Η Εποχικότητα του Τουρισµού στην Ελλάδα και τις Ανταγωνίστριες Χώρες Σύνοψη Μελέτης ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της µελέτης αυτής είναι η ανάλυση της εποχικότητας που παρουσιάζει ο ελληνικός τουρισµός, η σύγκριση µε τα αντίστοιχα πρότυπα των κυριοτέρων ανταγωνιστριών χωρών και η διερεύνηση των δυνατοτήτων άµβλυνσης της εποχικότητας αυτής. Τα κυριότερα προβλήµατα που απορρέουν από την υψηλή εποχικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος αποτελούν Η χαµηλότερη απόδοση των επενδυµένων κεφαλαίων στον τουρισµό και σηµαντικά διαφεύγοντα κέρδη για τις τουριστικές επιχειρήσεις. Η ποιοτική βελτίωση του εργατικού δυναµικού προσκρούει σηµαντικά στην εποχικότητα της λειτουργίας των τουριστικών επιχειρήσεων, ενώ υψηλότεροι µισθοί επικρατούν στην αγορά εργασίας για να προσελκύονται οι εργαζόµενοι και στην επόµενη τουριστική περίοδο. Η υποβάθµιση του περιβάλλοντος από την εντατική χρήση του φυσικού πλούτου που επιβαρύνει κυρίως τις µελλοντικές γενιές, αφού θα χρειαστεί υψηλότερο κόστος αποκατάστασης µε ταυτόχρονα µικρότερη απόδοση των πόρων αυτών. Η υποδοµή πρόσβασης των τουριστών (αεροδρόµια, δρόµοι, δηµ. υπηρεσίες) αποδεικνύεται ανεπαρκής. ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΦΙΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α: 1975-96 Η εποχικότητα των αφίξεων αλλοδαπών τουριστών εµφανίζεται αυξηµένη κατά 13,1% µεταξύ 1975 και 1996. Η εποχικότητα σε δωδεκάµηνη βάση αυξήθηκε στο µέγιστο της τιµής της το 1992, χρονιά η οποία χαρακτηρίζεται από σηµαντική µείωση του τουρισµού λόγω του πολέµου στον περσικό κόλπο και έκτοτε παρουσιάζει µικρή πτωτική τάση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η αύξηση της εποχικότητας των αφίξεων έχει συνδυαστεί αφενός µε µείωση του µεριδίου της χειµερινής περιόδου από 22,3% το 1975 σε 15% το 1995 και αφετέρου µε µεγαλύτερη διασπορά των αφίξεων στην θερινή περίοδο. Η αύξηση της εποχικότητας σε δωδεκάµηνη βάση έχει, δηλαδή, συνδυασθεί µε ταυτόχρονη µείωση της εποχικότητας της θερινής περιόδου. Η εποχικότητα της θερινής περιόδου έχει µειωθεί κατά 39,4% µεταξύ 1975 και 1995. Η οικονοµετρική διερεύνηση της σχέσης αφίξεων-εποχικότητας δείχνει ότι η σηµαντική αύξηση των αφίξεων δεν αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για την αύξηση της εποχικότητας. Η δωδεκάµηνη εποχικότητα τείνει να αυτοτροφοδοτείται σε υψηλό βαθµό (κατά 49%) λόγω της διαχρονικής επικράτησης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος ως θερινού προορισµού. Οι αυξήσεις των αφίξεων, έως ένα βαθµό, τείνουν να αυξήσουν την εποχικότητα. Από ένα σηµείο και έπειτα, η αύξηση των αφίξεων συνεπάγεται µείωση της εποχικότητας λόγω της υψηλής πληρότητας 1
στους µήνες αιχµής και της κατανοµής των αφίξεων στους υπόλοιπους θερινούς µήνες. Η οικονοµετρική διερεύνηση της σχέσης της θερινής εποχικότητας και των αφίξεων δείχνει ιδιαίτερα ισχυρή θετική συσχέτιση. Κάθε αύξηση των αφίξεων οδηγεί σε µείωση της θερινής εποχικότητας, ενώ η θερινή εποχικότητα τείνει, επίσης, να αυτοτροφοδοτείται µε διαχρονικά πτωτική τάση µε συντελεστή ελαστικότητας 0,15. ΑΦΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Οι αεροµεταφορές αποτελούν τον κύριο τρόπο µεταφοράς των τουριστών µε διαχρονικά αυξανόµενο µερίδιο. Το 1996 περίπου το 83,2% των τουριστών χρησιµοποίησε το µέσο αυτό έναντι 68,8% το 1981. Το µεγαλύτερο ποσοστό των αεροµεταφερόµενων τουριστών χρησιµοποίησε ναυλωµένες πτήσεις. ιαχρονικά οι ναυλωµένες πτήσεις (charters) αύξησαν το µερίδιό τους από 43% το 1981 σε 62,7% το 1996, ενώ αντίθετα οι τακτικές πτήσεις µείωσαν το µερίδιό τους από 25,9% το 1981 σε 20,5% το 1996. Το µερίδιο των οδικών συγκοινωνιών, µετά τα προβλήµατα που εµφανίσθηκαν στα βόρεια σύνορά µας, µειώθηκε από 17,3% το 1981 σε 8,6% το 1991, αλλά ανέκαµψε το 1996 σε 10,2%. Το µερίδιο των σιδηροδρόµων µειώθηκε επίσης από 3,3% το 1981 σε 0,3% το 1996 και των θαλάσσιων µεταφορών από 10,5% το 1981 σε 6,3% το 1996. Οι ναυλωµένες πτήσεις (charters) χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλή εποχικότητα, διακινούν το 98,3% των πελατών τους στο διάστηµα Απριλίου-Οκτωβρίου µε µηδενική παρουσία τους χειµερινούς µήνες. Η πτώση του µεριδίου των οδικών συγκοινωνιών και του σιδηροδρόµου έχει προφανή αυξητική επίδραση στην εποχικότητα του τουρισµού λόγω της µείωσης των µεµονωµένων τουριστών που συνηθίζουν να επισκέπτονται την Ελλάδα χρησιµοποιώντας τα µέσα αυτά. Στην τελευταία δεκαπενταετία υπάρχουν θετικές εξελίξεις στην υποδοµή υποδοχής των τουριστών. Ένας αριθµός περιφερειακών αεροδροµίων έχει τεθεί σε λειτουργία µε αποτέλεσµα: Το µερίδιο του Ελληνικού να µειωθεί σε 10,7% το 1995 έναντι 29,9% το 1981. Να υπάρξει περιφερειακή ανάπτυξη προορισµών που ήταν δύσκολα προσπελάσιµοι και οι οποίοι απέσπασαν µερίδια από άλλα αεροδρόµια. Να αποσυµφορήσουν ως ένα βαθµό τα κεντρικά αεροδρόµια, τα οποία, όµως, και πάλι εξυπηρετούν µεγαλύτερους αριθµούς τουριστών από ό,τι το 1981. Τα νέα περιφερειακά αεροδρόµια να παρουσιάζουν διαχρονικά αυξανόµενα µερίδια. Από τα παλαιότερα αεροδρόµια το Ελληνικό, της Κέρκυρας και της Ρόδου µείωσαν τα µερίδιά τους, ενώ αντίθετα της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλείου και της Κω αύξησαν τα µερίδιά τους µεταξύ 1981 και 1995. Να εµφανίζεται αρνητική συσχέτιση του αριθµού των αφίξεων µε την εποχικότητα της λειτουργίας των αεροδροµίων. ηµιουργία περιφερειακών 2
αεροδροµίων τείνει να µειώνει την εποχικότητα των αφίξεων στη θερινή περίοδο. Εκτός από τα αεροδρόµια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, δεν υπάρχει αξιοσηµείωτη µεταφορική κίνηση στο πεντάµηνο Νοεµβρίου- εκεµβρίου, ενώ αντίθετα ο µήνας Απρίλιος µπορεί να ενισχυθεί, ώστε να αποτελεί κερδοφόρο και αξιόπιστο τουριστικό µήνα. ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΦΙΞΕΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ Η εποχικότητα των αφίξεων τουριστών από την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα χαµηλή, σε αντίθεση µε την εποχικότητα των τουριστών από την Κεντρική Ευρώπη, τις Σκανδιναβικές Χώρες και την Αγγλία. Χαµηλότερη του µέσου όρου εποχικότητα εµφανίζουν οι τουρίστες από Αν. Ευρώπη και, κυρίως, από τις Βαλκανικές Χώρες. Οι Σκανδιναβοί εµφανίζουν την υψηλότερη εποχικότητα, µόλις το 8,8% των Σκανδιναβών επισκέπτονται την Ελλάδα στην χειµερινή περίοδο και χρησιµοποιούν σε ποσοστό 88,9% ναυλωµένες πτήσεις. Οι άγγλοι τουρίστες αποτελούν την δεύτερη µε υψηλότερη εποχικότητα οµάδα τουριστών, µε ποσοστό επισκεπτών στην χειµερινή περίοδο 7,4% και χρησιµοποιούν σε ποσοστό 86,3% ναυλωµένες πτήσεις. Οι γερµανοί, ολλανδοί και γάλλοι τουρίστες εµφανίζουν παρόµοιο εποχικό πρότυπο, µε τους γάλλους να έχουν την χαµηλότερη εποχικότητα από τις υπόλοιπες χώρες, αλλά και την µικρότερη εξάρτηση από τους τουριστικούς πράκτορες (tour operators), αφού χρησιµοποίησαν σε ποσοστό 74,2% αεροµεταφορές αλλά µόνο σε ποσοστό 58,4% ναυλωµένες πτήσεις. Οι ιταλοί, επίσης, εµφανίζουν, όπως όλοι οι τουρίστες της Κ. Ευρώπης, διαχρονικά αυξανόµενη εξάρτηση από τους tour operators, αν και αυτή παραµένει σε χαµηλότερο βαθµό σε σύγκριση µε τους άλλους ευρωπαίους τουρίστες. Το 41,1% των ιταλών χρησιµοποίησε κατά το 1995 ναυλωµένες πτήσεις έναντι 2,8% το 1981. Συνολικά παρατηρείται αυξανόµενη εξάρτηση όλων των ευρωπαίων τουριστών από τους τουριστικούς πράκτορες, αύξηση του ποσοστού των ταξιδιωτών που χρησιµοποιούν ναυλωµένες πτήσεις και αύξηση της δωδεκάµηνης εποχικότητας των Ευρωπαίων, οι οποίοι τείνουν να επισκέπτονται την Ελλάδα κυρίως στους θερινούς µήνες. ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΞΕΝΟ ΟΧΕΙΑΚΑ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ Ο ρυθµός αύξησης των αφίξεων στα ξενοδοχειακά καταλύµατα δεν ακολουθεί τον ρυθµό αύξησης των τουριστών στα σύνορα και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, υπάρχει σηµαντική αύξηση των παράνοµων δωµατίων που απορροφά διανυκτερεύσεις και δεύτερον, η αυξανόµενη εξάρτηση των ξενοδοχείων από τον οργανωµένο τουρισµό συνεπάγεται την παραµονή στο ίδιο ξενοδοχείο για µεγαλύτερο διάστηµα από ό,τι οι µεµονωµένοι τουρίστες. Παρατηρείται, πάντως, η ίδια εξέλιξη µε τις αφίξεις στα σύνορα όσον αφορά την εποχικότητα των αφίξεων, ήτοι αύξηση του µεριδίου των αφίξεων της θερινής περιόδου σε βάρος της χειµερινής µε αντίστοιχα µεγαλύτερη διασπορά των αφίξεων αυτών στους εκτός αιχµής µήνες. Αποτέλεσµα είναι η δωδεκάµηνη εποχικότητα των αφίξεων στα ξενοδοχειακά και συναφή καταλύµατα να έχει αυξηθεί µε αντίστοιχη µείωση της εποχικότητας των αφίξεων στην θερινή περίοδο. Το µερίδιο των διανυκτερεύσεων της θερινής περιόδου έχει αυξηθεί από 82,2% το 1975 σε 89,8% το 1995, ενώ το µερίδιο της θερινής περιόδου αιχµής αυξήθηκε από 3
51,1% το 1975 σε 52,7% το 1995. Αποτέλεσµα της µετακίνησης αυτής των µεριδίων είναι η υψηλότερη δωδεκάµηνη εποχικότητα των διανυκτερεύσεων, αλλά και η µικρή µείωση της θερινής εποχικότητας των διανυκτερεύσεων λόγω της ενίσχυσης των εκτός αιχµής µηνών της θερινής περιόδου. Η µέση διάρκεια παραµονής (διανυκτερεύσεις προς αφίξεις) έχει αυξηθεί στα ξενοδοχειακά και συναφή καταλύµατα από 4,2 διανυκτερεύσεις το 1975 σε 6,1 διανυκτερεύσεις το 1994. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την αύξηση του µεριδίου του οργανωµένου τουρισµού. Η µέση διάρκεια παραµονής στην θερινή περίοδο κατά το 1994 ανέρχεται σε 6,6 ηµέρες έναντι 3,5 ηµερών στην χειµερινή. Η χαµηλότερη διάρκεια παραµονής στην χειµερινή περίοδο αντανακλά ότι ένα σηµαντικό µερίδιο των ταξιδιωτών αφορά επαγγελµατικά ταξίδια (business trips). Η αύξηση των παράνοµων δωµατίων, από την άλλη µεριά, έχει ως αποτέλεσµα την µείωση των διανυκτερεύσεων ανά άφιξη στα σύνορα από 5,2 το 1975 σε 3,9 το 1995. Η εποχικότητα στα ξενοδοχειακά καταλύµατα πολυτελείας (ΑΑ κατηγορίας) είναι χαµηλότερη κατά 24,8% από τον µέσο όρο των κατηγοριών ΑΑ - Ε. Ελαφρώς υψηλότερη εποχικότητα του µέσου όρου (1,5%) παρατηρείται στα ξενοδοχεία Α κατηγορίας, υψηλότερη κατά 1,9% στα Β κατηγορίας, κατά 4,8% στα Γ και κατά 3,2% στα - Ε. Τα ξενοδοχεία πολυτελείας κατέχουν µερίδιο περίπου 16% των διανυκτερεύσεων στην χειµερινή περίοδο, περίπου διπλάσιο από ό,τι στην θερινή. Τα ξενοδοχεία Α κατηγορίας έχουν µερίδιο 30,1% στην χειµερινή έναντι 37,2% στην θερινή. Τα ξενοδοχεία Β κατηγορίας έχουν αντιστοίχως µερίδια 27,4% και 28,1% κατά την χειµερινή και θερινή περίοδο, ενώ τα Γ κατηγορίας διατηρούν το µερίδιό τους σταθερό τόσο στην χειµερινή όσο και στην θερινή, 22,2% και 22,9% αντίστοιχα. Η χαµηλότερη εποχικότητα των υψηλότερων κατηγοριών εξηγείται κυρίως από τις χαµηλές τιµές που προσφέρουν τα ξενοδοχεία αυτά στους εκτός αιχµής µήνες. Η εποχικότητα των διανυκτερεύσεων ανά περιφέρεια δείχνει ότι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη έχουν την χαµηλότερη εποχικότητα από όλες τις περιφέρειες. Χαµηλότερη του µέσου όρου εποχικότητα έχει η Κ. Μακεδονία, η. Ελλάδα και η Κρήτη. Ελαφρά υψηλότερη οι νήσοι του Αιγαίου, η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η Ήπειρος και η Αν. Μακεδονία και Θράκη, ενώ σηµαντικά υψηλότερη οι Ιόνιοι Νήσοι, το Βόρειο Αιγαίο και η Θεσσαλία. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΡΙΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΠΕΡΙΟ Ο Το 76,5% των τουριστών της θερινής περιόδου αποτελείται από νεαρά άτοµα ηλικίας 15-40 ετών. Οι Σουηδοί και Άγγλοι, δύο κατηγορίες µε υψηλή εποχικότητα, χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα χαµηλό µέσο όρο ηλικίας. Το 52% των σουηδών και το 43,1% των άγγλων τουριστών είναι ηλικίας 16-25 ετών. Οι τουρίστες της θερινής περιόδου είναι σε ποσοστό 50,4% γυναίκες, και άγαµοι ή διαζευγµένοι σε ποσοστό 60%. Κύριο σκοπό ταξιδιού αποτελεί η αναψυχή-διακοπές σε ποσοστό 93,3%, µε κύρια κίνητρα τις φυσικές οµορφιές (69,1%), το κλίµα (58,4%), τις αρχαιότητες (28,9%) και το κόστος ταξιδιού (19%). Οι φυσικές οµορφιές αποτελούν το ισχυρότερο κίνητρο για τους Γερµανούς, τους Ιταλούς και τους Γάλλους και το κλίµα για τους Άγγλους. 4
Επαγγελµατικά το 25% των θερινών επισκεπτών είναι επιστήµονες ή ελεύθεροι επαγγελµατίες, 16,3% υπάλληλοι γραφείου και 20,8% σπουδαστές. Η υψηλότερη ηµερήσια δαπάνη καταγράφεται από τους εµπόρους-πωλητές και σε δεύτερο λόγο τα διοικητικά στελέχη και οι επιστήµονες-ελεύθεροι επαγγελµατίες. Επίσης, η υψηλότερη δαπάνη καταγράφεται από τους επισκέπτες ηλικίας 41-65 ετών. Η κινητικότητα των ταξιδιωτών στην θερινή περίοδο µειώνεται µε την ηλικία, ενώ ο µέσος αριθµός ετών που µεσολαβεί από την τελευταία επίσκεψη είναι υψηλότερος στους Γάλλους (3,3 έτη), ενώ οι Γερµανοί, Άγγλοι και Ιταλοί βρίσκονται περίπου στο µέσο (2,3 έτη). Κύριες πηγές πληροφόρησης των ταξιδιωτών της θερινής περιόδου αποτελούν οι ταξιδιωτικοί πράκτορες (45,8%), οι φίλοι και συγγενείς (40%), η προηγούµενη εµπειρία (31%) και οι εφηµερίδες-περιοδικά (13,7%). Στην χειµερινή περίοδο ο µέσος όρος ηλικίας των τουριστών αυξάνεται σε σχέση µε αυτόν της θερινής περιόδου. Το 37,6% του συνόλου των τουριστών της χειµερινής περιόδου είναι ηλικίας µεγαλύτερης των 40 ετών, ενώ στην θερινή περίοδο είναι µόνο το 23,5%. Χαρακτηριστικός είναι ο υψηλός µέσος όρος ηλικίας των αµερικανών τουριστών, 15,1% έχουν ηλικία µεγαλύτερη των 65 ετών. Σε ποσοστό 64,4% οι επισκέπτες είναι άνδρες και σε ποσοστό 56,5% έγγαµοι. Ο κύριος σκοπός ταξιδιού είναι οι επαγγελµατικές υποχρεώσεις (44,1%), ενώ ακολουθούν σε δεύτερο λόγο η Αναψυχή- ιακοπές (38,5%). Κίνητρο επίσκεψης, πέραν του ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή (33,3%) - προφανώς λόγω της φύσεως του επαγγελµατικού ταξιδιού - είναι οι φυσικές οµορφιές (21,7%), το κλίµα (21,7%) και οι αρχαιότητες (27,1%). Επαγγελµατικά κυριαρχούν οι επιστήµονες-ελεύθεροι επαγγελµατίες (33,1%), τα διευθυντικά στελέχη (12,6%), οι υπάλληλοι γραφείου (11,2%) και οι σπουδαστές (10,8%). Η µέση ηµερήσια δαπάνη είναι κατά 149,2% υψηλότερη από ό,τι στην θερινή περίοδο, µε υψηλότερο ποσό να δαπανούν οι έµποροι-πωλητές και τα διοικητικά στελέχη. Η υψηλότερη κατά κεφαλή ηµερήσια δαπάνη καταγράφεται επίσης στους επισκέπτες ηλικίας 41-65 ετών. Η κινητικότητα των χειµερινών τουριστών, δηλαδή ο αριθµός των περιοχών που επισκέπτονται, είναι υψηλότερος από ό,τι στην θερινή περίοδο, µε τους ηλικίας 65 και άνω να έχουν την ίδια κινητικότητα µε τους επισκέπτες ηλικίας 26-40 ετών. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι ο µέσος αριθµός ετών από την τελευταία επίσκεψη είναι σηµαντικά χαµηλότερος από αυτόν της θερινής περιόδου, περίπου 1,3 έτη. Πηγή πληροφόρησης αποτελεί η προηγούµενη εµπειρία (32,6%), οι φίλοι και συγγενείς (28,5%), οι ταξιδιωτικοί πράκτορες (23,45) και οι εφηµερίδες-περιοδικά (10,9%). ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΚΥΡΙΕΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΕΣ ΧΩΡΕΣ Στην Ισπανία, παρά τον υπερδιπλασιασµό των επισκεπτών µεταξύ 1975 και 1995 παρατηρείται σηµαντική µείωση της εποχικότητας των αφίξεων, περίπου κατά 34,8%. Το µερίδιο των αφίξεων στους µήνες αιχµής έχει µειωθεί από 52,8% το 1975 σε 41,6% το 1995 όσο και της θερινής περιόδου από 74,3% το 1975 σε 66,4% το 1995. Υπάρχει, δηλαδή, ενίσχυση όχι µόνο στους εκτός αιχµής θερινούς µήνες, αλλά και στους χειµερινούς. Η µείωση αυτή της εποχικότητας είναι εµφανής και στις διανυκτερεύσεις, όπου το µερίδιο των διανυκτερεύσεων στους µήνες αιχµής 5
µειώθηκε από 43,7% το 1975 σε 38,7% το 1995, και στους θερινούς µήνες από 71,3% το 1975 σε 70,8% το 1995. Στην Πορτογαλία ο αριθµός τουριστών υπερδεκαπλασιάστηκε µεταξύ 1975 και 1995 και η εποχικότητα των αφίξεων αυξήθηκε κατά 26,8%. Το µερίδιο των αφίξεων στους µήνες αιχµής έχει αυξηθεί από 42,3% το 1975 σε 45% το 1995 και στην θερινή περίοδο από 64,3% το 1975 σε 70,9% το 1995. Η αύξηση αυτή της εποχικότητας των αφίξεων έχει πραγµατοποιηθεί κυρίως στην δεκαετία 1975-85, ενώ έκτοτε το εποχικό πρότυπο των αφίξεων εµφανίζει σταθερότητα, φαινόµενο που αντανακλάται και στην εποχικότητα των διανυκτερεύσεων. Το µερίδιο των διανυκτερεύσεων της περιόδου αιχµής εµφάνισε µείωση από 36,6% το 1975 σε 35,1% το 1995, ενώ αντίστοιχα αυξήθηκε το µερίδιο της θερινής περιόδου από 60,1% το 1975 σε 65,6% το 1995. Υπάρχει δηλαδή ενίσχυση της θερινής περιόδου κυρίως στους µήνες αιχµής. Στην Ιταλία η σηµαντική αύξηση των αφίξεων κατά 54% µεταξύ 1975 και 1995 συνδυάστηκε µε µείωση της εποχικότητας κατά 39,9%. Παρατηρείται µείωση του µεριδίου των αφίξεων τόσο της περιόδου αιχµής από 44,8% το 1975 σε 35,4% το 1995 όσο και της θερινής περιόδου από 70,4% το 1975 σε 62,8% το 1995. Αντίστοιχη µείωση παρατηρείται και στις διανυκτερεύσεις µε µειώσεις µεταξύ 1975 και 1995 των µεριδίων αιχµής από 51,9% σε 38,8% και της θερινής περιόδου από 78,6% σε 70,8%. Παρατηρείται, δηλαδή, σαφής µετατόπιση µεριδίου τόσο προς τους θερινούς µήνες µη αιχµής όσο και ενίσχυση του χειµερινού τουρισµού. Η αύξηση των επισκεπτών στη Γαλλία κατά 79% µεταξύ 1982 και 1995 συνδυάστηκε µε µείωση της εποχικότητας κατά 17,2%. Παρουσιάζεται δε αφενός οριακή ενίσχυση της περιόδου αιχµής από 42,2% σε 43,7% το 1995 και αφετέρου της χειµερινής περιόδου. Αντίθετα µε τις αφίξεις, η εποχικότητα των διανυκτερεύσεων έχει µειωθεί µόλις κατά 4,1%. Το µερίδιο των διανυκτερεύσεων της περιόδου αιχµής έχει µειωθεί από 39% το 1982 σε 37,6% το 1995 και το µερίδιο της θερινής περιόδου από 67,4% σε 67,1%. Στην Τουρκία, τέλος, η εποχικότητα των αφίξεων εµφάνισε αρχικά πτώση µεταξύ 1975 και 1985 κατά 16,8%. Η ραγδαία ανάπτυξη του τουρισµού στην δεκαετία 1985-95 κατά 196,2% είχε ως αποτέλεσµα την αύξηση της εποχικότητας µεταξύ 1975 και 1995 κατά 7,5%. Συνολικά, πάντως, το µερίδιο των αφίξεων στους µήνες αιχµής µειώθηκε από 43,3% το 1975 σε 40,6% το 1995, ενώ το µερίδιο της θερινής περιόδου παρέµεινε αµετάβλητο (71,3%) µεταξύ 1975 και 1995. Η εικόνα της εποχικότητας των διανυκτερεύσεων είναι διαφορετική, αφού έχει αυξηθεί κατά 53,4% µεταξύ 1975 και 1995. Το µερίδιο των διανυκτερεύσεων στους µήνες αιχµής έχει αυξηθεί από 42,7% το 1975 σε 50,8% το 1995 και το µερίδιο της θερινής περιόδου από 71,8% το 1975 σε 85,1% το 1995. Παρατηρείται, δηλαδή, αύξηση της εποχικότητας όχι µόνο στους µήνες αιχµής αλλά και στο σύνολο της θερινής περιόδου. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΟΧΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΣΤΙΣ ΚΥΡΙΕΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΕΣ ΧΩΡΕΣ Σε σύγκριση µε τις υπόλοιπες ανταγωνίστριες χώρες: Η Ελλάδα παρουσιάζει κατά το 1995, υψηλότερη εποχικότητα των αφίξεων από τον µέσο όρο των ανταγωνιστριών χωρών περίπου κατά 75,5%, µε δεύτερη την Πορτογαλία (31,4%) και τρίτη την Τουρκία (5,7%). 6
Η Ελλάδα παρουσιάζει την υψηλότερη εποχικότητα των διανυκτερεύσεων κατά το 1995, περίπου κατά 100,8% από ό,τι ο µέσος όρος των ανταγωνιστριών χωρών µε δεύτερη την Τουρκία (82,6%) και τρίτη την Ιταλία (12,7%). Η διαφορά της εποχικότητας των αφίξεων µεταξύ Ελλάδας και των υπολοίπων χωρών εµφανίζεται να διευρύνεται διαχρονικά. Η διαφορά της εποχικότητας των διανυκτερεύσεων µεταξύ Ελλάδας και των υπολοίπων χωρών εµφανίζεται, επίσης, να διευρύνεται και σε µεγαλύτερο βαθµό από ό,τι η αντίστοιχη διαφορά της εποχικότητας των αφίξεων. Όσον αφορά την ξενοδοχειακή υποδοµή στις ανταγωνίστριες χώρες παρατηρούνται οι εξής τάσεις: Η Ελλάδα εµφανίζει τον χαµηλότερο βαθµό χρήσης των κλινών (διανυκτερεύσεις ως προς τις κλίνες), περίπου 95,7 διανυκτερεύσεις ανά κλίνη έναντι 135,2 για την Πορτογαλία, 148,5 για την Ισπανία και µέσο όρο των τεσσάρων ανταγωνιστριών ευρωπαϊκών χωρών 133,7. Εµφανίζεται, συνεπώς, να υπάρχει υπερπροσφορά κλινών σε σχέση µε το µέγεθος του τουρισµού. Το µέσο µέγεθος των ελληνικών ξενοδοχείων είναι µικρό, 75 κλίνες έναντι 166 κλινών στην Ισπανία και 204 κλινών στην Πορτογαλία. Μείωση των ξενοδοχείων και των κλινών ενός αστέρα σε σύγκριση µε την Ελλάδα, όπου αυξάνονται. Η υψηλότερη αύξηση ξενοδοχειακών µονάδων και κλινών αφορά την κατηγορία τεσσάρων αστέρων. Αντίθετα στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν αυξήσεις µονάδων και κλινών στην κατηγορία αυτή άνω του µέσου όρου, οι υψηλότερες αυξήσεις παρατηρούνται σε κλίνες και µονάδες των δύο αστέρων. Η κατανοµή των ξενοδοχειακών µονάδων δείχνει ότι ενώ η Ελλάδα δεν υστερεί σε κλίνες πέντε και τεσσάρων αστέρων εµφανίζει υπερπροσφορά κλινών σε κλίνες ενός και δύο αστέρων. Όσον αφορά την µη ξενοδοχειακή υποδοµή στις ανταγωνίστριες χώρες παρατηρούνται τα εξής: Στις µεταφορές, η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό χρήσης των αεροµεταφορών από τους τουρίστες µε δεύτερη την Ισπανία µε ποσοστό χρήσης του µέσου αυτού 73,4%, ενώ ακολουθούν η Τουρκία 65,5%, η Πορτογαλία 41,1%, η Ιταλία 29,8% και η Γαλλία 14%. Παρόλα αυτά, στην Ισπανία δραστηριοποιούνται οκτώ εταιρείες ναυλωµένων πτήσεων (charters), στην Τουρκία εννέα και στην Πορτογαλία µία. Στην Ελλάδα αντιστοιχούν 0,4 γήπεδα γκολφ ανά ένα εκατοµµύριο τουρίστες σε σχέση µε την Γαλλία όπου αντιστοιχούν 6,6 γήπεδα, την Ισπανία µε 4 γήπεδα, την Ιταλία µε 3,2 γήπεδα. Η Ελλάδα διαθέτει 15 µαρίνες έναντι 84 στην Ισπανία, 45 στην Ιταλία, 36 στην Γαλλία, 8 στην Πορτογαλία και 16 στην Τουρκία. Η Ελλάδα είναι η µοναδική χώρα χωρίς ανεξάρτητο συνεδριακό κέντρο σε σύγκριση µε την Ισπανία που διαθέτει 3, την Πορτογαλία µε 2, την Ιταλία µε 5 την Γαλλία µε 5 και την Κύπρο µε 1. 7
Ως προς την απασχόληση, η Ελλάδα αποτελεί την χώρα µε τον υψηλότερο λόγο ανά εργαζόµενο και αυτό λόγω της υψηλής εποχικότητας του ελληνικού προϊόντος. Εφόσον υπήρχε σύγκλιση αφενός της εποχικότητας του τουριστικού προϊόντος και αφετέρου του βαθµού της σχετικής απασχόλησης, στο µέσο όρο των ανταγωνιστριών χωρών θα υπήρχε αύξηση της απασχόλησης κατά 35%. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΓΧΩΡΙΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑΣ Το εποχικό πρότυπο των διανυκτερεύσεων των ηµεδαπών τουριστών είναι το δεύτερο υψηλότερο µεταξύ των ανταγωνιστριών χωρών µετά την Ιταλία. Οι υπόλοιπες ανταγωνίστριες χώρες καταγράφουν σηµαντικά µεγέθη διανυκτερεύσεων από τον εγχώριο τουρισµό τους, ο οποίος είναι εξίσου σηµαντικός µε τον διεθνή τουρισµό των χωρών αυτών. Η Ελλάδα στο διάστηµα 1986-93 εµφανίζει την χαµηλότερη αύξηση αφίξεων ηµεδαπών στα ξενοδοχειακά καταλύµατα από όλες τις ανταγωνίστριες χώρες, τον δεύτερο χαµηλότερο αριθµό διανυκτερεύσεων ανά 1.000 κατοίκους, περίπου 1.156 διανυκτερεύσεις το έτος έναντι του µέσου όρου 1.473 διανυκτερεύσεις για τις υπόλοιπες ανταγωνίστριες χώρες. ΣΕΝΑΡΙΑ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑΣ Η εξέταση εναλλακτικών σεναρίων που αναλύουν τις µεταβολές των τουριστικών µεγεθών εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: Το εποχικό πρότυπο συγκλίνει στον µέσο όρο των ανταγωνιστριών χωρών. Η σύγκλιση αυτή επιδιωχθεί µε πολιτική άµβλυνσης της εποχικότητας, η οποία θα αυξήσει την ζήτηση στους εκτός αιχµής µήνες. Η σύγκλιση αυτή συνεπάγεται ότι το µερίδιο των αφίξεων της χειµερινής περιόδου θα µπορούσε να αυξηθεί από 15% σε 33,1% και το µερίδιο των διανυκτερεύσεων της χειµερινής περιόδου από 10,2% σε 28,1%. Αποτέλεσµα µιας τέτοιας πολιτικής θα ήταν η αύξηση των αφίξεων των αλλοδαπών τουριστών από 10,12 εκ. το 1995 σε 12,2 έως 12,6 εκ., και οι διανυκτερεύσεις των τουριστών από 38,8 εκ. το 1995 σε 50,8 έως 52,3 εκ. Παρόµοια πολιτική για την άµβλυνση της εποχικότητας του εγχώριου τουρισµού θα µπορούσε να αυξήσει τις διανυκτερεύσεις από 12,5 εκ. σε 13,2 έως 15,4 εκ., ανάλογα µε τις υποθέσεις των αντίστοιχων σεναρίων. Εκτιµάται ότι το 2000 το σύνολο των διανυκτερεύσεων θα ανέρχεται σε 59,4 εκ. Εφόσον, όµως υπάρξει πολιτική σύγκλισης του εποχικού προτύπου στο µέγεθος των ανταγωνιστριών χωρών το σύνολο των διανυκτερεύσεων µπορεί να αυξηθεί σε 75,8-81,2 εκ. Αντίστοιχα το 2005 το σύνολο των διανυκτερεύσεων θα µπορούσε να ανέλθει σε 85-91 εκ. έναντι 66,4 εκ χωρίς πολιτική άµβλυνσης. 8
Αντίστοιχα το σύνολο των αφίξεων µπορεί να ανέλθει το 2000 σε 13,9-14 εκ. έναντι 11,4 εκ. χωρίς πολιτική άµβλυνσης της εποχικότητας και το 2005 σε 15,7-15,9 εκ. έναντι 12,9 που εκτιµάται ότι θα είναι ο αριθµός των αφίξεων αλλοδαπών τουριστών χωρίς αλλαγή πολιτικής. Συνεπώς, µια πολιτική άµβλυνσης της εποχικότητας τόσο του διεθνούς τουρισµού όσο και του εγχώριου τουρισµού στην Ελλάδα θα δηµιουργούσε σηµαντική συνολική αύξηση των διανυκτερεύσεων και των αφίξεων. ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑΣ Η πολιτική άµβλυνσης πρέπει να επιδιώξει δύο ειδικότερους στόχους, ήτοι την Ενίσχυση του τουριστικού ρεύµατος στους εκτός αιχµής θερινούς µήνες. ηµιουργία και ενίσχυση του χειµερινού τουρισµού. Θα πρέπει να αντιµετωπίσει Το πρόβληµα των αεροµεταφορών Την βελτίωση των υπαρχουσών και την δηµιουργία νέων υποδοµών Τις δυσλειτουργίες στην αγορά εργασίας Την δηµιουργία ελάχιστου µεγέθους τουρισµού Την ανάπτυξη και προώθηση χειµερινού τουριστικού προϊόντος Την δωδεκάµηνη συνεχή και συνεπή προβολή των ελληνικών τουριστικών προορισµών. 9