ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΠΜΣ) Ο ρόλος του υποκειμένου στην Αριστοτελική θεωρία της μεταβολής στο Α βιβλίο των Φυσικών Διπλωματική εργασία (ΜΔΕ) του Μάκου Θεόδωρου Επιβλέπων Καθηγητής Στασινός Σταυριανέας Πάτρα, Δεκέμβριος 2014
Τριμελής Επιτροπή Εξέτασης Στασινός Σταυριανέας (επιβλέπων) Τερέζης Χρήστος (εξεταστής) Μουζάλα Μελίνα (εξετάστρια) 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...4 2. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ..5 3. ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ Α ΒΙΒΛΙΟΥ... 9 4. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ.. 10 5. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤA I5 ΚΑΙ I6 ΚΕΦΑΛΑΙA ΤΟΥ Α ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ 14 6. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ι7. 19 ( Α) Εισαγωγή- Μέθοδος εξέτασης.... 19 ( Β) Απλά και σύνθετα μεταβαλλόμενα.....22 (Γ) Ότι σε κάθε μεταβολή υπόκειται κάτι.... 27 (Δ) Γίγνεσθαι ἁπλῶς και γίγνεσθαι τόδε τι. (απόλυτη και συνδετική ή κατηγορηματική χρήση του γίγνεσθαι)... 38 (Ε) Γίγνεσθαι ἁπλῶς... 40 (Ζ) Οι ἁπλές γενέσεις και επίλυση της δυσκολίας σχετικά με τον αριθμό των αρχών. 44 (Η) Συμπέρασμα.... 53 7. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ..56 8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.......57 2
3
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της εργασίας μας είναι αφού σκιαγραφήσουμε εν συντομία τα κύρια σημεία του Α βιβλίου των Φυσικών, να παρουσιάσουμε την έννοια της μεταβολής όπως αυτή παρουσιάζεται στο Α βιβλίο των Φυσικών. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε το ρόλο του υποκειμένου σε αυτή τη θεωρία. Για να το επιτύχουμε αυτό θα βασιστούμε κυρίως στην ανάλυση του κεφαλαίου Ι7 από το Α βιβλίο των Φυσικών. Θα αναπτύξουμε αρχικά τις θέσεις του Αριστοτέλη ως προς τις δύο αυτές έννοιες, της μεταβολής και του υποκειμένου καθώς και τη σχέση τους όπως αυτή προκύπτει από την ανάλυση του Ι7. Τελικός μας προορισμός θα είναι η εξέταση του θέματος της ύλης, θέμα που ακόμη δέχεται διαφορετικές και εν πολλοίς αντικρουόμενες ερμηνευτικές προσεγγίσεις από τους μελετητές του Αριστοτέλη. Πριν όμως από την ανάπτυξη του προς εξέταση θέματος κρίνουμε χρήσιμη την παράθεση εν συντομία μερικών ιστορικών στοιχείων που αφορούν τα Φυσικά, τον Αριστοτέλη και το έργο του. 4
2. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Τα Φυσικά θεωρούνται γνήσιο έργο του Αριστοτέλη 1 και μπορούν να συμπεριληφθούν σε μια μεγαλύτερη ενότητα έργων, που αποτελούν τις φυσικές πραγματείες του. Έτσι τα Φυσικά, από άποψη συγγένειας επιστημονικού πεδίου, τοποθετείται μαζί με τα έργα Περί Ουρανού, Περί Γενέσεως και Φθοράς και Μετεωρολογικά. Με μία ευρύτερη έννοια, στην αριστοτελική σύλληψη της φυσικής επιστήμης εντάσσονται και τα βιολογικά έργα του Περί Ζώων Μορίων, Περί Ζώων Γενέσεως, Περί τα Ζώα Ιστορίαι, Περί Ζώων Πορείας, Περί Ζώων Κινήσεως καθώς και τα Περί Ψυχής και Μικρά Φυσικά. 2 Η απόλυτη χρονολόγηση της συγγραφής των διαλέξεων που αποτέλεσαν τα Φυσικά στην αρχική τους μορφή δεν είναι κοινά αποδεκτή από τους μελετητές του Αριστοτέλη. Η πρώτη εκδοχή χρονολογεί τη συγγραφή τους μετά τον θάνατο του Πλάτωνα το 347 π.χ και την αναχώρηση του Αριστοτέλη από την Αθήνα για λόγους ασφάλειας. Ήδη από την κατάληψη της Ολύνθου από τους Μακεδόνες το 349 π.χ είχε ενισχυθεί το αντιμακεδονικό στρατόπεδο, που με αρχηγό τον ρήτορα Δημοσθένη κυριαρχούσε στην Αθηναϊκή πολιτική σκηνή. Οι σχέσεις που διατηρούσε ο Αριστοτέλης με την βασιλική αυλή της Μακεδονίας δεν του επέτρεπαν την ασφαλή παραμονή του στην Αθήνα κάτω από αυτές τις συνθήκες αναταραχής. Έτσι αναχώρησε για την Άσσο της Μικράς Ασίας όπου έμεινε φιλοξενούμενος του τυράννου Ερμία. Ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκτός των Αθηνών, αρχικά στην Άσσο της Μικράς Ασίας, κατόπιν στην Μυτιλήνη και τέλος στην βασιλική αυλή του 1 W.D.Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μαριλίζα Μητσου (Αθήνα,Μ.Ι.Ε.Τ, 2005) σελ 25 2 Βασίλης Κάλφας, Αριστοτέλης (Αθήνα, Σκαι βιβλίο,2009) σελ 53 5
Φιλλίπου του Β έγραψε τις διαλέξεις των βιβλίων τα οποία εμείς γνωρίζουμε ως Φυσικά στην αρχική τουλάχιστον μορφή τους. 3 Η δεύτερη εκδοχή 4 υποστηρίζει ότι τουλάχιστον τα πρώτα δύο βιβλία από τα Φυσικά γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης παραμονής του στην Αθήνα η οποία διήρκεσε από το 367πΧ έως το 347πΧ, τον καιρό δηλαδή που ήταν μέλος της Ακαδημίας του Πλάτωνα. Μάλιστα θεωρείται πιθανότερο η συγγραφή τους να έγινε κοντά στην ημερομηνία θανάτου του Πλάτωνα (347πΧ) αλλά οπωσδήποτε πριν από αυτή. 5 Όπως συνέβη και με τα άλλα σημαντικά διδακτικά συγγράμματα του φιλοσόφου ( σε αντίθεση με τα έργα του που απευθύνονταν στο ευρύ κοινό, τα ονομαζόμενα εξωτερικά έργα) τα Φυσικά δεν δημοσιεύτηκαν στη διάρκεια της ζωής του. Το κείμενο που έχουμε πια στα χέρια μας είναι προϊόν επεξεργασίας με ποικίλους τρόπους. Ο ίδιος μάλιστα ο Αριστοτέλης φαίνεται πως αναθεωρούσε στη διάρκεια του χρόνου μέρος από το έργο του καθώς το χρησιμοποιούσε ως διδακτικές σημειώσεις για τα μαθήματα που παρέδιδε 6. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όπως και το συνολικό σχεδόν παραδεδομένο σε μας έργο του Αριστοτέλη τα Φυσικά δεν συγγράφηκαν με τη μορφή που τα γνωρίζουμε 7. Ο πρώτος εκδότης των έργων του Αριστοτέλη, ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος ήταν αυτός που συνένωσε σε ένα βιβλίο με το όνομα τα Φυσικά παραδόσεις και σημειώσεις που κατά καιρούς συνέθεσε ο Αριστοτέλης για τις έννοιες της φύσης, της 3 W.D.Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μαριλίζα Μητσου (Αθήνα,Μ.Ι.Ε.Τ, 2005) σελ 35 4 Mario Vegetti, Ιστορια της Αρχαιας Φιλοσοφιας: μεταφραση Γ Δημητρακοπουλος (Αθηνα, Τραυλος),2003 σελ. 206. 5 Ingemar During, Αριστοτέλης, Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του: μετάφραση Π. Κοτζιά Παντελή (Αθήνα Μ.Ι.Ε.Τ,2000) σελ. 111. 6 Ingemar During, Αριστοτέλης, Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του: μετάφραση Π. Κοτζιά Παντελή (Αθήνα Μ.Ι.Ε.Τ,2000) σελ. 88. 7 Ingemar During, Αριστοτέλης, Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του: μετάφραση Π. Κοτζιά Παντελή (Αθήνα Μ.Ι.Ε.Τ,2000) σελ. 110. 6
κίνησης, του χρόνου, του χώρου, του απείρου κ.ο.κ. 8 Αυτό το κείμενο είναι που έφτασε στα χέρια μας με την ονομασία Φυσικά και η πιο πιθανή εκδοχή είναι οτι το κείμενο αυτό του Ανδρόνικου του Ρόδιου προέρχεται κατευθείαν από τα αριστοτελικά χειρόγραφα. Το πρώτο βιβλίο από τα Φυσικά φαίνεται πως ήταν αρχικά μια αυτόνομη σειρά διαλέξεων με γενικό θέμα περί των αρχών 9. Με αυτό τον τίτλο βρίσκουμε το βιβλίο στον κατάλογο των έργων που μας παρέδωσε ο Διογένης Λαέρτιος (αρχές του 3 ου μ.χ αιώνα) και που πιθανώς είναι ο κατάλογος έργων του Αριστοτέλη στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας 10. Αν για τα έργα του Πλάτωνα ευτυχίσαμε να τα έχουμε χωρίς διαπιστώσιμα κενά 11 χάρη στην αδιάλειπτη στον χρόνο αντιγραφή και μελέτη των διαλόγων του από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον Αριστοτέλη. Το γεγονός ότι τα διδακτικά του έργα σώζονται σήμερα οφείλεται σε κάποιες ευτυχείς συμπτώσεις, που αγγίζουν τα όρια του φανταστικού και φαίνονται, ως ένα σημείο, σχεδόν απίστευτες. Αντίθετα, όλα τα έργα που ο ίδιος δημοσίευσε όσο ζούσε χάθηκαν. 12 Τα διδακτικά του έργα τα οποία παραδόθηκαν σε εμάς είναι γνωστό ότι παρέμειναν σχεδόν ξεχασμένα για πάνω από διακόσια χρόνια όπως φανερώνουν οι εκπληκτικά λίγες ενδείξεις από τα ελληνιστικά χρόνια ότι τα διδακτικά έργα του Αριστοτέλη ήταν γνωστά. 13 8 Βασίλης Κάλφας, Αριστοτέλης (Αθήνα, Σκαι, 2009) σελ. 52. 9 Ingemar During, Αριστοτέλης, Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του: μετάφραση Π. Κοτζιά Παντελή (Αθήνα Μ.Ι.Ε.Τ,2000) σελ. 308. 10 W.D.Ross,Aristotles Physics,a revised text with introduction and commentary (Oxford 1936) σελ4 και 5 11 A.E.Taylor, Πλάτων, μετάφραση: Ιορδάνης Αρζόγλου (Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ, 2003) σελ. 30. 12 Ingemar During, Αριστοτέλης, Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του: μετάφραση Π. Κοτζιά Παντελή (Αθήνα Μ.Ι.Ε.Τ,2000) σελ. 90. 13 Ingemar During, Αριστοτέλης, Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του: μετάφραση Π. Κοτζιά Παντελή (Αθήνα Μ.Ι.Ε.Τ,2000) σελ. 91. 7
Οι παραπάνω γραμμές οι σχετικές με την παράδοση του έργου του Αριστοτέλη σε εμάς δεν έχουν ιστοριογραφική μόνο αξία. Αντίθετα ο τρόπος παράδοσης των έργων του Αριστοτέλη σε εμάς, αποτελεί ερμηνευτικό κλειδί για λύση πολλών από τις δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά τη μελέτη του έργου του και ως τέτοιο βοηθητικό εργαλείο αναφέρονται στη μελέτη μας. Έχοντας στον νου μας τις παραπάνω σκέψεις και με οδηγό την ακόλουθη φράση ενός από τους σημαντικότερους μελετητές της αρχαίας φιλοσοφίας του Pierre Hadot, θα προχωρήσουμε στη μελέτη του θέματος μας. όταν θέλει κάποιος να ερμηνεύσει ένα φιλοσοφικό έργο της αρχαιότητας, πρέπει να επιδίδεται προπαντός στην παρακολούθηση της κίνησης, των μαιάνδρων της σκέψης του συγγραφέα, δηλαδή τις διαλεκτικές ή πνευματικές ασκήσεις τις οποίες ο φιλόσοφος οδηγεί τους μαθητές του να κάνουν, επί παραδείγματι αρχίζοντας και πάλι την έκθεση του από διαφορετικά σημεία εκκίνησης, όπως είναι η περίπτωση του έργου του Αριστοτέλη. 14 14 Pierre Hadot, Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής, μετάφραση: Αλεξάνδρα Μιχαήλ Βεργοπούλου (Αθήνα, Λιβάνης,2009) σελ. 194. 8
3. ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ Α ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ Ας ξεκινήσουμε με μια γενική περιγραφή του βιβλίου. Σύμφωνα με τον Κ. Δ. Γεωργούλη το περιεχόμενο σε τίτλους μπορεί να αποδοθεί ως εξής: 1. Σκοπός και μέθοδος της πραγματείας 2. Το πρόβλημα : ο αριθμός και ο χαρακτήρας των πρώτων αρχών της φύσης. Η πραγματικότητα δεν είναι μία, όπως υπέθετε ο Παρμενίδης και ο Μέλισσος. 3. Έλεγχος των αντιλήψεων τους. 4. Διαπίστωση και εξέταση των αντιλήψεων των φυσικών φιλοσόφων. 5. Οι αρχές είναι ενάντιες. 6. Οι αρχές είναι κατά τον αριθμό δύο η τρείς. 7. Ο αριθμός και η φύση των αρχών. 8. Η αληθινή αντίληψη απομακρύνει τις δυσκολίες, που είχαν δοκιμάσει οι παλαιοί φιλόσοφοι. 9. Ευρύτερες σκέψεις επάνω στις πρώτες αρχές της φύσης. 15 15 σελ 10. Κ. Δ. Γεωργούλης,Αριστοτέλους Φυσική ακρόασις,( Αθήνα, Παπαδήμα,1972) 9
4. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ Η έννοια της κίνησης κατέχει πρωτεύοντα ρόλο σε ολόκληρο το βιβλίο των Φυσικών. Μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος του έργου διαπραγματεύεται τα είδη της κίνησης. 16 Ειδικότερα στη πραγματεία των Φυσικών θα της δοθεί ξεχωριστός χώρος στα βιβλία Γ και Δ. Η σημασία της έννοιας της κίνησης υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική από τις απαρχές της ελληνικής φιλοσοφίας θέτοντας καίρια φιλοσοφικά προβλήματα με πρωταρχικότερο το ερώτημα αν υπάρχει μεταβολή. Σε αυτό το ερώτημα δόθηκαν δυο αντιτιθέμενες απαντήσεις από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Η πρώτη προσπάθεια μονιστικής οντολογικής απάντησης του ερωτήματος προήλθε από τον κύκλο των Ελεατών φιλοσόφων με κύριο εκπρόσωπο τον Παρμενίδη. Αυτοί ισχυρίστηκαν ότι δεν υπάρχει κίνηση διότι η κίνηση προϋποθέτει περισσότερες από μία οντότητες ενώ υπάρχει ένα μόνο πράγμα, το ον. Σύμφωνα με αυτόν τον ισχυρισμό το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, μοναδικό, ακίνητο, πλήρες, συνεχές 17. Έτσι εγκαθίδρυσαν τον οντολογικό μονισμό. Αντιθέτως η ιωνική σχολή με κύριο εκπρόσωπο τον Ηράκλειτο υποστήριξε την αντίθετη άποψη ότι τα πάντα κινούνται-μεταβάλλονται. Σε αυτό το ερώτημα λοιπόν που ταλάνισε τις απαρχές της φιλοσοφίας και διατηρήθηκε συνεχώς επίκαιρο μέχρι τις μέρες του, ο Αριστοτέλης θα επιχειρήσει να δώσει την δική του απάντηση. Ο Αριστοτέλης θα ορίσει στο Β βιβλίο των Φυσικών ως φυσικά όντα, εκείνα τα όντα που έχουν μέσα τους μια αρχή κίνησης και στάσης. «Τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστι φύσει,, πάντα δὲ ταῦτα φαίνεται διαφέροντα πρὸς τὰ μὴ φύσει συνεστῶτα. τούτωνμὲν γὰρ ἕκαστον ἐν ἑαυτῷ ἀρχὴν ἔχει κινήσεως καὶ 16 Jonathan Barnes, Αριστοτέλης, μετάφραση: Ελένη Λεοντσίνη, (Αθήνα, Ελληνικα Γράμματα Το Βήμα, 2006) σελ. 94. 17 Β. Κάλφας & Γ. Ζωγραφίδης, Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, (Θεσσαλονίκη, ΙΝΣ, 2006) σελ. 74. 10
στάσεως,» 18 Άρα η πιο σημαντική ιδιότητα τους, αυτό που τα ξεχωρίζει από τα άλλα όντα είναι ότι αυτά έχουν μία εσωτερική αρχή κίνησης. Κρίνεται επομένως απαραίτητη η διερεύνηση της κίνησης, αυτής της κομβικής έννοιας χωρίς την οποία είναι αδύνατη η κατανόηση της φύσης. Για αυτό αμέσως μετά προσδιορίζει την έννοια της κίνησης και ξεκινά την εξέταση του λέγοντας: «τὰ μὲν κατὰ τόπον, τὰ δὲ κατ' αὔξησιν καὶ φθίσιν, τὰ δὲ κατ' ἀλλοίωσιν» 19 και αργότερα θα ξανατονίσει. «ἀνάγκη τρεῖς εἶναι κινήσεις, τήν τε τοῦ ποιοῦ καὶ τὴν τοῦ ποσοῦ καὶ τὴν κατὰ τόπον.» 20 Άλλες κινήσεις λοιπόν αφορούν την μετακίνηση κατά τόπον, άλλες την ανάπτυξη και τη μείωση και άλλες την αλλοίωση. Καταλαβαίνουμε λοιπόν εδώ ότι για τον Αριστοτέλη η κίνηση δεν είναι μόνο μεταβολή ως προς τον τόπο αλλά μπορεί να είναι επίσης και μεταβολή από την άποψη της ποσότητας ( αύξησιν και φθίσιν) ή της ποιότητας (αλλοίωσις). Στη συνέχεια στο πρώτο κεφάλαιο του Β βιβλίου των Φυσικών θα εντάξει και τη γέννηση στην κίνηση. 21 Στο Λ των Μετά τα Φυσικά ο Αριστοτέλης θα προσθέσει ρητά τη μεταβολή ως προς την ουσία, την είσοδο δηλαδή και την έξοδο από την ύπαρξη. «εἰ δὴ αἱ μεταβολαὶ τέτταρες, ἢ κατὰ τὸ τι ἢ κατὰ τὸ ποῖον ἢ πόσον ἢ ποῦ, καὶ γένεσις μὲν ἡ ἁπλῆ καὶ φθορὰ ἡ κατὰ <τὸ> τόδε, αὔξησις δὲ καὶ φθίσις ἡ κατὰ τὸ ποσόν, ἀλλοίωσις δὲ ἡ κατὰ τὸ πάθος, φορὰ δὲ ἡ κατὰ τόπον, εἰς ἐναντιώσεις ἂν εἶεν τὰς καθ' ἕκαστον αἱ μεταβολαί.» ( Μετά τα Φυσικά, Λ,169b9-14) Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε οτι: 18 Φυσικά ΙΙ, 192b8-14 19 Φυσικά ΙΙ, 92b141-15 20 Φυσικά ΙΙ. 225b 8-9 21 Β. Κάλφας, Αριστοτέλης Περί Φύσεως, (Αθήνα, Πόλις, 2004) σελ.70. 11
«Στη φύση λοιπόν υπάρχουν τέσσερα είδη μεταβολής, τα οποία αντιστοιχούν σε τέσσερις από τις κατηγορίες μας: 1) Η γένεση και η φθορά είναι μεταβολή ως προς το τι, στην περίπτωση αυτή μιλούμε για γένεση εν γένει (απλή γένεσης). 2) ποιοτική μεταβολή. 3) η αύξηση και η ελάττωση είναι ποσοτική μεταβολή. 4) τη μεταβολή ως προς το τόπο την ονομάζουμε κίνηση». 22 Αργότερα βέβαια στο V βιβλίο των Φυσικών ο Αριστοτέλης θα χρησιμοποιεί τον όρο κίνηση περιορίζοντας τον στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει αλλαγή ουσίας. Ας δούμε μερικά παραδείγματα από το κάθε είδος μεταβολής. Ως παράδειγμα μεταβολής ως προς την ουσία μπορούμε να σκεφτούμε την περίπτωση όπου ένα ζώο γεννιέται και πεθαίνει ή ένα φυσικό ον εν γένει δημιουργείται ή καταστρέφεται, ως προς την ποιότητα το κερί που μαλακώνει στη ζέστη και σκληραίνει στο κρύο, ως προς την ποσότητα ένα φυτό που μεγαλώνει και μετά ελαττώνεται. Και στην τοπική μεταβολή ένας άνθρωπος ξεκινά από μια πόλη και πηγαίνει σε μια άλλη. Από αυτούς τους τέσσερις τρόπους μεταβολής ο Αριστοτέλης θα διακρίνει ως ιδιαίτερα σημαντικό το είδος της μεταβολής κατά την οποία ένα πράγμα έρχεται και φεύγει από την ύπαρξη, όπως π.χ. μια ποσότητα χαλκού που λιώνει σε ένα καλούπι και γίνεται ένας ανδριάντας, ή όταν από τούβλα και ξύλα κτίζεται ένα σπίτι ή ακόμη όταν ένας σπόρος φυτεύεται και αναπτύσσεται σε φυτό. Και το αντίστροφο, ένας ανδριάντας μπορεί να λιώσει και να ξαναγίνει χαλκός, ένα σπίτι να διαλυθεί σε ξύλα και πέτρες και ένα φυτό να μαραθεί. Αυτό το είδος του γίγνεσθαι θα διακριθεί ρητά από το γίγνεσθαι του τύπου το α από α έγινε β στο οποίο δεν γεννιέται ένα νέο πράγμα, αλλά αλλάζει μονάχα μια κατά συμβεβηκός ιδιότητα του χωρίς να έχουμε γέννηση ενός νέου πράγματος αλλά μεταβολή του ίδιου πράγματος. Αυτό συμβαίνει στο παράδειγμα κατά το οποίο ο μη μουσικός άνθρωπος γίνεται μουσικός όπου δεν έχουμε γέννηση ενός νέου πράγματος αλλά μεταβολή μιας κατά συμβεβηκός ιδιότητας του, από μη μουσικός άνθρωπος μεταβάλλεται σε μουσικό άνθρωπο ενώ το πράγμα ( ο άνθρωπος) παραμένει. Γέννηση και αλλοίωση επομένως είναι κύριες έννοιες για την κατανόηση και εξήγηση της φύσης. Για αυτό ο Αριστοτέλης στα 22 Ingemar During, Αριστοτέλης, Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του: μετάφραση Π. Κοτζιά Παντελή (Αθήνα Μ.Ι.Ε.Τ,2000) τ Α σελ. 329. 12
Φυσικά Ι μιλά για την ἁπλῆν γένεσιν (γένεση εν γένει) για να ξεχωρίσει την πραγματική (καθεαυτό) γέννηση από την ποιοτική μεταβολή. 23 Άρα η έννοια της μεταβολής στον Αριστοτέλη αν και πολλές φορές χρησιμοποιείται εναλλακτικά με την έννοια της κίνησης θα μπορούσαμε να πούμε ότι ταυτίζεται με την διευρυμένη έννοια της κίνησης που περιλαμβάνει εκτός από την ποιοτική, την ποσοτική, την κατά τόπο μεταβολή και τη μεταβολή κατά την ουσία. Συνεπώς τέσσερα είναι τα είδη της μεταβολής για τον Αριστοτέλη. 23 Ingemar During, Αριστοτέλης, Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του: μετάφραση Π. Κοτζιά Παντελή (Αθήνα Μ.Ι.Ε.Τ,2000) τ Α σελ. 324. 13
5. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤA ΚΕΦΑΛΑΙA Ι5 ΚΑΙ Ι6 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ Στο Ι5 ο Αριστοτέλης αφού παραθέσει στην αρχή τις απόψεις των προγενέστερων από αυτόν φιλοσόφων, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αρχές πρέπει να είναι ενάντιες. 24 Στη συνέχεια στο Ι6 των Φυσικών ο Αριστοτέλης θα εξετάσει τον αριθμό των στοιχείων ( αρχών). Καταλήγοντας αποκλείει να υπάρχει μόνο μια αρχή καθώς έχει αποδειχθεί πως τα ενάντια είναι αρχές όπως επίσης αρχή είναι και το υποκείμενο που υπόκειται στα ενάντια. Επίσης οι αρχές δεν μπορεί να είναι περισσότερες από τρείς γιατί το υποκείμενο είναι ένα και τα ενάντια δεν μπορεί να είναι πάνω από δύο. Το τελικό συμπέρασμα του όμως είναι πως εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη δυσκολία στο να αποφανθεί κανείς αν τελικά οι αρχές είναι δύο η τρείς. «ὅτι μὲν οὖν οὔτε ἓν τὸ στοιχεῖον οὔτε πλείω δυοῖν ἢ τριῶν, φανερόν τούτων δὲ πότερον, καθάπερ εἴπομεν, ἀπορίαν ἔχει πολλήν.» 25 Ο Kelsey ισχυρίζεται πως εκ πρώτης όψεως δεν είναι φανερό γιατί ο Αριστοτέλης θεωρεί αυτό το ερώτημα δύσκολο να απαντηθεί. Αν συνδυάσει κανείς τους συλλογισμούς του Ι5 και Ι6 θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αρχές είναι τρεις, τα αντίθετα και το υποκείμενο. Τι είναι αυτό που κάνει τον Αριστοτέλη να αμφιβάλει και να θεωρεί ότι το ζήτημα έχει μεγάλη δυσκολία; 26 Θα μπορούσαν να γίνουν διάφορες υποθέσεις για το τι εννοεί ο Αριστοτέλης όταν λέει πως το παραπάνω ερώτημα παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία στην επίλυση του. Ας δούμε πως παρουσιάζει ο Kelsey διάφορες υποθέσεις που μπορούν να γίνουν για να εξηγήσουν τη διατύπωση της δυσκολίας από τον Αριστοτέλη για το αν οι αρχές είναι δυο η τρεις. 27 24 Φυσικά Ι,189a 9-10 25 Φυσικά Ι,189b 27-29 26 Kelsey.S. The Place of I7 in the Argument of Physics I, σελ 180 27 Kelsey.S. The Place of I7 in the Argument of Physics I,σελ 183-185 14
Μια υπόθεση θα ήταν πως υπάρχει δυσκολία αν θα θεωρήσει κανείς τα αντίθετα ένα η δυο. Αυτή η υπόθεση παραμερίζεται εύκολα από τον ίδιο τον Αριστοτέλη όταν λέει πως «δεν μπορεί να είναι μια [οι αρχές], αφού τα αντίθετα δεν είναι ένα και το αυτό». 28 Μια δεύτερη υπόθεση στηρίζεται στη δυσκολία για το αν θα πρέπει να θεωρηθεί η στέρηση ως αρχή. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ πως είναι γενικά αποδεκτό από τους σχολιαστές των έργων του οτι ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η στέρηση είναι αρχή μόνο κατά συμβεβηκός. Τρίτη υπόθεση που μπορεί να θεωρηθεί και ως παραλλαγή της δεύτερης υπόθεσης μπορεί να γίνει στη βάση της δυσκολίας για το αν πρέπει να αριθμήσουμε τη στέρηση μαζί με το υποκείμενο ως μια αρχή η αν θα πρέπει να τα θεωρήσουμε ως δυο αρχές. Ο Kelsey 29 ισχυρίζεται ότι η δεύτερη και τρίτη υπόθεση ( η στέρηση δεν είναι αρχή, η στέρηση και το υποκείμενο είναι μια αρχή) δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αιτίες της τελικής δυσκολίας στο Ι6. Και αυτό διότι δεν παρουσιάζονται παρά μονάχα για πρώτη φορά στο Ι7, πράγμα που σημαίνει ότι ο αναγνώστης του Ι6 δεν τις γνωρίζει. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι όταν αναφέρονται αυτές οι δυσκολίες για πρώτη φορά, και αυτό γίνεται όπως είπαμε στο Ι7, χρησιμοποιούνται για την επίλυση αυτής της δυσκολίας και όχι για την εξήγηση της. O Charlton 30 θα διατυπώσει μια άλλη άποψη σχετικά με το θέμα της δυσκολίας που κλείνει το Ι6. Η άποψη του είναι ότι υπάρχει κάποιας μορφής ήπια αντινομία ανάμεσα στο Ι5 και στο Ι6. Ισχυρίζεται πως ενώ τα επιχειρήματα του Αριστοτέλη στο Ι5 σχετικά με την υπόθεση ότι τα ενάντια είναι αρχές προτείνουν ότι οι αρχές είναι δύο στον αριθμό, στο Ι6 υπάρχουν επιχειρήματα που προτείνουν οτι τελικά οι αρχές είναι τρείς. Η άποψη αυτή του Charlton παρουσιάζει δυσκολίες ως προς την υποστήριξη της. Και αυτό διότι φαίνεται ότι αυτό στο οποίο καταλήγει τελικά ο Αριστοτέλης στο Ι5, είναι γενικά πως οι αρχές θα πρέπει να είναι ενάντιες και όχι σε κάποιο συγκεκριμένο αριθμό. 28 Φυσικά Ι, 189 a12 29 Kelsey.S. The Place of I7 in the Argument of Physics I,σελ 183-185 30 Charlton, W. (2006). Aristotle Physics, Books I and II, σελ. 67. 15
«ὅτι μὲν οὖν ἐναντίας δεῖ τὰς ἀρχὰς εἶναι, φανερόν.» 31 συμπέρασμα του Ι7 ότι και αναφέρει πάλι στο «πρῶτον μὲν οὖν ἐλέχθη ὅτι ἀρχαὶ τἀναντία μόνον» 32 Αυτό ενισχύεται στη συνέχεια όταν ο Αριστοτέλης στην αρχή του Ι6 θα θέσει το ερώτημα αν οι αρχές ( που έδειξε ότι είναι τα ενάντια ) είναι «δύο ή τρεις ή περισσότερες ως προς τον αριθμό». Αυτό υποδηλώνει ότι ο Αριστοτέλης μέχρι εδώ έχει αποδείξει ότι τα ενάντια είναι αρχές και όχι τον αριθμό των εναντίων αφού αυτός ο αριθμός είναι ένα ερώτημα προς διερεύνηση. Αφού στη συνέχεια αποδείξει ότι τα ενάντια δεν μπορούν να είναι ένα στον αριθμό θα προχωρήσει στην εξέταση για το αν οι αρχές είναι άπειρες. Ολόκληρη η εξέταση που ακολουθεί αναφέρεται στα ενάντια και καταλήγει ότι δεν μπορούμε να έχουμε παρά μόνο ένα ζεύγος πρωταρχικών ενάντιων. Συνεπώς αφού στην αρχή του Ι6 ο Αριστοτέλης συνεχίζει την εξέταση του αριθμού των αρχών έχοντας στο νου του ότι αρχές είναι τα ενάντια συνεπάγεται ότι αυτό στο όποιο κατέληξε στο Ι5 είναι ότι οι αρχές πρέπει να είναι ενάντιες και όχι στον αριθμό τους. Αν και φαίνεται ότι η θέση του Charlton δεν μπορεί να υποστηριχτεί όπως εκφράστηκε, θα μπορούσε να πει κανείς όμως, όπως κάνει ο Kelsey 33, ότι πράγματι υπάρχει μια αντινομία ανάμεσα στο Ι5 και στο Ι6 που δεν φαίνεται να είναι όμως αυτή που υποστήριξε ο Charlton. Η αντινομία βρίσκεται στο ότι ενώ τα επιχειρήματα που αναπτύχτηκαν στο Ι5 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι αρχές πρέπει να είναι ενάντιες, στο Ι6 τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται με σκοπό να δείξουν ότι δεν είναι οι μοναδικές αρχές τα ενάντια, υπονομεύουν τελικά και φαίνονται να αμφισβητούν αυτό το συμπέρασμα, ότι δηλαδή τα ενάντια είναι αρχές. Ας δούμε τώρα πως συμβαίνει αυτό. Όταν ξεκίνα ο Αριστοτέλης στο Ι5 να παρουσιάζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να εκπληρώνουν οι αρχές αναφέρει 31 Φυσικά Ι,189a 9-10 32 Φυσικά Ι,191a 15-16 33 Kelsey.S. The Place of I7 in the Argument of Physics I,σελ 185 16
«δεῖ γὰρ τὰς ἀρχὰς μήτε ἐξ ἀλλήλων εἶναι μήτε ἐξ ἄλλων, καὶ ἐκ τούτων πάντα τοῖς δὲ ἐναν τίοις τοῖς πρώτοις ὑπάρχει ταῦτα, διὰ μὲν τὸ πρῶτα εἶναι μὴ ἐξ ἄλλων, διὰ δὲ τὸ ἐναντία μὴ ἐξ ἀλλήλων» 34 «Γιατί οι αρχές δεν είναι δυνατόν να προέρχονται η μία από την άλλη ούτε από οτιδήποτε άλλο, αλλά όλα πρέπει να προέρχονται από αυτές. Για τα πρωταρχικά ενάντια αυτό όντως συμβαίνει, αφού επειδή είναι πρωταρχικά δεν προέρχονται από κάποια άλλα, ενώ επειδή είναι ενάντια δεν προέρχονται το ένα από το άλλο.» Εδώ ο Αριστοτέλης αφού θέσει τις προϋποθέσεις που πρέπει να εκπληρώνουν οι αρχές στη συνέχεια αποδεικνύει γιατί τα ενάντια πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Αυτές οι προϋποθέσεις που πρέπει να έχουν οι αρχές είναι οι ακόλουθες. Να μη προέρχεται δηλαδή η μια αρχή από την άλλη αλλά ούτε από κάποιο άλλο πράγμα και ταυτόχρονα όλα τα άλλα πράγματα να προέρχονται από αυτές τις αρχές. Στα επιχειρήματα του Αριστοτέλη φαίνεται όμως να υπάρχει μια σημαντική παράλειψη. Ενώ επιχειρηματολογεί γιατί τα πρωταρχικά ενάντια εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις να μην προέρχεται το ένα από το άλλο ενάντιο και ούτε αυτά να προέρχονται από κάποιο άλλο πράγμα, δεν αποδεικνύει γιατί όλα τα πράγματα προέρχονται από τα ενάντια σύμφωνα με την προϋπόθεση που θέτει ο ίδιος για τις αρχές. Αυτή η έλλειψη επιχειρηματολογίας για το αν όλα τα πράγματα προέρχονται από τα ενάντια θα οδηγήσει τελικά στο Ι6 στην υπονόμευση του επιχειρήματος ότι οι αρχές πρέπει να είναι ενάντιες. Τα ενάντια δεν μπορεί να είναι ουσίες. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί πως υπάρχει ενάντιο στην ουσία. 35 Γιατί τι ενάντιο θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι έχει ο συγκεκριμένος άνθρωπος; Συνεπώς τα ενάντια δεν είναι ουσίες γιατί αν ένα ενάντιο ήταν ουσία τότε το δεύτερο ζεύγος των ενάντιων θα ήταν ενάντιο σε μια ουσία πράγμα που δεν μπορεί να ισχύει. Επομένως οι ουσίες δεν μπορούν να προέρχονται από τα ενάντια. Ας δούμε τώρα και μια άλλη επίπτωση του γεγονότος ότι τα ενάντια δεν μπορούν να είναι ουσίες. Αφού λοιπόν τα ενάντια δεν είναι ουσίες θα πρέπει να κατηγορούνται σε ένα υποκείμενο, το οποίο θα προηγείται και επομένως θα το έχουν ως αρχή. Άρα θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι υπάρχουν ως αρχές τα ενάντια αλλά υπάρχει και 34 Φυσικά Ι,188a 27-30 35 Κατηγορίαι, 3b 24-27 17
μια άλλη αρχή. Αν όμως δει κανείς ριζικότερα αυτό το επιχείρημα τότε αυτό που προκύπτει είναι ότι τα ενάντια που είναι αρχές και δεν είναι ουσίες για να υπάρχουν θα πρέπει να ανήκουν σε ουσίες. Αλλά αφού η ύπαρξη τους εξαρτάται από ουσίες τότε έχουν κάποιες άλλες αρχές. Επομένως αφού υπάρχουν άλλες αρχές πριν από τα ενάντια τότε αυτά τα ενάντια δεν μπορεί να είναι αρχές. Αυτή η δυσκολία του να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα για το από πού γίνονται τα πράγματα είναι εν μέρει αυτό που θα οδηγήσει και στην απορία για το αν οι αρχές είναι δυο η τρεις. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν προέρχονται από τα ενάντια και αυτά είναι οι ουσίες και μάλιστα δεν έχουν ( τα ενάντια) το είδος της προτεραιότητας που απαιτούμε από μια αρχή αφού πρέπει να κατηγορούνται σε κάτι που είναι προγενέστερο από αυτές και αυτό το κάτι στο οποίο κατηγορούνται είναι η ουσία. Ο Αριστοτέλης βέβαια δεν ισχυρίζεται στο Ι6 ότι τα ενάντια δεν είναι αρχές, αυτό το οποίο λέει είναι ότι δεν μπορούν να είναι οι μοναδικές αρχές γιατί αν δεν υπάρχει κάτι που να υπόκειται των ενάντιων τότε αυτά (τα ενάντια) δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως αρχές. Ο Αριστοτέλης στο Ι6 θα θέσει την άποψη πως πρέπει να υπάρχει και ένα τρίτο στοιχείο που θα έχει το ρόλο του πράγματος που παθαίνει κάτι. Θα πρέπει λοιπόν να έχουμε μια ουσία και μια εναντίωση. 36 Τότε και μόνο τότε όταν θα υπάρχει και μια ουσία θα μπορούν τα ενάντια να λειτουργήσουν ως αρχές. Θα καταλήξει όμως το Ι6 με τη διατύπωση της απορίας για το αν τα στοιχεία είναι δυο η τρία. «ὅτι μὲν οὖν οὔτε ἓν τὸ στοιχεῖον οὔτε πλείω δυοῖν ἢ τριῶν, φανερόν τούτων δὲ πότερον, κα θάπερ εἴπομεν, ἀπορίαν ἔχει πολλήν.» 37 Αυτή την δυσκολία θα προσπαθήσει να εξετάσει και να φωτίσει στο κεφάλαιο 7, να δείξει δηλαδή κατά ποιόν τρόπο μπορούν να ειδωθούν τα ενάντια ως αρχές. Σε αυτό το κεφάλαιο ο Αριστοτέλης θα αναπτύξει τις δικές του απόψεις για τις αρχές των φυσικών πραγμάτων και θα εισαγάγει δύο βασικές έννοιες της φιλοσοφίας του, την έννοια της ύλης και την έννοια της μορφής. 38 36 Φυσικά Ι,189b 25-26 37 Φυσικά Ι,189b 27-29 38 Charlton, W. (2006). Aristotle Physics, Books I and II, σελ. 70. 18
6. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ι7 Θα προχωρήσουμε τώρα στη παράθεση και ανάλυση του κεφαλαίου Ι7 με σκοπό τη διασάφηση του ρόλου του υποκείμενου κατά τη διάρκεια της μεταβολής. Ως οδηγό θα προτάξουμε το αρχαίο κείμενο ενώ θα παραθέσουμε και μετάφραση με βάση την οποία θα αναπτύξουμε κυρίως το θέμα μας. 39 Α. 189b30-32 Εισαγωγή- Μέθοδος εξέτασης 189b.30 Ὧδ' οὖν ἡμεῖς λέγωμεν πρῶτον περὶ πάσης γενέσεως ἐπελθόντες ἔστι γὰρ κατὰ φύσιν τὰ κοινὰ πρῶτον εἰπόντας οὕτω τὰ περὶ ἕκαστον ἴδια θεωρεῖν Εμείς θα μιλήσουμε με τον ακόλουθο τρόπο εξετάζοντας την γέννηση γενικά. Γιατί η φυσική σειρά είναι, αφού πρώτα μιλήσουμε για όσα είναι κοινά χαρακτηριστικά, έπειτα να εξετάσουμε εκείνα που είναι ιδιαίτερα σε κάθε επί μέρους περίπτωση. Ο Αριστοτέλης θα σχεδιάσει από την αρχή τον τρόπο εξέτασης που θα ακολουθήσει ως προς το ζήτημα που τον απασχολεί, να προχωρήσει δηλαδή στην επίλυση της ἀπορίας στην οποία κατέληξε στο Ι6, αν τελικά τα στοιχεία (αρχές) είναι δύο η τρία. Πρώτα θα εξετάσει την γέννηση γενικά, μιλώντας για τα κοινά χαρακτηριστικά των περιπτώσεων γέννησης και κατόπιν θα εξετάσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάθε επί μέρους περίπτωση. Μάλιστα τονίζει πως αυτή είναι η φυσική σειρά της εξέτασης ενός ζητήματος, επαναλαμβάνοντας εδώ την μεθοδολογική αρχή- 39 Η μετάφραση και οι τίτλοι των τμημάτων του αρχαίου κειμένου του Στασινού Σταυριανέα που χρησιμοποιούμε είναι αδημοσίευτη και χρησιμοποιήθηκε κατά τη μελέτη της Αριστοτελικής Φιλοσοφίας στο μάθημα του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών την εκπαιδευτική χρονιά 2012-2013. 19
παρατήρηση 40 που εξέφρασε στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου από το πρώτο βιβλίο των Φυσικών. Εκεί τονίζει ότι η μέθοδος του θα είναι από τα γενικά προς τα επιμέρους. «διὸ ἐκ τῶν κα θόλου ἐπὶ τὰ καθ' ἕκαστα δεῖ προϊέναι» 41 και συνεχίζει «ἔστι δ' ἡμῖν τὸ πρῶτον δῆλα καὶ σαφῆ τὰ συγκεχυμένα μᾶλλον ὕστερον δ' ἐκ τούτων γίγνεται γνώριμα τὰ στοιχεῖα καὶ αἱ ἀρχαὶ διαιροῦσι ταῦτα.» 42 Αυτό γίνεται διότι πρέπει να οδηγηθούμε από τα γνωριμότερα σε μας που είναι τα σύνθετα (καθόλου) στα απλούστερα που είναι τα επιμέρους (καθέκαστα) και τα οποία τα γνωρίζουμε με την ανάλυση των σύνθετων. Στη συνέχεια «..ο ίδιος αιτιολογεί την επιλογή αυτής της μεθοδολογικής τακτικής, προβάλλοντας την σχέση του καθόλου προς το όλον, το οποίον είναι κατά την αίσθησιν γνωριμώτερον.» 43 «τὸ γὰρ ὅλον κατὰ τὴν αἴσθησιν γνωριμώτερον, τὸ δὲ καθόλου ὅλον τί ἐστι πολλὰ γὰρ περιλαμβάνει ὡς μέρη τὸ καθόλου» 44 Χαρακτηριστικό για την περίπτωση μας είναι το παράδειγμα των παιδιών που αναφέρει ο Αριστοτέλης 45 τα οποία ονομάζουν όλους τους άνδρες «πατεράδες» και όλες τις γυναίκες «μητέρες» και μόνο αργότερα διακρίνουν μεταξύ τους τις έννοιες πατέρας από άνδρας και την έννοια μητέρα από την έννοια γυναίκα. 40 Φυσικά Ι, 184a24-25 «τὸ γὰρ ὅλον κατὰ τὴν αἴσθησιν γνωριμώτερον, τὸ δὲ καθόλου ὅλον τί ἐστι». Και επίσης Φυσικά Ι, 184b2-4 «καὶ τὰ παιδία τὸ μὲν πρῶτον προσαγορεύει πάντας τοὺς ἄνδρας πατέρας καὶ μητέρας τὰς γυναῖκας, ὕστερον δὲ διορίζει τούτων ἑκάτερον.» 41 Φυσικά Ι, 184a23-24 42 Φυσικά Ι, 184a 21-23 43 Μουζάλα Μελίνα, Ζητήματα Γνωσιολογίας, Οντολογίας και Μεταφυσικής στην Φιλοσοφία του Αριστοτέλους, σελ 163 44 Φυσικά Ι, 184a 24-26 45 Φυσικά Ι, 184b 12-14 20
Έτσι στη συνέχεια εφαρμόζοντας αυτή τη μέθοδο θα αναφερθεί στη γέννηση γενικά και κατόπιν, αφού παραθέσει παραδείγματα γέννησης, θα προχωρήσει στη διάκριση της γέννησης κατά την ουσία από την κατά συμβεβηκός μεταβολή 46. 46 Simplicius, In Aristotelis physicorum libros quatuor priores commentaria. σελ. 45, 17-19 21
B. 189b32-190a13 Απλά και σύνθετα μεταβαλλόμενα φαμὲν γὰρ γίγνεσθαι ἐξ ἄλλου ἄλλο καὶ ἐξ ἑτέρου ἕτερον ἢ τὰ ἁπλᾶ λέγοντες ἢ τὰ συγκείμενα. λέγω δὲ τοῦτο ὡδί. ἔστι γὰρ γίγνεσθαι ἄνθρωπον 189b.35 μουσικόν, ἔστι δὲ τὸ μὴ μουσικὸν γίγνεσθαι μουσικὸν ἢ τὸν 190a.1 μὴ μουσικὸν ἄνθρωπον ἄνθρωπον μουσικόν. ἁπλοῦν μὲν οὖν λέγω τὸ γιγνόμενον τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸ μὴ μουσικόν, καὶ ὃ γίγνεται ἁπλοῦν, τὸ μουσικόν συγκείμενον δὲ καὶ ὃ γίγνεται καὶ τὸ γιγνόμενον, ὅταν τὸν μὴ μουσικὸν ἄνθρωπον φῶ- 190a.5 μεν γίγνεσθαι μουσικὸν ἄνθρωπον. τούτων δὲ τὸ μὲν οὐ μόνον λέγεται τόδε γίγνεσθαι ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦδε, οἷον ἐκ μὴ μουσικοῦ μουσικός, τὸ δ' οὐ λέγεται ἐπὶ πάντων οὐ γὰρ ἐξ ἀνθρώπου ἐγένετο μουσικός, ἀλλ' ἅνθρωπος ἐγένετο μουσικός. τῶν δὲ γιγνομένων ὡς τὰ ἁπλᾶ λέγομεν γίγνεσθαι, τὸ μὲν 190a.10 ὑπομένον γίγνεται τὸ δ' οὐχ ὑπομένον ὁ μὲν γὰρ ἄνθρωπος ὑπομένει μουσικὸς γιγνόμενος ἄνθρωπος καὶ ἔστι, τὸ δὲ μὴ μουσικὸν καὶ τὸ ἄμουσον οὔτε ἁπλῶς οὔτε συντεθειμένον ὑπομένει. 22
Λέμε ότι κάποιο πράγμα γίνεται από κάποιο άλλο και ότι κάτι γίνεται από κάτι διαφορετικό, είτε μιλώντας για εκείνα που είναι απλά, είτε για εκείνα που είναι σύνθετα. Και με αυτό εννοώ το εξής. Συμβαίνει (Ι) να γίνεται ο μουσικός άνθρωπος, και (ΙΙ) το μη-μουσικό να γίνεται μουσικό, και (ΙΙΙ) ο μη-μουσικός άνθρωπος να γίνεται άνθρωπος-μουσικός. Απλό μεταβαλλόμενο [γιγνόμενο] ονομάζω τον άνθρωπο και το μη-μουσικό, και απλό πράγμα το οποίο είναι το αποτέλεσμα της μεταβολής, ονομάζω το μουσικό. Ωστόσο, και εκείνο που είναι αποτέλεσμα της μεταβολής και εκείνο που μεταβάλεται είναι σύνθετα, όταν πούμε ότι ο μη-μουσικός άνθρωπος μεταβάλλεται σε μουσικό άνθρωπο. Από αυτές τις περιπτώσεις [τα δύο συνθετικά;], για το ένα μπορούμε να πούμε όχι μόνο ότι γίνεται κάτι αλλά και ότι γίνεται από κάτι, όπως π.χ. μπορούμε να πούμε ότι από το μη μουσικό γίνεται ο μουσικός, αλλά για το άλλο δεν ισχύει το ίδιο. Γιατί δεν γίνεται, από άνθρωπος, μουσικός, αλλά ο άνθρωπος έγινε μουσικός. Από τα απλά μεταβαλόμενα, το ένα μεταβάλλεται ενώ παραμένει ενώ το άλλο [μεταβάλλεται] χωρίς να παραμένει. Γιατί ο άνθρωπος παραμένει ενώ μεταβάλλεται σε μουσικό και είναι άνθρωπος, το μημουσικό όμως ή το ά-μουσο, δεν παραμένει ούτε χωριστό, ούτε συντεθειμένο [με κάτι άλλο]. Για τον Αριστοτέλη η φιλοσοφία συνδέεται άρρηκτα με το στοχασμό πάνω στη γλώσσα. 47 Και αυτό με δυο τρόπους. Κατά πρώτον φαίνεται ότι η δομή της γλώσσας είναι ομογενής με τη δομή της πραγματικότητας, με την έννοια ότι οι δύο αυτές δομές είναι αντιστοιχίσιμες αφού φαίνεται ότι η δομή της πρώτης να παραπέμπει στη δομή της δεύτερης. Η σωστή λειτουργία της σκέψης, που προϋποθέτει σωστή χρήση της γλώσσας, αποκαλύπτει στοιχεία για την αντικειμενική δομή του κόσμου. 48 Αυτό θα τον οδηγήσει από την εξέταση των γλωσσικών εκφράσεων να προχωρήσει στη θεμελίωση της Λογικής. Αυτό το μέρος της αριστοτελικής φιλοσοφίας είναι το τμήμα του φιλοσοφικού του έργου που άντεξε περισσότερο στο χρόνο. Εξάλλου η 47 Vegetti Mario, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μετάφραση: Γιάννης Α Δημητρακόπουλος (Αθήνα,Τραυλός,2003), σελ. 214. 48 Κάλφας Βασίλης, Αριστοτέλης (Αθήνα, Σκαι, 2009) σελ.64. 23
Λογική είναι το τμήμα της φιλοσοφίας για το όποιο ο Αριστοτέλης δεν είχε να αναφέρει προγόνους αφού αυτός ο ίδιος υπήρξε ο θεμελιωτής της. Κατά δεύτερον η γνώση μας για τον κόσμο κατ αναγκαιότητα εκφράζεται με τη γλώσσα. Συνεπώς ο τρόπος που μιλούμε για ένα ζήτημα αποκαλύπτει και ένα μέρος της πραγματικότητας. «ο Αριστοτέλης εντοπίζει και ανασύρει από τις λεκτικές δομές που επικρατούν στη κοινή γλωσσική χρήση τις οντολογικές δομές του κόσμου της Φύσεως (του κόσμου της γενέσεως και φθοράς) που αντικατοπτρίζονται σε εκείνες, και ειδικότερα την οντολογική διαφορά του υπομένοντος από το μη υπομένον». 49 Αυτή η δεύτερη αρχή τον οδηγεί να ξεκινά την εξέταση ενός θέματος με την αναφορά στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε γλωσσικά ένα φαινόμενο. Έτσι και εδώ ξεκινά με τη φράση «φαμέν», προσεγγίζοντας αρχικά την έννοια της γέννησης με τη βοήθεια των κοινών γλωσσικών διατυπώσεων. «φαμὲν γὰρ γίγνεσθαι ἐξ ἄλλου ἄλλο καὶ ἐξ ἑτέρου ἕτερον ἢ τὰ ἁπλᾶ λέγοντες ἢ τὰ συγκείμενα.» Κατά τη γέννηση ενός πράγματος λέμε ότι ένα πράγμα γίνεται από ένα άλλο με την έννοια ότι αυτά τα δυο είναι διαφορετικές οντότητες. Επίσης λέμε και ότι κάτι γίνεται από κάτι διαφορετικό με την έννοια ότι αυτά τα δύο διαφοροποιούνται ποιοτικά. 50 Ο Αριστοτέλης θα εξηγήσει τι εννοεί με αυτή τη φράση καθώς και τη διάκριση μεταξύ των απλών και σύνθετων πραγμάτων με τη βοήθεια των παρακάτω τριών περιπτώσεων. Λέμε ορθά και τις τρείς παρακάτω προτάσεις: α) ένας άνθρωπος γίνεται μουσικός β) το μη μουσικό γίνεται μουσικό γ) ο μη μουσικός άνθρωπος γίνεται μουσικός άνθρωπος 49 Μουζάλα Μελίνα, Ζητήματα Γνωσιολογίας, Οντολογίας και Μεταφυσικής στην Φιλοσοφία του Αριστοτέλους, σελ 317 50 Μπετσακος Βασίλειος, Αριστοτέλης Φυσικά Βιβλία Α και Β, (Θεσσαλονίκη, Ζήτρος,2010), σελ. 348. 24
Τώρα ο άνθρωπος και το μη μουσικό είναι απλά πράγματα που μεταβάλλονται, πράγματα που υφίστανται τη μεταβολή στη πρώτη (α) και δεύτερη (β) περίπτωση. Επίσης απλό πράγμα είναι και το μουσικό που είναι αποτέλεσμα της μεταβολής στη δεύτερη περίπτωση (β). Σύνθετα είναι αυτό που μεταβάλλεται καθώς και το αποτέλεσμα της μεταβολής στην τρίτη (γ) περίπτωση όπου ο μη μουσικός άνθρωπος γίνεται μουσικός άνθρωπος. Προχωρεί ο Αριστοτέλης στην εξέταση του θέματος του χρησιμοποιώντας αποδεκτές γλωσσικές εκφράσεις με σκοπό να προχωρήσει κατόπιν σε θεωρητικές διακρίσεις επ αυτών. Σε αυτά τα παραδείγματα παρουσιάζεται καταρχήν το κοινό στοιχείο που υπάρχει ανάμεσα στο υποκείμενο και τη στέρηση. Υποκείμενο είναι ο άνθρωπος, στέρηση είναι το μη μουσικό. Αυτό που βλέπουμε να είναι κοινό είναι ότι και τα δύο αυτά καταλήγουν στο τέλος της μεταβολής να γίνουν κάτι που είναι η μορφή. 51 Το υποκείμενο που παραμένει (ο άνθρωπος) δέχεται το ενάντιο της στέρησης (το μουσικό) και αποκτά τη μορφή του μουσικού άνθρωπου Δηλαδή στη πρώτη περίπτωση ο άνθρωπος (υποκείμενο) γίνεται μουσικός δέχεται δηλαδή τη μορφή του μουσικού και στη δεύτερη περίπτωση ομοίως το μη μουσικό (στέρηση) γίνεται μουσικό, εξαφανίζεται η στέρηση και εμφανίζεται η μορφή του μουσικού. Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζεται η μορφή. Κατόπιν ο Αριστοτέλης θα παρουσιάσει τη διαφορά μεταξύ του υποκειμένου και της στέρησης με τελικό στόχο εξετάζοντας τις ομοιότητες καθώς και τις διαφορές μεταξύ του υποκειμένου και της στέρησης να καταλήξει σε μια σαφέστερη σύλληψη του υποκειμένου. Ξεκινά όπως συνήθως από τη μελέτη των εκφράσεων (λέγεται) ως εξής : Στη δεύτερη περίπτωση (β) ( όπου το μη μουσικό γίνεται μουσικό) μπορούμε να πούμε ότι από το μη μουσικό γίνεται το μουσικό, δηλαδή λέμε και ότι κάτι γίνεται / μεταβάλλεται και μαζί λέμε ότι κάτι γίνεται από κάτι. 51 Simplicius, In Aristotelis physicorum libros quatuor priores commentaria. σελ. 209,14-16. 25
Στη πρώτη περίπτωση όμως (α) ( όπου ένας άνθρωπος γίνεται μουσικός) λέμε μόνο το ένα, δηλαδή ότι κάτι γίνεται / μεταβάλλεται. Γιατί ενώ λέμε ότι ο άνθρωπος έγινε μουσικός δεν μπορούμε να πούμε ότι από άνθρωπος έγινε μουσικός. Αφού λοιπόν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι δύο εκφράσεις (τόδε γίγνεσθαι, ἐκ τοῦδε γίγνεσθαι) δεν ισχύουν και για τον άνθρωπο και για το μη μουσικό αυτό σημαίνει ότι αυτά τα δύο πράγματα πρέπει να είναι διαφορετικά. Αυτή η διαφορά η οποία εντοπίζεται στον τρόπο που μιλάμε αντανακλά μια διαφορά που παρουσιάζεται και στα πράγματα ως εξής. Παρατηρούμε ότι στην δεύτερη περίπτωση όπου μπορούμε να πούμε ότι κάτι γίνεται από κάτι, αυτό το κάτι (το μη μουσικό) δεν παραμένει αλλά εξαφανίζεται. Αντίθετα στην πρώτη περίπτωση όπου δεν μπορούμε να πούμε ότι κάτι γίνεται από κάτι, αυτό το κάτι παραμένει ( ο άνθρωπος) και μετά το τέλος της μεταβολής χωρίς να χάσει την ταυτότητα του. «ὁ μὲν γὰρ ἄνθρωπος ὑπομένει μουσικὸς γιγνόμενος ἄνθρωπος καὶ ἔστι, τὸ δὲ μὴ μουσικὸν καὶ τὸ ἄμουσον οὔτε ἁπλῶς οὔτε συντεθειμένον ὑπομένει.» 52 52 Φυσικά Ι, 190a 11-13 26
Γ. 190a13-31 Ότι σε κάθε μεταβολή υπόκειται κάτι. 190a.13 διωρισμένων δὲ τούτων, ἐξ ἁπάντων τῶν γιγνομένων τοῦτο ἔστι λαβεῖν, ἐάν τις ἐπιβλέψῃ ὥσπερ λέγομεν, ὅτι δεῖ τι 190a.15 ἀεὶ ὑποκεῖσθαι τὸ γιγνόμενον, καὶ τοῦτο εἰ καὶ ἀριθμῷ ἐστιν ἕν, ἀλλ' εἴδει γε οὐχ ἕν τὸ γὰρ εἴδει λέγω καὶ λόγῳ ταὐτόν οὐ γὰρ ταὐτὸν τὸ ἀνθρώπῳ καὶ τὸ ἀμούσῳ εἶναι. καὶ τὸ μὲν ὑπομένει, τὸ δ' οὐχ ὑπομένει τὸ μὲν μὴ ἀντικείμενον ὑπομένει (ὁ γὰρ ἄνθρωπος ὑπομένει), τὸ μὴ μουσικὸν δὲ καὶ τὸ 190a.20 ἄμουσον οὐχ ὑπομένει, οὐδὲ τὸ ἐξ ἀμφοῖν συγκείμενον, οἷον ὁ ἄμουσος ἄνθρωπος. τὸ δ' ἔκ τινος γίγνεσθαί τι, καὶ μὴ τόδε γίγνεσθαί τι, μᾶλλον μὲν λέγεται ἐπὶ τῶν μὴ ὑπομενόντων, οἷον ἐξ ἀμούσου μουσικὸν γίγνεσθαι, ἐξ ἀνθρώπου δὲ οὔ οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ὑπομενόντων ἐνίοτε λέγεται ὡσαύ- 190a.25 τως ἐκ γὰρ χαλκοῦ ἀνδριάντα γίγνεσθαί φαμεν, οὐ τὸν χαλκὸν ἀνδριάντα. τὸ μέντοι ἐκ τοῦ ἀντικειμένου καὶ μὴ ὑπομένοντος ἀμφοτέρως λέγεται, καὶ ἐκ τοῦδε τόδε καὶ τόδε τόδε καὶ γὰρ ἐξ ἀμούσου καὶ ὁ ἄμουσος γίγνεται μουσι- 27
κός. διὸ καὶ ἐπὶ τοῦ συγκειμένου ὡσαύτως καὶ γὰρ ἐξ ἀμού- 190a.30 σου ἀνθρώπου καὶ ὁ ἄμουσος ἄνθρωπος γίγνεσθαι λέγεται μουσικός. Αφού καθορίστηκαν τα παραπάνω, τότε σε όλες τις περιπτώσεις μεταβαλλόμενων μπορούμε να πάρουμε το ακόλουθο ως δεδομένο, εάν τις αντιμετωπίσουμε όπως προτείνω, ότι δηλαδή πρέπει πάντοτε κάτι να υπόκειται σε εκείνο που είναι αποτέλεσμα της μεταβολής [ή κάτι να υπόκειται από εκείνο που μεταβάλλεται]. Και αυτό έστω και αν είναι ένα ως προς τον αριθμό δεν είναι ένα ως προς το είδος (το ως προς το είδος σημαίνει το ίδιο όπως και το ως προς το λόγο ). Γιατί δεν είναι το ίδιο το είναι του ανθρώπου και το είναι του άμουσου Και ενώ το ένα παραμένει το ίδιο, το άλλο δεν παραμένει το ίδιο. Αυτό που δεν αντιτίθεται παραμένει (αφού ο άνθρωπος παραμένει), το μουσικό όμως και το άμουσο δεν παραμένoυν, ούτε και εκείνο που συντίθεται από αυτά τα δύο, δηλαδή ο άμουσος άνθρωπος. Λέμε ότι κάτι μεταβάλλεται από κάτι (ἐκ τινός γίγνεσθαι τι), και όχι ότι κάτι μεταβάλλεται σε κάτι (τόδε γίγνεσθαι τι), κυρίως για όσα δεν παραμένουν, π.χ. λέμε ότι ο μουσικός γίνεται από τον άμουσο. Δεν λέμε όμως ότι γίνεται από τον άνθρωπο. Παρότι μερικές φορές και για εκείνα που παραμένουν μιλάμε με αυτόν τον τρόπο. Λέμε ότι ο ανδριάντας μεταβάλλεται [γίνεται] από το χαλκό, και όχι ότι ο χαλκός μεταβάλλεται [γίνεται] σε ανδριάντα. Αλλά για αυτό που αντιτίθεται και δεν παραμένει μιλάμε και με τους δύο τρόπους: λέμε και ότι από αυτό γίνεται τούτο, και ότι αυτό μεταβάλλεται σε τούτο. Γιατί και λέμε ότι από τον άμουσο γίνεται ο μουσικός, και λέμε ότι ο άμουσος γίνεται μουσικός. Και ισχύει το ίδιο για ό,τι είναι σύνθετο. Γιατί λέμε και ότι από τον άμουσο άνθρωπο γίνεται ο μουσικός και ότι ο άμουσος άνθρωπος γίνεται μουσικός. Στην προηγούμενη παράγραφο καθορίστηκαν μία σειρά θεμάτων που σχετίζονται με τον τρόπο που μιλούμε για τα πράγματα. Δηλαδή ότι σε κάποιες περιπτώσεις 28
αναφερόμαστε σε απλά και σε κάποιες άλλες σε σύνθετα μεταβαλλόμενα. Ότι κάποιες φορές μπορούμε να μιλήσουμε για κάποια μεταβαλλόμενα όχι μόνο ότι γίνονται κάτι αλλά και ότι γίνονται από κάτι, σε αντίθεση με κάποιες άλλες φορές που δεν μπορούμε να μιλήσουμε με αυτό τον τρόπο. Τέλος παρατηρήσαμε ότι από τα απλά μεταβαλλόμενα κάποια μεταβάλλονται ενώ παραμένουν ενώ κάποια άλλα μεταβάλλονται χωρίς να παραμένουν. Με βάση αυτά ο Αριστοτέλης θα καταλήξει σε ένα σημαντικό συμπέρασμα. Αν ακολουθήσει κανείς τον τρόπο σκέψης που προηγήθηκε,τότε πρέπει πάντοτε κάτι να υπόκειται από εκείνο που μεταβάλλεται, «ὅτι δεῖ τι ἀεὶ ὑποκεῖσθαι τὸ γιγνόμενον» 53 Πάντα υπάρχει κάτι που μεταβάλλεται, κάτι που υφίσταται τη μεταβολή. Αυτό που υφίσταται τη μεταβολή μπορεί να είναι αριθμητικά ένα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι ένα και ως προς το είδος. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον μη μουσικό άνθρωπο που μεταβάλλεται σε μουσικό άνθρωπο. Εδώ έχουμε ένα σύνθετο πράγμα που είναι ένα ως προς τον αριθμό αλλά που περιέχει δυο είδη, τον άνθρωπο και το μη μουσικό. Και αναφερόμαστε σε δύο είδη γιατί το είναι του ανθρώπου είναι διαφορετικό από το είναι του μη μουσικού. Το είναι στις δύο περιπτώσεις δεν έχει το ίδιο νόημα βέβαια. Είναι διαφορετικός ο τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου (ουσία) από τον τρόπο ύπαρξης του μη μουσικού (ιδιότητα της ουσίας) γι αυτό όπως λέει και ο Σιμπλίκιος το πρώτο μπορεί να υπάρχει μόνο του ενώ το δεύτερο (το μη μουσικό) δεν μπορεί. «διότι τὸ ἕτερον καθ' ἑαυτὸ ὑποστῆναι οὐ δύναται» 54 Ο Αριστοτέλης όπως αναπτύξαμε παραπάνω προσπαθώντας να εξηγήσει την έννοια της μεταβολής, έχει μέχρι στιγμής ξεχωρίσει ως στοιχεία της μεταβολής το υποκείμενο και την στέρηση. Θα προσπαθήσει τώρα να κάνει διακριτές τις διαφορές που έχουν αυτά τα δύο (το υποκείμενο και η στέρηση) με δυο τρόπους σύμφωνα με τη μέθοδο που συνηθίζει να εφαρμόζει. Την πρώτη φορά η θεώρηση του θα γίνει με 53 Φυσικά Ι, 190a 14 54 Simplicius, In Aristotelis physicorum libros quatuor priores commentaria. σελ. 209, 31. 29
αναφορά στον πραγματικό κόσμο και τη δεύτερη φορά με αναφορά στον τρόπο που μιλούμε για αυτά τα πράγματα. 1. Ο Αριστοτέλης θα ξεκινήσει με την ανάλυση της διαφοράς του υποκειμένου και της στέρησης με όρους του πραγματικού κόσμου. Παρατηρούμε ότι το ένα ( ο άνθρωπος) παραμένει το ίδιο κατά τη διαδικασία της μεταβολής, ενώ το άλλο ( το μη μουσικό) δεν παραμένει. Αυτό που παραμένει είναι αυτό που δεν αντιτίθεται ( ο άνθρωπος), αυτό όμως που αντιτίθεται δεν παραμένει (το μουσικό, το μη μουσικό) είτε είναι μόνο του είτε είναι συντεθειμένο με κάτι άλλο. Είναι φανερό ότι αυτό που παραμένει είναι το υποκείμενο και αυτό που εξαφανίζεται είναι η στέρηση. Αυτή είναι η κύρια διαφορά τους στη διαδικασία της μεταβολής, το ένα παραμένει ενώ η άλλη εξαφανίζεται. Σύμφωνα με τον Σιμπλίκιο ο Αριστοτέλης έχει στο νου του την παρακάτω εξήγηση σχετικά με τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ του υποκειμένου και της στέρησης. 55 Το υποκείμενο δεν αντιτίθεται στη μορφή ( είδος), έτσι το υποκείμενο παραμένει όταν εισέρχεται η μορφή. Αντίθετα η στέρηση αντιτίθεται στη μορφή αφού είναι ασυμβίβαστη με αυτή, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να συνυπάρχουν. Έτσι η στέρηση πάντα εξαφανίζεται όταν κάνει την εμφάνιση της η μορφή. Στο παράδειγμα μας του μη μουσικού ανθρώπου που γίνεται μουσικός, ο άνθρωπος (υποκείμενο) παραμένει ενώ το μη μουσικό (στέρηση) δεν παραμένει. 2. Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο εξετάζει ο Αριστοτέλης τη διαφορά του υποκειμένου και της στέρησης έχει ως αναφορά τον τρόπο με τον οποίο μιλούμε για αυτά. «τὸ δ' ἔκ τινος γίγνεσθαί τι, καὶ μὴ τό δεγίγνεσθαί τι, μᾶλλον μὲν λέγεται ἐπὶ τῶν μὴ ὑπομενόντων, οἷον ἐξ ἀμούσου μουσικὸν γίγνεσθαι, ἐξ ἀνθρώπου δὲ οὔ οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ὑπομενόντων ἐνίοτε λέγεται ὡσαύτως» 56 Εδώ ο Αριστοτέλης θα χρησιμοποιήσει την διάκριση που έκανε παραπάνω 57. Έχουμε λοιπόν δυο τρόπους ομιλίας για τη μεταβολή, λέμε ότι κάτι γίνεται κάτι 55 Simplicius, In Aristotelis physicorum libros quatuor priores commentaria. σελ. 210, 2-5. 56 Φυσικά Ι, 190a 121-125 30
(τόδε γίγνεσθαι), αλλά και ότι κάτι γίνεται από κάτι ( ἐκ τοῦδε γίγνεσθαι). Όταν μιλούμε για τη στέρηση μπορούμε να μιλήσουμε με τους δυο τρόπους, και ότι κάτι γίνεται από κάτι και ότι κάτι γίνεται κάτι. Ενώ όταν μιλούμε για το υποκείμενο τότε μιλούμε συνήθως με τον ένα μόνο τρόπο, ότι κάτι γίνεται κάτι. Αν και μερικές φορές και σε αυτή την περίπτωση που το υποκείμενο παραμένει λέμε ότι κάτι γίνεται από κάτι όπως λέμε ότι ο ανδριάντας γίνεται από το χαλκό και όχι ότι ο χαλκός γίνεται ανδριάντας. Βλέπουμε λοιπόν ότι έχουμε μια διαφορά όσο αφορά τον τρόπο ομιλίας ως προς το υποκείμενο και τη στέρηση που οφείλεται στο ότι το ένα (υποκείμενο) παραμένει ενώ το άλλο (η στέρηση) δεν παραμένει. Συνδυάζοντας τους δυο τρόπους προσέγγισης της διαφοράς που υπάρχει μεταξύ του υποκειμένου και της στέρησης θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν μιλάμε ότι κάτι γίνεται από κάτι, αυτό είναι πιο ταιριαστό στη περίπτωση αυτού που δεν παραμένει, δηλαδή της στέρησης. 58 Ενώ όταν μιλάμε ότι κάτι γίνεται κάτι αυτό είναι πιο ταιριαστό σε αυτό που παραμένει, δηλαδή το υποκείμενο. Και στις δυο περιπτώσεις όμως κάτι υπόκειται, κάτι παραμένει κατά τη διάρκεια της μεταβολής. Ακόμη και στη περίπτωση που λέμε ότι το μη μουσικό γίνεται μουσικό, τότε μιλάμε πάντα με αναφορά σε ένα υποκείμενο. Το μη μουσικό το ίδιο δεν γίνεται βέβαια μουσικό αλλά το υποκείμενο του μη μουσικού, ο άνθρωπος στο βαθμό που έχει αποκτήσει την ιδιότητα του μη μουσικού γίνεται μουσικό. Έτσι και στη περίπτωση που λέμε ότι ο ανδριάντας γίνεται από χαλκό μιλούμε με αναφορά στο χαλκό ως το υποκείμενο της στέρηση της μορφής του ανδριάντα, ο χαλκός που στερείτο τη μορφή του ανδριάντα αποκτά τη μορφή του ανδριάντα. Ο Barrington Jones 59 θα θεωρήσει αυτό το παράδειγμα ως επιβεβαίωση του ισχυρισμού του ότι τελικά δεν παραμένει κάτι από τον αρχικό χαλκό στη διάρκεια της μεταβολής του σε ανδριάντα. Αυτό συμβαίνει γιατί μετά τη μεταβολή δεν μιλάμε για ένα αντικείμενο χαλκός ανδριάντας αλλά για ένα χάλκινο ανδριάντα. Το θέμα αυτό θα το διαπραγματευθούμε στη συνέχεια αυτής της παραγράφου λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές αναφορές στο κείμενο των Φυσικών. 57 Φυσικά Ι, 190a 5-8 58 Simplicius, In Aristotelis physicorum libros quatuor priores commentaria. σελ. 210, 11-13 59 Barrington Jones, Aristotle s Introduction of Matter, σελ 478 31
Τελικά θα λέγαμε οτι ο Αριστοτέλης σε αυτό το απόσπασμα επικεντρώνεται στην παρατήρηση ότι πάντα κάτι υπόκειται από εκείνο που μεταβάλλεται. Αυτό που μεταβάλλεται είναι το υποκείμενο όταν θεωρείται μαζί με τη στέρηση, αυτό που είναι αποτέλεσμα της μεταβολής είναι η μορφή. Ως υποκείμενο της μεταβολής δεν θεωρεί μόνο την ύλη αλλά περιλαμβάνει και την στέρηση με την έννοια ότι το υποκείμενο είναι ένα σύνθετο πράγμα που αποτελείται από την υλη και τη στέρηση. 60 Και παρόλο που είναι ένα ως προς τον αριθμό ( μη μουσικός άνθρωπος) είναι διαφορετικά ως προς τη μορφή. Ο Barrington Jones ισχυρίζεται ότι «η υλη είναι αποκλειστικά μια τυπική έννοια. Πιστεύει οτι είναι μια φιλοσοφική κατηγορία που χρησιμοποιείται σαν εργαλείο στη χαρτογράφησης του εννοιολογικού χάρτη για την καθημερινή μας ομιλία σχετικά με τη μεταβολή», 61 και θα τονίσει επίσης ότι «η υλη είναι εκείνο το ατομικό πράγμα, που είναι απλά ένα κομμάτι κάποιου υλικού η μιας ατομικής ουσίας, όπως είναι το σπέρμα η το έμβρυο, από το οποίο ξεκινά η διαδικασία της γέννησης, έχοντας υπόψη μας ότι το από πρέπει να κατανοηθεί ότι έχει μόνο μια χρονολογική σημασία.» 62 Ας πάρουμε το παράδειγμα της μεταβολής ενός κομματιού ανδριάντα. Ο Αριστοτέλης έχει αναφέρει ότι χαλκού σε ένα «τὸ δ' ἔκ τινος γίγνεσθαί τι, καὶ μὴ τόδε γίγνεσθαί τι, μᾶλλον μὲν λέγεται ἐπὶ τῶν μὴ ὑπομενόντων» 63 και κατόπιν κάνει μια εξαίρεση λέγοντας ότι «οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ὑπομενόντων ἐνίοτε λέγεται ὡσαύ τως ἐκ γὰρ χαλκοῦ ἀνδριάντα γίγνεσθαί φαμεν, οὐ τὸν χαλκὸν ἀνδριάντα» 64 δηλαδή σε αυτή την περίπτωση λέμε ότι ο ανδριάντας μεταβάλλεται ( γίνεται) από το χαλκό, και όχι ότι ο χαλκός μεταβάλλεται ( γίνεται) σε ανδριάντα 60 Code. A,The persistence of Aristotelian matter, σελ 257 61 Barrington Jones, The Persistence of Aristotelian Matter, σελ 476 62 Barrington Jones, The Persistence of Aristotelian Matter, σελ 476 63 Φυσικά Ι, 190a21-23 64 Φυσικά Ι, 190a24-26 32
Ο Barrington Jones ισχυρίζεται ότι μπορούμε να πούμε εξίσου σωστά και τις δυο εκφράσεις. Στην περίπτωση της πρώτης πρότασης αυτό που λέμε είναι ότι ο ανδριάντας είναι χάλκινος ότι έχει δημιουργηθεί δηλαδή από το υλικό χαλκός. Στη περίπτωση της δεύτερης πρότασης ο Αριστοτέλης δεν εννοεί βέβαια ότι ο χαλκός έγινε ένας ανδριάντας διότι αφού δημιουργηθεί ο ανδριάντας δεν έχουμε πλέον ένα αντικείμενο χαλκός-ανδριάντας αλλά ένα χάλκινο ανδριάντα. Ο Barrington Jones ισχυρίζεται ότι αυτό που έχουμε αρχικά είναι ένα αδιαμόρφωτο κομμάτι χαλκού το οποίο διαμορφώνεται από τον γλύπτη σε ανδριάντα. Αυτό το αρχικό κομμάτι δεν μπορεί να διασωθεί από αυτή τη μεταβολή αναλλοίωτο, το αρχικό κομμάτι χαλκού έχει χρησιμοποιηθεί και δεν υπάρχει πλέον. Αυτό που τελικά παραμένει κατά τη μεταβολή είναι το υλικό χαλκός και όχι κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι χαλκού. Θα πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψη μας και μια άλλη παράμετρο. Το αρχικό κομμάτι χαλκού είναι διαιρετό σε άλλα επίσης διαιρετά κομμάτια με αποτέλεσμα να έχουμε πάντα μεταβολή κατά τη διαμόρφωση του χαλκού σε ανδριάντα. Εάν είχε διατηρηθεί η ύπαρξη του αδιαμόρφωτου χαλκού τότε δεν θα μπορούσαμε να έχουμε τη δημιουργία του ανδριάντα. 65 Έτσι ισχυρίζεται ο Barrington Jones θα πρέπει στη φράση «κάτι γεννιέται από κάτι» να λάβουμε τη λέξη «από» με καθαρή χρονολογική σημασία, δηλαδή ότι η υλη από την οποία προέρχεται ένα πράγμα είναι απλά κάτι που προηγείται χρονικά του παραγόμενου πράγματος και δεν είναι κάτι που παραμένει κατά τη διαδικασία της μεταβολής. Ο Alan Code αντιτίθεται στις παραπάνω απόψεις του Barrington Jones διατυπώνοντας την παρατήρηση 66 ότι στο Περί Γενέσεως και Φθοράς σε ένα απόσπασμα με αναφορά στο παράδειγμα του χαλκού που συζητά ο Barrington Jones βρίσκουμε τον σαφή ισχυρισμό ότι «καὶ ὁ χαλκὸς στρογγύλος, ὁτὲ δὲ γωνιοειδὴς ὁ αὐτός γε ὤν» 67 65 Barrington Jones, The Persistence of Aristotelian Matter, σελ 478 66 Code. A,The persistence of Aristotelian matter, σελ 257 67 Περί Γενέσεως και Φθοράς, 319b 13-14 33