο εξαρτάται και η ταχύτητα επανεποικισµού της καµένης περιοχής από οργανισµούς µε µικρή ικανότητα διασποράς. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις και ιδιαίτερα όταν το ανάγλυφο είναι έντονο, το µέτωπο της φωτιάς δεν προωθείται οµαλά και µε συνεχή τρόπο, µε αποτέλεσµα να µένουν άθικτα ορισµένα τµήµατα της βλάστησης. Τα άκαυτα αυτά τµήµατα λειτουργούν ως κέντρα διασποράς των οργανισµών προς τα γειτονικά καµένα (Walter, 1977). Η συχνότητα εκδήλωσης των πυρκαγιών σε µια περιοχή είναι καθοριστικής σηµασίας για την επανάκαµψη των διάφορων πληθυσµών, µιας και ρυθµίζει το διαθέσιµο χρόνο για την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας. Στις περιοχές όπου η δραστηριότητα των οργανισµών εµφανίζει έντονες εποχιακές διακυµάνσεις, τα αποτελέσµατα της φωτιάς εξαρτώνται σε κάποιο βαθµό και από την εποχή εκδήλωσης της (Lyon et al., 1978). Από την εποχή εκδήλωσης της 13

πυρκαγιάς είναι δυνατόν να εξαρτάται και η ένταση της, εάν µεταβάλλεται εποχικά η ποσότητα του καύσιµου υλικού. 1.1.5 Η ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ Από τη δεκαετία του 60 µέχρι σήµερα ο αριθµός των πυρκαγιών και η επιφάνεια των καµένων εκτάσεων στις παραµεσόγειες χώρες (κυρίως στην Ιβηρική, Ιταλική και Ελληνική χερσόνησο) παρουσιάζουν σηµαντική αύξηση. Στο διάστηµα 1960-1970 καίγονταν περίπου 200.000 ha δασών ετησίως. Κατά τις δύο επόµενες δεκαετίες οι καιγόµενες εκτάσεις αυξήθηκαν σε 400.000 και 600.000 ha, αντίστοιχα (Le Houerou, 1987). Οι βιοκλιµατικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα µας ευνοούν, ιδιαίτερα κατά το θέρος, την εµφάνιση, πρόκληση και εξέλιξη πυρκαγιών µε αποτέλεσµα κάθε χρόνο να καίγονται εκτεταµένες δασικές εκτάσεις. Σήµερα η δασοκάλυψη στην Ελλάδα δεν υπερβαίνει το 18% της συνολικής έκτασης της, ενώ πριν από εκατό περίπου χρόνια το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 48%. Από την ανάλυση πολυετών δεδοµένων για τις πυρκαγιές στην Ελλάδα (1955-1999) προέκυψε ότι µέχρι το 1973 καίγονταν κατά µέσο όρο 11.500 ha το χρόνο (Xanthopoulos, 2000). Από αυτά, περίπου το 1/3 αφορούσε δασικές εκτάσεις, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 θαµνώδεις εκτάσεις και βοσκότοπους. Το 1974 καταγράφηκε µια απότοµη αύξηση, τόσο στον αριθµό των πυρκαγιών, όσο και στην έκταση των καµένων περιοχών. Από τη χρονιά αυτή η στατιστική των πυρκαγιών παρουσιάζει αξιοσηµείωτη τάση αύξησης, τόσο του αριθµού των πυρκαγιών, όσο και της συνολικής καιγόµενης επιφάνειας (Εικ. 1). 14

Καµένη Έκταση Αριθµός Πυρκαγιών Καµένη Έκταση Αριθµός Πυρκαγιών Χρονική Περίοδος Εικ. 1 Σύγκριση των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα µεταξύ διαφορετικών χρονικών περιόδων (Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων, 2001) Κύριες αιτίες των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα αναφέρονται οι ανθρωπογενείς. Η ανάλυση δεδοµένων από το 1968 1993 επιβεβαιώνει την σηµαντική επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (Πίνακας 1). Οι περισσότερες εκούσιες πυρκαγιές συνδέονται µε τη δηµιουργία ή την βελτίωση βοσκοτόπων και µε την αλλαγή των χρήσεων γης. Ως πλέον εύφλεκτες διαπλάσεις αναφέρονται τα δάση Pinus halepensis και P. brutia (Quezel and Barbero, 1992) και δευτερευόντως τα µακί και τα φρύγανα (Kailidis, 1992). Οι διαπλάσεις αυτές συνήθως εντοπίζονται γύρω από αστικά κέντρα ή κοντά σε τουριστικές περιοχές, γεγονός που τις καθιστά ιδιαίτερα σηµαντικές για την εθνική οικονοµία. 15

Αίτια Πυρκαγιών Ποσοστό % (1968-1993) Κεραυνοί 2.4 Ατυχήµατα 3.5 Αµέλεια 36.0 Εκ προθέσεως 29.2 Άγνωστα 28.9 Πίνακας 1. Αίτια των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα (Marcalas et al., 1996) 1.2 ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΤΩΝ ΚΑΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ Οι φυτοκοινωνίες των Μεσογειακών οικοσυστηµάτων ορίζονται ως πυρότυποι (fire type) ή καταληκτικές καταστάσεις µετά από φωτιά (fire climax) εξ αιτίας της τόσο συχνής δράσης της (Ντάφης, 1987). Τα καµένα οικοσυστήµατα αναγεννώνται φυσικά µετά από τη φωτιά, µε την προϋπόθεση ότι δεν επαναλαµβάνεται επιπρόσθετη δευτερογενής διατάραξη, όπως είναι η πιθανή επανεκδήλωση πυρκαγιάς ή η υποβάθµιση εξ αιτίας της υπερβόσκησης (Arianoustou and Margaris. 1981, Trabaud et al., 1985; Arianoutsou, 1985; Ντάφης, 1986; Trabaud, 1987; Thanos et al., 1989; Moravec, 1990; Thanos and Marcou, 1991; Ne eman et al., 1993; Saracino and Leone, 1993; Saracino et al., 1993; Thanos and Marcou, 1993). Η ικανότητα ανάκαµψης των Μεσογειακών οικοσυστηµάτων µετά από φωτιά (fire resilience) πραγµατοποιείται χάρη στις στρατηγικές και στους επιµέρους εξειδικευµένους προσαρµοστικούς µηχανισµούς που διαθέτουν τα διάφορα φυτικά είδη. Οι µηχανισµοί αυτοί είναι: α. Αναβλάστηση (resprouting) από ληθαργικούς οφθαλµούς οι οποίοι έµειναν προστατευµένοι στο έδαφος, ή από υπόγειους κονδύλους ή βολβούς (θαµνώδη είδη των 16

γενών Quercus, Juniperus, Arbutus, Erica κλπ). Η αναβλάστηση δεν είναι κατ ανάγκη προσαρµογή στην φωτιά αφού ο παγετός, η ξηρασία, η έντονη βόσκηση ή ο µηχανικός τραυµατισµός µπορούν να προκαλέσουν την ίδια απόκριση από µέρους των φυτών (Rundel, 1981). Τα είδη που αναγεννώνται υποχρεωτικά µε αναβλάστηση (obligate resprouters) είναι ανθεκτικά σε περιοδικές φωτιές, αλλά δεν διαθέτουν εξειδικευµένες προσαρµογές απέναντι σε τέτοιες διαταράξεις. Η εγκατάσταση των αρτιβλάστων και η πιθανή επέκταση του πληθυσµού λαµβάνουν χώρα µόνο σε συνθήκες απουσία φωτιάς. β. Φύτρωση σπερµάτων (reseeding). Αποτελεί έναν από τους πλέον εξειδικευµένους µηχανισµούς προσαρµογής των φυτών απέναντι στη φωτιά. Στα υποχρεωτικά σπερµατογενετικά είδη (obligate reseeders) η µαζική εµφάνιση και εγκατάσταση των αρτιβλάστων γίνεται αποκλειστικά µετά από πυρκαγιά, ενώ στα αντίστοιχα προαιρετικά (faculative reseeders) το γεγονός της φωτιάς αποτελεί συχνά µια κατάλληλη ευκαιρία για εγκατάσταση των αρτιβλάστων κάτω από ευνοϊκές συνθήκες (αυξηµένη διαθεσιµότητα θρεπτικών, ποσοτική και ποιοτική, µεταβολή του φωτός, µειωµένος ανταγωνισµός κλπ). Η φύτρωση των σπερµάτων ενεργοποιείται σε πολλές περιπτώσεις µε το θερµικό τραυµατισµό του σκληρού και αδιάβροχου σπερµατικού περιβλήµατος π.χ. σε είδη των οικογενειών Cistaceae και Leguminosae (Arianoutsou and Margaris, 1981; Thanos and Georgiou, 1988; Thanos et al., 1992; Doussi and Thanos, 1993). Σε άλλες περιπτώσεις η ενεργοποίηση της φύτρωσης πιστεύεται ότι οφείλεται στην απενεργοποίηση των αναστολέων, ενώ άλλοτε αποδίδεται στη βελτίωση της ποιότητας του φωτός µε την αλλαγή του λόγου ανοικτού κόκκινου / σκοτεινό κόκκινο φως που φτάνει στο έδαφος (Thanos and Skordilis, 1987). H χαλέπιος και η τραχεία πεύκη δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τη φωτιά για το άνοιγµα των κώνων τους. Η απελευθέρωση των σπερµάτων από τους κώνους ελέγχεται από περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως οι παρατεταµένης διάρκειας υψηλές θερµοκρασίες και η χαµηλή σχετικά υγρασία αέρα (Panetsos, 1981). Οι συγκεκριµένες περιβαλλοντικές συνθήκες απαντώνται συχνά στο Μεσογειακό κλίµα κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου ή, σε µεγαλύτερη ένταση αλλά µικρότερη διάρκεια, κατά και µετά τη φωτιά. Ωστόσο η απελευθέρωση σπερµάτων που δεν λαµβάνει χώρα µετά από πυρκαγιά καταλήγει συνήθως σε αµελητέα αναγέννηση. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην παρουσία ανταγωνιστικής βλάστησης στο άκαυτο πευκοδάσος που δηµιουργεί δυσµενές 17

περιβάλλον για τη φύτρωση των σπερµάτων και την εγκατάσταση των αρτιβλάστων των δύο ειδών πεύκης (Thanos and Skordilis, 1987). Το γεγονός αυτό συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η φωτιά αποτελεί ίσως το µοναδικό ή τον πιο αποτελεσµατικό µέσο για την ανανέωση του γερασµένου πληθυσµού (Navef, 1994). Η έλλειψη όµως σωστής µεταπυρικής διαχείρισης των οικοσυστηµάτων και η υπερβόσκηση, σε συνδυασµό µε άλλες δραστηριότητες του σύγχρονου ανθρώπου, έχουν οδηγήσει σε δραµατική µείωση των πληθυσµών των ειδών αυτών στη Μεσόγειο. Τα τελευταία χρόνια γίνονται συστηµατικές µελέτες τεχνητής αναδάσωσης των καµένων πευκοδασών. Χαρακτηριστικό των δύο ειδών αποτελεί η µεγάλη αντοχή ξηρασία. Παρότι η χαλέπιος πεύκη εµφανίζεται ανθεκτικότερη της τραχείας στην παρατεταµένη ξηρασία, τα νεαρά της αρτίβλαστα σε κλιµατολογικά δυσµενής συνθήκες (ξηρασία, χαµηλή θερµοκρασία) παρουσιάζουν µεγαλύτερη θνησιµότητα έναντι των νεαρών αρτίβλαστων της τραχείας πεύκης. Αυτό καθιστά την τραχεία πεύκη καταλληλότερη για αναδασώσεις (Ντάφης, 1987). Ωστόσο, το γεγονός ότι τα είδη αυτά, κυρίως λόγω της ευρείας εξάπλωσης τους, εµφανίζουν διάφορους οικότυπους µε ξεχωριστά µορφολογικά χαρακτηριστικά (Callaham, 1962), καθιστά τον κάθε οικότυπο καλύτερα προσαρµοσµένο σε συγκεκριµένα περιβάλλοντα (Σκορδίλης, 1992). Έτσι, προκειµένου για αναδασώσεις, ο καλύτερα προσαρµοσµένος οικότυπος θα πρέπει να επιλέγεται ύστερα από επιστηµονική έρευνα για τις εκάστοτε κλιµατολογικές, εδαφολογικές ή όποιες άλλες ιδιαίτερες συνθήκες της περιοχής. Τα τελευταία χρόνια το P. brutia έχει χρησιµοποιηθεί ευρέως για αναδασώσεις στη Νότια Γαλλία. Από το 1975, ένα διεθνές ερευνητικό πρόγραµµα έχει ξεκινήσει από τον FAO για την εκτίµηση της προσαρµογής και καταλληλότητας διαφόρων οικοτύπων των P. brutia και P. halepensis σε διάφορες συνθήκες τόσο στη Μεσογειακή ζώνη, όσο και σε άλλες ηπείρους µε µεσογειακού τύπου οικοσυστήµατα. Τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι τα είδη αυτά θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν για αναδασώσεις και σε χώρες πέραν της φυσικής τους κατανοµής. 18

1.3 ΤΡΑΧΕΙΑ ΠΕΥΚΗ (Pinus brutia) 1.3.1 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ Το γένος Pinus είναι το µεγαλύτερο και πιο σηµαντικό γένος των κωνοφόρων. Απαρτίζεται από 95 είδη (Mirov, 1967) µε ευρύτατη εξάπλωση στο Βόρειο Ηµισφαίριο. Τα πεύκα απαντούν σχεδόν σε όλες τις κλιµατικές ζώνες και οικοσυστήµατα, ενώ υψοµετρικά απαντούν από την παραλιακή ζώνη µέχρι τα δασοόρια. Ορισµένα είδη εξαπλώνονται ευρύτατα (π.χ. Pinus sylvestris), ενώ άλλα έχουν πολύ περιορισµένη φυσική κατανοµή (όπως το P. torreyana). Τα είδη Pinus brutia Ten. (τραχεία πεύκη) και Pinus halepensis (χαλέπιος πεύκη) είναι τα πιο σηµαντικά είδη πεύκων της Μεσογείου. Εκτός από την τεράστια σηµασία από οικολογική άποψη, την προστασία που προσφέρουν στο έδαφος και τη ρύθµιση της ροής του νερού, έχουν και µεγάλη οικονοµική σηµασία για την παραγωγή ξύλου και άλλων προϊόντων (π.χ. ρητίνη, µέλι). Από βιολογικής άποψης, είναι είδη φωτόφιλα, λιτοδίαιτα, θερµοξηρόβια, ολιγαρκή και προτιµούν εδάφη αλκαλικά και ουδέτερα (Τσιτσώνη, 1991). Τα είδη αυτά είναι πυρόφιλα γιατί έχουν αναπτύξει µηχανισµούς αντίδρασης στις πυρκαγιές που ξεσπούν στις περιοχές της φυσικής τους εξάπλωσης. Έτσι δείχνουν µια µεγάλη ικανότητα προσαρµογής στις συνθήκες που δηµιουργεί η πυρκαγιά (Ντάφης, 1986). H χαλέπιος και η τραχεία πεύκη παρουσιάζουν σηµαντικές µορφολογικές οµοιότητες, γεγονός που δηµιούργησε µέχρι πρόσφατα µεγάλη σύγχυση στη διάκριση των δύο ειδών. Ιστορικά θεωρούνταν ως δύο ποικιλίες του Pinus halepensis (Duffield, 1952), ωστόσο µορφολογικές και βιοχηµικές αναλύσεις επιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά είδη (Mirov, 1967; Schiller, 2000). Σύµφωνα µε την Flora Europaea, ανήκουν στο Υποτµήµα (Subsection) Pinae Shaw, του Υπογένους (Subgenus) Pinus, του Γένους Pinus. Φυσικά υβρίδια P. halepensis x P. brutia έχουν βρεθεί σε πολλά µέρη (Mirov, 1967; Nahal, 1983; Panetsos, 1986). To P. brutia περιλαµβάνει τέσσερα υποείδη: brutia, pityousa, stankewiczii και eldarica. Στη συνέχεια ακολουθεί περιγραφή της τραχείας πεύκης (Εικ. 2,3) όπως αναφέρεται από τον Frankis (1993): 19