ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ «Το Ακαταδίωκτο των Βουλευτών»

Σχετικά έγγραφα
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Ενότητα 8 η : Η Βουλή

Σελίδα 1 από 5. Τ

Οι θεσμικές εγγυήσεις των βουλευτών και το δικαίωμα στην δικαστική προστασία (άρθρο 20 του Συντάγματος) και στη δίκαιη δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ)

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Ενότητα 9 η : Βουλευτές Παθητικό εκλογικό δικαίωμα Κωλύματα και ασυμβίβαστα Νομική θέση

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0166/

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0183/

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0279/

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0333/

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0217/

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Προπτυχιακή Εργασία. Τζανή Καλλιόπη. Η Ευθύνη των Βουλευτών ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0180/

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0259/

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0167/

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0349/

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΨΗΦΟΥΣ ΑΝΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ 14 Ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΗ ΝΑΙ ΟΧΙ ΠΑΡΩΝ ΣΥΝΟΛΟ. (κατάργηση παραγράφου)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α : ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΥΛΗ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 13: H προστασία των προσωπικών δεδομένων και ιδίως στο διαδίκτυο. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4592, (I)/2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωµένη στην πολυµορφία EL A8-0151/ σχετικά µε την αίτηση άρσης της ασυλίας του Θεόδωρου Ζαγοράκη (ΙΙ) (2015/2071(IMM))

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Γιατί Παραβιάζεται το Σύνταγμα;

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Ενότητα 7 η : Αρχές της ψήφου και της ψηφοφορίας Το εκλογικό σύστημα Η αρχή του πολυκομματισμού

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3920, 12/11/2004 Ο ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωµένη στην πολυµορφία EL A8-0149/ σχετικά µε την αίτηση άρσης της ασυλίας του Viktor Uspaskich (2014/2203(IMM))

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΤΟΜΕΑΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΣ 12 ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1992

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ «Το Ακαταδίωκτο των Βουλευτών» Φιλιππάκη Σύλβια Α.Μ. 1340200400478 Υπεύθυνος Καθηγητής: Δημητρόπουλος Ανδρέας ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2004-2005

Περιεχόμενα - Εισαγωγή σελ. 3 1. Ανάλυση του άρθρου. σελ. 4 2. Το περιεχόμενου του ακαταδίωκτου. σελ. 6 3. Διάρκεια του ακαταδίωκτου. σελ. 7 4. Η εξαίρεση από την αρχή της απαγόρευσης του περιορισμού της προσωπικής ελευθερία του βουλευτή χωρίς την άδεια της Βουλής. σελ. 9 5. Διαφορές ανάμεσα στο ανεύθυνο και στο ακαταδίωκτο των βουλευτών. σελ. 10 6. Ιστορική εξέλιξη του ακαταδίωκτου των βουλευτών στην ελληνική έννομη τάξη. σελ. 12 7. Το ακαταδίωκτο των βουλευτών στη γερμανική έννομη τάξη. σελ. 14 8. Το ακαταδίωκτο των βουλευτών στη γαλλική έννομη τάξη. σελ. 15 - Συμπέρασμα σελ. 17 - Πηγές Σημειώσεις σελ. 18 - Βιβλιογραφία σελ. 21 2

Εισαγωγή Στο ελληνικό πολίτευμα η περιοδική ανάδειξη της Βουλής οι γενικές βουλευτικές εκλογές είναι η βασική εκδήλωση της δημοκρατικής αρχής και θεμέλιο του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος: Η συγκρότηση, η λειτουργία και οι αρμοδιότητες του εκλογικού σώματος ως ανώτατου οργάνου συνδέονται καταρχήν και κατά βάση με την ανάδειξη της Βουλής, που συνιστά την πρώτιστη «εκδήλωση της λαϊκής θέλησης ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας». Η Βουλή είναι άμεσο συλλογικό όργανο του κράτους, μέλη του οποίου είναι οι Βουλευτές. Σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1 του Συντάγματος, ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται με οργανικό νόμο πρόκειται για τον εκάστοτε ισχύοντα εκλογικό νόμο, ο οποίος πρέπει να ορίσει τον αριθμό των βουλευτών μέσα στα όρια που προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα: οι βουλευτές δεν μπορεί να είναι λιγότεροι από διακόσιοι ούτε περισσότεροι από τριακόσιοι. Παραδοσιακά και σταθερά από το 1974 μέχρι σήμερα ο αριθμός αυτός προσδιορίζεται νομοθετικά στο ανώτατο όριο των τριακοσίων βουλευτών. Ο βουλευτής είναι μέλος συλλογικού και άμεσου οργάνου του Κράτους, της Βουλής. Δεν εκφράζει, σε καμία περίπτωση, αυτοτελώς την κρατική βούληση, αλλά, με τη σύμπραξή του στις εργασίες της Βουλής, συμβάλλει στη διαμόρφωση και εκδήλωση της βούλησής της, που είναι βούληση κρατικού οργάνου. Πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους οι βουλευτές υποχρεούνται σύμφωνα με το άρθρο 59 του Συντάγματος να δώσουν τον όρκο του οποίου τον τύπο ορίζει το Σύνταγμα, που προβλέπει επίσης ότι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι βουλευτές ορκίζονται κατά τον τύπο της θρησκείας τους ή του δόγματός τους. 1 Σε ορκοδοσία υποχρεούνται και οι βουλευτές που το κύρος της εκλογής τους έχει προσβληθεί με ένσταση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, επειδή διατηρούν τη βουλευτική ιδιότητά τους μέχρι το Δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο βουλευτής δεν είναι, ατομικά, όργανο της πολιτείας αλλά μέρος του άμεσου και συλλογικού οργάνου Βουλή. Τα λειτουργικά προνόμια, που το Σύνταγμα διασφαλίζει στο φορέα της βουλευτικής ιδιότητας, δεν καθιστούν το βουλευτή όργανο της πολιτείας τα λειτουργικά προνόμια αποτελούν προνόμια του εκάστοτε φορέα της βουλευτικής ιδιότητας, σημείο αναφοράς τους όμως έχουν το θεσμό της Βουλής. 3

Το Σύνταγμα, στις διατάξεις των άρθρων 60-63, προστατεύει το φορέα του βουλευτικού λειτουργήματος κατά την άσκηση των έργων του, παρέχοντάς του εγγυήσεις για την ανεξαρτησία του και την επιτέλεση της λειτουργικής του αποστολής. 2 Συγκεκριμένα, ο βουλευτής κατά τη διάρκεια της θητείας του περιβάλλεται από δύο κλασικές θεσμικές εγγυήσεις, που συνδέονται με την ιστορική εξέλιξη και τη θεσμική διαμόρφωση του κοινοβουλευτισμού: πρόκειται για το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο του βουλευτή, που συνθέτουν το νομικό καθεστώς της βουλευτικής ασυλίας. Ειδικότερα, το ανεύθυνο του βουλευτή κατά την άσκηση του λειτουργήματός του διασφαλίζεται από το συνδυασμό των άρθρων 60 παρ. 1 και 61 παρ. 1 & 2 του Συντάγματος. Το ακαταδίωκτο του βουλευτή ρυθμίζεται στο άρθρο 62 παρ. 1 του Συντάγματος. Τέλος, η διαδικασία, με την οποία η Βουλή συναινεί -κατά περίπτωση- στην άρση της ασυλίας συγκεκριμένου βουλευτή, περιγράφεται στο άρθρο 83 του ισχύοντος Κανονισμού του Σώματος. 3 1. Ανάλυση του άρθρου. Άρθρο 62 1. Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής. Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής. Η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής. Δεν απαιτείται άδεια για αυτόφωρα κακουργήματα. Με το άρθρο 62 του Συντάγματος καθιερώνεται, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, το λεγόμενο ακαταδίωκτο του βουλευτή (Immunität, 4

inviolabilitē parlementaire), προβλέπεται δηλαδή μία ειδική προστασία του βουλευτή από ποινικές διώξεις που θα ήταν δυνατό να ασκηθούν εναντίον του. Οι διατάξεις αναφέρονται σε δραστηριότητα του βουλευτή που δε σχετίζεται με την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων, γιατί τότε θα εφαρμόζονταν οι διατάξεις του άρθρου 61 που θεσπίζει το ανεύθυνο του βουλευτή. Το ακαταδίωκτο του βουλευτή δε σημαίνει ότι ο βουλευτής παραμένει ανεύθυνος για τις πράξεις του, απαγορεύει απλώς την ποινική δίωξη του βουλευτή κατά τη διάρκεια της Βουλευτικής περιόδου. 3 Απαγορεύεται έτσι η δίωξη, σύλληψη, φυλάκιση ή ο με οποιοδήποτε άλλο τρόπο περιορισμός του βουλευτή χωρίς άδεια της Βουλής. Η άδεια αυτή θεωρείται ότι δεν παρέχεται αν η Βουλή δεν αποφανθεί σχετικά εντός τριών μηνών αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο του Σώματος. Δημιουργείται έτσι ένα τεκμήριο υπέρ της απόρριψης της σχετικής αίτησης, αφού η προστασία τεκμαίρεται ότι υπάρχει ακόμη και χωρίς να προηγηθεί καμία σχετική συζήτηση στο Κοινοβούλιο. 4 Δεδομένου ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, η ανάγκη προστασίας του βουλευτή έναντι απειλών κατά της ανεξαρτησία του για λόγους πολιτικούς φαίνεται να απομακρύνεται, εύλογα ανακύπτει η απαίτηση για ανατροπή αυτού του τεκμηρίου, ώστε de lege ferenda η χορήγηση της άδειας να αποτελεί τον κανόνα και η άρνηση την εξαίρεση. 5 Είναι προφανές ότι, εν όψει και της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος), η Βουλή δεν καλείται, κατά τη συζήτηση για την άρση της βουλευτικής ασυλίας συγκεκριμένου βουλευτή, να εξετάσει κατ ουσίαν το έγκλημα που αναφέρεται στην αίτηση του εισαγγελέα, τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτό φέρεται ότι τελέσθηκε και το αν ο εγκαλούμενος βουλευτής είναι πράγματι ένοχος ή όχι. 6 Αρκείται στο να ελέγξει αν η άδεια ζητείται για πολιτικούς λόγους, οπότε η σχετική αίτηση πρέπει να απορριφθεί. 7 Σε κάθε περίπτωση, η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών της Βουλής, οπότε, και για την πληρότητα του νόμου, το άρθρο 113 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα επιτάσσει την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται ο βουλευτής. Η διάταξη αυτή συναρτάται, άλλωστε, προς τη γενική φύση του ακαταδίωκτου, επιδίωξη του οποίου είναι η προσωρινή προστασία του βουλευτή από ποινική δίωξη, όχι όμως και η οριστική ματαίωση της δίωξης, η οποία ενεργοποιείται από τη στιγμή που θα απολεσθεί η βουλευτική ιδιότητα. Από την αναφορά στη διακοπή των εργασιών της 5

Βουλής συνάγεται, επίσης, ότι οι αιτήσεις άρσης της ασυλίας βουλευτών συζητούνται μόνο από την Ολομέλεια και όχι από τα τμήματα διακοπής των εργασιών του Σώματος, που λειτουργούν από την 1 Ιουλίου έως την πρώτη Δευτέρα του μηνός Οκτωβρίου, οπότε η Βουλή συνέρχεται σε νέα τακτική σύνοδο, σύμφωνα με τα άρθρα 64 παρ. 1 και 71 του Συντάγματος. Ως μοναδική εξαίρεση στον κανόνα της προηγούμενης άδειας της Βουλής, προβλέπεται, στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 62 του Συντάγματος, η επ αυτοφώρω τέλεση κακουργήματος, κατά την έννοια του άρθρου 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην περίπτωση αυτή, ο λόγος προστασίας του βουλευτή παύει να είναι υφιστάμενος και καθίσταται ανενεργό και το ειδικό καθεστώς που τον διέπει. Επιπλέον, ο συντακτικός νομοθέτης διακρίνει έναν ακόμη τύπο εγκλήματος, κατά του οποίου θωρακίζει περαιτέρω το βουλευτή: το πολιτικό έγκλημα. Το ακαταδίωκτο του βουλευτή για τέτοιου είδους εγκλήματα εξακολουθεί να ισχύει και κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έως την ημέρα ανακήρυξης των βουλευτών της νέας Βουλής, οπότε, αν μεν ο κατηγορούμενος έχει επανεκλεγεί εξακολουθεί να απολαύει προστασίας, ενώ, εάν βρίσκεται εκτός της νέας Βουλής, καλείται στην περίπτωση αυτή να αντιμετωπίσει την ποινική διαδικασία. 8 Συμπερασματικά, παρατηρούμε ότι οι εγγυήσεις του άρθρου 62 του Συντάγματος έχουν θεσπισθεί με σκοπό την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του Κοινοβουλίου και την απρόσκοπτη άσκηση του βουλευτικού λειτουργήματος. Δεν αποτελούν έτσι δικαίωμα του βουλευτή, από το οποίο μπορεί αυτός οικειοθελώς να παραιτηθεί, αλλά αντιθέτως συνιστούν προνόμιο της Βουλής ως πολιτειακού οργάνου, από το οποίο δεν χωρεί παραίτηση. 2. Το περιεχόμενου του ακαταδίωκτου. Η απαγόρευση δίωξης, σύλληψης ή περιορισμού του βουλευτή με οποιοδήποτε τρόπο αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπό του και καλύπτει όχι μόνο την κύρια ποινική διαδικασία, αλλά και την προδικασία. Απαγορεύεται η προφυλάκιση ή η προσωρινή κράτηση του βουλευτή, καθώς και η επιβολή κάθε άλλου περιοριστικού μέτρου, όπως, για παράδειγμα, η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Η απαγόρευση αυτή περιλαμβάνει και την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τον Κώδικα Πολιτικής 6

Δικονομίας, όπως περιλαμβάνει και κάθε άλλο περιορισμό που έχει το χαρακτήρα διοικητικού μέτρου (π.χ. απαγόρευση αποδημίας των οφειλετών του δημοσίου) ή πειθαρχικής ποινής ή μέτρου εσωτερικής τάξης (εκτός των μέτρων εσωτερικής τάξης της ίδιας της Βουλής). 9 Ωστόσο, παραμένει πάντοτε δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του βουλευτή ή η άσκηση πειθαρχικής εξουσίας. Με εξαίρεση, βέβαια, την περίπτωση κατά την οποία η πειθαρχική δίωξη συνεπάγεται περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας του βουλευτή, διότι τότε θα απαιτείτο και πάλι η άδεια της Βουλής. 10 Γίνεται, επίσης, δεκτό ότι μπορεί να εγερθεί κατά βουλευτή, χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής, αγωγή αποζημίωσης από ποινικώς αξιόμεμπτη συμπεριφορά του. 11 Παρόλα αυτά, το ακαταδίωκτο του βουλευτή δεν αποκλείει τη διεξαγωγή των απαραίτητων ανακριτικών πράξεων για τη συγκέντρωση του σχετικού αποδεικτικού υλικού της υπόθεσης, στην οποία ως δράστης φέρεται ο βουλευτής. Οι ανακριτικές αυτές πράξεις θα πρέπει να γίνονται στο μέτρο που αυτές δεν θίγουν το πρόσωπο του βουλευτή. 12 Γίνεται έτσι δεκτό ότι μπορεί να διαταχθεί η εξέταση μαρτύρων 13 ή η διενέργεια αυτοψίας, ενώ έχει υποστηριχθεί επίσης ότι επιτρέπεται ακόμη και η έρευνα στην κατοικία του βουλευτή. 14 Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν παρακωλύεται η σύλληψη ή φυλάκιση των τυχών συμμετόχων μη βουλευτών στην εγκληματική πράξη. 15 Στην περίπτωση αυτή δε χρειάζεται άδεια της Βουλής για την προώθηση της ποινικής διαδικασίας. 16 Επίσης, είναι δυνατή η εξέταση του βουλευτή ως μάρτυρα για άλλη υπόθεση αποκλειόμενης, βέβαια, της βίαιης προσαγωγής του. 17 3. Διάρκεια του ακαταδίωκτου. Η διάρκεια του ακαταδίωκτου του βουλευτή ταυτίζεται με τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 62 του Συντάγματος. Η ειδική αυτή προστασία του βουλευτή, που θεσπίζεται με το ακαταδίωκτο, ισχύει για όλη τη βουλευτική περίοδο και όχι μόνο κατά τη διάρκεια κάθε συνόδου της Βουλής. Επομένως, η ειδική προστασία ισχύει και για το χρονικό διάστημα μεταξύ των συνόδων. Έτσι, ο βουλευτής προστατεύεται από την ανακήρυξή του μέχρι τη λήξη της βουλευτικής περιόδου. Ο βουλευτής προστατεύεται και μετά τη λήξη της 7

βουλευτικής περιόδου και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ανάκτησης του βουλευτικού αξιώματος (άρθρα 34 παρ. 2, 48 παρ. 7 και 53 παρ. 7 του Συντάγματος). Η διάταξη του β εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου ορίζει «δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής». Η διάταξη αυτή αποτελεί επέκταση της ισχύος της προστασίας των βουλευτών μόνο στην περίπτωση των πολιτικών εγκλημάτων και μόνο έως την ανακήρυξή των βουλευτών της νέας Βουλής. Σκοπός της διάταξης φαίνεται να είναι η απρόσκοπτη διεξαγωγή του προεκλογικού αγώνα του βουλευτή της τελευταίας Βουλής. 18 Η συγκεκριμένη διάταξη απαγορεύει τη δίωξη του βουλευτή της διαλυόμενης Βουλής, από τη διάλυσή της μέχρι την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής, μόνο για πολιτικά και όχι για κοινά εγκλήματα. Τα πολιτικά εγκλήματα διακρίνονται σε απλά ή αμιγή και σύνθετα. 19 Από τη γενική διατύπωση της διάταξης, η οποία δεν κάνει τη διάκριση αυτή των πολιτικών εγκλημάτων, πρέπει να συναχθεί ότι απαγορεύει τη δίωξη του βουλευτή για όλα τα πολιτικά εγκλήματα. Παρά τη διατύπωση της ερμηνευόμενης διάταξης («δεν διώκεται», «Βουλής που διαλύθηκε», «τη διάλυσή της») και τον εξαιρετικό χαρακτήρα της, αυτή πρέπει, με βάση το σκοπό της και τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι παρέχει στον τέως βουλευτή, προκειμένου για τα πολιτικά εγκλήματα, την ίδια προστασία που παρέχει σ αυτόν η διάταξη του α εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου, και μάλιστα ανεξάρτητα από τον τρόπο λήξης της βουλευτικής περιόδου, δηλαδή και στην περίπτωση της κανονικής λήξης της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η προστασία του τέως βουλευτή ισχύει ανεξάρτητα από το χρόνο τέλεσης του πολιτικού εγκλήματος (πριν από την έναρξη της βουλευτικής περιόδους, κατά τη διάρκεια αυτής ή κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου). Η προστασία ισχύει μόνο για τον τέως βουλευτή, ο οποίος είναι και υποψήφιος βουλευτής κατά τις εκλογές της νέας Βουλής. Αντίθετα, δεν προστατεύονται οι υποψήφιοι βουλευτές, οι οποίοι δεν ήταν βουλευτές της τελευταίας Βουλής. Είναι αναμφίβολο ότι απαγορεύεται η σύλληψη ή η φυλάκιση του βουλευτή, χωρίς την άδεια της Βουλής, εξαιτίας ποινικής δίωξης που άρχισε πριν από την έναρξη της βουλευτικής περιόδου. Αμφίβολο είναι, όμως, το ζήτημα αν η ποινική δίωξη του βουλευτή, που άρχισε πριν από την έναρξη της βουλευτικής περιόδου και η σύλληψη ή φυλάκιση αυτού εξαιτίας της, μπορούν να συνεχίζονται και κατά τη διάρκεια της περιόδου χωρίς άδεια της Βουλής. 8

Ειδικότερα, στην περίπτωση κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας ορίζεται στην παρ. 7 του άρθρου 48 ότι «Σε όλη τη διάρκεια της εφαρμογής των μέτρων κατάστασης ανάγκης, τα οποία λαμβάνονται κατά το άρθρο αυτό, ισχύουν αυτοδικαίως οι διατάξεις των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος, ακόμη και αν διαλύθηκε η Βουλή ή έληξε η βουλευτική περίοδος». 20 Κλείνοντας την αναφορά μας στη διάρκεια του ακαταδίωκτου των βουλευτών, πρέπει να σημειώσουμε ότι από την ίδια την έννοια του ακαταδίωκτου συνάγεται ότι, κρίσιμος χρόνος για την επέλευση της προστατευτικής ενέργειας του άρθρου 62 του Συντάγματος είναι αυτός κατά τον οποίο αρχίζουν οι καταδιωκτικές ενέργειες και όχι εκείνος κατά τον οποίο τελέσθηκε η επίδικη πράξη. Προκύπτει, με τον τρόπο αυτό, μία ιδιότυπη αμνηστία του εκλεγέντος βουλευτή, ακόμη και έναντι πράξεων που είχαν τελεσθεί πριν από την εκλογή του. 4. Η εξαίρεση από την αρχή της απαγόρευσης του περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας του βουλευτή χωρίς την άδεια της Βουλής. Η ειδική προστασία του προσώπου του βουλευτή 21, το ακαταδίωκτο αυτού, δεν επεκτείνεται κατά το Σύνταγμα άρθρο 62 εδάφιο δ στα επ αυτοφώρω κακουργήματα. Πρόκειται για μία εξαίρεση από την αρχή της απαγόρευσης του περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας του Βουλευτή χωρίς την άδεια της Βουλής. 22 Η εξαίρεση αυτή περιλαμβάνει μόνο τα αυτόφωρα κακουργήματα και όχι και τα άλλα αυτόφωρα εγκλήματα (πταίσματα και πλημμελήματα). Κατά συνέπεια, εάν ο βουλευτής συλληφθεί απ αυτοφώρω ενώ διαπράττει κακούργημα συλλαμβάνεται ελεύθερα από τα αρμόδια όργανα και δεν χρειάζεται να ειδοποιηθεί η Βουλή για την σύλληψη. 23 Ωστόσο, η διάταξη δεν καθορίζει την έννοια των όρων «αυτόφωρα» κακουργήματα, καταλείποντας τη ρύθμιση του θέματος στον κοινό νομοθέτη. Την έννοια του κακουργήματος καθορίζει η διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία κακούργημα είναι «κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή της κάθειρξης». Εξάλλου, την έννοια του αυτόφωρου εγκλήματος γενικά καθορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομία, οι οποίες ορίζουν τα εξής: 9

«1. Αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα. Η πράξη θεωρείται ότι έγινε πρόσφατα, ιδίως όταν αμέσως ύστερα από αυτήν ο δράστης καταδιώκεται από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε να έχει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. 2. Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης. 3. Τα εγκλήματα που τελούνται δια του τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα.» Έτσι, η διάταξη της παρ. 1 εδάφιο α του άρθρου αυτού καθιερώνει, ως εννοιολογικό στοιχείο του αυτόφωρου εγκλήματος, το χρόνο της τέλεσης (γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα) ή την πρόσφατη τέλεσή του (μη γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα) η διάταξη της παρ. 2 θεσπίζει ένα απόλυτο χρονικό όριο του αυτόφωρου εγκλήματος και, συγκεκριμένα, την πάροδο ολόκληρης της επόμενης ημέρας από την τέλεση της πράξης και η διάταξη της παρ. 3 θεωρεί τα εγκλήματα του τύπου πάντοτε αυτόφωρα, επαναλαμβάνοντας την παρ. 7 του άρθρου 14 του Συντάγματος. 24 Είναι αυτονόητο ότι στην περίπτωση του αυτόφωρου κακουργήματος επιτρέπονται, χωρίς την άδεια της Βουλής, όλοι οι νόμιμοι περιορισμοί της προσωπικής ελευθερίας του βουλευτή. Θα μπορούσε, ωστόσο, η εν λόγω εξαίρεση από την ειδική προστασία του βουλευτή να χαρακτηρισθεί παραδοσιακή. Αυτή καθιερώθηκε ήδη από τα γαλλικά επαναστατικά Συντάγματα 25 και το Σύνταγμα του Βελγίου και υιοθετήθηκε από όλα τα ελληνικά Συντάγματα που ίσχυσαν από το 1844 μέχρι σήμερα. 26 Η εξαίρεση καθιερώθηκε, όπως είναι προφανές, γιατί δεν συνέτρεχε στην περίπτωση του αυτόφωρου εγκλήματος ο προαναφερόμενος αρχικός λόγος της θέσπισης της ειδικής προστασίας του βουλευτή. Η εξαίρεση καθιερώνεται όμως και από τα σύγχρονα Συντάγματα, γιατί και σήμερα δεν συντρέχει λόγος ειδικής προστασίας του βουλευτή σε περίπτωση αυτόφωρου εγκλήματος. 5. Διαφορές ανάμεσα στο ανεύθυνο και στο ακαταδίωκτο των βουλευτών. Το ανεύθυνο των βουλευτών (Indemnität) αφορά σε ένα προνόμιο των βουλευτών που αναφέρεται στην άσκηση του λειτουργήματος αυτών και 10

διασφαλίζεται με το συνδυασμό των άρθρων 50 παρ. 1 και 61 παρ. 1 & 2 του Συντάγματος. Το ακαταδίωκτο των βουλευτών (Immunität) διαφέρει σημαντικά από το ανεύθυνο των άρθρων 60 και 61. Αρχικά, το ανεύθυνο αναφέρεται σε λόγους, πράξεις ή παραλείψεις, που βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση προς το βουλευτικό λειτούργημα. Ενώ το ακαταδίωκτο αναφέρεται σε οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη του βουλευτή, που δεν σχετίζεται με το λειτούργημά του. Εξαίρεση στην αρχή του ακαταδίωκτου των βουλευτών αποτελούν τα αυτόφωρα κακουργήματα (άρθρο 62 παρ. 4). Άλλη βασική διαφορά ανάμεσα στο ακαταδίωκτο και στο ανεύθυνο των βουλευτών είναι ότι το τελευταίο δεν έχει χρονικό περιορισμό, ενώ το ακαταδίωκτο ισχύει μόνο όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος. Το ανεύθυνο καλύπτει εσαεί το βουλευτή, δηλαδή και μετά τη λήξη της βουλευτικής περιόδου. Αντίθετα, το ακαταδίωκτο συνοδεύει το βουλευτή μόνο για το χρόνο που είναι μέλος της Βουλής. 27 Μόλις λήξει η βουλευτική περίοδος ή διαλυθεί προώρως η Βουλή ή παραιτηθεί ο βουλευτής ή κηρυχθεί έκπτωτος, αμέσως δύναται να κινηθούν εναντίον του οι σχετικές καταδιωκτικές ενέργειες. Επιπλέον, μία διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές βουλευτικής ασυλίας έγκειται στο ότι το ανεύθυνο των βουλευτών αποτελεί απόλυτη προστασία, με μόνη εξαίρεση τη συκοφαντική δυσφήμηση. Το ανεύθυνο του άρθρου 61 δεν δύναται να αρθεί ούτε με άδεια της Βουλής. Από την άλλη πλευρά, το ακαταδίωκτο που θεσπίζεται με το άρθρο 62 δεν είναι απόλυτο μπορεί να αρθεί αν η Βουλή επιτρέψει την ποινική δίωξη. Επίσης, διαφέρουν ως προς το ότι το ανεύθυνο αναφέρεται σε κάθε μορφή δίωξης. Η ρύθμιση αυτή επιτάσσει την απαγόρευση κάθε ποινικής, αστικής, πειθαρχικής 28 και διοικητικής δίωξης του βουλευτή, καθώς και την αδυναμία διενέργειας οποιασδήποτε άλλης μορφής εξέτασης, ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης, διοικητικής εξέτασης ή εξέτασης στο πλαίσιο ποινικής, αστικής ή διοικητικής δίκης. Προστατεύεται έτσι το πρόσωπο του βουλευτή από κάθε μορφής δίωξη. Αντίθετα, το ακαταδίωκτο των βουλευτών αναφέρεται μόνο στην ποινική δίωξη. Τέλος, συμπεραίνουμε ότι το ακαταδίωκτο και το ανεύθυνο των βουλευτών αποτελούν τις βουλευτικές ασυλίες (immunitēs parlementaires), οι οποίες συνιστούν θεσμικές εγγυήσεις που αποβλέπουν στην εύρυθμη και ανεπηρέαστη εκτέλεση των 11

καθηκόντων τους κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους και από τις οποίες δεν χωρεί παραίτηση. 6. Ιστορική εξέλιξη του ακαταδίωκτου των βουλευτών στην ελληνική έννομη τάξη. Ο θεσμός του ακαταδίωκτου των βουλευτών δεν προέρχεται ιστορικά, όπως συμβαίνει με το ανεύθυνο του άρθρου 61, από το αγγλικό πολίτευμα 29, αλλά προέρχεται από το ηπειρωτικό δίκαιο 30 και καθιερώθηκε αρχικά στο γαλλικό Σύνταγμα του 1791 και στη συνέχεια εισήχθη και στα Συντάγματα των άλλων κρατών. Στην Ελλάδα, οι ρίζες του θεσμού του ακαταδίωκτου των βουλευτών βρίσκονται στο Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) και στο Σύνταγμα του Άστρους (1823), με βάση τα οποία απαγορευόταν η φυλάκιση του βουλευτή πριν από την έκπτωσή του, την οποία αποφάσιζε το Βουλευτικό Σώμα. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827), με το άρθρο 65, απαγόρευε τη φυλάκιση του Αντιπροσώπου «ενόσω διαρκούν οι συνεδριάσεις της Βουλής και τέσσαρας εβδομάδας προ των συνεδριάσεων και μετ αυτάς» ωστόσο, επέτρεπε την ποινική δίωξή του. Το Ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832, στο άρθρο 111 σε συνδυασμό με το άρθρο 152, επαναλάμβανε τη ρύθμιση των δύο πρώτων Συνταγμάτων. Το άρθρο 56 του Συντάγματος του 1844 επανέλαβε σχεδόν αμετάβλητο το άρθρο 45 παρ. 1 & 2 του Συντάγματος του Βελγίου: «Βουλευτής ή Γερουσιαστής, διαρκούσης της Βουλευτικής Συνόδου, δεν καταδιώκεται, συλλαμβάνεται ή φυλακίζεται, άνευ αδείας του σώματος στο οποίο ανήκει τοιαύτη άδεια δεν απαιτείται εις τα επ αυτοφώρω κακουργήματα. Προσωπική κράτηση δεν ενεργείται κατά Βουλευτού ή Γερουσιαστού, διαρκούσης της Βουλευτικής Συνόδου, τέσσαρας εβδομάδας προ της ενάρξεως και τρεις μετά την αποπεράτωσιν αυτής.» Τις ανωτέρω διατάξεις επανέλαβε αμετάβλητες το άρθρο 63 του Συντάγματος του 1864, που περιέλαβε και μία νέα διάταξη (παρ. 3), κατά την οποία «εάν ο Βουλευτής τύχει διατελών υπό προσωπική κράτησιν, απολύεται ανυπερθέτως τέσσαρας εβδομάδας προ της ενάρξεως της Συνόδου». 12

Οι διατάξεις αυτές δεν τροποποιήθηκαν κατά την πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος (1911), ενώ τα Συντάγματα του 1925 (άρθρο 54 παρ. 2) και του 1927 (άρθρο 56 παρ. 3) επεξέτειναν την προστασία του βουλευτή σ όλη τη βουλευτική περίοδο και δεν επανέλαβαν την απαγόρευση της προσωπικής κράτησης αυτού. Το άρθρο 63 του Συντάγματος του 1952 επανέλαβε τις διατάξεις του ίδιου άρθρου του Συντάγματος του 1911, με την επέκταση της προστασίας σ όλη τη βουλευτική περίοδο και τη διαγραφή της απαγόρευσης της προσωπικής κράτησης κατά τις τρεις εβδομάδες πριν την έναρξη αυτής. Το άρθρο 62 του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγματος επαναλάμβανε κατά βάση το άρθρο 68 του δικτατορικού συνταγματικού κειμένου του 1968/1973: «Διαρκούσης της βουλευτικής συνόδου, βουλευτής δεν διώκεται ουδέ συλλαμβάνεται ή φυλακίζεται άνευ αδείας του Σώματος. Η άδεια θεωρείται παρασχεθείσα, εάν η Βουλή δεν αποφανθεί εντός τριμήνου από της διαβιβάσεως της αιτήσεως του Εισαγγελέως εις τον Πρόεδρον αυτής. Άδεια δεν απαιτείται δια τα επ αυτοφώρω κακουργήματα, ως και δια συκοφαντικήν δυσφήμηση». Η Β Υποεπιτροπή της Συνταγματικής Επιτροπής αντικατέστησε τη «βουλευτική σύνοδο» με τη «βουλευτική περίοδο», μετέβαλε το τεκμήριο χορήγησης της άδειας της Βουλής σε τεκμήριο μη χορήγησης αυτής στην περίπτωση της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας, διέγραψε τη συκοφαντική δυσφήμηση από τις εξαιρέσεις και παρέπεμψε στην Ολομέλεια τη λήψη της απόφασης για την προσωποκράτηση για χρέη και την ισχύ του ακαταδίωκτου κατά την προεκλογική περίοδο. Η Ολομέλεια της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 10/3/1975, υιοθέτησε τη διατύπωση του άρθρου της Υποεπιτροπής, αρχικά απέρριψε ομόφωνα την απαγόρευση της προσωποκράτησης του βουλευτή για χρέη του και στη συνέχεια, κατά πλειοψηφία, πρόσθεσε την προσωποκράτηση στην προστασία, καθώς και τη φράση «ουδ άλλως πως περιορίζεται». Η Βουλή αφενός διέγραψε από το άρθρο του Σχεδίου Συντάγματος της Επιτροπής την προσωποκράτηση, υιοθετώντας την τροπολογία βουλευτών της Συμπολίτευσης της 5/4/1975 και αφετέρου δέχθηκε την ισχύ του ακαταδίωκτου των βουλευτών της διαλυόμενης Βουλής για πολιτικά εγκλήματα κατά την προεκλογική περίοδο. Έτσι, το άρθρο 62 του ισχύοντος Συντάγματος πήρε τη σημερινή του διατύπωση. 13

7. Το ακαταδίωκτο των βουλευτών στη γερμανική έννομη τάξη. Το νομικό θεμέλιο της βουλευτικής ασυλίας βρίσκεται στο άρθρο 46 του θεμελιώδους Νόμου της Βόννης (Grundgesetz). Συγκεκριμένα, οι διατάξεις για το ακαταδίωκτο των βουλευτών αναφέρουν ότι: «2. Βουλευτής δεν καλείται να λογοδοτήσει ούτε συλλαμβάνεται για αξιόποινη πράξη παρά μόνο με την άδεια της Ομοσπονδιακής Βουλής, εκτός εάν συλληφθεί επ αυτοφώρω ή κατά τη διάρκεια της επόμενης ημέρας. 3. Η άδεια της Ομοσπονδιακής Βουλής απαιτείται ακόμα για κάθε άλλο περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας βουλευτή για την κίνηση κατά του βουλευτή της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 18. 31 4. Κάθε ποινική δίωξη και κάθε διαδικασία του άρθρου 18 κατά βουλευτή 32, κάθε κράτηση και κάθε άλλος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας αναστέλλονται, εάν το ζητήσει η Ομοσπονδιακή Βουλή.» Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, το ακαταδίωκτο προστατεύει το βουλευτή από κάθε ποινική και πειθαρχική δίωξη εις βάρος του χωρίς την άδεια της Βουλής. Η απαγόρευση αυτή καλύπτει επίσης και προανακριτικές και ανακριτικές πράξεις, οι οποίες σκοπό έχουν να συμβάλουν στη διερεύνηση της βασιμότητας ενδεχόμενης ποινικής κατηγορίας ή πειθαρχικού παραπτώματος. 33 Με την έναρξη της νέας βουλευτικής περιόδου, η Ομοσπονδιακή Βουλή επιτρέπει, με την απόφαση που προβλέπεται στο Παράρτημα 6 του Κανονισμού, τη διεξαγωγή προανάκρισης για αξιόποινες πράξεις. Εξαίρεση παραμένει η προανάκριση για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν το αδίκημα της εξύβρισης ή της δυσφήμησης με πολιτικό χαρακτήρα. Με το τέλος της προανακριτικής φάσης, οι αρμόδιες διωκτικές αρχές οφείλουν είτε να γνωστοποιήσουν στην Ομοσπονδιακή Βουλή το πέρας των ανακρίσεων είτε να ζητήσουν από αυτήν άδεια για την άρση της ασυλίας του υπόλογου βουλευτή και την παραπομπή του σε δίκη. Αντίθετα με τα ισχύοντα σε περιπτώσεις ποινικής δίωξης, το ακαταδίωκτο δεν καλύπτει δίκες αστικής φύσης, αφού ο πολιτικός δικαστής δεν θεωρείται ότι ασκεί δίωξη. Αυτό ισχύει τόσο για την εκ της αγωγής αξίωση επιβολής συμβατικών ποινών όσο και για την προπαρασκευή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης που περιορίζουν την προσωπική 14

ελευθερία του Βουλευτή απαιτούν προηγούμενη άδεια της Βουλής. 34 Η διάταξη αυτή συνάδει απολύτως με τη γενικότερη απαγόρευση περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας του βουλευτή, την οποία και επιβάλλει το άρθρο 46 παρ. 3 του γερμανικού Συντάγματος. Η έκταση εφαρμογής του θεσμού του ακαταδίωκτου του βουλευτή καλύπτει κάθε αδίκημα που διώκεται ποινικά σύμφωνα με το νόμο, καθώς επίσης και κάθε άλλο περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας των βουλευτών. Ποινική δίωξη ασκείται στις περιπτώσεις αυτές, μόνο μετά από άδειας της Ομοσπονδιακής Βουλής. Η συνήθης εξαίρεση για το λόγο της επ αυτοφώρω σύλληψης βουλευτή κατά τη διάπραξη αδικήματος επεκτείνεται, κατά το άρθρο 46 παρ. 2 του Συντάγματος, και έχει ισχύ και κατά τη διάρκεια της επόμενης ημέρας. 35 8. Το ακαταδίωκτο των βουλευτών στη γαλλική έννομη τάξη. Το ακαταδίωκτο των βουλευτών ανάγεται σε διατάξεις που εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στο Σύνταγμα της 24 ης Ιουνίου 1793, οι σχετικές διατάξεις όμως αναθεωρήθηκαν προσφάτως με το συνταγματικό νόμο no. 95-880 της 4 ης Αυγούστου 1995. Αντίθετα με τον απόλυτο χαρακτήρα του ανεύθυνου του βουλευτή, η κάλυψη του ακαταδίωκτου ισχύει μόνο σε ένα αυστηρώς καθορισμένο πεδίο εφαρμογής. Έτσι, το ακαταδίωκτο προστατεύει το βουλευτή από κάθε ποινική ή πειθαρχική δίωξη εις βάρος του, χωρίς την προηγούμενη άδεια του προεδρείου της Βουλής στην οποία ανήκει. Πρέπει να σημειωθεί ότι η άποψη αυτή τροποποιεί το πριν από το 1995 ισχύον καθεστώς, χαλαρώνοντας την προστατευτική ασπίδα της κοινοβουλευτικής ασυλίας, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη. 36 Στο νέο κείμενο του άρθρου 26 του Συντάγματος της Γαλλίας, η προστασία του ακαταδίωκτου αναφέρεται σε κακουργήματα και πλημμελήματα, δεν καλύπτει όμως τις περιπτώσεις επ αυτοφώρω σύλληψης του βουλευτή ή ακόμη και της οριστικής καταδίκης του, με δικαστική απόφαση, σε ποινή στερητική της ελευθερίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η κράτηση μπορεί να ανασταλεί με αίτημα του Σώματος στο οποίο ο διωκόμενος ανήκει. Για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, οι κοινοβουλευτικές συνελεύσεις μπορούν να συγκληθούν οποτεδήποτε. 15

Σημαντικό είναι ότι η έννοια της σύλληψης ερμηνεύεται κατά τον ευρύτερο δυνατό τρόπο, περιλαμβάνοντας έτσι και την προσωρινή κράτηση και την προφυλάκιση. Αντίθετα, δεν αποτελούν διωκτικές ενέργειες οι πράξεις που τελούνται στο πλαίσιο της προανάκρισης, οι έρευνες που πραγματοποιούνται σε εφαρμογή του Τελωνειακού Κώδικα ή σε εκτέλεση ασφαλιστικών μέτρων, η κλήση μάρτυρα στο δικαστήριο για εξέταση, καθώς και οι προπαρασκευαστικές της δίωξης ενέργειες, όπως για παράδειγμα η αίτηση διορισμού δικαστή κατά το άρθρο 687 του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αναφορικά με την έκταση εφαρμογής του ακαταδίωκτου, γνωρίζουμε ότι αυτό ισχύει μόνο περί κακουργημάτων και πλημμελημάτων, με την εξαίρεση των αυτόφωρων εγκλημάτων. Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προστασίας του ακαταδίωκτου η δίωξη και άσκηση αγωγής για αστική ευθύνη, οι παραβάσεις αστυνομικού χαρακτήρα, καθώς και οι ειδικές διοικητικές, αστικές και ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις του Φορολογικού Κώδικα. Υπενθυμίζεται ότι ο χαρακτηρισμός του κάθε αδικήματος, καθώς και η κρίση για το αν εμπίπτει στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς, ανήκουν στην αρμοδιότητα της δικαστικής αρχής. Ακόμη, όμως, και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διατάσσεται η κράτηση ή σύλληψη μέλους της Βουλής, το οικείο Σώμα μπορεί να ζητήσει την αναστολή της δίωξης ή της φυλάκισης, εφόσον κρίνει ότι πρόκειται για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος η δυνατότητα αναστολής δεν ισχύει προκειμένου για αυτόφωρο έγκλημα. Τέλος, το ακαταδίωκτο των βουλευτών συνιστά θεσμό δημόσιας τάξης γι αυτό και κάθε πράξη που τελείται κατά παράβαση της προστασίας που αυτή εξασφαλίζει πάσχει από απόλυτη ακυρότητα. Επίσης, καθώς το ακαταδίωκτο των βουλευτών αποτελεί «προνόμιο» του Κοινοβουλίου και όχι ατομικό «προνόμιο» του βουλευτή, ο τελευταίος δεν μπορεί να παραιτηθεί από αυτό οικειοθελώς χωρίς την προηγούμενη άδεια του αντίστοιχου νομοθετικού Σώματος, κατά τη διαδικασία που ορίζεται στον οικείο Κανονισμό. 16

Συμπέρασμα Η βουλευτική ασυλία, και συγκεκριμένα ο θεσμός του ακαταδίωκτου των βουλευτών, έχει διαμορφωθεί ιστορικά για να προστατεύει το βουλευτή σε σχέση με την μοναρχική εξουσία, ενώ η σύγχρονη λειτουργία του θεσμού αυτού υποστηρίζει και ενισχύει την πολιτική και κοινωνική λειτουργία του βουλευτή. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για κάποιο «προνόμιο» ή ατομικό δικαίωμα, φορέας του οποίου είναι ο βουλευτής. Πρόκειται για μία πρόσθετη θεσμική εγγύηση που περιβάλλει το βουλευτή ως μέλος της Βουλής και στοχεύει στην ακώλυτη άσκηση των αρμοδιοτήτων του στο πλαίσιο του Συντάγματος, του Κανονισμού της Βουλής και των νόμων. Η συνήθης κοινοβουλευτική πρακτική έχει δείξει ότι η βουλευτική ασυλία της οποίας το νομικό καθεστώς συνθέτουν το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο των βουλευτών δεν αίρεται συχνά, αφού απορρίπτονται κατά το μεγαλύτερό τους ποσοστό οι αιτήσεις για άρση της βουλευτικής ασυλίας. Από το 1974 έως σήμερα υποβλήθηκαν στη Βουλή περίπου 700 αιτήσεις για την άρση της ασυλίας βουλευτών, τρεις μόνο από αυτές έγιναν δεκτές. 37 Σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο, η Βουλή συναίνεσε στην άρση της ασυλίας βουλευτών σε 10 συνολικά περιπτώσεις. 17

Πηγές Σημειώσεις 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. Κωνσταντίνος Λ. Γεωργόπουλος, «Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο», σελ. 265. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης, «Η Ελληνική Βουλευτική και Ευρωπαϊκή Ασυλία και Πραγματικότητα», σελ. 6-7. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 63 του Συντάγματος αναφέρεται στο θεσμό της βουλευτικής αποζημίωσης, αναγκαία συμπλήρωση και εξασφάλιση της καθολική αναγνώρισης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, καθώς και στις συγκοινωνιακές, ταχυδρομικές και τηλεφωνικές ατέλειες των οποίων απολαύουν οι βουλευτές. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης, «Η Ελληνική Βουλευτική και Ευρωπαϊκή Ασυλία και Πραγματικότητα», σελ. 7. Η ύπαρξη του τεκμηρίου αναγνωρίζεται από τον Εισηγητή της πλειοψηφίας, Ε. Βενιζέλο, στην Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Ιούνιος 1996, σελ. 21-22. Από τον Εισηγητή της μειοψηφίας, Ι. Βαρβιτσιώτη, στην αυτή Έκθεση, σελ. 50-51. Αθανάσιος Γ. Ράικος, «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος Α - Τεύχος Β, σελ. 61. Πάντως, παρά την κοινή εκτίμηση της επιστήμης, η αντίθετη άποψη έχει υποστηριχθεί από βουλευτές: Εισήγηση Καραμάριου στη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσια Τάξης και Δικαιοσύνης, Πρακτικά της Βουλής, 11 Νοεμβρίου 1992. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης, «Η Ελληνική Βουλευτική και Ευρωπαϊκή Ασυλία και Πραγματικότητα», σελ. 13. Ευάγγελος Β. Βενιζέλος, «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου Ι»,, σελ. 395. Επίσης, η απαγόρευση αυτή περιλαμβάνει και την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως περιλαμβάνει και κάθε άλλο περιορισμό που έχει το χαρακτήρα διοικητικού μέτρου (π.χ. απαγόρευση αποδημίας των οφειλετών του Δημοσίου) ή πειθαρχικής ποινής ή μέτρου εσωτερικής τάξης (εκτός των μέτρων εσωτερικής τάξης της ίδιας της Βουλής). Πέτρος Ι. Παραράς, «Σύνταγμα 1975 Corpus II», σελ. 62. Mangoldt/Klein II - σελ. 976, P. Bockelmann - σελ. 48, S. Magiera άρθρ. 46, αριθμ. 70. Άρειος Πάγος 904/1980. Ποινικά Χρονικά, ΛΑ, 39-44, 39. 18

13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22. 23. 24. 25. 26. 27. 28. Όμως, η βίαιη προσαγωγή του βουλευτή ως μάρτυρα θίγει ασφαλώς το απαραβίαστο του προσώπου του και έτσι απαγορεύεται: άρθρο 54 Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Παραράς, 165 με παραπομπή στο Σαριπόλο, 490 και στο Ράικο, 198. Ν.Ν. Σαριπόλου, σελ. 489. Άρθρο 56 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Πέτρος Ι. Παραράς, «Σύνταγμα 1975 Corpus II», σελ. 61. Αθανάσιος Γ. Ράικος, «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος Α - Τεύχος Β, σελ. 57. Αθανάσιος Γ. Ράικος, «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος Α - Τεύχος Β, σελ. 57. Πέτρος Ι. Παραράς, «Σύνταγμα 1975 Corpus II», σελ. 61. Κωνσταντίνος Λ. Γεωργόπουλος, «Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο», σελ. 267. Αθανάσιος Γ. Ράικος, «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος Α - Τεύχος Β, σελ. 63. Κωνσταντίνος Λ. Γεωργόπουλος, «Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο», σελ. 269. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις κατά βουλευτών, όποτε και αν εκδόθηκαν, εκτελούνται χωρίς καμία παρεμβολή της Βουλής, επειδή δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή η ειδική προστασία, αφού δεν δικαιολογείται υπόνοια πολιτικής δίωξης, αντίθετη δε ερμηνεία θα παραβίαζε και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Αθανάσιος Γ. Ράικος, «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος Α - Τεύχος Β, σελ. 64. Ανάλογες είναι και οι διατάξεις των γαλλικών Συνταγμάτων του 1791 και 1793, καθώς και τα άρθρα 111-112 του Συντάγματος του 1795. Την εξαίρεση καθιερώνει και το άρθρο 26 παρ. 2 & 3 του ισχύοντος Συντάγματος. Την εξαίρεση καθιερώνουν και τα Συντάγματα άλλων κρατών, π.χ. της Δυτικής Γερμανίας (άρθρο 46 παρ. 2) και την Ιταλίας (άρθρο 68 παρ. 2). Το Σύνταγμα της Ιταλίας επιτρέπει τη σύλληψη του βουλευτή μόνο όταν για το αυτόφωρα αδίκημα είναι υποχρεωτική η προφυλάκιση του δράστη. Πέτρος Ι. Παραράς, «Σύνταγμα 1975 Corpus II», σελ. 62 και S. Magiera, άρθρο 46 - αριθμ. 85. Δεδομένης της ελεύθερης εντολής που παρέχεται στο βουλευτή με την εκλογή του, η πειθαρχική ευθύνη νοείται μόνο στο μέτρο που ο βουλευτής υπόκειται στην πειθαρχική εξουσία της Πολιτείας ή δημόσιου νομικού προσώπου υπό άλλη ιδιότητα, όπως για παράδειγμα την δικηγορική ή την ιατρική, ως μέλος του αντίστοιχου επιστημονικού σωματείου. 19

29. 30. 31. 32. 33. 34. 35. 36. 37. Πέτρος Ι. Παραράς, «Σύνταγμα 1975 Corpus II», σελ. 63 και Ν.Ν. Σαριπόλου, σελ. 484, σημ. 3. Το λεγόμενο στην Αγγλία Freedom from arrest προστατεύει τα μέλη του Κοινοβουλίου μόνο από προσωπική κράτηση για πολιτικές υποθέσεις, δεν αφορά και στην ποινική καταδίωξη του βουλευτή ( only to civil process and imprisonment in civil process ). Πέτρος Ι. Παραράς, «Σύνταγμα 1975 Corpus II», σελ. 63. Σύμφωνα με το άρθρο 18 του Θεμελιώδους Νόμου, όποιος καταχράται της ελευθερίας της έκφρασης και ειδικότερα της ελευθερίας του Τύπου (άρθρο 5, παρ. 1) της ελευθερίας της διδασκαλίας (άρθρο 5, παρ. 3), της ελευθερίας του συνέρχεσθαι (άρθρο 8), της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 9), του απόρρητου της αλληλογραφίας, των ταχυδρομείων και των τηλεπικοινωνιών (άρθρο 10), της περιουσίας (άρθρο 14) ή του δικαιώματος στο άσυλο (άρθρο 16 α ), προκειμένου να υποσκάψει την ελεύθερη και δημοκρατική δημόσια τάξη, εκπίπτει των βασικών αυτών δικαιωμάτων με απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η διαδικασία αυτή (Verwirkung) δεν έχει ποτέ ως σήμερα κινηθεί. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη συνταγματική θεωρία και κοινοβουλευτική πρακτική, επιβάλλεται η περιοριστική ερμηνεία των εξαιρέσεων αυτών, έτσι ώστε ο κανόνας να παραμένει πάντοτε η πλήρης ευθύνη του βουλευτή. Παράρτημα 6, παρ. 1 του Κανονισμού του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου. Η σύγχρονη γερμανική θεωρία διαπιστώνει εδώ έναν αναχρονισμό, που θα μπορούσε κάλλιστα να εκλείψει. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης, «Η Ελληνική Βουλευτική και Ευρωπαϊκή Ασυλία και Πραγματικότητα», σελ. 59. Πρόκειται για τις περιπτώσεις των βουλευτών: Γ. Παναγιωτόπουλου το 1984, Α. Ακριβάκη το 1990 και Ε. Παπανικολάου το 1992. Στη δεύτερη περίπτωση, η Βουλή αποφάσισε αργότερα την αναστολή της δίωξης, οι άλλες όμως υποθέσεις εκκαθαρίστηκαν οριστικά από τη Δικαιοσύνη, που αθώωσε του κατηγορηθέντες βουλευτές. 20

Βιβλιογραφία Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης «Η Ελληνική Βουλευτική και Ευρωπαϊκή Ασυλία και Πραγματικότητα» Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2000. Ευάγγελος Β. Βενιζέλος «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου Ι» Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1991. Βουλή των Ελλήνων «Το Σύνταγμα της Ελλάδος και Βασικά Κείμενα Λειτουργίας του Πολιτεύματος» Αθήνα, 1979. Κωνσταντίνος Λ. Γεωργόπουλος «Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο» 2 η έκδοση Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1990. Κωνσταντίνα Θ. Ζωή, Γεώργιος Ε. Λασιθιωτάκης, Παναγιώτης Θ. Γιαννόπουλος «Η Ιστορική Εξέλιξη των Διατάξεων του Συντάγματος (1822 2001)» Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κονοτηνή, 2003. Πέτρος Ι. Παραράς «Σύνταγμα 1975 Corpus II», Άρθρα 51 80 Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1985. Πέτρος Ι. Παραράς «Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2001. Αθανάσιος Γ. Ράικος «Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α, Εισαγωγή Οργανωτικό Μέρος, Τεύχος Β» Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1990. 21

Δημήτρης Θ. Τσάτσος «Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας» Έκδοση Β Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1993. 22