ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ- ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΣΠΟΥ ΕΣ ΤΟ ΑΣΥΜΒΑΤΟ (;) ΜΙΑΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΑΡΙΑ Α ΑΜΟΥ, Σχ. Σύµβουλος ΠΕ2 Ν. Μαγνησίας [Ανακοίνωση στο Συνέδριο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων µε θέµα: Οι Ανθρωπιστικές Σπουδές στην εποχή της Παγκοσµιοποίησης [(20/11/2003 22/11/2003)] Στην παρούσα εισήγηση επιχειρείται να διερευνηθεί η θέση που κατέχουν οι Ανθρωπιστικές Σπουδές στη σύγχρονη εκπαιδευτική και κοινωνική πραγµατικότητα. Το θέµα δεν είναι, βέβαια, πρωτότυπο, αφού αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητηµένα µεταξύ των µάχιµων εκπαιδευτικών, των επιστηµόνων της Αγωγής και των ειδικών που καθορίζουν την εκπαιδευτική πολιτική κάθε κράτους. Είναι, όµως, καίριο, καθώς βιώνουµε τη συνεχή υποτίµηση και υποβάθµιση των Ανθρωπιστικών Σπουδών στη βάση της ευρέως διαδεδοµένης αντίληψης ότι η ανθρωπιστική παιδεία είναι ανεπίκαιρη, συνεπώς αναποτελεσµατική και ασύµβατη µε το πνεύµα της παγκοσµιοποίησης που διακρίνει τις κοινωνίες του τέλους του 20ου και των αρχών του 21 ου αιώνα. Αρχίζοντας, θα επιχειρήσω πρωταρχικά να ορίσω τις δύο έννοιες επικεντρώνοντας στα γνωρίσµατα και τις ιδιότητές τους, τους στόχους και τα µέσα που χρησιµοποιούν για να τους υλοποιήσουν, προκειµένου να καταδείξω τη σχέση που τις συνδέει στην ιστορική προοπτική τους. ύσκολος στόχος, αφού και οι δύο δεν είναι επακριβώς και σε ικανοποιητικό βαθµό διευκρινισµένες. Επιπλέον, οι ισχυρές δοµικές αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τόσο την παγκοσµιοποίηση, ως σύνθετο κοινωνικό φαινόµενο, όσο και τις Ανθρωπιστικές Σπουδές, ως πνευµατική κατάκτηση συνυφασµένη µε την ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισµού και τη σύγκρουση των πολιτισµικών αξιών στον τοµέα της εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της ιστορικής διαδροµής αυτής, καθιστούν και τις δύο ασαφείς, ρευστές και διαµφισβητούµενες. Λοιπόν, η γέννηση της παγκοσµιοποίησης στη σύγχρονη εκδοχή της προσδιορίζεται από την επανάσταση της πληροφορικής και τις τεχνολογικές δυνατότητες που δηµιουργήθηκαν µεταπολεµικά στην οικονοµία. Τις δυνατότητες αυτές αξιοποίησαν στο έπακρο συγκεκριµένες κοινωνικές δυνάµεις στα πλαίσια ενός 1
φιλελεύθερου σχεδιασµού που ήθελε να αντιµετωπίσει την προϊούσα οικονοµική κρίση η οποία έπληττε από τις αρχές της δεκαετίας του 70 το δυτικό κόσµο ελέγχοντας την αύξουσα διασπορά του κεφαλαίου στο διεθνή χώρο και την επίταση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας 1. Η παγκοσµιοποίηση, συνεπώς, µε τη γέννησή της έδωσε προτεραιότητα στον οικονοµικό τοµέα, παρότι ως σύνθετο κοινωνικό φαινόµενο έχει και τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνιστώσες της, αφού φαινόµενά της µπορούν να καταγραφούν σε όλες τις σφαίρες δράσης της κοινωνικής ζωής. Παράλληλα, οι συνθήκες που επικράτησαν µετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισµού» και η ακύρωση των αντιπαραθέσεων ανάµεσα στα δύο οικονοµικά και ιδεολογικοπολιτικά ανταγωνιζόµενα συστήµατα που αυτή επέφερε, επέτρεψαν στη «λογική του κεφαλαίου» να επιβληθεί, από την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, σ όλο το παγκόσµιο τοπίο οδηγώντας όχι απλά στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, τάση που επικρατεί από την πρώτη στιγµή της εµφάνισης του καπιταλισµού κατά το 16 ο αιώνα, αλλά στην παγκοσµιοποίηση της κυριαρχίας του 2. Την ίδια στιγµή, ωστόσο, που η διεθνής κινητικότητα του κεφαλαίου αναπτύσσεται έντονα στην εποχή µας, οι εθνικές οικονοµίες, ενώ υφίστανται ριζικούς µετασχηµατισµούς στο εσωτερικό, καθώς η οικονοµική ανάπτυξη ξεφεύγει από τον έλεγχο του εθνικού κράτους 3, δεν έχουν επιτύχει υψηλό βαθµό διεθνοποίησης. Αντίθετα, οδεύουν προς µια αύξουσα διαφοροποίηση εξαιτίας της διάσπασης του παγκόσµιου πλαισίου ενότητας των διεθνών ανταλλαγών, του πολλαπλασιασµού των διακρίσεων, του κατακερµατισµού τόσο σε επίπεδο διακρατικό όσο και ενδοκρατικό, της εξαίρεσης, τέλος, ενός µεγάλου τµήµατος εξ αυτών από τις παγκόσµιες διαδικασίες και συναλλαγές 4. Αν, όµως, η οµογενοποίηση και η αλληλεξάρτηση που υπονοεί η τρέχουσα έννοια της παγκοσµιοποίησης, η οποία -σηµειωτέον- έχει αναχθεί στην εποχή µας όχι απλά σε «νέα» κι «αδυσώπητη» πραγµατικότητα αλλά και σε νέο επιστηµολογικό υπόβαθρο 5, δεν επιτυγχάνεται καν στον οικονοµικό τοµέα, στον κοινωνικό και τον πολιτικό, που παγκοσµιοποιούνται µε πολύ βραδύτερους ρυθµούς, τα πράγµατα 1 Αρρίγκι, Τζ. «Μαρξιστικός αιώνας, Αµερικανικός αιώνας» στο συλλογικό έργο Η Επόµενη Ηµέρα µετά την πτώση του «Υπαρκτού Σοσιαλισµού» (επιλογή κειµένων-εισαγωγή Γ. Βούλγαρης), Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητή, 1992, σσ. 179-181. 2 Κοτζιάς, Ν. «Θεωρίες για την παγκοσµιοποίηση και οι ασυµµετρίες της πραγµατικότητας Προλεγόµενα» στο Μπεκ, Ούλριχ Τι είναι η παγκοσµιοποίηση;, Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 2000, σ.46. 3 Μπεκ, Ουλριχ όπ. π. σ. 79. 4 Βεργόπουλος, Κ. Παγκοσµιοποίηση, η Μεγάλη Χίµαιρα, Αθήνα, εκδ. Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη, 1999, σ. 12. 5 Όπ. π. σ. 19. 2
εµφανίζονται πολύ χειρότερα. Η κυριαρχία του χρηµατιστικού κεφαλαίου και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και η συνακόλουθη συγκέντρωση του πλούτου και της ισχύος στα χέρια των λίγων έχει προκαλέσει έξαρση των ανισοτήτων, της κοινωνικής κατάτµησης και των κοινωνικών αποκλεισµών και, µε τον κλονισµό της κοινωνικής συνοχής που έχει συνεπιφέρει, δηµιουργεί φαινόµενα κοινωνικής αποσύνθεσης κι αποδιάρθρωσης τα οποία πλήττουν καίρια κι αποσταθεροποιούν τα ισχυρά βιοµηχανικά κράτη στερώντας τους τις παραδοσιακές µορφές κοινωνικού ελέγχου στις οποίες χρωστούσαν µέχρι τώρα τη διατήρησή τους 6. Παράλληλα, εν ονόµατι της αναπόδεικτης ιστορικής αναγκαιότητας της παγκοσµιοποίησης καταλύονται οι ουµανιστικές-δηµοκρατικές κατακτήσεις του ιαφωτισµού στις οποίες είχε θεµελιωθεί ο κόσµος µας και στο βωµό της ελεύθερης αγοράς και του χρηµατιστηρίου διαβρώνεται το σύστηµα των δηµοκρατικών διαδικασιών και θεσµών, διευρύνεται το δηµοκρατικό έλλειµµα, συντελείται η δηµοκρατική παρακµή 7. Η ελευθερία του ανθρώπου περιορίζεται και η δυνατότητα του πολίτη να συµµετέχει στη λήψη αποφάσεων που τον αφορούν άµεσα εκµηδενίζεται, ενώ, ταυτόχρονα, η νοµιµοποίηση της παγκοσµιοποίησης, η οποία έχει αναχθεί σε ιερό και όσιο δόγµα της νέας ορθοφροσύνης του καιρού µας, σε θεµέλιο µύθο της εποχής µας, οδηγεί στη στηλίτευση και καταδίκη της δυναµικής για παγκοσµιοποιηµένη δράση κατά της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Την ίδια στιγµή, χάρη στην ανάπτυξη της τεχνολογίας προωθούνται και διαδίδονται σε οικουµενικό επίπεδο µαζικά παραγόµενα βιοµηχανοποιηµένα προϊόντα, κατά κανόνα χαµηλής ποιότητας και αξίας, που επιβάλλουν συγκεκριµένα πρότυπα ζωής και διαµορφώνουν παγκοσµίως τρόπους συµπεριφοράς προσαρµοσµένους στον εικαστικό και διαφηµιστικό σχεδιασµό πολυεθνικών επιχειρήσεων 8. Η µαζοποιηµένη, όµως, κουλτούρα δε συνιστά παγκόσµιο πολιτισµό καθώς, ενοποιώντας τους τρόπους ζωής και συµπεριφοράς όχι στη βάση της πολυµορφίας και του αµφίπλευρου πολιτισµικού δανεισµού αλλά στη βάση της αυταρχικής επιβολής παγκόσµιων πολιτισµικών συµβόλων ως των µοναδικών αυθεντικών και νόµιµων, αναιρεί τις πολιτισµικές ταυτότητες, καταργεί τις 6 Όπ. π. σ. 71. 7 Κοτζιάς, Ν. όπ. π. σ. 48-9. 8 Για την κριτική που ασκείται από τα µέσα κιόλας του 20ου αιώνα από τη Σχολή της Φραγκφούρτης στην «πολιτισµική βιοµηχανία», η οποία, κυριαρχώντας στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, επιτυγχάνει να αποδυναµώσει κάθε κριτική του διάθεση σε αναφορά µε την ποιότητα ζωής του βλ. Μ. Horkheimer & Th. W. Adorno, The Culture Industry: Enlightenment as Mass Deception στο Dialectic of Enlightenment, New York, The Seabury Press, 1972, pp. 120-167. 3
εθνοπολιτισµικές ιδιαιτερότητες και συντελεί σ έναν άνευ προηγουµένου πολιτισµικό ιµπεριαλισµό. Και κοντά στ άλλα, η περιβόητη κοινωνία της γνώσης αναγνωρίζεται πλέον ως κοινωνία της πληροφορίας, της κατακερµατισµένης εργαλειακής γνώσης που διακρίνεται από τη λατρεία του θετικισµού, του πραγµατισµού και του ωφελιµισµού, την αποσιώπηση της κριτικής και αναστοχαστικής της διάστασης, ενώ στόχος της αποβαίνει η ιδεολογική χειραγώγηση και η διαµόρφωση ενιαίας, µονολιθικής σκέψης 9 ; Αυτό το τελευταίο, εξάλλου, αποδεικνύει περίτρανα η συγκριτική προσέγγιση των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστηµάτων, τα Α.Π. των οποίων διακρίνονται για τη διεύρυνση των επιστηµονικών και τεχνολογικών γνώσεων µε την εισαγωγή νέων γνωστικών αντικειµένων, «καταλληλότερων» για την ανταπόκριση της εκπαίδευσης στις σύγχρονες συνθήκες, την αποψίλωση του φάσµατος µαθηµάτων των Κοινωνικών Σπουδών και την υποβάθµιση των Ανθρωπιστικών. Και φθάσαµε, τώρα, στη δεύτερη δυσερµηνευόµενη και συχνά παρερµηνευόµενη, συγκεχυµένη και συνήθως παρεξηγηµένη έννοια, αυτή των Ανθρωπιστικών Σπουδών. Η ρευστότητα και η ασάφεια που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριµένη έννοια οφείλονται κυρίως στην ταύτιση των Σπουδών αυτών µε τις Κλασικές Σπουδές, την κλασική παιδεία ή -καλύτερα- την επικάλυψη των Ανθρωπιστικών Σπουδών από τα Κλασικά Γράµµατα, όρος που αποκρυσταλλώθηκε οριστικά κατά το 19 ο αιώνα προκειµένου να δηλώσει τη συστηµατική µελέτη της Αρχαίας Ελληνικής Γραµµατείας 10. Η επικάλυψη αυτή, καθόλου ουδέτερη και απαλλαγµένη από ιδεολογικοπολιτικές προεκτάσεις, θα στοιχίσει στις Ανθρωπιστικές Σπουδές κατά τη διάρκεια της ιστορικής τους πορείας παρερµηνείες και διαστρεβλώσεις, διαφοροποιήσεις και παραλλάξεις ως προς το περιεχόµενο, το σκοπό και τα µέσα για την υλοποίησή του, θα φέρει τους υποστηριχτές τους σε δύσκολη και εξαιρετικά ιδιότυπη, πολλές φορές, θέση και θα χρεωθεί την υποβάθµιση που βιώνουν µέχρι σήµερα τα γνωστικά αυτά αντικείµενα στα Α.Π. των εκπαιδευτικών συστηµάτων των αναπτυγµένων κρατών. 9 Αναλυτικότερα για τις συνέπειες της παγκοσµιοποίησης στη σύγχρονη κοινωνική πραγµατικότητα βλ. ενδεικτικά µια διεπιστηµονική προσέγγισή της στο συλλογικό τόµο Κόλλιας, Χρ. Ναξάκης, Χ. Χλέτσος, Μ. (επ.) Μύθοι και πραγµατικότητα την εποχή της παγκοσµιοποίησης, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2003 10 Γ. Μ. Σηφάκης, «Κλασική Φιλολογία και ανθρωπιστική παιδεία: Αλήθειες και παρεξηγήσεις», στον τόµο ΥΠ.Ε.Π.Θ Κ.Ε.Μ.Ε., Εισηγήσεις: Η Αρχαία Ελληνική Γραµµατεία από µετάφραση. Η Νεοελληνική Γλώσσα και Γραµµατεία, Εθνικόν Τυπογραφείον, 1976, σ. 28. 4
Ας γίνουµε σαφέστεροι. Καθ όλο το χρονικό διάστηµα από την Αναγέννηση µέχρι τα µισά του 19 ου αιώνα, µε φωτεινό διάλειµµα εκείνο του αιώνα των Φώτων 11, οι Ανθρωπιστικές Σπουδές, απόλυτα ταυτισµένες µε τις Κλασικές ή την Αρχαιογνωσία, συρρικνωµένες στην αποκλειστική προσπάθεια -µέσα από τη γνώση των κλασικών γλωσσών και την αποσπασµατική εξοικείωση µε την κλασική σκέψηνα αναγάγουν την κλασική αρχαιότητα σε υπερχρονικό και αξιοµίµητο εξιδανικευµένο πρότυπο, εντάσσονταν σ ένα πρόγραµµα αριστοκρατικής εκπαίδευσης προορισµένης για τους λίγους, που επέτεινε την πολιτική και ιδεολογική επιβολή της εξουσίας τους, νοµιµοποιούσε τα προνόµιά τους και διαιώνιζε το συντηρητικό Παλαιό Καθεστώς 12. Mε την ανάδυση, όµως, στα τέλη του 19 ου αιώνα, της νέας οικονοµικής, κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής πραγµατικότητας ως συνέπεια της β φάσης της βιοµηχανικής επανάστασης, η οποία µεταµορφώνει στην κυριολεξία τις ευρωπαϊκές κοινωνίες 13, και της συνεπόµενης ισχυροποίησης της αστικής τάξης, που διεκδικεί την εξουσία από τις παλιές κυρίαρχες πολιτικές δυνάµεις προσβλέποντας στη συνεχή βελτίωση, την αλλαγή, την εµπειρία και τη δηµοκρατία 14, το πνεύµα του θετικισµού εισδύει στην πνευµατική ζωή, οι επιστηµονικές γνώσεις αποβαίνουν η µόνη εγγύηση της προόδου και οι Φυσικές Επιστήµες αναδεικνύονται στη νέα θεότητα της εποχής. Στα πλαίσια αυτά, η αξία των Ανθρωπιστικών Σπουδών αρχίζει να αµφισβητείται, η κυριαρχία τους να κλονίζεται και η εξάπλωσή τους να ανακόπτεται 15. Αυτή η ριζική αλλαγή που συντελείται στον πνευµατικό τοµέα έχει τις επιπτώσεις της και στο εκπαιδευτικό σύστηµα, το οποίο, στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί αποτελεσµατικά στις ανάγκες της νέας βιοµηχανικής κοινωνίας µε το µεγάλο καταµερισµό εργασίας και τη σύνθετη -στη βάση του ορθολογισµού- 11 Κατά την περίοδο του ιαφωτισµού οι Νεοουµανιστές, ανατρέποντας την καθεστηκυία πνευµατική τάξη, προσπαθούν µέσα από την ερµηνεία των κλασικών έργων να κατανοήσουν την κλασική σκέψη ώστε να τη χρησιµοποιήσουν ως εφαλτήριο για τη δηµιουργία ενός καλύτερου παρόντος. Βλ. Herman Weimer, Concise History of Education, New York, Philosophical Library, 1962, pp. 129-138. 12 R. R. Bolgar, From Humanism to the Humanities, 20 th Century Studies, 9, 1973, pp. 8-21. 13 R. N. Stromberg, A History of Western Civilization, Homewwod, Dorsey Press, 1969, p. 629. 14 E. Gellner, Έθνος και Εθνικισµός (µετ. ώρα Λαφαζάνη), Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1992, σ. 48. 15 Το µέγεθος της αµφισβήτησης και της υποτίµησης των Ανθρωπιστικών Σπουδών φαίνεται καθαρά στο έργο του µεγάλου κοινωνικού στοχαστή που άσκησε µεγάλη επίδραση στην Αγγλία και την Αµερική, πρωτοπόρες χώρες στη βιοµηχανική επανάσταση, H. Spencer, Education, Intellectual, Moral and Physical, New Jersey, Littlefield, Adams and Co, 1963, pp. 21-96 και του Άγγλου Βιολόγου Th. Huxley, Science and Education, New York, The Citadel Press, 1964, pp. 120-140. 5
οργάνωση 16, επαναπροσδιορίζει τους στόχους του και εκδηµοκρατίζεται. Ως αποτέλεσµα εισδύουν δυναµικά στα εκπαιδευτικά προγράµµατα η επιστήµη και η τεχνολογία ως γνωστικές περιοχές που εγγυώνται την ικανοποίηση των οικονοµικοκοινωνικών αναγκών της αναπτυσσόµενης βιοµηχανικής κοινωνίας και υπόσχονται επαγγελµατοποίηση και κάποιο status σ όλα τα «ικανά» παιδιά. Αντίστοιχα, υποχωρεί η ανθρωπιστική παιδεία, η οποία προετοίµαζε τους γόνους της αριστοκρατίας για ανάληψη θέσεων πολιτικής ευθύνης κι εξουσίας προσθέτοντας στο προσόν της καταγωγής τους και εκείνο της ξεχωριστής, της επιλεκτικά παρεχόµενης µόρφωσης 17. Η θέση των Ανθρωπιστικών Σπουδών δεν κατάφερε έκτοτε να αποκατασταθεί, αν και οι καταστροφές και οι περιπέτειες που στοίχισαν στην ανθρωπότητα οι δυο παγκόσµιοι πόλεµοι προκάλεσαν παροδικές τάσεις επιστροφής στην ανθρωπιστική παιδεία. Γρήγορα αυτές έχασαν τη δυναµική τους καθώς οι συγκεκριµένες σπουδές δέχθηκαν συντονισµένες επιθέσεις που, επικεντρώνοντας στη δυσλειτουργικότητά τους τόσο σε πρακτικό όσο και σε ηθικό επίπεδο, αµφισβήτησαν την αξία τους όχι µόνο για την εκπαιδευτική αλλά και την πολιτική ζωή. Ισχυρό επιχείρηµα που κλόνιζε τη νοµιµότητα των προσπαθειών για αναβίωση του ανθρωπιστικού κινήµατος αποτέλεσε το γεγονός ότι οι Ανθρωπιστικές Σπουδές -παρ όλες τις διευρύνσεις τους ως προς το περιεχόµενο και τις διαφοροποιήσεις τους ως προς τη µορφή και τους επί µέρους στόχους τους σύµφωνα µε την κυρίαρχη σε κάθε εποχή ιδεολογία και σε αναφορά µε τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες- εξακολουθούσαν να ταυτίζονται µ ένα νεκρό φορτίο παράδοσης και να χάνουν, έτσι, την επαφή τους µε τη σύγχρονη κοινωνική πραγµατικότητα αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις ανάγκες και να προωθήσουν τα συµφέροντα της βιοµηχανικής κοινωνίας 18. H φρίκη, εξάλλου, των δυο παγκοσµίων πολέµων είχε πρωταγωνιστές της ανθρώπους οι οποίοι, παρότι µορφώθηκαν µε την 16 Βλ. S. P. Hayes, The Response to Industrialism 1885-1914, Chicago, The University of Chicago Press, 1957, p. 157. 17 Για τις εκπαιδευτικές αλλαγές που συντελούνται στα τέλη του 19 ου αιώνα στα πλαίσια των γενικότερων µετασχηµατισµών κι ανακατατάξεων βλ. A. Reble, Ιστορία της Παιδαγωγικής, (µετ. Θ. Χατζηστεφανίδης Σ. Χατζηστεφανίδου), Αθήνα, Παπαδήµα, 1992, σ. 429. 18 Wirth, A. G. Education in the Technological Society. The Vocational Liberal Studies Controversy in the Early Twentieth Century, Scranton, Intex Educational Publishers, 1972, pp. 23-95. 6
ανθρωπιστική παιδεία και γαλουχήθηκαν µε τις ανθρωπιστικές αξίες, πρόδωσαν τα ανθρωπιστικά ιδανικά 19. Οι ενστάσεις αυτές -απόλυτα αντικειµενικές- κατά των Ανθρωπιστικών Σπουδών γεννούν τον προβληµατισµό µήπως τελικά πραγµατικά ο ανθρωπισµός -που ως παιδευτικό σύστηµα διανύει, κατά γενική οµολογία, την κρισιµότερη στην ιστορία του φάση- κατάντησε ιστορικό απολίθωµα το οποίο αδυνατεί να υποδείξει σήµερα κάποιο τρόπο ζωής και συµπεριφοράς. Μήπως οι Ανθρωπιστικές Σπουδές είναι όντως παρωχηµένες κι ασυµβίβαστες µε τις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας η οποία διακρίνεται για την ανάπτυξη της επιστήµης και της τεχνολογίας, την παγκοσµιοποίηση της αγοράς, την πολιτική αποδυνάµωση, την κοινωνική υστέρηση και το φθίνοντα ανθρωπισµό; Η απάντηση σ αυτά τα ερωτήµατα είναι: -Αναµφίβολα, ναι, αν ως φιλόλογοι επιµένουµε να πιστεύουµε, πέραν πάσης επιστηµονικής αλήθειας και ρεαλιστικής αντιµετώπισης της κοινωνικής πραγµατικότητας, ότι οι Ανθρωπιστικές Σπουδές, συρρικνωµένες στη γνώση των κλασικών γλωσσών και στην αποσπασµατική εξοικείωση µε την αρχαία σκέψη, µονοπωλούν τα πνευµατικά αγαθά και την εξανθρωπιστική παιδευτική διαδικασία µέσω της οποίας υποβοηθείται ο µαθητής να διαπλάσσει ολοκληρωµένη ηθική και πνευµατική προσωπικότητα. -Αν εξακολουθούµε να διαπράττουµε ιεροσυλία απέναντι στην αρχαία ελληνική δηµιουργία µετατρέποντάς την σε αντικείµενο λατρείας και στον αρχαίο κόσµο εξιδανικεύοντάς τον ως ιδανικό, απόλυτο και µοναδικό, αιώνιο, απαράµιλλο και ακατάλυτο πρότυπο ες αεί 20 αρνούµενοι να αποδεχτούµε ότι δεν υπάρχει απόλυτο και ιδανικό ιστορικό γίγνεσθαι. 19 Η κριτική αυτή ασκείται µε εξαιρετική αυστηρότητα στο έργο του Άγγλου Λογοτεχνικού Κριτικού Strainer, G. In Bluebird s Castle: Some Notes Towards the Redefinition of Culture, N. Heaven, Yale University Press, 1976, pp. 59-80. 20 Σύµφωνα µε το Bruno Snell, η ιστορική έρευνα του τελευταίου ενάµισυ αιώνα κλόνισε την πίστη ότι τα έργα της αρχαιότητας, η οποία αποτελεί, σηµειωτέον, το πρότυπο για την ευρωπαϊκή σκέψη, ή ακόµη και οι πολιτικοί θεσµοί της είναι απόλυτα, τέλεια και αποτελούν υπερχρονικά και αξιοµίµητα πρότυπα για τη σύγχρονη πολιτισµική δηµιουργία, καθώς αυτά υπόκεινται στη σχετικότητα της ιστορίας. Βλ. Bruno Snell, Η ανακάλυψη του πνεύµατος (µετ. ανιήλ Ι. Ιακώβ) [β έκδ.] Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1984, σ. 14. Η ίδια θέση διατυπώνεται από το γνωστό καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας του Cambridge Moses Finley στο άρθρο του «Κρίση στα Κλασικά Γράµµατα» στο συλλογικό έργο Ο Φόβος της Ελευθερίας. οκιµές Ανθρωπισµού (επιλογή κειµένων Μαρωνίτης. Ν.) Αθήνα, 1971, σ. 87 όσο κι από το. Γληνό, «Η αξία των ανθρωπιστικών γραµµάτων» στο ίδιο έργο, σ. 111. (Η περίφηµη αυτή πραγµατεία του. Γληνού για τη θέση και την αξία των Ανθρωπιστικών Σπουδών στην Ελλάδα αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο της εισαγωγής στο Σοφιστή του Πλάτωνα, του οποίου τη µετάφραση επιµελήθηκε για πρώτη φορά ο λαµπρός αυτός ελληνιστής, βαθύς γνώστης της Φιλοσοφίας, ένας από τους σηµαντικότερους πνευµατικούς ανθρώπους και παιδαγωγούς της εποχής του και µεγάλος αγωνιστής για λογαριασµό των εκδόσεων «Ι. Ζαχαρόπουλος» το 1940 -µεσούσης της δικτατορίας της 4 ης Αυγούστου- µε το ψευδώνυµο. Αλεξάνδρου). 7
-Αν συνεχίζουµε να αποδίδουµε στις Ανθρωπιστικές Σπουδές, συγχέοντάς τες µε το µονοµερή κλασικισµό και την ειδολογική απλά µόρφωση, τη διάσταση της τελειότητας που ποτέ δεν είχαν και να αντιµετωπίζουµε τους διδάσκοντες αυτών των γνωστικών αντικειµένων σαν ένα είδος κλειστής εταιρείας µιας πνευµατικής πρωτοπορίας, σαν µια αυτάρκη κάστα ειδικών που επικοινωνούν µόνο µεταξύ τους και περιβάλλονται από ένα προστατευτικό τείχος απόλυτης µακαριότητας 21. -Αν εµµένουµε ως διδάσκοντες σε µια ηθικοποιητική διδασκαλία, σε µια ουδέτερη και ακίνδυνη προσέγγιση του πνεύµατος και των αξιών του αρχαίου κόσµου, ως στατικών, ατόφιων ή εφάπαξ δοσµένων, κι εστιάζοντας στις εξωτερικές µορφές προωθούµε τον άκαµπτο φορµαλισµό, το στείρο εγκυκλοπαιδισµό, το σχολαστικισµό και την τυπολατρία, θανάσιµα αµαρτήµατα που µας κληροδότησε ο ιδεαλισµός του 19 ου αιώνα, εκφρασµένα µε συνέπεια στην Ερβαρτιανή Παιδαγωγική που εξακολουθεί ακόµη και σήµερα να µπολιάζει την εκπαιδευτική διαδικασία 22. Όµως, ο ανθρωπισµός δε νοείται απλά ως ενδεικτικό στοιχείο µιας ορισµένης πολιτιστικά εποχής ούτε ως ένδειξη καθορισµένου παιδαγωγικού συτήµατος, αλλά ως όρος ενδεικτικός του ενδιαφέροντος για τον άνθρωπο και τη µοίρα του, ως µορφωτικό ιδεώδες που αναπτύχθηκε κατά την αρχαιότητα και αποβλέπει στην ολόπλευρη καλλιέργεια του ατόµου και τη σύµµετρη ανάπτυξη όλων των δυνάµεων και δεξιοτήτων του, ηθικών, πνευµατικών, συναισθηµατικών, πολιτικών, κοινωνικών. Υπ αυτή την έννοια, οι Ανθρωπιστικές Σπουδές, οι οποίες αποσκοπούν στην εκπλήρωση αυτού του ιδεώδους, αποτελούν γνωστικές περιοχές που έχουν ως αντικείµενο µελέτης και προβληµατισµού τους τα δηµιουργήµατα του ανθρώπινου πνεύµατος, την κατανόηση κι αξιολόγηση του παρελθόντος, τη µετουσίωση και µεταξίωση των ιδεών και αξιών του κλασικού πολιτισµού σε γόνιµα σπέρµατα κι εξυψωτικά στοιχεία της σύγχρονης ζωής 23. Ειδικά σήµερα, στη σύνθετα οργανωµένη κοινωνία της εποχής της παγκοσµιοποίησης, που η ιδέα της προόδου έχει αποµυθοποιηθεί και οι µε τόσες θυσίες κατακτηµένες αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισµού παραµορφώθηκαν και κινδυνεύουν να εκλείψουν, ενώ η κοινωνική µηχανοποίηση απειλεί όλο και περισσότερο την ελευθερία της σκέψης και της δράσης, η ανθρωπιστική παιδεία έχει ως στόχο της, µετατρέποντας την αρχαιότητα σε 21 Finley Moses, όπ. π. σ. 87 22 Βλ. την ασυνήθιστη σε διαύγεια κριτική που ασκεί ο Μ. Παπαµαύρος στην Ερβαρτιανή Παιδαγωγική στο βιβλίο του, Σύστηµα Παιδαγωγικής, Αθήνα, 1964, σ. 37-40. 23 Γληνός. «Η αξία των Ανθρωπιστικών Γραµµάτων» στο συλλογικό έργο Ο Φόβος της Ελευθερίας, όπ. π. σ. 110-111. 8
πηγή έµπνευσης και καθοδήγησης, να συµβάλλει στην υπεράσπιση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, στον πλήρη εξανθρωπισµό του και τη βίωση µιας ζωής µε ποιότητα και νόηµα. Πάντοτε, όµως, σε αναφορά µε τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν και την προοπτική που διαµορφώνει η κοινωνική δυναµική 24. Γιατί οι ιστορικές συνθήκες είναι αυτές που µας προσφέρουν τη βάση για να διαδραµατίσουν οι Ανθρωπιστικές Σπουδές τον ουσιαστικό ρόλο τους και να κερδίσουν τη θέση που δικαιούνται στη σύγχρονη εκπαιδευτική και κοινωνική πραγµατικότητα. Ποιος, λοιπόν, είναι ο σκοπός που πρέπει να υπηρετήσουν οι Ανθρωπιστικές Σπουδές σ αυτή την κρίσιµη για την εξέλιξη της ανθρωπότητας καµπή 25 κατά την οποία βιώνουµε το θρίαµβο του δογµατισµού, των αυθαιρεσιών και της ισχύος, την κυριαρχία της ανθρώπινης σωρευτικής επιθετικότητας και τον περιορισµό των πολιτικά φιλελεύθερων και δηµοκρατικών αρχών, τον απηνή διωγµό κάθε διαφορετικότητας και την ανασφάλεια που προκαλεί η συνειδητοποίηση ότι η ανθρώπινη επιβίωση δεν είναι πια αυτονόητη 26 ; Ποιος είναι ο ρόλος που οφείλουν να επωµισθούν σ αυτή την ιστορική συγκυρία κατά την οποία θριαµβεύουν ο οικονοµικός και εµπορευµατικός ατοµικισµός και προωθούνται οι ωφελιµιστικές, ανταγωνιστικές και ηδονιστικές αξίες; Που ανάγεται σε ιδανικό της κοινωνικοπολιτικής πραγµατικότητας η δηµιουργία µιας παγκόσµιας κοινωνίας καταναλωτών στην οποία οι αρετές του πολίτη υποκαθίστανται από τις στρατηγικές των εγωιστικών ατόµων, των κυριολεκτικά αποσυνδεδεµένων από το κοινωνικό σύνολο που στοχεύουν µόνο στην ικανοποίηση των συµφερόντων τους και τη µεγιστοποίηση αυτών µ όποιο κόστος για τον πλησίον; Που ανάγονται σε πυλώνες της παγκοσµιστικής ιδεολογίας οι ιδέες της ταχύτητας, της ευελιξίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσµατικότητας 27 ; 24 Για την κοινωνιολογική διάσταση των Ανθρωπιστικών Σπουδών, που ιδιαίτερα µετά το Β Παγκόσµιο γίνεται πιο ουσιαστική βλ. Levi A. W. The Social Function of the Humanities, The Educational Forum, 6, 1942, pp. 341-9. 25 Σύµφωνα µε το Moses Finley, κανένας επιστηµονικός κλάδος και κανένα µάθηµα δεν µπορεί να διατηρηθεί, σε µια ελεύθερη τουλάχιστον κοινωνία, µε την επιβολή εκτός, ίσως, από µια πολύ σύντοµη χρονική περίοδο. Γι ανα κερδίσει τη θέση του και το δικαίωµα διαιώνισής του, πρέπει, ενταγµένος στην αντικειµενική πραγµατικότητα, να υπηρετεί ένα σκοπό, να ικανοποιεί τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής. Βλ.Moses Finley, όπ. π. σ. 86. 26 Για µια ανατοµία της σύγχρονης πλανητικής κοινωνίας βλ. Νικολινάκος, Μ. Βαρβαρούσης, Π. (επ.) Επιστήµη και Ειρήνη, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1988, καρπό του Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ε.Ε.Κ.Ε. που διεξάχθηκε στην Αθήνα το διάστηµα 31 Οκτωβρίου 2 Νοεµβρίου του 1986. 27 Targuieff, Pierre Andre, Παγκοσµιοποίηση και ηµοκρατία (µετ. Ν. Κούρκουλος) Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2002, σ. 37. 9
Σ αυτό το παράδοξα δοµηµένο παγκόσµιο τοπίο, που χαρακτηρίζεται από µια αντιφατική πορεία προς την οµοιοµορφία και τον κατακερµατισµό, την ανάπτυξη και την υπανάπτυξη, τη δηµοκρατία και την ολιγαρχία, οι Ανθρωπιστικές Σπουδές οφείλουν να εκπληρώσουν το καθήκον τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο υπακούοντας σε µια διαφορετική φιλοσοφία και µια ρυθµιστική ιδέα για τον άνθρωπο και την επιθυµητή κοινωνία οι οποίες απαιτούν αντίσταση κι όχι προσαρµογή σ αυτό που υποτίθεται ότι είναι µια αναπόφευκτη πλανητική κίνηση. Υποχρέωσή τους γίνεται εκ των πραγµάτων η διάπλαση ολοκληρωµένων, αυτόνοµων προσωπικοτήτων, δραστήριων πολιτικών υποκειµένων που σκέπτονται τοπικά και λειτουργούν οικουµενικά στη βάση της αναγνώρισης της ολότητας και της θεµελιώδους ενότητας της ανθρωπότητας, ιδιότητες οι οποίες επιβάλλουν την αντιµετώπιση όλων των ανθρώπων ως µελών µιας ευρύτερης κοινότητας µε κοινά προβλήµατα αλλά και συµφέροντα. Ατόµων ικανών να σκέπτονται και να αποφασίζουν ελεύθερα συµµετέχοντας ενεργά στο κοινωνικό γίγνεσθαι, διατεθειµένων να αντιταχθούν δυναµικά, αν χρειασθεί, στις υπερβάσεις των πάσης φύσεως εξουσιών και ισχυρών ώστε να επηρεάζουν ενδοκρατικές και διακρατικές πολιτικές και να προκαλούν αναπροσανατολισµούς πολιτικών πρακτικών και στοχεύσεων. Κοντολογής, ατόµων - δηµιουργών µιας νέας, πλήρους δηµοκρατικής κοινότητας συµµετεχόντων που θα διακρίνονται από υπευθυνότητα και συνυπευθυνότητα, ηθική και πολιτική, απέναντι στις µελλοντικές γενιές και θα αποβούν, έτσι, κύριοι του πεπρωµένου τους και ρυθµιστές της ιστορικής εξέλιξης. Η υλοποίηση αυτού του στόχου προϋποθέτει τη σπουδή του πνευµατικού, ηθικού και υλικού βίου των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωµαίων µέσω της ανασυγκρότησης όλων των πτυχών και των όψεων του κλασικού πολιτισµού 28 και της δηµιουργικής αναβίωσης του πνεύµατός αυτού σε συσχετισµό κι αλληλεξάρτηση µε τις συνθήκες και τις ανάγκες του παρόντος. Η συρρίκνωση του αντικειµένου των Ανθρωπιστικών Σπουδών στη σπουδή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ως «αξίας καθ εαυτήν», που όταν «βιωθεί» είναι ικανή να πειθαρχήσει το πνεύµα και να ασκήσει γενικότερη παιδευτική επίδραση, εκτός του ότι στερείται επιστηµονικής βάσης, καλλιεργεί τη µαταιοδοξία µας ως µορφωµένων και την αλαζονεία µας ως 28 Αυτό ορίζεται ως αντικείµενο της Κλασικής φιλολογίας από τους Πατριάρχες της σύγχρονης αυτής Επιστήµης, F. A. Wolf, στις αρχές του 19ου αιώνα, και Wilamowitz, έναν αιώνα αργότερα. Περισσότερα για τους F. A. Wolf και Wilamowitz βλ. αντίστοιχα: Rudolf Pfeiffer, Ιστορία της Κλασικής Φιλολογίας: Από το 1300 µέχρι το 1850, Αθήνα, Ακαδηµία Αθηνών, σσ. 200-209 και 10
περιούσιων κληρονόµων του µοναδικού, αυθεντικού, αξεπέραστου κι αιώνιου κλασικού πολιτισµού εµποδίζοντάς µας από την ουσιαστική γνωριµία κι επαφή µαζί του και δηµιουργώντας προκαταλήψεις και στερεότυπα. Εξάλλου, η µεγάλη σηµασία των Ανθρωπιστικών Σπουδών δεν έγκειται στη δυνατότητά τους να καλλιεργούν τη λογική ικανότητα, την ηθική συνείδηση, τη θρησκευτική πίστη και τις αισθητικές διαθέσεις που διαφοροποιούν τον άνθρωπο και τον τοποθετούν πάνω από τον υπόλοιπο φυσικό κόσµο, όπως διατεινόταν η Ιδεαλιστική Φιλοσοφία της Αγωγής. Συνίσταται στο γεγονός ότι ανάγοντας τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, σε κέντρο του ενδιαφέροντός τους ως µέτρο και τέλος όλων των πραγµάτων, φέρνουν τους µαθητές σ επαφή µε οτιδήποτε µεγάλο και υψηλό δηµιούργησε ο κλασικός κόσµος σ όλους τους τοµείς του πνεύµατος και του κοινωνικο-πολιτικού βίου, ώστε να µυηθούν και να εµβαθύνουν στις ανθρώπινες αξίες που συνδέονται µε την αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να φθάσει σ ένα επίπεδο ζωής µε νόηµα και που βρίσκονται σε λήθαργο στη σύγχρονη εποχή, καθώς αντιµετωπίζονται σαν εµπορευµατοποιηµένα αγαθά ανάλογα µε τον πρακτικό σκοπό τους και το ύψος της αποτελεσµατικότητάς τους. Με την αφύπνιση των «κοιµωµένων» αξιών και την ανάδειξη των υψηλών ιδεών του κλασικού πολιτισµού, τις οποίες µεταφέρουν στη σύγχρονη πραγµατικότητα µετουσιώνοντάς τες σε γόνιµα σπέρµατα της καθηµερινής ζωής, οι Ανθρωπιστικές Σπουδές συντελούν στην ανάπτυξη κριτικής και πολιτικής συνείδησης, που επιτρέπει στα άτοµα να κατανοήσουν το σύγχρονο, επιστηµονικά και τεχνολογικά αναπτυγµένο αλλά κοινωνικά κατακερµατισµένο και πολιτικά υποβαθµισµένο κόσµο, να αποκτήσουν ικανότητες ελέγχου και χειρισµού του, δυνατότητες να ανατρέψουν την υπάρχουσα, διαρκώς επιδεινούµενη κατάσταση καθώς και επιθυµία να δράσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Με δυο λόγια, συµβάλλουν στη διάπλαση ενεργών πολιτικών υποκειµένων που, γνωρίζοντας και κατανοώντας τον άνθρωπο ως κοινωνικοπολιτικό όν τόσο σε επίπεδο τοπικό όσο και οικουµενικό, έχουν την επιθυµία και τις δυνατότητες να υψωθούν πάνω από κοινωνικές συµβατικότητες και στενά «εθνικά» συµφέροντα, πάνω από δογµατισµούς και φανατισµούς και να βάλουν τα θεµέλια για τη δηµιουργία ενός νέου κόσµου, ελεύθερου, δίκαιου και ειρηνικού στη βάση της συνειδητοποίησης της θεµελιώδους ενότητας της ανθρωπότητας και των απαραβίαστων ανθρώπινων δικαιωµάτων. Κων/νος Βουρβέρης, Εισαγωγή εις την Αρχαιογνωσίαν και την Κλασικήν Φιλολογίαν, Αθήνα, Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία, 1975, σσ. 265-267. 11
Υπ αυτή την έννοια οι Ανθρωπιστικές Σπουδές δεν προσφέρουν ανεπίκαιρες και ασυµβίβαστες µε τις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας γνώσεις. Τουναντίον, στην εποχή των µεγάλων προβληµάτων που προκαλεί η µονοµερής διόγκωση των παγκοσµιοποιούµενων χρηµατιστικών συναλλαγών και η κυριαρχία του τεχνοκρατικού πνεύµατος, έχουν τη δυνατότητα, καλλιεργώντας την ανθρώπινη αρετή -που εµπεριέχει τις ιδιότητες της ελεύθερης σκέψης, της σύνεσης, της αγάπης για τον άνθρωπο και, πάνω απ όλα, της δικαιοσύνης- να διαπλάθουν ακέραιους και ηθικούς ανθρώπους, συνειδητοποιηµένους πολίτες που θέλουν και είναι ικανοί να δηµιουργήσουν µια κοινωνία περισσότερο εξυπηρετική για όλη την ανθρωπότητα. Αρκεί να ξεφύγουν από τον ινστρουµενταλισµό µε τον οποίο τις απειλούν οι σύγχρονες πνευµατικές τάσεις αλλά κι από την ασάφεια και την αλαζονική αποµόνωση στην οποία οι ίδιες έχουν καταδικάσει τον εαυτό τους. Οι Ανθρωπιστικές Σπουδές σήµερα οφείλουν να βοηθήσουν τους µαθητές να αναπτύξουν τις βασικές ικανότητες που θα τους επιτρέψουν να γνωρίσουν και να κατανοήσουν το σύγχρονο κόσµο, να αποσαφηνίσουν και να ερµηνεύσουν τα περίπλοκα ζητήµατα και προβλήµατα της σύγχρονης κοινωνικής πραγµατικότητας, ώστε να καταφέρουν να τα ελέγξουν προσβλέποντας σ ένα καλύτερο αύριο. Σ αυτή την αγωνιώδη, όµως, προσπάθεια, απόλυτα συµβατή µε τις ανάγκες του καιρού µας, δε δικαιούνται να διεκδικούν τη µονοπωλιακή ή την κυρίαρχη, έστω, θέση. Οφείλουν να βαδίζουν χέρι µε χέρι µε τις επιστηµονικές και τεχνολογικές γνώσεις προσφέροντας εκείνες τις µορφωτικές αξίες από την κλασική αρχαιότητα που βοηθούν στο να γίνει ποιοτικότερη η ζωή για όλους, οφείλουν να συνυπάρχουν αρµονικά µε τις νέες τάσεις της εποχής µπολιάζοντας την τεχνοκρατούµενη εκπαίδευση του αιώνα µας µε τον κριτικό στοχασµό, την κοινωνική ευαισθησία, τη φαντασία, το συναίσθηµα. Μόνον έτσι θα κερδίσουν τη θέση που τους πρέπει. Βέβαια, στις σκοτεινές πλευρές της θαυµαστής παγκοσµιοποίησης που εκτέθηκαν παραπάνω θα µπορούσε κάποιος να αντιπαραθέσει ότι χάρη στην επανάσταση της τεχνολογίας και της πληροφορικής η οικονοµία µεγεθύνεται και, συνεπώς, επίκειται µείωση της ανεργίας και κοινωνική ανάπτυξη, ότι τα γεωγραφικά σύνορα αίρονται και οι κοινωνικές αποστάσεις καταργούνται, ότι η µονοσήµαντη δοµή εξουσίας των ανταγωνιστικών εθνικών κρατών τείνει να αντικατασταθεί µε µια πολυκεντρική κατανοµή εξουσιών, περισσότερο δηµοκρατική κι αντιπροσωπευτική, 12