ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γενική Συνέλευση των Μετόχων Παρασκευή, 21 Μαΐου 2010 Ομιλία του Προέδρου, κ. Β. ΡΑΠΑΝΟΥ Κυρίες και κύριοι μέτοχοι, Η ετήσια γενική συνέλευση της Εθνικής Τράπεζας γίνεται σε μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για την ελληνική, αλλά και την Ευρωπαϊκή οικονομία. Τα αίτια της χρηματοοικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε ήδη από το 2007 και η οποία μεταβλήθηκε στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής περιόδου, έχουν αναλυθεί συστηματικά από πολλούς διαπρεπείς αναλυτές και δεν θα αναφερθώ σε αυτά. Εκείνο που δεν αμφισβητείται πάντως είναι ότι οι χρηματοοικονομικές κρίσεις μετατρέπονται σε οικονομικές και μάλιστα σε σημαντικές δημοσιονομικές κρίσεις. Για την αντιμετώπιση της κρίσης είδαμε τις κυβερνήσεις να παίρνουν πρωτοφανή μέτρα με μαζικές παρεμβάσεις, τόσο για την παροχή ρευστότητας όσο και για να διασώσουν τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες που κατέρρεαν. Είναι αλήθεια ότι τα μέτρα αυτά απέτρεψαν την κατάρρευση και ήδη υπάρχουν δείγματα, έστω και δειλής, ανάκαμψης σε πολλές χώρες. Τα μεγάλα όμως δημοσιονομικά ελλείμματα και η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους άρχισαν να δημιουργούν νέες πιέσεις στις διεθνείς χρηματαγορές. Επίκεντρο της δημοσιονομικής κρίσης αναδείχτηκε δυστυχώς η χώρα μας, η οποία χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ως πεδίο πειράματος για μια άνευ προηγουμένου επίθεση κατά του
2 ευρώ. Πολλοί νόμισαν στην αρχή ότι η επίθεση αυτή αφορούσε μόνο την Ελλάδα, η οποία με το μεγάλο δημόσιο χρέος και την εκτόξευση του δημοσιονομικού ελλείμματος το 2009, ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα, αν και πήρε πρωτοφανή δημοσιονομικά μέτρα για περιορισμό του ελλείμματος, αυτά δεν έπεισαν αρκούντως τις αγορές. Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι το θέμα αφορούσε πλέον και άλλες χώρες, με πολύ καλύτερη δημοσιονομική κατάσταση, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία. Μέσα σε αυτό το έντονα αρνητικό πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πήραν σημαντικά μέτρα για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Επιπλέον οι άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου προχώρησαν στη λήψη επιπλέον μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, σε μια προσπάθεια να δείξουν στις αγορές ότι είναι αποφασισμένες να ελέγξουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Είναι νωρίς ακόμη για να πούμε αν ο κίνδυνος έχει ξεπεραστεί. Μέσα σε αυτή τη δίνη, οι ελληνικές τράπεζες ήταν οι πρώτες που δέχτηκαν τις συνέπειες της κρίσης. Ενώ το τραπεζικό σύστημα μπόρεσε και ξεπέρασε, συγκριτικά με άλλες χώρες σχεδόν ανώδυνα, την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, τελευταία δοκιμάζεται λόγω της δημοσιονομικής κρίσης και των συνεχών υποβαθμίσεων που υφίσταται από τους οίκους αξιολόγησης το ελληνικό δημόσιο. Η για πολλές εβδομάδες
3 αβεβαιότητα και η εκτόξευση των διαφορικών επιτοκίων (spreads) σε πρωτοφανή επίπεδα άσκησε σημαντικές πιέσεις και περιόρισε τη ρευστότητα του συστήματος. Παρά τα προβλήματα όμως αυτά, οι τράπεζες έδειξαν αξιοσημείωτη αντοχή και με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις δύσκολες μέρες. Μετά την υπαγωγή της χώρας μας στο πρόγραμμα της Ε.Ε, ΕΚΤ και ΔΝΤ, τα πράγματα φαίνεται να παίρνουν το δρόμο της ομαλότητας. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία για μας είναι να δούμε την κατάσταση στην Ελλάδα και τις προοπτικές που διαμορφώνονται. Μετά τη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η οικονομία μας έχει μπει σε μια πορεία επώδυνης αλλά αναγκαίας οικονομικής προσαρμογής. Αυτό που δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να κάνουν οι κυβερνήσεις μας τα προηγούμενα χρόνια γίνεται τώρα με σκληρό τρόπο. Στο σημείο που είχαμε φτάσει δεν υπήρχαν πλέον εναλλακτικές λύσεις. Δυστυχώς το δίλημμα που αντιμετώπιζε η χώρα ήταν απλό: πτώχευση ή επώδυνη προσαρμογή και μεταξύ των δύο η επιλογή της δεύτερης λύσης ήταν αναπόφευκτη. Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν είτε με αναδιαπραγμάτευση του χρέους είτε ακόμη και με έξοδο της χώρας μας από την Ευρωζώνη. Αλήθεια έχουν σκεφτεί όσοι υποστηρίζουν τέτοιες
4 απόψεις πιο θα είναι το αποτέλεσμα; Η Ελλάδα, τόσο από επίπεδο ανάπτυξης όσο και από άποψη υποδομών και σύνθεσης του ΑΕΠ δεν είναι τριτοκοσμική χώρα. Μια αναδιαπραγμάτευση του χρέους θα μας έθετε εκτός διεθνών χρηματαγορών για πολλά χρόνια, με δραματικές συνέπειες για την αξιοπιστία της χώρας και την οικονομική μας ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά μια έξοδος της χώρας από το ευρώ θα οδηγούσε σε μια τεράστια υποτίμηση, με δραματική αύξηση στο δημόσιο χρέος, με την επάνοδο του πληθωρισμού σε διψήφιο αριθμό και με αμφίβολα αποτελέσματα στην ανταγωνιστικότητα μας. Ας μην ξεχνάμε ότι όταν είχαμε τη δραχμή κάναμε συχνά υποτιμήσεις. Εκείνο που συνέβαινε ήταν η ανάσα για ένα δύο χρόνια και μετά πάλι το ίδιο. Μόνο όταν η χώρα αποφάσισε να σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά της και το νόμισμα της, με την προοπτική της ένταξης μας στην ΟΝΕ, μόνο τότε μπήκε στην τροχιά σταθερής ανάπτυξης τη δεκαετία του 1990. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προσαρμογή της ανταγωνιστικότητας μας στα πλαίσια της ΟΝΕ είναι δύσκολη. Είναι όμως και ευκαιρία για να διορθώσουμε τις παθογένειες και να άρουμε τις στρεβλώσεις που δημιουργήθηκαν στη μεταπολιτευτική περίοδο. Η χώρα έχει πρόβλημα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και αυτή δεν διορθώνεται με μια απλή υποτίμηση. Η αντιμετώπιση του προβλήματος γίνεται μόνο
5 μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές που θα εκριζώσουν τις στρεβλώσεις, θα άρουν τα κάθε λογής αντικίνητρα, θα ενδυναμώσουν την καινοτομία και θα αμείψουν το ταλέντο και την εργατικότητα. To 2009 ήταν μια δύσκολη χρονιά τόσο για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, όσο και για την ελληνική οικονομία. Οι προκλήσεις για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο παραμένουν μεγάλες και για το 2010, αφού η πορεία του συνδέεται άρρηκτα με την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αξίζει να τονιστεί για άλλη μια φορά ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε καλή κατάσταση από άποψη κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας. Το 2009, έτος κατά το οποίο την ευθύνη της διοίκησης Της Εθνικής Τράπεζας είχε μέχρι το Δεκέμβριο ο κ. Αράπογλου με τον κ. Πεχλιβανίδη, ήταν μια περίοδος κατά την οποία η Τράπεζα άρχισε να αισθάνεται έντονα τους κραδασμούς της οικονομικής κρίσης. Παρά τις δυσκολίες, η Τράπεζα μπόρεσε να αντιμετωπίσει, με επιτυχία, τα προβλήματα που ανέκυψαν χωρίς σημαντικές απώλειες. Είναι αλήθεια ότι η κερδοφορία μειώθηκε σε σχέση με το 2008, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο μέσα σ ένα περιβάλλον γενικότερης οικονομικής κρίσης όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη. Επιπλέον, για την καλύτερη αντιμετώπιση της κρίσης, η Εθνική Τράπεζα πήρε μέσα στο 2009 μια σειρά από σημαντικά μέτρα, όπως η αύξηση
6 του μετοχικού κεφαλαίου που βελτίωσε την κεφαλαιακή της επάρκεια, η έκδοση καλυμμένων ομολογιών, κ.α. Τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας κατά τους πρώτους μήνες του 2010 οδήγησαν τη νέα διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας να εστιάσει την προσοχή της στη διατήρηση ικανοποιητικών δεικτών ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας. Η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και η αύξηση του κόστους ρευστότητας είχαν ως αποτέλεσμα την αυστηροποίηση των κριτηρίων πιστοδότησης και την αντίστοιχη προσαρμογή των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων. Μέσα σ ένα ιδιαίτερα αβέβαιο περιβάλλον, οι προτεραιότητες του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας για το 2010 θα μπορούσαν να συνοψιστούν επιγραμματικά στα εξής: (για τα οποία θα σας μιλήσει αναλυτικά ο Διευθύνων Σύμβουλος κ. Ταμβακάκης). Πρώτο, η πιο αποτελεσματική λειτουργία της τράπεζας για να εξοικονομηθούν πόροι και να μειωθεί το κόστος. Δεύτερο, οι ρυθμίσεις οφειλών προς την τράπεζα για να διευκολυνθούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά που έχουν επηρεαστεί δυσμενώς από την οικονομική κρίση. Τρίτο, η συνέχιση της δυναμικής παρουσίας μας στις γειτονικές χώρες. Τέταρτο, η διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε ικανοποιητικά επίπεδα, και πέμπτο η κατά το μέτρο του δυνατού πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
7 Κυρίες και κύριοι μέτοχοι Η οικονομία μας έχει μπει σε μια διαδικασία προσαρμογής που είναι δύσκολη, αλλά και γεμάτη προκλήσεις. Παρά τις δυσκολίες, πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει τους στόχους του προγράμματος σταθερότητας και ανάπτυξης. Η δημοσιονομική προσαρμογή όμως θα διευκολυνθεί τα μέγιστα, αν παράλληλα με την πιστή εφαρμογή του προγράμματος, προχωρήσουν γρήγορα οι διαδικασίες για σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που θα απελευθερώσουν παγιδευμένο δυναμικό της οικονομίας μας. Η απελευθέρωση αγορών, το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, η απλοποίηση διαδικασιών και η ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας είναι αναγκαίες συνθήκες για την επάνοδο της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Εξίσου σημαντικό ρόλο όμως θα παίξει και η ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το κράτος: η κεντρική κυβέρνηση, η τοπική αυτοδιοίκηση, όλοι οι φορείς του Δημοσίου. Δεν υπάρχουν περιθώρια για χρονοτριβές και αναβολές. Η κρίση που ζούμε ανέδειξε, κατά τον πιο εύγλωττο τρόπο, την αδυναμία του θεσμικού πλαισίου μέσα στο οποίο λειτουργεί η οικονομία και η κοινωνία μας γενικότερα. Είμαστε μια χώρα με αδύναμους θεσμούς, τους οποίους έχουμε φτιάξει με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούμε να τους παραβιάζουμε και να αρκούμαστε στη νομιμοφάνεια των πράξεων μας. Θεσμοί όμως
8 δεν είναι μόνο το πολιτικό σύστημα, η δικαιοσύνη, η δημόσια διοίκηση και οι νόμοι, αλλά και οι άγραφοι κανόνες και οι ηθικοί φραγμοί τους οποίους έχει μια κοινωνία, σε όλες της τις εκφάνσεις. Η σημερινή κρίση δεν μας θέτει μπροστά σε δίλημμα, αλλά σε μια αδήριτη επιλογή, εκείνη της δύσκολης πορείας: της μεταρρύθμισης και του εκσυγχρονισμού των δομών του κράτους. Της αλλαγής νοοτροπιών οι οποίες για δεκαετίες στρέβλωναν τις επιλογές επιχειρήσεων και πολιτικών. Του κτισίματος μιας κοινωνίας που μοιράζει δίκαια το προϊόν του μόχθου της και όχι με βάση τα «κεκτημένα» άλλων εποχών. Της δημιουργίας θεσμών και κανόνων που θα είναι σεβαστοί και θα τηρούνται από όλους. Σε αυτή την προσπάθεια της οικονομικής ανόρθωσης της χώρας, η Εθνική Τράπεζα θα πρωταγωνιστήσει και πάλι, επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση της με την κοινωνία, τους πελάτες της, τους εργαζόμενους της. Μόνο μέσα από μια νέα μορφή συλλογικών δράσεων θα μπορέσει να ξεπεράσει η οικονομία μας τα προβλήματα της και η κοινωνία μας να μπει σε μια νέα πορεία αναγέννησης και ευημερίας. Σας ευχαριστώ.