1
«Italoellenica. Ελληνοϊταλικές συναντήσεις για τη γλώσσα και τη μετάφραση» Οι «χαμένοι» της μετάφρασης Μ. Σγουρίδου H ιστορία της μετάφρασης στην Ελλάδα συνδέεται άμεσα τόσο με την παρουσία της Ιταλικής λογοτεχνίας στη χώρα μας όσο και με τη συγκριτική μελέτη των κειμένων των μεγαλύτερων δημιουργών της Ευρώπης. Έτσι, ονόματα όπως των Dante Alighieri, Francesco Petrarca, Giovanni Boccaccio, Niccolo Machiavelli, Luigi Pirandello, Eduardo de Filippo, γίνονται γνωστά και αποτελούν κομμάτι της πνευματικής ζωής και της λογοτεχνικής πραγματικότητας. Ωστόσο, εκτός απο τους κορυφαίους εκπροσώπους των ιταλικών γραμμάτων υπάρχουν και κάποιοι άλλοι εξίσου γνωστοί στην Ιταλία, οι οποίοι στην Ελλάδα δεν μεταφράστηκαν ποτέ. Ποιοί είναι οι "χαμένοι" της μετάφρασης στη χώρα μας; Σε ποιές περιόδους της λογοτεχνικής ιστορίας της Ιταλίας πρέπει να τους αναζητήσουμε; Και ποιοί είναι οι λόγοι που το έργο τους δεν μεταφέρθηκε στην ελληνική γλώσσα όπως των άλλων κορυφαίων δημιουργών; Η συστηματική μεταφραστική παραγωγή επικεντρώνεται στο χώρο της σύγχρονης πεζογραφίας και του θεατρικού κειμένου, ενώ κορυφαίοι δημιουργοί παγκόσμιας εμβέλειας απο το χώρο της ποίησης παραμένουν αμετάφραστοι. Οι λόγοι του φαινομένου θα πρέπει να αναζητηθούν στους παράγοντες που ορίζουν την φιλαναγνωσία και εμφανώς σχετίζονται με την επιδίωξη της εμπορικής επιτυχίας Italoellenica: Incontri sulla lingua e sulla traduzione I "perdenti" della traduzione Maria Sgouridou La storia delle traduzioni letterarie in Grecia è direttamente associata alla presenza della letteratura italiana nel nostro Paese e allo studio comparato dei testi di alcuni dei più illustri scrittori d Europa. Nomi, dunque, come quelli di Dante Alighieri, Francesco Petrarca, Giovanni Boccaccio, Niccolò Machiavelli, Luigi Pirandello, Eduardo de Filippo, entrano a far parte della vita culturale e della realtà letteraria del Paese. Tuttavia, a parte i principali rappresentanti della letteratura italiana ce ne sono altri ugualmente ben noti in Italia che non sono mai stati tradotti in terra Ellenica. Chi sono i "perdenti" della traduzione nel nostro Paese? In quali periodi della storia letteraria d'italia dovremmo cercarli? Quali sono, infine, le ragioni per cui le loro opere non vengono tradotte in lingua greca, come quelle di altri autori di primo piano? La produzione traduttiva sistematica si concentra sulla prosa contemporanea e sui testi di opere teatrali, laddove poeti di fama mondiale continuano a rimanere non tradotti. Le ragioni di questo fenomeno non solo andrebbero individuate tra i fattori che definiscono le preferenze dei lettori d oggi ma sarebbero addirittura da associare alla ricerca del successo commerciale da parte delle case editrici. 2
Κατά τη χρονική περίοδο που εκτείνεται μεταξύ του 16 ου και του 18 ου αιώνα, ο δίαυλος πνευματικής επικοινωνίας μεταξύ Ελλαδικού χώρου και Ιταλικής χερσονήσου προσδιορίζεται γεωγραφικά στα κομβικά σημεία της Κύπρου, της Κρήτης και των Ιονίων νήσων. Οι τρεις αυτές περιοχές, που οριοθετούν ένα τόξο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, διατηρούσαν ανέκαθεν στενούς πολιτιστικούς δεσμούς με την Ιταλία ως βενετοκρατούμενες, ενώ οι τοπικοί πληθυσμοί είχαν εξοικειωθεί σε σημαντικό βαθμό τόσο με τη γλώσσα όσο και με την κουλτούρα της γειτονικής χώρας. Το πλαίσιο των αλληλεπιδράσεων που αναπτύσσεται, αναμφισβήτητα δεν περιορίζεται μόνο στους τομείς της Ποίησης, της Πεζογραφίας και του Θεάτρου. Επίσης, εντοπίζονται λογοτεχνικά ίχνη της Ιταλίας στο γραπτό λόγο που στοιχειοθετεί την πνευματική παραγωγή στις κτήσεις της Γαληνοτάτης και συνεπώς μας παρέχεται πολύτιμο πληροφοριακό υλικό για μια σκιαγραφική προσέγγιση της μεταφραστικής δραστηριότητας, όπως αυτή αρχικά διαμορφώνεται, έστω και αδρή. Έτσι από τις απαρχές του 1500 εως το 1700 στον ποιητικό στίβο κυριαρχούν τα εμβληματικά πρότυπα των Dante Alighieri, Francesco Petrarca, Ludovico Ariosto, Torquato Tasso. Οι έλληνες δημιουργοί που κατοικοεδρεύουν σε Κύπρο, Κρήτη και Επτάνησα γνωρίζουν την ιταλική γλώσσα και είναι σε θέση να μελετούν τα πρωτότυπα κείμενα της Θείας Κωμωδίας και τα σονέττα του Ασματολόγιου δίχως να μένουν ασυγκίνητοι στην παραμυθιακή γοητεία του Μαινόμενου Ορλάνδου και της Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ. Η λατρεία τους ωστόσο εκδηλώνεται μέσα από τη δική τους, προσωπική λογοτεχνική παραγωγή: Η Ρίμα Θρηνητική του Πικατόρου, Ο Απόκοπος του Μπεργαδή και οι φαλιερικές ερωτικές ονειρογραφίες ακολουθούν με αρκετή πιστότητα τα δαντικά ίχνη προαναγγέλοντας την Κρητική Αναγέννηση. Ο πετραρχισμός θα ανθίσει στο νησί της Αφροδίτης μέσα από 156 ερωτικά ποιήματα που είναι γραμμένα σε ενδεκασύλλαβο «με μεγάλη τεχνική δεξιότητα», υιοθετώντας «στιχουργικές μορφές που χαρακτηρίζουν την Αναγέννηση». Στο θεατρικό πεδίο επιλέγονται ως πηγές έμπνευσης, δραματουργοί όπως οι Groto, Giraldi, Camelli, Marzi, το έργο των οποίων κατατάσσεται στα είδη του θρησκευτικού δράματος και της Commedia Erudita. Η παραγωγή των κρητικών συγγραφέων θα δώσει κορυφαίου επιπέδου δείγματα δραματικής γραφής: Η Θυσία του Αβραάμ, Ερωφίλη, Φορτουνάτος. Έως το 1669 διανύεται μια περίοδος κατά την οποία οι πνευματικοί καρποί της Ιταλίας λειτουργούν κατά κύριο λόγο ως εφαλτήριο για την δημιουργία των πρώτων μεγάλων έργων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Η μεταφραστική δράση δρομολογείται συστηματικά, έπειτα από την πτώση της Κρήτης, ενώ-στην αρχή τουλάχιστον- δεν δηλώνεται ως τέτοια: τα έργα της λεγόμενης κρητοεπτανησιακής περιόδου, όπως ο Βασιλεύς Ροδολίνος του Ιωάννη- Ανδρέα Τρωίλου, που αποτελεί, εκτός των ονομάτων των πρωταγωνιστών, πιστή μετάφραση του Re Torrismondo του Torquato Tasso ή τα θεατρικά του Πέτρου Κατσαϊτη που στηρίζονται εξ ολοκλήρου σχεδόν στις ομώνυμες τραγωδίες του Lodovico Dolce, θεωρούνται διασκευές και στην καλύτερη των περιπτώσεων, γίνεται λόγος για μεταφορά ή και μετάπλαση του θεατρικού κειμένου στην ελληνική γλώσσα. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την παρουσία του κυθηραϊκού Αμύντα, στο επτανησιακό θεατρικό σκηνικό, όπου ο Μόρμορης- προς τιμήν τουτο δηλώνει ως μεταφραστική απόπειρα του βουκολικού δράματος του Tasso, Aminta. Στην ίδια περίοδο που σηματοδοτείται η απαρχή της λογοτεχνικής δημιουργίας, η οποία λαμβάνει χώρα στα Επτάνησα έπειτα από την πτώση της Κρήτης, ανήκουν και οι τρεις μεταφράσεις του Pastor Fido του Giovanni Battista Guarini. Στο χώρο της πεζογραφίας η μεταφραστική δραστηριότητα το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, περιστρέφεται σταθερά και τελικά συμπυκνώνεται γύρω από τα ονόματα των G. Boccaccio και N. Machiavelli. Από τα παραπάνω, εξάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα, ότι «Είναι ολοφάνερη η προτίμηση για τους κλασικούς συγγραφείς», δεδομένο που θα εξακολουθήσει να υφίσταται και τον 19 ο αιώνα: έτσι σταθεροί πόλοι έλξης για τους έλληνες μεταφραστές, παραμένουν οι κορυφαίοι 3
εκπρόσωποι της εποχής του Μεσαίωνα καθώς και η πλειάδα των εκφραστών του ανθρωπιστικού ιδεώδους της Αναγέννησης. Στο σημείο αυτό ωστόσο οφείλουμε να τονίσουμε, ότι το έργο ορισμένων από τους επιφανέστερους δημουργούς της Scuola Siciliana και του Dolce Stil Nuovo, οι οποίοι άνοιξαν το δρόμο στο Δάντη και έδωσαν μορφή στο σονέττο που τελειοποίησε αργότερα ο Πετράρχης, έλαμψαν και συνεχίζουν να λάμπουν δια της απουσίας τους από το Πάνθεον των μεταφρασμένων ποιητών και συγγραφέων γενικότερα. Η έλλειψη αυτή γίνεται περισσότερο αισθητή ειδικά κατά τη διάρκεια του 1800, όπου ο μεταφραστικός πυρετός, και δη στο περιβάλλον της Αθηναϊκής Ρομαντικής Σχολής, ανεβαίνει με ταχείς ρυθμούς, ενώ οι σημαντικότεροι εκπρόσωποί της, αν και γαλλοτραφείς, γνωρίζουν το δαντικό αριστούργημα και επιθυμούν διακαώς, να το καταστήσουν προσεγγίσιμο και σε όσους δεν είναι σε θέση να το αναγνώσουν από το πρωτότυπο. Η Θεία Κωμωδία μεταφράζεται, αλλά όχι και τα πονήματα για τη μετά θάνατον ζωή των Bonvensin da la Riva και Giacomino da Verona, το έργο των οποίων αποδεικνύεται κομβικής σημασίας για την εξελικτική πορεία της Ιταλικής Λογοτεχνίας. Όσο και αν ήταν οι προάγγελοι της Θείας Κωμωδίας, δεν ήταν οι συγγραφείς της. Επιπρόσθετα οι έλληνες μεταφραστές, αγωνίζονταν να γνωστοποιήσουν στο κοινό τους τα καλύτερα δείγματα λογοτεχνικής γραφής της γειτονικής χώρας, αυτά που τοποθετούνται ιεραρχικά στην υψηλότερη βαθμίδα της αισθητικής κλίμακας. Για τον ίδιο λόγο μεταφράζεται ο Πετράρχης και όχι προγενεστεροί του λυρικοί ποιητές που έθεσαν τις βάσεις της σονετογραφίας, όπως οι Jacopo da Lentini, Jacomino Pugliese, Rinaldo d Acquino, Chiaro Davanzati, Lapo Gianni, Pier della Vigna, Guittone d Arezzo, Bonagiunta Orbicciani, Folgore da San Cimignano. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ενδεικτικά, ότι από τους παραπάνω, ο Guittone d Arezzo μόνον, επινόησε το σύγχρονο σύστημα της μουσικής σημειογραφίας και τα τετράγραμμα που αποτελούν τον πρόγονο του σημερινού πενταγράμμου- συμβολή ιδιαίτερα επωφελής για τη διασφάλιση της μουσικότητας του στίχου και ότι ο Jacopo da Lentini, ο θρυλικός σικελός συμβολαιογράφος, θεωρείται επινοητής του σονέττου. Ούτε και οι Lapo Gianni και Pier della Vigna έχουν καλύτερη τύχη μεταφραστικά, κι ας έχουν απαθανατιστεί από τη δαντική πένα: το όνομα του Lapo αναφέρεται σε ένα πολύ διαδεδομένο ερωτικό τραγούδι-και συγκεκριμένα στον πρώτο στίχο του- που συνέθεσε ο Πατέρας της Ιταλικής Ποίησης και μνημονεύεται στο δεύτερο άσμα του Καθαρτηρίου, ενώ ο αυτόχειρας Pier, κυριαρχεί με την τραγική μορφή του στο δέκατο-τρίτο άσμα της Κόλασης. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και όσον αφορά τις μεταφράσεις της Πεζογραφίας: Αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος είναι ο Boccaccio και άγνωστοι στο ευρύ κοινό της χώρας μας, παραμένουν οι Franco Sacchetti, Agnolo Firenzuola, Anton Francesco Gracini, Matteo Bandello. Aν από την περίοδο του Μεσαίωνα και του πρώϊμου Ουμανισμού, οι έλληνες μεταφραστές αποδεικνύονται ιδιαίτερα επιλεκτικοί, στοχεύοντας κυρίως στο να καταστήσουν γνωστό το έργο των κορυφαίων ποιητών και πεζογράφων, εξίσου προσεκτικοί στις επιλογές τους-και ίσως ακόμη περισσότερο- εμφανίζονται όταν στρέφονται στην εποχή της Αναγέννησης προκειμένου να επιλέξουν τα έργα που θα μεταφράσουν στη γλώσσα μας. Τα τρία μεγάλα ονόματα που έχουν εδραιωθεί στη συνείδηση του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, ως οι κατεξοχήν εκφραστές του αναγεννησιακού πνεύματος, κρατούν και τα σκήπτρα των περισσότερο μεταφρασμένων δημιουργών στον ελληνικό χώρο από τον 15 ο και 16 ο αιώνα: οι Ariosto, Tasso, Machiavelli. Σε σύγκριση με τους αριθμούς των μεταφράσεων του έργου τους (ημιτελείς ή ολοκληρωμένες), η προσπάθεια να ανιχνευτούν μεταφραστικές απόπειρες έστω, έργου άλλων συγγραφέων της ίδιας περιόδου μοιάζει κυριολεκτικά ανώφελη. Έτσι ανύπαρκτοι μεταφραστικά παραμένουν στην Ελλάδα οι Luigi Pulci, Matteo Maria Boiardo, Pietro Aretino. Και αν μη τι άλλο, αποτελεί πλεον κοινό τόπο στο χώρο των Ιταλιστών σε παγκόσμιο επίπεδο, ότι δίχως την δημιουργική συνεισφορά του Luigi Pulci που εμπλούτισε 4
με το επικό πόνημά του Morgante, καρπό της στιβαρής φαντασίας του, το χώρο της ιταλικής ποίησης και τον περίφημο Orlando Innamorato του Matteo Maria Boiardo, ο Μαινόμενος Ορλάνδος είναι αμφίβολο αν θα είχε γεννηθεί. Παράλληλα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός, ότι ο Ariosto προσελκύει σταθερά το μεταφραστικό ενδιαφέρον με το ποιητικό του έργο και όχι ως θεατρικός συγγραφέας. Γενικότερα κανείς από τους δραματουργούς της Λόγιας Κωμωδίας δεν μεταφράζεται: Ούτε ο περίφημος Καρδινάλιος Bernardo Dovizi da Bibbiena, ούτε ο Agostino Beccari, ούτε οι Angelo Beolco ο επονομαζόμενος Ruzzante, Francesco d Ambra, Giovanni Maria Cecchi, Francesco Belo, Andrea Calmo, Giambattista della Porta αλλά ούτε και ο Carlo Maria Maggi. Το μοναδικό δείγμα από την Commedia Erudita που θα μεταφερθεί αυτούσιο στη γλώσσα μας θα είναι ο γνωστός σε όλους πλέον Μανδραγόρας του N.Machiavelli. Η περίοδος της Αναγέννησης ωστόσο δεν έχει να επιδείξει μονάχα πλούσια ποιητική και θεατρική παραγωγή. Στον επιστημονικό τομέα και ιδιαίτερα στον κλάδο της Φιλοσοφίας βλέπουν το φως εκατοντάδες κείμενα- απότοκα τις περισσότερες φορές της ευεργετικής επίδρασης του ελληνικού πνεύματος. Είναι η εποχή των Μάγων: του Giovanni Pico della Mirandola,του Lorenzo Valla, του Marsilio Ficino, του Poggio Bracciolini, του Giordano Bruno, του Tommaso Campanella, του Galileo Galilei. Πόσοι από αυτούς θα μεταφραστούν, το 1900; Δυστυχώς κανείς. Σε θεωρητικό επίπεδο μονάχα είναι γνωστό το περιεχόμενο της Πολιτείας του Ήλιου. Και σε θεωρητικό επίπεδο επίσης είναι διαδεδομένη η τραγική ιστορία του Giordano Bruno καθώς και η δυσάρεστη περιπέτεια που αντιμετώπισε ο Galileo Galilei, διωκόμενος από την Ιερά Εξέταση. Ενέπνευσαν συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων, τα οποία μεταφράστηκαν στην ελληνική (!) Το έργο τους όχι. Από τα πάραπάνω δεδομένα επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι «Η παρουσία μεταφράσεων της Ιταλικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα [και όχι μόνον της Λογοτεχνίας θα προσθέταμε εμείς] είναι σχετικά περιορισμένη και αποσπασματική. Συνεχίζεται η μεταφραστική πρακτική του 19 ου αιώνα και η προτίμηση των μεταφραστών για έργα κλασικών συγγραφέων ενώ είναι φανερή η έλλειψη έργων σημαντικών λογοτεχνικών ρευμάτων της Ιταλικής Λογοτεχνίας». Ειδικότερα κατά τον 20 ο αιώνα παρατηρείται έντονη ανισομέρεια που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και παντελής έλλειψη ισορροπίας στο πεδίο των μεταφράσεων:σε πολύ χαμηλά μεταφραστικά επίπεδα κινείται η εποχή του Μεσαίωνα (με εξαίρεση το Δάντη), όπως και η Αναγέννηση σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Φιλοσοφίας (με εξαίρεση το Machiavelli). Αντιθέτως πολύ υψηλά είναι τα ποσοστά που αφορούν έργα της σύγχρονης Ιταλικής Λογοτεχνίας. Στο συγκεκριμένο σημείο οφείλουμε να τονίσουμε την ιδιαίτερα σημαντική συμβολή ορισμένων λογίων, χάρη στους οποίους ουσιαστικά διασφαλίζεται το περιορισμένο έστω ποσοστό μετάφρασης ιταλικών έργων της χρονικής περιόδου του Μεσαίωνα ή της Αναγέννησης. Θα αναφερθούμε αρχικά στον κερκυραίο διανοούμενο Γεράσιμο Σπαταλά (1877-1971) που «ασχολείται με τον Guido Cavalcanti». Αξίζει να επισημάνουμε ακόμη, ότι ο επτανήσιος μελετητής, που κατέχει άριστα την ιταλική γλώσσα, ως έμπειρος φιλόλογος, δεν περιορίζεται μονάχα στο να μεταφράσει το έργο του Μπαλλάτα αλλά θα δημοσιεύσει και εμπεριστατωμένη μελέτη για τον Cavalcanti κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ο Σπαταλάς υπήρξε πολυγραφότατος, δίχως όμως να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τα κορυφαία ονόματα της Ιταλικής Λογοτεχνίας. Με τον μέντορα του Δάντη- και όχι μόνο-θα ασχοληθεί επίσης άλλος ένας από τους κορυφαίους μεταφραστές μας ο ζακυνθινός Μαρίνος Σιγούρος (1885-1961) Ως τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Νέον Κράτος με διευθυντή τον Αρίστο Καμπάνη, μέσα από τη στήλη Ιταλικά Ποιήματα, ο Σιγούρος δεν θα περιοριστεί μόνον στο να μεταφράσει Cavalcanti αλλά και «Brunetto Latini, Lapo Gianni, Cino da Pistoia». Έτσι το αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας θα πάρει επιτέλους μια μικρή, πρώτη ιδέαέστω και πολύ αργά- για την ποίηση μερικών ακόμη από τους εκπροσώπους του Γλυκού 5
Νέου Ύφους: έρχονται σε επαφή με το έργο του δασκάλου του Δάντη που δεσπόζει στο δεκατο-πέμπτο άσμα της Κόλασης, έναν από τους καλύτερους φίλους του, τον Lapo, ο οποίος προσανατολίστηκε κυρίως στην τεχνική πλευρά των τραγουδιών καθώς και με τον ονομαστό Cino da Pistoia που εστιάζει πρώτος στην ψυχολογική πλευρά του ερωτικού συναισθήματος. Από τους παραπάνω, οι Cavalcanti και Latini, εξέχουσες μορφές του δαντικού περιβάλλοντος, θα εξακολουθήσουν να απασχολούν τους μεταφραστές: ο Brunetto Latini μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Ποιητική Τέχνη και του βιβλίου Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Ποίησης, και ο Guido Cavalcanti από τον Άρη Δικταίο. Ο κρητικός Άρης Δικταίος (1919-1983) βραβευμένος ποιητής και δοκιμιογράφος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς των ελλήνων λογίων, έχοντας παραλάβει τη σκυτάλη από τους επτανήσιους συνεχίζει να μεταφέρει στη γλώσσα μας με επιτυχία, εξέχοντες εκπροσώπους της ποιητικής τέχνης του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Έτσι εκτός από τους κορυφαίους της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται ονόματα όπως των Γκαίτε, Νίτσε, Ρίλκε, Ντοστογιέφσκι, Λόρκα, Ζίντ, Σαγκάν, μεταφράζει Jacopone da Todi, Guido Guinizzelli, Angelo Poliziano. Μεταφραστικό δείγμα του έργου του Jacopone da Todi, εντοπίζουμε μια ακόμη φορά στην συγκεντρωτική έκδοση του Κλέωνα Παράσχου το 1999. Τελικά και ο Cavalcanti, θα πρέπει να επισημάνουμε, καταλήγει να είναι από τους πλέον τυχερούς της Τοσκανικής Σχολής, μεταφραστικά τουλάχιστον: Λίγο πριν εκπνεύσει ο 20 ος αιώνας, το 1998, τα άπαντά του αποδίδονται στην ελληνική από τον Ρήγα Καππάτο. Παρόλα αυτά, οφείλει κανείς να παραδεχτεί, ότι οι προσπάθειες αυτές- έστω και αν επιτάθηκαν τις τελευταίες δυο δεκαετίες- αποτελούν ένα είδος σταγόνας στον ωκεανό, αν αναλογιστεί κανείς τα στατιστικά δεδομένα που ισχύουν για τις μεταφράσεις του έργου των «μεγάλων» ονομάτων της Ιταλικής Ποίησης και Πεζογραφίας, ειδικά αυτών της μοντέρνας και σύγχρονης εποχής. Παρά τις εξαιρετικά, ομολογουμένως, φιλότιμες προσπάθειες των προαναφερθέντων ελλήνων μεταφραστών, η πλειονότητα των δημιουργών του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης θα παραμείνει αμετάφραστη, καταδικασμένη στη σκιά της δυναμικής που αναπτύσσει εκτός Ιταλίας, το έργο των κορυφαίων Δάντη, Πετράρχη, Βοκκάκιου κλπ. Είναι δε τέτοιος ο βαθμός της δημοφιλίας ειδικά των τριών συγκεκριμένων λογοτεχνών στην χώρα μας, που παρατηρούμε, ότι το όνομά τους έχει πλέον εξελληνιστεί. Από την άλλη πλευρά ποιοί θα μπορούσαν να είναι οι λόγοι που δεν ευνόησαν την μετάφραση σημαντικότατων έργων της Commedia Erudita, καθώς και δοκιμίων φιλοσοφικού περιεχομένου που συνέβαλαν τα μέγιστα στη διαμόρφωση του πολιτιστικού θαύματος της Αναγέννησης; Τα θεατρικά κείμενα της Commedia Erudita, γενικότερα διακρίνονται για την περίπλοκη υπόθεσή τους, η οποία δεν μεταφέρεται αυτούσια στα έργα τα οποία αντλούν έμπνευση από το είδος αυτό, αντιθέτως απλοποιείται σε σημαντικό βαθμό και εμπλουτίζεται με στοιχεία της Commedia dell Arte. Η τελευταία θα επικρατήσει κατά κράτος επί σκηνής και στην Ιταλία, θα διαδοθεί απρόσκοπτη στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, επηρρεάζοντας έντονα την θεατρική μας πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται από το 16 ο αιώνα και μετά, παραγκωνίζοντας αποφασιστικά τη Λόγια Κωμωδία. Παράλληλα ο ελληνικός χώρος ιδιαίτερα κατά την προεπαναστατική περίοδο- εμφορείται κυρίως από τις ιδέες του φιλοσοφικού ρεύματος του Διαφωτισμού, επομένως οι επιδράσεις στον συγκεκριμένο τομέα ασκούνται από τη Γαλλία. Κατά συνέπεια κορυφαίοι ιταλοί, τα ονόματα των οποίων αποτέλεσαν την κορωνίδα της επιστήμης της Φιλοσοφίας κατά τον 16 ο και 17 ο αιώνα παρέμειναν αμετάφραστοι στη χώρα μας. Με βάση το δεδομένο αυτό μπορεί ο μελετητής να αντιληφθεί γιατί υπάρχουν τόσες μεταφράσεις του βολταιρικού έργου στην Ελλάδα- από το Φιλοσοφικό Λεξικό μέχρι τον Ζαντίγκ- εδώ και δεκαετίες, ενώ Η Πολιτεία του Ήλιου, θα μεταφραστεί μόλις το 2007 και το Περί Μαγείας ακόμη αργότερα, το 2011. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έπρεπε να περιμένει έως τον 21 ο αιώνα τελικά, για να γνωρίσει τους 6
Tommaso Campanella και Giordano Bruno, χάρη στην αξιέπαινη πρωτοβουλία δύο μεταφραστριών, της Αθανασίας Κοντοχρήστου και της Σμαράγδας Φιλιπποπούλου. Το 2011 επίσης, βλέπει το φως μια πρώτη μεταφραστική απόπειρα της ποιητικής σύνθεσης του Cecco Angiolieri «S io fosse fuoco arderei il mondo» από τον Βασίλη Νόττα. Προφανώς η συγκεκριμένη χρονιά θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδοτική μεταφραστικά για τους χαμένους στη σκιά των μεγάλων της Ιταλικής Λογοτεχνίας. Με βάση τα προαναφερθέντα, ευελπιστούμε πως οι πέραν του συνηθισμένου επιλογές αυτών των μεταφραστών να βρουν μιμητές. Όχι μόνον, γιατί κατ αυτόν τον τρόπο καλύπτουν το αισθητικό κριτήριο ενός τμήματος του αναγνωστικού κοινού που επιλέγει το διαφορετικό- για παράδειγμα τους ελάσσονες ποιητές- αλλά και επειδή με τον πλουραλισμό στη μετάφραση, αναζωογονείται το πεδίο των αλληλεπιδράσεων με την αύξηση των διακειμενικών προσεγγίσεων, εμπλουτίζοντας ταυτόχρονα το λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Εν κατακλείδι, αποτελεί πλέον αναγκαιότητα, δεδομένης της υφιστάμενης σχέσης αλλά και των δεσμών που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ των δύο χωρών, να αντιμετωπίζεται και η Ιταλική Λογοτεχνία (σε μεταφραστικό επίπεδο) όπως ακριβώς και η Ιστορία, κατά την περίφημη ρήση του Giambattista Vico, ω ς α λυ σ ί δ α α π ό τ η ν ο π ο ί α δ ε ν π ρ έ π ε ι ν α λ ε ί π ε ι κ α ν έ ν α ς κ ρ ί κ ο ς. 7