Η γυναίκα. καθόταν και την κοιτούσε, εμπρός στα λουλούδια. Ιδίως εκείνα, πίσω από τη κουρτίνα, Και κάπου, έξω. Κι όλο ήθελε, Ήθελε να τη πλησιάσει.



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Το παραμύθι της αγάπης

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

«Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ & ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Υπ. Καθηγήτριες: Ουρανία Φραγκουλίδου & Έλενα Κελεσίδου

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

T: Έλενα Περικλέους

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Ξεκίνησα τεχνοκράτισσα... Να υπολογίζω νούμερα και αριθμούς... Τα πάντα να είναι λογική και υπολογισμοί... Αυτά συνήθως φέρνουν και απαισιοδοξία.

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

γραπτα, έγιναν μια ύπαρξη ζωντανή γεμάτη κίνηση και αρμονία.

The G C School of Careers

...Μια αληθινή ιστορία...

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Naoki HigasHida. Γιατί χοροπηδώ. Ένα αγόρι σπάει τη σιωπή του αυτισμού. david MiTCHELL. Εισαγωγή:

ΑΝΔΡΟΓΥΝΟ: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος


Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων ΕΡΓΑΣΙΕΣ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Τζιορντάνο Μπρούνο

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΜΑΡΙΝΑ ΓΙΩΤΗ: «Η επιτυχία της Στιγμούλας, μου δίνει δύναμη να συνεχίσω και να σπρώχνω τα όριά μου κάθε φορά ακόμα παραπέρα»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

Θα σε βοηθούσε για παράδειγμα να γράψεις και εσύ μια λίστα με σκέψεις σαν αυτή που έκανε η Ζωή και εμφανίστηκε ο «Αγχολέων»!


Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Αγγελική Δαρλάση. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

«Η νίκη... πλησιάζει»

Transcript:

Η γυναίκα καθόταν και την κοιτούσε, εμπρός στα λουλούδια Ιδίως εκείνα, πίσω από τη κουρτίνα, Και κάπου, έξω. Κι όλο ήθελε, Ήθελε να τη πλησιάσει. Να την αγκαλιάσει, Για να αισθανθεί την ανάσα της ψυχής του. Το άρωμα που εκείνη πρόσφερε με την όψη της. Μες τη γλυκιά της, καρδιά. Φωτεινή και αγέρωχη, όπως την ονειρεύεται, πάντα.

Από πολύ κοντά Για να θυμάμαι το χρώμα των ματιών σου. Η συγκεκριμένη θέρμη, περί ζωής, Μες το μοναδικό, γυάλινο, κόσμο σου. Τα μάγουλα που ζητούσανε ένα χάδι, ή ένα φιλί, από πιο κοντά, Ώστε να με αντέξεις και να σε αντέξω. Όπως ένα ποίημα που γεννιέται στη στιγμή, Τη πιο κατάλληλη, Αποκρυπτογραφώντας, γιατί μ' αφήνεις να κοιτώ, το πρόσωπο σου. Επιμένοντας στο βλέμμα σου. Στο χρώμα της αγάπης σου. Κάτι γίνεται εκεί Το πέτρινο σπίτι,

κι όλος ο κόπος της σχέσης μας, Μες τη λάσπη που ενώνει τις πέτρες, Και ο ήλιος δεν κατάφερε ακόμη, να αλλοιώσει τον λευκό, εξωτερικά, σοβά. Ο ήλιος των άλλων που δεν μας αντέχουν, μαζί. Δεν αντέχουν τα άνθη στο περβάζι. Τις ξύλινες αναμνήσεις μας. Το καλοκαίρι, με αρώματα λουλουδιών, Σκορπισμένα φύλλα, τρυφερότητας σε όλο το σπίτι. Κάτι γίνεται εκεί. Τα πουλιά χτίσανε τις φωλιές τους, στις οπές των κεραμιδιών. Σε σημεία, αθέατα, μα η καρδιά, βλέπει. Μαθαίνει, όλα όσα μας ενώνουν Και όσα μας χωρίζουν. Ένα ημερολόγιο, τοπικό, Και ένα βλέμμα, σε κοινή, Καθημερινή, τροχιά.

Περνώ το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησής μου στο δάχτυλό σου Όλα τα λόγια που κανείς άλλος, δεν θα σου πει. Κι ας σε τρομάζει, τόση παράδοση. Να σου αφιερώνονται. ο χρόνος ένα ένδυμα, που αναμένω να φορέσεις: αισθήματα και προσφορές-έκπληξη, Θυμούμενοι την ημέρα, γνωριμίας μας, Στην θάλασσα. Μια θάλασσα που ζήλεψα την ποίηση της, Αφού εσένα αγκάλιαζε. Εσένα, περιποιούνταν.

Μην κοιμάσαι Εγώ θα σε σκέφτομαι στο κρεβάτι του πόνου, Και γλυκά, δάκρυα, θα κυλούν στο πρόσωπο μου. Πόσο τα αγαπώ, αυτά τα δάκρυα, επειδή έσταξαν από τα μάτια μου, για σένα. Εσύ, εκεί που βρίσκεσαι και πονάς, Μόνη. Δίχως την ελάχιστη τρυφερότητα. Από το δωμάτιο μου στη στέλνω, Τον αέρα, σπρώχνει, Παλεύει από μένα να φύγει -χάρη σε σχόλια όσων δεν καταλαβαίνουν- Να φτάσει σ' εσένα, εκεί που ταλαιπωρείσαι. Πόσο καιρό, είχα να αισθανθώ, έτσι για έναν άλλο, άνθρωπο. Θα 'θελα να 'μουν ένας άγνωστος που γίνεται γνωστός, Δίχως καν, να έχει πει, μία λέξη. Μόνο με χρήση της αύρας, να μάθει μια κοπέλα, το ποιόν μου. Και να δει, κάτι περισσότερο

από μια εξωτερική εμφάνιση. Αισθανόμενη εκείνη, όλα τα άγνωστα που θα της προσφερθούν, Μετά από κείνη τη μικρή, αρχή: Γειά σου. Τι κάνεις? Η θάλασσα σήμερα, είναι ζεστή. Ο ήλιος καίει, η ώρα δεν περνά. Ας λάμψει η εμπιστοσύνη. Θα 'θελα να 'μουν ένας άγνωστος που γίνεται γνωστός, Πλησιάζοντας την ουσία. Στα μάτια. Μια θωριά. Στη σκέψη. Μια επίσκεψη. Σ' αυτή τη θάλασσα που δεν θα μας βρει, μαζί. Μια ήσυχη ημέρα, Που έχοντας αγαπηθεί, Θα εξηγούνταν η παρέα,

ως κάτι περισσότερο, Από κοντινή, απόσταση. Μη προλαβαίνοντας να μάθουν τα κύματα, Οι γλάροι, οι ξέρες στ' ανοιχτά, Πόσο μας επηρεάζει το βαθύ, γαλάζιο, Που το ποτίσαμε με την κόκκινη καρδιά μας. Τι θα 'κανα θα άφηνα αυτό το λίγο φως, Να βοηθήσει την προσωπική μου, διαδρομή. Μες το κεφάλι, η σκέψη συζητάει με τη ψυχή, για την ελπίδα της αλληλεγγύης. Ακούγοντας την κραυγαλέα φωνή των νέων, από το παράθυρο, μιας ψεύτικης πρόνοιας. Γυρεύοντας δουλειά, φιλία και αγάπη. Κάθε μέρα, όλο και λιγότερο φως, ελπίδας, Ανάμεσα από τα σύννεφα.

Μες το κεφάλι, η σκέψη προσφέρει δυνάμεις στην ψυχή, Να μιλά και να γράφει, Ενόσω κοιτά και συμπαραστέκεται. Γι' αυτό έγινε ο κόσμος Για να μπορούν των λίγων αντρών, ν' ανοίγουνε τα μάτια, Και μες τη λίμνη της καλοσύνης της γυναίκας, να κολυμπούν, πλάι. Όσες δεν φοβούνται να το δείξουν, εμπρός σε άλλους. Τη προτίμηση. Τι θα ήτανε ο κόσμος, μακριά από τη φλόγα της παρουσίας της. Πως θα άντεχαν κι οι λίγοι άντρες, των οποίων ακόμη, δεν ψυχράνθηκε η καρδιά. Πως ετούτη η χάρη,

θα παρακαλούσε διαφορετικά. Να την αντέξουν, λίγοι. Να τη θαυμάσουν, αρκετοί. Να την επιλέξουν, ένας δυό. Αφού η γυναίκα είναι επίσης, άνθρωπος. Αφού κύριο λόγο, συζητά, μόνο το συναίσθημα. Κάθε φράση, πρέπει να δίνεται εμπιστευτικά, Πρόσωπο προς πρόσωπο, μόνο. Γι' αυτό έγινε ο κόσμος.

Να μην ξεχνάς πως η καρδιά σου, χτυπάει, Εκεί που όλα γύρω, ντύνονται εσένα. Η θέρμη και η αναπνοή, ενόσω φορές, Συναγωνίζονται τη θερμοκρασία όσων ποτέ, δεν θα σου μοιάσουν. Ώρες ατελείωτες, αναμένοντας ν' ανεβείς στη σκέψη των άλλων, άνθρωπε,

Ως χρήση, ως αντικείμενο, παρά ως προορισμός της αγάπης. Χρυσός, η σιωπή. Σημαίνει πως παρατηρείς. Ενόσω στη μνήμη ενός προσώπου, γυροφέρνεις. Περιμένεις. Τυλίγοντας σε ένα τούλι τρυφερότητας. Μόνη σου, χαμογελάς, γλυκά, Σκεπτόμενη, τι θα φέρει η αυριανή ημέρα. Αν ακόμη εξακολουθούν να φτάνουν σε εσένα, Οι αχτίδες ενός συναισθηματικού, καλοκαιριού. Χρυσός η σιωπή. Που να τον φυλάξεις. Ποια χέρια θα φροντίσουν

κάτι τόσο πολύτιμο. Ταξιδεύεις: Αυτό είναι οι ώρες, τα λεπτά, Καλοσωρίζοντας τον ήλιο ή αποχαιρετώντας τον, Ξανά και ξανά. Για κείνη τη λεπτή ισσοροπία, ανάμεσα στο πραγματικό και το όνειρο: προσπαθείς. Για κείνη τη στιγμή, που θα βρεθείς, ξανά, έξω, Ψάχνοντας δυό μάτια, που σε γνωρίζουν, μέσα σου, σωστά. Αέρινη είσαι Σ' ένα χορό, στροβιλίζεις τα αισθήματα σου. Με κλειστά, βλέφαρα, Ή χαμογελώντας έχοντας τα μάτια, ανοιχτά.

Αλλάζοντας ο χώρος σε τόπους και αινίγματα που μόνο εσύ, γνωρίζεις Πως ξεκλειδώνουν. Μια αίσθηση όπως η σημερινή. Ένας γλυκός λόγος, και δυό περιστέρια στον ουρανό. Ζεστή, μέσα σου, όπως τότε που ανακάτεψες, για πρώτη φορά, τα τετράδια, Ψάχνοντας για το πιο ιδιαίτερο. Η υφή του χαρτιού. Η μυρουδιά του. Κάτι από ευωδία, φρέσκων φύλλων, στα δέντρα. Στα άνθη. Μια νεράϊδα, ποτισμένη με το φως της ψυχής της. Τι γλυκιά που είναι η χαρά, όταν σε φωτίζει.

Να είσαι ευτυχισμένη, Να καλύπτεις με το είναι σου, τον ήλιο, τη θάλασσα, τ' αστέρια. Όλα όσα είσαι, όσα χαρίζεις, Κάθε νέο, λεπτό, που δεν είναι, πλέον, Άλλο ένα, λεπτό. Παρά μια ακόμη, ακτίνα, χαράς. Ένας λόγος να υπάρχεις, Όπως υπήρξαν όλες οι ιστορίες, μες το νου, Προτού ζωντανέψουν, με σεβασμό, στο χαρτί. Αν σου λείψω μια νύχτα βάστα αυτό το χρυσό, πουλί, της υπομονής,

Σ' ένα κλουβί, από ανθρώπινη, ζέστη. Μη δίνεις σημασία, Πως, τα φτερά, χτυπά. Αν απλά κάθεται ήσυχο, Έστω, Περιμένοντας, απλά, να ακούσει τη φωνή σου. Όλα όσα θα εμπιστευτείς, στο πετούμενο, Αφού γνωρίζεις, πως δεν μιλά, ανθρώπινα, Κάθε σου, μυστικό, θα μείνει, κρυφό. Κάθε ψίθυρος. Το πως, ποτίζεις, τα λουλούδια. Αν κλείνεις τα μάτια. Ενόσω φχαριστιέσαι τον άνεμο. Αν σου λείψω μια νύχτα, θυμήσου Όλα τα όνειρα στα οποία -ανιχνεύω- πως βρίσκεσαι. Θυμήσου, πως η υπομονή, δημιουργεί, γλυκύτητα. Το μυστικό του χρυσού, πουλιού, είναι: πως το παραμύθι αυτή τη φορά,

θα έχει το ωραιότερο τέλος. Καλημέρα από τα λιγοστά σημεία, όπου η γη, αναπνέει, Σκέψεις, ονόματα, Λίγο καθαρό, πράσινο. Τα καστανά μου μάτια να άλλαζα για τόσο δα, Τη φύση να πλησιάσω Κάπως έτσι, πως της μιλάω. Καλημέρα απ' όλα τα βήματα, Εκείνα με τα άγχη, επιστρέφοντας. Τα άλλα, Χαράζοντας η ημέρα. Λες και τα πάντα, είναι σιωπή.

Λες και η ψυχή, με τον άνεμο, ταξιδεύει. Είναι ένα δυνατό μήνυμα πως οι δρόμοι, ορισμένων ανθρώπων, Πλησιάζουν. Δεν χρειάζεται να βγαίνεις πάντα, σε λεωφόρο. Ή να ακολουθείς έναν μονόδρομο, ανάμεσα στα δέντρα: αν ετούτη η διαδρομή, χαράσσεται στη μνήμη, ενός ατόμου, μόνο. Φορές το ένστικτο, οδηγεί τα βήματα. Επειδή στην ελευθερία, αναζητείς τι θα σου φέρει η περιήγηση,

Μα η αξία του χρόνου που δαπανήθηκε, Στην τέχνη των δύο, Η χαρά: εγκωμιάζεται. Εκείνη η δυνατή, εικόνα, Πως τα μονοπάτια, ταίριαξε, η ζωή. Αυτή η αγάπη, που ποτέ πια, δεν θα είναι, λίγη, Μα η τρυφερότητα θα ξεχειλίζει, Ισόποσα. Δύο άξιες ψυχές, Μ' εκείνη πάντα πρώτη, στη σκέψη του. Αγκαλιάζοντας την, ήδη, ο νους. Μέσα από σένα το τριαντάφυλλο, γνωρίζει,

πως έχει καρδιά. Η γαλήνη σου και η αγάπη, όλα τα νερά του κόσμου, Δες με, εδώ, πως στον αέρα, κολυμπώ. Τόσο γλυκά, που σε σκέφτομαι. Τα βλέφαρα, άφησε, να γείρουν, Και τόνωσε, του χρόνου τα περάσματα, με την ωραιότερη σου, πνοή. Εκεί που βρίσκεσαι, πάντα εγώ μαζί σου, κι ένα γλυκό, δάκρυ, στο μάγουλο

Ως νάρθω σ' εσένα έχτιζα αξιαγάπητες αξίες, Πίσω από τα λουλούδια, και το άρωμα τους. Μικρά, ζωγραφιστά, όνειρα, μα ακόμα, περίμενα εσένα. Να τα ζωντανέψεις, όπως η αίγλη κάθε άνθους, Μα φυσικά δεν συγκρίνονταν, με κάθε σου, βλέμμα, Πάνω μου. Περιμένοντας κάθε ψυχή, στον προθάλαμο, του μαζί, Να λέμε πως είναι όμορφη, η ημέρα. Χτυπώντας η καρδιά, με ειλικρίνεια. Ως νάρθω σ' εσένα, ανιχνεύω μόνο, τη νεότητα της ιδιότητας: αγάπη. Ένας χώρος για προσωπικά ποιήματα, Ποιήματα από ρομαντικές, πράξεις. Τώρα

που η φωτεινότητα στον κόσμο, περιορίστηκε. Να μας πάει στον ιερό βράχο, της δύναμης της. Να καταθέσουμε, μικρότερες, πέτρες, Χαραγμένες με αγαπημένα ονόματα και κοινά όνειρα. Προσεκτικά, να ψάξουμε και να ακούσουμε, το δροσερό νερό, της πίστης, Το οποίο ακούγεται, από εσωτερικά, μόνο, Από δυό ψυχές, ρομαντικές, διαρκώς καλλιεργώντας την αγάπη τους: Με φράσεις προσμονής,

Οράματα νοσταλγικά, σαν ανθισμένη φύση. Ο ιερός βράχος της δύναμης της αγάπης. Κρυμμένος από ζηλόφθονα, χέρια, επικριτικά: μακριά από το παραμύθι. Ιερέ βράχε: Δώσε μου, ακόμη, περισσότερη, δύναμη. Στον χάρτινο ουρανό, έστειλες τον νεραϊδίσιο σου, εαυτό. Με αποσκευές, χρώματα, στα φτερά, Και καύσιμο, όλα τα απαλά, συναισθήματα. Μια ανάμνηση, από τότε

που σε αγκάλιασαν πάρα πολύ ρομαντικά. Θυμάσαι το κόκκινο χρώμα, πως πότισε τα μάγουλα; Είναι μια κόκκινη, φωτεινή, δέσμη, που με βοηθά να δω, Που ακριβώς, έφτασες. Παρατηρώ κάτι περιγράμματα, Εικόνες από μόνες τους, συνεπαρμένες, Άχ χάρτινε, ουρανέ. Νότες σου στέλνω, Λες και σου κρατώ τις παλάμες, Μήπως ζωγραφίσουμε, περιοχές νέες, του ουράνιου, χάρτη. Άκου με, μιλά το γαλάζιο: Πόσο μικρά, φαίνονται, πλέον, όλα τα προβλήματα. Εδώ που φυσά, από αληθινό ενδιαφέρον, καθαρό οξυγόνο, αγάπης.

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα βουνό, ψηλά, ανάμεσα σε όμορφες κλίσεις του εδάφους, σε ήχους δροσερών, νερών, παρουσιαζόταν, όσο πλησίαζες, ένα ιδιαίτερο χωριό. Του οποίου τη γέννηση, κανείς δεν έμαθε, ποτέ. Πόσο δε, πως φτάνει κανείς, εκεί. Αφού όλο και λιγότεροι πλέον, χρησιμοποιούσαν το χαμόγελο της ανθρωπιάς. Η όψη του χωριού, κατείχε τη πνοή μιας ελεύθερης ανάπτυξης -χαμηλά, σπίτια, με κήπο συνήθως και χώρους απλωσιάς- αλλά πάντα με σεβασμό προς το γείτονα. Φορές, είχαν ανάγκη τόσο ο ένας τον άλλο, που έχτιζαν πάνω από τους δρόμους, περάσματα δωμάτια, ώστε να αισθάνονται πιο κοντά. Κάπου εκεί, ζούσε μια κοπέλα που την έλεγαν Μαρία, και όλοι ήξεραν πως η καρδιά της, ήταν τόσο εύπλαστη, από πηγαία καλοσύνη και ανθρωπιά, προς όλα τα δημιουργήματα της φύσης. Στο χωριό αυτό που ακόμη κι οι μόνιμοι κάτοικοι δεν θέλησαν ποτέ, να δώσουν ένα όνομα, είχαν ένα ιδιαίτερο τρόπο να επικοινωνούν: όποιος ξένος τύχαινε να διαβαίνει τους δρόμους, παρατηρούσε σχοινιά, να φεύγουν από κάθε παράθυρο, προς γείτονες που εκτιμούσαν περισσότερο. Πότε πότε, άκουγες την τροχαλία να γυρίζει, κι ένα χαρτάκι μ' ένα γλυκό χαμόγελο και ένα χαιρετισμό καρδιάς, κατέληγε στον εκάστοτε αποστολέα. Από μακριά, δεν φαίνονταν τα σκοινιά. Λες και το φως μιας τέτοιας καλοσύνης, το έβλεπαν μόνο όσοι εκεί πέρα, επικοινωνούσαν. Η Μαρία αγαπούσε πολύ, ορισμένες φίλες της, γειτόνισσες, κι όσες έμεναν μακρύτερα, ορμήνευε τις κοντινές της, με πολλά χαμόγελα, να μεταφέρουν τους καθημερινούς, χαιρετισμούς, φιλίας και αλληλοπροστασίας. Μια ημέρα, ένας ξένος επισκέπτης, έφτασε στο χωριό, διψασμένος. Σ' ένα σοκάκι, συνάντησε μια γιαγιά, κι έπιασε συζήτηση. - Έλα γιόκα μου. Κάθισε. Φαίνεσαι διψασμένος. Τα μάγουλα του είχαν μπει μέσα, απ' τη ταλαιπωρία. - Μισό λεπτό -του έκανε νόημα. Έπρεπε να μπει, να του φέρει κάτι να τον φιλέψει. Εκείνος, από τη κούραση, σωριάστηκε, με τα πόδια τεντωμένα και το βαρύ σακίδιο, πάντα στην αγκαλιά του, το οποίο, όπως θα μάθαινε αργότερα η γιαγιά, δεν αποχωριζόταν, ποτέ. Νάτη. Εμφανίστηκε. Τον παρατήρησε: Σκέφτηκε: πρέπει να πεινάει, πολύ. - Μα τι έχεις μέσα στο σακίδιο; τον ρώτησε. - Κουβαλάω όλη μου την αγάπη, της αποκρίθηκε. - Φαίνεται πως αντέχεις το βάρος. - Δεν είναι στη φύση μου να κάνω διαφορετικά. Η γιαγιά του χαμογέλασε, με σταγόνες από πείρα ζωής. - Πως βρήκες το χωριό μας; Και συγνώμη που σε ταλαιπωρώ, με ερωτήσεις. - Ακολούθησα το φως. - Μπορείς να το διαβάσεις; - Η καρδιά μου, μου άνοιξε τα μάτια. Για λίγο δεν μίλησαν. Για μια στιγμή, η γιαγιά είδε στο πρόσωπο του να ζωγραφίζεται ένα γλυκό, χαμόγελο. Η γιαγιά ήταν τολμηρή στα θέματα αγάπης, γι' αυτό και διατήρησε έως τα βαθιά γεράματα, τα θρεπτικά συστατικά, του αληθινού ταιριάσματος με τον σύντροφο της. - Εσύ, κάποια, αγαπάς. - Όχι ακόμα. Ακόμα ψάχνω. Φορές όμως χαμογελώ μες τη προσμονή. - Έχεις τόσο αγνό, πρόσωπο. Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω. Εκείνος δεν κατάλαβε, πως ακριβώς θα συνέβαινε. Μα.. - Δεν θα συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη -συμπλήρωσε φραστικά όμως, τις σκέψεις του.

Και συνέχισε: - Πρέπει να διακρίνεις το φως ενός συγκεκριμένου χαμόγελου. Παρακάτω στη συζήτηση, του εξήγησε που έμενε μια κοπέλα, της οποίας δεν ανέφερε το όνομα, επειδή ήθελε να αφήσει στα χέρια της μοίρας το θαύμα. Προσθέττοντας στο τέλος του έδωσε οδηγίες να την περιμένει, κάθε κυριακή, στην κεντρική πλατεία, του χωριού, Και γλυκά γλυκά, ντροπαλά και όμορφα, να της προξενήσει το ενδιαφέρον. Ο ξένος στενοχωρήθηκε, γιατί έπρεπε να συμβεί αυτό, μόνο κάθε κυριακή. Του εξήγησε: επειδή πρέπει να προετοιμάσεις τον εαυτό σου για την μοναδικότητα της. Η γιαγιά, χάρη στην απέραντη καλοσύνη της, έστειλε τον ξένο σε έναν γνωστό της, για δουλειά. Τα απογεύματα, ο ξένος ονειρευόταν πως θα είναι εκείνη, και άξαφνα ένα απόγευμα, πετάχτηκε ως το σπίτι της γιαγιάς, ρωτώντας την. - Από το χαμόγελο της, θα την καταλάβεις. - Πως θα είναι το χαμόγελο της, γιαγιά; - Δεν περιγράφεται γιόκα μου. Ο νέος επέστρεψε προβληματισμένος, στο δωμάτιο. Μια ημέρα, μετά από άκαρπα περίμενε, στην πλατεία, επέστρεψε στο δωμάτιο του. Άνοιξε το παράθυρο, περιεργάστηκε κάτι σπάγγους που η άκρη τους περίμενε στο περβάζι. Ακούμπηκε τους αγκώνες, γεύτηκε τον καθαρό αέρα. Άκουσε τα πουλιά. Χαμογέλασε. Αμέσως, στο απέναντι παράθυρο -άλλου οικοδομικού τετραγώνου- κάτι κουνήθηκε πίσω από τη κουρτίνα. Ο νέος, πίστεψε πως είδε τη μορφή μιας γυναίκας. Πως εκείνη στεκόταν, πως έστρεψε υπό γωνία, το κεφάλι. Αλλά ως εκεί. Οι κυριακές διάβαιναν, ο καιρός άλλαζε. Όλα άλλαζαν χρώμα και διάθεση. Ένα απόγευμα, σε ώρα ηλιοβασιλέματος, την συνάντησε στο απέναντι παράθυρο. Είχε το βλέμμα της απασχολημένο με τους σπάγγους που έφευγαν από το παράθυρο της, προς άλλα, γειτονικά. Κάτι χαρτάκια, ετοίμαζε. Για μια στιγμή, σήκωσε το βλέμμα της, πάνω του, και στα μάτια της διάβασε όλη τη δύναμη της αγάπης της για τον άνθρωπο. Η αγάπη που φύλασσε στο σακίδιο του, του φάνηκε λίγη.. Δεν έστρεψε καν, το πρόσωπο του, στο εσωτερικό του σπιτιού, στο σημείο που περίμενε η αγάπη του. Λες και είχε φύγει από το σακίδιο, κι ακτινοβολούσε στα μάτια του. Αμέσως ένιωσε μια δυνατή συγκίνηση, που τον εμπόδιζε να της χαμογελάσει. Η Μαρία του έκανε νόημα, να της πετάξει έναν σπάγγο. Όμως στην δική της άκρη, δεν τοποθέτησε ένα χαρτάκι με χαμόγελο, μα ένα τριαντάφυλλο. -χαρισμένη η ιστορία, μόνο για σένα- Γεράσιμος Μηνάς 1 Αυγούστου 2012

Την ώρα που επιστρέφεις από της δουλειάς την αναγκαστική, διαδρομή, Άραγε τον συνάντησες στο μέσο μεταφοράς, ή απλά.. Η μέρα χαμηλώνει, μετά τη δουλειά, Βαραίνει. Σαν ζάχαρη στον καφέ. Να 'τανε, λέι, οι πίνακες στο δωμάτιο, το χρώμα της ζωής. Όλα τα αγαπημένα, αντικείμενα. Τα βιβλία. Τα πινέλα. Ότι ποτίστηκε από ψυχική αφή, Υφή προτίμησης. Μια μουσική, παρακαλώ, να αλλάξει την εξωτερική μονοτονία. Δες την: φτάνει μες από τα καλώδια. Ιδίως τα τηλεφωνικά. Την ώρα που επιστρέφεις από τη δουλειά, Και στα ψυχικά μηνύματα, των παλαμών μου. Που να είσαι, μίλησε η ψυχή μου.

Η φύση μου χάρισε τη παλέτα της. Τη καθαρότητα της, με τι χαρά, τη δέχτηκα. Η ευαίσθητη της, αρμονία, πως κελάϊδισε στη καρδιά μου, τόσο μοναδικά. Πρώτη φορά, στάθηκα τόση ώρα, ακίνητος. Τα μάτια μου, τα χρώματα, απορρόφησαν, λάμποντας το πρόσωπο μου, από ψυχική ερμηνεία. Τώρα ο νους μου, ακολουθεί γαληνεμένος, τους κτύπους της καρδιάς. Τόσο γλυκιά και ευαίσθητη που είναι η φύση, κι είναι το όνομα της, μόνο για μένα. Οι φωτεινές αχτίνες, σα τρυφερή παλάμη, στο μάγουλο μου, κι όσα λόγια αγάπης

ακουστούν, μόνο η φύση, είναι προορισμένη να τα ακούσει. Δυό τριαντάφυλλα έχω για σένα. Ένα για κάθε σου παλάμη. Κλείνω τα μάτια, να μη δω, αν έκανα σωστή αντιστοιχία. Ποια παλάμη είναι πιο τρυφερή, Ποια κρατά πιο απαλά, εσένα, λουλούδι. Τα μάτια κλείνω να σε αφήσω να χαμογελάσεις, με κόκκινα μάγουλα Και εσωτερική έκρηξη, χαράς. Άραγε τα τριαντάφυλλα είναι τα λόγια που σου αφήνω, ή το εσωτερικό μου τραγούδι, Που ακόμη δεν άκουσες, από κοντά. Με τα μάτια, κλειστά, ζωγραφίζω στην καρδιά μου, το πρόσωπο σου, Κι αμέσως, μου εξηγούνται όλα.

μεσ' τον καθρέφτη σου ας τη δω για λίγο τη μορφή της Είναι η μορφή της που αναπνέει τις απλές εκφάνσεις της καθημερινότητας. Το χρώμα των ματιών της, που αναπνέει, Μιας νεράϊδας, διαίσθηση. Είναι η μορφή της που αναπνέει τις εκφράσεις του προσώπου, Πες μου, το σπίτι είναι πια, ένα ήρεμο καταφύγιο; Μια δροσερή ανάσα που μιλά με την παρουσία. Το χέρι της ψυχής σου, δώσε μου, και μίλησε μου για της καρδιάς σου τα μονοπάτια. Λίγο πιο τολμηρή, ψυχή εσύ, Να με πλησιάσεις, Μέσα μου να φέρνεις ανεμοστρόβιλο αγάπης, συγκινώντας με ακατάπαυστα. Είναι αυτό που έχω ανάγκη Να είμαστε ένα ευτυχισμένο βλέμμα, μες το άπειρο του σύμπαντος. Κοίτα με Είμαι ένας άντρας

και είσαι μια γυναίκα. Γνωρίζουμε, γιατί θέλουμε, Η ψυχική μας επικοινωνία, να καλύψει τα χιλιόμετρα που μας χωρίζουν. Πες μου αν το αισθάνεσαι κι εσύ. Να ήσουν κάπου εδώ σιμά. Η Αθήνα μοιάζει με μια φουσκάλα φροντίδας, της οποίας λείπει η δεύτερη αύρα. Το κοινό, φως. Να 'ταν λέει, παλάμες, τα τριαντάφυλλα. Να φτάνει σ' εσένα, τρυφερά, Κι εσύ να χαμογελάς, μες σε μια μοναδική, λάμψη. Να 'ταν λέει, αγκαλιά όλα τα λόγια. Μια ημέρα με τις άπειρες ώρες της, κι όλα τα παραμύθια του νου.

Δείξε μου τον παράδεισο Δεν έχει διαφορετικά ύψη, η αγάπη. Πως απαλύνει τη καρδιά μου, η γυναικεία όψη. Για μένα, ετούτη η φλόγα, ποτέ δεν σβήνει, μες του νου, τα παραδοσιακά σεντούκια. Έχω να δεις, θάματα. Τα χαλιά της γιαγιάς. Το νυφικό κέντημα της που μου χάρισε, Να το τοποθετήσω, πάνω από το κλινοσκέπασμα, Περιμένοντας ότι θα ρίξουν οι φίλοι, μες από το αληθινό, νοιάξιμο τους. Πινέλα σε περιμένουν, Να γιορτάσουν, Χρησιμοποιώντας τα εσύ. Τον παράδεισο της τρυφερότητας σου, περιμένουν. Γλυκιά μου φίλη, πρώτα, Ψυχή της ψυχής μου -όπως λέμε στην Κέρκυρα.

Χαμογέλα. Χαμογέλα! Ακόμα περισσότερο. Να δω να αιωρείσαι -αυτάρκης στη ζωή- Μα στο όνειρο, μόνο μαζί μου. Καλημέρα από το βασίλειο της σιωπής. Νοσταλγία Με θυμάσαι, στο πλάι σου; οι μέρες έχουν δίκιο, Πως είσαι για μένα, Κάτι περισσότερο από ένα σκίτσο κοινής προσέγγισης. Ενόσω η φαντασία, κοιτώντας: απορούσε -αργά, δυστυχώς- με τη δύναμη της. Δεν είναι όμως έτσι, η αγάπη. Δεν ανταποκρίνεται σε εκβιασμούς. Δεν αρκεί το ιδανικό, όνειρο. Μέσα μου θα αλλοίωναν εξίσου, κι εσένα,

τελικά, Πως κανείς, βρίσκει το δρόμο του, μόνο με τα ψέματα. Πόσο ωραία, ξεκινήσαμε. Πως με άφηνες να σου απευθύνομαι, γλυκά. Άγγιγμα πάνω σε πέταλα, λουλουδιού. Προσπαθώ με το πέρας των ημερών, να στρώσω τη συμπεριφορά μου. Ελπίζοντας σε μια τελική έστω, επανόρθωση. Τι να τα κάνω, όλα όσα μπορώ να είμαι, Αν δεν διδαχθώ απ' όσα συμβάντα θα αλλάζανε σε αρχαίες πέτρες, Μ' εμένα να μην έχω να πληρώνω, εισιτήριο.

Κοντά σου θα βρίσκομαι, Κάθε, ημέρα, που κάτι, σου προκαλεί, πόνο, γιατί σε νοιάζομαι. Στον χορό, Ενόσω στριφογυρίζεις τα αισθήματα σου. Κοντά στα εσωτερικά σου, δάκρυα, που κανείς άλλος, δεν άκουσε. Στων γλυκών σου, ματιών, όλες τις καλημέρες. Χορευτής της φιλίας σου. Κοντά σου, μες τον δικό μου, από σπασμένη, κλείδα, πόνο. Κάθε φορά, που με τον νου, χορεύουμε. Τόσο κοντά. Κι ας μη μέτρησε τα λεπτά της ώρας, κοντινά, Κάθε χροιά της φωνής. Με τη σκέψη μου, Επιστρέφεις, στη πόλη, Όπως σε φωτίζω, Συγκινημένος, Εμπρός στης μοναδικής σου, ψυχής,

το κάλεσμα. Για ότι θες. Εδώ παρίσταμαι, για να 'μαι κοντά σου, κι όχι για να σε πληγώσω. Της εμπιστοσύνης: φίλη μου. Τίμια, κοντά σου. Είναι σα να βρίσκομαι, δίπλα σου. Έχω το βλέμμα, χαμηλωμένο. Χάρη σε ότι, μας συνδέει, ενα μυαλό, υποχωρεί, Στη σιωπή. Μ' όσες φράσεις, εσωτερικές, η αύρα σου, συνομιλεί. Εικόνες. Αναμνήσεις. Συναισθήματα. Το ξέρω πως ο χρόνος, διεκόπη,

κείνη τη τραγική, ώρα. Κάθε μέλος που πίσω, πια, είναι αδύνατο να επανέλθει, Επίσης, κάθε τι, αγαπημένο: Μυρουδιές. Ειδικές χροιές, από ενθάρρυνση, Υποστήριξη. Με προβληματισμό. Η συσσωρευμένη αποθήκευση ευαισθησίας. όλα τα ράφια, με τη φροντίδα. Η αύρα, να εξακολουθεί, τονωμένη. Επιλέγοντας, κοινωνικά μερίδια, Απ' ότι συμβουλεύτηκε. Δεν έπρεπε να χαθεί, ένας ώριμα, φιλάνθρωπος, πατέρας. Το κεφάλι, παραμένει, στη θέση του. Τώρα που με τον νου σου, Αγγίζεις τη καρδιά σου: Δες. Ακόμα, βαστά. Είναι ένας πολύτιμος αέρας, ανθρωπιάς. Μα η ψυχή σου δεν είναι, πια, μόνη. Μαζί σου,

ο φίλος, ετούτος, Όπως με χρειάζεσαι. Μη αφήνοντας να ξεχαστούν, τα σημαντικά, ονόματα. Προσωπάκι μου Είσαι ένα χαμόγελο, από μόνη σου. Μια διαρκής, ψυχική, λάμψη. Γλυκιά μου, κοπέλα. Λατρεύω να σε κανακεύω. Χαμογέλα, λιγάκι. Να ροδίσουν τα μάγουλα, Το αθάνατο νερό των σκέψεων σου, ν' αποτελέσει για μένα, Νέου βίου, καλοκαίρι. Φροντίζοντας μας η τρυφερότητα, Γράφοντας μεταξύ μας, Πόσο μας επηρεάζουν, Αυτές οι ποιοτικές, σταγόνες

Για ότι με εμπνέει Βρίσκω, χρόνο, κι όλα τ' άλλα, τ' αφήνω να απορούν: Πως τόλμησα, να τους ξεφύγω. Δυό στιγμές, Τόσο δα, για μια ολιγόλεπτη, συνάντηση. Είναι πιο δυνατό, -από των πραγμάτων, την υποχρέωση- Το φως της, Μη ρωτάς, τα υλικά, πως συνεργάζονται. Να εκτιμάς, την καρδιά, στο βλέμμα. Αν η ίδια η γυναίκα, αντέχει την ομορφιά της, Κάποιοι, εξακολουθούν, σαστισμένοι.

Ένα πρωί, καθημερινή Είχες περάσει, λέει, από τη παραλία. Όπου δυό τρεις, γνωστές πλέον, φυσιογνωμίες, έστησαν ξανά, το καλάμι, ψαρέματος, αναμένοντας ένα καλό βοήθημα, για το υπόλοιπο της ημέρας. Εσύ περνούσες, σκεφτική, ή μου φάνηκε? Δεν είχες κάποιον, να σου κρατά, το χέρι. Ξέρεις, έτσι, λίγο στην άκρη. Το πρόσωπο σου, δεν αξίζει, πόνο. Ήθελα να σε πάρω από την πόλη, να σε φέρω στου γαλάζιου τα όνειρα, Να ποτίσεις τα ρουθούνια, με αλατισμένη ελευθερία. Ήθελα να δω στα μάτια σου, τι συναισθήματα σου γεννά, τόση ομορφιά.

Να τα αντλήσω, από τα μάτια σου. Δεν μπορώ να σε αγγίξω. Το μάγουλο σου, να φροντίσω. Να αισθανθώ, των μαλλιών σου, τα κύματα. Οι παρέες, έρχονται, και περνάνε. Αλλά ότι γράφουν οι ίριδες, στην καρδιά, Μένουνε για πάντα. Η γυναίκα είναι μια πληγή που το αίμα από τα πικρά της, λόγια, με πότισε, μες το χρόνο, Σαν ένα λουλούδι, που ανθίζει από το στόμα της,

αρνητικά, Και μου δηλητηριάζει, την ελπίδα, να αγαπηθώ. Η γυναίκα είναι μόνο μια ζωγραφιά, στα χέρια της μνήμης μου. Ελπίζω μόνο, το συρτάρι που τη φυλάσσω, να διατηρήσει τα χρώματα, ζωντανά. Η δημιουργική, πλευρά της, Η γυμνή της, παρουσία, -στα έμπρακτα όνειρα, αρκετών δίχως ουσία- Η φύση, ως γυναίκα -για απειροελάχιστους, νοήμονες, που κατανοούν- Εκείνη που περιμένω, μα δεν συναντώ, Παρά μόνο, ως βιβλίο, εμπρός της, στο τραπέζι. Όσα της πω, κι είναι σα να με κρατά, στα χέρια της. Θα με αντέξει? Θα με φροντίσει? Θα προστρέξει, αμέσως, σ' εμένα, Απ' το ζωντανό της, θέλω, να με μάθει. Χωρίς κριτικές, καταδίκες, Η γυναίκα, χωρίς ανωτερότητες, Χωρίς να αντιμετωπίζει τον άντρα, ως ζητιάνο, των πάντων. - Αναζήτησε κι εμένα, που σου μιλώ, μια φορά. Αν το λέει η καρδιά σου.

Οι διαγωνισμοί των ανθρώπων Αυτό που μου έδωσε να καταλάβω, η τωρινή, ημερομηνία, είναι, πως πάντα θα συναντάς, ανθρώπους, που θα έχουν ανάγκη, από ένα κέρασμα, καλοσύνης. Ψάχνοντας την ανταπόκριση του καλέσματος της ανθρωπιάς, σε μια γραμμή: σε δυό τρεις λέξεις. Εγώ δεν είμαι ειδικός, πως μας συγχωρεί η ζωή. Απλά είμαι ένα σαρκίο, με συγκεκριμένο, σχήμα. Πιο κοντά, αυτή τη φορά Δεν θα σου πω, ψέματα.

Πιο κοντά μου σε αισθάνομαι, αυτή τη στιγμή. Αν την απλώσεις, σαν τραχανά, στο τραπέζι, θα αισθανθείς από το θρεπτικό άρωμα, πόσο σοβαρολογώ. Να, μόλις μια κίνηση, στοργική, στου προσώπου σου τη χάρη, Που περιμένει ένα συγκινητικό χάδι. Μια στιγμή "περηφάνιας" Σωστά, Η θηλυκή σου ταυτότητα, είναι για μένα, πιο σημαντική, Από τις κατακτήσεις του ανθρώπου. Έλα στην αγκαλιά μου. H μέρα, ολοζώντανη, μπορεί και ακούει τις αναπνοές μας. Παρακάτω:

Κάποιοι μίλησαν για τον θάνατο της αγάπης. Μην τους δίνεις, σημασία. Δείξε μου εμπιστοσύνη. Εγώ δεν θα σε προδώσω, ποτέ. Πιστός φίλος, ή κάτι περισσότερο, με τον καιρό. Στο χέρι μας είναι να κάνουμε τη διαφορά. Φυσικά. Δύο αύρες που αλληλοεπιδρώντας, ζωντανεύουν και ολοκληρώνονται. Γιατί με κοιτάς? Εσύ είσαι, που ο χρόνος δεν θα σε άλλαζε. Θα σε λυπόταν ο χρόνος και θα 'μενες, πάντα, νέα.

Μα τούτα είναι λόγια-ξεσκονόπανα. Πως τα χρόνια, μας τροχίζουν για κάποιο λόγο, σημαντικό. Εγώ δεν το αντιμετώπισα, ποτέ, αυτό. Μου έφτανε που ήσουν νέα, και ώριμη στη χαρά. Πίστευα πως θα διαρκούσε. Εσύ ήσουν εκείνη που μ' έκανε, να πετώ. Στο μυθιστόρημα της ζωής, ήσουν εκείνη για την οποία, έτρεφα, όνειρα. Μα εσύ, μόλις λιγάκι, ακουμπούσες, πάνω μου. Ένα λιγάκι-τσαμπί, από σταφύλια. Πράσινα, μωβ. Γλυκά, ξινά. Με κουκούτσια απ' όσα έφταναν, μα δε τα περίμενα. Εσύ, που είσαι νέα, όπως το ίδιο το φως. Γιατί με κοιτάς,

από αυτό το πλανήτη των ματιών σου, στον οποίο Δεν μ' άφησες να αναπνεύσω. Μες το νου μου, σε κοιμίζω. Να με περιμένεις. Λες και θα μου επιστραφεί το πουγγί της τρυφερότητας, Κείνος ο θησαυρός, που προκαλεί να συστέλεται ο χρόνος, Όλα όσα θα ζούσαμε, μαζί, Αν ήμασταν εξίσου, θαρραλέοι. Συ, γρήγορα, το τσιγάρο σου θα καπνίσεις. Βαρύς, καπνός, Σαν ξένο δέρμα. Να μου θυμίζει, πως είσαι ένα άπιαστο, όνειρο. Μα εσύ, ακόμα, με κοιτάς. Γιατί?

Δεν μπορείς να σταματήσεις την αγάπη Η αγάπη εξακολουθεί ανυποχώρητη, απ' τον καιρό που το θηλυκό ήταν κοινωνικό, Χάρη στην άμεση επικοινωνία, πρόσωπο προς πρόσωπο. Εξακολουθεί στο ίδιο πρότυπο της κεντημένης ιδέας, πως όταν αγαπάς και αγαπιέσαι, οι δυό βελόνες, συνεργάζονται, Για κείνο το θαύμα, Μιας νέας δημιουργίας. Απλή, Με καθαρή, σκέψη, περιμένει τον καλό της, Να της φέρει τους ώμους του, Το πλατύ, στέρνο, Τα χέρια που ασφαλίζουνε το νου. Η θέρμη στα βλέμματα, πως αν είναι κάτι, να υποχωρήσει στην αγάπη, ας είναι οι ανησυχίες Που καταστρέφουν την ισότητα, Η μονάκριβη και ο αιώνια δικός της.

Η αγάπη που θρέφει τη σκέψη, μες τη προσμονή της συνάντησης. Σχεδόν νοσταλγικά λες και ανήκουν σε άλλη εποχή. Τότε που τα συναισθήματα συναντούνταν σε επιστολές που άλλαζαν χέρια. Τότε που οι άνθρωποι είχαν θάρρος, Απέναντι στο φως. Μετρημένοι στης μιας παλάμης, τις ηπείρους Με τι γράμματα, να σου γράψω. Καλλιγραφικά, όπως της αγκαλιάς σου, η ζέστη, που με κάνει, Να κλείνω τα μάτια, αφότου δω, τα δικά σου.

Γλυκές, ανατριχίλες Ταράζουν το κορμί, που αγαπά να σε κρατάει. Σα το τελευταίο, ζωντανό, λουλούδι, στον παράδεισο. Κάλεσε με. Να έρθει, η ψυχή, να σε αγγίξει, Επειδή τα χέρια μου, είναι τόσο λίγα. Γλυκιά μου, φροντίδα, Των ονείρων μου, πραγματικότητα. Μείνε και φρόντισε με.

Άραγε πως είσαι στ' αλήθεια Σήμερα, σκέφτηκα, πως είσαι μια κούκλα, μα δεν ξέρω, από τι, υλικό. Κέρινη, φοβάμαι, μη λιώσεις. Από πορσελάνη: κρύα και εύθραστη. Πλαστικό, μήπως? Φαίνεται δεν κοίταξα, καλά. Σε τι, υλικά, να σε ψάξω. Γυαλίζουνε στο φως του φεγγαριού? Για μένα, μόνο στα γραπτά, ήσουν μια οπτασία. Μόνο, στα γραπτά. Για μένα, είσαι εντελώς, πραγματική. Αυτό σου φωνάζω, τούτο το βράδυ. Με ακούς, πίσω από το τζάμι?

Ο χρόνος Ο χρόνος είναι μια τράπεζα, που δεν σου καταθέτει, ποτέ, τους τόκους, Από το..παραδάκι.. των εμπειριών σου. Σε παραμονεύει, Καταστρέφοντας σου, κάθε τόσο, Τον κουμπαρά της σταθερής, λογικής, σκέψης. Ο χρόνος απλά καταπιέζει όλα όσα θες να πεις και να πράξεις, μες τη παραίσθηση: πως και αύριο, εδώ θα είσαι. Πως το να αγαπά, κανείς, δέχεται καθυστέρηση. Να είσαι φίλος του αληθινού σου εαυτού, Aπλά, δηλαδή, ένα παραμύθι για δύο: Πάραυτα, αγνοούν, πως να έρθουν κοντά. Άχ άνθρωπε, Να εκτιμάς τους αληθινούς φίλους, που έρχονται στη ζωή σου.

Και λίγο λίγο, να ξεκρεμάς, κάθε σου ανησυχία. ο κόσμος μας, είναι απλά ένα τυπικό, ευρετήριο, γνώσεων, Εξαναγκάζοντας μας, να κατηγοριοποιούμε, καθετί. Τον πόνο του άλλου. Την χαρά. Την ελπίδα. Τι είναι ψέμα. Πως φτάσαμε ως εδώ. Έχουμε ένα πιστό..σκυλί.. που ονομάζεται, σκέψη. Διαθέτει ένα λεξιλόγιο, μοναδικό! Ένα μοναδικό μέσο, για να πει: σ' αγαπώ. Λίγο από το φως της Ελλάδας εδώ,

Που η καρδιά, ψάχνει την αγάπη, Όπως το μυρμήγκι, χτίζει υπόγεια μονοπάτια, Ώστε να αποθηκεύσει την πολύτιμη αξία της ζωής. Πίσω από τα προσωπεία των ανθρώπων και τις τρανταχτές τους, εγκαταλείψεις, Θα δω, σ' αυτόν τον καθρέφτη, με χαμόγελο, πως υπήρξαν μόνο ένα πέρασμα, αφού η ζωή, θα επιστρέφει, Φωτεινή, μες το συναίσθημα. Κελαίδά η όψη της. Είναι νέα. Είναι όμορφη γιατί λάμπει από μέσα της. Χαμογελά, αγαπώντας, και τα μάγουλα, μοναδικά, ροδίζουν.

Μια τυχαία σειρά Για μένα, οι γυναίκες, θα είναι πάντα ένα λουλούδι, που δεν πρέπει να κόβεις. Το σημείο που την ενώνει με τη γη της καθημερινότητας της, Εκδηλώνει -κατ' εμέόμορφα, Πως η φύση, είναι η ίδια η γυναίκα. Μόνο εκείνη, την αισθάνεται. Πάντα εκείνη, θα νοιάζεται. Είναι αυτή η τρυφερή, διαίσθηση, Πως η πόλη, είναι ένας οικοδομικός δράκος, του παραμυθιού, όμως εκείνη Πάντοτε θα προφυλάσει λίγο χώρο -απ' τη καρδιά της- Για τα λουλούδια, εκείνα, τα ρομαντικά και τα άξια. Είναι, ετούτα, τα πέταλα, που με τη σκέψη μου, φροντίζω. Ένα χάδι μου στα μαλλιά της.

Ένα φιλί στα μάτια της. Μάγουλο με μάγουλο, για να με αισθάνεται. Την ώρα που οι άλλοι, την εγκαταλείπουν. Ποτέ, όμως, εγώ. Ποτέ, μακριά της, σε αυτή, τη παλλόμενη καρδιά. Πάντα θα έχω λουλούδια για σένα Πάντα θα έχω, λουλούδια για σένα. Τόσο έντονα, κόκκινα, αγάπης. Μες τη καρδιά μου. Κι ας μην αντέχεις τη θέα του αίματος. Άντεξες, όσο σου επέτρεψα

τη πορφυρή μου, λατρεία. Ξανά, όπως τότε, ξημερώματα. Σηκώνομαι. Σου γράφω. Σου στέλνω ένα μήνυμα. Να σε κρατήσει. Να σε βαστάξει, η αγκαλιά του, ως τη στιγμή, Που θα 'ρθεις, ξανά, σ' εμένα. Επειδή, ναι, εξακολουθώ να πιστεύω, σ' εσένα. Εξακολουθείς να είσαι η πνοή μιας ζωής, στις λέξεις. Θυμάσαι? Τα πιο όμορφα συναισθήματα, είναι αυτά που ΔΕΝ βρίσκεις τις λέξεις για να τα περιγράψεις, Μου έλεγες. Τώρα ακούω ξανά, τα φτερά σου. Οι κλειδώσεις τους, είναι τα γλυκά λογάκια που προσπαθώ να χτίσω, τώρα, δα, ένα ποίημα. Λευκά, λόγια. Αγνά. Αληθινά. Σα το φως του φεγγαριού. Κι ας μη μπορώ να το δω. Όπως κάποτε ήρθα στο μπαλκόνι της καρδιάς σου και με περιποιήθηκες, μοναδικά, Σιγά σιγά, τον καπνό