Η Αποτελεσματικότητα των Δημοσίων Δαπανών, η Κρίση Χρέους και οι Επιπτώσεις στην Οικονομική Ανάπτυξη



Σχετικά έγγραφα
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

Η Αποτελεσματικότητα των Δημοσίων Δαπανών, η Κρίση Χρέους και οι Επιπτώσεις στην Οικονομική Ανάπτυξη

Οικονομική Κρίση, Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη: Μια Διερεύνηση των Προοπτικών της Ελληνικής Οικονομίας

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Κρίση στην Ευρωζώνη. Συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο χάρτη.

:,,,, ,,, ;,,,,,, ,, (Barro,1990), (Barro and Sala2I2Martin,1992), (Arrow and Kurz,1970),, ( Glomm and Ravikumar,1994), (Solow,1957)

INEK ΠΕΟ Ε Τ Η Σ Ι Α Ε Κ Θ Ε Σ Η Οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου στην Κύπρο το 2010 ήταν από τις χαμηλότερες σε διεθνή σύγκριση EU 27

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

Κρίση και οικονομική πολιτική

«Η αγορά Εργασίας σε Κρίση»

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ

SEE Economic Review, Αύγουστος 2012 Recoupling Fast. Περίληψη στα Ελληνικά

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Συναθροιστική Zήτηση στην Aνοικτή Οικονομία


Αναπτυξιακό πρότυπο και η (μη) μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική.! Καθ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 9

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

Οικονομικό Περιβάλλον

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

Η οικονομία της γνώσης και η απόδοση της καινοτομίας στην Ελλάδα

Νικόλαος ΡΟΔΟΥΣΑΚΗΣ Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15

Η Δυναμική του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους και η Ιδεολογία της

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Κρίση και προοπτικές ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία

ΔΙΑΛΕΞΗ 9: Νεοκλασικές Θεωρίες Μεγέθυνσης

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

Παραγωγή και Οικονομική Μεγέθυνση

Ομιλία. του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Δημήτρη Μάρδα. «Τα διεθνή Λογιστικά πρότυπα του Δημοσίου &

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ. Δρ Νικόλαος Λυμούρης

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΥΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Κεφάλαιο 5. Αποταμίευση και επένδυση σε μια ανοικτή οικονομία

Η Ελληνική Οικονομία στο Διεθνές Οικονομικό σύστημα Σημειώσεις


Δομή του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα Σύνθεση και διάρκεια λήξης

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για τον μήνα Ιούλιο Πηγή Eurostat -

The Euro in crisis. University of Ioannina

Αποτελέσµατα Ευρώ σε Χρηµατοοικονοµικές αγορές οµολόγων

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Η ΚΡΙΣΗ ΞΕΠΕΡΑΣΤΗΚΕ ΚΑΘΩΣ ΛΕΝΕ;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - BOOK PRESENTATIONS

Εκπαίδευση, Δια Βίου Μάθηση, Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη, Καινοτομία και Οικονομία

Σχετικά Επίπεδα Τιμών και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Μακροχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών

Αναλυτικά περιεχόμενα

Κεφάλαιο 14 Αξιοπιστία, Πληθωρισµός και Νοµισµατική Πολιτική

Διεθνής Οικονομική και Παγκόσμια Οικονομία ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ


Ερώτηση Α.1 (α) (β)

Οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Ιούλιο 2011.

Ισοζύγιο Πληρωμών και Εισόδημα

Διάρθρωση και προβλήματα της ελληνικής οικονομίας Σ. Δημέλη: Μακροοικονομικά μεγέθη και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας Διδάσκων: Ιωάννα-Σαπφώ

Κεφάλαιο 6 Η Νοµισµατική Προσέγγιση

Αναπτυξιακά προβλήματα της Ελληνικής Οικονομίας πριν και κατά την κρίση

Υποδείγματα Ενδογενούς Οικονομικής Μεγέθυνσης. Εξωτερικότητες από τη Συσσώρευση Φυσικού Κεφαλαίου στην Αποδοτικότητα της Εργασίας

Όψεις της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και προοπτικές

Δελτίο τύπου. Το 2016 η ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας

ΘΕΜΑ: Δεύτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη του Ακαθάριστου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ KEΦAΛAIO I

Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Ο Βραχυχρόνιος Προσδιορισμός του Ισοζυγίου Πληρωμών

Cobb - Dauglas. Hicks 1932 Keynes 1939 Solow 1958 Guscina 2007

SEE & Egypt Economic Review, Απρίλιος 2013 Οι Προβλέψεις μας για το 2013: Η ύφεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση & τα Συναλλαγματικά Διαθέσιμα Κυριαρχούν

Υποδείγματα Συσσώρευσης Ανθρωπίνου Κεφαλαίου, Ιδεών και Καινοτομιών και Ενδογενούς Μεγέθυνσης

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 2 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

21 Δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε α- νοικτή οικονομία

Κεφάλαιο 8 Οικονοµική Μεγέθυνση και Ισοζύγιο Πληρωµών σε Μία Μικρή Ανοικτή Οικονοµία

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Μακροοικονομία. in DEEP ANALYSIS. H Ύφεση στην Κύπρο. Μ ακρ οοικονομία. Κύρια Σημεία. Είναι Πράγματι οι Γερμανοί Φτωχότεροι από τους Έλληνες,

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ - ΙΣΟΤΙΜΙΑ

Κανόνας Χρυσού. Διεθνής Μακροοικονομική Πολιτική (κεφ.18) Σύστημα κανόνα χρυσού: σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται; Λειτουργία του κανόνα χρυσού

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και επιτόκια

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗΣ 2008

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Ιανουάριο Πηγή Eurostat -

Ευχαριστίες του εκδότη Πρόλογος [Mέρος 1] Εισαγωγή

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΞΑΓΩΓΕΩΝ ΚΡΑΤΙΝΟΥ ΑΘΗΝΑ FAX: site:

Transcript:

Η Αποτελεσματικότητα των Δημοσίων Δαπανών, η Κρίση Χρέους και οι Επιπτώσεις στην Οικονομική Ανάπτυξη Δρ. Γεώργιος Μ. Κορρές, University of Newcastle, Centre of Urban and Regional Development Studies, CURDS, Newcastle, United Kingdom και επίσης Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Γεωγραφίας, Email: gkorres@hol.gr and gkorres@geo.aegean.gr Δρ. Ηλίας Κουρλιούρος, Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Γεωγραφίας, Email: e.kourliouros@aegean.gr Δρ. Αικατερίνη Κόκκινου, Department of Economics, University of Glasgow, Adam Smith Building, G12 8QQ, Glasgow, Scotland, UK, Email: a.kokkinou.1@research.gla.ac.uk Περίληψη: Οι Δημόσιες Δαπάνες θεωρούνται αποτελεσματικές όταν επιτυγχάνουν τους στρατηγικούς τους στόχους. Η αποτελεσματικότητα μπορεί να μετρηθεί από ορισμένους δείκτες που μπορούν να παρατηρήσουν, να υπολογίσουν και να συγκρίνουν μεταξύ της πραγματικής απόδοσης και της άριστης αποδοτικότητας. Σήμερα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της διεθνούς οικονομικής κρίσης, μετά από μια δεκαετία από την Ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την δημιουργία του κοινού νομίσματος, τα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν μια έντονη κρίση σχετικά με το δημόσιο χρέος και τα δημόσια ελλείμματα. Παράλληλα, ο παραδοσιακός σχεδιασμός και η υλοποίηση των δημοσίων δαπανών και της κοινωνικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες, στα περισσότερα κράτη μέλη δεν έχουν τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα, αυξάνοντας τις ανισότητες στις κοινωνικές ομάδες και τια αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών. Το συγκεκριμένο άρθρο επιχειρεί να εξετάσει και να αναλύσει το πλαίσιο της αποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών, της οικονομικής πολιτικής αναφορικά με το δημόσιο χρέος και από τα δημόσια ελλείμματα, καθώς επίσης τα αποτελέσματα και τις κοινωνικό-οικονομικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή διαδικασία των κρατών μελών της Ευρωζώνης. Πιο συγκεκριμένα, το συγκεκριμένο άρθρο επιχειρεί την καταγραφή και παρουσίαση των αποτελεσμάτων, προβλημάτων και προοπτικών από την εξέλιξη και την κρίση του χρέους στην αναπτυξιακή διαδικασία, στη κοινωνική συνοχή και σύγκλιση για τις χώρες μέλη της Ευρωζώνης με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελληνική οικονομία. Λέξεις Κλειδιά: Δημόσιες Δαπάνες, Οικονομική Πολιτική, Δημόσιο Χρέος, Δημόσιο Έλλειμμα, Ανταγωνιστικότητα, Κοινωνική Πολιτική, Σύγκλιση, Συνοχή 1

1. Εισαγωγή Η βιβλιογραφία που αναλύει και εξετάζει την οικονομική ανάπτυξη καθώς επίσης και την ενδογενή οικονομική ανάπτυξη έχει δώσει έμφαση στην ιστορική διερεύνηση και στην ανάλυση των προσδιοριστικών παραγόντων της αναπτυξιακής πορείας των διαφόρων χωρών. Σε ορισμένα από αυτά τα υποδείγματα, οι δημόσιες επιλογές των συντελεστών φορολογίας και τα επίπεδα δαπανών δείχνουν να επηρεάζουν σημαντικά τους δείκτες μακροχρόνιας ανάπτυξης (Barro and Sala-i- Martin, 1992), καθώς επίσης και την αύξηση της παραγωγικότητας. Η ανάλυση που επικεντρώνεται κυρίως σε συνολικές συναρτήσεις παραγωγής μας δίνουν μια μεγαλύτερη ανάλυση για τις αναπτυξιακές διαφορές, όπως για παράδειγμα αναλύουν και προτείνουν μεταξύ άλλων οι Mankiw, Romer, και Weil (1992) και Dougherty and Jorgenson (1996). Οι υπάρχουσες διαφορές στους αναπτυξιακούς ρυθμούς των χωρών, μπορούν να ερμηνευθούν μεταξύ άλλων και από τις διαφορές στο ανθρώπινο δυναμικό, στο κεφάλαιο και στις επενδύσεις και στην παραγωγικότητα (Hall and Jones, 1999: 84). Στην μακροοικονομική ανάλυση, η παραγωγικότητα πάντοτε έχει ένα σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο αναφορικά με την οικονομική μεγέθυνση και την κοινωνική και συνολική ανάπτυξη, επηρεάζοντας και ρυθμίζοντας τόσο το προϊόν, τις αποταμιεύσεις, τις επενδύσεις και την κατανομή και αξιοποίηση των υπολοίπων πλουτοπαραγωγικών πόρων. Σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση της οικονομικής πολιτικής είναι η δημιουργία δημοσίων ελλειμμάτων που συνήθως οφείλεται κυρίως στην μείωση της παραγωγής αλλά και στην κακή διαχείριση των οικονομικών, την αδυναμία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την αύξηση της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής. Η αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων οδηγεί αντίστοιχα στην αύξηση των χρεών μιας χώρας και ακολούθως τα μεγάλα χρέη οδηγούν συχνά στην μερική ή πλήρη αδυναμία πληρωμών (χρεοκοπία). Η αδυναμία πληρωμών των χρεών για μια χώρα οδηγεί στην προεπιλογή του εξωτερικού χρέους, δηλαδή μια χώρα προκαθορίζει τις πληρωμές της στους κατόχους ξένου χρέους και σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως στην Αργεντινή, Μεξικό, Σοβιετική Ένωση) μπορεί να οδηγήσει στην αποκήρυξη του χρέους και στην στάση πληρωμών, είτε εναλλακτικά στον ανασχεδιασμό και επαναδιαπραγμάτευση του χρέους που σημαίνει ότι συζητά με τους ξένους πιστωτές και διαπραγματεύεται τακτοποίηση των χρεών. Συνήθως, οι πιστωτές αναγκάζονται να δεχθούν απώλεια σε κάποια μερίδα του χρέους, γνωστή ως «κούρεμα», με παράλληλη επαναδιαπραγμάτευση των επιτοκίων. Στους ακόλουθους Πίνακες 1 και 2 παρουσιάζονται αφενός το πρόβλημα του παγκόσμιου χρέους για τις μεγαλύτερες και πολυπληθέστερες οικονομίες του κόσμου και επίσης διάφορα ιστορικά δεδομένα αναφορικά με τις χρεοκοπίες και αναδιαρθρώσεις χρεών στις Ευρωπαϊκές Χώρες. Πολλές φορές για την αντιμετώπιση των δημοσίων ελλειμμάτων και των κρατικών χρεών, η κεντρική τράπεζα εκτυπώνει περισσότερο χρήμα, το οποίο όμως εάν δεν συνδέεται με την παραγωγική βάση (δηλαδή την αύξηση της παραγωγής και εισοδήματος) οδηγεί σε μια άνοδο στον μη αναμενόμενο πληθωρισμό και εν συνεχεία οδηγεί στην οικονομική στασιμότητα - στασιμοπληθωρισμό. Σήμερα, τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν μια σοβαρή κυρίαρχη κρίση χρέους. Οι περισσότερες χώρες μέλη της Ευρωζώνης (ιδιαίτερα του Νότου) έχουν αρκετά υψηλά και μη αποδεκτά επίπεδα δημόσιου χρέους. Πιο συγκεκριμένα, οι τρεις χώρες -Ελλάδα, Ιρλανδία, και Πορτογαλία- έχουν δανειστεί από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και το ΔΝΤ προκειμένου να αποφευχθεί η χρεοκοπία των χωρών αυτών. Με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος και ένα από τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά 2

ελλείμματα στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα αποτελεί το κέντρο της οικονομικής κρίσης. Το άρθρο αυτό σκοπεύει να αναλύσει την εξέλιξη, διαμόρφωση και αποτελεσματικότητα των δημοσίων δαπανών στην Ελλάδα, ιδιαίτερα ενόψει της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Πίνακας 1: Χρέος σε Παγκόσμιο Επίπεδο 2013 Χώρες Χρέος σε Δις. $ Ινδία 57 δις Κίνα 121 δις Βρετανία 165 δις Βραζιλία 169 δις. Καναδάς 221δις. Γερμανία 285 δις. Γαλλία 367 δις. Ιταλία 428 δις. ΗΠΑ 2,78 τρις. Ιαπωνία 3,0 τρις Πηγή: OECD Database Πίνακας 2: Χρεοκοπίες ή Αναδιαρθρώσεις Χρεών Ευρωπαϊκών Χωρών Χώρες Έτη Χρεοκοπίας Αναδιάρθρωσης Αγγλία 1340 * 1472 * 1594 Αυστρία 1796 * 1938 1940 * Γαλλία 1558 * 1624 * 1648 * 1661 1701 * 1715 * Γερμανία 1683 1807 * Ελλάδα 1826 * 1843 1860 Ισπανία 1557 * 1809 * 1575 * 1820 * 1596 * 1831 * 1607 * 1834 * 1627 * 1851 1647 * 1867 * 1945 * 1770 * 1788 1812 * 1813 * 1932 1939 * Ολλανδία 1814 * 1893 1932 1872 * 1882 1936 * 1937 * 1938 * 1939 * Πορτογαλία 1560 1837 * 1845 1828 * 1841 * 1852 1890 Σημειώσεις: ( * ) τα συγκεκριμένα έτη αφορούν πολεμικές περιόδους Πηγή: Credit Suisse (2011) 3

2. Βιβλιογραφική Επισκόπηση 2.1 Δημόσιες Δαπάνες, Οικονομική Μεγέθυνση και Ανάπτυξη: Βιβλιογραφική Επισκόπηση Οι δημόσιες δαπάνες, τις περισσότερες φορές, έχουν ως στόχο να πετύχουν μια σειρά από διάφορους στόχους και ιδιαίτερα να αυξήσουν το κατά κεφαλή εισόδημα και να ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή, την κοινωνική πολιτική και την συνολική ανάπτυξη της οικονομίας. Ιδιαίτερα, αρκετές φορές στην διεθνή βιβλιογραφία αναλύεται ο στόχος της οικονομικής μεγέθυνσης καθόσον: (i) στόχος της οικονομικής μεγέθυνσης αποτελεί ένα από τους βασικότερους στόχους της οικονομικής πολιτικής των κρατών καθόσον μέσα από την οικονομική μεγέθυνση θα μπορέσουν να υλοποιήσουν την κρατική τους πολιτική και να πετύχουν την κοινωνική συνοχή και σύγκλιση της οικονομίας, και (ii) η οικονομική μεγέθυνση έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ανά κεφαλή εισοδήματος που είναι ευκολότερο να μετρηθεί από άλλους αντίστοιχους κρατικούς στόχους. Ούτε η οικονομική θεωρία αλλά ούτε και η εμπειρική ανάλυση μας δίδει ξεκάθαρες απαντήσεις για τον τρόπο και τις επιπτώσεις που οι δημόσιες δαπάνες επηρεάζουν την οικονομική μεγέθυνση και την συνολική ανάπτυξη μιας οικονομίας. Ένα μεγάλο τμήμα της οικονομικής θεωρίας βασίζεται στην ανάλυση για την αποτυχία της αγοράς να αναπτύξουν και να διαθέσουν τα απαραίτητα δημόσια αγαθά (Devarajan et al, 1996). Μεταξύ των βασικών βιβλιογραφικών πηγών που προσπαθούν να διερευνήσουν τους προσδιοριστικούς παράγοντες της οικονομικής μεγέθυνσης, μερικά άρθρα όπως για παράδειγμα., Easterly and Rebelo (1993), and Fischer (1993) προσπαθούν να εξετάσουν και να αναλύσουν τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις των δημόσιων δαπανών και εσόδων στην οικονομική μεγέθυνση και στην συνολική ανάπτυξη. Τα γενικά αποτελέσματα των μελετών αυτών μας δίνουν μια «μικτή» εικόνα, σε μερικές μελέτες η σχέση μεταξύ των δημόσιων δαπανών και της οικονομικής μεγέθυνσης παρουσιάζει θετικά και σημαντική συσχέτιση, ενώ σ κάποιες άλλες αρνητικές συσχέτιση και μερικές φορές όχι ιδιαίτερα σημαντική συσχέτιση (Miller and Russek, 1997: 603). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι ερευνητές προσπαθούσαν να εξακριβώσουν την συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής πολιτικής και του δείκτης της οικονομικής ανάπτυξης. Η βασική συνεισφορά στην βιβλιογραφία σημειώθηκε από τους Arrow και Kurz (1970),που ανέπτυξαν ένα υπόδειγμα σύμφωνα με τα οποίο οι καταναλωτές έχουν χρησιμότητα τόσο από την ιδιωτική κατανάλωση όσο και από χρήση των δημόσιων αγαθών. Οι Arrow και Kurz υπέθεσαν ότι όλες οι δημόσιες επενδύσεις ήταν παραγωγικές και αποτελεσματικές (Devarajan et al, 1996). Περαιτέρω, ένα τμήμα της σχετικής βιβλιογραφίας εξετάζει και αναλύει τα αποτελέσματα των δημοσίων επενδύσεων στην ευημερία, όπως για παράδειγμα Aschauer, 1988; Barro, 1989; Ardagna, 2001; van der Ploeg, 2004; Mastromarco και Woitek, 2005. Μια άλλη βασική κλασσική εμπειρική ανάλυση που έγινε από τους Arrow και Kurz (1970), ανέλυσε το ρόλο των δημόσιων δαπανών στην παραγωγική διαδικασία, ενώ εν συνεχεία ακολούθησαν πολλές παρεμφερείς μελέτες όπως για παράδειγμα: Ratner (1983), Aschauer (1989a, 1989b), Munnell (1990, 1991), Tatom (1991), Holtz-Eakin (1994), Nadiri and Manuneas (1994), Andrews and Swanson (1995), Garcia-Mil, McGuire, and Porter (1996), Mullen, Wilfiams, and Moomaw (1996), and Otto and Voss (1996)]. Η οικονομική ανάπτυξη και η οικονομική αποδοτικότητα μπορούν να μετρηθούν με διαφορετικούς τρόπους. Ένα βασικό τμήμα βιβλιογραφίας προσπαθεί να εξετάσει τον ρόλο και τις επιπτώσεις των δημόσιων δαπανών στην 4

παραγωγικότητα, όπως για παράδειγμα: Mastromarco και Woitek (2005). Η σχετική εμπειρική έρευνα αποδεικνύει ότι η συσχέτιση μεταξύ των δημόσιων δαπανών και της παραγωγικότητας είναι ιδιαίτερα σημαντική (Gramlich, 1994; Sturm και De Haan, 1995). Aschauer (1989) και Munnell (1990) απέδειξαν ότι οι μειώσει στις δημόσιες δαπάνες είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που εξηγεί το φαινόμενο της μείωσης της παραγωγικότητας που συνέβη μεταξύ των δεκαετιών 1970 και 1990 στις ΗΠΑ. Εντούτοις μερικές άλλες μελέτες σημειώνουν τις αμφιβολίες τους για την αξιοπιστία των σχετικών μελετών, όπως για παράδειγμα: Holtz Eakin, 1994; Evans και Karras, 1994; Baltagi και Pinnoi, 1995; Garcia Milla et all, 1996). Ιδιαίτερα, οι επιπτώσεις των δημόσιων δαπανών στην παραγωγικότητα αποδεικνύονται ότι είναι σημαντικοί στις μελέτες των Islam (1995) και Temple (1999), Hall και Jones, 1999; Acemoglu 2001, Persson and Tabellini, 2005, Hall και Jones (1999), κλπ). 2.2 Δημόσιες Δαπάνες, Αποτελεσματικότητα και Παραγωγικότητα: Βιβλιογραφική Επισκόπηση Οι Kumar και Russell (2002) απέδειξαν ότι η σύγκλιση σχετικά με την οικονομική μεγέθυνση μπορεί να παρατηρηθεί όσο οι διάφορες χώρες κινούνται προς όριο των παραγωγικών δυνατοτήτων. Με δεδομένες τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους (τα επίπεδα εισροών αναφορικά με την συνάρτηση παραγωγής) μια χώρα μπορεί να αποτυγχάνει να παράγει το πιθανό μέγιστο επίπεδο προϊόντος (όριο - frontier) ένα φαινόμενο που είναι γνωστό ως τεχνική αναποτελεσματικότητα (technical inefficiency) (Subal, Kumbhakar, and Hung-Jen Wang, 2005). Τις προηγούμενες δεκαετίες, μεταξύ βάλλων, οι Afonso κ. ά (2006) εξέτασαν τη σημασία της αποτελεσματικής χρήσης για τους δημόσιους πόρους και την ποιοτική δημοσιονομική πολιτική και τα αποτελέσματα στην οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα και στην κοινωνική ευημερία, καθόσον εντείνεται η τάση για περιορισμό των δημοσίων δαπανών στις περισσότερες χώρες. Η πρόσφατη ανάπτυξη της εκδοχής της «ενδογενούς ανάπτυξης» έχει δημιουργήσει ένα ικανοποιητικό αριθμό υποδειγμάτων που προσπαθούν να αναλύσουν και να εξετάσουν την «σύνδεση» των δημοσίων δαπανών με την μακροχρόνια αναπτυξιακή πορεία μιας οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα μια απλή εκδοχή αναπτύχθηκε από τον Barro (1990), ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι οι δημόσιες δαπάνες είναι συμπληρωματικές με την ιδιωτική κατανάλωση. Όπως ο Arrow έτσι και ο Kurz, και Barro υπέθεσαν ότι όλες οι δημόσιες δαπάνες είναι παραγωγικές. Εν τω μεταξύ, οι εμπειρικές μελέτες και η εμπειρική βιβλιογραφία σχετικά με το ίδιο θέμα έχει διακρίνει και αναλύσει το θέμα μεταξύ των παραγωγικών και των μηπαραγωγικών δαπανών (όπως για παράδειγμα, οι Aschauer, 1989; Barro, 1990, 1991). Ένα από τα σημαντικότερα συμπεράσματα των μελετών αυτών ήταν ότι η ανάπτυξη του προϊόντος συσχετίζεται αρνητικά με το μερίδιο της δημόσιας και κρατικής κατανάλωσης στο ΑΕγχΠ.. Οι Aschauer και Barro επίσης κατέληξαν σε θετική συσχέτιση μεταξύ των δημόσιων δαπανών και της αύξησης του προϊόντος. Εν συνεχεία οι Angelopoulos κ α (2007), έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στα θέματα σχετικά με τις αναπτυξιακές επιπτώσεις από τα διάφορα συνθετικά των δημοσίων δαπανών και των διαφόρων τύπων των φορολογικών κινήτρων (Gemmel and Kneller, 2001) (Kumbhakar et al, 1991). Οι Devarajan κ. α (1996) προσπάθησαν να διερευνήσουν και να «ρίξουν φώς» στην σχέση μεταξύ των δημοσίων δαπανών και της οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτοί προσπάθησαν να συνδυάσουν την θεωρία με την εμπειρική ανάλυση και να υιοθετήσουν ένα υπόδειγμα όπου διακρίνουν δύο τύπους δημοσίων δαπανών, τις 5

παραγωγικές δημόσιες δαπάνες και τις μη-παραγωγικές. Το υπόδειγμα παρουσιάζει την διαφορά μεταξύ παραγωγικών και μη-παραγωγικών δαπανών και εξετάζουν πως το κάθε ένα επηρεάζει την μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη. Χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό από χρονολογικές σειρές και διακλαδικά δεδομένα για 115 χώρες (συμπεριλαμβανομένων των 24 χωρών του ΟΟΣΑ στην μεταπολεμική περίοδο από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά), συμπέραναν μια σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ του δείκτη ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕγχΠ και του μεριδίου της δημόσιας κατανάλωσης στο ΑΕγχΠ. Αντίθετα, οι δημόσιες επενδυτικές δαπάνες, όπως για παράδειγμα οι υποδομές για υπηρεσίες, φαίνεται να ενισχύουν θετικά το αναπτυξιακό περιβάλλον. Αναφορικά με το κατάλληλο μέγεθος του δημόσιου τομέα και τις δημόσιες δαπάνες, υπάρχει μια εκτενής βιβλιογραφία και ένας μεγάλος διάλογος. Αν και γενικά είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι υπηρεσίες που προέρχονται από τις δημόσιες επενδύσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές και παραγωγικές, (όπως για παράδειγμα αναλύουν οιbarro, 1981; Aschauer, 1989(a)), Επίσης είναι γενικά αποδεκτό ότι ο δημόσιος τομέας είναι πιο παραγωγικός όταν είναι μικρός, καθόσον η οριακή παραγωγικότητα των δημόσιων υπηρεσιών σχετίζεται αρνητικά με το μέγεθος του δημόσιου τομέα (Karras, 1996). Ο Karras (1996) εξετάζει τις δημόσιες δαπάνες και συμπεραίνει ότι αυτές έχουν αυξηθεί τα τελευταία εκατό χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο για τις περισσότερες οικονομίες, αν και ενίοτε έχουν υπάρξει μερικές διακυμάνσεις. Η εμπειρική ανάλυση και τα σχετικά συμπεράσματα για τα αποτελέσματα των δημόσιων δαπανών είναι μάλλον αντιφατικά, Οι Ram (1986) συμπεραίνουν ότι οι δημόσιες δαπάνες βοηθούν και ενισχύουν την αναπτυξιακή διαδικασία (Mamatzakis, 2001). Αρκετές μελέτες αναλύουν, εξετάζουν και διακρίνουν μεταξύ «παραγωγικών» και «μη- παραγωγικών» δημόσιων δαπανών, και προσπαθούν να δείξουν πως μια χώρα μπορεί να βελτιώσει την οικονομική της αποδοτικότητα μεταβάλλοντας την σύνθεση μεταξύ «παραγωγικών» και «μη- παραγωγικών» δημόσιων δαπανών (Devarajan et al, 1996), Aschauer (1989). Οι Easterly και Rebelo (1993) συμπέραναν ότι οι δημόσιες επενδύσεις σε βασικές υποδομές, όπως για παράδειγμα σε μεταφορές, τηλεπικοινωνίες έχουν θετικές επιπτώσεις στην οικονομική μεγέθυνση. Για άλλες κατηγορίες δημοσίων δαπανών, υπάρχει σχετικά διχογνωμία για το εάν είναι όντως και συνιστούν «παραγωγικές» δημόσιες δαπάνες. Οι Grief και Tullock (1987), και οι Summers και Heston (1988) κατηγοριοποιούν την άμυνα και τηνεκπαίδευση ως δημόσια κατανάλωση και άρα ως «μη - παραγωγικές» δημόσιες δαπάνες, ενώ αντίθετα στα υποδείγματα του ο Barro (1991) τα θεωρεί ως «παραγωγικές» δημόσιες δαπάνες. Τέλος οι Delorme κ. ά (1999) αποδεικνύουν μια εναλλακτική άποψη όπου η δημόσια υποδομή μειώνει την μη-τεχνική αποδοτικότητα (technical inefficiency) του ιδιωτικού παραγωγικού τομέα (Mullen, Williams, and Moomaw, 1996). 2.3 Δημόσιος Τομέας, Δημόσιες Δαπάνες και Αποτελεσματικότητα: Βιβλιογραφική Επισκόπηση Ένα μεγάλο τμήμα της βιβλιογραφίας έχει ασχοληθεί με την σταθερότητα, την κατανομή των δημοσίων δαπανών (Persson & Tabellini, 2001). Περαιτέρω, όπως ανέλυσαν οι Mastromarco και Woitek (2005), στην εμπειρική τους μελέτη εξέτασαν την σημασία και τις επιπτώσεις των δημοσίων δαπανών. Οι Aschauer (1989) και Minnell (1990) απέδειξαν στην ερευνητική τους εργασία μια θετική συσχέτιση μεταξύ των δημοσίων δαπανών και της παραγωγικότητας. Στις περισσότερες χώρες οι δημόσιες κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του Α.Εγχ.Π. έχουν αυξηθεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Επίσης υπάρχει μια θετική 6

συσχέτιση μεταξύ των δημόσιων δαπανών και της οικονομικής μεγέθυνσης (for a survey, see Lindauer and Velenchik, 1992, Angelopoulos κ. ά 2007). Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί μια μέθοδος εκτίμησης της αποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών. Πιο συγκεκριμένα, έχουν προταθεί δύο βασικοί τύποι για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας: η εκτίμηση που βασίζεται στην μακρο-προσέγγιση που στοχεύει στην ανάλυση και στην εκτίμηση των συνολικών δημοσίων δαπανών και η εκτίμηση που βασίζεται στην μικροπροσέγγιση που στοχεύει στην ανάλυση και στην εκτίμηση για ιδιαίτερες κατηγορίες των δημοσίων δαπανών. Μία πρώτη προσέγγιση για την μακρο-προσέγγιση έγινε από τους Tanzi και Schuknecht (1997, 2000) με την εκτίμηση και τον υπολογισμό των δημοσίων δαπανών για 18 αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες.. Μία άλλη μελέτη που προσπαθεί να διερευνήσει και να αναλύσει την θετική συσχέτιση μεταξύ της αύξηση των δημόσιων δαπανών και του μεγαλύτερου επιπέδου της κοινωνικής ευημερίας (Afonso et al, 2006). 3. Το Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Νομισματικής και Οικονομικής Ενοποίησης Η οικονομική και νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης είναι μία παλιά ιστορία που ανάγεται τουλάχιστον στον 19 ο αιώνα. Παρόλα αυτά υπήρξαν αρκετοί περίοδοι, που κυριάρχησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, συστήματα νομισματικής συνεργασίας τα οποία δεν απείχαν πολύ από το πρότυπο αυτό. Πιο συγκεκριμένα: Το 1865 μία ομάδα χωρών της Κεντρικής Ευρώπης (Γαλλία, Βέλγιο, Ελβετία, Ιταλία) δημιούργησαν τη Λατινική Νομισματική Ένωση με βάση το γαλλικό Φράγκο. Η ένωση αυτή είχε σαν σκοπό την τυποποίηση των νομισμάτων με βάση χρυσού και αργύρου. Όμως η συγκεκριμένη προσπάθεια απέτυχε καθώς στις αρχές της δεκαετίας του 1870 υπήρξε υπέρ-προσφορά αργυρού στις διεθνείς αγορές που σταθεροποίησε τη σχετική τιμή των δύο πολύτιμων μετάλλων. Ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (Exchange Rate Mechanism-ERM) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος αντιπροσώπευσε τη σημαντικότερη εξέλιξη στις Ευρωπαϊκές νομισματικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια. Η πορεία του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών αρχικά θεωρήθηκε επιτυχής, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 1992 και την πρώτη συναλλαγματική κρίση. Η επιτυχία αυτή του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών κατά τη διάρκεια του 1980, αφορά τόσο στη μείωση του πληθωρισμού στις χώρες-μέλη, όσο και στη σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας. Η επίσημη εφαρμογή του ΕΝΣ είχε αρχίσει στις 13 Μαρτίου 1979 και σκοπός του ήταν η ελαχιστοποίηση της αστάθειας των συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ των Κοινοτικών νομισμάτων με την προσαρμογή της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής. Ένα από τα κύρια στοιχεία του ήταν η ενιαία Ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα το Ecu (European Currency Unit, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Νομισματική Λογιστική Μονάδα), που ήταν η επίσημη Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα. Η έκθεση που συντάχθηκε υπό την προεδρία του Delors και με τη συμμετοχή των Διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών και άλλων προσωπικοτήτων οδήγησε στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Μαδρίτης (Ιούνιος 1989) να ξεκινήσει από 1-7-1990 η πρώτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) με την πλήρη απελευθέρωση κεφαλαίων και την ισχυροποίηση του Συμβουλίου των Διοικητών των 12 Κεντρικών Τραπεζών. Η Συνθήκη του Maastricht (1992) είχε ως στόχο την οικονομική ολοκλήρωση. Τα σημαντικότερα από τα «κριτήρια του Μάαστριχτ» θα πρέπει να πληρούν τους ακόλουθους κανόνες: 7

(α). Το δημοσιονομικό έλλειμμα μιας χώρας (national budget deficit) δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το 3 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της (Α.Εγχ.Π.) επί μεγάλο διάστημα. (β). Το δημόσιο χρέος (public debt) δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το 60 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της (Α.Εγχ.Π.) (γ). Οι τιμές των προϊόντων, δηλαδή ο πληθωρισμός, (inflation rates) πρέπει να είναι σταθερός για ένα μεγάλο διάστημα. Πιο συγκεκριμένα, οι χώρες που θα εκπληρώνουν το βασικό κριτήριο του πληθωρισμού θα πρέπει να έχουν πληθωρισμό όχι πάνω από 1,5 % του μέσου όρου της καλύτερης (χαμηλότερης) επιδόσης των τριών χωρών της Κοινότητας. (δ). Τα επιτόκια (interest rates) πρέπει επίσης να είναι σταθερά επί μακρό διάστημα. Πιο συγκεκριμένα, οι χώρες που θα εκπληρώνουν το βασικό κριτήριο των επιτοκίων θα πρέπει να έχουν επιτόκια όχι πάνω από 2 % του μέσου όρου της καλύτερης (χαμηλότερης) επιδόσης των τριών χωρών της Κοινότητας. (ε). Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων θα πρέπει να παραμείνουν μέσα στο κανονικό εύρος-περιθώριο του μηχανισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών (ERM), χωρίς πιέσεις και δίχως υποτιμήσεις για μια περίοδο δυο ετών. Τον Μάϊο του 1998 αποφασίσθηκε ποιες χώρες θα μπορούσαν να εισέλθουν στο νέο νόμισμα, το Ευρώ ( ). Η Ελλάδα έγινε μέλος από την 1 η Ιανουαρίου του 2001. Τον Ιούνιο του 1998, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB, European Central Bank) ξεκίνησε να λειτουργεί στην Φρανκφούρτη. Από τον Ιανουάριο του 2002, οι δώδεκα (12) Ευρωπαϊκές χώρες αρχικά και αργότερα 17 κράτη μέλη της Ευρωζώνης αντικατέστησαν το νόμισμα τους με το Ευρώ ( ) και μονάχα τρεις χώρες, η Βρετανία, η Σουηδία και Δανία έμειναν εκτός του Ευρώ ( ). Οι χώρες που συμμετείχαν στην «ευρωζώνη» (Eurozone) και στο Ευρώ ( ) υιοθέτησαν κοινά επιτόκια και επίσης συνεργασία για τις δημοσιονομικές τους πολιτικές. Στις περισσότερες χώρες λειτουργεί μία κεντρική τράπεζα, η οποία εκτός από το «εκδοτικό προνόμιο», δηλαδή την έκδοση του «νόμιμου χρήματος» και τη ρύθμιση της συνολικής προσφοράς χρήματος, που διατηρεί και διαχειρίζεται τα αποθέματα χρυσού και τα συναλλαγματικά αποθέματα και φροντίζει για την εξισορρόπηση του ισοζυγίου πληρωμών. Επίσης η Κεντρική Τράπεζα ρυθμίζει τη συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού νομίσματος στις ξένες αγορές. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που έχει έδρα τη Φραγκφούρτη, είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του ευρώ και της νομισματικής πολιτικής της Ε.Ε. Η νομισματική πολιτική (monetary policy) αποτελεί την πολιτική εκείνη που καθορίζει την προσφορά και τη ζήτηση του χρήματος σε μια οικονομία. Ως προσφορά χρήματος (money supply) είναι εκείνη η ποσότητα του χρήματος που βρίσκεται στην κυκλοφορία για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Οι έννοιες «προσφορά χρήματος» και «ποσότητα χρήματος στην κυκλοφορία» συνήθως είναι ταυτόσημες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά. Ανάλογα λοιπόν με το ποια στοιχεία περιλαμβάνει η προσφορά χρήματος ορίζεται με την «ευρεία έννοια» είτε με την «στενή έννοια». Ο έλεγχος της προσφοράς του χρήματος αποτελεί την κυριότερη λειτουργία της Κεντρικής Τράπεζας. Η Κεντρική Τράπεζα, ως εκδοτική τράπεζα, ελέγχει άμεσα την έκδοση τραπεζογραμματίων και κερμάτων (τη νομισματική κυκλοφορία). Σε ότι αφορά τη συνολική προσφορά χρήματος, εφαρμόζει ένα σύνολο μέτρων που συνιστούν την πολιτική της Τράπεζας και αποσκοπούν στον έλεγχο της δημιουργίας τραπεζικού (ή λογιστικού) χρήματος από τις εμπορικές τράπεζες. Στους ακόλουθους Πίνακες 3 και 4 παρουσιάζεται αφενός η δημοσιονομική κατάσταση στην ΕΕ (ως ποσοστό του ΑΕΠ) και επίσης η συνολική κατάσταση για τα 8

κρατικά χρέη στην Ευρωζώνη την χρονική περίοδο 2011-2020 αντίστοιχα. Πίνακας 3: Η δημοσιονομική κατάσταση στην ΕΕ (ως % του Α.Ε.Π.) 2013 Έλλειμμα / Πλεόνασμα Χρέος Ελλάδα -10,0 156,9 Ιταλία -3,0 127,0 Πορτογαλία -6,4 123,6 Ιρλανδία -7,6 117,6 Βέλγιο -3,9 99,6 Ευρωζώνη -3,7 90,6 Γαλλία -4,8 90,2 Κύπρος -6,3 85,8 ΕΕ-27-4,0 85,3 Ισπανία -10,6 84,2 Γερμανία 0,2 81,9 Αυστρία -2,5 73,4 Μάλτα -3,3 72,1 Ολλανδία -4,1 71,2 Σλοβενία -4,0 54,1 Φιλανδία -1,9 53,0 Σλοβακία -4,3 52,1 Λουξεμβούργο -0,8 20,8 Εσθονία -0,3 10,1 Πηγή: Eurostat Πίνακας 4: Κρατικά Χρέη στην Ευρωζώνη 2011 (δις. ) 2011 (ως % ΑΕΠ) 2020 (ως % ΑΕΠ) Αυστρία 214 71,4 58,9 Βέλγιο 361 96,1 94,7 Φιλανδία 89 48,7 31,8 Γαλλία 1689 85,4 87,1 Γερμανία 2090 81,5 57,7 Ελλάδα 347 161,9 123,2 Ιρλανδία 162 103,3 99,2 Ιταλία 1884 121,4 115,8 Ολλανδία 389 64,6 56,8 Πορτογαλία 190 105,6 122,5 Ισπανία 706 69,6 74,2 Πηγή: Deutsche Bank & European Commission 4. Η Εξέλιξη και οι Επιπτώσεις του Ελλείμματος και Χρέους στην Ελλάδα Με την διαχρονική ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας υπήρξε μια έντονη τάση για αύξηση των εισαγωγών. Ιδιαίτερα αυτό συνέβη σε πιο έντονο ρυθμό μετά την απελευθέρωση του εμπορίου και των δασμών με την τελωνιακή ένωση με την Ευρώπη. Οι εισαγωγές προϊόντων στις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970 αφορούν περισσότερο τα κεφαλαιουχικά προϊόντα (επενδυτικά προϊόντα και προϊόντα τεχνολογίας), ενώ υπάρχει μία μεταστροφή από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και 9

ιδιαίτερα την δεκαετία 2000-2010 όπου αυξάνεται η τάση για περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα (αποτελέσματα του υπέρ-καταναλωτισμού, της εισαγωγής ξένων προτύπων και του μιμητικού αποτελέσματος) που υποκατέστησαν σε ένα βαθμό την παραγωγή εγχώριων προϊόντων και επιδείνωσαν τα ελλείμματα και τα χρέη των νοικοκυριών. Στο ακόλουθο διάγραμμα 1 παρατηρούμε σχηματικά τα διάφορα επίπεδα και φάσεις ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας και τα αρνητικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας εξαιτίας του μιμητικού αποτελέσματος (δηλαδή της ραγδαίας αύξησης των εισαγόμενων καταναλωτικών αγαθών) με την μεγάλη επιδείνωση τόσο των δημόσιων ελλειμμάτων και χρεών, όσο και την μείωση του παραγωγικού ιστού της χώρας. Κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970 τα σχετικά οικονομικά μεγέθη δείχνουν μια σημαντική αύξηση και ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας. Την ίδια χρονική περίοδο παρατηρούμε μια σημαντική αύξηση κατά πέντε περίπου φορές του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου την περίοδο από το 1962 μέχρι το 1972 παρουσιάζει συνεχείς αυξήσεις (με εξαίρεση την περίοδο του 1967). Η σχέση των εξαγωγών προς τις εισαγωγές κυμαίνεται διαχρονικά μεταξύ 20% - 80% για ορισμένους κλάδους (Δρακάτος, 1996, 1997). Διαχρονικά και ιδιαίτερα τις τρείς τελευταίες δεκαετίες η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών εντείνει την αποδυνάμωση του εγχώριου παραγωγικού συστήματος και οδηγεί σε υπερδιόγκωση των ελλειμμάτων και των χρεών. Η διάρθρωση και η δραστηριότητα του δημόσιου τομέα επηρεάζει σημαντικά τα οικονομικά μεγέθη της χώρας. Σήμερα περίπου το 60% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος οφείλεται στην δραστηριότητα του δημόσιου τομέα. Ο κρατικός προϋπολογισμός περιέχει έσοδα που προβλέπεται να εισπράξει το κράτος μέσα σε ένα χρόνο (που βασίζονται κατά κανόνα στην φορολογία με άμεσους είτε έμμεσους φόρους), καθώς επίσης και στις δαπάνες που πρόκειται να πραγματοποιήσει. Το σύνολο των δαπανών είναι μεγαλύτερο του συνόλου των εσόδων, με συνέπεια την ελλειμματικότητα του προϋπολογισμού και την αύξηση του πληθωρισμού. Από το σύνολο των δημοσίων εσόδων, και πιο συγκεκριμένα τους άμεσους φόρους, το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 80%) προέρχεται από την φορολόγηση των μισθωτών και συνταξιούχων και μόνο ένα μικρό ποσοστό (περίπου 20 %) από τις υπόλοιπες ομάδες επιτηδευματιών. Επίσης για ορισμένες ομάδες φορολογουμένων υπάρχει μια μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ των συνολικών δαπανών του ιδιωτικού τομέα και των δηλωθέντων εισοδημάτων, γεγονός που φανερώνει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα). Η πλευρά των εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού παρουσιάζει δυσανάλογες δαπάνες, οι οποίες κατά βάση προορίζονται σε ποσοστό περίπου 60% για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (τόκοι και χρεολύσια), ενώ αντίθετα για τις επενδυτικές δαπάνες αντιστοιχεί το 9,3%. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες παρατηρήθηκε αύξηση των συνολικών δαπανών. Σύμφωνα με της Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία το συνολικό ποσό δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού κατανέμεται ως εξής: 80% δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού, 20% δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 11,8% το 1960 σε 28,9% το 1980 και εκτινάχθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας, φθάνοντας το 1994 σε 114,0% και σε άνω του 142% το 2010. Ο υψηλός δημόσιος δανεισμός ωθεί τα επιτόκια δανεισμού προς τα άνω εκτοπίζοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις, αφού αυξάνει το κόστος του χρήματος. Η διόγκωση των πληθωριστικών προσδοκιών ενισχύει την αβεβαιότητα για την πραγματική αξία των μελλοντικών αποδόσεων και αποθαρρύνει την ανάληψη επενδυτικών σχεδίων. Η Ελλάδα παραβίασε το κριτήριο 10

δημοσιονομικού ελλείμματος της Ε.Ε. (που έθετε η συνθήκη του Μάαστριχτ για λιγότερο από 3% του ΑΕΠ) στην χρονική περίοδο από το 2001 ως το 2006, αλλά τελικά ικανοποίησε το συγκεκριμένο κριτήριο στην χρονική περίοδο 2007-2008, ενώ το υπερέβη το 2009, με έλλειμμα που φθάνει στο 15,4% του ΑΕΠ. Τα μέτρα λιτότητας μείωσαν το έλλειμμα σε 9,4% του ΑΕΠ το 2010. Διάγραμμα 1: Επίπεδα και Φάσεις Ανάπτυξης: Το Μιμητικό Αποτέλεσμα Ρυθμός Ανάπτυξης (%) Φάση Α: Αρχική Φάση Φάση Β: Προϋποθέσεις για ανάπτυξη (απογείωση) Φάση Γ: Ανάπτυξη Φάση Δ: Ωριμότητας Φάση Ε: Φθίνουσα Πορεία (Υπερκατανάλωση - Μιμητικό Αποτέλεσμα) Χρόνος Στους ακόλουθους Πίνακες 5, 6 και 7 παρουσιάζονται αφενός το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα, το δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ελλάδα και η εξέλιξη του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στην Ελλάδα για την χρονική περίοδο 2003-2013 αντίστοιχα. Πίνακας 5: Δημόσιο Χρέος στην Ελλάδα Δις. (%) Α.Ε.Π. 2003 168 98,3 2004 183,2 99,8 2005 195,4 101,2 2006 224,2 107,3 2007 239,3 107,4 2008 263,3 113 2009 299,7 129,4 2010 329,5 145 2011 355,6 165,3 2012 326,8 160,6 2013 340,4 168 Πηγή: Euostat Database 11

Πίνακας 6: Δημοσιονομικό Έλλειμμα στην Ελλάδα Δις. (%) Α.Ε.Π. 2003-9,9-5,8 2004-13,7-7,5 2005-10,9-5,6 2006-12,6-6 2007-15,1-6,8 2008-23,1-9,9 2009-36 -15,6 2010-23,9-10,5 2011-19,7-9,2 2012-14,8-7,3 2013-17 -8,4 Πηγή: Euostat Database Πίνακας 7: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν στην Ελλάδα Δις. Ρυθμός Ανάπτυξης: Ετήσια Μεταβολή ως (%) Α.Ε.Π. 2003 170,9 5,9 2004 183,6 4,4 2005 193 2,3 2006 208,9 5,5 2007 222,8 3 2008 232,9-0,2 2009 231,6-3,3 2010 227,3-3,5 2011 215,1-6,9 2012 203,5-4,7 2013 192,3-5,5 Πηγή: Euostat Database Διάγραμμα 2: Έλλειμμα Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών για την Ελλάδα (Πηγή: Eurostat Database) Τίτλος γραφήματος 12

Σύμφωνα με τις προβλέψεις ο προϋπολογισμός προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5 % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος το 2013. Το δημόσιο χρέος αυξάνεται στα 356 δις και στα 367 δις το 2012, ενώ εάν συνυπολογιστεί το ενδοκυβερνητικό χρέος, τότε το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης θα φτάσει τα 400,356 δις το 2013. Ο δανεισμός της τελευταίας δεκαετίας κατευθύνθηκε κυρίως σε καταναλωτικούς σκοπούς, παρά σε επενδυτικούς σκοπούς. Παράλληλα, η Ελλάδα αντιμετώπισε προβλήματα στην συνέχιση του εξωτερικού δανεισμού και αναγκάσθηκε να καταφύγει στον δανεισμό από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Στο διάγραμμα 3 παρατηρούμε διαχρονικά το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του συνολικού χρέους της Ευρωζώνης για επιλεγμένες χώρες υψηλού χρέους, καθώς επίσης μια διαχρονική ανάλυση του Ελληνικού δημοσίου χρέους σε αντιστοιχία με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και μια διαχρονική παρουσίαση των ρυθμών ανάπτυξης στην Ελλάδα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) σε αντιστοιχία με το δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ελλάδα. Στοον Πίνακα 8 παρουσιάζονται τα διάφορα σενάρια αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους για την χρονική περίοδο 2011-2020 καθώς επίσης οι επιπτώσεις για το έλλειμμα και το χρέος, η ανάγκη χρηματοδότησης, το κόστος για τους ιδιώτες και η αναγκαία χρηματοδότηση για την Ελλάδα. Το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων θεωρείται, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες και μεταβλητές που θα επηρεάσουν αρνητικά την αναπτυξιακή διαδικασία. Οι χαμηλές επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) θα δημιουργήσουν το φαινόμενο του «φαύλου κύκλου πενίας» και της υπό-ανάπτυξης, σύμφωνα με το ακόλουθο διάγραμμα 3. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, για να μπορέσει μια οικονομία να έχει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να πετύχει τον κύκλο ανάπτυξης (έναντι του κύκλου υπό-ανάπτυξης και στασιμότητας), θα πρέπει να πετύχει τρείς με τέσσερεις φορές μεγαλύτερο ποσοστό επενδύσεων (δημοσίων και ιδιωτικών). Διάγραμμα 3: Φαύλος Κύκλος Πενίας (-) Επένδυση (Δημόσιες & Ιδιωτικές) (-) Παραγωγική διαδικασία - Παραγωγή και Προϊόν (-) Απασχόληση (-) Εισόδημα - Αποταμίευση (-) Κατανάλωση Ζήτηση (-) Μεγέθυνση, Ανταγωνιστικότητα και Ανάπτυξη 13

Πίνακας 8: Σενάρια Αναδιάρθρωσης Δημοσίου Χρέους για 2011-2020 (δις. ) Απομείωσ η (NPV Loss) 21 % Απομείωσ η (NPV Loss) 39 % Απομείωσ η (NPV Loss) 50 % Απομείωση 50 % περίπου με μη-πληρωμή τοκομεριδίω ν από 1 έως 5 χρονιά Κούρεμα 50 % (σκληρή αναδιάρθρωση ) Σωρευτικό έλλειμμα 92,1 84,3 77,6 71,8 67,6 με ταμειακή βάση (2011-2020) Άλλες ανάγκες 36,4 36,4 36,4 36,4 36,4 χρηματοδότησης (2011-2020) Κόστος PSI 76,8 77,9 73 88,6 35 (Συμμετοχή προγράμματος ιδιωτών) Συνολικές 353,3 350,7 360,7 340,8 327,2 χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας Συνολική 150,6 146,9 152,5 134,4 150,8 χρηματοδότηση από αγορά (συμπεριλαμβανομένω ν ιδιωτικοποιήσεων) Συνολική 202,7 203,8 208,2 214,5 176,4 χρηματοδότηση από ΕΕ και ΔΝΤ Δημόσιο Χρέος / ΑΕΠ 153,9 % 141,3 % 140,0 % 151,0 % 111,9 % το 2020 Πηγή: Deutsche Bank & European Commission Databases 3. Συμπεράσματα και Προτάσεις Στην διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει μια εκτενής ανάλυση για τις επιπτώσεις και τα αποτελέσματα των δημοσίων δαπανών στην οικονομική μεγέθυνσης και στην κοινωνική και συνολική ανάπτυξη (Afonso et al, 2006: 39). Οι δημόσιες δαπάνες έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες για τα περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Ιδιαίτερα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών που εν συνεχεία δημιουργεί μεγαλύτερα ελλείμματα και χρέος στις οικονομίες των χωρών αυτών. Η κρίση χρέους πυροδοτεί και ωθεί σε επιπλέον αρνητικές επιπτώσεις στην αύξηση της ανεργίας, την μείωση της παραγωγής και παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας, στην αύξηση της φοροδιαφυγής και στην περαιτέρω ύφεση και στασιμότητα. Ενώ υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος της «μετάδοσης» και «μεταφοράς» της ύφεσης και στις υπόλοιπες χώρες κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. 14

Διάγραμμα 4: Ανάλυση Χάσματος για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας και την Έξοδο από την Οικονομική Κρίση 15

Λύσεις για την Οικονομική Κρίση 1 Κυρίαρχη Πολιτική Επιχειρηματικότητα και Ανάπτυξη Επιχειρηματικότητα Αναβάθμιση των τρεχουσών δραστηριοτήτων βασισμένα στην γνώση & στην καινοτομία Καινοτομία 2 3 Έμφαση στα συγκριτικά πλεονεκτήματα: Γεωργία, Κτηνοτροφία, Ναυτιλία, Τουρισμός, Ενέργεια & Πολιτισμός Κλάδοι με Συγκριτικό Πλεονέκτημα Εκπαίδευση & Κοινωνική Συνοχή Έμφαση στο Ανθρώπινο Δυναμικό και στην Εκπαίδευση και Κατάρτιση 4 Η ΕΕ θα πρέπει να ενισχύσει τις πολιτικές ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού των οικονομιών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης που θα φέρουν αντίστοιχα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, την ανάκαμψη και την κοινωνική σταθερότητα. Ιδιαίτερα η ΕΕ θα πρέπει να επικεντρωθεί στον εκσυγχρονισμό και αναδιάρθρωση των οικονομιών με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, την αποτελεσματικότητα, την αύξηση της παραγωγής, και την περαιτέρω ανάπτυξη. Η οικονομική ανάπτυξη αναφέρεται στην διαδικασία με την οποία το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα μιας χώρας αυξάνεται κατά την διάρκεια μιας μακράς χρονικής περιόδου. Συνήθως σαν δείκτης της οικονομικής ανάπτυξης χρησιμοποιείται είτε το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν είτε το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα ή το εθνικό εισόδημα είτε τέλος το βιοτικό επίπεδο μιας χώρας. Η οικονομική ανάπτυξη συνεπάγεται αρκετές μεταβολές στην οικονομική και κοινωνική δομή μιας χώρας. Επίσης η οικονομική ανάπτυξη θεωρείται ως η αναγκαία συνθήκη για την κοινωνική ανάπτυξη και ευημερία. Η κοινωνική πολιτική αποτελεί ένα ουσιώδες και σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Βασικός στόχος πρέπει να είναι η αύξηση της παραγωγής και του ακαθαρίστου εγχώριου προϊόντος, η αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλή εισοδήματος και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Σαν απαραίτητοι συντελεστές για την ανάπτυξη μιας χώρας θεωρούνται οι φυσικοί πόροι και οι πρώτες ύλες, ο ανθρώπινος παράγοντας, η ύπαρξη κεφαλαιουχικών και τεχνολογικών αγαθών (δηλαδή κεφαλαίου και τεχνολογίας) και τέλος το μέγεθος της αγοράς που καθορίζει την ζήτηση και την παραγωγή αγαθών. Η σημερινή κατάσταση στην Ευρωζώνη έχει εξασφαλίσει την ισορροπία στην αγορά χρήματος μέσα από τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει ανισορροπία στην αγορά των αγαθών όπου η δημοσιονομική πολιτική δεν έχει καταφέρει την επίτευξη της σχετικής ισορροπίας και σταθερότητας στην οικονομία. Προκειμένου να μειωθεί η αναλογία χρέος-αεπ, το ονομαστικό ΑΕΠ (δηλαδή η παραγωγή μια χώρας) πρέπει να αυξηθεί γρηγορότερα από το κυβερνητικό χρέος. Για να συμβεί αυτό, η οικονομία πρέπει να αυξήσει την παραγωγή 16

(πραγματικό ΑΕΠ) και παράλληλα να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες και τα δημόσια ελλείμματα. Η Ευρωζώνη σήμερα αντιμετωπίζει μια ιδιαίτερα σκληρή μάχη ενάντια στην κρίση χρέους. Η αβεβαιότητα είναι ιδιαίτερα μεγάλη για τις ευρωπαϊκές αγορές. Η εμπιστοσύνη των αγορών στην δανειοδότηση και στις επενδύσεις των ευρωπαϊκών χωρών δεν έχει ανακτηθεί πλήρως και οι προσδοκίες για έξοδο από την οικονομική κρίση και ανάπτυξη δεν είναι ορατές στο βραχυπρόθεσμο μέλλον. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.) αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντικός για την εδραίωση της νομισματικής και δημοσιονομικής ισορροπίας στην Ευρωζώνη καθώς επίσης και για την εδραίωση της εμπιστοσύνης και την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας ώστε να επιτευχθεί η οικονομική και νομισματική σύγκλιση στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης. Στο άνω τμήμα του διαγράμματος 4 παρουσιάζεται μέσω της ανάλυσης χάσματος, δηλαδή της κάλυψης των αναγκαίων βημάτων, για την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας στην Ελληνική οικονομία. Στο συγκεκριμένο διάγραμμα 6, παρουσιάζονται ορισμένες από τις κυριότερες δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα, η επένδυση στις νέες δραστηριότητες της πληροφορικής που ωθούν την οικονομία στην μετάβαση από την κοινωνία της πληροφορίας στην οικονομία της γνώσης και εν συνεχεία στην ανταγωνιστική κοινωνία και περαιτέρω στην αναπτυξιακή πορεία. Επίσης τα βασικά χαρακτηριστικά σημεία για τις προτάσεις στην Ελληνική οικονομία που μπορούν να συμβάλουν προς την κατεύθυνση αυτή είναι η επιχειρηματικότητα, η καινοτομία, η εκπαίδευση και η ανάπτυξη των κλαδικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων όπως παρουσιάζονται στο κάτω μέρος του διαγράμματος 4. Τα προβλήματα του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων που αντιμετωπίζουν οι χώρες του Νότου, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία αλλά και οι υπόλοιπες χώρες όπως το Βέλγιο και η Ιρλανδία, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες χρηματοδότησης και πρόσβασης στις αγορές είναι ιδιαίτερα κρίσιμα για την αναπτυξιακή τους διαδικασία αλλά και την σταθερότητα και την συμμετοχή τους στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Βασική προϋπόθεση για την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας που θα συμβάλει σημαντικά στην μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους είναι η αύξηση της παραγωγής και η καλή διαχείριση των πόρων (οικονομικών και ανθρώπινων). 4. Βιβλιογραφία 1. Abramovitz, M. (1986) Catching-up, foreign ahead and falling behind, Journal of Economic History, vol. 46. 2. Acemoglu, D. and Dell, M. (2009) Beyond Neoclassical Growth: Technology, Human Capital, Institutions and Within-Country differences. Mimeo. MIT. 3. Afonso, A., Schuknecht, L. and Tanzi, V. (2006) Public sector efficiency: Evidence for new EU member States and Emerging Markets, European Central Bank, Working Paper Series, No. 581. (www.ecb.int). 4. Afonso, A., Schuknecht1, L. and Tanzi, V. (2005) Public sector efficiency: An international comparison, Public Choice 123: 321 347 5. Aghion P. and Howitt P. (1992) A model of growth through creative destruction, Econometrica, 60(2): 323-351. 6. Aigner D.J., Lovell C.A.K., Schmidt P. (1977) Formulation and estimation of stochastic frontier production functions. Journal of Econometrics 6:21--37 7. Angelopoulos, K., Economides, G., Kammas, P. (2007) Tax-spending policies and economic growth: Theoretical predictions and evidence from the OECD European Journal of Political Economy, 23: 885 902 8. Angelopoulos, K. and Philippopoulos, A. (2007) The growth effects of fiscal 17

policy in Greece 1960 2000. Public Choice, 131:157 175 9. Angelopoulos, K. and Philippopoulos, A. (2005) The Role Of Government In Anti- Social Redistributive Activities. Cesifo Working Paper No. 1427, Category 5: Fiscal Policy, Macroeconomics And Growth 10. Arrow, K.J. (1962) The economic implications of learning by doing, Review of Economic Studies, 29(3), 155-173. 11. Arrow, K.J. and M. Kurz (1970) Public Investment, the Rate of Return, and Optimal Fiscal Policy, The John Hopkins Press, Baltimore. 12. Aschauer, D. A. (1989a) Does Public Capital Crowd Out Private Capital?, Journal of Monetary Economics 24: 171-188. 13. Aschauer, D.A. (1989b) Is public expenditure productive? Journal of Monetary Economics 23; 177-200 14. Aschauer, David A., 1988, Does public capital crowd out private capital?, Federal Reserve Bank of Chicago staff memoranda. 15. Baltagi, Badi H. and Nat Pinnoi (1995) Public Capital and State Productivity Growth: Further Evidence from an Error Components Model, Empirical Economics, 20: 351-359. 16. Barro, R.J. (1991) Economic Growth in a Cross Section of Countries. The Quarterly Journal of Economics, 106, 2:407-443 17. Barro, R. J. (1990) Government Spending in a simple Model of Endogenous Growth, The Journal of Political Economy, 98:5:2. 18. Barro, R.J. (1989) A cross-country study of growth, saving, and government, Working paper no 2855 NBER, Cambridge, MA. 19. Barro, R.J. and Sala-i-Martin, X. (1992) Public Finance in Models of Economic Growth. The Review of Economic Studies, 59, 4:645-661 20. Battese, G. E., Rambaldi, A. N., Wan, G. H. (1997) A Stochastic Frontier Production Function With Flexible Risk Properties, Journal of Productivity Analysis, 8: 269 280 21. Batesse, G. E. and Coelli, T. J. (1995) A Model For Technical Inefficiency Effects In A Stochastic Frontier Production Function For Panel Data, Empirical Economics, 20:325-332 22. Becchetti, L., Bedoya, D. A. L. and Paganetto, L. (2003) ICT Investment, Productivity and Efficiency: Evidence at Firm Level Using a Stochastic Frontier Approach, Journal of Productivity Analysis, 20: 143 167. 23. Bera, A.K. and Sharma, S. C. (1999) Estimating Production Uncertainty in Stochastic Frontier Production Function Models, Journal of Productivity Analysis, 12: 187 210 24. Bosworth B. and Collins, S. M. (2008) Accounting For Growth: Comparing China and India, Journal of Economic Perspectives, 22, 1: 45 66. 25. Bosworth, B. Collins, S.M. (2007) Accounting For Growth: Comparing China And India. NBER, Working Paper Series, Working Paper 12943. National Bureau of Economic Research Cambridge, Ma. 26. Coelli, T.J., Rao, D.S.P., O'Donnell, C.J., Battese, G.E. (2005) An Introduction to Efficiency and Productivity Analysis, 2nd Edition, Springer 27. Credit Suisse Database (2011) 28. Deutsche Bank & European Commission: Databases 29. Diewert,W.E., Lawrence, D.A., 2000. Progress in measuring the price and quantity of capital. In: Lau, J.L. (Ed.), Econometrics, vol. 2. Econometrics and the Cost of Capital: Essays in Honor of Dale W. Jorgenson. The MIT Press, Cambridge, pp. 273 326. 18

30. Denison, E. F. (1962) The sources of economic growth in the United States, Washington: Committee for Economic Development. 31. Delorme, C.D.Jr., Thompson, H. G. Jr., Warren, R. S. Jr., (1999) Public Infrastructure and Private Productivity: A Stochastic-Frontier Approach Journal of Macroeconomics, 21, 3: 56:3-576 32. Devarajan, S. Swaroop, V. Zou, H. (1996) The composition of public expenditure and economic growth. Journal of Monetary Economics, 37: 313 344 33. Dhawan, R. and Gerdes, G. (1997) Estimating Technological Change Using a Stochastic Frontier Production Function Framework: Evidence from U.S. Firm- Level Data, Journal of Productivity Analysis, 8: 431 446. 34. Dougherty, C., Jorgenson, D.W. (1996). International comparisons of the sources of economic growth. American Economic Review 86 (2), 25 29. 35. Easterly, W., Rebelo, S. (1993) Fiscal policy and economic growth: An empirical investigation. Journal of Monetary Economics 32, 41-458. 36. Eurostat: Database 37. Evans, P and Karras, G. Are Government Activities Productive? Evidence from a Panel of U.S. States. The Review of Economics and Statistics, 76,1. 38. Farrell, M. (1957). The Measurement of Productive Efficiency, Journal of the Royal Statistical Society Series A (General), 120 (3), 253-281. 39. Fried, H.; Lovell, C. and Schmidt, S. (eds.) (1993), The Measurement of Productive Efficiency: Techniques and Applications. New York: Oxford Univ. Press. 40. Garcia-Milà, T., McGuire, T. J. and Porter, R. H. (1996) The Effect of Public Capital in State-Level Production Functions Reconsidered. The Review of Economics and Statistics, 78, 1: 177-180. 41. Grier, K.B., Tullock, G. (1989) An empirical analysis of cross-national economic growth 1951-1980, Journal of Monetary Economics 24, 259-276. 42. Griliches, Zvi, 1983, Productivity and technical change, NBER Reporter, Spring, 2-5. Historical Statistics 1960-1985, 1987 (Organization for Economic Cooperation and Development, Paris). 43. Grossman, Gene, M., and Helpman, E. (1991) Innovation and Growth in the Global Economy. Cambridge, Mass and London: MIT Press. 44. Hall, R. E. and Jones, C. I. (1999) Why do some countries produce so much more output per worker than others? The Quarterly Journal of Economics, 114: 1: 83-116. 45. Holtz-Eakin, D. (1994) Public-Sector Capital and the Productivity Puzzle, The Review of Economics and Statistics, 76 (1): 12-21. 46. Howitt, P. (2000) Endogenous Growth and Cross-Country Income Differences. The American Economic Review, 90, 4: 829-846 47. Islam,N. (1995) Growth empirics: A panel data approach. Quarterly Journal of Economics 110, 1127-1170. 48. Jones L. E. and Manuelli R. (1990) A convex model of equilibrium growth: Theory and policy implications, Journal of Political Economy, 98: 1008 1038. 49. Karras, G. (1996) Optimal Government Size: International Evidence, Economic Inquiry, April 1996, 193-203. 50. Kee, H. L. (2004) Estimating Productivity When Primal and Dual TFP Accounting Fail: An Illustration Using Singapore s Industries, Topics in Economic Analysis & Policy Volume 4, Issue 1 Article 26. 51. King, R. and S. Rebelo, 1993, Transitional dynamics and economic growth in the neoclassical model, American Economic Review 83, 908 931. 19

52. Kneller R., M. Bleaney and N. Gemmel (1999) Public policy and the government budget constraint: Evidence from the OECD, Journal of Public Economics, 74, 171-190. 53. Koop, G. (2001) Cross Sectoral Patterns of Efficiency and Technical Change in Manufacturing, International Economic Review, 42, 1: 73-103 54. Kumbhakar, S.C. and Tsionas, E.G. (2006) Estimation of stochastic frontier production functions with input-oriented technical efficiency. Journal of Econometrics, 133: 71 96 55. Kumbhakar, S.C.,. Wang, H. - J. (2005) Estimation of growth convergence using a stochastic production frontier approach. Economics Letters 88: 300 305 56. Kumbhakar, S. C. and Lovell K. C.A. (2000) Stochastic Frontier Analysis, Cambridge University Press, Cambridge 57. Kumbhakar, S. C., Ghosh, S., and McGuskin, J. T. (1991) A Generalized Production Frontier Approach for Estimating Determinants of Inefficiency in U.S. Dairy Farms. Journal of Business and Economic Statistics, 9, 3: 279-286. 58. Kumar S., Russell R. (2002) Technological change, technological catch-up, and capital deepening: relative contributions to growth and convergence. American Economic Review, 92: 527 548. 59. Landau, Daniel (1983) Government Expenditures and Economic Growth: A Cross-Country Study, Southern Economic Journal, 49, 1983, 783-92. 60. Mankiw, N. G., David Romer, and David Weil. (1992) A Contribution to the Empirics of Economic Growth, Quarterly Journal of Economics, CVII: 407-438. 61. Lee, F. C. and Tang, J. (2000) Productivity Levels and International Competitiveness Between Canadian and U.S. Industries, AEA Papers and Proceedings, 90, 2: 176 179. 62. Levine, R. and Renelt, D. (1992), A Sensitivity Analysis of Cross-Country Growth Regressions. The American Economic Review, 82, 4: 942-963 63. Lucas, R.E.Jr. (1988) On The Mechanics of Economic Development. Journal of Monetary Economics, 22: 3-42. 64. Mahadevan, R. (2001) Assessing the output and productivity growth of Malaysia s manufacturing sector, Journal of Asian Economics, 12: 587 597. 65. Mamatzakis, E.C. (2007) EU infrastructure investment and productivity in Greek manufacturing. Journal of Policy Modeling, 29: 335 344 66. Mamatzakis, E.C. (2001) Public Spending And Private Investment: Evidence From Greece. International Economic Journal, 33, 15, 4 67. Mankiw N.G., Romer D., Weil D.N. (1992) A contribution to the empirics of economic growth, Quarterly Journal of Economics, 107 (2): 407 437. 68. Mastromarco, C. and U. Woitek (2006) Public Infrastructure Investment and Efficiency in Italian Regions, Journal of Productivity Analysis, 25: 57-95. 69. Meeusen, W. and van Den Broeck,. J. (1977) Efficiency estimation from Cobb Douglas Production Functions with Composed Error International Economic Review, 18, 2: 435-444. 70. Miller, S. M. and Russek, F. S. (1997) Fiscal Structures and Economic Growth: International Evidence, Economic Inquiry, XXXV: 603-613. 71. Munnell, A. (1990) How Does Public Infrastructure Affect Regional Economic Performance, New England Economic Review, Federal Reserve Bank of Boston, Sept-Oct, 3-22. 72. Nadiri M. I. and T. P. Mamouneas (1994) The Effects of Public Infrastructure and R&D Capital on the Cost Structure and Performance of U.S. Manufacturing Industries, The Review of Economics and Statistics. 20