JEL: C10, D12, E21 210 920.1855, 882.0871



Σχετικά έγγραφα
Η συμπεριφορά του καταναλωτικού πρότυπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παναγιώτης Πρόντζας 1. Σαράντης Λώλος 2

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΕΤΡΑΚΗ 16 Τ.Κ ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: FAX:

Εισαγωγή στην Οικονομική Ανάλυση

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΗΣ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

ΠΕΤΡΑΚΗ 16 Τ.Κ ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ FAX ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Σύγκριση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Περιεχόμενα. Μάρτιος 1999

Τετάρτη, 10 Οκτωβρίου 2012 ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΕΤΡΑΚΗ 16 Τ.Κ ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: FAX:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Τριµηνιαία ενηµέρωση για την απασχόληση και την οικονοµία Βασικά µεγέθη & συγκριτικοί δείκτες

ΚΑΤΩΤΑΤΟΙ ΜΙΣΘΟΙ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΑ (Επίπεδα τέλους έτους)

ΘΕΜΑ: Δεύτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη του Ακαθάριστου

Οικονομικοί και συγκοινωνιακοί δείκτες επιρροής της οδικής ασφάλειας πριν και μετά την περίοδο της κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Ο Θεσμός της Επαγγελματικής Ασφάλισης. την Χρηματοπιστωτική Κρίση

Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Ελληνικού Πρωτογενούς Τομέα

Εξελίξεις στην αγορά εργασίας

Έρευνα και Ανάλυση Παρατηρητήριο Ανταγωνιστικότητας ΕΛΛΑ Α 2002: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ

35o. Αθήνα 11 Μαΐου 2009

Κεφάλαιο 5 ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΣΤΟ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟ ΥΠΟ ΕΙΓΜΑ

ΘΕΜΑ: Ύψος Φορολογικών συντελεστών στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. (27) -Πηγή Eurostat -

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Η εξέλιξη του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) του μηνός Νοεμβρίου 2017 (έτος αναφοράς 2015=100,0) έχει ως εξής:

Τρίτη, 8 Μαΐου 2012 ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΕΤΡΑΚΗ 16 Τ.Κ ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: FAX:

Κρίση στην Ευρωζώνη. Συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο χάρτη.

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ KUZNETS ΣΤΙΣ ΚΑΠΝΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ Φ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1. ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 05/11/1957

Παρουσίαση Αποτελεσμάτων Έρευνας Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στην Ελλάδα την περίοδο

Υποδείγματα Ενδογενούς Οικονομικής Μεγέθυνσης. Εξωτερικότητες από τη Συσσώρευση Φυσικού Κεφαλαίου στην Αποδοτικότητα της Εργασίας

ΠΡΟς ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΠΟΛΛΩΝ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ: ΤΙ ΘΕΣΗ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ; Αντώνιος Κάργας, Μεταπτυχιακός Φοιτητής

Φορολογική πολιτική και ανταγωνιστικότητα Νίκος Βέττας Γενικός Διευθυντής ΙΟΒΕ Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

sep4u.gr Δείκτες εκροών στην εκπαίδευση

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ. Οκτώβριος Δείκτης καταναλωτικού κλίματος (CCI) Δείκτες αποτίμησης της οικονομικής συγκυρίας

Υγεία, οικονομική ανάπτυξη και ισότητα

17, rue Auguste Vacquerie, Paris - Τηλέφωνο: Φαξ: Ε-mail: ecocom-paris@mfa.gr - ambcomgr@yahoo.

Η επιρροή των κοινωνικό-οικονομικών και συγκοινωνιακών συνθηκών στην οδική ασφάλεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση

υπόδησης (-42,5%), την Κλωστοϋφαντουργία (-47,9%) και τα Τρόφιµα Ποτά Καπνός (-40,9%). Πτωτικά, αν και σε µικρότερη έκταση σε σχέση µε τους υπόλοιπους

ΘΕΜΑ: Εργατικό κόστος ανά ώρα εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης (17) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27) Eurostat - Β τρίμηνο

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ: ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ, 2011:

«ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ»

Οικονομικά της Τεχνολογίας και της Καινοτομίας Ενότητα 5: Μέτρηση Τεχνολογικής Αλλαγής, Καινοτομίας, Παραγωγικότητας και Ανάπτυξης

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΕΙΚΤΗΣ ΤΙΜΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ : Οκτώβριος 2013 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 8 Νοεµβρίου 2013

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Σχετικό ενηµερωτικό σηµείωµα είναι διαθέσιµο στην ιστοσελίδα της ΕΛΣΤΑΤ στην ακόλουθη διεύθυνση:

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου Συνέντευξη Τύπου. Για την παρουσίαση της μελέτης του κ. Ρερρέ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ

Ευέλικτεςμορφέςαπασχόλησης: Εργασιακός μεσαίωνας ή επίγειος παράδεισος; Από τον μύθο στην πραγματικότητα. Σταύρος Π. Γαβρόγλου

Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης (ΚΕΕΑ) Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (ΠΙ)

Περιεχόµενα. Σεπτέµβριος 2012

Διάλεξη 10. Αρχές φορολογίας. 1 Ράπανος - Καπλάνογλου 2016/17

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Συγκριτική διερεύνηση του κόστους των οδικών ατυχημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Διάλεξη 10. Αρχές φορολογίας. Φορολογικά έσοδα, Φόροι στην κατανάλωση Φόροι στην περιουσία

Διάλεξη 10. Αρχές φορολογίας. Φορολογικά έσοδα, Φόροι στην περιουσία. Φόροι στην κατανάλωση

«Η αγορά Εργασίας σε Κρίση»

ΘΕΜΑ: Δείκτης Ανεργίας για το μήνα Νοέμβριο 2012 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27) και της Ευρωζώνης (17) - Στοιχεία της Eurostat

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

«ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ»

ΚΥΡΙΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (Στοιχεία εισαγωγών και κατανάλωσης)

Η οικονομία της γνώσης και η απόδοση της καινοτομίας στην Ελλάδα

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

στις επενδύσεις των επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, η τελική εκτίµηση για τη µεταβολή της επενδυτικής δαπάνης το περασµένο έτος είναι σηµαντικά ηπι

:JEL. F 15, F 13, C 51, C 33, C 13

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΑΜΕΣΕΣ ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ

Κεφάλαιο 5 ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΣΤΟ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ: ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ, 2010:

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗΣ 2008

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΜΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΕΙΚΤΗΣ ΤΙΜΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ : Ιούλιος 2015 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 7 Αυγούστου 2015

Δαπάνες Εκπαίδευσης: Μία Συγκριτική Καταγραφή Ανάμεσα σε Ελλάδα και Ευρώπη

(clusters) clusters : clusters : clusters : 4. :

Στατιστικά στοιχεία αγοράς βιοθέρμανσης & pellets στην Ευρώπη από τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Βιομάζας

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Δυτικής Μακεδονίας Western Macedonia University of Applied Sciences Κοίλα Κοζάνης Kozani GR 50100

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

INEK ΠΕΟ Ε Τ Η Σ Ι Α Ε Κ Θ Ε Σ Η Οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου στην Κύπρο το 2010 ήταν από τις χαμηλότερες σε διεθνή σύγκριση EU 27

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΗ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΑΣ

ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΕΙΚΤΗΣ ΤΙΜΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ : Οκτώβριος 2016 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 10 Νοεµβρίου 2016

Understanding Economic Growth: A Macro-level, Industry-level, and Firm-level Perspective

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ. Η κατανάλωση εμφιαλωμένου μεταλλικού νερού στην Ουγγαρία

Σε άνοδο η Αγοραστική Δύναμη σε Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη - H Ελλάδα παραμένει στην 22η θέση στην Ευρωπαϊκή κατάταξη

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Προσδόκιµο Ζωής και Υγείας 2012

Εκτίµηση της ζήτησης. Ανάλυση. Μέθοδοι έρευνας µάρκετινγκ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΘΕΜΑ: Εργατικό κόστος ανά ώρα εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης (18)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ «Η

Εμπειρική διερεύνηση των στάσεων των καταναλωτών απέναντι στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Βραχυχρόνιες προβλέψεις του πραγματικού ΑΕΠ χρησιμοποιώντας δυναμικά υποδείγματα παραγόντων

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΜΣ «ΕΠΑ» και «ΝΕΚΑ» ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΥΕΝΑΣ

Transcript:

Γ' Πανελλήνιο Συνέδριο ιεθνούς Πολιτικής Οικονοµίας, 16-18 Μαΐου 2008 ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΕΘΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Η συµπεριφορά του καταναλωτικού πρότυπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση Παναγιώτης Πρόντζας 1 Σαράντης Λώλος 2 Περίληψη Στην εργασία αυτή εξετάζεται η εξέλιξη της καταναλωτικής δαπάνης και του καταναλωτικού προτύπου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την περίοδο 1994-2004. ιερευνάται εµπειρικά κατά πόσον συγκλίνουν ή αποκλίνουν οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της καταναλωτικής δαπάνης. ιερευνάται, επίσης, κατά πόσον συγκλίνουν δώδεκα κατηγορίες καταναλωτικών δαπανών που συνθέτουν το καταναλωτικό πρότυπο στις χώρες της Ε.Ε. Η ανάλυση καλύπτει 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και έξι επιλεγµένες οµάδες χωρών για τη χρονική περίοδο 1994-2004. Η µεθοδολογία στηρίζεται στον υπολογισµό µέτρων διασποράς της καταναλωτικής δαπάνης. Η αίσθηση ότι τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρωπαϊκή Ένωση οµογενοποιούνται λόγω της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν προκύπτει από την ανάλυση. Η υπόθεση της σύγκλισης του καταναλωτικού προτύπου φαίνεται να επιβεβαιώνεται εµπειρικά µόνο για συγκεκριµένες οµάδες χωρών. JEL: C10, D12, E21 Λέξεις κλειδιά: Καταναλωτικό πρότυπο, σύγκλιση, Ευρωπαϊκή Ένωση Μάιος 2008 1 Υποψήφιος ιδάκτωρ, Τµήµα Οικονοµικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πάντειο Πανεπιστήµιο. 2 Αναπληρωτής Καθηγητής, Τµήµα Οικονοµικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πάντειο Πανεπιστήµιο. ιεύθυνση επικοινωνίας: Σαράντης Λώλος, Τµήµα Οικονοµικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πάντειο Πανεπιστήµιο, Λ. Συγγρού 136, Αθήνα 176 71, e-mail: slolos@panteion.gr, Τηλ: +30 210 920.1855, 882.0871

1 Εισαγωγή 3 Η διερεύνηση της καταναλωτικής συµπεριφοράς αποτελεί σηµαντικό ζήτηµα της σύγχρονης οικονοµικής καθώς συνδέεται µε την ατοµική και κοινωνική συµπεριφορά αλλά και µε τις οικονοµικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Σήµερα, στην εποχή της παγκοσµιοποίησης, το ερώτηµα της σύγκλισης των οικονοµιών βρίσκεται στο κέντρο της επιστηµονικής διερεύνησης σε θεωρητικό και εµπειρικό επίπεδο. Συναφές µε το ζήτηµα της σύγκλισης των οικονοµιών είναι το ζήτηµα της σύγκλισης της καταναλωτικής συµπεριφοράς. Το ερώτηµα που τίθεται είναι κατά πόσον το καταναλωτικό πρότυπο και γενικότερα η καταναλωτική συµπεριφορά των νοικοκυριών εµφανίζει τάσεις οµογενοποίησης σε διεθνές επίπεδο. Το ζήτηµα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σηµασία για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η επιτάχυνση της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής ενοποίησης επιβάλει την υιοθέτηση πολιτικών σύγκλισης σε πολλά επίπεδα από όλες τις χώρες. Τίθενται, συνεπώς, µια σειρά από ερωτήµατα: Κατά πόσον συγκλίνουν οι καταναλωτικές δαπάνες και τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Η σύγκλιση αφορά εξίσου όλες τις χώρες της Ε.Ε. ή µόνο ορισµένες οµάδες χωρών; Ποίοι είναι οι προσδιοριστικοί παράγοντες της διαδικασίας αυτής; Κατά πόσον η καταναλωτική συµπεριφορά επηρεάζεται από τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης; Οι απαντήσεις στα ερωτήµατα αυτά βοηθούν στην κατανόηση της καταναλωτικής συµπεριφοράς και έχουν ιδιαίτερη χρησιµότητα στην άσκηση µακροοικονοµικής πολιτικής αλλά και στη διαµόρφωση της στρατηγικής των επιχειρήσεων (προώθηση προϊόντων, διαφήµιση). Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η εµπειρική διερεύνηση της υπόθεσης της σύγκλισης του καταναλωτικού προτύπου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξετάζεται η συµπεριφορά των προσδιοριστικών παραγόντων της κατανάλωσης καθώς και δώδεκα επιµέρους κατηγορίες καταναλωτικής δαπάνης που διαµορφώνουν το καταναλωτικό πρότυπο. Η ανάλυση καλύπτει την πρόσφατη χρονική περίοδο 1994-2004 και αφορά ένα σύνολο 15 χωρών της Ε.Ε. καθώς και έξι επιλεγµένες οµάδες χωρών που φαίνεται ότι εµφανίζουν ορισµένα κοινά χαρακτηριστικά. Η µεθοδολογία 3 Η µελέτη αυτή αντλεί από την εργασία του Πρόντζα (2006).

στηρίζεται σε µέτρα διασποράς και ιδιαίτερα στον υπολογισµό συντελεστών µεταβλητότητας. Τα στατιστικά δεδοµένα προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat). Πρέπει να σηµειώσουµε ότι η σύγκλιση του καταναλωτικού προτύπου έχει πολύ λίγο µελετηθεί διεθνώς, παρά τη σηµασία του στην ατοµική και κοινωνική συµπεριφορά, οι δε µελέτες που έχουν παρουσιαστεί στη βιβλιογραφία είναι ιδιαίτερα περιορισµένες. Η εργασία αυτή έρχεται να καλύψει το κενό αυτό. Η ανάλυσή µας είναι διαπιστωτική, δηλαδή προχωρούµε σε µια ελεύθερη επεξεργασία και διαχείριση των στατιστικών δεδοµένων µε στόχο να αναδείξουµε υποθέσεις εργασίας σχετικά µε το µηχανισµό της καταναλωτικής συµπεριφοράς. Το πλεονέκτηµα των διαπιστωτικών προσεγγίσεων, είναι ότι επιτρέπουν τη ανάλυση της οικονοµικής συµπεριφοράς χωρίς τη χρήση των περιοριστικών υποθέσεων των φορµαλιστικών υποδειγµάτων. Οι µέθοδοι αυτές ξεκινούν από περισσότερο απλές αναλύσεις, όπως είναι οι εκτιµήσεις συντελεστών µεταβλητότητας, αλλά µπορεί να επεκταθούν και σε στατιστικά σύνθετες αναλύσεις. 4 Ας σηµειωθεί ότι οι διαπιστωτικές προσεγγίσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιµες όταν υπάρχουν δυσκολίες στη διατύπωση ερµηνευτικών σχηµάτων, όπως είναι η περίπτωση της σύγκλισης του καταναλωτικού προτύπου. Η λεπτοµερής εξέταση της πορείας των προσδιοριστικών παραγόντων της κατανάλωσης και των κατηγοριών της καταναλωτικής δαπάνης για διαφορετικές οµάδες χωρών διευκολύνει στη διαµόρφωση ερµηνευτικών υποθέσεων που προσδιορίζουν την εξέλιξη του καταναλωτικού πρότυπου. Μπορούµε, επίσης, να εντοπίσουµε τους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν περισσότερο την καταναλωτική συµπεριφορά. Μέσα από αυτή τη διαδικασία µπορεί να οδηγηθούµε στη διατύπωση ερµηνευτικών σχηµάτων και τελικά να προχωρήσουµε στον εµπειρικό τους έλεγχο. Η ανάλυσή µας δείχνει ότι η υπόθεση της σύγκλισης του καταναλωτικού προτύπου φαίνεται να επιβεβαιώνεται µόνο για συγκεκριµένες οµάδες ευρωπαϊκών χωρών. 4 Παρουσίαση των µεθόδων αυτών περιέχεται στο Rey και Janikas (2005).

Η διάρθρωση της εργασίας έχει ως εξής. Στην Ενότητα 2 εξετάζονται οι κυριότεροι προσδιοριστικοί παράγοντές της κατανάλωσης. Στην Ενότητα 3 γίνεται επισκόπηση της εµπειρικής βιβλιογραφίας της σύγκλισης του καταναλωτικού προτύπου. Στην Ενότητα 4 παρουσιάζεται η µεθοδολογία έρευνας και διερευνάται εµπειρικά η σύγκλιση των προσδιοριστικών παραγόντων της καταναλωτικής δαπάνης, καθώς και η σύγκλιση του καταναλωτικού προτύπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην Ενότητα 5 συνοψίζονται τα τελικά συµπεράσµατα. 2 Προσδιοριστικοί παράγοντες της κατανάλωσης Όπως προκύπτει από την κεϋνσιανή θεωρία, αλλά και τις µετέπειτα θεωρητικές και εµπειρικές προσεγγίσεις, το εισόδηµα αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα της ιδιωτικής κατανάλωσης. 5 Ωστόσο, η αύξηση του εισοδήµατος, δεν οδηγεί αναγκαστικά στην ισόρροπη αύξηση όλων των κατηγοριών της κατανάλωσης που συνθέτουν το καταναλωτικό πρότυπο, δηλαδή όλων των αγαθών και υπηρεσιών που καταναλώνονται από κάθε νοικοκυριό (ECE, 1997a). Πέραν του εισοδήµατος, υπάρχουν και άλλες βασικές µακρο-µεταβλητές που επηρεάζουν την καταναλωτική συµπεριφορά, όπως οι φόροι, το επιτόκιο, οι δηµόσιες δαπάνες. Η φορολογία επηρεάζει άµεσα την ιδιωτική κατανάλωση µέσω της επίδρασης στο διαθέσιµο εισόδηµα. Η αύξησή της, ειδικά όταν έχει µόνιµο χαρακτήρα, µειώνει το εισόδηµα των καταναλωτών και κατ επέκταση την ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που καταναλώνονται. Εµπειρικές έρευνες που έχουν πραγµατοποιηθεί για χώρες του OECD κατά τη δεκαετία του 1990 επιβεβαιώνουν τη σχέση φορολογίας και κατανάλωσης (Carey και Tchilinguirian, 2000). Η επίδραση του επιτοκίου στην κατανάλωση είναι έµµεση καθώς ο άµεσος αντίκτυπος µιας πιθανής µεταβολής του εµφανίζεται συνήθως αρχικά στις αποταµιεύσεις των νοικοκυριών. Μια αύξηση του επιτοκίου ωθεί τα νοικοκυριά να αποταµιεύουν περισσότερο και να καταναλώνουν λιγότερο (Balassa, 1990). Ωστόσο η αρνητική σχέση επιτοκίου κατανάλωσης δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται πάντοτε εµπειρικά (Bosworth, 1993). 5 Βλ., για παράδειγµα, Friedman (1957), Ando και Modigliani (1963), Duisenberry (1971).

Οι δηµόσιες δαπάνες αποτελούν ένα ακόµη µέγεθος που έχει υποστηριχθεί ότι επηρεάζει την κατανάλωση, οι οποίες µπορούν να υποκαταστήσουν την ιδιωτική κατανάλωση. Όµως, και σε αυτή την περίπτωση οι εµπειρικές αναλύσεις φαίνεται να µην επιβεβαιώνουν την υπόθεση αυτή (Katsaitis και Angastiniotis, 1990). Εκτός από τις µακροοικονοµικές µεταβλητές, σειρά παραγόντων ασκούν καθοριστική επίδραση, όχι τόσο στο συνολικό µέγεθος της κατανάλωσης, όσο στη διάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης, δηλαδή στο καταναλωτικό πρότυπο. Χαρακτηριστικός παράγοντας είναι η εξέλιξη της ηλικιακής κατανοµής των νοικοκυριών και ιδιαίτερα η αύξηση της γήρανσης του πληθυσµού που θεωρείται ότι επηρεάζει το καταναλωτικό πρότυπο. Εµπειρικές έρευνες διαπιστώνουν ότι η γήρανση του πληθυσµού ασκεί θετική επίδραση κυρίως στις δαπάνες υγείας, αλλά και στις δαπάνες για ενέργεια και οικιακό εξοπλισµό (Martins et al. 2005). Από την άλλη, η γήρανση του πληθυσµού έχει αρνητική επιρροή στις δαπάνες εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας. Επίσης, το µέγεθος των νοικοκυριών θεωρείται ότι επηρεάζει τη µεταβολή του καταναλωτικού προτύπου. Η µείωση του µεγέθους των νοικοκυριών περιορίζει την εµφάνιση οικονοµιών κλίµακας που προκύπτουν µέσα από τη συµβίωση µεγάλου σχετικά αριθµού ατόµων στην κατανάλωση ορισµένων αγαθών, όπως π.χ. στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας (European Commission, 2001). Ο βαθµός αστικοποίησης αποτελεί πρόσθετη µεταβλητή στη διαµόρφωση του καταναλωτικού προτύπου, αφού τα νοικοκυριά που ζουν σε αγροτικές περιοχές παράγουν µέρος της διατροφής τους, εµφανίζοντας έτσι υψηλή ιδιοκατανάλωση (Kouremenos και Avlonitis, 1995). Εποµένως η µείωση των νοικοκυριών της υπαίθρου µε την αύξηση της αστικοποίησης µεταβάλει την κατανοµή του εισοδήµατος στις διάφορες καταναλωτικές κατηγορίες. Σηµαντική επιρροή στη διάρθρωση της κατανάλωσης έχει βέβαια και η αυξηµένη συµµετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, όπως και ο γενικότερος τρόπος ζωής των πολιτών. Άλλες παράµετροι που επηρεάζουν το καταναλωτικό πρότυπο είναι το σύστηµα εκπαίδευσης και υγείας που υπάρχει σε κάθε χώρα και φυσικά το συνταξιοδοτικό σύστηµα. Όσο πιο προηγµένο είναι το σύστηµα εκπαίδευσης και όσο πιο πλήρεις και ποιοτικές είναι οι προσφερόµενες δηµόσιες υπηρεσίες υγείας τόσο µικρότερη είναι η

ανάγκη των ατόµων να προστρέξουν στις υπηρεσίες του ιδιωτικού τοµέα. Όσον αφορά το συνταξιοδοτικό σύστηµα, η επίδρασή του είναι σηµαντική στην αποταµίευση των νοικοκυριών και στην αγορά ασφαλιστικών υπηρεσιών (Bailliu και Reisen, 1998). Πέρα από τις ποσοτικές παραµέτρους υπάρχουν και οι ποιοτικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη διαµόρφωση του καταναλωτικού προτύπου. Σύγχρονες προσεγγίσεις που µελετούν τη συµπεριφορά του καταναλωτή θεωρούν ότι καθοριστική επιρροή στην κατανοµή του εισοδήµατος των νοικοκυριών διαδραµατίζει η κουλτούρα και το σύστηµα αξιών της κοινωνίας (Hofstede, 2001). Πολλές από τις διαφορές που παρατηρούνται στο επίπεδο διαφόρων κατηγοριών κατανάλωσης µπορούν να ερµηνευτούν µέσα από τις διαφορές στην κουλτούρα που υπάρχει σε κάθε κοινωνία και τη µακροχρόνια ή πολιτισµική τους συµπεριφορά (Μπελ, 1999). Με άλλα λόγια, το σύστηµα αξιών και οι συνήθειες-αντιλήψεις επηρεάζουν σε µεγάλο βαθµό το καταναλωτικό πρότυπο που κυριαρχεί (Thogersen και Olander, 2002). Τέλος, οι περιβαλλοντικές συνθήκες αυξάνουν την κατανάλωση ορισµένων αγαθών και περιορίζουν την κατανάλωση άλλων (ECE, 1997b). 3 Σύγκλιση του καταναλωτικού προτύπου Η σύγκλιση των χωρών, δηλαδή η διαδικασία κατά την οποία οι διαφορές µεταξύ των χωρών αµβλύνονται µε αποτέλεσµα οι χώρες να αποκτούν κοινά χαρακτηριστικά, προσδιορίζεται από τις συνθήκες που επικρατούν σε οικονοµικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Σηµείο εκκίνησης των θεωρητικών προσεγγίσεων της σύγκλισης των οικονοµιών αποτελεί το κλασικό υπόδειγµα του Solow (1956). Με την εξέλιξη της επιστηµονικής έρευνας το αρχικό υπόδειγµα διευρύνθηκε και σε ορισµένα σηµεία αναθεωρήθηκε (π.χ. υποδείγµατα ενδογενούς ανάπτυξης) ώστε να προσδιορίζονται καλύτερα οι µηχανισµοί που προκαλούν τη σύγκλιση ή την απόκλιση των οικονοµιών. 6 Το ζήτηµα της σύγκλισης των οικονοµιών προσεγγίζεται εµπειρικά µέσα από δύο κυρίως έννοιες, δύο µέτρα σύγκλισης. Την προσέγγιση που αναφέρεται µε τον όρο σ-σύγκλιση και την προσέγγιση που συνήθως αναφέρεται µε τον όρο β-σύγκλιση. 6 Βλ., για παράδειγµα, την επισκόπηση των de la Fuente (2000) και Temple (1999).

Η έννοια της σ-σύγκλισης αναφέρεται στη µέση απόκλιση, στη διασπορά (σ 2 ), ενός οικονοµικού µεγέθους που απεικονίζει την οικονοµική δραστηριότητα (συνήθως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ) του δείγµατος οικονοµιών που εξετάζονται. Η έννοια της σ- σύγκλισης προσεγγίζει περισσότερο τη διαισθητική έννοια της σύγκλισης, όπου οι οικονοµίες συγκλίνουν (αποκλίνουν) όταν η µέση απόκλιση των κατά κεφαλήν εισοδηµάτων περιορίζεται (αυξάνεται). Η έννοια της β-σύγκλισης προέρχεται από τον συντελεστή β ενός οικονοµετρικού υποδείγµατος που αναφέρεται στη σχέση ανάµεσα στον ετήσιο ρυθµό µεταβολής και στο αρχικό επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. 7 Θεωρείται ότι υπάρχει β- σύγκλιση των οικονοµιών που εξετάζονται, εάν -κατά µέσο όρο- διαπιστώνεται εµπειρικά αρνητική σχέση ανάµεσα στον ετήσιο ρυθµό µεταβολής και στο αρχικό επίπεδο του κατά κεφαλήν εισοδήµατος των οικονοµιών αυτών. Η ταχύτητα σύγκλισης (απόκλισης) των οικονοµιών προσδιορίζεται από το µέγεθος του συντελεστή β του υποδείγµατος, ο οποίος βέβαια λαµβάνει αρνητικές (θετικές) τιµές. Η µεθοδολογία που συνήθως ακολουθείται για την διαπίστωση της σύγκλισης του καταναλωτικού επιπέδου στην ουσία αντλεί από αυτήν που εφαρµόζεται για τον έλεγχο της σύγκλισης των οικονοµιών. ηλαδή, η χρήση µέτρων διασποράς και οικονοµετρικών υποδειγµάτων εφαρµόζεται και στην περίπτωση της καταναλωτικής δαπάνης. 8 Προσπάθεια διερεύνησης της σύγκλισης της καταναλωτικής δαπάνης αποτελεί η µελέτη των Fiaschi και Lavezzi (2005). Με τη χρήση οικονοµετρικών µεθόδων διαπιστώνεται ότι η καταναλωτική δαπάνη ανά κάτοικο στις περιφέρειες των χωρών της Ε.Ε. δεν συγκλίνει µε τη διασπορά των τιµών να είναι µεγαλύτερη κατά την περίοδο 1986-1998 σε σύγκριση µε την περίοδο 1977-1985. Οι Konya και Ohashiz (2004) µελέτησαν την εξέλιξη του καταναλωτικού προτύπου σε οκτώ 9 κατηγορίες αγαθών και την τάση οµογενοποίησης της καταναλωτικής συµπεριφοράς για 22 χώρες του ΟΟΣΑ κατά την περίοδο 1985-1999. 7 Η έννοια αυτή εισήχθη από τους Barro και Sala-i-Martin (1992). 8 Η ίδια µεθοδολογία ακολουθείται στην εµπειρική διερεύνηση της πορείας σύγκλισης και άλλων οικονοµικών µεταβλητών, όπως η ανεργία, η παραγωγικότητα κ.λπ. 9 Η ταξινόµηση του ΟΟΣΑ διαφέρει από αυτήν της Eurostat. Η Eurostat διαχωρίζει την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών σε δώδεκα κατηγορίες.

Με τη χρήση µέτρων διασποράς και οικονοµετρικών υποδειγµάτων διαπίστωσαν την παρουσία σύγκλισης του καταναλωτικού προτύπου προς ένα συγκεκριµένο επίπεδο. Οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν και σε νεώτερη έρευνά τους (Konya και Ohashi, 2005). Τέλος, σύγκλιση του καταναλωτικού προτύπου έχει διαπιστωθεί εµπειρικά και σε χώρες εκτός του ΟΟΣΑ, όπως στην περίπτωση των περιφερειών της Κίνας κατά την περίοδο 1982-1998 (Wan 2005). Οι Mooij και Hofstede (2002) στηριζόµενοι στην έκφραση της κουλτούρας κάθε έθνους µέσα από τις πέντε διαφορετικές κατηγορίες του Hofstede (2001), ανέπτυξαν το ρόλο των µεταβλητών κουλτούρας στη διαµόρφωση της καταναλωτικής συµπεριφοράς. ιαπιστώνουν σηµαντικές διαφορές στο είδος και στον τρόπο χρήσης των αγαθών και υπηρεσιών που καταναλώνουν οι κάτοικοι των ανεπτυγµένων χωρών. Σε µετέπειτα έρευνα ο Mooij (2003) διαπίστωσε διαφοροποίηση στις χώρες της Ε.Ε. σε καταναλωτικές κατηγορίες, όπως στην αγορά αυτοκινήτων και ραδιοφώνων, στην ανάγνωση εφηµερίδων-βιβλίων και στη διάρκεια της ηµερήσιας τηλεθέασης. Η κουλτούρα και οι αξίες κάθε χώρας θεωρείται ότι ερµηνεύουν καλύτερα τη διαµόρφωση του καταναλωτικού πρότυπου στις αναπτυγµένες χώρες. Μάλιστα, ο Mooij (2003) υποστηρίζει ότι καθώς οι οικονοµίες µεγεθύνονται, το εισόδηµα ως ερµηνευτική µεταβλητή του είδους των αγαθών που καταναλώνονται φθίνει και η κουλτούρα προβάλλει ως σηµαντικός ερµηνευτικός παράγοντας. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σηµασία για το ρόλο της διαφήµισης και του µάρκετινγκ και για την ανάγκη διαφοροποίησής τους σε κάθε κοινωνία (Dahl, 2005). Ενώ οι µελέτες για τη σύγκλιση του καταναλωτικού προτύπου είναι περιορισµένες, υπάρχει ένας µεγαλύτερος αριθµός εµπειρικών µελετών για τον έλεγχο της σύγκλισης για συγκεκριµένες κατηγορίες αγαθών και ιδιαίτερα για την κατανάλωση τροφίµων. Οι Regmi και Unnevehr (2005) διερεύνησαν την παρουσία σύγκλισης στην κατά κεφαλήν καταναλωτική δαπάνη τροφίµων στις χώρες της Ε.Ε. των ΗΠΑ και του Καναδά για την περίοδο 1990-2004, και διαπίστωσαν την ύπαρξη (σ και β) σύγκλισης. Σε ανάλογα συµπεράσµατα για την περίοδο 1980-1995 καταλήγει και η µελέτη των Herrmann και Roder (1995).

Οι Airenman και Brooks (2005) διερεύνησαν τη σύγκλιση της κατανάλωσης µπύρας και κρασιού σε 38 χώρες. ιαπιστώθηκε ότι κατά την περίοδο 1963-2000 η κατανάλωση κρασιού συγκριτικά µε αυτήν της µπύρας συγκλίνει, µε την ταχύτητα σύγκλισης να είναι ιδιαίτερα υψηλή στις αγγλοσαξονικές χώρες. Τέλος, ορισµένοι µελετητές επιχειρούν να προσδιορίσουν τη σύγκλιση των οικονοµιών µέσα από τις νέες συνθήκες που δηµιουργούνται σε οικονοµικό και κοινωνικό επίπεδο. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Levitt (1983) για το ρόλο της παγκοσµιοποίησης. Υποστηρίζει ότι η ραγδαία εξάπλωση των νέων τεχνολογιών σε συνδυασµό µε τη διαφήµιση και το µάρκετινγκ οδηγεί σε οµογενοποίηση των καταναλωτικών αναγκών και επιθυµιών, µιας και οι καταναλωτές, ανεξαρτήτως των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους, επιθυµούν προϊόντα υψηλής ποιότητας σε χαµηλές τιµές. Σύµφωνα µε τον Levitt, η παγκοσµιοποίηση θα µετατρέψει τον κόσµο σε ένα µοντέλο ανθρωπο-κολτούρας και µια αγορά οµοιο-κουλτούρας (homo-cultural), όπου όλοι οι καταναλωτές θα µπορούν να τις προσεγγιστούν µέσα από τις ίδιες διαφηµιστικές αξίες και εικόνες, ανεξαρτήτως της κουλτούρας και του πολιτισµού τους. Αν πράγµατι ισχύει αυτό, τότε θα προκύψουν πλεονεκτήµατα από πλευράς µάρκετινγκ. Οι µάρκες (brands) των εµπορευµάτων και η εικόνα τους θα τυποποιηθούν χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες και θα διαδοθούν χωρίς να απαιτούνται σηµαντικές προσαρµογές στις τοπικές αγορές. Αποτέλεσµα αυτού θα είναι ο περιορισµός του κόστους διαφήµισης µε θετικά αποτελέσµατα σε παραγωγούς και καταναλωτές (Dahl, 2005). Η διαδικασία επιτυγχάνεται µέσα από τη δραστηριοποίηση των πολυεθνικών εταιρειών, τη µείωση του κόστους µεταφοράς και κατ επέκταση την αύξηση των διασυνοριακών µετακινήσεων, την εµφάνιση µέσων ενηµέρωσης και ψυχαγωγίας που εκπέµπουν σε παγκόσµιο επίπεδο καθώς και µέσα από τη γενικότερη βελτίωση των µέσων επικοινωνίας (Czinkota και Ilkka, 1993). Συγχρόνως η επέκταση κοινών µεθόδων παραγωγής και των µορφών διακυβέρνησης δυτικού τύπου θα συµβάλλουν στη δηµιουργία κοινών αξιών και αντιλήψεων (Richter και Buttery, 2002). Στο πλαίσιο αυτό, οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την εφαρµογή της Οικονοµικής και Νοµισµατικής Ένωσης συµβάλουν σε µια διαδικασία της σύγκλισης σε όλα τα επίπεδα (Sinn και Ochel, 2003). Αποκτά εποµένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον να

ελέγξουµε κατά πόσο συγκλίνει πράγµατι το καταναλωτικό πρότυπο των χωρών της Ε.Ε. και κατά πόσον κινείται προς κάποιο συγκεκριµένο επίπεδο ή κατά πόσον η διαφορετική κουλτούρα των Ευρωπαίων πολιτών επηρεάζει την κατανάλωση, δηµιουργώντας αποκλίσεις. 4 Εµπειρική διερεύνηση 4.1 Μεθοδολογία έρευνας και στατιστικά δεδοµένα Με σκοπό την εµπειρική διερεύνηση της σύγκλισης του καταναλωτικού προτύπου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχικά ελέγχεται η υπόθεση της σύγκλισης των προσδιοριστικών παραγόντων της κατανάλωσης. Κατόπιν ελέγχεται η υπόθεση της σύγκλισης της συνολικής κατανάλωσης αλλά και των επιµέρους κατηγοριών καταναλωτικής δαπάνης που διαµορφώνουν το καταναλωτικό πρότυπο. Η σύγκλιση διαπιστώνεται εµπειρικά µε τον υπολογισµό µέτρων διασποράς, κατ αντιστοιχία µε τους δείκτες σ-σύγκλισης που χρησιµοποιούνται για τον έλεγχο της οικονοµικής σύγκλισης. Τα συνήθη µέτρα διασποράς για την εκτίµηση του βαθµού οµοιογένειας των δεδοµένων, είναι η τυπική απόκλιση και ο συντελεστής µεταβλητότητας (coefficient of variation). 10 Χρησιµοποιούµε το συντελεστή µεταβλητότητας ο οποίος, σε αντίθεση µε την τυπική απόκλιση, είναι απαλλαγµένος από τις µονάδες µέτρησης και επιτρέπει συγκρίσεις διαστρωµατικών και χρονολογικών δεδοµένων. Ο µέση ετήσια σύγκλιση (ή απόκλιση) υπολογίζεται ως εξής: MCV CV CV 100 CV t t t1 t 2 = ( ) t1 2 1 (1) όπου MCV είναι η µέση ποσοστιαία ετήσια σύγκλιση (ή απόκλιση), CV t1 είναι ο συντελεστής µεταβλητότητας στην αρχή της περιόδου, CV t2 ο συντελεστής µεταβλητότητας στο τέλος της περιόδου, t 1 και t 2 είναι το πρώτο και το τελευταίο έτος της χρονικής περιόδου που εξετάζεται. Όσο µικρότερη είναι η τιµή του συντελεστή µεταβλητότητας (περιορισµένο εύρος διασποράς) τόσο περισσότερο οµοιογενής είναι η συγκεκριµένη µεταβλητή. Η διαχρονική µείωση (αύξηση) του δείκτη υποδηλώνει σύγκλιση (απόκλιση) της 10 Για περισσότερα, βλ. Παπαδασκαλόπουλος (2000).

µεταβλητής, δηλαδή αρνητική (θετική) τιµή του δείκτη υποδηλώνει σύγκλιση (απόκλιση). Με τη χρήση συντελεστών µεταβλητότητας ελέγχεται η σύγκλιση των προσδιοριστικών παραγόντων της κατανάλωσης, η σύγκλιση της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών και επιµέρους κατηγοριών καταναλωτικών δαπανών. Η ανάλυση καλύπτει επιλεγµένες οµάδες χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα στατιστικά στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδοµένων της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat). Η µελέτη αναφέρεται στην περίοδο 1994-2004 για την οποία είναι διαθέσιµα τα απαραίτητα στατιστικά στοιχεία. Οι Ευρωπαϊκές χώρες των 15 οµαδοποιούνται σε επτά κατηγορίες (Πίνακας 1). Βασικό κριτήριο για την οµαδοποίηση αυτή, πέραν της οµάδας των χωρών της Ευρωζώνης των 12, είναι το επίπεδο ανάπτυξης (µετρούµενο µε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ), αλλά και η γεωγραφική θέση των χωρών. Η οµαδοποίηση αυτή επιτρέπει να ελέγξουµε κατά πόσον υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάµεσα σε οµάδες χωρών. Πίνακας 1 Οµαδοποίηση χωρών Οµάδα Ευρωπαϊκή Ένωση (15) Ευρωζώνη (12) Μεσογειακές Χώρες Χώρες Κεντρικής Ευρώπης Σκανδιναβικές Χώρες Λοιπές Χώρες Κάτω Χώρες Χώρες ανία, Βέλγιο, Γερµανία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Λουξεµβούργο, Ηνωµένο Βασίλειο, Σουηδία, Φιλανδία, Ολλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία Γερµανία, Βέλγιο, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Λουξεµβούργο, Ολλανδία, Αυστρία, Φιλανδία, Πορτογαλία Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία Γερµανία, Γαλλία, Λουξεµβούργο, Αυστρία Σουηδία, Φιλανδία, ανία Ηνωµένο Βασίλειο, Ιρλανδία Βέλγιο, Ολλανδία Η επιλογή των κατηγοριών καταναλωτικής δαπάνης έγινε µε βάση την ταξινόµηση της Eurostat. Η Eurostat κατατάσσει τα καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες σε 12 κατηγορίες (διψήφιο επίπεδο) ως εξής: 11 Είδη διατροφής (Είδη διατροφής και µηοινοπνευµατώδη ποτά), Ποτά-καπνός (Οινοπνευµατώδη ποτά και καπνός), Ένδυση- 11 Για να διευκολυνθούµε στην παρουσίαση δώσαµε ενδεικτικά ονόµατα στις 12 καταναλωτικές κατηγορίες που εξετάζονται. Σε παρένθεση παρουσιάζεται η ακριβής ονοµατολογία των καταναλωτικών κατηγοριών, σύµφωνα µε την Eurostat.

υπόδηση, Στέγαση-κοινή ωφέλεια (Στέγαση, ύδρευση, ηλεκτρισµός και καύσιµα), Οικιακά αγαθά-υπηρεσίες ( ιαρκή αγαθά οικιακής χρήσης-οικιακά είδη άµεσης κατανάλωσης και οικιακές υπηρεσίες), Υγεία, Μεταφορές, Επικοινωνίες, Αναψυχήπολιτισµός, Εκπαίδευση, Υπηρεσίες εστίασης (Ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια) και ιάφορα ( ιάφορα αγαθά και υπηρεσίες). Τα µερίδια των καταναλωτικών κατηγοριών στη συνολική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών διαφέρουν (Πίνακας 2). Συγκεκριµένα, οι υπηρεσίες στέγασης-κοινής ωφέλειας απορροφούν το µεγαλύτερο µέρος της κατανάλωσης των νοικοκυριών στην Ε.Ε. (20% περίπου). Ακολουθούν τα είδη διατροφής και οι µεταφορές µε µερίδιο 15% περίπου η καθεµία. Οι υπηρεσίες αναψυχής-πολιτισµού και εστίασης απορροφούν το 10% περίπου της καταναλωτικής δαπάνης η καθεµία, ενώ οι υπόλοιπες καταναλωτικές κατηγορίες δεν ξεπερνούν το 5% της κατανάλωσης η καθεµία. Πίνακας 2 Εκατοστιαία (%) διάρθρωση καταναλωτικής δαπάνης [Μέσος όρος περιόδου 1994-2004] Κατηγορίες ΕΕ 15 Ευρωζώνη Μεσογειακές Χώρες Κεντρική Ευρώπη Σκανδιναβικές Χώρες Η.Β. και Ιρλανδία Κάτω Χώρες Είδη διατροφής 13,1 13,8 16,5 12,1 13,0 11,2 12,6 Ποτά-καπνός 3,6 4,5 3,5 5,0 4,8 5,2 3,6 Ένδυση-υπόδηση 6,4 6,8 8,7 5,9 5,0 6,3 6,0 Στέγαση-κοινή ωφέλεια 21,0 19,9 15,9 21,8 27,3 18,3 22,0 Οικιακά Αγαθάυπηρεσίες 7,0 7,1 7,3 7,8 5,1 6,6 6,4 Υγεία 3,3 3,7 4,3 3,1 2,9 2,3 4,1 Μεταφορές 13,6 13,0 12,1 14,4 12,8 13,1 12,8 Επικοινωνίες 2,4 2,4 2,4 2,1 2,5 2,2 2,6 Αναψυχή-πολιτισµός 9,5 8,7 7,0 9,5 11,0 9,7 10,2 Εκπαίδευση 0,9 0,9 1,4 0,5 0,5 1,3 0,5 Υπηρεσίες εστίασης 8,9 10,0 13,7 8,1 5,5 13,1 5,5 ιάφορα 10,3 9,3 7,2 9,4 9,5 10,7 13,7 Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat: Living Conditions and Welfare, Household Budget Survey. 4.2 Συµπεριφορά προσδιοριστικών παραγόντων κατανάλωσης Κατ αρχάς ελέγχουµε την υπόθεση σύγκλισης µακροοικονοµικών ή άλλων βασικών παραγόντων που θεωρούνται ότι προσδιορίζουν την καταναλωτική συµπεριφορά, όπως είναι το εισόδηµα, η φορολογία, το επιτόκιο, οι δηµόσιες δαπάνες, το µέγεθος των νοικοκυριών, ο δείκτης γήρανσης κ.λπ (βλ. παραπάνω).

Η συµπεριφορά του εισοδήµατος στις χώρες της Ε.Ε. έχει εκτενώς µελετηθεί και γι αυτό δεν θα επεκταθούµε. Οι εµπειρικές έρευνες, στην πλειονότητά τους, διαπιστώνουν µια διαχρονική τάση σύγκλισης του κατά κεφαλήν εισοδήµατος στις Ευρωπαϊκές χώρες. 12 Για τον έλεγχο της σύγκλισης της φορολογίας, προχωράµε στο διαχωρισµό ανάµεσα στη φορολογία εισοδήµατος-πλούτου και στη φορολογία αγαθών και εισαγωγών. ιαπιστώνουµε ότι η φορολογία εισοδήµατος και πλούτου συγκλίνει στην Ε.Ε. και σε όλες σχεδόν τις οµάδες των χωρών που εξετάζονται (Πίνακας 3). Οι εξαιρέσεις είναι περιορισµένες. Αφορούν το Ηνωµένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τις Κάτω Χώρες που παρατηρούµε απόκλιση στη φορολογία εισοδήµατος και πλούτου, ενώ στις Σκανδιναβικές χώρες διαπιστώνουµε ελαφρά απόκλιση στη φορολογία αγαθών. Η φορολογία αγαθών και εισαγωγών εµφανίζει ταχύτερο ρυθµό σύγκλισης σε σύγκριση µε τη φορολογία εισοδήµατος-πλούτου, που ενδεχοµένως να οφείλεται στην οµογενοποίηση των τιµών και στη φορολογική εναρµόνιση. Πίνακας 3 Μέση ετήσια σύγκλιση (-) και απόκλιση (+) [Περίοδος 1994-2004] Οµάδες Χωρών Φορολογία εισοδήµατοςπλούτου Φορολογία αγαθών και εισαγωγών ηµόσιες δαπάνες Μέσο µέγεθος νοικοκυριών Γήρανση πληθυσµού Ευρωπαϊκή Ένωση (15) -0,7% -2,4% -1,4% -0,8% 3,7% Ευρωζώνη -1,5% -4,2% 0,2% -0,6% 3,2% Μεσογειακές Χώρες -3,6% -4,3% 3,0% -2,8% -3,6% Χώρες Κεντρικής Ευρώπης -5,3% -3,5% -1,4% -6,2% 9,4% Σκανδιναβικές Χώρες -0,5% 1,3% -2,0% -2,6% -2,4% Ην. Βασίλειο & Ιρλανδία 15,6% -3,6% 11,0% 4,7% -1,5% Κάτω Χώρες 7,2% -7,0% 9,1% 0,0% 5,2% Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat: Economy and Finance, Government Statistics. Από τον Πίνακα 3 διαπιστώνουµε, επίσης, ότι το µερίδιο των δηµοσίων δαπανών στο ΑΕΠ παρουσιάζει αργή τάση σύγκλισης στις χώρες της Ε.Ε. των 15. Ωστόσο στις επιµέρους οµάδες χωρών η εικόνα διαφοροποιείται. Οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και οι Σκανδιναβικές χώρες εµφανίζουν σύγκλιση, ενώ οι 12 Το ζήτηµα αυτό βρίσκεται σήµερα στο κέντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος. Βλ., µεταξύ άλλων τις έρευνες των Mathur (2005), Geppert, Happich & Stephan (2005), Fiaschi και Lavezzi (2005), Boldrin και Canova (2001).

Μεσογειακές χώρες, το Ηνωµένο Βασίλειο και η Ιρλανδία, καθώς και οι Κάτω Χώρες εµφανίζουν απόκλιση. ιαπιστώνουµε, επίσης, ότι το µέσο µέγεθος των νοικοκυριών στην Ε.Ε. αλλά και στις επιµέρους οµάδες χωρών (εκτός από το Ηνωµένο Βασίλειο µε την Ιρλανδία) εµφανίζει περιορισµένη τάση σύγκλισης, µε το συντελεστή µεταβλητότητας να είναι αρκετά χαµηλός. Τέλος, ο δείκτης γήρανσης του πληθυσµού εµφανίζει απόκλιση στο σύνολο της ΕΕ των 15 και στην Ευρωζώνη, ιδιαίτερα δε στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης αλλά και τις Κάτω Χώρες. Αντίθετα, στις Μεσογειακές και τις Σκανδιναβικές χώρες, όπως και στο Ηνωµένο Βασίλειο και Ιρλανδία διαπιστώνουµε σύγκλιση του δείκτη γήρανσης. Η έλλειψη στατιστικών στοιχείων δεν επιτρέπει να εξετάσουµε την επίδραση της αστικοποίησης και της κουλτούρας στην κατανάλωση. 4.3 Συµπεριφορά καταναλωτικού προτύπου Η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυµαίνεται στο 55% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 1994-2004. Ωστόσο, το µερίδιο της καταναλωτικής δαπάνης στο ΑΕΠ, παρουσιάζει απόκλιση στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. των 15, στην Ευρωζώνη καθώς και σε επιµέρους οµάδες χωρών (Πίνακας 4). Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε συµφωνία µε τη µελέτη των Fiaschi και Lavezzi (2005), που καταλήγουν σε απόκλιση της καταναλωτικής δαπάνης ανά κάτοικο στις περιφέρειες της Ε.Ε. για την περίοδο 1986-1998. Πίνακας 4 Συµπεριφορά καταναλωτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ [Περίοδος 1994 2004] Οµάδες Χωρών Μέση ετήσια σύγκλιση (-) απόκλιση (+) Ευρωπαϊκή Ένωση (15) 3,0% Ευρωζώνη 2,6% Μεσογειακές Χώρες -2,8% Χώρες Κεντρικής Ευρώπης 8,2% Σκανδιναβικές Χώρες 3,2% Ηνωµένο Βασίλειο & Ιρλανδία 20,6% Κάτω Χώρες -4,9% Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat: Living Conditions and Welfare, Household Budget Survey.

Η πορεία του µεριδίου της καταναλωτικής δαπάνης στο ΑΕΠ διαφοροποιείται µεταξύ των οµάδων χωρών που εξετάζουµε, όπου σε αντίθεση µε τη γενικότερη απόκλιση στην Ε.Ε., φαίνεται να συγκλίνει στις Μεσογειακές και τις Κάτω Χώρες. Ως προς την εξέλιξη των διαφόρων κατηγοριών καταναλωτικής δαπάνης, δηλαδή ως προς την εξέλιξη του καταναλωτικού πρότυπου διαπιστώνουµε τα εξής (Πίνακας 5): Η καταναλωτική δαπάνη στα είδη διατροφής εµφανίζει στις χώρες της Ε.Ε. µια µάλλον σταθερή κατάσταση, αλλά διαπιστώνονται πολύ διαφορετικές συµπεριφορές στις διάφορες οµάδες χωρών. Παρατηρούµε σύγκλιση στις Μεσογειακές και τις Σκανδιναβικές χώρες καθώς και το Ηνωµένο Βασίλειο µε την Ιρλανδία και απόκλιση στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και ιδιαίτερα στις Κάτω Χώρες. Πίνακας 5 Μέση ποσοστιαία (%) ετήσια σύγκλιση (-) και απόκλιση (+), Περίοδος 1994-2004. Ευρω- Μεσογειακές Κεντρική Σκανδιναβικές Η.Β. και Κάτω ΕΕ 15 ζώνη Χώρες Ευρώπη Χώρες Ιρλανδία Χώρες Είδη διατροφής 0,2 0,2-2,7 3,6-6,3-8,8 22,3 Ποτά- καπνός 2,1 1,7-0,6 2,0 4,9-0,3 7,4 Ένδυση-υπόδηση 1,2 2,2 0,9 1,4-3,3 16,6-7,9 Στέγαση-κοινή ωφέλεια -1,7-1,2-2,1-1,2-5,6-4,5-2,1 Οικιακά αγαθά και υπηρεσίες -1,8-1,1 0,0 0,3-3,8-2,6-1,8 Υγεία -2,0-2,2-2,7 1,9-1,5 0,1 6,2 Μεταφορές 2,2 2,3-1,0 4,2-4,4 3,8 15,9 Επικοινωνίες 4,7 5,0-4,6-0,1 4,4 15,1 12,6 Αναψυχήπολιτισµός 0,4-1,0-3,4 0,9 5,5 7,4-3,3 Εκπαίδευση -2,7-2,9-3,5-4,5-3,7-7,2-10,0 Υπηρεσίες εστίασης 1,6 1,9 0,0 2,8-1,9-0,5-6,3 ιάφορα -1,5-1,6 2,4-0,2 1,1-7,8-0,1 Αριθµός κατηγοριών που συγκλίνουν 5 6 8 4 8 7 7 Ποσοστό δαπανών που συγκλίνουν 42,4% 49,5% 63,1% 33,9% 72,2% 16,4% 64,3% Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat: Living Conditions and Welfare, Household Budget Survey. Η καταναλωτική δαπάνη ποτών-καπνού φαίνεται πως αποκλίνει στο σύνολο των χωρών της ΕΕ αλλά και στις επιµέρους οµάδες χωρών. Μια µάλλον σταθερότητα (περιορισµένη σύγκλιση) παρατηρείται στις Μεσογειακές χώρες και το Ηνωµένο

Βασίλειο και Ιρλανδία. Αποκλίνουσα συµπεριφορά φαίνεται να παρουσιάζει και η καταναλωτική δαπάνη στην ένδυση-υπόδηση µε εξαίρεση ιδιαίτερα τις Σκανδιναβικές αλλά και τις Κάτω Χώρες. Σε αντίθεση µε τις προηγούµενες κατηγορίες καταναλωτικής δαπάνης, η κατηγορία των υπηρεσιών στέγασης-κοινής ωφέλειας εµφανίζει ισχυρές τάσεις σύγκλισης τόσο στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε., όσο και σε όλες της επιµέρους οµάδες χωρών. Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σηµασία, καθώς, τα αγαθά αυτά απορροφούν το µεγαλύτερο µέρος της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών (περίπου 20%). Σύγκλιση διαπιστώνεται επίσης και στην κατηγορία των οικιακών αγαθώνυπηρεσιών, για το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών, όπως και στις επιµέρους οµάδες χωρών (λιγότερο στις Μεσογειακές χώρες και τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης). Επίσης, οι δαπάνες υγείας, φαίνεται ότι συγκλίνουν στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, στις Σκανδιναβικές αλλά και τις Μεσογειακές χώρες. Όχι όµως και στις Κάτω Χώρες και τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. ιαφορετική είναι η εικόνα στις δαπάνες για µεταφορές και επικοινωνίες, όπου διαπιστώνεται απόκλιση στο σύνολο των χωρών της ΕΕ και κατά βάση στις περισσότερες οµάδες χωρών. Οι δαπάνες για αναψυχή-πολιτισµό εµφανίζουν µικρή απόκλιση στην Ε.Ε. των 15, µεγαλύτερη στην Ευρωζώνη και σηµαντική απόκλιση στις Μεσογειακές και στις Κάτω Χώρες. Οι δαπάνες για εκπαίδευση εµφανίζουν την ισχυρότερη τάση σύγκλισης σε σχέση µε τις υπόλοιπες κατηγορίες δαπανών, τόσο στην Ε.Ε. όσο και στις επιµέρους οµάδες χωρών. Ωστόσο, οι δαπάνες για εκπαίδευση απορροφούν το χαµηλότερο ποσοστό της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης. Αντίθετα, οι δαπάνες υπηρεσιών εστίασης (ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια) εµφανίζουν σε γενικές γραµµές τάση απόκλισης, µε εξαίρεση τις Σκανδιναβικές και τις Κάτω Χώρες. Από την εµπειρική ανάλυση προκύπτει, επίσης, ότι οι χώρες της Ε.Ε. συγκλίνουν σε 5 καταναλωτικές κατηγορίες, οι οποίες αθροιστικά απορροφούν κατά µέσο όρο πάνω από το 40% της καταναλωτικής δαπάνης. Παρόµοια είναι η εικόνα και

στην Ευρωζώνη, όπου διαπιστώνεται σύγκλιση σε 6 κατηγορίες δαπανών που αφορούν το 50% περίπου του συνόλου της καταναλωτικής δαπάνης (Πίνακας 5). Ωστόσο, η κατάσταση διαφοροποιείται στις επιµέρους οµάδες χωρών. Οι Σκανδιναβικές χώρες, οι Κάτω Χώρες και οι Μεσογειακές χώρες εµφανίζουν το µεγαλύτερο βαθµό σύγκλισης, τόσο ως προς τον αριθµό των καταναλωτικών κατηγοριών που συγκλίνουν (7-8 κατηγορίες) όσο και ως προς το ποσοστό της δαπάνης που απορροφούν αυτές (65-70% περίπου). Αντίθετα, το Ηνωµένο Βασίλειο και η Ιρλανδία εµφανίζουν σύγκλιση σε 7 καταναλωτικές κατηγορίες αλλά το ποσοστό των δαπανών που συγκλίνουν ανέρχεται µόνον στο 16% του συνόλου των δαπανών. Τέλος, οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης έχουν το µικρότερο αριθµό κατηγοριών που συγκλίνουν (4 κατηγορίες) αλλά και χαµηλό ποσοστό δαπανών που συγκλίνουν (34%). Εποµένως, η υπόθεση της σύγκλισης του καταναλωτικού προτύπου φαίνεται να επιβεβαιώνεται για ορισµένες µόνον από τις επιλεγµένες οµάδες Ευρωπαϊκών χωρών, κυρίως στις Σκανδιναβικές και δευτερευόντως στις Μεσογειακές και τις Κάτω χώρες. 5 Συµπεράσµατα Στην εργασία αυτή διερευνάται εµπειρικά η υπόθεση της σύγκλισης των προσδιοριστικών παραγόντων της κατανάλωσης, των καταναλωτικών δαπανών συνολικά και διαφόρων καταναλωτικών κατηγοριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ανάλυση καλύπτει 15 χώρες της Ε.Ε. και επιλεγµένες οµάδες χωρών για την περίοδο 1994-2004. Από την εµπειρική ανάλυση διαπιστώνεται ότι η συνολική καταναλωτική δαπάνη (ως ποσοστό του ΑΕΠ) αποκλίνει στις χώρες της Ε.Ε. των 15, στην Ευρωζώνη και σε ορισµένες οµάδες χωρών. Αντίθετα, οι βασικοί παράγοντες που θεωρείται ότι προσδιορίζουν τη διαµόρφωση της καταναλωτικής δαπάνης, ως επί το πλείστον, εµφανίζονται να συγκλίνουν περισσότερο ή λιγότερο. Η εξέλιξη του καταναλωτικού πρότυπου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εµφανίζει κάποια συγκεκριµένη τάση σύγκλισης ή απόκλισης. Η εικόνα των επιµέρους κατηγοριών καταναλωτικής δαπάνης που διαµορφώνουν το καταναλωτικό πρότυπο είναι ανάµικτη. Πολλές από τις 12 κατηγορίες καταναλωτικών δαπανών (στέγαση-κοινή ωφέλεια, οικιακά αγαθά-υπηρεσίες, υγεία, εκπαίδευση) εµφανίζονται

να συγκλίνουν, ενώ άλλες να αποκλίνουν (µεταφορές, επικοινωνίες) ή να βρίσκονται σε µάλλον σταθερή εξέλιξη (είδη διατροφής). Επιπλέον, η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική στις διάφορες οµάδες χωρών που εξετάζονται. Τελικά η υπόθεση της σύγκλισης του καταναλωτικού προτύπου φαίνεται να επιβεβαιώνεται εµπειρικά µόνο για συγκεκριµένες οµάδες χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, η αίσθηση που ενδεχοµένως υπάρχει ότι τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ε.Ε. οµογενοποιούνται λόγω της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της εξάπλωσης των νέων τεχνολογιών δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα εµπειρικά δεδοµένα, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο ανάλυσης. Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σηµασία στην αναζήτηση των παραγόντων εκείνων που µπορούν να προσφέρουν ερµηνείες στις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται ανάµεσα σε χώρες και κατηγορίες καταναλωτικών δαπανών. Από την διερεύνησή µας φαίνεται ότι οι συνήθεις οικονοµικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της καταναλωτικής δαπάνης δεν είναι ικανοί από µόνοι τους να ερµηνεύσουν την εξέλιξη της κατανάλωσης και του καταναλωτικού προτύπου. Σε πολλές περιπτώσεις το καταναλωτικό πρότυπου µοιάζει να συνδέεται µε τις αξίες, τις προτιµήσεις και γενικότερα µε τα κοινά χαρακτηριστικά και την κουλτούρα κάθε κοινωνίας. Θεωρούµε, κατά συνέπεια, ότι το ερµηνευτικό σχήµα του καταναλωτικού προτύπου πρέπει να αναζητηθεί στην ευρύτερη επιστηµονική περιοχή της οικονοµίας, γεωγραφίας, ιστορίας και κοινωνιολογίας. Βιβλιογραφία Aizenman, J. και Brooks, E. (2005), Globalization and taste convergence: the case of wine and beer, Working Paper, No.11228, NBER. Ando, A. και Modigliani, F. (1963), The life cycle hypothesis of savings: aggregate implications and tests, American Economic Review, 53, 55-84. Bailliu, J. και Reisen, H. (1998), Do funded pensions contribute to higher savings? a cross-country analysis, Working Paper, No.130, OECD Development Centre, Paris. Balassa, B. (1990), The effects of interest rates on savings in developing countries, Banca Nazionale del Lavoro Quarterly Review, 172, 101-118. Barro, R. και Sala-i-Martin, X. (1992), Convergence, Journal of Political Economy, 100, 223 251. Boldrin, L. και Canova, F. (2001), Inequality and convergence in Europe's regions: reconsidering European regional policies, Economic Policy, 16, 207-253.

Bosworth, B. (1993), Savings and investment in the open economy, The Brookings Institution, Washington DC. Carey, D. και Tchilinguirian, H. (2000), Average effective tax rates on capital, labour and consumption, Working Paper, No.258, OECD Economics Department, Paris. Czinkota, M. και Ilkka, R. (1993), International Marketing, Fort Worth, TX: The Dryden Press. Dahl, S. (2005), Cross-cultural advertising research: what do we know about the influence of culture on advertising?, Discussion Paper, No.28, Middlesex University Business School. Duisenberry, J. (1971), Income consumption relations and their implications, in M. Mueller (ed.) Readings in Macroeconomics, Holt, Rinehart and Winston, New York. ECE (1997a), Understanding consumption patterns: a better way towards action, Economic Commission For Europe, Geneva. (1997b), Regional approaches to restructuring consumer patterns and socioeconomic effects of these approaches, Economic Commission for Europe, Geneva. European Commission (2001), Consumers in Europe, Facts and Figures, Data 1996 2000, Luxembourg, 2001. Fiaschi, D. και Lavezzi, A. (2005), Growth and Convergence Across European Regions: an Empirical Investigation, Working paper, No.25, Dipartimento Di Scienze Economiche. Friedman, M. (1957), A Theory of the Consumption Function, Princeton University Press, Princeton. de la Fuente, A. (2000), Convergence across countries and regions: theory and empirics, European Investment Bank Papers, 5, 2, 25-46. Geppert, K. Happich, M. και Stephan, A. (2005), Regional Disparities in the European Union: Convergence and Agglomeration, Discussion Paper, No.525, German Institute for Economic Research. Herrmann, R. και Roder, C. (1995), Does food consumption convergence internationally? measurement, empirical tests and determinants, European Review of Agricultural Economics, 22, 400-414. Hofstede, G. (2001), Culture s Consequences, Thousand Oaks, CA: Sage. Katsaitis, O. και Angastiniotis, M. (1990), On the impact of government spending on consumption patterns: some exploratory results, Economics Letters, 33, 271-275. Konya, I. και Ohashiz, H. (2004), Globalization and consumption patterns among the OECD Countries, Working Paper, No.596, Boston College., (2005), International consumption patterns among high-income countries: evidence from the OECD data, Review of International Economics, (forthcoming). Kouremenos, A. και Avlonitis, G. (1995), The changing consumer in Greece, International Journal of Research in Marketing, 12, 435-448.

Levitt, T. (1983), The globalization of markets, Harvard Business Review, 61, 92-102. Martins J., Gonand F., Antolin P., Maisonneuve C., και K. Yoo, (2005), The impact of ageing on demand, factor markets and growth, Working Paper, No.420, OECD Economics Department. Mathur, S. (2005), Absolute and conditional convergence: its speed for selected countries for 1961-2001, Working Paper, No. 0503002, EconWPA. Mooij, M. (2003), Convergence and divergence in consumer behaviour: implications for global advertising, International Journal of Advertising, 22, 183-202. Mooij, M. και Hofstede, G. (2002), Convergence and divergence in consumer behaviour: implications for international retailing, Journal of Retailing, 78, 61-69. Μπελ, Ν. (1999), Ο Πολιτισµός της Μεταβιοµηχανικής ύσης, Νεφέλη, Αθήνα. Παπαδασκαλόπουλος, Α. (2000), Μέθοδοι Περιφερειακής Ανάλυσης, Παπαζήσης, Αθήνα. Πρόντζας, Π. (2006), ιαµόρφωση Καταναλωτικού Προτύπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Μεταπτυχιακή διπλωµατική εργασία, Τµήµα Οικονοµικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πάντειο Πανεπιστήµιο. Regmi, A. and Unnevehr, L. (2005), Convergence or divergence in food demand: a comparison of trends in the EU and North America, Paper presented at the 11th congress of the EAAE (European Association of Agricultural Economists) on The future of rural Europe in the global agri-food system, Copenhagen, Denmark, August 24-27, 2005. Richter, E. and Buttery, E. (2002), Convergence of ethnics, Management Decision, 40, 142-151. Rey, S. J. and Janikas, M. V. (2005), Regional convergence, inequality and space, Journal of Economic Geography, 5, 155-176. Sinn, H. and Ochel, W. (2003), Social Union, convergence and migration, Journal of Common Market Studies, 41, 869 896. Solow R., (1956), A contribution to the theory of economic growth, Quarterly Journal of Economics, 70, 65-94. Temple, J. (1999), The new growth evidence, Journal of Economic Literature, 37(1), 112-156. Thogersen, J. and Olander, F. (2002), Human values and the emergence of a sustainable consumption pattern: a panel study, Journal of Economic Psychology, 23, 605-630. Wan, G. (2005), Convergence in food consumption in rural China: evidence from household survey data, China Economic Review, 16, 90-102.