Αριθμός 1254/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Φεβρουαρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ε.

Σχετικά έγγραφα
Συνεδρίαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας της 22 Ιανουαρίου 2014

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

ΝΟΜΟΣ 1387/83 ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΕΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ (ΦΕΚ 110 Α'): Έλεγχος οµαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

του... ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Γεώργιο Δημάκη (Α.Μ. 7291), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και ήδη Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος παρέστη με τον Περικλή Αγγέλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Αριθμός 178/2013 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου που

Αριθμός 665/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΣτΕ Ακύρωση της παραγράφου 2 της ΠΟΛ.1008/2011 η οποία επιβάλει την υπογραφή λογιστή

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

1405/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

ΙΙΙ. (Προπαρασκευαστικές πράξεις) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

Μαρούσι, Αριθ. Πρωτ. 1400

Η διακήρυξη αποτελεί το κανονιστικό πλαίσιο που δεσμεύει τόσο την αρχή που διενεργεί το διαγωνισμό όσο και τους διαγωνιζόμενους.

2190/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Η. Τσακόπουλου.

AΠ Ο Φ Α Σ Η 28/2018 (Τμήμα)

(άρθρο 5 του ν. 3886/2010 και το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2017 (OR. en)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ. ( αριθ: 175/2015 )

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ( αριθ.: 176/2015 )

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

2. Το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του επιπροσθέτως και τα ακόλουθα:

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 4ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ( αριθμ: 253/2013 )

A8-0127/ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Δεκεμβρίου 2016 (*)


Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Περιεχόμενα. Ομαδικές απολύσεις Όρια ομαδικών απολύσεων Εκπρόσωποι των εργαζομένων... 4

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 29 Φεβρουαρίου 2012 (06.03) (OR. en) 7091/12 ENER 77 ENV 161 DELACT 14

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΘΕΜΑ : Γνωμοδότηση της Νομικού Συμβούλου της Δ.Ο.Ε. για την απεργία αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης

Η συζήτηση της υποθέσεως έλαβε χώρα αυθημερόν, καθώς και η λήψη της σχετικής απόφασης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 89/2012

ΣτΕ 1377/2016 [Εξαίρεση από την κατεδάφιση οικοδομής μετά την ακύρωση της οικοδομικής άδειας]

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΗΜΕΙΟΥ «I/A» Γενικής Γραμματείας την ΕΜΑ / το Συμβούλιο αριθ. προηγ. εγγρ.:6110/11 FREMP 9 JAI 77 COHOM 34 JUSTCIV 16 JURINFO 4 Θέμα:

Μαρούσι, 1 Μαρτίου 2016 Αρ. πρωτ. : 456 ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΑΠΟΦΑΣΗ. (αριθ..: 316/2015) Θέμα: Μη επιβολή κύρωσης στην εταιρεία με την επωνυμία «.

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ. Η Επιτροπή Αναστολών του Συµβουλίου της Επικρατείας. (άρθρο 52 του π.δ/τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε µε

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συμβούλιο της Επικρατείας Τμήμα Δ Αριθμός απόφασης 1098/2011

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ( αριθ.: 218/2015 )

ΑΔΑ: Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

1329/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136 /2017

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης

ΣτΕ 1383/2012. κατά των:α)... και β)..., κατοίκων..., τακτικών δημοτικών συμβούλων, στις ως άνω δημοτικές εκλογές, οι οποίοι δεν παρέστησαν.

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

3216/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ Αριθ.: 337/2013

Αρ.Πρωτ ΑΠΟΦΑΣΗ. (αριθμ.: 252/2010)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 80/2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4268/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 80/2011

προηγουμένων δεσμεύσεων του ακινήτου να υπολογίζεται υπέρ του τελευταίου ιδιοκτήτη (βλ. ΣΕ 2544/2005 επτ.). Εξ άλλου, από τον συνδυασμό των ανωτέρω

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Oρθώς έγινε δεκτό από το Κλιμάκιο, παρά την εσφαλμένη αναγραφή της. διεύθυνσης της έδρας της επιχείρησης, η ταυτότητα του οικονομικού

Σύσταση για ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4841-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 144 /2017

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2011

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΗ Γ 10/2018. (άρθρου 2, παρ. 2, περ. γ (γγ) Ν.4013/2011) Η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Transcript:

Αριθμός 1254/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Φεβρουαρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Σπ. Χρυσικοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Κουσούλης, Ηλ. Μάζος, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου. Για να δικάσει την από 17ης Ιουνίου 2013 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ ΗΡΑΚΛΗΣ (ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ)», που εδρεύει στην Παιανία Αττικής (19,3ο χλμ. οδού Μαρκοπούλου, θέση Πούσι Χατζή), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Χρήστο Θεοδώρου (Α.Μ. 12777), β) Χαράλαμπο Συνοδινό (Α.Μ. 13863) και γ) Αντώνιο Βάγια (Α.Μ. 1706), που τους διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και ήδη Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Ζαμπάρα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κατά του παρεμβαίνοντος σωματείου με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ ΧΑΛΚΙΔΑΣ», που εδρεύει στη θέση Μικρό Βαθύ Αυλίδας, το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Ευδοξία Τζοβλά (Α.Μ. 211 Δ.Σ. Χαλκίδας), που τη διόρισε με πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ αριθμ. 13449/246/26.4.2013 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Κουσούλη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους της αιτούσας εταιρείας, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξουσία του παρεμβαίνοντος σωματείου και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ αριθμ. 2361142, 1583272, 1583566-7/21.6.2013 ειδικά γραμμάτια παραβόλου), εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Δ Τμήματος, λόγω σπουδαιότητος, κατόπιν της από 31.10.2013 πράξεως του Προέδρου του εν λόγω Τμήματος. 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της υπ αριθμ. 13449/246/26.4.2013 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ήδη Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης άρθρο 5 παρ. 1 πδ 24/27.1.2015, ΦΕΚ Α 20), με την οποία αποφασίσθηκε, ύστερα από την από 24.4.2013 γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, η μη έγκριση των σχεδιαζομένων από την αιτούσα επιχείρηση ομαδικών απολύσεων. 3. Επειδή, υπέρ της προσβαλλομένης πράξεως παρεμβαίνει παραδεκτώς το σωματείο με την επωνυμία «Ένωση Εργαζομένων Τσιμέντων Χαλκίδας». 4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η αιτούσα εταιρία, η οποία ανήκει στον γαλλικών συμφερόντων πολυεθνικό όμιλο Lafarge, δραστηριοποιείται στην παραγωγή, διανομή και εμπορία τσιμέντου διαθέτοντας τρία εργοστάσια στην Ελλάδα (Αγριά Βόλου, Αλιβέρι και Χαλκίδα). Με το από 17.11.2011 έγγραφο της αιτούσης προς τους εργαζομένους του εργοστασίου Χαλκίδας γνωστοποιήθηκε πρόθεση

αναπροσαρμογής του προγράμματος εργασίας λόγω μειωμένης ζήτησης του παραγομένου υπ αυτής προϊόντος. Με το από 2.7.2012 έγγραφο προς την Ένωση Εργαζομένων Τσιμέντων Χαλκίδας η εταιρία απηύθυνε πρόσκληση για ενημέρωση εν όψει του περιορισμού των δραστηριοτήτων του εργοστασίου και για διαβούλευση προς αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων στις 5.7.2012. Λόγω μη προσελεύσεως εκπροσώπων των εργαζομένων η πρόσκληση επαναλήφθηκε για τις 16.7.2012 αρχικά και στη συνέχεια για τις 20.7.2012 χωρίς να προσέλθουν και πάλι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων (σχετικά τα από 5.7, 16.7 και 23.7.2012 έγγραφα της αιτούσης). Ακολούθησε νέα από 28.8.2012 πρόσκληση για συνάντηση στις 6.9.2012, η οποία και πραγματοποιήθηκε. Με το από 7.9.2012 έγγραφο της αιτούσης προς το παρεμβαίνον Σωματείο έγινε αναλυτική αναφορά στα προβλήματα λειτουργίας του εργοστασίου (αξιοποίηση εγκαταστάσεων κάτω του 10%) και προτάθηκε ως προσωρινή λύση η εκ περιτροπής εργασία για την αποφυγή ομαδικών απολύσεων. Με το από 14.9.2012 έγγραφο της αιτούσης προτάθηκε ο μετασχηματισμός του εργοστασίου σε κέντρο βιομηχανικών και εμπορικών δραστηριοτήτων συναφών με το τσιμέντο. Με το από 19.7.2012 έγγραφο της αιτούσης παρασχέθηκαν διευκρινίσεις για τη λύση της εκ περιτροπής εργασίας. Στη συνέχεια με το από 25.9.2012 έγγραφο της αιτούσης κλήθηκαν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων σε συνάντηση στις 28.9.2012 για διαβούλευση σε σχέση με την εκ περιτροπής εργασία. Στις 7.12.2012 με εσωτερική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους η αιτούσα γνωστοποίησε ότι από 16.12.2012 τίθεται σε εφαρμογή πρόγραμμα εκ περιτροπής απασχόλησης με παροχή εργασίας μια μέρα λιγότερη ανά εβδομάδα. Ακολούθως το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας με απόφασή του της 25.3.2013 ενέκρινε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής τσιμέντου. Στο εν λόγω πρόγραμμα περιλαμβανόταν η οριστική διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου της Χαλκίδας. Σύμφωνα με το από 26.3.2013 δελτίο τύπου της εταιρίας, «Στόχος του προγράμματος αναδιάρθρωσης είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ύφεσης στον κατασκευαστικό τομέα, η στήριξη της βιωσιμότητας της εταιρείας και η διασφάλιση των προϋποθέσεων για ανάπτυξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Ομίλου, τόσο στην εγχώρια αγορά, όσο και στις αγορές του εξωτερικού. Η νέα δομή περιλαμβάνει την παραγωγή τσιμέντου από τα δυο εργοστάσια Βόλου και Μηλακίου Ευβοίας, αξιοποιώντας τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, ιδιαίτερα των λιμενικών τους εγκαταστάσεων, για την εξυπηρέτηση της εσωτερικής αγοράς και την ενίσχυση της εξαγωγικής παρουσίας της ΑΓΕΤ Ηρακλής στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Η λειτουργία του εργοστασίου Χαλκίδας, η παραγωγική δραστηριότητα του οποίου βρίσκεται σε αδράνεια από τον Ιούλιο του 2011, παύει οριστικά. Η απόφαση αυτή έρχεται σε συνέχεια μιας σειράς προσπαθειών με επενδύσεις σε νέα τεχνολογία παραγωγής τσιμέντου και ενεργειών για νέες δραστηριότητες, που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να καταστεί η λειτουργία της συγκεκριμένης μονάδας ανταγωνιστική και να διασφαλισθεί η βιωσιμότητά της. Ωστόσο, παρά τις σχετικές προσπάθειες το εργοστάσιο της Χαλκίδας υπέστη σοβαρή μείωση πωλήσεων λόγω της συρρίκνωσης της κατασκευαστικής δραστηριότητας στην Αττική, κύρια αγορά του εργοστασίου, κατά 80% από το 2008 έως σήμερα. Σε συνθήκες πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας στην αγορά, το εργοστάσιο της Χαλκίδας κατέστη πλέον μη βιώσιμο. Η εφαρμογή του προγράμματος αναδιάρθρωσης έχει άμεση ισχύ. Δέσμευση και επιδίωξη της εταιρείας είναι η προσπάθεια εξεύρεσης κάθε δυνατής λύσης που θα περιορίσει τις προσωπικές και κοινωνικές επιπτώσεις από τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου Χαλκίδας στους 236 εργαζομένους, οι οποίοι επηρεάζονται. Για τον σκοπό αυτό, η εταιρεία έχει καλέσει τους εκπροσώπους των εργαζομένων του εργοστασίου σε διαβούλευση ως προς την διακοπή των συμβάσεων εργασίας σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου. Με τη νέα παραγωγική δομή η εταιρεία αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητες των δυο παραγωγικών μονάδων και της εφοδιαστικής αλυσίδας της ΑΓΕΤ

Ηρακλής, αυξάνει την παραγωγικότητά της κατά 30%, διασφαλίζει τη βιωσιμότητά της και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του μέλλοντος, ενδυναμώνοντας και εδραιώνοντας τη θέση της ως εξαγωγικής δύναμης στη λεκάνη της Μεσογείου. Η παραγωγική αναδιάρθρωση εκτιμάται ότι θα έχει εφ άπαξ αρνητική επίδραση στα οικονομικά αποτελέσματα της ΑΓΕΤ Ηρακλής και κατ επέκταση του Ομίλου εταιρειών Ηρακλής κατά 57 εκατ. ευρώ στη χρήση του 2013. Συγκεκριμένα, αρνητική επίδραση αναμένεται κυρίως λόγω της απομείωσης παγίων περιουσιακών στοιχείων και ανταλλακτικών, του κόστους αποζημιώσεων προσωπικού και του κόστους φυσικών αποκαταστάσεων στη μονάδα Χαλκίδας. Όσον αφορά τις επόμενες χρήσεις, εκτιμάται ότι θα υπάρξει θετική επίδραση κατά 18 εκατ. ευρώ περίπου ανά έτος και αύξηση της παραγωγικότητας». Στη συνέχεια με την από 26.3.2013 επιστολή της, η οποία κοινοποιήθηκε στους Υπουργούς Εργασίας και Ανάπτυξης, καθώς και στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Ευβοίας), η εταιρία κάλεσε την Ένωση Εργαζομένων Τσιμέντων Χαλκίδας σε συνάντηση την 29.3.2013 με αντικείμενο την αναλυτική ενημέρωση για τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας και την διαβούλευση με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους, στο πλαίσιο του Νόμου 1387/1983 για τις ομαδικές απολύσεις. Όπως αναφέρεται στο έγγραφο, κατά τη διάρκεια της συνάντησης θα ανακοινώνονταν οι λόγοι των απολύσεων, ο αριθμός και οι κατηγορίες του προσωπικού που απασχολείται στο εργοστάσιο της Χαλκίδας, ο αριθμός των εργαζομένων που θα απολύονταν και το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο επρόκειτο να συμβεί αυτό, και θα παραδίδονταν εγγράφως όλα τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος. Στις 29.3.2013 συντάχθηκε πρακτικό από τους εκπροσώπους της εταιρίας, στο οποίο βεβαιώνεται ότι δεν προσήλθαν οι εκπρόσωποι του Σωματείου των εργαζομένων. Ακολούθησε νέα από 1.4.2013 πρόσκληση με το ίδιο περιεχόμενο, η οποία επιδόθηκε αυθημερόν από δικαστικό επιμελητή σε εκπρόσωπο του Σωματείου και με την οποία οριζόταν ως νέα ημερομηνία συνάντησης η 4.4.2013. Στη νέα πρόσκληση επισυνάπτονταν α) έγγραφο, στο οποίο μνημονεύονταν ο λόγος του σχεδίου απολύσεων και παρατίθετο πίνακας με τις ειδικότητες και τον αριθμό των εργαζομένων, τους οποίους αφορούσε η απόλυση, και β) το από 26.3.2013 δελτίο τύπου της εταιρίας. Σύμφωνα με το από 4.4.2013 πρακτικό, στη νεότερη αυτή συνάντηση δεν προσήλθαν και πάλι εκπρόσωποι του Σωματείου εργαζομένων. Κατόπιν των ανωτέρω στις 16.4.2013 η εταιρία, συνυποβάλλοντας τα ως άνω έγγραφα και ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της των ετών 2010, 2011 και 2012, υπέβαλε εγγράφως προς τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας αίτημα να εγκριθεί το σχέδιο ομαδικών απολύσεων με βάση τις διατάξεις του ν. 1387/1983. Το θέμα εισήχθη προς γνωμοδότηση στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας. Με το ΑΠ 12677/239 έγγραφο του Τμήματος Ι της Διεύθυνσης Απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας, αφού συνεκτιμήθηκαν οι συνθήκες αγοράς εργασίας, η κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, υπεβλήθη σχετικώς απορριπτική εισήγηση, με την αιτιολογία ότι α) δεν προκύπτει σχέδιο απορρόφησης των προς απόλυση εργαζομένων σε άλλα εργοστάσια ή εγκαταστάσεις της αιτούσης, για τον περιορισμό των κοινωνικών, οικονομικών και προσωπικών επιπτώσεων, β) το μήνα Μάρτιο του 2013, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού ήταν εγγεγραμμένοι προς αναζήτηση εργασίας 870150 άνεργοι, ποσοστό 42,24% για χρονικό διάστημα ίσο ή μεγαλύτερο των δώδεκα μηνών, ενώ το ποσοστό ανεργίας το 2012 ανερχόταν στο σύνολο της χώρας σε 24,2% και ειδικά στο νομό Ευβοίας σε 32%. Κατά τη συνεδρίαση της 24.4.2013, στην οποία παρέστησαν και ανέπτυξαν τις απόψεις τους εκπρόσωποι της αιτούσης και του παρεμβαίνοντος Σωματείου Εργαζομένων, το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας γνωμοδότησε, με ψήφους πέντε έναντι ενός, υπέρ της μη εγκρίσεως του σχεδίου απολύσεων λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας από την πλευρά της εταιρίας,

ειδικότερα δε διότι η αναγκαιότητα των σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων δεν τεκμηριώνεται βάσει συγκεκριμένων και εμπεριστατωμένων στοιχείων και διότι τα προβαλλόμενα από την εταιρία επιχειρήματα κρίθηκαν αόριστα. Με βάση τη γνωμοδότηση αυτή εκδόθηκε στις 26.4.2013 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, κατά της οποίας ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση, με την οποία προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι η πράξη αυτή εκδόθηκε βάσει διατάξεως νόμου (άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 1387/1983), η οποία αντίκειται σε διατάξεις του πρωτογενούς και του παραγώγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ειδικότερα αφενός στα άρθρα 49 και 63 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και αφετέρου στην Οδηγία 98/59/ΕΚ). Έκτοτε η αιτούσα εταιρία προβαίνει κάθε μήνα στην απόλυση ποσοστού εργαζομένων που δεν εμπίπτει στην κατηγορία των ομαδικών απολύσεων. Σχετικώς προσκομίζονται οι υπ αριθμόν 11/2015, 12/2015, 13/2015, 14/2015, 15/2015 και 16/2015 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με τις οποίες κρίθηκαν άκυρες απολύσεις που έγιναν με την αμέσως ως άνω διαδικασία. 5. Επειδή, η το πρώτον θέσπιση εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων, με τις οποίες προβλέπεται έγκριση από διοικητική αρχή σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων, έγινε με το άρθρο μόνο του ν. 6299/1934 (ΦΕΚ Α 227), αφορούσε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας (συγκοινωνιακές) και ίσχυσε μέχρι το 1974, οπότε ρυθμίσθηκε εκ νέου το ζήτημα με το ν.δ. 206/1974 (ΦΕΚ Α 362). Ακολούθησε το ν.δ. 424/1941 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του άρθρου 1 του Α.Ν. 2000/1939 περί λήψεως μέτρων καταπολεμήσεως της ανεργίας» (ΦΕΚ Α 290), σύμφωνα με το άρθρο 9 του οποίου, η απόλυση ολόκληρου ή μέρους του εργατοϋπαλληλικού προσωπικού κάθε επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως δύναται να επιτρέπεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία προς εξακολούθηση των εργασιών τους (παρ. 1 και 7). Οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν στη συνέχεια με το ν. 2222/1952 «Περί ελέγχου των απολύσεων μισθωτών» (ΦΕΚ Α 271) και το ν.δ. 2511/1953 «Περί ελέγχου ομαδικών απολύσεων» (ΦΕΚ Α 210) και, τελικά, καταργήθηκαν με τον ν. 3464/1955 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί ασφαλίσεως ανεργίας διατάξεων» (ΦΕΚ Α 350), διότι (σύμφωνα με την οικεία αιτιολογική έκθεση) η εφαρμογή τους δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του νομοθέτη. Το καθεστώς της εγκρίσεως επανεισήχθη με τον α.ν. 99/1967 «Περί ελέγχου ομαδικών απολύσεων και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 2112/1920 περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας» (ΦΕΚ Α 140/11.8.1967), ο οποίος συμπληρώθηκε διαδοχικά με τον α.ν. 173/1967 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Α.Ν. 99/67, περί ελέγχου ομαδικών απολύσεων κ.λ.π.» (ΦΕΚ Α 189), το ν.δ. 206/1974 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί της διαθεσιμότητος των μισθωτών και του ελέγχου των ομαδικών απολύσεων», τον ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» (ΦΕΚ Α 79), τον ν. 1346/1983 «Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας και ρύθμιση διαφόρων θεμάτων» (ΦΕΚ Α 46), ενώ είχε μεσολαβήσει ο ν. 334/1976 «Περί συμπληρώσεως του Α.Ν. 173/67 περί τροποποιήσεως του Α.Ν. 99/1967» (ΦΕΚ Α 133). 6. Επειδή, με την Οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17.2.1975 (ΕΕ L 048/22.2.1975, σελ. 29-30) σκοπήθηκε η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις ομαδικές απολύσεις. Η εν λόγω Οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 100 της Συνθήκης ΕΚ (στη συνέχεια άρθρο 94 ΕΚ και νυν άρθρο 115 ΣΛΕΕ) και σκοπός της είναι η βελτίωση αφενός της προστασίας των εργαζομένων και αφετέρου της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Η Οδηγία αυτή τροποποιήθηκε με την Οδηγία

92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.6.1992 (ΕΕ L 245/26.8.1992, σελ. 3-5) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με την Οδηγία 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20.7.1998 (ΕΕ L 225/12.8.1998, σελ. 16), με την οποία κωδικοποιήθηκαν οι προγενέστερες ως άνω Οδηγίες. Στην έκτη αιτιολογική σκέψη της τελευταίας Οδηγίας γίνεται μνεία του Κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων και ειδικότερα των σημείων 7, 17 και 18 αυτού που ορίζουν ότι: «7. Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η βελτίωση αυτή πρέπει να επιφέρει, όπου είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη ορισμένων πλευρών της εργατικής νομοθεσίας, όπως είναι οι διαδικασίες ομαδικής απόλυσης ή πτώχευσης 17. Η πληροφόρηση, διαβούλευση και συμμετοχή των εργαζομένων πρέπει να αναπτυχθούν, με τον κατάλληλο τρόπο, σύμφωνα με τα ισχύοντα στα διάφορα κράτη μέλη 18. Η εν λόγω πληροφόρηση, διαβούλευση και συμμετοχή πρέπει να διεξάγονται εγκαίρως, ιδίως στις ακόλουθες περιπτώσεις: κατά τις διαδικασίες ομαδικών απολύσεων». Στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας γίνεται η διαπίστωση «ότι είναι αναγκαίο να προωθηθεί η προσέγγιση αυτή με στόχο την πρόοδο κατά την έννοια του άρθρου 117 της Συνθήκης». 7. Επειδή, με τις εν λόγω Οδηγίες, όπως διαμορφώθηκαν τελικά, επιχειρείται προσέγγιση των νομοθετικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (μερική εναρμόνιση), προκειμένου να διασφαλισθεί ανάλογη προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων στα διάφορα κράτη μέλη και να διαμορφωθούν εγγύτερα οι επιβαρύνσεις, που συνεπάγονται οι κανόνες αυτοί προστασίας, για τις επιχειρήσεις της Κοινότητας (ΔΕΚ απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994, C-383/92, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 16, ΔΕΚ απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας, C-55/02, βλ. και προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα N. Wahl από 5.2.2015 επί των C-182/13, C-392/13, C- 80/14 ΔΕΕ, σκέψεις 41-42, 51), δεδομένου ότι οι σημαντικές διαφορές στον τομέα της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση απολύσεων, ενδέχεται να δημιουργήσουν άνισες συνθήκες ανταγωνισμού (ΔΕΕ απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, C-583/10, United States of America κατά Christine Nolan, σκέψη 37). Για την επίτευξη των εν λόγω στόχων εισάγονται συγκεκριμένες εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, που έρχονται αντιμέτωποι με σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, κατά τρόπο που να μην επηρεάζεται το ενιαίο των συνθηκών της κοινής αγοράς και να μην περιορίζεται η ελευθερία του εργοδότη να προβαίνει ή όχι σε ομαδικές απολύσεις στο πλαίσιο της οργάνωσης των δραστηριοτήτων του. Ειδικότερα θεσπίζεται ως ελάχιστη προστασία στον τομέα των ομαδικών απολύσεων α) η υποχρέωση διαβούλευσης με τη συμμετοχή εκπροσώπων εργοδοτών και εργαζομένων, με στόχο την από κοινού αναζήτηση δυνατοτήτων αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και άμβλυνσης των συνεπειών, καθώς και β) ο καθορισμός συγκεκριμένης διαδικασίας για τη διενέργεια των ομαδικών απολύσεων, η οποία περιλαμβάνει κοινοποίηση του σχετικού σχεδίου στην αρμόδια δημόσια αρχή για να αναζητήσει την εξεύρεση λύσεων στα γεννώμενα προβλήματα, καθώς και ορισμένη προθεσμία από την κοινοποίηση αυτή, μετά την παρέλευση της οποίας ισχύουν οι απολύσεις (άρθρα 2 και 3 της Οδηγίας 98/59/ΕΚ). Τέλος, ορίζεται ότι η Οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους (άρθρο 5 της ίδιας ως άνω Οδηγίας 98/59/ΕΚ). 8. Επειδή, στη συνέχεια, με το άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE L 30.3.2010/C 83/02) ορίσθηκαν τα εξής: «Επιχειρηματική ελευθερία. Η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 27 του Χάρτη: «Εξασφαλίζεται στους εργαζομένους ή τους εκπροσώπους τους, στα ενδεδειγμένα

επίπεδα, εγκαίρως ενημέρωση και διαβούλευση, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Tα θεμελιώδη δικαιώματα του Χάρτη έχουν καταρχήν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (ΔΕΕ απόφαση της 30 Απριλίου 2014, C-390/12, Robert Pfleger κ.λπ., σκέψη 33 επόμ., ΔΕΕ απόφαση της 15 Ιανουαρίου 2014, C-176/12, Association de mediation sociale, σκέψη 42, ΔΕΕ απόφαση της 26 Φεβρουαρίου 2013, C-617/10, Åkerberg Fransson, σκέψεις 19-23). 9. Επειδή, με τον ν. 1387/1983 «Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 110) άρθρα 1 έως 6, όπως τροποποιήθηκε διαδοχικά με τους ν. 2736/1999 (ΦΕΚ Α 172), 1568/1985 (ΦΕΚ Α 177), 2874/2000 (ΦΕΚ Α 286), 3488/1986 (ΦΕΚ Α 191) και 3863/2010 (ΦΕΚ Α 115), ενσωματώθηκαν στο ελληνικό δίκαιο οι ανωτέρω οδηγίες και επιχειρήθηκε η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις ανωτέρω διατάξεις του παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Στο άρθρο 3 του νόμου αυτού, υπό τον τίτλο «Υποχρέωση εργοδότη για πληροφόρηση και διαβούλευση», ορίζονται τα εξής: «1. Ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. Ο εργοδότης οφείλει: α) να παρέχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και β) να τους ανακοινώνει εγγράφως: αα) τους λόγους του σχεδίου απολύσεων ββ) τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων, γγ) τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων, δδ) το χρονικό διάστημα στο οποίο πρόκειται να γίνουν απολύσεις, εε) τα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν. Οι παραπάνω υποχρεώσεις εφαρμόζονται ανεξάρτητα αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη. Για παραβάσεις των υποχρεώσεων της ενημέρωσης, διαβούλευσης και κοινοποίησης δεν λαμβάνεται υπόψη, ως δικαιολογία, το επιχείρημα του εργοδότη ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για ομαδικές απολύσεις δεν του παρέσχε αναγκαίες πληροφορίες. Η έλλειψη ενημέρωσης του εργοδότη από την επιχείρηση, που έλαβε την παραπάνω απόφαση, δεν αίρει την υποχρέωσή του. 3. Αντίγραφα των εγγράφων αυτών υποβάλλονται από τον εργοδότη στο Νομάρχη και τον Επιθεωρητή Εργασίας. Εάν η επιχείρηση ή εκμετάλλευση έχει υποκαταστήματα σε περισσότερους Νομούς, τα παραπάνω αντίγραφα υποβάλλονται στον Υπουργό Εργασίας και στην Επιθεώρηση Εργασίας του τόπου της εκμετάλλευσης ή του υποκαταστήματος, όπου σχεδιάζεται να γίνουν οι απολύσεις ή οι περισσότερες απ αυτές». Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 5, που φέρει τον τίτλο, «Διαδικασία ομαδικών απολύσεων»: «1. Η προθεσμία των διαβουλεύσεων μεταξύ των εργαζομένων και του εργοδότη είναι είκοσι ημερών και αρχίζει από την πρόσκληση του εργοδότη για διαβουλεύσεις στους κατά το προηγούμενο άρθρο εκπροσώπους των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται σε πρακτικό που υπογράφεται από τα δυο μέρη και υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3. 2. Εάν υπάρξει συμφωνία των μερών, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας και ισχύουν αφού περάσουν δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού πρακτικού στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας κατά περίπτωση. 3. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του παραπάνω πρακτικού και αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία του φακέλου και συνεκτιμήσει τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης καθώς και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, μπορεί είτε να παρατείνει για είκοσι ακόμη ημέρες τις διαβουλεύσεις ύστερα από αίτηση ενός των ενδιαφερομένων μερών, είτε να μην εγκρίνει την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους

των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Πριν από την έκδοση της παραπάνω απόφασης ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, μπορούν να ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής Υπουργείου Εργασίας, που εδρεύει σε κάθε νομό, ή του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, αντίστοιχα. Τα γνωμοδοτικά αυτά όργανα, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, μπορούν να καλούν και να ακούουν τόσο τους κατά το άρθρο 4 εκπροσώπους των εργαζομένων και τον ενδιαφερόμενο εργοδότη, όσο και πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις πάνω σε επί μέρους τεχνικά θέματα. 4. Ο εργοδότης μπορεί να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις στην έκταση που καθορίζει η απόφαση του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας. Εάν δεν εκδοθεί τέτοια απόφαση μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται στην έκταση που δέχτηκε ο εργοδότης κατά τις διαβουλεύσεις». Τέλος, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ιδίου νόμου, «Ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού είναι άκυρες». 10. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 1387/1983 η διενέργεια ομαδικών απολύσεων, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία του εργοδότη και των εργαζομένων, εξαρτάται από την παροχή ή μη έγκρισης από την αρμόδια διοικητική αρχή, η οποία ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στην σχετική απόφαση του εργοδότη με βάση α) τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, β) την κατάσταση της επιχείρησης και γ) το συμφέρον της εθνικής οικονομίας (βλ. ΑΠ 1541/2011). 11. Επειδή, στις 22 Ιανουαρίου 2014, δηλαδή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας τάχθηκε υπέρ της απόψεως ότι για τη διατύπωση της κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 1387/1983 γνώμης του σχετικά με την έγκριση σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων εξετάζονται ο φάκελος με τα στοιχεία της επιχείρησης (ενδεικτικά: η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης την τελευταία τριετία για τη θέση της στην αγορά και τις προοπτικές βιωσιμότητας, στοιχεία στελέχωσης και του κόστους εργασίας κατά την τελευταία τριετία, αιτιολόγηση αναγκαιότητας ομαδικών απολύσεων), το σχέδιο ομαδικών απολύσεων (αριθμός εργαζομένων προς απόλυση, κριτήρια, χρονοδιάγραμμα, προτεινόμενα μέτρα άμβλυνσης των επιπτώσεων), τα πρακτικά διαβούλευσης και τυχόν λοιπά στοιχεία που τα συνοδεύουν. Με την πράξη όμως αυτή, η οποία έχει το χαρακτήρα αυτοδέσμευσης του γνωμοδοτούντος οργάνου ως προς τα κριτήρια που θα λαμβάνονται υπόψη για την έγκριση ομαδικών απολύσεων, δεν επέρχεται τροποποίηση των ανωτέρω διατάξεων του ν. 1387/1983, με τις οποίες καθορίζονται τα ληπτέα υπόψη κριτήρια για την έγκριση ομαδικών απολύσεων εκ μέρους της οικείας διοικητικής αρχής. 12. Επειδή, η θέσπιση της ως άνω διοικητικής εγκρίσεως δεν προβλέπεται από τις διατάξεις της Οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣτΕ 1022/2011), αλλά αποτελεί επιλογή του εθνικού νομοθέτη, η οποία μπορεί να βρει έρεισμα στη δυνατότητα που παρέχεται με το άρθρο 5 της Οδηγίας για θέσπιση ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους διατάξεων. Κατά την γνώμη του Δικαστηρίου, οι διατάξεις της ανωτέρω Οδηγίας, ερμηνευόμενες και εν όψει των άρθρων 16 και 27 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, έχουν την έννοια ότι επιτρέπεται, κατά τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, η θέσπιση συστήματος διοικητικής εγκρίσεως με περιεχόμενο τον έλεγχο αφενός μεν της τηρήσεως των διαδικασιών ενημέρωσης και διαβούλευσης, αφετέρου δε της τεκμηρίωσης των λόγων που επικαλείται ο επιχειρηματικός φορέας, ενόψει της οικονομικής καταστάσεως και βιωσιμότητας της επιχείρησης, οι οποίοι επιβάλλουν τη διενέργεια των ομαδικών απολύσεων. Περαιτέρω, όμως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, κατά την έννοια των διατάξεων της ίδιας Οδηγίας, δεν είναι συμβατές με τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις, σύμφωνα με τις οποίες η εκ μέρους της Διοικήσεως έγκριση ομαδικών απολύσεων σε συγκεκριμένη επιχείρηση εξαρτάται από την εκτίμηση κριτηρίων που ανάγονται σε ευρύτερους λόγους, κριτηρίων, δηλαδή, εξωγενών σε σχέση με την οικονομική κατάσταση και βιωσιμότητα της

επιχείρησης, όπως οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας. Ειδικότερα τα κριτήρια αυτά, αν και μπορεί να θεωρηθεί ότι καταρχήν συνάπτονται με τις θεμιτές επιδιώξεις αφενός της καταπολέμησης της ανεργίας και αφετέρου της οικονομικής ανάπτυξης -σε εθνικό επίπεδο-, είναι, πάντως, ενδεχόμενο να οδηγήσουν α) σε αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών στον συγκεκριμένο τομέα, β) σε υποκατάσταση της προβλεπόμενης από την ως άνω Οδηγία διαδικασίας ενημέρωσης των εργαζομένων και της αρμόδιας διοικητικής αρχής και διαβούλευσης μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων από την διαδικασία εγκρίσεως της διοικητικής αρχής και γ) σε επιβολή δυσανάλογου περιορισμού της ελευθερίας του εργοδότη για λόγους γενικού συμφέροντος. Θα μπορούσε, ωστόσο, να υποστηριχθεί ότι ένα τέτοιο εθνικό μέτρο καθίσταται ανεκτό όταν συντρέχει ανάγκη αντιμετώπισης σοβαρών κοινωνικών συνθηκών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση οξείας οικονομικής κρίσης συνοδευόμενης από ασυνήθη και ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά ανεργίας (ειδικά για την Ελλάδα, το 2013 το ποσοστό ανεργίας ανερχόταν σε 27,3%, βλ. και σελ. 13, Table 2. Unemployment, youth unemployment and NEET indicators, 2013, σε έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COM(2014)400 final/2.6.2014 Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions). 13. Επειδή, εξ άλλου, αν συντρέχει το στοιχείο της διασυνοριακότητας έλκεται σε εφαρμογή το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα δε οι βασικές κοινοτικές ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τις συνθήκες που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (πρβλ. ενδεικτικά ΔΕΚ απόφαση της 15.5.2003, C-300/01, Doris Salzmann, σκέψη 32, ΔΕΕ απόφαση της 22.12.2010, C-245/09, Omalet NV, σκέψεις 12-14, κ.ά.). Εν προκειμένω, η κρινόμενη διαφορά παρουσιάζει, πράγματι, στοιχείο διασυνοριακότητας, δεδομένου ότι κυριότερος μέτοχος της αιτούσης είναι η γαλλικών συμφερόντων εταιρία Lafarge. 14. Επειδή, το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 43 ΣΕΚ) του Κεφαλαίου 2 της ΣΛΕΕ («Το δικαίωμα εγκαταστάσεως») ορίζει ότι «Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. [ ] Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 54, δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσας Συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων», ενώ στο άρθρο 63 παρ. 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 56 ΣΕΚ) του Κεφαλαίου 4 της ΣΛΕΕ («Κεφάλαια και πληρωμές») ορίζεται ότι «Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών». Όπως δε έχει ήδη κριθεί οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 49 και 63 της ΣΛΕΕ, με τις οποίες κατοχυρώνονται, αντίστοιχα, η ελευθερία εγκαταστάσεως, η οποία περιλαμβάνει και τη σύσταση και διαχείριση εταιριών, και η ελευθερία κυκλοφορίας των κεφαλαίων, στην οποία εμπίπτει και η συμμετοχή σε επιχείρηση δια της κατοχής μετοχών, με μοναδική πρόθεση την τοποθέτηση χρημάτων και χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο των επιχειρήσεων (ΔΕΕ απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C-81/09, Ίδρυμα Τύπου ΑΕ, σκέψη 48), παράγουν άμεσο αποτέλεσμα και είναι, συνεπώς, δεκτικές άμεσης επικλήσεως από ιδιώτες (βλ., ιδίως, ΔΕΚ απόφαση της 21.6.1974, 2/74, Reyners, Rec. 1974, σ. 631, καθώς και ΣτΕ 7μ. 2157/2002, Ολ. 3168/2014, Ολ. 237-9/2015 προτελευταία σκ. μειοψηφίας, κ.ά.). Περαιτέρω, η έννοια της απαγόρευσης των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως, που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, καταλαμβάνει όλα εκείνα τα νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα που

απαγορεύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως (βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, C-518/06, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 62, καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση Ίδρυμα Τύπου Α.Ε., σκέψη 54), ομοίως δε πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «περιορισμοί», κατά την έννοια του άρθρου 63 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, εθνικά μέτρα, τα οποία είναι ικανά να αποτρέψουν τους επενδυτές από άλλα κράτη μέλη να επενδύσουν στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, C-112/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας σκέψη 13, καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση Ίδρυμα Τύπου Α.Ε., σκέψη 55). Στις εν λόγω ελευθερίες μπορεί να γίνουν δεκτοί ως μέτρα παρεκκλίσεως περιορισμοί για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, οι οποίοι ρητώς προβλέπονται στα άρθρα 51 και 52 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρα 45 και 46 της ΣΕΚ), ή περιορισμοί που δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (ΔΕΕ απόφαση της 19.7.2012, C-470/11, Sia Garkalns, σκέψη 35). Τέλος, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την άσκηση πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, όμως το περιθώριο αυτό εκτιμήσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει προσβολή των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από τις διατάξεις της Συνθήκης, οι οποίες κατοχυρώνουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες που πρέπει να απολαμβάνουν (ΔΕΚ απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, C-208/05, ITC, σκέψη 40, ΔΕΚ απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C-167/97, Nicole Seymour Smith Laura Perez, σκέψεις 75-76, ΔΕΚ απόφαση της 20ής Μαρτίου 2003, C-187/00, Helga Kutz-Bauer, σκέψη 57, ΔΕΚ απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009, C-388/07, The Incorporated Trustees of the National Council on Ageing, σκέψη 51, ΔΕΕ απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, C-379/11, Caves Krier Frères Sàrl, σκέψη 52). 15. Επειδή, μπορεί να υποστηριχθεί ότι σύστημα εθνικών ρυθμίσεων, το οποίο καταλήγει στη διοικητική έγκριση σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων, ύστερα από ουσιαστικό έλεγχο της σχετικής απόφασης του εργοδότη και με κριτήριο τις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά εργασίας, αλλά και εν γένει το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, ενδέχεται να συντελέσει αποτρεπτικά στην ελεύθερη ενάσκηση των ανωτέρω ελευθεριών, ως εκ της μεγάλης έκτασης του περιορισμού που μπορεί να επιφέρει στην ελευθερία διαχείρισης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Εξ άλλου, μολονότι η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στις αμιγώς εθνικές επιχειρήσεις, όσο και στις λοιπές, το αποτρεπτικό της αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι εντονότερο για τους επενδυτές από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι ενδέχεται να εμφανίζουν μεγαλύτερη δυσκολία απόφασης εγκατάστασης σε εκείνο το κράτος μέλος που έχει επιβάλει τον ανωτέρω περιορισμό. Επομένως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, κατά την έννοια των άρθρων 49 και 63 της ΣΛΕΕ, αποτελεί ανεπίτρεπτο περιορισμό των ελευθεριών εγκαταστάσεως και κυκλοφορίας των κεφαλαίων εθνική ρύθμιση, με την οποία θεσπίζεται διοικητική έγκριση σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων ύστερα από ουσιαστικό έλεγχο της σχετικής απόφασης του εργοδότη με κριτήρια τις συνθήκες της αγοράς εργασίας και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας. Θα μπορούσε, ωστόσο, να υποστηριχθεί και η αντίθετη γνώμη, ότι, δηλαδή, ένα εθνικό μέτρο, με το οποίο θεσπίζεται διοικητική έγκριση σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων, ύστερα από ουσιαστικό έλεγχο της σχετικής απόφασης του εργοδότη με κριτήρια τις επικρατούσες στην αγορά εργασίας συνθήκες και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, συνιστά περιορισμό των ελευθεριών εγκαταστάσεως και κυκλοφορίας κεφαλαίων, ο οποίος, παρά την δυνητικά μεγάλη επέμβαση στην επιχειρηματική ελευθερία, δικαιολογείται, ως πρόσφορος και αναγκαίος, όταν υφίσταται οξεία οικονομική κρίση συνοδευόμενη από ασυνήθη και ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά ανεργίας, κοινωνικές συνθήκες δηλαδή που συνιστούν επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. 16. Επειδή, εν όψει του ότι οι ανωτέρω ερμηνευτικές εκδοχές, ως προς την έννοια αφενός των διατάξεων της Οδηγίας 98/59/ΕΚ και αφετέρου των άρθρων 49 και 63 της ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι απηλλαγμένες αμφιβολιών, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει

να αποσταλούν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίστοιχα προδικαστικά ερωτήματα, όπως διατυπώνονται στο διατακτικό. Διά ταύτα Αναβάλλει την οριστική κρίση. Διατυπώνει προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «1) Είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Οδηγίας 98/59/ΕΚ, ειδικότερα, ή των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ, γενικότερα, εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 1387/1983, η οποία θεσπίζει ως προϋπόθεση για τη διενέργεια ομαδικών απολύσεων σε συγκεκριμένη επιχείρηση την εκ μέρους της Διοικήσεως έγκριση των εν λόγω απολύσεων με κριτήρια α) τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, β) την κατάσταση της επιχείρησης και γ) το συμφέρον της εθνικής οικονομίας; 2) Σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αποφατική, εθνική διάταξη με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Οδηγίας 98/59/ΕΚ, ειδικότερα, ή των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ, γενικότερα, εφόσον συντρέχουν σοβαροί κοινωνικοί λόγοι, όπως οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα αυξημένη ανεργία;» Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2015 Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας