ΛΟΥΚΑ ΑΞΕΛΟΥ, ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ ΣΤΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙ ΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α Γιώργος Μανιάτης Η µελέτη του Λουκά Αξελού αφορά στο συνολικό έργο του Ρήγα Βελεστινλή και στη συµβολή του, η οποία υπήρξε αποφασιστική στη διαµόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας µελέτησε διεξοδικά, εκτός του έργου του Ρήγα, τις σχετικές πηγές και τα αρχεία, τη δευτερεύουσα βιβλιογραφία και τις σχετικές µε αυτό ερµηνευτικές προσεγγίσεις και αναλύσεις. Ανέλυσε και αξιοποίησε τα νεότερα στοιχεία που προκύπτουν στη διεθνή έρευνα και αντιµετώπισε κριτικά τις πιο πρόσφατες επιστηµονικές δηµοσιεύσεις που αφορούν το αντικείµενο της µελέτης του. Στην ουσία, η µελέτη του αυτή επανατοποθετεί το έργο του Ρήγα ως αντικείµενο ιδιαίτερης ερευνητικής σηµασίας και σαφώς σχετιζόµενο µε τη σύγχρονη πολιτική πραγµατικότητα, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Οι σηµερινές διαδικασίες εθνικών και υπερεθνικών οµαδοποιήσεων καθώς και οι διεργασίες της παγκοσµιοποίησης µπορούν να αντιµετωπισθούν σε βάθος, εφόσον κατανοηθεί και ανιχνευθεί η ιστορική και θεωρητική τους αφετηρία. Αυτό αποτελεί έναν από τους άξονες της παρούσας µελέτης. Ο συγγραφέας, µε επιστηµονικά πειστικό τρόπο, αναδεικνύει τη σηµασία του Ρήγα ως βασικής συνιστώσας αυτής της αφετηρίας, όχι µόνο για την Ελλάδα αλλά και για τον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής. Ακριβώς επειδή αυτές οι διαδικασίες είναι ιδιαιτέρως έντονες σήµερα η εκ νέου επιστηµονική αξιολόγηση της συµβολής του Ρήγα είναι περισσότερο από αναγκαία. Ο συγγραφέας έχει διατάξει το υλικό του σε τρία µέρη και δώδεκα κεφάλαια. Στο πρώτο µέρος, κεφαλαία 1, 2, 3, εξετάζει το ιστορικό κοινωνικό πλαίσιο διαµόρφωσης και ανάπτυξης των ιδεών και της δράσης του Ρήγα. ιερευνά τις παραµέτρους που οριοθετούν το πλαίσιο αυτό, τις ανακατατάξεις στο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που συνόδευσαν τις καταλυτικές διεργασίες στη υτική Ευρώπη µε άξονα τη Γαλλική Επανάσταση. Χωρίς βεβαίως να αποτελεί µια καθολική, συστηµατική ανάλυση της ελληνικής και βαλκανικής πραγµατικότητας, η προσέγγιση του Αξελού εντοπίζει όλα εκείνα τα ουσιαστικά στοιχεία που συνδέουν οργανικά το έργο και τη δράση του Ρήγα µε τον περίγυρο του. Με επαρκή τεκµηρίωση και ερευνητική διεισδυτικότητα καταδεικνύει πόσο σηµαντική θέση κατέχουν οι ιδέες του Ρήγα στη διαµόρφωση του ιδεολογικού και πολιτικού περιεχοµένου των αντίστοιχων ιστορικών διεργασιών. Ο Αξελός εξετάζει τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ρήγα, µε στόχο να επισηµανθούν τα στοιχεία εκείνα που επέδρασαν στη διαµόρφωση της πρώιµης πολιτικοθεωρητικής προβληµατικής του. Καταγράφει την επιρροή των επαναστατικών ιδεών της εποχής, την επιρροή ή τη σύνδεση του µε τις ιδέες του ιαφωτισµού και της Γαλλικής Επανάστασης και την επιρροή ή τη σύνδεση του µε τις ιδέες των εθνικών και κοινωνικών κινηµάτων της Χερσονήσου του Αίµου. Ανιχνεύει το πλαίσιο δράσης του εν αναπτύξει κινήµατος των µυστικών επαναστατικών εταιρειών στον ευρύτερο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και τη δράση της µυστικής επαναστατικής οργάνωσης του Ρήγα, καθώς και την παράνοµη δραστηριότητα του ίδιου του Ρήγα στη Βιέννη και αλλού. Ο συγγραφέας της µελέτης αφενός διευρύνει ήδη ανεπτυγµένες ερευνητικές προβληµατικές και καλύπτει αντίστοιχα κενά της σχετικής φιλολογίας, ώστε να µπορούν να συναχθούν συµπεράσµατα βασισµένα σε νέα ερευνητικά στοιχεία και προσωπικές ερευνητικές αξιολογήσεις, και αφετέρου διαµορφώνει µια νέα, διαφορετική από την 1
κρατούσα, ερµηνευτική οπτική. Είναι χαρακτηριστικός, εν προκειµένω, ο εξαντλητικός τρόπος διερεύνησης των σχέσεων του Ρήγα µε τον ηγεµόνα της Βλαχίας Νικόλαο Μαυρογένη και η τεκµηριωµένη παρέµβαση του στη σχετική συζήτηση. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάλυση που επιχειρεί ο Αξελός αναφορικά προς το περιεχόµενο και το χαρακτήρα της µυστικής επαναστατικής οργάνωσης του Ρήγα. Εξετάζοντας λεπτοµερώς τη σχετική ερευνητική διαµάχη, από την εποχή του µεσοπολέµου έως σήµερα, διαπιστώνει ότι το βασικό πρόβληµα εστιάζεται πρωτίστως στη σύγχυση που επικρατεί, ακόµη και σήµερα, γύρω από το οργανωτικό µοντέλο των πρώτων εταιρειών της ελληνικής και βαλκανικής αστικής τάξης του δεύτερου ηµίσεως του 18ου αιώνα. ιαπιστώνει ότι η σύγχυση οφείλεται, εν πολλοίς, στην ετεροχρονισµένη ταύτιση του συγκεκριµένου ιστορικού µοντέλου του βαλκανικού εταιρισµού µε οργανωτικά σχήµατα της αστικής ή της εργατικής τάξης του 19ου και του 20ού αιώνα. Στο δεύτερο µέρος, κεφάλαια 4 10, εξετάζεται µε συστηµατικό τρόπο η συγγραφική, η µεταφραστική και η εκδοτική δραστηριότητα του Ρήγα. Η ιδιαιτέρως εκτεταµένη αναφορά στο Σχολείον των ντελικάτων εραστών αποσαφηνίζει το δηµιουργικό παρεµβατικό ρόλο του Ρήγα στο µεταφραζόµενο έργο και το αναδεικνύει σε πρωτοπόρο εγχείρηµα της υπό διαµόρφωση νεοελληνικής πεζογραφίας καθώς, επίσης, και σε χαρακτηριστική έκφραση της κριτικής σκέψης και της κοινωνικής ευαισθησίας του. Η σχέση του Ρήγα µε το επιστηµονικό γίγνεσθαι, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού ιαφωτισµού, και η υιοθέτηση των πλέον πρωτοποριακών απόψεων της εποχής αναλύεται εύστοχα στην αντιµετώπιση του Απανθίσµατος Φυσικής. Η ανάλυση των έργων του Ηθικού Τρίποδος προεκτείνει τα συναχθέντα συµπεράσµατα που προσκόµισε η ανάλυση του Σχολείου επιβεβαιώνοντας την αξία της συστράτευσης της λογοτεχνίας στο µεγάλο εθνικό σκοπό και αναδεικνύει µε ιδιαίτερο τρόπο το αρχαιοελληνικό υπόβαθρο της παιδείας, αλλά και των ουµανιστικών ηθικών επιλογών του Ρήγα. Επιλογές που τον οδηγούν στην ανάδειξη θεµάτων όπως είναι ο αγνός έρωτας, η πραγµατική σταθερή φιλία, η αυτοθυσία χάριν ενός ευγενικού σκοπού. Όµως, αυτό που αποτελεί ένα επιπρόσθετο ιδιαίτερο στοιχείο που αποδεικνύει την συγκεκριµένη επιλογή του Ρήγα, και σαφώς τονίζει ο συγγραφέας, είναι οι αναφορές του στους Ολυµπιακούς Αγώνες. Οι αναφορές αυτές, όπως επισηµαίνει ο Αξελός, δεν είχαν απλά ακαδηµαϊκό ή συναισθηµατικό χαρακτήρα, αλλά συνδέονταν άµεσα µε τους προσανατολισµούς του ριζοσπαστικού ιαφωτισµού και της Γαλλικής Επανάστασης, που στο πλαίσιο συγκρότησης µιας αντιφεουδαρχικής, αντικληρικής κοσµικής ιδεολογίας, προσέφευγαν στην Αρχαία Ελλάδα, επιζητώντας ανάµεσα στα άλλα και την αναβάπτιση τους στο πνεύµα των Ολυµπιακών Αγώνων και του καθόλου ολυµπιακού ιδεώδους. Με αυτή την έννοια, η κατεξοχήν σηµειολογικά φορτισµένη πρόταξη των Ολυµπιακών Αγώνων οδηγεί τον ερευνητή στο να καταδείξει το ένστικτο αλλά και την ευρύτητα των οριζόντων του Ρήγα και να επισηµάνει ότι, θέτει, εµµέσως βεβαίως, την ιδέα αναβίωσης των Ολυµπιακών Αγώνων στη σύγχρονη εποχή. Η ίδια προβληµατική ο συσχετισµός του ιστορικού παρελθόντος µε τα πολιτικά καθήκοντα του παρόντος αναδεικνύεται και στη διαπραγµάτευση του Νέου Αναχάρσιδος. Ο Αξελός, αναλύοντας λεπτοµερώς κάθε φύλλο της χαρτογραφικής δραστηριότητας του Ρήγα, επισηµαίνει την επιτυχή συµπόρευση γεωγραφίας, ιστορίας και πολιτικής και, κυρίως, το ειδικό βάρος του εγχειρήµατος της Μεγάλης Χάρτας της Ελλάδος, ως αφετηριακού πατριδογνωστικού σταθµού για την αυτογνωσία του νεοελληνικού έθνους. Η ανάλυση του ποιητικού έργου του Ρήγα καταδεικνύει ότι η προσφορά του ξεπερνά κατά πολύ την απλή «ροµαντική» στιχουργική και καθίσταται πρώιµη, αλλά καθόλου αµελητέα, συνιστώσα της νεοελληνικής ποίησης. Όσον αφορά στο ιδιαιτέρως σηµαντικό έργο Νέα Πολιτική ιοίκησις, ο συγγραφέας, αντιµετωπίζοντας κριτικά και αναλυτικά τις προγενέστερες ερµηνευτικές συµβολές, διερευνά περαιτέρω τις έµµεσες θεωρητικές πηγές Λοκ, Μοντεσκιέ, Παίην, Ρουσώ στις οποίες 2
εδράζεται η προβληµατική του Ρήγα και αντιπαραβάλλει συστηµατικά, κατ άρθρο, το εν λόγω έργο µε τις άµεσες πηγές του τα γαλλικά χαρακτηριστικά και τις αντιφάσεις που σχετίζονται µε το περιεχόµενο της Ελληνικής ηµοκρατίας αλλά και του ευρύτερου ιστορικού χώρου της προτεινόµενης νέας παµβαλκανικής κρατικής οντότητας. Τέλος, καθ όλα σηµαντική και ενδιαφέρουσα είναι η επιχειρούµενη τεκµηρίωση της άποψης του συγγραφέα ότι η Νέα Πολιτική ιοίκησις, παρ όλες τις διακριτές υποκειµενικές ατέλειες, αβλεψίες ή και καθεαυτό αδυναµίες, υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια µιας µετάφρασης, µιας «ερασιτεχνικής απόπειρας» ή και ενός απλού «συνταγµατικού σχεδιαγράµµατος» και τοποθετεί τον Ρήγα και στην περίπτωση αυτή στο αφετηριακό σηµείο χάραξης του δικαιικού πλαισίου (ή έστω µιας παραµέτρου), πλαισίου που σταθερά πατάει στο έδαφος του δηµοκρατικού πατριωτισµού, πάνω στο οποίο θεσµοθετήθηκε η νεοελληνική πολιτειακή δικαιική εκδοχή, καθιστώντας τον ταυτόχρονα και ως τον πρώτο, εξ όσων γνωρίζουµε, Βαλκάνιο διανοούµενο, που την επαφή του και την κοινωνία µε τις ιδέες του ιαφωτισµού και της Γαλλικής Επανάστασης επεδίωξε να τις υλοποιήσει και θεσµικά στο χώρο που κατελάµβανε η Οθωµανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 18ου αιώνα. Στην περίπτωση του Εγκολπίου (Στρατιωτικού) και της [ ηµοκρατικής Κατηχήσεως], το βάρος της απώλειας ανάγκασε τον Αξελό να σταθεί σχολαστικά στα ψήγµατα στοιχείων που παρέχουν τα λιτά και ακριβολόγα, σε γενικές γραµµές, ανακριτικά έγγραφα των Αρχών της Βιέννης, που εµπλουτίστηκαν και από τα περιορισµένης εκτάσεως συµπληρωµατικά έγγραφα των Αρχείων της Τεργέστης. Η συνδυαστική χρήση παλιού και νέου υλικού βοήθησε τον συγγραφέα στην µε µεγαλύτερη βεβαιότητα, αποσαφήνιση του τίτλου των έργων, αλλά και του προσώπου του παραλήπτη των δύο ξεχωριστών κιβωτίων που απέστειλε ο Ρήγας στην Τεργέστη και που περιλάµβαναν επιπρόσθετα και ένα µπαούλο για το οποίο δεν υπήρχε µέχρι σήµερα αναφορά. Όπως τονίζει ο Αξελός, σηµαντικό κίνητρο για την εκπόνηση της παρούσας διατριβής υπήρξε η διαπίστωση της ουσιαστικής σχέσης του Ρήγα µε τη δηµόσια σφαίρα της νεωτερικότητας. Πράγµατι, όπως προκύπτει από την ανάλυση της συγγραφικής, µεταφραστικής, και εκδοτικής δραστηριότητας του, αναδεικνύεται η επικοινωνιακή διάσταση της δράσης του Ρήγα παράµετρος που κατ ουσίαν δεν έχει τονισθεί έως σήµερα. Γνήσιο τέκνο του Ευρωπαϊκού ιαφωτισµού, ο Ρήγας, όπως ορθά τονίζεται, υπερασπίζεται τις καντιανές απόψεις για τη δηµόσια χρήση του Λόγου, την αποσαφήνιση ανάµεσα στο δηµόσιο και το ιδιωτικό και το πράττει ποικιλότροπα, συµβάλλοντας έτσι µέσω της πολλαπλής εκδοτικής και όχι µόνο δράσης του, στη διαµόρφωση του αναγκαίου υποβάθρου, πάνω στο οποίο µπόρεσε να αναπτυχθεί αυτό που σήµερα ονοµάζουµε νεωτερικότητα, ελευθερία γνώµης, ελευθεροτυπία, κ.λπ. Το τρίτο µέρος αποτελείται από τα κεφάλαια 11 και 12. Το ενδέκατο κεφάλαιο αφορά στον ιδεολογικό και πολιτικό του κόσµο. Ο συγγραφέας επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην εξαγωγή συµπερασµάτων που στηρίζονται αποκλειστικά, σχεδόν, στα έργα του ίδιου του Ρήγα, τα έγγραφα των ανακριτικών ή άλλων Αρχών που σχετίζονταν µε τον ίδιο και του συντρόφους ή τους λοιπούς συνεργάτες του και τέλος τις άµεσες µαρτυρίες της εποχής, τα κείµενα εκείνα δηλαδή, που, είτε σχετίζονταν είτε όχι µε τον Ρήγα, γράφτηκαν στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου αιώνα έως το λυκαυγές του 19ου αιώνα. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, επικεντρώνει την ανάλυση του σε τέσσερεις συνιστώσες, που είναι: I. Ο αρχαίος ελληνικός κόσµος. II. Ο ενιαίος ιστορικός χώρος. Οι εθνικοί και κοινωνικοί αγώνες των βαλκανικών λαών. III. Ο ιαφωτισµός στην ευρωπαϊκή και τη νεοελληνική εκδοχή του και IV. Οι σύγχρονες επαναστατικές ιδέες, ιδέες που αποτελούσαν σηµείο συνάντησης και σύνθεσης της βαλκανικής επαναστατικής παράδοσης µε το κύµα προσδοκίας που εκόµισαν σε ολόκληρη την Χερσόνησο του Αίµου οι ιδέες των Γάλλων Επαναστατών. 3
Από την έρευνα που προηγήθηκε και την ανάλυση του εκδοτικού έργου του Ρήγα, ο Αξελός συνάγει, ορθά, το συµπέρασµα ότι η ενασχόληση του Ρήγα, από τα νεανικά του άλλωστε χρόνια, µε την αρχαία πολιτιστική πολιτική µας κληρονοµιά, δεν ήταν µια τυχαία επιλογή, αλλά µια εδραία πεποίθηση που γιγάντωσε βαθµιαία. Με αυτήν την έννοια, στηριγµένος στο ίδιο του το έργο, ο συγγραφέας δεν θεωρεί παρακινδυνευµένο το συµπέρασµα ότι η ουσιαστική από πλευράς του Ρήγα γνώση του κόσµου των αρχαίων Ελλήνων και των ιδεών τους αποτελούσε στη φάση της ωριµότητάς του µιαν εύκολα διαβατή διαδροµή που συνέδεσε οργανικά την «αφετηριακή» αρχαιογνωσία αρχαιολατρία του µε τα κείµενα του ιαφωτισµού και της Γαλλικής Επανάστασης, που λόγω των ιδιαιτεροτήτων που συγκεκριµένα επισηµαίνει ο Αξελός, του φαίνονταν όχι απλώς οικεία, αλλά και προέκταση ή τµήµα της δικής του εθνικής κληρονοµιάς. Το ξεχωριστό βάρος που έχουν στην εν γένει δραστηριότητα του οι εκδόσεις έργων που άµεσα ή έµµεσα αναδεικνύουν το αρχαιοελληνικό κλασικό ιδεώδες οδηγεί το συγγραφέα στο συµπέρασµα ότι βασική επιδίωξη του Ρήγα ήταν η αποκατάσταση της Ιστορίας του ελληνικού έθνους µέσω της επιβεβαίωσης της ιστορικής συνέχειας και η ενδυνάµωση της εθνικής συνείδησης ως αποτέλεσµα της ενίσχυσης της ιστορικής αυτογνωσίας και αυτοπεποίθησης. Ο Αξελός εύστοχα υποστηρίζει ότι πουθενά στο έργο του η προγονοπληξία και ο στείρος κλασικισµός δεν βρίσκουν έρεισµα. ιαφωνεί µε τις ερευνητικές απόψεις που θεωρούν τον Ρήγα συνεχιστή της βυζαντινής κληρονοµιάς. Η εξαντλητική ανάλυση των κειµένων του ίδιου αλλά και των αντίστοιχων µαρτυριών των συνεργατών του τεκµηριώνει την άποψη ότι ο Ρήγας, ακολουθώντας το παράδειγµα του ιαφωτισµού, δίνει έµφαση στην αρχαιοελληνική παράδοση η οποία γίνεται το υπόστρωµα του δηµοκρατικού του επιχειρήµατος χωρίς, βεβαίως, να παύει το Βυζάντιο να είναι σηµαντική παράµετρος της προβληµατικής του. Αναφορικά µε τις πολιτειακές αντιλήψεις του Ρήγα, ο Αξελός µε εύστοχο τρόπο διαφοροποιείται από κρατούσες ερµηνευτικές αντιλήψεις και αντιµετωπίζει την εν λόγω προβληµατική µε ιδιαίτερα κριτική στάση. Υποστηρίζει εν προκειµένω ότι το κράτος που ο Ρήγας ήθελε να ανατρέψει, η Οθωµανική Αυτοκρατορία, ήταν ένα ενιαίο απολυταρχικό πολυεθνικό κράτος. Η Ελληνική ηµοκρατία που αυτός επαγγελόταν θα ήταν ένα δηµοκρατικό πολυεθνικό κράτος και όχι ένα δηµοκρατικό οµοσπονδιακό κράτος, όπως εκ των υστέρων συµπέραναν πολλοί, παλιοί και νέοι µελετητές του. Η πορεία των δύο τελευταίων αιώνων επιβεβαίωσε την ισχύ της εκδοχής του εθνικού κράτους που προφανώς δεν ήταν αυτό που οραµατιζόταν ο Ρήγας. Με αυτή την έννοια ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι αποδυναµώνεται ισχυρά η πληθωρικά διατυπωµένη έκφραση απόψεων και η φιλολογία για το πού θα µπορούσε να οδηγήσει η πραγµατοποίηση του πολιτειακού οράµατος του Βελεστινλή. Ο Ρήγας, µακριά από κάθε σωβινιστική ή φυλετική λογική, λογική περιούσιου λαού ή έθνους, επεδίωκε σταθερά τη συνύπαρξη των εθνών του βαλκανικού χώρου σε µια µονοκρατική δηµοκρατική κοινότητα, και σε αυτήν συµπεριελάµβανε τους πάντες. Η σχέση του Ρήγα µε τον ιαφωτισµό διερευνάται σε συνάρτηση µε την πορεία του Νεοελληνικού ιαφωτισµού, όπου εντοπίζονται και επισηµαίνονται οι αφετηριακές του καταβολές και επιδράσεις, όπως κυρίως εστιάζονται στα πρόσωπα των δασκάλων του Ιωσήπου Μοισιόδακος και του ηµητρίου Καταρτζή. Ξεχωριστό βάρος δίνεται, µέσα από την περιδιάβαση των ίδιων των κειµένων του, στην ανεύρεση των «εκλεκτικών συγγενειών», στην αναζήτηση, ανακάλυψη και αξιολόγηση των Ευρωπαίων εκείνων συγγραφέων, που είτε άµεσα (Ρουσώ, Μοντεσκιέ, Βολταίρος) είτε έµµεσα (Λοκ, Μαµπλύ, Παίην), συντελούν στη διαµόρφωση της οπτικής του. Η προσέγγιση του συγγραφέα, µε βάση πάντα τα προκύπτοντα στοιχεία, αναδεικνύει το πραγµατικό πλαίσιο πάνω στο οποίο διαµορφώνεται ο ιδεολογικός και πολιτικός κόσµος 4
του Ρήγα, αλλά και επισηµαίνει τα ξεχωριστά εκείνα στοιχεία που όντως τον διαφοροποιούν από το πλειονοψηφικό ρεύµα των ενεργών θιασωτών µεταπρατών µεταφορέων της µιας ή άλλης «ξένης» αντίληψης. Στην ίδια λογική κινείται και το επόµενο σκέλος της ερευνάς του, όπου επισηµαίνεται και αναδεικνύεται ο συνθετικός τρόπος συγκρότησης των επαναστατικών απόψεων του Ρήγα, που αποτελούν δηµιουργική σύνθεση των γαλλικών επαναστατικών ιδεών µε τις βαθιά ριζωµένες επαναστατικές παραδόσεις και αξίες των βαλκανικών λαών και που οδηγούν στα συγκεκριµένα χαρακτηριστικά που λαµβάνει ο δηµοκρατικός πατριωτισµός του. Η µελέτη των πρωτογενών πηγών τεκµηριώνει την άποψη του Αξελού ότι, παρ όλο που ο Ρήγας έχει πολλά κοινά και συγκλίνοντα στοιχεία για τη γαλλόφιλη λογική, εντούτοις δεν ταυτίζεται µαζί της. Ο στόχος του για µια ανεξάρτητη Ελληνική ηµοκρατία δεν υποτασσόταν στους σχεδιασµούς της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής. Η ριζοσπαστική πολιτική σκέψη του Ρήγα, όπως µε πρωτότυπο, τεκµηριωµένο και γλαφυρό τρόπο αναλύει ο συγγραφέας, συγκροτεί ένα πρωτόγνωρο για τα βαλκανικά δεδοµένα καινούργιο σύστηµα αρχών και αξιών µε σαφή φιλελεύθερο, πατριωτικό και δηµοκρατικό προσανατολισµό. Η ριζοσπαστικότητα αυτή γίνεται αιτία για τις σφοδρότατες επιθέσεις εναντίον του από το Πατριαρχείο µέχρι διάφορους λόγιους της εποχής. Το τελευταίο κεφάλαιο αφορά στα γεγονότα της σύλληψης, των ανακρίσεων του αντίκτυπου και του δραµατικού τέλους του Ρήγα και των συντρόφων του. Ο Αξελός αξιοποιεί στο έπακρο τις κατά καιρούς αρχειακές έρευνες και βασίζεται στη λεπτοµερή διασταύρωση παλιών και νεότερων στοιχείων. Αναδεικνύεται έτσι η προσωπικότητα του Ρήγα, το ήθος και οι αρχές του, που επιβεβαιώνονται δραµατικά από την προσωπική του θυσία. Η µελέτη του Λουκά Αξελού, εκτός από την επαρκέστατη αξιοποίηση του υπάρχοντος ερευνητικού υλικού, οδηγεί επιτυχώς και αβίαστα τον αναγνώστη της στα επίκαιρα ιδεολογικά και πολιτικά ζητήµατα του παρόντος. Πράγµατι, προβλήµατα που συνδέονται µε τις σύγχρονες µας διεργασίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο ανιχνεύονται αφετηριακά στη ριζοσπαστική προβληµατική του Ρήγα, µε τρόπο ενδελεχή και επιστηµονικά πειστικό. Πιστεύω ότι το σηµαντικότερο κατόρθωµα του βιβλίου είναι ότι ξανάφερε στην επικαιρότητα το έργο του Ρήγα αποδεικνύοντας µε απόλυτα τεκµηριωµένο τρόπο πόσο αναγκαίο είναι το παράδειγµα του, πόσο σύγχρονος είναι ο στοχασµός του στις σηµερινές συνθήκες µιας συγκεχυµένης, για πολλούς µεταβατικής, εποχής, που βιαίως εµφανίζεται και επιχειρείται να επιβληθεί σαν αυτονόητη και παγιωµένη. Οι διεργασίες της επιθετικής και ολοκληρωτικής παγκοσµιοποίησης του κεφαλαίου και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η κρίση του έθνους κράτους, η επιβολή των συµφερόντων µιας πλέον υπερδύναµης δήθεν παγκοσµίων συµφερόντων, η ηθεληµένη ταύτιση του πατριωτισµού µε το στείρο εθνικισµό, η συλλήβδην κατηγοριοποίηση σ ένα δήθεν στρατόπεδο «αναχρονισµού» όλων όσοι, παρ όλες τις θεµελιώδεις µεταξύ τους διαφορές, αντιµάχονται την καπιταλιστική παγκοσµιοποίηση, από τους εκπροσώπους ενός θεωρητικά αφελούς και κοινωνικά επικίνδυνου «εκσυγχρονισµού», καθιστούν τη µελέτη του Ρήγα, την επαναξιολόγηση και την επανεκτίµηση της προβληµατικής και των συµπερασµάτων του αναγκαία όσο ποτέ. Η εποχή µας είναι, τηρουµένων των σοβαρών αναλογιών, εξίσου κρίσιµη σε θεωρητικό ιδεολογικό επίπεδο µ εκείνην του Ρήγα. Η παγκοσµιοποίηση απαιτεί την εκ νέου αντιµετώπιση του διαφωτιστικού αιτήµατος της οικουµενικότητας αξιών µιας δικαιωµατοκρατικής πολιτικής τάξης, µε στόχο τη συγκάλυψη της οικονοµικής και στρατιωτικής θηριωδίας και το ουσιαστικό πανανθρώπινο περιεχόµενο των δικαιωµάτων κυριαρχεί στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Η εκ νέου µελέτη του περιεχοµένου και των ορίων του διαφωτιστικού επιχειρήµατος είναι όχι µόνο ιστορική ανάγκη αλλά και ηθικοπολιτική επιταγή. 5
Η σχέση του νεοελληνικού εθνικού και κοινωνικοπολιτικού ριζοσπαστισµού, των ΙΗ και ΙΘ αιώνων, µε τον ευρωπαϊκό διαφωτισµό συγκροτεί µια ιδεολογική παράδοση που είτε είχε υπερεκτιµηθεί ή παραγνωρισθεί. Ο Λουκάς Αξελός αντιµετωπίζει αυτή τη σχέση µε ψυχραιµία και µέτρο. Κατανοεί ότι το κριτήριο αξιολόγησης του λεγόµενου Νεοελληνικού ιαφωτισµού δεν µπορεί να είναι αυτό της θεωρητικής πρωτοτυπίας αλλά της κοινωνικοπολιτικής και παιδευτικής πράξης. Υπ αυτό το πρίσµα αντιµετωπίζει το έργο κα τη στάση του Ρήγα. Αναλύοντας το Φυσικής Απάνθισµα γράφει: «Οι Έλληνες διαφωτιστές έχοντας να αντιµετωπίσουν διαφορετικής τάξης προβλήµατα είναι αναγκασµένοι να συνδέσουν και να συνδυάσουν τα ζητήµατα της καθεαυτό επιστηµονικής έρευνας ή και του φιλοσοφικού στοχασµού, που στη υτική Ευρώπη αναπτύσσεται σε κατεξοχήν µητροπολιτικές χώρες που δεν αντιµετωπίζουν πρόβληµα εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτό, ως είναι φυσικό, έχει ως επανακόλουθο την δηµιουργία µιας διαφορετικής κλίµακας ιεράρχησης των πραγµάτων. Γιατί, το πρόβληµα των Ελλήνων διαφωτιστών δεν ήταν να πρωτοτυπήσουν επιστηµονικά κοµίζοντας δάφνες νέων ανακαλύψεων,αλλά να παρέµβουν δραστικά σε ένα υπόδουλο χέρσο και απανθρακωµένο τοπίο, στο οποίο πρωτεύουσα θέση είχαν "εργασίες ανατροπής εκχερσώσεως» και δηµιουργίας στοιχειώδους υποδοµής"» (σ. 228). Ορθά επισηµαίνει ότι αυτό αποτελεί το κεντρικό στοιχείο εκτίµησης και αποτίµησης της δράσης των Ελλήνων διαφωτιστών και, κυρίως, του Ρήγα. Η ανάλυση στην οποία προβαίνει ο συγγραφέας για το διακριτικό περιεχόµενο του νεοελληνικού διαφωτισµού είναι ιδιαιτέρως εύστοχη. Εντοπίζει σωστά το συσχετισµό λογικής και συναισθήµατος κι όχι τον αµοιβαίο αποκλεισµό τους. Ο Λουκάς Αξελός ανιχνεύει µε συστηµατικότητα και εµβρίθεια τη διανοητική σχέση του Ρήγα µε τη διαφωτιστική κίνηση. Αναδεικνύει τη δυναµική της αλλά και τη σηµασία της στη συγκρότηση του σταθερού προσανατολισµού του Ρήγα στην πολυδύναµη αξία της ελευθερίας. Ο δηµιουργικός συσχετισµός ορθοφροσύνης και ελευθεροφροσύνης που αποτυπώνεται περιεκτικά στη θεµελιακή αρχή «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά» καταδεικνύεται και τεκµηριώνεται ως ο κεντρικός άξονας της σκέψης και της δράσης του Ρήγα. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σηµασία και αποτελεί πολύτιµη παρακαταθήκη για το σήµερα είναι ότι η οικουµενικότητα του στοχασµού του Ρήγα, ο ιστορικοπολιτικά προσδιορισµένος διεθνισµός του, δεν συνιστά µιαν αφηρηµένη ηθικολογική διακήρυξη, δεν είναι εθνικά αφυδατωµένος και άσαρκος. Η προσωπικότητα του Ρήγα, η αυθεντικά επαναστατική στάση του, συνδυάζει ισόρροπα και δηµιουργικά τόσο την αξίωση οικουµενικότητας των θεµελιακών αρχών του ηθικοπολιτικού βίου όσο και το φλογερό πατριωτισµό, την επίγνωση του εθνικού συµφέροντος, την κατανόηση της συνέχειας και της ιδιοσυστασίας του ελληνισµού. Το κείµενο αυτό αποτελεί την κριτική του Γιώργου Μανιάτη που δηµοσιεύτηκε στο περιοδικό «Θέµατα Λογοτεχνίας», εκδ.γκοβόστη, τεύχος 27, Αθήνα Σεπτέµβριος εκέµβριος 2004. Το παρόν κείµενο περιλαµβάνει ολόκληρη την κριτική. 6