ρ ΠΑΞΙΝΟΣ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ιευθυντής Τοµέα Φυσικής & Πολιτισµικής Αγωγής Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων Οι δυσµενείς κλιµατολογικές συνθήκες επιβαρύνουν σηµαντικά τις φυσιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισµού. Η εξέλιξη της τεχνολογίας παρέχει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να προστατευθεί σ ένα ευρύ φάσµα εξωτερικής θερµοκρασίας (θερµοκρασία περιβάλλοντος) που κυµαίνεται από -50 έως +100 βαθµούς Κελσίου. Σε αντίθεση, ο ανθρώπινος οργανισµός έχει τη δυνατότητα να αντέξει διακυµάνσεις εσωτερικής θερµοκρασίας (θερµοκρασία του πυρήνα του σώµατος) µόνο τεσσάρων (±) βαθµών Κελσίου, χωρίς να παρουσιασθούν σηµαντικές διαταραχές στη σωµατική και διανοητική απόδοσή του. Το θερµό άκρο της κλίµακας διακύµανσης είναι το πλέον επιβαρυντικό, αφού ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα ευκολότερης προστασίας από το ψύχος σε σχέση µε την υψηλή θερµοκρασία. Σοβαρά προβλήµατα διατάραξης της υγείας µπορούν να εµφανιστούν από την έντονη ή παρατεταµένη σωµατική δραστηριότητα σε εξαιρετικά θερµό ή ψυχρό περιβάλλον. Ιδιαίτερα δύσκολες γίνονται οι συνθήκες απόδοσης όταν εµφανίζεται αθροιστική δράση επιβαρυντικών παραγόντων (π.χ. υγρό και θερµό περιβάλλον). Θερµορυθµιστικοί µηχανισµοί Η θερµοκρασία του πυρήνα του σώµατος βρίσκεται σε µία δυναµική ισορροπία από τη συνδυασµένη δράση µηχανισµών που προσθέτουν ή αφαιρούν θερµότητα. Ο υποθάλαµος, που βρίσκεται ακριβώς πάνω από το οπτικό νεύρο στη βάση του εγκεφάλου, περιέχει το συντονιστικό κέντρο της θερµορύθµισης. Λειτουργεί σαν θερµοστάτης του σώµατος ρυθµισµένος στους 37±1 βαθµούς Κελσίου και πραγµατοποιεί τις απαραίτητες ενέργειες σε περίπτωση διατάραξης της θερµοκρασίας. Σε αντίθεση µε το θερµοστάτη ενός σπιτιού, ο υποθάλαµος δεν µπορεί να σταµατήσει την παραγωγή θερµότητας. Μπορεί όµως να δραστηριοποιήσει τις λειτουργίες που θα προστατεύσουν το σώµα από την επικίνδυνη ανύψωση ή ελάττωσή της. Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι διέγερσης των θερµορυθµιστικών µηχανισµών: από τους θερµικούς υποδοχείς που βρίσκονται στο δέρµα και µεταφέρουν πληροφορίες στο κέντρο ελέγχου (υποθάλαµο) από την άµεση διέγερση του υποθαλάµου µε τις αλλαγές στη θερµοκρασία του αίµατος που διατρέχει την περιοχή αυτή του εγκεφάλου. Οι θερµικοί υποδοχείς έχουν σαν κύριο στόχο να ανιχνεύουν το ψύχος, ενώ η θερµοκρασία του πυρήνα του σώµατος ρυθµίζεται κατά κύριο λόγο από τη θερµοκρασία του αίµατος που διατρέχει τον υποθάλαµο.
Υψηλή θερµοκρασία περιβάλλοντος Ο κύριος στόχος των θερµορυθµιστικών µηχανισµών, κατά τη σωµατική δραστηριότητα σε περιβάλλον µε υψηλή θερµοκρασία, είναι η αποβολή θερµότητας από το σώµα. Ο συντελεστής απόδοσης των µεταβολικών λειτουργιών του ανθρωπίνου σώµατος είναι 25% περίπου. Αυτό σηµαίνει ότι από την παραγόµενη ενέργεια, το 25% χρησιµοποιείται για την παραγωγή έργου, ενώ το υπόλοιπο 75% απελευθερώνεται ως θερµότητα στο εσωτερικό του σώµατος. Η θερµότητα αυτή µπορεί να αποβληθεί µε την ακτινοβολία, την αγωγή, τη µεταφορά µε τα ρεύµατα του αέρα και τέλος µε την εξάτµιση του ιδρώτα. Όταν εµφανίζεται υψηλή θερµοκρασία περιβάλλοντος, η αποτελεσµατικότητα της αποβολής θερµότητας µε την ακτινοβολία, αγωγή και µεταφορά µε το ρεύµα του αέρα, µειώνεται σηµαντικά. Ο µόνος τρόπος αποβολής θερµότητας σε τέτοιες συνθήκες είναι η εξάτµιση του ιδρώτα. Η αποτελεσµατικότητα του µηχανισµού αυτού εξαρτάται από τρεις παράγοντες : την επιφάνεια του σώµατος που είναι εκτεθειµένη στο περιβάλλον τη θερµοκρασία και υγρασία του αέρα τα ρεύµατα γύρω από το σώµα Ο πιο κρίσιµος από τους παραπάνω παράγοντες είναι η σχετική υγρασία του περιβάλλοντος. Στην περίπτωση αυτή, η εξάτµιση του ιδρώτα περιορίζεται σηµαντικά. Ουσιαστικά το µόνο που συµβαίνει είναι η απώλεια νερού από το σώµα χωρίς αντίστοιχη µείωση της θερµοκρασίας του σώµατος, γεγονός που µπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση και επικίνδυνη άνοδο της θερµοκρασίας. Για το λόγο αυτό, το κλίµα της ερήµου (θερµό αλλά ξηρό) θεωρείται περισσότερο άνετο από το δροσερότερο αλλά υγρό κλίµα των τροπικών χωρών. Ορισµένες βασικές λειτουργικές προσαρµογές πραγµατοποιούνται στον ανθρώπινο οργανισµό, έτσι ώστε να αντεπεξέλθει στο θερµικό φορτίο. Η οπίσθια µοίρα του υποθαλάµου ρυθµίζει τη ροή του αίµατος διαµέσου των εσωτερικών και επιφανειακών αγγείων του σώµατος. Στην περίπτωση υψηλής θερµοκρασίας, θερµό αίµα από τον πυρήνα του σώµατος κατευθύνεται προς επιφανειακά αγγεία για να αποδώσει ευκολότερα θερµότητα στο εξωτερικό περιβάλλον (αγωγή - ακτινοβολία - εφίδρωση). Ασφαλώς η λειτουργία αυτή εµφανίζει ορισµένα φυσιολογικά προβλήµατα στον οργανισµό. Με την αυξηµένη ροή του αίµατος (αγγειοδιαστολή) σε περιφερειακά αγγεία και ιστούς, η ροή του αίµατος σε άλλες περιοχές του σώµατος πρέπει να περιοριστεί. Αυτό επιτυγχάνεται µε τον περιορισµό της παροχής αίµατος σε δευτερεύοντα όργανα (π.χ. περιορισµός νεφρικής και σπλαχνικής παροχής). Με τον περιορισµό της νεφρικής λειτουργίας περιορίζεται και η σπατάλη ύδατος από το πλάσµα του αίµατος, όπως επίσης και ορισµένων αλάτων. Αντίστοιχα, παρουσιάζεται η ανάγκη της αύξησης της καρδιακής παροχής. Αυτό επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο µε τη δραµατική αύξηση της καρδιακής συχνότητας. ευτερεύουσα προσαρµογή της εφίδρωσης είναι η µεταφορά ύδατος από το µεσοκυττάριο χώρο στο αγγειακό σύστηµα. Αυτό συµβαίνει γιατί η λειτουργία της εφίδρωσης χρησιµοποιεί το νερό του πλάσµατος του αίµατος. Έτσι, είναι απαραίτητη αυτή η µεταφορά για να µην παρουσιασθεί συµπύκνωση του αίµατος. Μόνο σε µεγάλες περιόδους εφίδρωσης παρουσιάζονται προβλήµατα αύξησης της πυκνότητας του αίµατος και αφυδάτωσης των ιστών του σώµατος. Ακόµη µε τον
ιδρώτα αποβάλλονται ηλεκτρολύτες (Na, Cl, K) και πιθανόν ορισµένες υδατοδιαλυτές βιταµίνες. Χαµηλή θερµοκρασία περιβάλλοντος Σε περίπτωση χαµηλής περιβαλλοντολογικής θερµοκρασίας, σηµαντική ποσότητα θερµότητας χάνεται από το σώµα και αναγκαστικά δραστηριοποιούνται ορισµένες φυσιολογικές προσαρµογές για να προλάβουν την πτώση της θερµοκρασίας στον πυρήνα του σώµατος. Άµεση προσαρµογή είναι η αγγειοσυστολή µε την οποία επιτυγχάνεται ο περιορισµός της κυκλοφορίας του αίµατος στα επιφανειακά αγγεία, ενώ η θερµοκρασία του δέρµατος ελαττώνεται. Το δέρµα µαζί µε το υποδόριο λίπος δρουν σαν µονωτικά υλικά. εύτερη φυσιολογική προσαρµογή είναι η ακούσια συστολή επιφανειακών µυϊκών ινών στους µυς του σώµατος (ρίγος) µε την οποία ένα σηµαντικότατο ποσό ενέργειας απελευθερώνεται ως θερµότητα. Το ρίγος µπορεί να τριπλασιάσει το βασικό µεταβολισµό του ατόµου. Η αυξηµένη παραγωγή θερµότητας στο σώµα κατά την έκθεση σε ψυχρό περιβάλλον οφείλεται και στην έκκριση ορισµένων ορµονών, όπως αδρεναλίνης καθώς και της θυροξίνης που αυξάνει το βασικό µεταβολισµό. Το µόνο µέλος του σώµατος που βρίσκεται στην περιφέρεια και στο οποίο δεν παρατηρείται αγγειοσυστολή είναι το κεφάλι. Για το λόγο αυτό, είναι µία σηµαντική πηγή απώλειας θερµότητας (25% περίπου του συνόλου) και πρέπει να καλύπτεται για να περιορίζεται η απώλεια. Τέλος, αυξάνεται η ποσότητα ούρων που αποβάλλεται από τον οργανισµό. Η προσαρµογή αυτή έχει σαν κύριο αποτέλεσµα της αύξηση του αιµατοκρίτη. Σωµατική απόδοση σε θερµό περιβάλλον Το κυκλοφορικό σύστηµα δέχεται τη µεγαλύτερη επιβάρυνση κατά την παραγωγή έργου από το ανθρώπινο σώµα σε συνθήκες υψηλής θερµοκρασίας περιβάλλοντος. Αφ ενός το αίµα που κυκλοφορεί πρέπει να µεταφέρει οξυγόνο στους εργαζόµενους µυς, αφ ετέρου θερµότητα από το εσωτερικό του σώµατος στην περιφέρεια (δέρµα) για να αποβληθεί. Για να καταφέρει η καρδιά να αντεπεξέλθει στις συνθήκες αυτές, αυξάνεται δραµατικά η καρδιακή συχνότητα, γιατί εκτός από το ουσιαστικά υψηλότερο έργο που πρέπει να καλύψει, µειώνεται παράλληλα και ο όγκος παλµού (ο όγκος αίµατος που φεύγει από την καρδιά µε κάθε σφυγµό), λόγω µειωµένης επιστροφής φλεβικού αίµατος. Το αποτέλεσµα των προσαρµογών αυτών είναι να επιβαρύνεται ο ανθρώπινος οργανισµός (υψηλότερη ένταση) όταν εκτελεί ένα συγκεκριµένο έργο σε συνθήκες υψηλής θερµοκρασίες περιβάλλοντος σε σχέση µε την εκτέλεση του ίδιου έργου σε φυσιολογικές συνθήκες. Παράλληλα, λόγω της µειονεκτικής θέσης που βρίσκεται ο οργανισµός για αερόβια παραγωγή ενέργειας (καύση οξυγόνου), παρατηρείται αυξηµένη συµµετοχή του αναερόβιου µεταβολισµού (αναερόβια γλυκόλυση) στην παραγωγή ενέργειας. Επακόλουθο της κατάστασης αυτής είναι η συγκέντρωση υψηλότερης ποσότητας γαλακτικού οξέος στο αίµα, ουσία που είναι καµατογόνος και συµβάλλει στην ταχύτερη κόπωση του οργανισµού. Για όλους τους παραπάνω λόγους : Το άτοµο που διαθέτει υψηλότερη καρδιοαναπνευστική αντοχή θα αποδώσει υψηλότερο έργο και για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα σε συνθήκες υψηλής θερµοκρασίας.
Τέλος, η απόδοση επηρεάζεται και από ψυχολογικούς παράγοντες και το προσωπικό κίνητρο κάθε ατόµου. Για µερικά άτοµα, οι δυσµενείς συνθήκες περιβάλλοντος έχουν µεγαλύτερη ψυχολογική επιβάρυνση και εγκαταλείπουν γρηγορότερα. Θερµικές διαταραχές Ιδιαίτερα επικίνδυνες καταστάσεις για την υγεία του ατόµου µπορεί να προκαλέσει η σωµατική επιβάρυνση σε περιβάλλον µε υψηλή θερµοκρασία. Στη χώρα µας ιδιαίτερα όπου εµφανίζονται υψηλές θερµοκρασίες για ένα σηµαντικό χρονικό διάστηµα του έτους, προσοχή πρέπει να δίνεται για την αποφυγή τους. Οι τέσσερις βασικές θερµικές διαταραχές είναι : οι κράµπες, η θερµική εξάντληση, η θερµική συγκοπή και η θερµοπληξία. Κράµπες : Κατά τη διάρκεια της έκθεσης του σώµατος σε περιβάλλον µε υψηλή θερµοκρασία και ιδιαίτερα, όπως αναφέρθηκε, κατά τη σωµατική δραστηριότητα, παράγονται σηµαντικές ποσότητες ιδρώτα. Στην περίπτωση αυτή παρουσιάζονται κράµπες στους µυς (µη βουλητικές συσπάσεις) ιδιαίτερα στο γαστροκνήµιο (γάµπα). Πρόληψη της διαταραχής µπορεί να γίνει µε τη λήψη αρκετού νερού πριν και κατά τη διάρκεια της έκθεσης σε θερµό περιβάλλον και µε µικρή αύξηση της ποσότητας αλατιού στο φαγητό. Θερµική εξάντληση : Η διαταραχή αυτή παρουσιάζεται σε άτοµα που δεν έχουν εγκλιµατισθεί στο θερµό περιβάλλον και εµφανίζεται κυρίως µε τις πρώτες υψηλές θερµοκρασίες του καλοκαιριού ή στην πρώτη έντονη σωµατική δραστηριότητα του ατόµου σε θερµή ηµέρα. Χαρακτηρίζεται από περιορισµό στην εφίδρωση, αδυναµία, ταχυπαλµία, πονοκέφαλο, ζαλάδες. Ένα άτοµο που αισθάνεται τα συµπτώµατα αυτά πρέπει να διακόπτει τη σωµατική του δραστηριότητα, να µεταφέρεται σε δροσερό µέρος και να του δίνονται υγρά. Θερµική συγκοπή : Προκαλείται κυρίως από την ανακατανοµή της παροχής του όγκου αίµατος. Κατά την παραγωγή έργου σε θερµό περιβάλλον, αναφέρθηκε ότι ένα σηµαντικό ποσοστό του αίµατος κατανέµεται σε περιφερειακά αγγεία, ενώ µπορεί να παρουσιασθεί και µείωση του όγκου του αίµατος λόγω αφυδάτωσης. Το αποτέλεσµα είναι η πτώση της πίεσης του αίµατος και η ανεπαρκής παροχή οξυγόνου στον εγκέφαλο, που µπορεί να οδηγήσει σε λιποθυµία Αν ο ασθενής τοποθετηθεί σε οριζόντια θέση, κατά προτίµηση µε τα πόδια υπερυψωµένα, επανέρχεται γρήγορα. Η θερµική συγκοπή είναι ένας από τους αµυντικούς µηχανισµούς του οργανισµού για την αποφυγή της θερµοπληξίας. Θερµοπληξία : Είναι η σοβαρότερη θερµική διαταραχή που µπορεί να οδηγήσει και σε θάνατο. Είναι διαταραχή που χρειάζεται άµεση ιατρική βοήθεια. Προκαλείται από τη διακοπή λειτουργίας των θερµορυθµιστικών µηχανισµών του σώµατος. Στην περίπτωση θερµοπληξίας, η εφίδρωση σταµατά, το δέρµα είναι θερµό και στεγνό και η θερµοκρασία του σώµατος µπορεί να είναι 41 βαθµούς Κελσίου ή περισσότερο. Ο ασθενής µπορεί να φαίνεται ότι βρίσκεται σε σύγχυση ή να είναι αναίσθητος. Είναι σπάνια θερµική διαταραχή και ο κίνδυνος είναι υψηλότερος σε άτοµα που δεν έχουν εγκλιµατισθεί, είναι παχύσαρκα ή µεγάλης ηλικίας. Οι άµεσες ενέργειες για την αντιµετώπιση της κατάστασης είναι : αφαίρεση όλων των ρούχων του ασθενούς αµέσως τοποθέτηση ψυχρών επιθεµάτων στον ασθενή (νερό - πάγο κ.λ.π.) ή ακόµη και κρύο µπάνιο
άµεση κλήση οχήµατος για τη µεταφορά του και ειδοποίηση του νοσοκοµείου για πιθανό ασθενή θερµοπληξίας κατά τη µεταφορά, να τοποθετούνται συνέχεια και σε µεγάλες ποσότητες ψυχρά επιθέµατα. Αναπλήρωση νερού Το 63% του βάρους του σώµατος είναι νερό (52% για τις γυναίκες) από το οποίο το 22% είναι εξωκυττάριο υγρό. Είναι βασικό συστατικό του αίµατος και εξασφαλίζει τη µεταφορά των αναπνευστικών αερίων, των θρεπτικών ουσιών, των µεταβολικών καταλοίπων και της θερµότητας. Με τον ιδρώτα χάνονται σηµαντικά ποσά νερού (2 περίπου λίτρα την ώρα σε έντονη σωµατική δραστηριότητα). Ο κύριος λόγος της αναπλήρωσης του νερού είναι η αποφυγή µείωσης του όγκου του πλάσµατος του αίµατος, έτσι ώστε η κυκλοφορία και η εφίδρωση να συνεχίσουν την κανονική τους λειτουργία. Πριν από την έναρξη (10-30 λεπτά) µίας έντονης σωµατικής δραστηριότητας σε υψηλή θερµοκρασία, καλό είναι να γίνεται λήψη 400-600 ml νερού (2 ποτήρια). Η ποσότητα αυτή δίνει σηµαντικό πλεονέκτηµα στους θερµορυθµιστικούς µηχανισµούς του οργανισµού. Ωστόσο, δεν εξαλείφει την ανάγκη για συνεχή λήψη νερού. Κάθε 10-15 λεπτά πρέπει να προσλαµβάνονται από τον οργανισµό 250 ml νερού (1 ποτήρι). Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στη θερµοκρασία του νερού. Έρευνες έχουν δείξει ότι το ψυχρό νερό (5 βαθµ. Κελσίου) απορροφάται γρηγορότερα από το στοµάχι. Στην περίπτωση που το νερό που προσλαµβάνει ένα άτοµο στη διάρκεια κάποιας σωµατικής δραστηριότητας περιέχει γλυκόζη (όπως π.χ. διάφορα διαλύµατα µε τη µορφή πορτοκαλάδας) η απορρόφηση του νερού από το στοµάχι περιορίζεται. Για το λόγο αυτό, είναι καλύτερο τα διαλύµατα αυτά να προσλαµβάνονται πριν την έναρξη της έντονης σωµατικής δραστηριότητας και σε χαµηλές συγκεντρώσεις (λιγότερο από 2.5 γρ. Γλυκόζης για κάθε 100 ml νερού). Ένας πρακτικός τρόπος παρακολούθησης της αφυδάτωσης είναι η καθηµερινή καταγραφή του βάρους του σώµατος. Η έντονη σωµατική δραστηριότητα πρέπει να διακόπτεται, αν παρουσιασθεί διαφορά σωµατικού βάρους µεγαλύτερη από 3 κιλά από µέρα σε µέρα. Αφυδάτωση της τάξης του 2% του βάρους του σώµατος αρχίζει να περιορίζει σηµαντικά την ικανότητα απόδοσης του ανθρώπινου σώµατος. Παράγοντες που διαφοροποιούν τη θερµική ανοχή του ατόµου Ορισµένοι παράγοντες διαφοροποιούν τη συµπεριφορά του ανθρώπινου οργανισµού στο υψηλό θερµικό φορτίο. Αυτοί είναι ο εγκλιµατισµός, η προπόνηση, η ηλικία, το φύλο, η παχυσαρκία και ο ρουχισµός. Εγκλιµατισµός : Με τον όρο αυτό εννοούµε τις φυσιολογικές προσαρµογές που προκαλούνται στον ανθρώπινο οργανισµό και βελτιώνουν τη θερµική ανοχή του. Επιτυγχάνεται µε την επαναλαµβανόµενη έκθεση του ατόµου σε θερµό περιβάλλον, ιδιαίτερα όταν αυτή συνδέεται και µε κάποια µορφή σωµατικής δραστηριότητας. Οι κυριότερες προσαρµογές του εγκλιµατισµού είναι : βελτίωση της δερµατικής κυκλοφορίας του αίµατος
αποδοτικότερη διανοµή της καρδιακής παροχής αίµατος ελάττωση του ορίου έναρξης της εφίδρωσης αποδοτικότερη κατανοµή της εφίδρωσης στην επιφάνεια του δέρµατος αύξηση του όγκου του ιδρώτα χαµηλότερη συγκέντρωση αλάτων στον ιδρώτα Ο εγκλιµατισµός του ατόµου διαρκεί 6-10 ηµέρες. Παραµονή 2-4 ωρών την ηµέρα στο θερµό περιβάλλον είναι αρκετή. Οι φυσιολογικές προσαρµογές του εγκλιµατισµού χάνονται µετά από 2-3 εβδοµάδες από την επιστροφή σε κανονικό περιβάλλον. Προπόνηση : Η συστηµατική άσκηση µε ένταση υψηλότερη του 50% της µέγιστης επιφέρει σηµαντικές προσαρµογές στην περιφερική κυκλοφορία του αίµατος και την εφίδρωση, ακόµη και σε ψυχρό περιβάλλον. Αυξάνει την ευαισθησία της ανταπόκρισης του µηχανισµού εφίδρωσης σε θερµό περιβάλλον, έτσι ώστε να αρχίζει τη λειτουργία του σε χαµηλότερη θερµοκρασία του πυρήνα του σώµατος. Ωστόσο, η συστηµατική γύµναση δεν µπορεί να αντικαταστήσει τις προσαρµογές του εγκλιµατισµού. Ηλικία και θερµική ανοχή : Από σχετικές έρευνες φαίνεται ότι η θερµική ανοχή του υγιούς ηλικιωµένου δεν διαφέρει από εκείνη ενός νέου. Οι ηλικιωµένοι µειονεκτούν κατά ένα πολύ µικρό ποσοστό λόγω του γεγονότος ότι διαθέτουν χαµηλότερη φυσική κατάσταση. Το µειονέκτηµα αυτό εµφανίζεται µε την υψηλότερη καρδιακή συχνότητα των ηλικιωµένων στις ίδιες κλιµατολογικές συνθήκες. Η θερµική όµως επιβάρυνση δεν διαφέρει σηµαντικά. Φύλο : Η βασικότερη διαφορά µεταξύ ανδρών και γυναικών βρίσκεται στην εφίδρωση. Ο φυσιολογικός αυτός µηχανισµός είναι λιγότερο αποδοτικός στις γυναίκες. Αρχίζουν την εφίδρωση σε υψηλότερη θερµοκρασία του σώµατος και παράγουν µικρότερη ποσότητα ιδρώτα, αν και διαθέτουν περισσότερους ιδρωτοποιούς αδένες ανά µονάδα επιφανείας δέρµατος. Παρά το µειονέκτηµα αυτό, δεν φαίνεται να παρουσιάζουν σηµαντική διαφορά στη θερµική ανοχή σε σχέση µε τους άνδρες. Πιστεύεται ότι οι γυναίκες στηρίζονται περισσότερο σε κυκλοφορικούς µηχανισµούς για να αντισταθούν στη θερµότητα σε αντίθεση µε τους άνδρες που στηρίζονται στο µηχανισµό της εφίδρωσης. Για το λόγο αυτό : Οι γυναίκες προστατεύονται καλύτερα από την αφυδάτωση στη διάρκεια σωµατικής δραστηριότητας σε υψηλές περιβαλλοντολογικές συνθήκες. Παχυσαρκία : Είναι σοβαρό µειονέκτηµα για σωµατική απόδοση σε θερµό περιβάλλον. Το λίπος αυξάνει τη θερµοµονωτική ικανότητα του σώµατος µε αποτέλεσµα να περιορίζεται η αποβολή θερµότητας. Ακόµη, το επιπλέον βάρος του σώµατος που προέρχεται από το αυξηµένο λίπος, αυξάνει το µεταβολικό κόστος των δραστηριοτήτων στις οποίες µετακινείται το βάρος του σώµατος. Σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι η θερµοπληξία είναι 3,5 φορές συχνότερη σε άτοµα που είναι σηµαντικά υπέρβαρα, σε σχέση µε εκείνα που το βάρος τους κινείται σε λογικά πλαίσια. Ρουχισµός : Όταν ένα ρούχο είναι στεγνό περιορίζει την ανταλλαγή θερµότητας. Η αποβολή θερµότητας από το σώµα µε εφίδρωση γίνεται µόνο όταν το ρούχο υγρανθεί. Για το λόγο αυτό, δεν πρέπει να γίνεται αλλαγή ρούχων κατά τη διάρκεια του σωµατικού έργου. Το να φορεθεί ένα στεγνό ρούχο στη διάρκεια π.χ. σωµατικής άσκησης απλώς αυξάνει το χρόνο µεταξύ της έναρξης της εφίδρωσης και της έναρξης της ψύξης του σώµατος. ιαφορετικούς ρυθµούς απορρόφησης νερού παρουσιάζουν τα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασµένα τα ρούχα. Τα βαµβακερά π.χ. ρούχα απορροφούν γρηγορότερα το νερό σε αντίθεση µε ρούχα φτιαγµένα από ελαστικές ίνες ή
πλαστικό. Τα ρούχα αυτά συγκεντρώνουν υψηλή σχετική υγρασία κοντά στο δέρµα και περιορίζουν της εξάτµιση του ιδρώτα. Τα ρούχα που πρέπει να φορά ένα άτοµο σε θερµό περιβάλλον πρέπει να είναι εφαρµοστά στο σώµα, έτσι ώστε να επιτρέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία του αέρα µεταξύ του δέρµατος και του περιβάλλοντος. Τέλος πρέπει να είναι ανοιχτόχρωµα για να αντανακλούν θερµότητα που προέρχεται από το περιβάλλον. Επίδραση του ψύχους στη σωµατική απόδοση Σε µέτριες και υψηλές εντάσεις παραγωγής σωµατικού έργου, οι µεταβολικές διεργασίες του ανθρώπινου οργανισµού απελευθερώνουν ένα σηµαντικό ποσό θερµότητας που είναι δυνατόν να διατηρήσει τη θερµότητα του σώµατος σταθερή. Σε χαµηλές όµως εντάσεις έργου δεν συµβαίνει το ίδιο και η θερµοκρασία του σώµατος πέφτει µετά από µία περίπου ώρα. Η χαµηλή θερµοκρασία του δέρµατος και του σώµατος δραστηριοποιούν το µηχανισµό του ρίγους για να αυξηθεί ο ρυθµός του µεταβολισµού. Η καρδιακή συχνότητα είναι χαµηλότερη κατά τη διάρκεια σωµατικής δραστηριότητας στο ψύχος σε σχέση µε τις φυσιολογικές περιβαλλοντολογικές συνθήκες. Η περιφερειακή αγγειοσυστολή αυξάνει τη φλεβική επιστροφή του αίµατος στη καρδιά, γεγονός που αυξάνει τον όγκο παλµού. Η αγγειοσυστολή αυξάνει την αντίσταση στη ροή του αίµατος µε αποτέλεσµα την αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Εκτός από τον αυξηµένο όγκο παλµού, η καρδιακή συχνότητα ελαττώνεται λόγω και της αυξηµένης αρτηριακής πίεσης που ερεθίζει τους υποδοχείς πιέσεως που βρίσκονται στην αορτή και τον κόλπο της καρωτίδας. Κατά την ηρεµία και την ελαφρά σωµατική δραστηριότητα στο ψύχος, η ενέργεια προέρχεται κατά κύριο λόγο από την καύση λιπαρών οξέων. Η αύξηση αυτή στον καταβολισµό των λιπαρών οξέων δεν διατηρείται όµως όταν η ένταση είναι µέτρια ή υψηλή. Για το λόγο αυτό, υπάρχουν αρκετές έρευνες που έχουν δείξει ότι παρουσιάζεται αυξηµένη µείωση λίπους µετά από 1 έως 2 εβδοµάδες ελαφριάς σωµατικής δραστηριότητας σε ψυχρό περιβάλλον. Η καρδιοαναπνευστική αντοχή του ατόµου µειώνεται λόγω της µείωσης της µέγιστης καρδιακής συχνότητας και εποµένως της µέγιστης καρδιακής παροχής. Μείωση παρατηρείται και στην απόδοση του οξυγόνου από το αίµα στους ιστούς του σώµατος. Έτσι : Για ένα συγκεκριµένο έργο που πραγµατοποιείται σε ψυχρό περιβάλλον, ένα άτοµο εργάζεται σε υψηλότερη ένταση σε σχέση µε τις κανονικές συνθήκες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα τη συντοµότερη συµµετοχή του αναερόβιου µεταβολισµού στην παραγωγή ενέργειας, τη συσσώρευση γαλακτικού οξέος και εποµένως την ταχύτερη κόπωση. Αντίστοιχα παρουσιάζεται µείωση της παραγωγής δύναµης από τους µυς. Πιθανοί παράγοντες για το φαινόµενο αυτό είναι ο µεγαλύτερος χρόνος που χρειάζονται οι µυϊκές ίνες να φτάσουν στη µέγιστη τάση τους, η µείωση του ρυθµού σύνδεσης και αποσύνδεσης των εγκάρσιων γεφυρών των µυοϊνιδίων και η αυξηµένη τριβή που προκαλείται από τα υγρά στοιχεία του κυττάρου. Βασικός επίσης παράγοντας είναι η µείωση της ταχύτητας των χηµικών αντιδράσεων και της ταχύτητας διάδοσης των ώσεων του νευρικού συστήµατος. Όταν η θερµοκρασία του δέρµατος πέσει κάτω από τους 6 βαθµούς Κελσίου, η µετάδοση των νευρικών ώσεων στους µυς που βρίσκονται κοντά στο δέρµα σταµατά. Επιβίωση σε ψυχρό νερό Η έκθεση του οργανισµού σε ψυχρό νερό έχει σαν αποτέλεσµα την αύξηση του µεταβολισµού που προέρχεται από τον ερεθισµό των υποδοχέων ψύχους που βρίσκονται στο δέρµα. Στην κατάσταση αυτή, συνήθως τυχαία βρίσκεται ένα άτοµο π.χ. µετά από πτώση του από ένα σκάφος ή µέσα από πάγο. Αν και η κολύµβηση αυξάνει το µεταβολισµό 2,5 περίπου φορές περισσότερο από το ρίγος, αυξάνεται
παράλληλα και η απώλεια θερµότητας λόγω των κινούµενων ρευµάτων νερού γύρω από το σώµα. Φαίνεται ότι ένα άτοµο στην κατάσταση αυτή, έχει περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης αν µείνει ακίνητο παρά αν κολυµπήσει, εκτός βέβαια αν η ακτή είναι κοντά. ιαταραχές υγείας ύο είναι οι κυριότερες διαταραχές που µπορούν να προκληθούν στον οργανισµό από το πολύ ψύχος : η υποθερµία και το κρυοπάγηµα. Υποθερµία : Το ρίγος είναι ένας από τους αµυντικούς µηχανισµούς του οργανισµού στο ψύχος. Αν όµως η θερµοκρασία του σώµατος πέσει κάτω από τους 34 βαθµούς, το ρίγος σταµατά ενώ θάνατος επέρχεται σε θερµοκρασία 23-25 βαθµών. Συνήθως η υποθερµία προκαλείται από ατύχηµα όπως πτώση σε παγωµένο νερό ή βρέξιµο των ρούχων από µία καταιγίδα, ενώ η υποθερµία στην ξηρά συνοδεύεται συνήθως από υψηλούς ανέµους. Πολλές φορές πριν την έναρξη της υποθερµίας του σώµατος, παρουσιάζεται υπογλυκαιµία (ελάττωση της γλυκόζης στο αίµα). Το αλκοόλ ελαττώνει το επίπεδο της γλυκόζης, ενώ αντίθετα αυξάνει την απώλεια θερµότητας σε ψυχρό περιβάλλον. Τα αρχικά συµπτώµατα της υποθερµίας είναι αδυναµία, κόπωση και αδυναµία συνέχισης του ρυθµού σωµατικής απόδοσης (π.χ. το ρυθµό µίας πορείας). Κρυοπάγηµα : Είναι η ψύξη επιφανειακών ιστών. Τα εκτεθειµένα µέρη του σώµατος διατρέχουν το µεγαλύτερο κίνδυνο. Στις περιοχές αυτές προκαλείται πρόσκαιρη αγγειοδιαστολή για να φθάσει θερµότητα. Ωστόσο όµως χάνεται και ένα σηµαντικό ποσό θερµότητας, που όταν η ταχύτητα του αέρα είναι υψηλή και η θερµοκρασία αρκετά χαµηλή, τότε οι ιστοί παγώνουν. Επειδή είναι δύσκολο να νιώσει κάποιος ότι έχει κρυοπάγηµα (µπλοκάρισµα των νευρικών απολήξεων) πρέπει να ελέγχονται συχνά τα επικίνδυνα σηµεία όταν υπάρχουν καιρικές συνθήκες που ευνοούν το κρυοπάγηµα. Περιοχή που έχει προσβληθεί πρέπει να θερµαίνεται µε θερµό νερό (40 βαθµ. Κελσίου) και να προστατεύεται από περισσότερη ζηµία. Βιβλιογραφία Andersen K.L., Hart J.S., Hammel H.T. and Sabean H.B. (1963) : Metabolic and thermal responses of Eskimos during muscular exertion in the cold, J. Appl. Physiol., 18:613. Asmussen E., Bonde - Peterson F. and Jorgensen K. (1976) : Mechano-elastic properties of human muscles at different temperatures, Acta Physiol. Scan., 96:83. Astrand P.O. and Saltin B. (1973) : Plasma and red cell volume after prolonged severe exercise, J. Appl. Physiol., 34:299. Astrand P.O. and Rodahl K. (1977) : Textbook of work physiology : Physiological bases of exercise, New York, McGraw Hill. Bar-Or O., Lundegren H.M. and Buskirk E.R. (1969) : Heat tolerance of exercising obese and lean women, J. Appl. Physiol., 26:403. Berg V. and Ekblom B. (1979) : Physical performance and pesk aerobic power at different body temperatures, J. Appl. Physiol., 46:885. Cabanac M. (1975) : Temperature regulation, Ann. Rev. Physiol., 37:415. Costill P.L. and Sparks K.E. (1973) : Rapid fluid replacement following thermal dehydration, J. Appl. Physiol., 34:299.
Davies C.T.M., Mecrow I.K. and White M.J. (1982) : Contractile properties of the human triceps surae with some observations on the effects of temperature and exercise, Eur. J. Appl. Physiol., 49:255. Dill D.B. and Consolazio C.F. (1962) : Responses to exercise as related to age and environmental temperature, J. Appl. Physiol., 17:645. Ferris E. (1969) : Thermoregulatory function in men and women, J. Physiol., 200-46. Galbo H., Houston M.E., Christensen N.J., Holst J.J., Nielsen B., Nygaard E. and Suzuki J. (1979) : The effect of water temperature on the hormonal response to prolonged swimming, Acta Physiol. Scan., 105-326-337. Hayward J.S., Collis M. and Eckerson J.D. (1973) : Thermographic evaluation of relative heat loss areas of man during cold water immersion, Aerospace Medicine, 44:708. Hayward J.S., Eckerson J.D. and Collis M.L. (1975) : Thermal balance and survival time prediction of man in cold water, Can. J. Physiol. And Pharmac., 52:21. Miroff S.V. and Bass D.E. (1965) : Effects of dehydration on man s physiological responses to work in heat, J.Appl. Phsyiol., 20:267. Nielsen B. (1976) : Metabolic reaction to changes in core and skin temperature in man, Acta Physiol. Scan., 97:129. O Hara W.J., Allen C., Shepard R.J. and Allen G. (1979) : Fat loss in the cold: a controlled study, J. Appl. Physiol., 46:872. Pugh L.G.C.E. (1966) : Accidental hypothermia in walkers, climbers and campers: Report to the medical commission on accident prevention, Brit. Med. J., 1:123. Robinson S. (1967) : Training, acclimatization and heat tolerance, Can. Med. Assoc. J., 96:795. Rowell L.B. (1965) Hepatic clearance of idocyanine green in man under thermal and exercise stresses, J.Appl. Physiol., 20:384. Vanggaard L. (1975) : Physiological reactions to wet - cold., Aviat. Space and Environ. Med., 46:33.