ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 24 ΜΑΪΟΥ 2013 ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑ Α1 α. Σχολ. βιβλίο σελ. 215 «Το οριστικό κείµενο... στην Κρήτη», σελ. 216 «Το πιό σηµαντικό... της νήσου». β. Σχολ. βιβλίο σελ. 93 «Σοβαρότερη... Φιλελεύθερους». γ. Σχολ. βιβλίο σε. 140 «Το Νοέµβριο... συνθήκης)». ΘΕΜΑ Α2 α. 4 γ. 1 δ. 5 ε. 3 ζ. 2 ΘΕΜΑ Β1 Σχολ. βιβλίο σελ. 85-86 «Στο διάστηµα... γραφειοκρατίας».
ΘΕΜΑ Β2 Σχολ. βιβλίο σελ 250 «Για πρώτη φορά... εξωτερικού» (προαιρετικά) «Στην Ευρώπη... Ένωσης». ΟΜΑ Α ΕΥΤΕΡΗ ΘΕΜΑ Γ1 α) Γνωρίζουµε ότι στον ελληνικό χώρο, το πρόβληµα της έγγειας ιδιοκτησίας δεν γνώρισε τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν σε άλλα ευρωπαϊκά ή βαλκανικά κράτη. Η προοδευτική διανοµή των εθνικών γαιών που προέκυψαν από τον επαναστατικό αγώνα του 1821-1828 δηµιούργησε πλήθος αγροτών µε µικρές ή µεσαίες ιδιοκτησίες. Τα λίγα εναποµείναντα «τσιφλίκια» στην Αττική και στην Εύβοια δεν προκαλούσαν ιδιαίτερο πρόβληµα. Αργότερα όµως, η διεύρυνση του ελληνικού κράτους µε τα Επτάνησα (1864), την Άρτα και τη Θεσσαλία (1881) έφερε στο προσκήνιο το ζήτηµα της µεγάλης ιδιοκτησίας. Τα «τσιφλίκια» της Θεσσαλίας αγοράστηκαν από πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού οι οποίοι διατήρησαν τον αναχρονιστικό θεσµό τον κολίγων. Συµπληρωµατικά, από το κείµενο Α πληροφορούµαστε ότι οι νέοι ιδιοκτήτες των τσιφλικιών, οι οποίοι τα αγόρασαν από την Υψηλή Πύλη ήταν απαιτητικότεροι σε βάρος των κολίγων απ ότι οι Τούρκοι. Πιο συγκεκριµένα, δεν αναγνώριζαν στους κολίγους την κυριότητα των κατοικιών και οι νέοι ιδιοκτήτες τους εκβίαζαν και τους πίεζαν να πληρώνουν ενοίκιο για τα σπίτια τους, στα οποία κατοικούσαν και τα οποία οι κολίγοι τα θεωρούσαν προ αµνηµονεύτων ετών δικά τους. Βέβαια, όλες οι ενστάσεις των χωρικών ήταν µάταιες καθώς το έγγραφο της αγοραπωλησίας κάλυπτε νοµικά τους πλούσιους Έλληνες ιδιοκτήτες και µάλιστα αναφερόταν σ αυτό ότι οι κατοικίες των κολίγων είχαν πωληθεί στους νέους ιδιοκτήτες. Γνωρίζουµε επιπροσθέτως, ότι οι πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού ασκούσαν κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις για να κερδοσκοπήσουν από την παραγωγή του σιταριού. Επιδίωξαν δηλαδή την επιβολή υψηλών δασµών στο
εισαγόµενο από τη Ρωσία σιτάρι, ώστε να µπορούν να καθορίζουν όσο το δυνατόν υψηλότερες τιµές για το εγχώριο, προκαλώντας µάλιστα µερικές φορές και τεχνητές ελλείψεις. β) Γνωρίζουµε ότι µέχρι τη δεκαετία του 1870 το κράτος αποτελούσε τον κύριο εργοδότη, που εξασφάλιζε θέσεις εργασίας στο δηµόσιο και δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης. Με τις νέες συνθήκες που προέκυψαν άπο τον εκχρηµατισµό της οικονοµίας δηµιουργήθηκαν κοινωνικά στρώµατα τα οποία δεν ζητούσαν διορισµό αλλά τη λήψη µέτρων που θα ευνοούσαν την προώθηση των συµφερόντων τους. Φορέας των αιτηµάτων αυτών ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος θεωρούσε το κράτος ως µοχλό της οικονοµικής ανάπτυξης και επιδίωκε τον εκσυγχρονισµό µε κάθε κόστος. Στα εδάφη της Θεσσαλίας, στα οποία κυριαρχούσε η µεγάλη ιδιοκτησία, οι τρικουπικοί υποστήριζαν τους µεγαλογαιοκτήµονες. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από το Κείµενο Β καθώς ο ίδιος ο Τρικούπης διευκρίνισε στη βουλή ότι αν επιβάλει την διανοµή των κτηµάτων στους καλλιεργητές θα εκδιώξει το «χρήµα των Ελλήνων του εξωτερικού». Αντίθετα, οφείλουν να προσελκύσουν τα κεφάλαια των Ελλήνων του εξωτερικού και όχι να τους εκφοβίσουν. Είναι χαρακτηριστική η δήλωσή του ότι η κατάσταση στη Θεσσαλία πρέπει να παραµείνει ως έχει διότι «τούτο απαιτούν τα γενικότερα συµφέροντα της χώρας». Από την άλλη πλευρά γνωρίζουµε ότι οι αντίθετοι µε την πολιτική του Τρικούπη βουλευτές συσπειρώθηκαν γύρω από τον Θ. ηλιγιάννη, ο οποίος σε µεγάλο βαθµό εξέφραζε πολιτικές απόψεις αντίθετες από εκείνες του Χ. Τρικούπη. Ο ηλιγιάννης δεν αποδεχόταν το χωρισµό των εξουσιών και στόχευε στη συγκέντρωση και τον έλεγχό τους από το κόµµα. Στα εδάφη της Θεσσαλίας οι δηλιγιαννικοί προσπάθησαν, χωρίς τελικά να το κατορθώσουν να χορηγήσουν γη στους αγρότες και έλαβαν κάποια µέτρα για τη βελτίωση της θέσης τους. Σύµφωνα µε το Κείµενο Β ο ηλιγιάννης, λόγω της αντιπαλότητάς του έναντι των «πλουτοκρατών της διασποράς» επιχείρησε το 1896 να περάσει ένα νόµο από τη βουλή για την απαλλοτρίωση ενός µέρους των τσιφλικιών υπέρ των καλλιεργητών τους. Αυτή η κατάθεση του νοµοσχεδίου στη Βουλή αποτέλεσε την πρώτη επίσηµη αναγνώριση από το ελληνικό κράτος ότι υπήρχε στο χώρο της µεγάλης ιδιοκτησίας στη Βόρεια Ελλάδα το θεσσαλικό πρόβληµα. Επιπροσθέτως, γνωρίζουµε ότι ο ηλιγιάννης επέκρινε το κοινωνικό κόστος του εκσυγχρονισµού και υποστήριζε ένα κράτος κοινωνικής
αλληλεγγύης. Το κόµµα του απεχθανόταν το τυχοδιωκτικό χρηµατιστικό κεφάλαιο και υποστήριζε µια αργή οικονοµική ανάπτυξη που θα βασιζόταν σε παραδοσιακές παραγωγικές δραστηριότητες. γ) Οι πρακτικές που εφάρµοσαν οι πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού στη Θεσσαλία δηµιούργησαν εντάσεις και οδήγησαν στην ψήφιση νόµων το 1907, οι οποίοι επέτρεπαν στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να απαλλοτριώνει µεγάλες ιδιοκτησίες ώστε να µπορεί να τις διανέµει σε ακτήµονες. Η εφαρµογή τους αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση και οι τριβές που προκλήθηκαν προκάλεσαν συγκρούσεις, η πιο σηµαντική από τις οποίες έγινε στο χωριό Κιλελέρ (1910). Σύµφωνα µε τις πληροφορίες που αντλούµε από το Κείµενο Γ τα µέλη της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα το Φεβρουάριο του 1910 έστειλαν υπόµνηµα στο βασιλιά Γεώργιο Α ζητώντας την παρέµβαση του ιδίου. Συγκεκριµένα, θίγουν τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι κολίγοι καθώς δεν είναι κύριοι της γης την οποία καλλιεργούν, ούτε του σπιτιού (καλύβα) στην οποία µένουν. ηλώνουν εµφατικά ότι δεν επιτρέπεται στους κολίγους η ελεύθερη ιδιοκτησία και ότι τους εξωθούν όταν το θέλουν µαζί µε την κινητή τους ιδιοκτησία και τα µέλη των οικογενειών τους να περιφέρονται από χωριό σε χωριό, όπως ακριβώς οι Αθίγγανοι. Εκτός των άλλων, χαρακτηριστικά αναφέρουν, ότι ο γεωργικός πληθυσµός µειώνεται και ο γεωργικός τοµέας παρουσιάζει οπισθοδρόµιση. Το φαινόµενο της τοκογλυφίας αυξάνεται και πλήττονται από την αλονοσία η οποία τους θερίζει. Τονίζουν ότι όταν η αγροτική τάξη είναι ευχαριστηµένη από τη θέση της τότε το καθεστώς είναι φυσικά περισσότερο εξασφαλισµένο. Υπενθυµίζουν στο βασιλία ότι καλύτερος βασιλιάς είναι εκείνος ο οποίος φροντίζει να καταστήσει την αγροτική χώρα «γόνιµη». Τέλος, στο υπόµνηµα γίνεται µια αναδροµή στο παρελθόν, στο έτος 1788, όταν καταργήθηκε η δουλοπαροικία στη ανία και στήθηκε στήλη ελευθερίας προς υπενθύµιση του γεγονότος, διατυπώνοντας την απορία γιατί να µη συµβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Επιπροσθέτως, γνωρίζουµε ότι οι εξελίξεις προχώρησαν αργά µέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέµων (1913), οπότε το ζήτηµα έγινε πιό περίπλοκο, καθώς µέσα στα νέα όρια της χώρας υπήρχαν πλέον και µουσουλµάνοι ιδιοκτήτες µεγάλων εκτάσεων. Όλα τα παραπάνω καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη για ολοκλήρωση της αγροτικής µεταρρύθµισης, της οποίας το αποφασιστικό βήµα έγινε στα ταραγµένα χρόνια του Α
Παγκοσµίου πολέµου και του «εθνικού διχασµού» το 1917 από την κυβέρνηση «Εθνικής Αµύνης» του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. ΘΕΜΑ 1 α) Γνωρίζουµε ότι την αστική αποκατάσταση ανέλαβε περισσότερο το κράτος και λιγότερο η ΕΑΠ, η οποία πρόσφερε οικονοµική βοήθεια σε περιορισµένο αριθµό επιχειρήσεων, οικοτεχνικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων (όπως η ταπητουργία). Σε αντίθεση µε την αγροτική αποκατάσταση, η αστική περιλάµβανε µόνο στέγαση και όχι πρόνοια για εύρεση εργασίας. Η αστική στέγαση συνάντησε περισσότερα εµπόδια από την αγροτική. Ο αριθµός των προσφύγων ήταν µεγάλος, το ανταλλάξιµα (µουσουλµανικά) σπίτια στις πόλεις ήταν λίγα και τα οικιστικά προγράµµατα του κράτους καθυστερούσαν λόγω των πολιτικών ανωµαλιών και της κακής οικονοµικής κατάστασης κατά τη δεκαέτια του 1920 και του 1930. Πρόβληµα επίσης αποτελούσε η περιπλάνηση των αστών προσφύγων από πόλη σε πόλη για ένα µεγάλο χρονικό διάστηµα. Η αστική στέγαση ξεκίνησε από την Αθήνα µε τη δηµιουργία τεσσάρων συνοικισµών: της Καισαριανής, του Βύρωνα, της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα και της Κοκκινιάς στον Πειραιά. Για τη στέγαση των αστών προσφύγων υιοθετήθηκε η δηµιουργία συνοικισµών µε επέκταση των πόλεων στις οποίες αυτοί ήταν προσωρινά εγκατεστηµένοι. Πιο συγκεκριµένα, στο Κείµενο Α στην περίπτωση της Καισαριανής γίνεται λόγος για την εγκατάσταση προσφύγων στην Καισαριανή, η οποία εγκατάσταση απεικονίζει τη γενική κατάσταση της αδιαφορίας και της εγκατάλειψης στην Ελλάδα. Οι συνθήκες διαβίωσης χαρακτηρίζονται άθλιες και αβίωτες και η µόνη παρηγοριά ήταν ο καθαρός αέρας, «δώρο» το οποίο αν δεν υπήρχε θα είχε οδηγήσει σε θάνατο το συνοικισµό. Επιπλέον, γνωρίζουµε ότι προκρίθηκε -εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις- το σύστηµα ανέγερσης µικρών κατοικιών, µονοκατοικιών/διπλοκατοικιών/τετρακατοικιών, µονοώροφων η διώροφων, µε ένα ή δυο δωµάτια, κουζίνα και τους αναγκαίους βοηθητικούς χώρους. Το κράτος ή η ΕΑΠ ανέθεταν την ανέγερση των συνοικισµών σε εργολάβους ή φρόντιζαν να εφοδιάζουν τους πρόσφυγες µε τα απαραίτητα µέσα για να κατασκευάσουν οι ίδιοι τα σπίτια τους. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από το Κείµενο Α καθώς χαρακτηριστικά αναφέρει ότι αρχικά για αρκετό χρονικό διάστηµα οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε σκηνές. Ακολούθως, το κράτος κατασκεύασε 500 ξύλινα
παραπήγµατα και 1000 πλινθόκτιστα δωµάτια. Η ΕΑΠ θέλωντας να βελτιώσει τη θέση των προσφύγων κατασκεύασε 350 σπίτια µε τρεις ή τέσσερις κατοικίες διαφόρων τύπων. Είναι αξιοσηµείωτο το γεγονός ότι η κατάσταση των προσφύγων που έµεναν στα παραπήγµατα ήταν απελπιστική καθώς σε κάθε ξύλινο σπιτάκι κατοικούσαν δύο οικογένειες. Η οικοδόµηση των συνοικισµών, ελλείψει χρόνου και χρηµάτων συχνά δεν συνδυαζόταν µε έργα υποδοµής (ύδρευση, αποχετευτικό σύστηµα, οδικό δίκτυο,χώροι πράσινου κ.α) όπως επιβαιώνεται από το Κέιµενο Α, στο οποίο καταγράφεται ότι η ύδρευση των προσφύγων γινόταν µε βυτία του δήµου και ότι τις ελλείψεις τις αναπλήρωναν οι υδροπώλες οι οποίοι εµπορεύονταν το νερό. Είναι φρικτό το θέαµα, τέλος, που παρουσιάζουν οι ακαθαρσίες στο µεγάλο ρεύµα, τα σκουπίδια, καθώς και τα απόβλητα της ταπητουργίας. Συµπληρωµατικά, γνωρίζουµε ότι παρά την οµοιοµορφία που επικρατούσε, υπήρχε ελαφρά διαφοροποίηση των κατοικιών του ενός συνοικισµού από τις κατοικίες του άλλου, ως προς το εµβαδόν, την ποιότητα κατασκευής και τη λειτουργικότητα. Ιδρύθηκαν ακόµ η προσφυγικοί οικοδοµικοί συνεταιρισµοί και χορηγήθηκαν άτοκα δάνεια σε προσφυγικές οικογένειες για στέγασή τους. β) Υπήρχαν βέβαια και οι εύποροι πρόσφυγες, που είχαν την οικονοµική δυνατότητα να φροντίσουν µόνοι τους για τη στέγασή τους. Αυτοί στην αρχή ήταν σε θέση να νοικιάσουν ή να αγοράσουν κατοικίες µέσα στις πόλεις και έτσι να αναµειχθούν µε τους γηγενείς. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από το Κείµενο Β καθώς χαρακτηριστικά αναφέρει ότι πολύ λίγοι πρόσφυγες µπορούσαν να ξεφύγουν από τη λύση της πρόχειρης κατασκευής νοικιάζοντας ή αναλαµβάνοντας οι ίδιοι την οικοδόµηση των κατοικιών τους. Στους τελευταίους παραχωρήθηκαν οικόπεδα και δάνεια, ενώ το ίδιο το κράτος αναλάµβανε τα έργα υποδοµής. Βεβαίως, γνωρίζουµε ότι αργότερα ανέλαβαν οι ίδιοι πρωτοβουλίες για την ίδρυση οικισµών. Η διαδικασία ήταν η ακόλουθη : ίδρυαν έναν οικοδοµικό συνεταιρισµό, αγόραζαν µία έκταση σε προνοµιούχο περιοχή και οικοδοµούσαν αστικές συνοικίες καλής ποιότητας. Τέτοιοι οικισµοί ήταν η Νέα Σµύρνη στην Αθήνα και η Καλλίπολη στον Πειραιά. Στο Κείµενο Β συµπληρωµατικά αναφέρεται και η Νέα Καλλικράτεια. Πιο συγκεκριµένα, οι Σµυρναίοι πρόσφυγες από τα ανώτερα κοινωνικά στρώµατα οργανώνονται το 1923 στην πατρίδα τους και σε ένα χρόνο κατάφεραν την απαλλοτρίωση της περιοχής ανατολικά της λεωφόρου Συγγρού. Το 1925 ξεκίνησε η οικοδόµηση σύµφωνα µε το σχέδιο Καλλιγά το οποίο προέβλεπε
µεγαλύτερο πλάτος δρόµων. Στο αντίθετο άκρο βρίσκονταν οι άποροι πρόσφυγες που δεν είχαν κατορθώσει να αποκατασταθούν ακόµη. Εγκαταστάθηκαν σε καλύβες, χαµόσπιτα και άλλες πρόχειρες κατασκευές στις παρυφές παλαιών οικισµών, ή δηµιούργησαν παραγκουπόλεις γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισµούς. Έτσι, σε συνθήκες άθλιες, επρόκειτο να ζήσουν για πολλά χρόνια. Οι πληροφορίες που παρατίθενται στο Κείµενο Γ είναι αρκετές για να δείξουν την τραγικότητα της κατάστασης στα προάστια της Θεσσαλονίκης όπου ένα ολόκληρο χωριό ξεπρόβαλε, το οποία αποτελούνταν από µικροσκοπικά τενεκεδόσπιτα προσφέροντας πρωτόγονη στέγη σε τετρακόσιες οικογένειες, δηλαδή σε πάνω από δύο χιλιάδες άτοµα. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται οι καλύβες ήταν στενάχωρες, δεν ήταν αεροστεγείς το χειµώνα έτσι όπως κατασκευάστηκαν µε αποτέλεσµα να είναι κρύες και υγρές. Αντίθετα, το καλοκαίρι ο καυτός ήλιος που έπεφτε στις τσίγκινες στέγες µετέτρεπε τις παράγκες σε πραγµατικούς φούρνους. Όσο θλιβερά κι αν ήταν τα καταλύµατα αυτά παρείχαν µία προστασία στους ενοίκους τους. Ακόµη κι έτσι όµως, δεν έπαυαν να καταδεικνύουν την κατώτατη βαθµίδα της πολισµένης ζωής. Επιµέλεια : Γιόρτσιου Χρυσάνθη Ιστορικός