ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ - ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Η ΜΥΡΙΝΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΤΟ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 3Η ΧΙΛΙΕΤΙΑ π.χ. ΤΟΚΟΥ ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΑΜ:8794 6/8/2015
Η Λήµνος βρίσκεται απέναντι από τον Ελλήσποντο, στον σηµαντικό δρόµο που συνδέει το Αιγαίο µε τη Μαύρη θάλασσα καθώς και σε µικρή απόσταση από τις ακτές της Θράκης και της Τρωάδας 1. Η θέση της υπήρξε ιδιαιτέρως κοµβική ήδη από την προϊστορική εποχή για την επικοινωνία και τις εµπορικές συναλλαγές. Στενή λωρίδα γης ανάµεσα στους βαθείς κόλπους του Μούδρου και του Πουρνιά χωρίζουν το νησί στη δυτική ορεινή περιοχή µε τις απότοµες δαντελωτές ακτές και στην ανατολική πεδινή ζώνη, µε τους χαµηλούς λόφους που προβάλλουν στους απέραντους αµµώδεις κόλπους. Το νησί υπήρξε πρωτοπόρο στην επεξεργασία µετάλλων κατά την τρίτη και δεύτερη προχριστιανική χιλιετία. Οι µύθοι, που σχετίζονται µε τη Λήµνο, δηλώνουν τον σηµαντικό της ρόλο στα χρόνια της πρώτης ακµής και διάδοσης της µεταλλουργίας στο Αιγαίο κατά την Πρώιµη εποχή του Χαλκού 2. Στη Λήµνο τοποθέτησε ο µύθος τον πρωτοµάστορα θεό Ήφαιστο µετά την αποποµπή του από τον Όλυµπο. Εκεί έστησε το εργαστήριό του και δίδαξε την τέχνη της µεταλλοτεχνίας στου Σίντιες, τους πρώτους κάτοικους του νησιού, ως δώρο για την φιλοξενία και την περίθαλψή του στο νησί. Για να τον ευχαριστήσουν οι κάτοικοι ίδρυσαν ιερό, όπου λατρεύτηκαν εκεί όχι µόνο ο ίδιος αλλά και οι Κάβειροι, εγγόνια του ή κατά άλλους παιδιά του, που απέκτησε µε τη νύφη Καβειρώ. Τη σύνδεσή τους µε τη µεταλλοτεχνία αποκαλύπτει και η προσωνυµία τους Καρκίνοι, παραπέµπει στις λαβίδες που χρησιµοποιούσαν ως µεταλλουργοί και θύµιζαν τις δαγκάνες των καβουριών. Οι Κάβειροι αποτελούσαν µια συντεχνία χαλκουργών, προς τιµή των οποίων τελούσαν κάθε χρόνο τα Καβείρια µυστήρια, όπου και γιόρταζαν την αναγέννηση της φύσης. Τη δεκαετία του 1930, η σκαπάνη των Ιταλών αρχαιολόγων στη Λήµνο έφερε στο φώς την αρχαιότερη οργανωµένη πόλη της Ευρώπης την Πολιόχνη και οι σωστικές ανασκαφές της Κ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών αρχαιοτήτων στην προϊστορική Μύρινα, µισό αιώνα αργότερα άρχισαν να αποκαλύπτουν ένα δεύτερο µεγάλο πρωτοαστικό κέντρο, ανάλογης σπουδιαότητας 3. Η Μύρινα βρίσκεται στη δυτική ακτή της Λήµνου και παρουσιάζει συνεχή κατοίκηση από τους προϊστορικούς χρόνους έως σήµερα. Για την προϊστορική κατοίκηση του νησιού, έως µερικά χρόνια πριν, τα περισσότερα σηµαντικότερα δεδοµένα προέρχονταν από την Πολιόχνη, έναν από τους σηµαντικότερους οικισµούς της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο 4. Ο προϊστορικός οικισµός της Μύρινας εκτείνεται στο κεντρικό τµήµα του όρµου που σχηµατίζεται µεταξύ των µεγάλων βραχωδών χερσονήσου του Κάστρου Μύρινας προς τον νότο και του Πετάσου προς τον βορρά, καταλαµβάνοντας τη µικρή χερσόνησο του παλαιού Μετεωρολογικού 1 Beschi 2005, 106 2 Αρχοντίδου 2004, 15 3 Αρχοντίδου 2004, 29 4 Ντόβα 2003, 101
Σταθµού και τα εδάφη ανατολικά-βορειοανατολικά της, στην περιοχή των Ρηχών Νερών. Η πρώτη επισήµανση για την προϊστορική κατοίκηση της θέσης γίνεται το 1906, µε αναφορά του C. Friedrich 5 σε αγγεία προϊστορικών χρόνων από τη Μύρινα. Την τελευταία εικοσαετία έχουν πραγµατοποιηθεί στην Μύρινα σωστικές, µικρής κυρίως έκτασης ανασκαφές 6. Η ακολουθία των χρονολογικών φάσεων της Μύρινας συµβαδίζει µε της Πολιόχνης, διακρίθηκε συµβατικά από την αρχή της ανασκαφής µε χρώµατα 7. Η κατοίκηση αρχίζει στην Ύστερη Χαλκολιθική περίοδο (ύστερη 4 η χιλιετία π.χ.), δηλαδή πριν την ίδρυση της Τροίας. Ο οικισµός της Μύρινας που αναπτύχθηκε παράλληλα µε την Πολιόχνη, σύµφωνα µε τα ανασκαφικά δεδοµένα γνώρισε την µεγαλύτερη ανάπτυξή του κατά την Ερυθρά περίοδο 2500-2300 π.χ. και κατά την Κίτρινη περίοδο 2300-2000 π.χ. Τα λείψανα που σώζονται από τις προηγούµενες περιόδους Κυανή και Πράσινη καθώς από την Καστανή και Ιώδη είναι πολύ περιορισµένα. Οι πρώτοι κάτοικοι της Μύρινας εγκαταστάθηκαν στη µικρή βραχώδη χερσόνησο της Λέσχης Αξιωµατικών, προς το τέλος της τέταρτης προχριστιανικής χιλιετίας. Η προϊστορική Μύρινα ιδρύεται στο πλέον περίοπτο σηµείο του όρµου µεταξύ Κάστρου και Πετάσου, πάνω στην µικρή χερσόνησο, όπου ακόµα διακρίνεται το κτίριο του Μετεωρολογικού Σταθµού και όπου βρίσκεται σήµερα η Λέσχη Αξιωµατικών της Μύρινας 8. Είχε έκταση 80.000 τετραγωνικών µέτρων και κατά την περίοδο της µεγαλύτερης ακµής της δηλαδή, κατά την Ερυθρά Περίοδο 2500-2300 π.χ. και Κίτρινη Περίοδο 2300-2000 π.χ. είχε πληθυσµό περίπου 3.000-4.000 κατοίκους. Η Μύρινα, όπως και η Πολιόχνη καταστράφηκε πολλές φορές από ισχυρούς σεισµούς, που θα συντάρασσαν συχνά το νησί, όπως µαρτυρείται από τα ίχνη στα κτίσµατα όλων των φάσεων και από τις διαδοχικές καταρρεύσεις των τοίχων. Οι κάτοικοι ξαναέχτιζαν τα σπίτια τους πάνω στα ερείπια της προγενέστερης φάσης και σε πολλές περιπτώσεις, ανάλογα µε τις ανάγκες επισκεύαζαν τις φθορές. Δηλαδή, ανύψωναν τότε τα δάπεδα και άλλαζαν τη διαρρύθµιση µε τη διάνοιξη νέων εισόδων ή µε το κλείσιµο των παλαιότερων. Υπάρχουν, όµως και περιπτώσεις που η νέα διαρρύθµιση υπαγορεύτηκε από την αύξηση των µελών της οικογένειας και τις ανάγκες που δηµιουργήθηκαν από τη διαίρεση της µια κατοικίας σε δύο ή περισσότερες. 5 Τα αγγεία ο Fredrich είδε σε ιδιωτική συλλογή (Συλλογή Παντελίδη), η οποία αργότερα πρέπει να αποτέλεσε βασικό σύνολο της συλλογής του Μουσείου Μύρινας. Τα αντικείμενα αυτά πιθανότατα προέρχονται από το ομώνυμο κτήμα που εκτεινόταν σε μεγάλο τμήμα του προϊστορικού οικισμού της Μύρινας. Ντόβα 2003, 2 101 6 Τα στοιχεία αυτά βασίζονται σε μια πρώτη εξέταση του υλικού του οικοπέδου του Μετεωρολογικού Σταθμού και οικοπέδου Τσατσού και στις δημοσιευμένες εκθέσεις των ανασκαφέων της Μύρινας. Ντόβα 2003, 3 101 7 Beschi 2005, 107 8 Στις δοκιμαστικές τομές ήρθαν στο φως λείψανα της αρχαιότερης αρχιτεκτονικής φάσης, η οποία είναι θεμελιωμένη επί του φυσικού βράχου και τοποθετείται στη Τελική Νεολιθική του Αιγαίου. Τα λείψανα αυτά ανήκουν σε λιθόκτιστους ευθύγραμμους τοίχους. Το τέλος της αρχαιότερης περιόδου κατοίκησης σημαδεύεται με καταστροφή από φωτιά. Ντόβα 2003, 103.
Τα κτίσµατα όλων των οικοδοµικών φάσεων της Μύρινας ήταν λιθόκτιστα, από τα θεµέλια έως την οροφή 9. Για την τοιχοποιία χρησιµοποιήθηκαν λίθοι από τον περιβάλλοντα χώρο, κροκάλες από την παραλία και ακανόνιστοι λίθοι, που αποσπάστηκαν από τους βράχους της περιοχής. Για την τοιχοποιία των νεότερων οικοδοµικών φάσεων χρησιµοποιήθηκαν εργαλεία και λίθινα σκεύη, που έβρισκαν στα ερείπια των προγενέστερων σπιτιών, όπως τα ιγδία και τους τριπτήρες ενώ σε πολλές περιπτώσεις ενσωµάτωναν στα νέα θεµέλια ολόκληρα αγγεία, που υπήρχαν κατά χώραν στο στρώµα καταστροφής των παλαιότερων κτισµάτων. Ως συνδετικό υλικό για την τοιχοποιία χρησιµοποιήθηκε λάσπη, την οποία ενίσχυαν µε σπασµένα ή ολόκληρα όστρεα. Τα δάπεδα των κτισµάτων ήταν κατασκευασµένα από χώµα, το οποίο γινόταν σκληρότερο µε την προσθήκη όστρεων ή µικρών χαλικιών. Όλα τα σπίτια είχαν σχεδόν την είσοδο στα ανατολικά. Ο προσανατολισµός όλων των κτισµάτων είναι Βορράς-Νότος µε εξαίρεση τα κτίσµατα Ε, Ζ και Η που είναι κτισµένα µε προσανατολισµό Ανατολή-Δύση. Στη Μύρινα της Πρώιµης και Μέσης Εποχής του Χαλκού διαπιστώθηκε ότι υπήρχε ένας στοιχειώδης, πρόδροµος πολεοδοµικός σχεδιασµός. Συγκεκριµένα, αποκαλύφθηκαν συστήµατα αποχέτευσης µε λιθόχτιστους αγωγούς 10, δρόµοι στρωµένοι µε χώµα και µικρά λιθόστρωτα δροµάκια µεταξύ των σπιτιών, που εξασφάλιζαν την πρόσβαση στις γετονιές. Ο παρακείµενος χείµαρρος θα εξασφάλιζε το απαραίτητο νερό και το ασφαλές φυσικό λιµάνι στα Ρηχά Νερά, που προστατεύεται από τα ακρωτήρια του Κάστρου, του Πέτασου και τη µικρή χερσόνησο της Λέσχης Αξιωµατικών, θα παρείχε την ασφάλεια στα πλοία, που τον χειµώνα θα τα έσερναν στην αµµουδερή ακτή. Κατά την περίοδο που αντιστοιχεί στη Μαύρη Πολιόχνη (3100-3000 π.χ.), στη Μύρινα διαπιστώνεται η ύπαρξη σιρών, κυκλικής ή ορθογώνιας κάτοψης, µε πλευρά ή διάµετρο 2µ. περίπου, µε πλακόστρωτο δάπεδο λιθόκτιστους στο κάτω τµήµα τοίχους και εσωτερική επίχριση ή και ανωδοµή από πηλοκονίαµα 11. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα της επόµενης φάσης της Μύρινας, που είναι σύγχρονη, βάσει της κεραµικής µε την Πρώιµη Κυανή Πολιόχνη (3000-2900 π.χ.), εντοπίστηκαν στα οικόπεδα του Μετεωρολογικού σταθµού ακριβώς πάνω από το στρώµα καταστροφής της προηγούµενης φάσης 12. Τα οικιστικά λείψανα αυτής της περιόδου ανήκουν σε επιµήκη κτίσµατα, λιθόκτιστα τουλάχιστον έως το ύψος που σώζονται οι τοίχοι τους. Στο οικόπεδο του Μετεωρολογικού Σταθµού αποκαλύφθηκε το πρόσθιο τµήµα ενός επιµήκους µεγαροειδούς κτηρίου. Αποτελείται από ένα 9 Αρχοντίδου 2004, 36 10 Αρχοντίδου 2004, 38 11 Το τέλος της Μαύρης Πολιόχνης, όπως διαπιστώνεται στις τομές του Μετεωρολογικού Σταθμού, συμπίπτει με βίαιη καταστροφή που συνοδεύτηκε από πυρκαγιά και επέφερε κατάρρευση των τοίχων. Ντόβα 2003, 106 12 Ντόβα 2003, 108
ορθογώνιο δωµάτιο και λιθόστρωτο προθάλαµο, που θα αποτελούσε ηµιυπαίθριο χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η οικία Β. ΟΙΚΙΑ Β Ανήκει στην πρώτη οικοδοµική φάση του οικισµού 13. Είναι ένα µεγαλοπρεπές µεγαροειδές κτίσµα, διαστάσεων 17,50Χ12,00µ., µε ευρύχωρα δωµάτια και υψηλούς τοίχους, που διακόπτονται από τα ανοίγµατα, µε τα οποία επικοινωνούσαν µεταξύ τους. Το δάπεδο, που ανυψώθηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές, ήταν από χώµα, στάχτες και µικρές πέτρες. Η διαρρύθµιση του σπιτιού φαίνεται να άλλαξε πολλές φορές, όπως διαπιστώνεται από τα ανοίγµατα που έκλεισαν, ενώ ανοίχτηκαν άλλες ανάλογα µε τις ανάγκες κάθε φορά και τον αριθµό των ενοίκων. Στις παλαιότερες φάσεις του σπιτιού, οι ψηλοί λιθόχτιστοι τοίχοι θα επέτρεπαν την κατασκευή και τη χρήση ξύλινου παταριού, όπου θα κοιµόνταν τα µέλη της οικογένειας ή θα φύλαγαν τροφές. Οι ισχυροί τοίχοι µε κατάλληλα διαµορφωµένες λοξές απολήξεις, θα στήριζαν τη σκεπή από φύκια, κλαδιά και λάσπη που θα ήταν αµφικλινής. Τα ίχνη καύσης που βρέθηκαν σε πολλά από τα επίπεδα των δαπέδων, πιθανόν να οφείλονται στις στάχτες κάποιας εστίας, που θα χρησίµευε είτε για φωτισµό, είτε ακόµα και για το µαγείρεµα. Αργότερα, η οικία Β διαιρέθηκε σε δύο µεγάλα µέγαρα µε τον ίδιο προσανατολισµό Βορρά-Νότο. Την περίοδο της Ύστερης Κυανής Πολιόχνης (2900-2800 π.χ.), τα αρχιτεκτονικά λείψανα δεν προέρχονται πλέον από το µικρό ακρωτήρι, όπου πρωτοκατοικήθηκε η Μύρινα, αλλά από τα πεδινά εδάφη, ανατολικά και βορειοανατολικά αυτού, στα οποία ο οικισµός είχε επεκταθεί ήδη από την προηγούµενη φάση 14. Φαίνεται ότι το µικρό ακρωτήρι δεν κατοικείται πλέον, ο οικισµός µετατοπίζεται προς τον βορρά. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα της φάσης αυτής προέρχονται από τα οικόπεδα Καζώλη και Τσατσού. Τα σπίτια ήταν ευθύγραµµης κάτοψης. Σε αυτή τη φάση της Μύρινας τα σπίτια ήταν λιθόκτιστης κατασκευής, όπως ανασκάφηκε στο οικόπεδο Τσατσού. Έχει πλάτος 3-3,5µ. και θα µπορούσε να ερµηνευτεί ως ανάληµµα ή τείχος 15. Παράδειγµα αποτελεί η οικία Δ που επικοινωνεί µε την οικία Ε. ΟΙΚΙΑ Ε Είναι ένα επίµηκες µεγαροειδές κτίσµα µε διαστάσεις 14,00Χ4,5µ. µε προσανατολισµό Ανατολή - Δύση και την είσοδο από την ανατολική στενή πλευρά 16. Είναι χωρισµένη σε τρία ευρύχωρα δωµάτια που επικοινωνούν µεταξύ τους µε µικρά 13 Αρχοντίδου 2004, 44 14 Ντόβα 2003, 111 15 Λόγω των μικρών διαστάσεων της δοκιμαστικής τομής 4Χ4μ., το ορατό μήκος του είναι 4μ.. Διακρίνονται δύο τουλάχιστον επάλληλα μέτωπα, τα οποία είναι κατασκευασμένα από μεγάλους και μετρίου μεγέθους ημίεργους λίθους. Ντόβα 2003, 111 16 Αρχοντίδου 2004, 52
ανοίγµατα, ενώ το κεντρικό δωµάτιο επικοινωνεί µε το βόρειο δωµάτιο της οικίας Δ. Μπροστά από τις βόρειες αποθήκες και την κουζίνα ανοίγεται αύλειος χώρος µε ωοειδές πηγάδι, που θα εξυπηρετούσε τους ενοίκους αυτής της γειτονιάς. Οι τοίχοι ήταν χτισµένοι µε πέτρες από τον περιβάλλοντα χώρο καθώς για συνδετικό υλικό χρησιµοποιήθηκε λάσπη ενισχύοντάς την µε σπασµένα όστρεα. Το δάπεδο ήταν από χώµα και στάχτες, πιθανόν από την εστία που θα λειτουργούσε σε αυτόν τον χώρο. Στα ερείπια της πρώτης οικοδοµικής φάσης, των οικιών Δ, Ε οι κάτοικοι ξαναέχτισαν τα σπίτια τους, διατηρώντας περίπου την ίδια κάτοψη των παλαιότερων, εκµεταλλευόµενοι εν µέρει και τους παλαιότερους τοίχους που δεν έχουν καταστραφεί εντελώς από τους σεισµούς. Φαίνεται ότι οι οικίες αυτές αποτελούν ένα σύνολο και ότι ανήκουν σε άτοµα µε συγγενικούς δεσµούς αίµατος. Στην επόµενη οικιστική περίοδο της Μύρινας, που χρονολογείται από τους ανασκαφείς της στη Πράσινη περίοδο της Πολιόχνης (2700-2500 π.χ.) είναι θεµελιωµένη µε σπίτια όπως στην Ύστερη Κυανή Πολιόχνη. Τα κτίσµατα αυτά µολονότι έχουν αποσπασµατικά ερευνηθεί, δεν φαίνεται να παρουσιάζουν διαφορές από τα προηγούµενα. Είναι ευθύγραµµα µε περισσότερους του ενός χώρους 17. Κατά την Ερυθρά και Κίτρινο περίοδο της Πολιόχνης, ο οικισµός της Μύρινας γνώρισε την µεγαλύτερη ανάπτυξή του καθώς κατοικείται αδιαλείπτως και οµαλά. Αξιοσηµείωτο παράδειγµα αποτελεί η οικία Ζ. ΟΙΚΙΑ Ζ Πρόκειται για ένα µεγαροειδές κτίσµα της πρώτης, δεύτερης και τρίτης οικοδοµικής φάσης του οικισµού. Το καλύτερο διατηρηµένο είναι το κτίσµα της δεύτερης οικοδοµικής φάσης, που είναι ένα κτίσµα διαστάσεων 11,00Χ6,00µ., µε τρεις µεγάλους χώρους, στο κεντρικότερο των οποίων υπάρχουν τα λείψανα δύο κεραµικών κλιβάνων 18. Η νεότερη οικοδοµική φάση του οικισµού που αποκαλύφθηκε στη παραλία Ρηχά Νερά, χρονολογείται στην Κίτρινη περίοδο της Πολιόχνης (2300-2000 π.χ.). Είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι τα κτίσµατα αυτά που κατασκευάστηκαν την Κίτρινη περίοδο της Πολιόχνης, δεν ξανά χρησιµοποιήθηκαν οι οικίες των παλαιότερων φάσεων, αλλά είναι θεµελιωµένα εξαρχής στα ερείπια των προγενέστερων φάσεων. Η κεραµική αποτελεί το συνηθέστερο και πολυπληθέστερο εύρηµα της ανασκαφής µαζί µε άλλες κατηγορίες ευρηµάτων, που έρχονται στο φως και µαρτυρούν τις ασχολίες των προϊστορικών κατοίκων 19. Τα περισσότερα από τα αντικείµενα του οικισµού της Μύρινας, ανήκουν σε γνωστούς τύπους που συναντώνται σε όλο τον 17 Ντόβα 2003, 114 18 Αρχοντίδου 2004, 56 19 Αρχοντίδου 2004, 71
χώρο του Βορειοανατολικού Αιγαίου κατά την Πρώιµη Εποχή του Χαλκού και έχουν τα παράλληλά του στους οικισµούς της Πολιόχνης, της Τροίας, της Θερµής της Λέσβου και του Εµποριού της Χίου. Η αφθονία της κεραµικής που βρέθηκε διάσπαρτη σε όλη την έκταση του προϊστορικού οικισµού της Μύρινας, αποτελεί το πολυτιµότερο εργαλείο έµµεσης χρονολόγησης. Η πρώτη προσέγγιση και κατάταξη του κεραµικού υλικού πραγµατοποιήθηκε µε οδηγό τα συµπεράσµατα από τις δηµοσιεύσεις της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής και τα διεθνή συνέδρια για την Πολιόχνη, λαµβάνοντας συγχρόνως υπόψη, τις ιδιαιτερότητες του υλικού από σε τόπο, µακροβιότητα των κεραµικών τύπων και τις προτιµήσεις των τοπικών εργαστηρίων. Η κεραµική της προϊστορικής Μύρινας αντιπροσωπεύεται σε γενικές γραµµές από τρεις κατηγορίες αγγείων: Τα αγγεία καθηµερινής χρήσης, τα στιλβωτά και τα µικρογραφικά. 20 Τα αγγεία καθηµερινής χρήσης εντοπίστηκαν σε όλη την έκταση του οικισµού που έγινε η ανασκαφική έρευνα. Ο πηλός έχει µαρµαρυγία, είναι ακάθαρτος ανάµικτος µε πετραδάκια. Η επιφάνεια των αγγείων είναι άβαφη, τραχιά και πολλές φορές ανοµοιογενής χρωµατικά λόγω της όπτησης. Σε όλο την έκταση της αρχαιολογικής έρευνας βρέθηκαν τα λεγόµενα στιλβωτά αγγεία. Ο πηλός τους είναι καλοψηµένος, µε µαρµαρυγία και προσµίξεις. Η στίλβωση διακρίνεται σε δύο ποιότητες σε καλή και υποτυπώδη, υπάρχει µόνο στην εξωτερική επιφάνεια όταν πρόκειται για κλειστά αγγεία όπως οι πρόχοι, οι αµφορείς, οι πιθαµφορείς ή και στις δύο επιφάνειες, εξωτερική και εσωτερική, όταν πρόκειται για ανοιχτά αγγεία, όπως οι φιάλες και οι καρποδόχοι. Η επιφάνειά τους είναι ανοµοιογενής χρωµατικά λόγω της όπτησης, κυµαίνεται από µελανή έως και µελανοκάστανη ή τεφροκάστανη και από καστανή έως και ερυθροκάστανη. Τα αντίγραφα των µεγάλων αγγείων σε µεγάλο µέγεθος είναι τα λεγόµενα µικρογραφικά, για την κατασκευή των οποίων δεν διαπιστώνεται η χρήση του κεραµικού τροχού, ενώ για ορισµένα αγγεία ίσως χρησιµοποιήθηκε και η µήτρα. Ο πηλός σε αυτή την κατηγορία αγγείων είναι καστανός, µε εγκλείσµατα και µαρµαρυγία. Κατά την περίοδο της Μαύρης Πολιόχνης (π. 3100 π.χ.) οι πιο γνωστοί τύποι κεραµικής είναι οι µικρές πυξίδες, µε πεπιεσµένο σφαιρικό σώµα, κοντό κυλινδρικό λαιµό και σωληνωτές οριζόντιες λαβές 21. Επιπροσθέτως, σχήµα της αρχαιότερης φάσης της Μύρινας που δεν εκπροσωπείται στην κεραµική της Μαύρης Πολιόχνης είναι τα διάτρητα υπό το χείλος χονδροειδή σκεύη cheese pots. Ταυτόχρονα, στην αρχαιότερη φάση της Μύρινας απαντούν τύποι κεραµικής που έχουν αναγνωρισθεί 20 Αρχοντίδου 2004, 92 21 Ντόβα 2003, 104
ότι συνδέονται µε τα αρχαιότερα στρώµατα της Μαύρης Πολιόχνης. Πρόκειται για τη φιάλη µε τροπίδωση και κάθετα χείλη 22. Την περίοδο αυτή συναντώνται ευρύστοµα χρηστικά αγγεία, ίσως µαγειρικά, µε συγκλίνοντα τοιχώµατα τα οποία απαντούν και στη Μαύρη Πολιόχνη. Τα αβαφή χρηστικά αγγεία µπορεί να φέρουν εµπίεστη διακόσµηση µε στιγµές ή γραµµίδια, σε επίθετες ή έξεργες ταινίες 23. Στις δύο υποδιαιρέσεις της πρώτης και αρχαιότερης οικοδοµικής φάσης του οικισµού της Μύρινας, που για την ευκολία της έρευνας ονοµάζονται δεύτερη και τρίτη φάση της Λέσχης των Αξιωµατικών σηµειώνεται µικρή εξέλιξη στην κεραµική 24. Απαντούν σχήµατα, όπως οι καρποδόχοι µε ηµισφαιρικό σώµα και µε αβαθή αύλακα κάτω από το χείλος και σαλπιγγόσχηµο ψηλό στέλεχος. Στην κεραµική από την τέταρτη οικοδοµική φάση της Μύρινας, παρατηρείται βελτίωση της ποιότητας των λεπτότεχνων αγγείων µε την επιµεληµένη στίλβωση και την καστανόµαυρη ή καστανή επιφάνεια. Τα σχήµατα παρουσιάζουν οµοιότητες µε αυτά της πρώιµης Κυανής Πολιόχνης, τα πιο χαρακτηριστικά αγγεία της περιόδου θεωρούνται οι καρποδόχοι µε ηµισφαιρικό σώµα, σωληνωτές λαβές, κυλινδρικό στέλεχος και κωνικό πέλµα 25. Συνεχίζει επίσης να απαντά ο τύπος του ρηχού ηµισφαιρικού κυαθίου, µε υπερυψωµένη λαβή που εκφύεται από ελαφρώς σιγµοειδές χείλος 26. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόχοι µε λοξότµητο συνήθως στόµιο και σφαιρικό σώµα 27. Η βάση τους είναι συχνά τριποδική και ενίοτε εµφανίζουν µαστοειδείς αποφύσεις στο άνω τµήµατος του σώµατος. Στη φάση αυτής της Μύρινας απαντάται και ο τύπος του τριποδικού ασκού, που έχει τυπολογικά παράλληλα στους ασκούς της Πρώιµης Κυανής Πολιόχνης. Αυτή την περίοδο στα µαγειρικά σκεύη κυριαρχούν οι τριποδικές χύτρες µε ηµισφαιρικό σώµα και µια µεγάλη βρογχοειδή λαβή. Χαρακτηριστικό των χονδροειδών αυτών αγγείων είναι η επιµελής στίλβωση που φέρουν στο εσωτερικό τους και σε ταινία εξωτερικά του χείλους. Εν κατακλείδι, κατά την Πρώιµη Κυανή Περίοδο απαντούν και οι πίθοι ή πιθαµφορείς µε οριζόντιο χείλος και ερυθρή στιλβωµένη επιφάνεια. Κατά την Ύστερη Κυανή Πολιόχνη απαντούν καρποδόχες µε ψηλό πόδι που ορισµένες φορές στενεύει προς τα κάτω, σχετικά ρηχό σώµα και διάτρητες ή µη αποφύσεις καθώς και πρόχοι µε πιεσµένο σφαιρικό ή αµφικωνικό σώµα και 22 Το σχήμα αυτό του αγγείου αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο της Ύστερης Χαλκολιθικής στη Δυτική Μικρά Ασία. Απαντά στο Kum Tepe, από τη φάση ΙΑ, αλλά κυρίως στη φάση ΙΒ, σε ποικιλία παραλλαγών. Ντόβα 2003, 11 104 23 Εξαιρετικά σπάνια είναι η λευκή γραπτή διάκοσμηση, η οποία εμφανίζεται περισσότερο διαδεδομένη στην επόμενη φάση. Ντόβα 2003, 104 24 Αρχοντίδου 2004, 97 25 Αρχοντίδου 2004, 99 26 Στην Πολιόχνη ο τύπος αυτός του Κυαθίου είναι χαρακτηριστικός της Μαύρης Πολιόχνης και απαντά στα στρώματα της Αρχαϊκής Κυανής περιόδου. Ντόβα 2003, 28 109 27 Ο τύπος της τριποδικής πρόχου πρωτοεμφανίζεται στην Πρώιμη Κυανή Πολιόχνη, κατά αναλογία με τη Μύρινα, στις πρόχους της Πολιόχνης κυριαρχεί το καστανό χρώμα και παρατηρείται βελτίωση της τεχνικής επεξεργασίας της επιφάνειας και της στίλβωσης Ντόβα 2003, 29 109
τριποδικές χύτρες µε υπερυψωµένη λαβή 28. Επίσης, απαντούν ο τύπος του αµφορέα µε πεπιεσµένο σφαιρικό σώµα και πεπιεσµένους ώµους. Η διακόσµηση που συναντάται κατά την περίοδο αυτή είναι η αυλακωτή, η οποία είχε ήδη αρχίσει σποραδικά από την προηγούµενη φάση της Μύρινας, κατά αναλογία µε την Κυανή περίοδο της Πολιόχνης. Η κεραµική από την τρίτη οικοδοµική φάση αυτής της περιοχής είναι αντίστοιχη µε την Πράσινη Πολιόχνη, µε χαρακτηριστικά γνωστά ήδη από την ύστερη Κυανή φάση, όπως η αυλακωτή διακόσµηση, οι καρποδόχοι µε ψηλό κυλινδρικό στέλεχος, και τα µεγάλα χρηστικά αγγεία µε ερυθρό επίχρισµα 29. Αναφέρονται όµως και χαρακτηριστικοί της Πράσινης Πολιόχνης τύποι, όπως τα παραδείγµατα στελεχών µε διογκωµένο στέλεχος 30. Η κεραµική της φάσης που αντιστοιχεί στην Ερυθρά Πολιόχνη παρουσιάζει στοιχεία και µε την αντίστοιχη της Πράσινης Πολιόχνης φάση 31. Χαρακτηριστικά σχήµατα είναι οι φιάλες-καρποδόχες, µε κωνικό κορµό, χείλος τονισµένο εσωτερικά µε δαχτύλιο, ζεύγη αποφύσεων και πόδι διογκωµένο µε ευρύ πέλµα. Βρέθηκαν, επίσης όστρακα από πρόχους µε λοξότµητο χείλος και επιµελώς στιλβωµένη και σκουρόχρωµη επιφάνεια, και από φιάλες µε τονισµένο εσωτερικό χείλος µε αποφύσεις ή πηνιόσχηµες λαβές, που έχουν οριζόντιες ή κατακόρυφες διαµπειρείς οπές. Επαναλαµβάνονται οι κεραµικοί τύποι των προηγούµενων φάσεων, αλλά εµφανίζονται και νέα σχήµατα, όπως οι τριποδικές φιάλες, οι πρόχοι µε σφαιροειδές ή απιόσχηµο σώµα και στενό ή χαµηλό λαιµό και τα κύπελλα µε χανοειδές στόµιο και σφαιρικό σχήµα, τύπου tankard 32. Η κεραµική από το τµήµα του οικισµού κοντά στην παραλία Ρηχά Νερά είναι αντίστοιχη µε της Κίτρινης Πολιόχνης και διαφοροποιείται από την κεραµική των προηγουµένων περιόδων εντονότερα. Τα αγγεία αυτής της περιόδου, διακρίνονται για τον καθαρό πηλό και για το οµοιόµορφο ψήσιµό τους. Η επιφάνειά τους είναι θαµπή, κιτρινωπού, ερυθροκίτρινου και σπανιότερα ανοιχτού καστανού χρώµατος. Τα τοιχώµατα των αγγείων είναι λεπτά και τα σχήµατά τους απλά, ανταποκρίνοντας στις ανάγκες της καθηµερινής ζωής, όπως οι ρηχές φιάλες ηµισφαιρικού σχήµατος, οι πρόχοι, οι αµφορείς, οι πυξίδες µε κυλινδρικό λαιµό και σφαιροειδές σώµα. Από τους χαρακτηριστικότερους τύπους αγγείων αυτής της περιόδου είναι το δέπας αµφικύπελλον. Χαρακτηριστικές είναι οι πτερυγιόσχηµες λαβές. Η διακόσµηση είναι 28 Ντόβα 2003, 111 29 Αρχοντίδου 2004, 101 30 Ντόβα 2003, 114 31 Στην Πολιόχνη ο Bernabo- Brea παρατηρεί ομοιότητα της κεραμικής των δύο περιόδων, της Πράσινης και της Ερυθράς, καθώς και πτώση της ποιότητας. Ντόβα 2003, 39 115 32 Αρχοντίδου 2004, 105
σπάνια αποδοσµένη µε χάραξη. Οι οµοιότητες της κεραµικής από τη Μύρινα και την Πολιόχνη, οφείλονται στο γεγονός ότι ανήκουν σε µια ενιαία πολιτισµική ενότητα. 33 Από την ίδρυσή του και µέχρι το τέλος του, ο οικισµός της Μύρινας κατοικείται αδιαλείπτως και οµαλά. Η κεραµική χαρακτηρίζεται από σταδιακή εξέλιξη και οι οικιστικοί ορίζοντες, ακόµα και αν διαχωρίζονται από στρώµατα καταστροφής, δεν παρουσιάζουν µεταξύ του κενά κατοίκησης. Η Μύρινα επιπλέον, παρουσιάζει -αν και σε µικρή κλίµακα λόγω της περιορισµένης ανασκαφικής έρευνας-, ενδείξεις ύπαρξης αναπτυγµένης τεχνογνωσίας στον τοµέα της µεταλλοτεχνίας και σύνθετων δοµών κοινωνικής οργάνωσης (σφραγίσµατα οικοπέδων), συµβαδίζοντας προς την αστικοποίηση µε τα µεγάλα κέντρα της Πρώιµης Χαλκοκρατίας 34. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αρχοντίδου-Αργύρη Αγ., Η Μύρινα της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού, Λήµνος 2004 Beschi L., «Λήµνος», στο Α. Βλαχόπουλος (επιµ.), Αρχαιολογία. Νησιά του Αιγαίου, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 2005, 106-114 Κυπραίου Ευ., Λήµνος Αµιχθαλόεσσα, Αθήνα 2000 Mπουλώτης Χρ., «Λήµνος Φιλτάτη», Δήµος Μυριναίων, Πρακτικά του 1ου Συνεδρίου Δηµάρχων του Αιγαίου, Μύρινα Λήµνου 21-24 Αυγούστου 1992, Αθήνα 1994, 11-64 Ντόβα Α., «Οι φάσεις εξέλιξης του προϊστορικού οικισµού στη Μύρινα Λήµνου» στο Α. Βλαχόπουλος & Κ. Μπίρταχα (επιµ.), Αργοναύτης. Τιµητικός τόµος για τον καθηγητή Χρίστο Ντούµα από τους φοιτητές του στο ΠανεπιστήµιοΑθηνών (1980-2000), Αθήνα 2003, 101-117 33 Αρχοντίδου 2004, 108 34 Ντόβα 2003, 117