Κυρίες και Κύριοι, Στο πάνελ αυτό µας ζητήθηκε να µιλήσουµε για τον εµπλουτισµό του τουριστικού προϊόντος και την επιµήκυνση της τουριστικής περιόδου. Τελευταία γίνεται πολλή συζήτηση και για τα δύο αυτά θέµατα, αλλά δεν φτάνει η συζήτηση, γιατί πρέπει να υπάρχει και ένα ξεκάθαρο εθνικό όραµα για το πως θα επιτευχθούν αυτά τα δύο ζητούµενα. Δεν µιλώ τόσο για τον ιδιωτικό τοµέα - που σε πολλές περιπτώσεις κινείται προς αυτή την κατεύθυνση παρ όλες τις δυσκολίες της εποχής - όσο για το σύστηµα που καθορίζει τα όρια εφικτότητας, δηλαδή το πλαίσιο µέσα στο οποίο σήµερα εξελίσσεται κάθε προσπάθεια τουριστικού εκσυγχρονισµού. Γιατί και οι δύο έννοιες, δηλαδή του εµπλουτισµού και της επιµήκυνσης, αποτελούν βασικά στοιχεία εκσυγχρονισµού του τουριστικού προϊόντος µιας χώρας. Ποιό είναι λοιπόν αυτό το πλαίσιο και πόσο ενθαρρυντικό είναι; Έρχοµαι λοιπόν σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα... Όλοι θα γνωρίζετε ότι φέτος κατά µέσο όρο περίπου διπλασιάστηκε το εισητήριο εισόδου σε όλα σχεδόν τα Ελληνικά αξιοθέατα. Πρόκειται για µία τυφλή αύξηση, αφού έγινε χωρίς να έχει εξετάσει κανείς αν η κάθε περίπτωση συνοδεύεται και από ανάλογη προστιθέµενη αξία που να δικαιολογεί τόσο δραµατικά επίπεδα ανατίµησης... Φυσικά θα µπορούσε να πεί κανείς ότι ήταν όντως φτηνά τα εισητήρια για ορισµένα Ελληνικά αξιοθέατα, αλλά και η εµπειρία επίσκεψης τους πλείν ελάχιστων εξαιρέσεων παραµένει περίπου ίδια επί δεκαετίες. Εποµένως, η αύξηση αυτή της τιµής είναι χωρίς αντίκρυσµα ως προς την αξία της προσφερόµενης εµπειρίας... δηλαδή δεν οφείλεται σε κάποια αισθητή αναβάθµιση ή αξιοσηµείωτη εµπλουτιστική παρέµβαση. Απλώς είναι µια πράξη εισπρακτική και αρκετά βάναυση για να στείλει ένα αντι-τουριστικό µήνυµα στην αγορά.
Τέτοιου είδους έφοδοι δεν συνηθίζονται σε άλλες Ευρωπαϊκές τουριστικές χώρες, γιατί εκεί είθισται οι αυξήσεις να γίνονται σταδιακά για να µην σοκάρουν τη αγορά. Πρόκειται για στοιχειώδη εµπορική αντίληψη... Έπειτα είναι σαν τους φόρους... υπάρχει ένα επίπεδο ισορροπίας που αν ξεπεραστεί στο τέλος έρχεται το αντίθετο αποτέλεσµα... Με την εταιρεία µου ασχολούµαι κυρίως µε τις εκδροµές των κρουαζιεροπλοίων, εξ ού και η ευαισθησία µου για το ζήτηµα αυτό. Μαζί µε τους συνάδελφους του κλάδου µου πρέπει τώρα να δικαιολογήσουµε στους πελάτες µας αυτή την υπερβολική αύξηση και µάλιστα σε µια εποχή που οι εταιρείες κρουαζιέρας αναθεωρούν τα σχέδια τους για την Ανατολική Μεσόγειο, µε όλα τα προβλήµατα στην περιοχή. Είναι µια περίοδος που πρέπει να κάνουµε ότι µπορούµε για να τους συγκρατήσουµε και δεν χρειάζεται να πω περισσότερα... Η κρουαζιέρα είναι ένας καλός δείκτης του πως αλλάζουν τα ενδιαφέροντα και τα είδη εµπειρίας που αποζητούν οι σύγχρονοι τουρίστες από τους προορισµούς. Εκτός από το δηµογραφικό προφιλ των επιβατών που αλλάζει µε την είσοδο νέων γενιών µε αισθητά διαφορετικές απαιτήσεις, υπάρχει και το internet, τα social media, κλπ., που δηµιουργούν και διασπέρνουν διάφορες τουριστικές τάσεις και µόδες που αλλάζουν γρήγορα. Αν θέλει ένας προορισµός να παρακολουθήσει τις σύγχρονες τουριστικές τάσεις, πρέπει να γίνει πολύ ευέλικτος και να αντιδρά γρήγορα στις ξαφνικές αλλαγές που φέρνει η αγορά. Στην Ελλάδα αργήσαµε αρκετά να κινηθούµε σε θέµατα εξειδικευµένων ενδιαφερόντων, όπως για παράδειγµα στον τοµέα της γαστρονοµίας, άν και τα τελευταία χρόνια γίνονται αρκετές καλές προσπάθειες, όπως δυστυχώς και µέτριες έως κακές. Ενώ υπάρχουν οι δυνατότητες σε όλη την Ελλάδα, υπάρχει ακόµη σύγχυση για τον καθορισµό της Ελληνικής κουζίνας και επίσης, σε πολλούς προορισµούς λείπουν οι κατάλληλες συνθήκες και η τεχνογνωσία για να αναδειχθεί ικανοποιητικά.
Αναφέροµαι στην γαστρονοµία γιατί έχει πλέον καθιερωθεί και στις mainstream αγορές ως ένα από τα σηµαντικά ενδιαφέροντα προς αξιοποίηση. Δεν θ αναφερθώ σε brands, αλλά υπάρχει το παράδειγµα µιας εταιρείας που προσφέρει ένα πολύ υψηλού επιπέδου προϊόν και έχει πρόσφατα ανακοινώσει ειδικά προγράµµατα Μεσογειακής κρουαζιέρας gourmet. Πρόκειται για ένα πακέτο που συνδυάζει γαστρονοµία µε διάσηµους chef πάνω στο πλοίο µαζί µε ειδικές εκδροµές στην στεριά για επισκέψεις σε ποιοτικά εστιατόρια και εµπειρίες αυθεντικής κουζίνας. Η Ιταλία και η Νότια Γαλλία ανταποκρίνονται εύκολα σε τέτοιου είδους προγράµµατα, αλλά στην Ελλάδα θα ήταν ακόµη αρκετά δύσκολο. Αυτή όµως είναι µια µορφή εµπειρίας που εµπλουτίζει το προϊόν - όχι µόνο σε επίπεδο 6 αστέρων σαν αυτό που προανέφερα - αλλά και γενικότερα, ακόµη και στην πιο µαζική αγορά. Ο εµπλουτισµός του τουριστικού προϊόντος δεν είναι κάτι το αφηρηµένο και συνήθως απαιτεί µια απολύτως πρακτική αντιµετώπιση που να αφουγκράζεται τις σύγχρονες τάσεις στον τουρισµό. Η κρουαζιέρα φέρνει µια γκάµα επιβατών από µαζικό µέχρι πάρα πολύ υψηλό επίπεδο αγοράς. Υπάρχουν πολλών ειδών διαβαθµίσεις ενδιαφερόντων και πάνω σε αυτές είναι που πρέπει να επικεντρωθούµε για να καταλάβουµε τι πρέπει να κάνουµε, ανάλογα φυσικά και σε ποιούς θέλουµε να απευθυνθούµε εµπορικά. Ενα υψηλόβαθµο στέλεχος µιας πολύ µεγάλης εταιρείας που ειδικεύεται στις ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου εκδροµές µου είχε πεί κάποτε ότι η Ελλάδα είναι η πιό δύσκολη χώρα για να προσφέρει κανείς κάτι διαφορετικό σε βιωµατικές εµπειρίες γύρω από µνηµεία. Ο άνθρωπος αυτός ήθελε να οργανώσει µια αποκλειστική νυκτερινή εκδροµή στον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο όπου θα έπαιζε ένα κουαρτέτο κλασσικής µουσικής. Το είχε κάνει µε µεγάλη επιτυχία στην Σικελία, αλλά καταλαβαίνετε το µέγεθος του ΟΧΙ που εισέπραξε για το Σούνιο. Εν τούτοις, τέτοιου είδους εµπειρίες είναι πολύ
ελκυστικές σήµερα και αποτελούν ένα είδος εµπλουτισµού του προϊόντος που ενισχύει την επισκεψιµότητα ποιοτικότερων εταιρειών στην Ελλάδα. Αλλες χώρες µε εξ ίσου σηµαντικό ιστορικό πλούτο επιδεικνύουν µεγαλύτερη ευελιξία στην ελεγχόµενη διάθεση των µνηµείων τους για σωστά οργανωµένα events. Καθώς η κρουαζιέρα προγραµµατίζει ακόµη και δύο χρόνια πριν, είναι και εύκολο να ανταποκριθούν οργανωτικά. Πρέπει και στην Ελλάδα να γίνουµε πιό ευέλικτοι, γιατί ο σύγχρονος επιβάτης κρουαζιέρας είναι συνήθως αρκετά ταξιδευµένος και δεν θα αγοράσει εύκολα µια εκδροµή για να δεί ένα µνηµείο που έχει ξαναεπισκευτεί, αν εκεί δεν του προσφέρεται κάτι καινούργιο. Αυτό είναι κατά µια έννοια ο εµπλουτισµός του προϊόντος και στην Ελλάδα έχουµε πολλά παραδείγµατα αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών κτιρίων ή µουσείων που θα µπορούσαν να προσφέρουν µοναδικές εµπειρίες για µικρά και µεσαίου µεγέθους γκρουπ επιβατών. Τέτοιου είδους εµπλουτιστικές πτυχές δεν απευθύνονται τόσο πολύ στην µάζα, όσο σε επιβάτες µε ιδιαίτερη καλλιέργεια και ενδιαφέροντα. Όµως συµπληρώνουν την επισκεψιµότητα στα ιστορικά µνηµεία, αυξάνουν τα έσοδα τους και ικανοποιούν ένα επίπεδο αγοράς που λέµε ότι θέλουµε να προσελκύσουµε. Η µάζα βέβαια θα εξακολουθεί να πηγαίνει στις κλασσικές εκδροµές, αλλά το ποσοστό αυτού του είδους τουρίστα σαφώς φθίνει µε το χρόνο και για αυτό η νέα εποχή απαιτεί µεγαλύτερη διάσπαση µε προσφορά νέου τύπου εκδροµών ή φρεσκάρισµα των κλασσικών... Ο ιστορικός µας πλούτος δεν αξιοποιείται µόνο µε ανατιµήσεις, αλλά και µε την προσφορά µοναδικών εµπειριών στους επισκέπτες που έρχονται να τον απολαύσουν. Όπως προανέφερα, στην εποχή µας δεν αρκεί πιά µόνο µια ξερή περιήγηση, γιατί όλο και περισσότεροι σύγχρονοι τουρίστες θέλουν κάτι πιό προσωπικό και ιδιαίτερο να βιώσουν στους
προορισµούς. Για να µην µακρυγορήσω έρχοµαι και στο θέµα της επιµήκυνσης της τουριστικής περιόδου, πάντα από την σκοπία του τοµέα µου. Η κρουαζιέρα λειτουργεί όλο το χρόνο στην Μεσόγειο, αλλά το µεγαλύτερο ποσοστό των δροµολογίων επικεντρώνεται στη Δυτική της πλευρά, παρ όλο που το εκεί κλίµα είναι δυσχερέστερο. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό και η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο προσθέτει και άλλους. Όµως η Ελλάδα, εκτός από την Αθήνα, έχει πολλούς προορισµούς µε ζωντάνια όλο το χρόνο - και νησιωτικούς και παραλιακούς - µε σχετικά καλές λιµενικές υποδοµές. Πιστεύω ότι η κρουαζιέρα θα µπορούσε να είναι ένα εργαλείο επιµήκυνσης, αλλά πρέπει να προβληθούν στοχευµένα οι δυνατότητες της, δηλαδή µια επιλογή προορισµών που πληρούν τις χειµερινές προδιαγραφές για µια ικανοποιητική προσέγγιση κρουαζιεροπλοίου. Αυτό δεν έχει γίνει ακόµη για την κρουαζιέρα... Ευχαριστώ πολύ. 4