Προοπτικές και Δυναμικό που απορρέουν από την αξιολόγηση της Απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ 1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Απόφαση ) Το διεθνές περιβάλλον αναφοράς. Η εντατική χρήση του ραδιοφάσματος, η περίπλοκη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την κατανομή των αντίστοιχων συχνοτήτων, η τεράστια εξάπλωση σε παγκόσμια κλίμακα διαφόρων ασύρματων υπηρεσιών και η ευρύτερη οικονομική εξέλιξη, σε συνδυασμό με τη μέριμνα για την τήρηση των αρχών και των κανόνων της εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς συνιστούν βασικούς παράγοντες που επιδρούν στην διαμόρφωση οποιασδήποτε στοιχειώδους πολιτικής αναφορικά με τη χρήση των ραδιοσυχνοτήτων. Το ραδιοφάσμα χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς και συναφείς βιομηχανικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα δε στους τομείς των επικοινωνιών, των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, των μεταφορών και της έρευνας. Οι επιπτώσεις τέτοιων χρήσεων είναι, μεταξύ άλλων, μείζονος οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής σημασίας. Οι οικονομικές, τεχνολογικές και κανονιστικές εξελίξεις στον τομέα των ραδιοεπικοινωνιών έχουν οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση της ζήτησης ραδιοφάσματος, ιδιαίτερα από τον τομέα των επικοινωνιών, στο πλαίσιο του οποίου το φάσμα είναι απολύτως απαραίτητο για τη δημιουργία της Κοινωνίας των Πληροφοριών. Προς το σκοπό αυτό έχουν, μέχρι σήμερα, υιοθετηθεί αρκετά κοινοτικά μέτρα για τη διασφάλιση της αρμονικής διαθεσιμότητας και της αποτελεσματικής χρήσης ραδιοφάσματος για τον εν λόγω τομέα (λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις «τεχνικές» όσο και τις «οικονομικές-επιχειρηματικές» διαστάσεις προσέγγισης). Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των αξιώσεων για τη χρήση ραδιοφάσματος, αυξάνεται και η πιθανότητα πρόκλησης συγκρούσεων εκεί όπου υπάρχει σχετική έλλειψη, καθώς ουσιαστικά το φάσμα συνιστά «ανεπαρκή πόρο». Επιπλέον, η αυξανόμενη ανεπάρκεια του διαθέσιμου ραδιοφάσματος μπορεί να συντελέσει στην αύξηση των αιτίων αντιπαράθεσης μεταξύ των διαφόρων ομάδων χρηστών ραδιοφάσματος, σε τομείς όπως οι επικοινωνίες, οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, οι μεταφορές, τα σώματα ασφαλείας, οι ένοπλες δυνάμεις και η επιστημονική κοινότητα. Στην πολιτική που αφορά το ραδιοφάσμα πρέπει, συνεπώς, να συνεκτιμώνται όλοι οι τομείς και να εξισορροπούνται οι αντίστοιχες ανάγκες λαμβάνοντας ισόρροπα υπόψη τις ανάγκες των ως άνω τομέων. Τα αποτελέσματα επιδρούν σε διάφορα μεγέθη επιχειρήσεων, εξαρτώμενα από το είδος του εκάστοτε τομέα. Ενώ ο τομέας των επικοινωνιών, ιδιαίτερα δε των κινητών επικοινωνιών, είναι τομέας με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, 1 ΕΕ L108, 24.04.2004, σελ.1-6.
στους τομείς των μεταφορών, των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και της έρευνας & ανάπτυξης, υπάρχει μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Ορισμένες εμπορικού χαρακτήρα κοινότητες χρηστών φάσματος επιδιώκουν τη διασφάλιση της διάθεσης φάσματος στα πλαίσια των κυρίως τεχνικών φορέων (π.χ. στο πλαίσιο των δράσεων φορέων όπως η CEPT ή οι ITU/WRC 2 ), ορισμένες φορές σε βάρος των μη εμπορικού χαρακτήρα κοινοτήτων χρηστών, οι οποίες εκπροσωπούνται σε μικρότερο βαθμό στους εν λόγω φορείς. Η εν λόγω κατάσταση απαιτεί αποφάσεις κρατικής πολιτικής για την ορθή εξισορρόπηση των απαιτήσεων στις περιπτώσεις στις οποίες συμφέροντα εμπορικού και μη εμπορικού χαρακτήρα ανταγωνίζονται για την πρόσβαση και για τη χρήση των ίδιων τμημάτων του φάσματος. Η συντονισμένη και έγκαιρη παροχή των κατάλληλων πληροφοριών όσον αφορά την κατανομή, τη διαθεσιμότητα και τη χρήση ραδιοφάσματος αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για τις επενδύσεις και τη χάραξη πολιτικής. Οι επιχειρήσεις δεν είναι οι αποδέκτες της Απόφασης του, μπορούν όμως να ωφεληθούν έμμεσα από τη δημιουργία ενός γενικού φόρου για την εξέταση των ζητημάτων της πολιτικής ραδιοφάσματος καθώς και από την ενίσχυση της βεβαιότητας όσον αφορά στην εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η πρόκληση καθίσταται ακόμα μεγαλύτερη, κυρίως λόγω της πρόσφατης διεύρυνσης της Ένωσης με την εισδοχή των νέων 10 Κρατών Μελών. Τα αποτελέσματα των μέτρων που απορρέουν από την εφαρμογή της Απόφασης για το Ραδιοφάσμα μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στους ακόλουθους τομείς: - Στην απασχόληση: η χρήση του ραδιοφάσματος, ιδιαίτερα στον τομέα των επικοινωνιών αποτελεί σημαντική πηγή απασχόλησης. - Στις επενδύσεις και στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων: οι δραστηριότητες που συνδέονται με τη χρήση του ραδιοφάσματος αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς, ενώ η μεγαλύτερη ασφάλεια στη χρήση του ραδιοφάσματος θα διευκολύνει την αύξηση των επενδύσεων (λαμβάνοντας ενδεχομένως υπόψη και άλλους παράγοντες όπως π.χ. πτυχές για την περιφερειακή ανάπτυξη και την προώθηση υπηρεσιών πληροφοριών και ηλεκτρονικού εμπορίου σε συνδυασμό με την προοπτική της τεχνολογικής ουδετερότητας και της διαλειτουργικότητας των χρησιμοποιούμενων υποδομών & εφαρμογών). - Στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων: η αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος θα ωφελήσει τις επιχειρήσεις, οι οποίες θα αντλήσουν οφέλη από βελτιωμένες επικοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των κινητών και των ασύρματων επικοινωνιών, καθώς και από βελτιωμένες ευρύτερες «διευκολύνσεις» στους τομείς των μεταφορών, της έρευνας, της ανάπτυξης και των ραδιοτηλεοπτικών ευρυεκπομπών. Αυτό όμως προϋποθέτει οι εκάστοτε αναπτυσσόμενες δράσεις θα διασφαλίζουν ότι ο ανταγωνισμός και η αποτελεσματικότητα δεν θα στρεβλώνονται κατά την παροχή των σχετικών υπηρεσιών στην εσωτερική ευρωπαϊκή και εθνική αγορά, και ως εκ τούτου, σε συνδυασμό με τα λοιπά ρυθμιστικά μέτρα, είναι αναγκαία η εξεύρεση μια μορφής 2 Βλέπε σχετική ανάλυση στις επόμενες ενότητες. 2/11
«ισορροπίας» μεταξύ μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιχειρηματικών συμφερόντων και αντίστοιχων επενδυτικών δράσεων. Λαμβανομένης υπόψη της παγκοσμιοποίησης των αγορών των ραδιοεπικοινωνιών, η οποιαδήποτε εναρμόνιση στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο δύναται να επιτρέπει την επίτευξη οικονομιών κλίμακας (δηλ. χαμηλότερο κόστος εξοπλισμού) καθώς και τη διαθεσιμότητα υπηρεσιών τόσο σε πανευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο (δηλ. διεθνής περιαγωγή). Η ευρωπαϊκή προοπτική. Στις 10 Νοεμβρίου 1999, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών προτείνοντας τα επόμενα βήματα στην πολιτική του ραδιοφάσματος 3 βάσει των αποτελεσμάτων της δημόσιας διαβούλευσης για την Πράσινη Βίβλο 4 σχετικά με την πολιτική για το ραδιοφάσμα στο πλαίσιο των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, οι μεταφορές και η έρευνα και ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό εξετάσθηκαν κυρίως: - ο στρατηγικός σχεδιασμός της χρήσης του ραδιοφάσματος - η εναρμόνιση στην κατανομή συχνοτήτων του ραδιοφάσματος, - η εκχώρηση συχνοτήτων και η χορήγηση αδειών, - θέματα ραδιοηλεκτρικού εξοπλισμού και τυποποίησης, - θεσμικά θέματα για τον συντονισμό προτεραιοτήτων και πολιτικών σχετικά με την πρόσβαση, χρήση και διαχείριση του ραδιοφάσματος. Οι δραστηριότητες διαχείρισης του φάσματος εστιάζονται σε δράσεις ιδιαίτερα τεχνικής φύσης και πραγματοποιούνται καλύτερα εφόσον υπάρχει μεγαλύτερη προσέγγιση ως προς τις συνθήκες της αγοράς (επικουρικότητα και αναλογικότητα). Ενδείκνυται η συμπλήρωση των δραστηριοτήτων διαχείρισης του φάσματος με κατάλληλες συζητήσεις πολιτικής σχετικά με την ανάγκη επίτευξης κοινών στόχων όσον αφορά στην εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος σε συναφείς τομείς. Υπό το πρίσμα της διαμόρφωσης του νέου κανονιστικού πλαισίου για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικής επικοινωνίας, η τελική κοινοτική πρωτοβουλία αξιοποίησε την εμπειρία που αποκτήθηκε μέσω των σχετικών αποφάσεων που είχαν ήδη εγκριθεί σε κοινοτικό επίπεδο στους τομείς των δορυφορικών υπηρεσιών προσωπικών επικοινωνιών (S-PCS) 5 και του παγκόσμιου συστήματος κινητών τηλεπικοινωνιών 3 Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, COM(1999) 538. 4 Πράσινη Βίβλος σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική για το Ραδιοφάσμα, COM(1998) 596 τελικό κείμενο. Βλέπε επίσης γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ) της 16 ης Ιουνίου 199, ΕΕ C 169. 5 Απόφαση αριθ. 710/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Μαρτίου 1997, για συντονισμένη μέθοδο χορήγησης αδειών στον τομέα των δορυφορικών προσωπικών 3/11
(UMTS) 6. Στο πλαίσιο των εν λόγω αποφάσεων, επιτεύχθηκε ικανοποιητική συμφωνία σε πολιτικό επίπεδο ως προς τους στόχους πολιτικής στους εν λόγω τομείς,. Σε νομικό επίπεδο, αντίστοιχες διατάξεις επιτρέπουν στις διοικήσεις της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (CEPT) να εναρμονίζουν το ραδιοφάσμα για τα εν λόγω συστήματα επικοινωνιών και επομένως εξασφαλίζουν την εφαρμογή των μέτρων εναρμόνισης που έχουν υιοθετηθεί από τα Κράτη Μέλη. Η CEPT η οποία συμπεριλαμβάνει 44 ευρωπαϊκές χώρες εκπονεί τεχνικά μέτρα εναρμόνισης με στόχο την εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος πέραν των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία για τα Κράτη Μέλη στα οποία η χρήση του ραδιοφάσματος δύναται να επηρεάζεται από τη χρήση ραδιοφάσματος σε μέλη της CEPT τα οποία δεν είναι μέλη της ΕΕ. Γενικά, είναι επιθυμητός ένας βαθμός πρόσθετης εναρμόνισης της κοινοτικής πολιτικής για το ραδιοφάσμα για υπηρεσίες και εφαρμογές, ιδίως για υπηρεσίες και εφαρμογές κοινοτικής ή ευρωπαϊκής εμβέλειας. Παράλληλα, επιδιώκεται να εξασφαλισθεί ότι τα Κράτη Μέλη εφαρμόζουν με τον απαιτούμενο τρόπο ορισμένες συναφείς αποφάσεις της CEPT. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει ταυτόχρονα να διασφαλίζεται ότι οι λύσεις της CEPT αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες της κοινοτικής πολιτικής και ότι διαθέτουν την κατάλληλη νομική βάση προκειμένου να εφαρμόζονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις περιπτώσεις όπου απαιτείται εναρμόνιση, είναι επίσης απαραίτητες η ασφάλεια δικαίου και η ύπαρξη των κατάλληλων διαδικασιών για τη χορήγηση εντολών στην CEPT, προκειμένου η τελευταία να αναπτύσσει μέτρα εναρμόνισης του φάσματος για την Ευρώπη καθώς και αντίστοιχες προτάσεις σε διεθνές επίπεδο. Η υλοποίηση των κοινοτικών πολιτικών μπορεί να απαιτεί τον συντονισμό της χρήσης του ραδιοφάσματος, ιδίως όσον αφορά στην παροχή υπηρεσιών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των ευκολιών περιαγωγής σε όλη την έκταση της ΕΕ. Επιπλέον, ορισμένα είδη χρήσης του ραδιοφάσματος συνεπάγονται γεωγραφική κάλυψη που υπερβαίνει τα σύνορα ενός Κράτους Μέλους και επιτρέπουν την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών χωρίς να απαιτείται μετακίνηση προσώπων, όπως παραδείγματος χάριν οι υπηρεσίες δορυφορικών επικοινωνιών. Επομένως, η ΕΕ θα πρέπει να εκπροσωπείται δεόντως στις δραστηριότητες όλων των διεθνών οργανισμών και διασκέψεων που ασχολούνται με ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, όπως η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU) και οι σχετικές Παγκόσμιες Διασκέψεις Ραδιοεπικοινωνιών (WRC). Η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνών (ΔΕΤ - ITU), οργανισµός των Ηνωµένων Εθνών, συγκαλεί ανά τριετία παγκόσµια διάσκεψη ραδιοεπικοινωνιών, που λειτουργεί ως µηχανισµός επικαιροποίησης των κανονισµών ραδιοεπικοινωνιών της ITU. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μορφή παγκόσµιας συµφωνίας σχετικά µε τον τρόπο επικοινωνιακών υπηρεσιών στην Κοινότητα, ΕΕ L 105 της 23.04.1997, σ.4. (Απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 1215/2000/ΕΚ (ΕΕ L 139 της 10.6.2000, σ. 1)). 6 Απόφαση αριθ. 128/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τη συντονισμένη εισαγωγή συστήματος τρίτης γενεάς κινητών και ασύρματων επικοινωνιών (UMTS) στην Κοινότητα, ΕΕ L 17 της 22.01.1999, σ. 1. 4/11
χρήσης των ραδιοκυµάτων χωρίς επιζήµιες παρεµβολές µεταξύ των διάφορων ασύρµατων υπηρεσιών σε όλες τις χώρες του κόσµου. Κατευθυντήριοι άξονες πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο των θεσμικών ρυθμίσεων για την διαχείριση του ραδιοφάσματος πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, τόσο τα συμφέροντα της Κοινότητας όσο και οι ανάγκες των επιχειρήσεων και των χρηστών της ΕΕ. Αυτό καθίσταται απολύτως απαραίτητο, καθώς η διάθεση, η αδειοδότηση ή η χρήση διαθέσιμου ραδιοφάσματος συνεπάγεται σημαντικό αντίκτυπο στην εισαγωγή και στην προώθηση, εντός της ΕΕ, καινοτόμων υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Οι κοινοτικές επιχειρήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο δίκαιο και αμερόληπτο όσον αφορά την πρόσβαση στο ραδιοφάσμα τρίτων χωρών. Όπως η πρόσβαση στο ραδιοφάσμα αποτελεί βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων καθώς και για δραστηριότητες που άπτονται του δημόσιου συμφέροντος, είναι επίσης απαραίτητο το να διασφαλίζεται ότι οι κοινοτικές απαιτήσεις σχετικά με το ραδιοφάσμα αντικατοπτρίζονται στον ευρύτερο διεθνή σχεδιασμό. Απαιτείται η δημιουργία ενός κοινού-πανευρωπαϊκού πολιτικού και νομικού πλαισίου, προκειμένου να εξασφαλισθεί ο συντονισμός των πολιτικών προσέγγισης αλλά εναρμονισμένες προϋποθέσεις σχετικά με τη διαθεσιμότητα και την αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος. Η πολιτική της προσέγγισης σχετικά με τη χρήση του ραδιοφάσματος θα πρέπει να συντονίζεται και να εναρμονίζεται σε συλλογικό κοινοτικό επίπεδο, για την αποτελεσματική επίτευξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής. Ο παραπάνω συντονισμός και η εναρμόνιση δύνανται επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συντελούν στην επίτευξη ανάλογων αποτελεσμάτων αναφορικά με τη χρήση του ραδιοφάσματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να είναι δυνατή η παροχή κατάλληλης τεχνικής υποστήριξης σε εθνικό επίπεδο. Η πολιτική του ραδιοφάσματος στην Κοινότητα, μεταξύ άλλων αποσκοπεί στο να συμβάλει στην ελευθερία της έκφρασης, καθώς και στην ελευθερία της γνώμης και στην ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, ανεξαρτήτως συνόρων, όπως και στην ελευθερία και πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης Με την Απόφαση του, καθιερώνεται ένα σαφές νοµικό πλαίσιο και ένα πλαίσιο πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα µε σκοπό την εξασφάλιση συντονισµού των πολιτικών προσεγγίσεων και, κατά περίπτωση, εναρµονισµένους όρους όσον αφορά τη διάθεση και την αποδοτική χρήση του ραδιοφάσµατος που είναι απαραίτητο για την καθιέρωση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε πεδία της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής όπως οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες, οι ραδιοτηλεοπτικές ευρυεκπομπές, οι οδικές, σιδηροδρομικές, αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές καθώς και διάφορες εφαρμογές έρευνας και επιστημονικού ενδιαφέροντος. Ο παραπάνω σκοπός καθίσταται εφικτός με παράλληλη αξιοποίηση της εμπειρίας από τις δράσεις της CEPT και των ITU/WRC. 5/11
Τα τεχνικά μέτρα εφαρμογής αφορούν ειδικότερα τις εναρμονισμένες προϋποθέσεις διαθεσιμότητας και αποτελεσματικής χρήσης του ραδιοφάσματος, καθώς και τη διαθεσιμότητα πληροφοριών σχετικά με τη χρήση του ραδιοφάσματος. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων κοινοποίησης που επιβάλουν οι Οδηγίες 1999/5/ΕΚ 7 και 98/34/ΕΚ 8, πρέπει να δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες δύο βασικές κατηγορίες πληροφοριών: α) Πληροφορίες σχετικά με την κατανομή και την εκχώρηση συχνοτήτων που μπορούν να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: - την υπάρχουσα κατανομή ραδιοφάσματος και εκχωρήσεις συχνοτήτων καθώς και τους όρους χρήσης του ραδιοφάσματος, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι δυνατόν, της ισχύος λειτουργίας, των περιορισμών εκπομπής και λοιπών τεχνικών περιορισμών, - τα σχέδια αλλαγών στην υπάρχουσα κατανομή συχνοτήτων (τουλάχιστον για τα επόμενα δύο έτη), συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων μετεγκατάστασης και της ημερομηνίας αναθεώρησης της κατανομής, - θέσεις και γεωγραφική κάλυψη που συνδέεται με τα σχέδια κατανομής, - την υπηρεσία που λειτουργεί επί του παρόντος, εφόσον διαφέρει από αυτή που έχει ήδη κατανεμηθεί, και αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος, - ζώνες που έχουν τυχόν δεσμευθεί για νέες υπηρεσίες. β) Με την επιφύλαξη συγκεκριμένων εθνικών νομοθετικών διατάξεων που σχετίζονται με τα δίκτυα και τις υπηρεσίες επικοινωνιών, η δημοσίευση θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τις διαδικασίες για την παροχή δικαιωμάτων χρήσης του ραδιοφάσματος καθώς τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στους όρους χρήσης του ραδιοφάσματος. Στα παραπάνω μπορεί να συμπεριλαμβάνεται κάθε είδος υποχρέωσης, επιβάρυνσης και οικονομικής δαπάνης που σχετίζεται με τη χρήση του ραδιοφάσματος, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών επιβαρύνσεων, των τελών χρήσης και των διαδικασιών εκχώρησης του ραδιοφάσματος (π.χ. των πλειοδοτικών διαγωνισμών ή την εισαγωγή μιας «δευτερεύουσας αγοράς» 9 για το ραδιοφάσμα). Παράλληλα, μετά από εξέταση από μέρους των αρμόδιων εθνικών και ευρωπαϊκών αρχών, ενδέχεται να παρέχονται και άλλες πληροφορίες που να αφορούν, μεταξύ άλλων: - πληροφορίες σχετικά με τη χρήση των εκχωρημένων συχνοτήτων (όπως π.χ. αριθμός των χρηστών, βαθμός κορεσμού, κ.α.), - τυχόν διαφορές στην κατανομή συχνοτήτων και στη χρήση του φάσματος μεταξύ των Κρατών Μελών, καθώς επίσης και τυχόν μέτρα και/ή προοπτικές διευθέτησης ή επίλυσης αυτών, 7 Οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της συμμόρφωσης των εξοπλισμών αυτών, ΕΕ L91, 07.04.1999, σ.10. 8 Οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ης Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, ΕΕ L 217 της 05.08.1998, σ.18. 9 Απόδοση του αγγλικού όρου secondary trading, ο οποίος τυγχάνει επεξεργασίας στην αντίστοιχη μελέτη της Ομάδας Εργασίας ΣΤ1, που αφορά τις προοπτικές της Οδηγίας για την Αδειοδότηση. 6/11
- θέματα σε εκκρεμότητα (περιλαμβανομένων τυχόν διενέξεων) με τρίτες χώρες, - τυχόν οικονομικές, φορολογικές και χρονικές προϋποθέσεις επέκτασης των αδειών, βάσει των οποίων αναπτύσσονται δράσεις ανάπτυξης ασύρματων δικτύων και παροχής συναφών υπηρεσιών, πάντοτε σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες προβλεπόμενες ρυθμίσεις από την Οδηγία για την Αδειοδότηση. Τα Κράτη Μέλη θα πρέπει, ιδίως μέσω των οικείων εθνικών αρχών, να εφαρμόζουν το κοινό πλαίσιο για την πολιτική ραδιοφάσματος και να παρέχουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε πληροφορία απαραίτητη για την αξιολόγηση της ορθής εφαρμογής της σε όλη την ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν υποχρεώσεις στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου. Ταυτόχρονα, οι εθνικές αρχές θα εφαρμόζουν κοινές προσεγγίσεις όσον αφορά θέματα περί εμπιστευτικότητας των πληροφοριών για την πολιτική και τη χρήση του ραδιοφάσματος. Η Απόφαση του δεν επηρεάζει το δικαίωμα των Κρατών Μελών να επιβάλλουν τυχόν αναγκαίους περιορισμούς για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και άμυνας. Στις αποφάσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την Απόφαση αρ.676/2002, λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση των Κρατών Μελών με εξωτερικά σύνορα. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται να λαμβάνει ενδεδειγμένα εναλλακτικά μέτρα, προκειμένου να διασφαλίζει εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος σύμφωνα με την Οδηγία Πλαίσιο 10 και με την Οδηγία για την Αδειοδότηση 11. Η πολιτική του ραδιοφάσματος δεν βασίζεται μόνο σε τεχνικές παραμέτρους, αλλά ταυτόχρονα θεωρεί οικονομικούς, πολιτικούς, πολιτισμικούς, υγειονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Οι προβλεπόμενες δράσεις θα πρέπει παράλληλα να διασφαλίζουν το δημόσιο συμφέρον, σε τυχόν περιπτώσεις που αυτό αντιτίθεται στο ιδιωτικό συμφέρον ομάδων ή επιχειρήσεων που επιθυμούν πρόσβαση στον ανεπαρκή πόρο του ραδιοφάσματος. Κάθε νέα κοινοτική πρωτοβουλία η οποία εξαρτάται από το ραδιοφάσμα θα πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο της σχεδιαζόμενης πολιτικής στους κύκλους χρηστών του υπάρχοντος φάσματος, καθώς και στοιχεία για οιαδήποτε νέα γενική ανακατανομή των ραδιοσυχνοτήτων που θα απαιτούσε, ενδεχομένως, η εν λόγω νέα πολιτική. Επιπλέον, η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση του περιορισμένου σε έκταση διαθέσιμου ραδιοφάσματος θα οδηγήσει σε αντικρουόμενες πιέσεις για την εξυπηρέτηση των διαφόρων ομάδων χρηστών ραδιοφάσματος, σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι 10 Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, EE L108, 24.04.2002, σελ.33-50. 11 Οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ΕΕ L108, 24.04.2004, σελ.21-32. 7/11
ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, οι μεταφορές, οι υπηρεσίες επιβολής της εφαρμογής του νόμου, οι ένοπλες δυνάμεις και η επιστημονική κοινότητα. Στην πολιτική που αφορά το ραδιοφάσμα θα πρέπει, συνεπώς, να συνεκτιμώνται όλοι οι τομείς και να εξισορροπούνται -κατά το βέλτιστο- οι αντίστοιχες ανάγκες. Η τεχνική διαχείριση του ραδιοφάσματος κυρίως περιλαμβάνει την εναρμόνιση και την κατανομή του ραδιοφάσματος και αποσκοπεί στο να αντικατοπτρίζει τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις γενικές αρχές πολιτικής, όπως αυτές προσδιορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο. Ωστόσο, η τεχνική διαχείριση του ραδιοφάσματος δεν καλύπτει τις διαδικασίες απονομής και αδειοδότησης, ούτε την απόφαση για το εάν θα χρησιμοποιούνται ανταγωνιστικές διαδικασίες επιλογής για την παραχώρηση ραδιοσυχνοτήτων. Παράλληλα, θα χρειαστεί να συμπληρωθούν καταλλήλως οι υπάρχουσες κοινοτικές και διεθνείς απαιτήσεις για τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με τη χρήση του ραδιοφάσματος. Επίσης είναι απαραίτητη η θέσπιση κοινών αρχών περί απορρήτου που θα εφαρμόζονται από τις εθνικές κανονιστικές αρχές, λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα των εμπορικών πληροφοριών που ενδέχεται να περιέλθουν στις εν λόγω αρχές κατά το έργο τους που σχετίζεται με την πολιτική και τη διαχείριση του ραδιοφάσματος. Πέραν των διεθνών διαπραγματεύσεων που αφορούν ειδικότερα το ραδιοφάσμα, υπάρχουν άλλες διεθνείς συμφωνίες στις οποίες συμμετέχει η ΕΕ και τρίτες χώρες, οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν τη χρήση ζωνών ραδιοσυχνοτήτων και τα σχέδια κατανομής τους και οι οποίες μπορεί να πραγματεύονται ζητήματα, όπως το εμπόριο και την πρόσβαση στην αγορά, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO- World Trade Organization), την ελεύθερη κυκλοφορία και τη χρήση εξοπλισμού, τα επικοινωνιακά συστήματα περιφερειακής ή παγκόσμιας εμβέλειας (όπως οι δορυφόροι), τις επιχειρήσεις ασφάλειας και διάσωσης, τα συστήματα μεταφορών, τις τεχνολογίες ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και τις ερευνητικές εφαρμογές (όπως η ραδιοαστρονομία και η γεωσκόπηση). Παράλληλοι φορείς άσκησης συμπληρωματικών δραστηριοτήτων. Για την ανάπτυξη και τη θέσπιση τεχνικών μέτρων εφαρμογής και προκειμένου να βοηθηθούν η διατύπωση, η προπαρασκευή και η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ραδιοφάσματος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να επικουρείται από επιτροπή 12, αποκαλούμενη ως η «επιτροπή ραδιοφάσματος» (Radio Spectrum Committee - RSC), η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των Κρατών Μελών. Η επιτροπή εξετάζει (στο πλαίσιο των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας) τις προτάσεις για τεχνικά μέτρα εφαρμογής που αφορούν το ραδιοφάσμα, τα οποία διαμορφώνονται βάσει συζητήσεων. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να απαιτείται τεχνική προπαρασκευαστική εργασία των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για τη 12 Βλέπε άρθρα 3 και 4 της Απόφασης αρ.676/2002, σε συνδυασμό με την Απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 28 ης Ιουνίου 1999, ΕΕ L184, 17.07.1999, σελ. 23-26. 8/11
διαχείριση του ραδιοφάσματος, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις της βιομηχανίας καθώς και όλων των ενδιαφερόμενων χρηστών, που προέρχονται τόσο από εμπορικούς όσο και από μη εμπορικούς χώρους, καθώς και τις απόψεις άλλων ενδιαφερομένων μερών σχετικά με τις εξελίξεις σε θέματα τεχνολογίας, αγοράς και κανονιστικών ρυθμίσεων που δύνανται να επηρεάζουν την χρήση του ραδιοφάσματος. Η επιτροπή ραδιοφάσματος μπορεί να καθοδηγεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόσο με δική της πρωτοβουλία όσο και κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, σε ζητήματα σχετικά με την ανάγκη εναρμόνισης της χρήσης του ραδιοφάσματος στο γενικό πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής, καθώς και σε κανονιστικά και άλλα ζητήματα που σχετίζονται με τη χρήση του ραδιοφάσματος και τα οποία έχουν αντίκτυπο στις κοινοτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, των μεθόδων χορήγησης δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος, της διαθεσιμότητας πληροφοριών, της διάθεσης ραδιοφάσματος, της ανακατανομής, και μετεγκατάστασης φάσματος, της αποτίμησης της αξίας και της αποδοτικής χρήσης του ραδιοφάσματος καθώς και της προστασίας της ανθρώπινης υγείας από την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένα κοινό πλαίσιο πολιτικής, ικανό ώστε να ανταποκρίνεται στις εξελίξεις στην τεχνολογία, στην αγορά και στις κανονιστικές ρυθμίσεις στον τομέα των ραδιοεπικοινωνιών. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επικουρείται από την «Ομάδα για την πολιτική ραδιοφάσματος» (Radio Spectrum Policy Group - RSPG 13 ), η οποία θα επιτελεί συμβουλευτικό ρόλο σε θέματα πολιτικής ραδιοφάσματος όπως τα εξής: διάθεση, εναρμόνιση και κατανομή ραδιοφάσματος, παροχή πληροφοριών σχετικά με τα κάτωθι: κατανομή, διάθεση και χρήση ραδιοφάσματος, μέθοδοι χορήγησης δικαιωμάτων χρήσης, αναδασμός, μεταγκατάσταση, διατήρηση και αποδοτική χρήση ραδιοφάσματος και προστασία της ανθρώπινης υγείας. Η εν λόγω ομάδα εμπειρογνωμόνων θα συμβάλλει στην ανάπτυξη της ευρύτερης πολιτικής σχετικά με το ραδιοφάσμα. Το βασικό θεματικό περιεχόμενο της Απόφασης του. Στις ακόλουθες ενότητες, περιγράφεται εν συντομία το θεματικό περιεχόμενο των επιμέρους άρθρων της Απόφασης για το Ραδιοφάσμα. Άρθρο 1 - Σκοπός Στο άρθρο 1 περιγράφονται οι σκοποί της απόφασης. Η απόφαση ισχύει για κάθε χρήση του ραδιοφάσματος - και όχι μόνο στο πλαίσιο του τομέα των επικοινωνιών - και στοχεύει στη δημιουργία ενός πολιτικού και κανονιστικού πλαισίου προκειμένου να διασφαλισθεί η εναρμονισμένη διάθεση και η αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος, όπου αυτό είναι απαραίτητο για την εφαρμογή των κοινοτικών 13 Η εν λόγω Ομάδα τέθηκε σε εφαρμογή σύμφωνα με της Απόφαση της Επιτροπής της 26 ης Ιουλίου 2002 (ΕΕ L198, 27.07.2002), σελ. 49-51 (υποδηλώνοντας την βούληση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την άμεση υλοποίηση των μέτρων του νέου ρυθμιστικού πλαισίου). 9/11
πολιτικών και για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων τρόπων χρήσης του ραδιοφάσματος που επηρεάζουν τις κοινοτικές πολιτικές. Παράλληλα, στοχεύει στη δημιουργία κατάλληλης μεθοδολογίας και στη διασφάλιση της συντονισμένης και έγκαιρης παροχής πληροφόρησης σχετικά με τη χρήση και τη διάθεση του ραδιοφάσματος στην ΕΕ καθώς και στη διασφάλιση των κοινοτικών συμφερόντων σε διεθνές επίπεδο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η χρήση του ραδιοφάσματος επηρεάζει τις πολιτικές των Κρατών Μελών της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, ως έχει ήδη επισημανθεί, η Απόφαση ισχύει υπό την επιφύλαξη των μέτρων που λαμβάνονται σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, προς εξυπηρέτηση στόχων γενικού συμφέροντος, ιδίως σχετικά με τη ρύθμιση του περιεχομένου και την οπτικοακουστική πολιτική, και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 1999/5/ΕΚ και του δικαιώματος των Κρατών Μελών να οργανώνουν και να χρησιμοποιούν το ραδιοφάσμα τους για σκοπούς δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και άμυνας Άρθρο 2 - Ορισμοί Το άρθρο 2 περιέχει τον ορισμό του υπό θεώρηση ραδιοφάσματος. Άρθρο 3 - Σύσταση της επιτροπής ραδιοφάσματος Με το άρθρο 3 συστήνεται η «Επιτροπή», η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των Κρατών Μελών και η οποία μπορεί να διαβουλεύεται με τις κοινότητες χρηστών του ραδιοφάσματος. Η εν λόγω επιτροπή παρέχει επικουρική συνδρομή στις δράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Άρθρο 4 - Καθήκοντα της επιτροπής ραδιοφάσματος Στο άρθρο 4 προσδιορίζεται ο ρόλος της επιτροπής ραδιοφάσματος που συνίσταται στην εκπόνηση γενικής διατομεακής πολιτικής σχετικά με το φάσμα με στόχο την επίτευξη των στόχων πολιτικής της Κοινότητας και ιδίως για την εξασφάλιση εναρμονισμένων προϋποθέσεων για τη διαθεσιμότητα και την αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος, καθώς και την διαθεσιμότητα των σχετικών πληροφοριών. Το άρθρο αυτό προσδιορίζει την κανονιστική και συμβουλευτική διαδικασία στο πλαίσιο της Επιτροπής. Περιλαμβάνεται επίσης η δυνατότητα για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ώστε αυτή να χορηγεί εντολές εναρμόνισης στην CEPT και να καθιστά υποχρεωτικά για τα Κράτη Μέλη τα αποτελέσματα τέτοιων εντολών ή να λαμβάνει εναλλακτικά μέτρα στις περιπτώσεις που η CEPT δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Άρθρο 5 - Διαθεσιμότητα πληροφοριών σχετικά με την κατανομή και την εκχώρηση ραδιοφάσματος Το άρθρο 5 απαιτεί από τα Κράτη Μέλη να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη διάθεση και τη χρήση του φάσματος στην επικράτειά τους, ενώ απαιτείται επίσης εναρμόνιση της παρουσίασης των εν λόγω πληροφοριών. Άρθρο 6 - Σχέσεις με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς Το άρθρο 6 καθορίζει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Κρατών Μελών όσον αφορά τις σχέσεις με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς όπου συζητώνται πολιτικές και θέματα ραδιοφάσματος ως κύριο ζήτημα ή ως μέρος ευρύτερων διαπραγματεύσεων. Εφόσον είναι απαραίτητο, απαιτείται από τα Κράτη 10/11
Μέλη να συντονίζουν τις θέσεις τους στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για να διασφαλίσουν τους αντικειμενικούς σκοπούς που επιδιώκονται με την Απόφαση. Άρθρο 7 - Κοινοποίηση Το άρθρο 7 απαιτεί από τα Κράτη Μέλη να παρέχουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε πληροφορία που απαιτείται για την επαλήθευση της εφαρμογής των υποχρεώσεων που απορρέουν βάσει της Απόφασης. Άρθρο 8 - Εμπιστευτικότητα & Τήρηση απορρήτου Βάσει του άρθρου 8 επιβάλλεται τήρηση απορρήτου σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για θέματα επαγγελματικού απορρήτου των εμπλεκομένων φορέων (π.χ. ιδίως πληροφορίες σχετικές με τις επιχειρήσεις, τις εμπορικές τους σχέσεις ή τα στοιχεία κόστους). Άρθρο 9 - Yποβολή εκθέσεων Το άρθρο 9 απαιτεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει ετήσια έκθεση στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της Απόφασης. Άρθρο 10 - Εφαρμογή Το άρθρο 10 απαιτεί από τα Κράτη Μέλη να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, βάσει της Απόφασης αρ.676/2002. Άρθρο 11 - Έναρξη ισχύος Το άρθρο 11 ρυθμίζει την έναρξη ισχύος της Απόφασης. Άρθρο 12 - Αποδέκτες Το άρθρο 12 ορίζει ότι αποδέκτες της απόφασης είναι τα Κράτη Μέλη. 11/11